Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

2012

Όλοι αναζητούν με κάποιον τρόπο την αγάπη
αστερισμοί κρατούν μυστικά την λάμψη της,
ο χιτώντας της καρδιάς μας κόκκινος, αιματώδης,
κρατά όλα που έγιναν σε σημειωματάρια εφόδου.
Άφησε το άλογο σου αγάπη μου,
μπροστά στην πόρτα μου, άναψε τα μάτια του περνώντας τα με τα χέρια σου.
Οι ώρες ξοδεμένες, ειπωμένες, σαν ένα φλυτζάνι που ράγισε,
σαν την τράπουλα που χιλιοπαίχτηκε,
Ντάμες, Ρηγάδες, Βαλέδες κι ο Τζόκερ ο χαμένος ιππότης να γελά μέσα στο ανάθεμα,
όλα εκείνα που φαίνονταν όμορφα και μετά χάλασαν,
όλα εκείνα τα κεριά που ανάψαμε την νύχτα,
τα σκαλιά που ανεβοκατεβαίναμε χωρίς προφυλάξεις.
ΌΛες εκείνες οι πράξεις, πότε κωμωδίες και πότε δράματα.
Όλοι αναζητούν με κάποιον τρόπο την αγάπη,
αυτή έρχεται σαν να μην είχες ακούσει ξανά για την ύπαρξη της,
αμόλυντη και δίχως προσχήματα,
συγχωρείς τα πάντα εκτός από ένα,
που την στρίμωξες άγρια ανάμεσα στα τόσα φύλλα της τράπουλας,
ας είναι,
ακόμη κι έτσι,
το άλογο στην πόρτα μου γελάει σαν το τελευταίο λουλούδι που αντιστέκεται στο χιόνι,
τόσο χιόνι κι αυτό εκεί,
δες,
ακόμη ζει και ανθίζει,
ακόμη και η πεταλούδα αντιστάθηκε σε τόσο θάνατο.
Κλάψε τώρα,
άδειασε το στήθος σου από τον πόνο,
οι μέρες που έρχονται, θα λιώσουν, όλα αυτά που μέσα μας ήταν ακινητοποιημένα.

όλοι με κάποιον τρόπο αναζητούν την αγάπη,
απλά όλοι δεν το ξέρουν...
 

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Στον πατέρα μου

Είχες καιρό να περάσεις από τον ύπνο μου μπαμπά.
Με κοίταξες με την ίδια ευθύτητα και φορούσες το αιώνιο λευκό μακό μπλουζάκι, γυρισμένα τα μανίκια ένα δυό εκατοστά.
Με βρήκες ,ενώ ήδη είχα εντοπίσει τον δρόμο για την θάλασσα.
Στριμωγμένη στην σωλήνα του αποχευτευτικου συστήματος της πόλης,, άκουγα τους αρουραίους να περνούν δίπλα μου φωνάζοντας τσιριχτά. Όσοι με ακουμπούσαν ήταν απαλοί, μόνο η όψη τους ήταν χάλια.
Κατηφόριζα και έπαιρνα τις στροφές ασθμαίνοντας, στριμωγμένη, σερνόμουν πότε με τα χέρια και πότε με τα γόνατα. Άλλοτε πάλι βοηθούμενη με την κοιλιά.
Σκατά κολυμπούσαν κι αυτά δίπλα μου με απάθεια.
Μύριζα την θάλασσα όταν με βρήκες.
Πρόλαβα να αφεθώ στα νερά όταν με φώναξες.
Στο όνειρο ήταν σούρουπο. Σκορπισμένα γύρω τα πιό ωραία χρώματα.
Ξάπλωσα ανάποδα όταν με φώναξες.
Ανέβηκα στην πλάτη σου όπως τότε που με έμαθες να κολυμπάω, εσύ βέβαια πολύ πονηρός, με είχες αφήσει και κολύμπαγα μόνη μου, νομίζοντας πως είσαι δίπλα μου και με πηγαίνεις εσύ...
Μπαμπά;
Νοιώθω λίγο κουρασμένη.
Αναζητώ ξανά την ηλικία της τρυφερότητας.
Πολλές φορές την έχω κοντά μου αλλά, να, δεν ξέρω. Σαν να εξαντλείται. Σαν να κιτρινίζει από το κακό της που την αφήνω να ταξιδεύει ανάμεσα στις νευρώσεις.
Παντού νευρώσεις μπαμπά.
Και θέλω.
Γυναίκες κουρασμένες από το εγώ τους, γυναίκες Νάρκισσοι ψάχνουν την σκιά τους στον καθρέφτη.
Καλλιτέχνες βαρετοί σαν άνθρωποι και προβλέψιμοι φτιάχνουν μαγαζάκια που πουλάνε την τέχνη.
Μου θυμίζουν τους κουλουράδες της Ομόνοιας.
Μια ελάχιστη γοητεία,αλλά γοητεία σαφώς, βρίσκω  σε αυτούς που αλληλοθεωρούνται οι <<εκλεκτοί των εκλεκτών>>. Εκεί πάλι μπαμπά, βρίσκω ενδιαφέρον γιατί συλλέγοντας γνώσεις σίγουρα καλυτερεύεις.
Κι αυτοί είναι συλλέκτες τέτοιοι. Μπορεί με την ζωή τους να μην αποτελούν ένα μέρος της ομορφιάς, γιατί κατά τα άλλα, δεν διαφέρουν από αυτούς που γεμίζουν τα πολιτικά γραφεία, αλλά παίρνεις ένα μέρος γνώσης κι αυτό είναι ωφέλιμο.
Παντού νευρώσεις μπαμπά.
Άντρες μαθουσάλες κυνηγούν την στύση τους ψάχνοντας γύρω από την σάρκα άγουρων κοριτσιών.
Γυναίκες μεσήλικες κυνηγούν άγρια τους νέους άντρες ανταγωνιζόμενες η μια την άλλη, σαν αυτές που κρυφοκοιτάνε τις άλλες στα δοκιμαστήρια.
Πολλές νευρώσεις μπαμπά.
Τρέλα. Τρέλα.
Η πυξίδα του μαλακομαγνήτη γυρνάει σαν τρελή.
Στοπ.
Μα και νέα παιδιά στριμωγμένα στο μετρό κολλάνε το μούτρο τους μπροστά στην οθόνη ενός κινητού. Μιλάνε ώρες ατέλειωτες με δωρεάν προγράμματα.
Ο χρόνος δεν είναι επαρκής μπαμπά, έτσι λένε.
Ο κόσμος τελειώνει σε λίγες μέρες.
Το ξέρεις το παραμύθι.
Καλά ξέρω ότι ξέρεις πως πεθαίνει  ο παλιός.
Αλλά έρχονται αυτές οι μέρες και μου λείπεις μπαμπά.
Εντάξει, κατοικείς σε μια χώρα πορτοκαλένια μέσα μου, αλλά μου λείπεις.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ.
έκοψα το τσιγάρο μπαμπά.
Μισώ πιά τις εξαρτήσεις, είχε παραγ'ινει το χάλι μου. Δυό πακέτα όπως κι εσύ.
Μοιάζουμε και σε αυτό. Μόλις πήρες την απόφαση κι εσύ τότε, μαχαίρι.
Και στο άλλο μοιάζουμε.
Είμαστε ευάλωτοι.
Απορώ με τον εαυτό μου γιατί είμαι ακόμη.
Και γιατί αυτή η μισητή φωνή μέσα μου, μου λέει ακριβώς τι θα συμβεί στην επόμενη γωνία.
Το κωλοένστικτο.
Ωχ, άσε με βρε μπαμπά, άσε με να βρίσω, με έχει κουράσει αυτό το πράγμα.
Ψάχνω την ηλικία της τρυφερότητας κι αυτό με εμποδίζει.
Αυτό κι ο χρόνος.
Δεν παίρνω φαίνεται μεγάλες ανάσες.
Ξεκινησα και γιόγκα, μετά από τόσες δεκαετίες και ανακάλυψα πως δεν ξέρω να αναπνέω σωστά.
Επίσης με αυτό ανακάλυψα πως ενοχοποιώ τον εαυτό μου γιατί ανακαλύπτω εύκολα τους ενόχους.
Οχι μπαμπά, δεν τρώω τον χρόνο μου με τέτοια, απλά γίνονται.
Σου είπα, ανακαλύπτω πως να αναπνέω, μαζί με αυτό τι νομίζεις; Ανακαλύπτεις κι άλλα.
Πως είσαι κουρασμένος ας πούμε.
Από όλα κάποιες φορές.
Αλλά πιό πολύ είναι που λείπουν οι ευχάριστες εκπλήξεις...
Άγριες μέρες μπαμπά.
Κι εγώ είμαι το κορίτσι σου. Θέλω να καθομαι στα πόδια σου και να με κουνάς και να σου τραγουδάω, όπως τότε.
Να σου γυρίσω τα μανίκια, ένα δυό εκατοστά.
Έκανες πολλά λάθη μπαμπά.
Αλλά ήσουν μάγκας. Γιατί κανείς τελικά δεν άφησες να σου στερήσει την ευαισθησία σου.
Κι ενώ ήσουν ευάλωτος ήσουν τόσο δυνατός.
Στην σωλήνα του υπόνομου με βρήκες μπαμπά στο όνειρο.
Κάνω καταδύσεις μέσα στα σκατά πολλές φορές, όταν ανεβαίνω στην επιφάνεια έχω μαζέψει υλικό για κάτι λουλούδια που σπανίζουν, είναι το καλύτερο λίπασμα και το ξέρεις.
Πιό καλά από μένα.
Σιγά..τι είμαι εγώ μπαμπά; Εγώ ψάχνω ξαφνικά την τρυφερή μου ηλικία.
Και την σωστή αναπνοή.
Μου λείπεις...
Πολύ.
Μην κάνεις πολύ καιρό να ξαναρθείς κοντά μου...

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Τρέχεις γυναίκα με το κίτρινο φουστάνι
στην μια τσέπη έχεις τον έρωτα
στην άλλη τσέπη τον θάνατο.
Και το κάδρο σου στον τοίχο, ζητάει να γεμίσει, με το πορτρέτο σου...

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Φρεντερίκ

Μην με κοιτάς τώρα,
τα πάθη ξεθωριάζουν, στην μεταφορά τους από το ένα τοπίο στο άλλο.
Κι αυτή η αυστηρή επίγνωση των πραγμάτων,
Φρεντερίκ
σβήνει την παλιά λάμψη των ματιών σου.
Η δικαιοσύνη κοιμάται,
μαζί με αυτόν τον παχύ γάτο που ξαπλώνει στο παχύ βελούδινο μαξιλάρι,
ο έρωτας κοιμάται,
...
μαζί με τις νυσταλέες υποσχέσεις στην υπόφυση,
στο μέρος της καρδιάς, μια φυσαλίδα,ρουφάει άστοργα το λιγοστό οξυγόνο.
Είναι φορές που θέλω να γίνω αμαζόνα Φρεντερίκ,
εκεί που βελάζεις ήσυχα για την δήθεν ωραία σου ζωή,
την ήσυχη, την ειρηνική ,τάχα,
κι ως αμαζόνα να ανέβω σε μια άμαξα με τέσσερα άλογα,
να κραδαίνω απειλητικά ένα δερμάτινο μαύρο μαστίγιο πάνω από το σαστισμένο πλήθος,
να χωθώ εκεί, ανάμεσα, φωνάζοντας ερχόμενη για το σπίτι σου,
στην μπάντα,
στην μπάντα, στην μπάντααααααααααααααααααααααα,
έρχομαι για σένα, Φρεντερίκ.
Και μόλις πέσω κάτω από το δηλητηριώδες δάγκωμα ενός φιδιού-φύλακα,
εκεί ,μπροστά στα παγωμένα σου μάτια,
τότε θα καταλάβεις ,πόσο πολύ ,τελικά ,αγαπήθηκες από μια χίμαιρα....

Δαιμόνιο

Γύρω μας οι Δαίμονες πίνουν.
Ακατάπαυστα.
Κι εμείς μαζί τους.
Μια ξυλόσομπα ζεσταίνει το παμπάλαιο μπαρ.
Η νοημοσύνη ταξιδεύει με αιφνίδιους θάνατους.
Τους έχεις ακούσει όταν χαράζουν τα μάγουλα μας με κείνο το στιλέτο, θυμάσαι...
Στο μπαρ υπάρχει ένας κύκλος.
Η τελετή της μύησης έγινε έναν αιώνα πριν.
Τώρα καλούμε πνεύματα και ιδέες.
Κρυώνω.
...
Δεν με αγαπάς.
Κι εγώ κανέναν κόπο δεν θα κάνω να σου αλλάξω γνώμη.
Οι καινούργιοι Δαίμονες που ήρθαν είπαν πως ο παλιός κόσμος για πάντα χάθηκε.
Τους είπα,
(Μπορώ να ρθώ μαζί σας στην κόλαση);
πιό φιλόξενα θα είναι από εδώ.
Τι λες;
Φεύγω.
Δεν θα κοιτάξω πίσω μου...
Πίνω τις Βαλκυρίες στην Ρώμη
ένα δέντρο μαραίνεται κι ένας μεταμφιεσμένος Μεφίστο
ξενυχτά κάτω από το παράθυρο μου
σε ένα άθλιο μοτέλ,
άχρηστες μηχανές αποχαυνώνονται καθώς ο έρωτας βαθιά μπήγει τα δόντια του και πίνει καπνισμένο αίμα...

Bατνάζ

Στην ξύλινη μεγάλη σάλα, ένα πιάνο με ουρά,
χελιδόνια μελωδικά, έπαιζαν με τα μαλλιά της ,κάθε φορά που έπαιζε η Βατνάζ.
Η γυναίκα με το φουστάνι στο χρώμα του σκοτωμένου κερασιού.
Το πιάνο, όπως κάθε μουσικό όργανο, την διάβαζε σε βάθος,
ήξερε πως υπέφερε από μοναξιά.
Κι όταν χρειάστηκε κούρδισμα, άκουσε την καρδιά της γυναίκας να σπάει σε πολλά κρύσταλλα,
ήταν η όψη του κουρδιστή που της...
ξύπνησε τον πόθο.
Κι άγριες, οι νύχτες πιά, στην ήσυχη κάμαρα.
Και κάθε νύχτα ξεκουρδιζόταν μονάχο του.
Κι έγιναν οι επισκέψεις του κουρδιστή καθημερινές.
Κι ο έρωτας ένα φαινόμενο αμοιβαίο.
Το σπίτι άλλαξε χρώμα κι εκείνη είχε στα χείλη πάντοτε κόκκινο χρώμα.
Κι ενώ ο έρωτας άρχισε να αλλάζει τις ως τότε, περιορισμένες διαστάσεις,
και να τις επεκτείνει,
το πιάνο άρχισε να υποφέρει.
Πρώτη του φορά κατάλαβε την μοναξιά του.
Απέραντη ήταν η θλίψη του, σαν ενός αηδονιού που χάνει την φωνή του.
Και σαν κάθισε η γυναίκα να παίξει ακουμπώντας τρυφερά τα πλήκτρα του, σιγή παγωμένη.
Η σάλα άδεια από νότες μαγικές.
Ούτε η γυναίκα, ούτε ο άντρας κατάλαβαν τι ακριβώς συνέβη κι έπαψε το πιάνο.
Απασχολημένοι καθώς ήταν με τον έρωτα τους.
Ο ερωτευμένος είναι εξάλλου ο μεγαλύτερος εγωιστής...

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΗOTEL HΡΑ

Το κουρασμένο καράβι φτάνει στο λιμάνι, ξεχύνονται από την κοιλιά του κατάκοποι οι ταξιδιώτες.
Είναι έξι το πρωί.
Η χειμωνιά απλώνει το σάλιο της παντού.
Στο ξενοδοχείο το αρχαίο, δυό ταξιδιώτες κλείνουν δωμάτια.
Αυτός έχει το νούμερο επτά. Η γυναίκα το νούμερο εννιά.
Κατέβηκαν σε τούτο το λιμάνι τυχαία, με σκέψεις λαθραίες και βουβές.
Με σιωπή, οι σκέψεις, απλώνουν την βλέννα τους μπροστά στα μάτια τους, να μην βλέπουν καθαρά.
Όπως ο γράφων κι αυτοί γοητεύονται από αυτό, το να μην βλέπεις καθαρά.
Υπέροχοι τεράστιοι δρόμοι με άσφαλτο ξεδιπλώνονται μπροστά τους.
Κι άλλοτε σοκάκια που βράζει το γιατσέντο.
Το σούρουπο, που έχουν ξεκουραστεί, απλώνουν τα μάτια τους μπροστά στην θάλασσα.
Αυτή, ήσυχη και γόνιμη, απλώνει πεταλούδες ασημιές.
Η γυναίκα σκέφτεται πως η Ήρα ανέχτηκε τις απιστίες του Δία εξαιτίας του Κρόνου και της Ρέας.
Ο άντρας σκέφτεται πως τις ανέχτηκε γιατί ένιωθε το γυναικείο σχήμα της απαξιωμένο.
Περπάτησαν τυχαία μαζί.
Αυτή ήταν μια γυναίκα που μόλις είχε εγκαταλείψει τον πλούσιο σύζυγο στην κοίτη του βελούδινου καναπέ, χρώματος σκούρο πράσινο.
Αυτός έγραφε. Αυτή ήταν η δουλειά του.
Το ξενοδοχείο είχε το όνομα Ήρα.
όταν βρέθηκαν την νύχτα σε μια ταβέρνα κάθισαν απέναντι ο ένας στον άλλο.
Δεν είχαν καμμιά επιθυμία να γνωριστούν βαθύτερα.
Απλά μιλούσαν όλη την νύχτα έχοντας εκείνη την μεμβράνη στα μάτια.
Κι ότι έλεγαν ήταν πιό όμορφο από αυτό που ονομάζεται πραγματικότητα.
Κι ενώ ο έρωτας, τους άγγιζε το μέτωπο σαν μικρή πρασινοκόκκινη φλόγα, συμφώνησαν σε αυτό.
Να ταξιδεύουν ο καθένας χώρια.
Να κατεβαίνουν στα λιμάνια στην τύχη, χωρίς να υπάρξει πριν συννενόηση.
Και όταν τυχαίνει να βρίσκονται να μιλούν και να κάνουν ότι θέλουν έτσι.
Χωρίς να βλέπουν καθαρά.
Αυτήν την καθαρότητα θα την έβρισκαν όταν πια δεν θα μπορούσε το σώμα τους να κάνει αλλοιώς...
 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Η επιστολή που δεν δόθηκε ποτέ

Αγαπημένε μου Γκρικόροβιτς,
χάρηκα τόσο πολύ που βρήκα τρόπο να σας στείλω αυτήν την επιστολή, αλλά λυπήθηκα βαθύτατα που η άσχημη τύχη μου ήταν η αιτία να με βρείτε μπροστά σας, σε τούτο τον άσχημο χώρο και σε αυτές τις φρικτές συνθήκες.
Ποτέ δεν φανταστήκαμε όταν είμασταν έφηβοι πως θα μας τα έφερνε έτσι η ζωή, πως θα ξανασυναντιόμασταν έτσι κάτω από αυτές τις φρικτές συνθήκες.
Θυμάστε; Σπουδάζαμε ιστορία  τέχνης και με κοιτούσατε στο διάλειμμα με εκείνα τα μελιά σας μάτια. τόσο βαθιά, νόμιζα πως θα μου έσκιζαν την καρδιά αγαπημένε μου Μακάρ, νόμιζα πως μπορούσα να κάνω μια άλλη ανάγνωση του κόσμου από μέσα τους, αλήθεια, αυτό νόμιζα.
......
Οι παράξενες συνθήκες της ζωής μας πάντα μας δοκίμαζαν εμάς τους δυό.
Πάντα βρίσκαμε ο ένας τον άλλο στο επόμενο σκαλοπάτι, στην επόμενη στροφή, στο επόμενο λαχάνιασμα από το τρέξιμο να προλάβουμε το μικροαστικό μέσο που θα μας μετέφερε στην τρώγλη μας.
Ήταν πάλι τότε, τότε που με είδατε ολότελα τυχαία καλεσμένος από τον Μιχαήλ στην σχολή, τότε που ταράχτηκα βαθύτατα σαν σας είδα μπροστά μου ενώ πόζαρα γυμνή για τους φοιτητές.
Μετά από τόσον καιρό και η μοίρα θέλησε να με βρείτε μπροστά σας γυμνή.
Ήταν πιό πολύ για την τέχνη πιστέψτε με, πιό πολύ γι αυτό, παρά για τις όποιες φιλοδοξίες όπως με κατηγορήσατε τότε.
Με βρίσατε, με ακολουθήσατε σαν σκιά, βρήκατε την τρώγλη που ζούσα, μου τραβήξατε τα μαλλιά, δεν κατάλαβα τότε πως ήταν από την ζήλεια, νόμιζα πως ήταν από μια θλιβερή επίδειξη ηθικής εκ μέρους σας.
.............
Αργότερα βρέθηκα στην αγκαλιά σας, μετά από εκείνη την γιορτή του αποχαιρετισμού, τότε που κατέρρεε όλη η Χώρα, ο Μιχαήλ έκλαιγε στην αγκαλιά σας, θυμάστε;
Είχαμε ήδη πάρει την απόφαση να φύγουμε μακριά, από τους εαυτούς μας, τους δικούς μας, την μοίρα την κακιά μας για κάποια άλλη καλύτερη.
Η στέπα γυμνή ήταν η χώρα, σαν την παλάμη μας με τα δαχτυλικά αποτυπώματα.
............
όταν μπήκα στο τρένο αγαπημένε μου το χιόνι έτσουζε τα μα΄τια, το πρόσωπο μας ήταν μια λευκή μάσκα, η αγωνία για το τι θα βρούμε ήταν φανερή.
Οι ελάχιστοι σπασμοί στην επιδερμίδα μας δεν 'αφηναν τα περιθώρια να καταλάβει κάποιος τι σκεπτόμασταν.
Το στομάχι μου έκαιγε από την αγωνία.
Η αγία Πετρούπολη πίσω μου θρηνούσε στα γόνατα. Η Μόσχα έπινε χωρίς τέλος, προσπαθώντας να ξεχάσει για λίγο την τεράστια λύπη της.
.............
Την επόμενη μέρα κατάλαβα από τον πρώτο σταθμό μας τον ακριβή προορισμό μας.
Λίγο πολύ τα ξέρεις αγαπημένε μου.
Με βρήκατε,-θεέ μου τι έχω πάθει, δεν ξέρω σε ποιό χρόνο να σας μιλήσω-, σε εκείνο το απαίσιο σπίτι , μύριζε σκατά, κάτουρο και σπέρμα.
έπεφταν πάνω μας, και για πρώτη φορα, λατρεμένε μου, για πρώτη φορά κατάλαβα το κτήνος που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του.
Κλωστές από σπέρμα κυλούσαν από τα μπούτια μας κάθε τρείς πέντε ώρες.
Κλωστές από αίμα και σπέρμα.
Μας είχαν κάψει τις παλάμες μια βδομάδα πριν έρθεις εσύ με τους δικούς σου να λευτερώσετε την Άννα.
Δεν είχα δακτυλικά αποτυπώματα, άρα δεν ήμου τίποτε, ήμουν η καμμία.
Ο ουρανός ήταν χαμηλός, το κρύο άσπριζε τα χείλια μας και το φεγγάρι έσταζε έξω από τα σφραγισμένα παράθυρα, όμως εγώ προσπαθούσα λατρεμένε μου, ξανθό μου περιστέρι, να κρεμαστώ από τα κάγκελα έξω, να δώ τις φλούδες του φεγγαριού να ξελπύνω τον πόνο και την ντροπή μου.
Δεν είπα οργή.
Αυτό το ένιωσα σαν σε είδα να ξεπηδάς από το πουθενά, ένας ξανθός, λευκός άγγελος είπα, ένας άγγελος που μαζί με άλλους εξαγριωμένους αγγέλους ρίχνατε σφαίρες στους βασανιστές μας.
Μια κρύα λεπίδα κάρφωσε την καρδιά μου λευκό μου φτερό, μια παγωμένη ματιά του θανάτου όταν σε είδα πίσω από τους πυροβολισμούς,
έπεφτε ο ένας μετά από τον άλλο και ρυάκια αίματος έβαφαν τους τοίχους κι εμάς, εμάς, που μισόγυμνες στην γωνία σαν μικρά πονεμένα ζώα κοιτάζαμε τους σκοτωμένους να πέφτουν σαν γραμμές.
Σαν τις γραμμές της αγγελόσκονης πολύτιμε μου, που μας ανάγκασαν να τραβάμε, τσακ, τσακ, τσακ, τσακ, κάτω. Κάτω. Τσακ, τσακ, τσακκκκκκκκκκκκκ.
Σε είδα να φωνάζεις την Άννα. Με κοίταξες με περιφρόνηση.
Έκρυψα τα στήθια μου με το βρόμικο σεντόνι, μα πρόλαβα να δω εκείνη την περιφρόνηση.
(Δεν έφταιγα εγώ), σου είπα.
( Εσύ ποτέ δεν φταίς, αλλά πάντα στα σκατά σε βρίσκω), είπες αγαπημένε μου κι έψαξες για την ΆΝΝΑ.
Εκείνης δεν είχαν προλάβει να κάψουν τα δακτυλικά αποτυπώματα, ούτε τα ξανθά της μαλλιά  μαύρα όπως εμένα.
Δεν περιμενατε να βρείτε τόσα κορίτσια, μπουκάρατε μόνο για την Άννα.
Φύγαμε κι εμείς σαν κυνηγημένες σκιές στα σκοτάδια.
Πάντα πίστευα πως όλη αυτή η επιχείρηση που έγινε κι αφού φαινόσουν ο αρχηγός ήταν γιατί την αγαπούσες.
Αργότερα σε κάποιο στριπτηζάδικο έμαθα από την ίδια πως το έκανες για να βοηθήσεις τον φίλο της, από υποχρέωση γι αυτόν διακινδύνεψες λατρεμένο φως μου, πάντα για τους φίλους έδινες την ψυχή σου....
.......................
Αγαπημένε μου, όταν μπήκατε στο μαγαζί που χορεύω ήμουν λίγο ζαλισμένη, ήμουν λίγο χαμένη, ήμουν χαμένη Μακάρ, γιατί αυτό το όρθιο αντρείκελο ο <<Ντόγκυ>>, αυτό το όρθιο κτήνος είχε γονατίσει την Λένα και είχε ανοίξει το παντελόνι του και της έλεγε να του πάρει πίπα, η Λένα όμως δεν ήθελε, είναι έγκυος, σύντομα θα φύγει από εδώ μέσα, (θα σου πάρω εγώ, τι θέλεις; άφησε την), ούρλιαξα, (σκασμός), είπε, (σκασμός να μην ακουστούμε έξω, εγώ πίπα θέλω, δεν με νοιάζει ποιά θα μου κάνει).
Τέλειωσε βρίζοντας αγαπημένε μου Μακάρ,
λυπάμαι που στο λέω έτσι, αυτό είναι, αυτό είναι όμως,όταν μπήκες πίσω από τις κουρτίνες κι είπες συγνώμη, πρόλαβα και ειδα το ωραίο σου πρόσωπο.
Όταν αυτός βγήκε έξω ήθελα να πεθάνω.
Χανόμαστε και βρισκόμαστε λευκό μου γεράκι κι είναι πάντα ανάμεσα μας ένας πόλεμος.
Είναι ο βουλιαγμένος κόσμος της νύχτας στην ημέρα, ναι, αυτό είναι.
....................
Αυτοί οι τυφλοπόντικες που πίνουν το αίμα των μικρών και των αδυνάτων βρίσκονται με αυτούς της ημέρας.
Γίνονται ένα, το μόνο που αλλάζει είναι οι θέσεις αγάπη μου,
πως να σας το πω;
Είναι τα γραφεία και η τυπική μόρφωση που δικαιολογεί την ουσιαστική αμορφωσιά τους, είναι οι χειραψίες των άλλων κι η προστασία που τους δίνουν το μοίρασμα της βρομιάς τους...
Ακούστε με αγαπημένε μου,
εμένα ξέρω, με σιχαίνεστε,
εγώ όμως πάντα θα θυμάμαι.
Το φιλί μας στην μικρή μου κάμαρα.
Την γλάστρα με το βάλσαμο που μου φέρατε την επόμενη μέρα.
Την στόλισα στο περβάζι, την πότισα με την αγάπη μου και την σκέψη μου σε εσάς.
Ω, μπήκατε πίσω από τις κουρτίνες και όλος ο κόσμος θάμπωσε μπροστά μου.
Σε μια στιγμή του χρόνου ρουφηξα τα μάτια σας, το στόμα σας...
Ποτέ δεν με κάνατε δική σας.
Με το σώμα.
Κι όμως! Είμαι δική σας Μακάρ!
Πάντα ήμουν.
Απλά για να το ξεχνάω ρουφάω σκόνη, από την μύτη, μην φοβάστε, πίνω βότκα και τζιν.
Να θαμπώνει λίγο το σχήμα του σώματος σας στο κεφάλι μου.
Τα χείλια σας στα δκά μου σαν την πιό τρυφερή και καυτή μνήμη της ζωής μου...
....................
Μακάρ!
Φύγετε μακριά τους!
Μακριά τους!
Μακριά μου!
Μην ξαναρθείτε εδώ.
Αλλάξτε ζωή πριν είναι αργά.
Για μένα είναι πολύ αργά.
Ήταν αργά από την στιγμή που δεν έγινα δική σας σε εκείνη την κάμαρα.
Την μικρή.
Από εκει που περνούσαν τις σωληνώσεις οι αρουραίοι και περναγαν τσιρίζοντας στο δωμάτιο όποτε έφραζε ο βόθρος.
Εκεί που γεύτηκα τα φιλιά του έρωτα.
Κι ένιωσα πως μπορεί να είναι ο αληθινός έρωτας.
Μα η μοίρα θέλησε να μην γίνω ποτέ δική σας.
Είδα το τατουάζ στον λαιμό σας.
Ένα φίδι.
Η Βάλια μου είπε πως είσαστε ένας από αυτούς.
Πως αργά ή γρήγορα θα καταλήξετε στην θάλασσα με πέτρες στα πόδια.
Πως σας λένε Σνέικ.
Κι όχι Μακάρ.
Όμως εγώ ξέρω.
Μακάρ σας λένε.
Ω, Μακάρ! Πως έγιναν έτσι οι ζωές μας;
Φύγετε θησαυρέ μου!
Φως μου!
Φύγετε μακριά!
Για πάντα δικιά σας.
Δικιά σου.

Βάριενκα ή Βάνα.



υγ ( η επιστολή δεν έφτασε ποτέ. Ο τύπος που θα πήγαινε το γράμμα αυτό, τυλιγμένο σε έναν χοντρό σατινέ αρωματισμένο φάκελο, μέθυσε τόσο εκείνη την νύχτα που τον πήγαν σπίτι του κι αυτός ξέρναγε. Την άλλη μέρα δεν θυμόταν τίποτε, βρήκε κάτι τριμμένα κομμάτι στο πλυντήριο από το παντελόνι του, πήγε να θυμηθεί κάτι αλλά εκείνη την στιγμή χτύπησε το κινητό του.
Έπρεπε να πάει σε ένα άλλο μαγαζί νέο <<να συστηθεί>>.
Όταν τα παιρνε από τα μαγαζιά για προστασία ήταν νηφάλιος.
Έβλεπε καρτούν στην τηλεόραση μέχρι να ρθεί η ώρα για την <<σύσταση>>.....

Πανόρμου

O έρωτας φωνάζει πάνω από τις σκοτεινές κάμαρες
την ώρα που βγάζεις βόλτα τον σκύλο σου
την ώρα που κοιτάς με άδεια μάτια μια ηλίθια αλληλογραφία.
Αλληλουχίες εικόνων
παράλληλοι βίοι αγίων,
κολασμένων,
για πάντα καταραμένοι να μυρίζουν, ψάχνοντας, τις ηδονές,
κι άλλοτε σαν σκύλοι,
άλλοτε σαν γάτες να γυρνούν στους σκοτεινιασμένους δρόμους λίγο πριν φέξει.
Γιατί λίγο πριν φέξει,
...

ένα άγριο-άγιο θηλυκό θα χορέψει ξυπνώντας την κουρασμένη καρδιά σου,
μέσα σε ένα μισογεμάτο μπαρ,
σε έναν κήπο όπου λευκές τίγρεις θα ανοίγουνε το στόμα,
σαν εσένα,
σαν αυτόν,
σαν εκείνη,
σαν όλους,που λιγωμένοι θα ανάβουν με αυθάδεια
τα νεκρά ένστικτα τους σαν φωτιές.
Κάθε φορά που θα βρίσκεται ένα τέτοιο κορίτσι,
θυμάμαι εκείνεις τις τίγρεις μέσα σε ένα άδειο σπίτι.
Πανόρμου μετά τα μεσάνυχτα και η ανία μου χτυπούσε κόκκινο...

Nύχτα βροχής

Γειά σου, τι κάνεις; Εγώ είμαι καλά,
όλη την νύχτα κοιμόμουν στο αυτοκίνητο για να ακούω καλύτερα την βροχή.
Μα αυτή η φωνή μέσα μου τραγουδούσε τραγούδια του ποταμού,
κι αυτή η ερημιά της πόλης ακατέργαστο θάμπος,
και κείνα τα διαμάντια που φορούσαν οι πόρνες στο λαιμό,
τώρα στα αζήτητα είναι, σε μια βιτρίνα περασμένου μεγαλείου.
Κοιμόμουν που λες μέσα στο αυτοκίνητο,
εκείνο το σαράβαλο του Αμερ...
ικάνου,
έτρεχε η βροχή στο τζάμι,
έτρεχαν και τα τυφλά μπλουζ μέσα του απ το μυαλό μου,
τι σου είναι το μυαλό σκέφτηκα,
παντού με αυτό πηγαίνεις,
με αυτό αν θες επισκέπτεσαι έναν άντρα σαν γυναίκα
και αντίστροφα,
με αυτό ακουμπάς αυτήν την θαλερή υφή ενός τέλους που δεν έρχεται ποτέ.
Κι εκείνη η βροχή να χτυπά στα τζάμια,
τι σου είναι η ζωή,
μια σκάλα ή μια στροφή,
τα περπατας και δεν καταλήγεις ποτέ...

οι εραστές

Σε ένα θέατρο γεμάτο από μια κιτς αποφορά,
ένα καταγώγειο που ήταν παλαιό υπόγειο σπίτι,
εκεί παντού στους τοίχους ρούχα γυαλιστερά κρεμασμένα,
μια μυρωδιά από ουρητήρια
το μόνο που λάμπει ανάμεσα στους λίγους θεατές μια φράση.
Μιλά για ένα πάρκο γεμάτο καπότες
μεταχειρισμένες ,και γι ανθρώπους μιλά,που υπέφεραν από μια άγρια μεταχείριση των άλλων.
Όταν πάει 11 ο κόσμος φεύγει.
...
Οι ηθοποιοί φεύγουν, εκτός από τους εραστές.
Ένα νέο ζευγάρι ηθοποιών.
Αυτός σαν να ξέφυγε από έναν πίνακα λυπημένου μα υπερήφανου φαγιούμ.
Αυτή σαν μια μικρή εκπρόσωπος της παλαιάς αριστοκρατείας.
Ενώ υποδύεται την πόρνη, έχει στις κινήσεις της τρόπους που έχει ένα κορίτσι με γαλλικά και πιάνο.
Κλείνουν τα φώτα αφήνοντας μονάχα αυτό που βρίσκεται ακριβώς επάνω τους, το χαμηλώνουν.
Μόνο για να παίζουν οι σκιές στα πρόσωπα τους.
Ουσιαστικά σκηνοθετούν τον έρωτα τους..
Αυτός με μικρές μελετημένες κινήσεις της ξεκουμπώνει τα ρούχα.
Πέφτουν στο μαύρο ξύλινο πάτωμα.
Πέφτει επάνω της.
Με φιλιά που ανοίγουν πληγές φωτός.
Ενώ αρχίζει η σαγήνη της ηδονής.
Ενώ ξετυλίγεται το ψέμμα της.
Ο μεταμορφωμένος καθρέφτης του κόσμου.
Λες και αυτές οι εκρήξεις της χαράς θα συνεχίσουν την σπορά τους.
Λες και οι αφημένες αισθήσεις θα συνεχίσουν να τρέχουν γλυκές,
σαν μικρά κρύσταλλα χρυσής σκόνης.
Είναι νέοι.
Αυτό δεν τους απασχολεί.
Κι όταν πιά έχουν ρουφήξει ο ένας τον άλλο σαν μαύρες τρύπες,
ενώ λίγη από την κοκκινιά του περιγράμματος τους χύθηκε στο πάτωμα,
ενώ λίγο πορτοκαλί χύθηκε από τις μασχάλες τους,
τα φιλιά τους ακόμη απόηχοι στην αίθουσα σαν μαστίγια ανυψώνονται,
τότε ακριβώς εμφανίστηκε για λίγο μπροστά τους ο θεριστής του θανάτου.
Μόνο τότε κατάλαβαν πως ο έρωτας κι ο θάνατος είναι σιαμαία αδέλφια.
Μόνο τότε ζήτησαν ο ένας από τον άλλο να κοιμηθούν μαζί.
Σε εκείνο το αφάνταστα κιτς θέατρο που μύριζε ουρητήρια και σπέρμα...
Θα ξαναβρεθούμε όταν η παλίρροια θα χει ανεβεί στα μάτια σου
θα κρατάμε λίγη κούραση στον αυχένα μας
κι εκείνη την στιγμή ένα αστέρι απογευματινό θα φωτίσει περισσότερο τις προθέσεις μας,
τότε ακριβώς ένα φύλλο κιτρινο θα προσγειωθεί στα γόνατα μας,
θα κοιταχτούμε με σταθερότητα κι οι συρμοί της πόλης θα ουρλιάζουν μαζί με τις φωνές μας,
αυτός που θα τρομάξει πρώτος,
αυτός θα είναι ο πιό γενναίος..