Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Πόθοι

Η πέτρα που κάθεσαι στην μέση ενός τοπίου άγονου, νησιώτικου,
κρατά την καυτή ανάσα του ήλιου μέσα στο απόγευμα.

Τα φιλιά που έγιναν κρεμαστές πολιτείες και χάθηκαν στην ομίλη

Κάθε ομίχλη

Το μικρό θέατρο της γειτονιάς με τα βελούδινα καθίσματα
... Τα αρώματα των ανθρώπων που είναι σκορπισμένα και τα ρουφάς, συνδυάζοντας τα με τα κομμάτια του έργου

Ένα παλιό βιβλιοπωλείο, στην μέση του κέντρου

Οι μνήμες των ανθρώπων μιας ζήσης έντονης

Τα παλιά συρτάρια με το υγρασιασμένο περιεχόμενο

Τα νησιά
Τα ποτάμια

Τα φτηνά ξενοδοχεία που γυναίκες υποδύονται ωραίες πόρνες

Οι ταινίες

Το καλό αλκοόλ

Οι κουβέντες που ανοίγονται σαν πανιά στον άνεμο

Η ανιδιοτέλεια. Η αθωότητα. Η υπόσχεση που κρατά τον λόγο της

Ένα πιάνο. Το μπουζούκι. Το τρομπόνι

Εκείνα τα αντικείμενα που λατρεύονται σαν φετίχ

Οι εραστές που γίνονται φετιχιστές στα πρόσωπα και στα κορμιά των αγαπημένων

Η λατρεία. Η συγνώμη. Η φιλία

Οι παραδοχές των αδυναμιών που μας ενώνουν

Τα χέρια. Τα μάτια.

Η αφή

Η δύναμη που έχει κάποιος να φεύγει από τον εαυτό του και να επιστρέφει αγνός, σκορπώντας το είναι του πέρα από τα όρια του

Όλες οι δυνατότητες, του να μένεις άνθρωπος, ενώ όλα σε αναγκάζουν να γίνεις δράκος

Το χάραμα. Τα μπαρ που είναι μικρά και καλομίλητα

Οι κύκνοι. Τα άλογα. Οι έρωτες. Ο έρωτας.

Το απόλυτο ένα. Η αληθινή ελευθερία..
Βάνα (όχι η Μπάρμπα)

Τζιβάνα την έλεγαν την άκρη στο τσιγάρο οι άλλοι/
μα εγώ την έλεγα Βάνα/
παραμυθού τυπική, αν ήταν ζώδιο θα την έκανα ψάρι/
πηγαίναμε στο λιμάνι μεσημέρια Χειμώνα/
κοιτούσαμε τα καράβια που πηγαινοέρχονταν σαν τους στρατιώτες/
τα βράδια τα μαγικά που μύριζε το χώμα από την βροχή την έλεγα αδελφή μου/
κι οι ζωές μας, κουβάρια διψασμένα ,στο ωραίο στόμα μιας τίγρης.
Κάποτε μου ...έβγαινε να την καλοπιάσω και άλλοτε πάλι να την ρίξω στα γόνατα.
Πέρασαν τα χρόνια και η τζιβάνα ακόμη καίγεται/
στα χέρια αγίων, λουσμένων στην αμαρτία/
παρθένων κι απόκληρων τέκνων μέσα στο δράμα/
κράτα καλά την πορεία μας Βάνα,
αν σε έλεγα ζώδιο θα σε έλεγα ψάρι/
αν μπορούσες να με καπνίσεις, θα βλεπες/
δεν ήταν που δεν μπορούσα, ήταν που ποτέ δεν θέλησα να σε κεντρίσω με δηλητήριο/
περιττές δοξασίες κι απερίσκεπτες/
ακόμη κάποιες φορές παιδικές μου, ρίχνω σε εκείνη την λιμνούλα βάρκες χάρτινες μαζί σου/
είναι και φορές που σε θυμάμαι με ένταση...

(1978-2013

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Η τρυφερότητα των ιστοριών της νύχτας

Οι ιστορίες της νύχτας δεν αλλάζουν από αυτές της ημέρας,
Οι ίδιοι φλωράδες,-υπέροχο πουλί-, κυκλοφορούν, οι ίδιοι φαλλοκράτες κυκλοφορούν, τα ίδια θηλυκά ποντίκια ή τίγρεις, τα ίδια καταπιεσμένα ή όχι θηλυκά.
Όπως επίσης κι οι ίδιοι πρίγκιπες κι οι ίδιες πριγκίπισες.

...........................

Αυτό που αλλάζει είναι οι κατευθύνσεις που παίρνει η ελευθερία της έκφρασης και το αλκοόλ.
Η απουσία η προσωρινή της αμηχανίας.
Ζεσταίνονται οι φλέβες, ζεσταίνονται τα μυαλά και τα χέρια.
Συμβαίνει μια μικρή αποκλιμάκωση του άγχους.
Τρυφεροί ή επιθετικοί διάλογοι στην μπάρα.
Πίσω ή μπροστά στο αυτί σου.
Αυτό συνέβαινε κάποτε πολύ περισσότερο. Ίσως.
Είναι οκτώ χρόνια που έχω να πάρω νέα από τον snake, πως να πάρω εξάλλου αφού ο αριθμός του βρισκόταν στο κινητό που μου εκλεψαν ένα καλοκαίρι;
Ήταν ένας πολύ ψηλός άντρας γεροδεμένος σαν ταύρος, μάλλον από την Γεωργία.
Είχε ένα τατού με φίδι σε όλο τον λαιμό και δεν είχε καμμία σχέση με τον γνωστό σεφ...αλήθεια, αν του αφαιρούσαν το τατού πως θα ήταν;
Είχε μια φάτσα αρκετά επικίνδυνη, όχι όμως απρόσιτη.
Όταν άρχισα να μιλάω μαζί του ο μπάρμαν με προειδοποίησε πως ήταν άνθρωπος της νύχτας.
Όμως αυτό πιό πολύ με αναστάτωσε θετικά.
Ήταν μια όμορφη εποχή που κάθε κίνδυνος ή παράτολμη πράξη με διέγειρε πνευματικά.
Μάζευα ιστορίες. Ακόμη μαζεύω.
Όταν αναζητάς ιστορίες αυτές έρχονται μόνες τους.
Είναι που ψάχνεις έναν χάρτη να χαθείς στα ανάγλυφα του...

......................
Δεν ήταν από τους μαφιόζους που τα παιρναν από τα μαγαζιά του κέντρου.
Τα παιρναν από την παραλιακή.
Δεν θυμάμαι πως πιάσαμε την κουβέντα. Θυμάμαι όμως πόσο ευγενικός ήταν όταν ζήτησε από τον μπάρμαν ποτό, να πιεί από το ίδιο μπουκάλι που έβαζε σε μένα.
Μεγάλο γατόνι ο snake, ήταν πρωταθλητής του kick boxing κάποια στιγμή.
Επίσης άριστος στοχευτής όπως έμαθα αργότερα...
Πολύ γρήγορα κατάλαβε πως ο μπάρμαν δεν μου σέρβιρε τις ίδιες μπόμπες όπως στους άλλους.
Πήγαινα χρόνια στο Ρ, πήγαινα κόσμο και μιλούσα με κόσμο, γι αυτό είχα άλλη μεταχείρηση και γιατί δεν συμμετείχα σε φασαρίες.
Η νύχτα θέλει να είσαι αθόρυβος, όλοι έχουν γίνει σκατά κι εσύ μισαζαλισμένος παρακολουθείς τον θόρυβο αλλά κανείς δεν πιστεύει πως δεν είσαι ο ΝΗΦΑΛΙΟΣ λέμε...
Ο άντρας αυτός ήταν ένας άντρας-παιδί. Από τους λίγους άντρες της νύχτας που ήταν έτσι.
Αθώος σαν ένας αθώος γίγαντας, αλλά κι επικίνδυνος σαν το τατού που είχε στον λαιμό του.
Το Ρ. ήταν από αυτά που έλεγαν ελληνάδικα, πηγαίαμε μετά τις 3 που αραίωνε ο κόσμος στην Σ.
Από μια ώρα και μετά έβαζε σκυλάδικα.
Καψούρες που ξεχνιόντουσαν στην χαρά του φλέρτ.
Άνθρωποι που έρεπαν στην αμαρτία αλλά  ήταν ανίκανοι να την ζήσουν.
Και τούμπαλιν.

.......................
Η γοητεία του <<φιδιού>>, ήταν στην αθωότητα του και την ευγένεια .
Μου μιλούσε με σεβασμό και δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ την αντρική μαγκιά του στην φράση
( θέλω να σε φλερτάρω αλλά είμαι πολύ ερωτευμένος και δεν μπορώ).
Μιλούσαμε σαν γνώριμοι φίλοι όταν άρχισε να με πιάνει η γνώριμη διαίσθηση.
Δεν μπορώ να στο εξηγήσω αλλά όταν συντονίζεσαι με κάποιους ανθρώπους σου έρχονται αυτόματα πληροφορίες γι αυτούς. Γνώσεις που αφορούν ή το παρελθόν τους ή κάτι από το μέλλον...
Άλλοι το λένε μέντιουμ, άλλοι δέκτη, εγώ το λέω συντονισμό και τελειώσαμε.
Αυτό το ανακάλυψα πως υπάρχει γύρω στα ΄΄εξι χρόνια μου.
Αισθανόμουν σκηνές που θα συνέβαιναν μετά. Ήξερα πως ο παππούς μου θα ρχόταν ας πούμε σαν έκπληξη. Αμογός- Αθήνα, τότε, δεν ήταν εύκολο... 13 ωρες και 15...
Και πολλά άλλα...
( Θέλω να σου πω κάτι, μπορώ χωρίς να με πάρεις για τρελή ή ψώνιο; Να με ακούσεις απλά και αν είμαι μέσα να μου πεις ναι, αν όχι να μου το πεις και θα πάψω).
Με κοίταξε σοβαρά και για λίγο δεν μίλησε. Αυτό με έπιασε αμέσως μετά την φράση αυτή που σου προανέφερα...
(Δεν θα σε έλεγα με τίποτε ψώνιο ή τρελή, ξέρω να διαβάζω τους ανθρώπους, σου αρέσει ο κίνδυνος και παίζεις σαν αντράκι, αυτό είναι σπάνιο στις γυναίκες), είπε κάπως λυπημένα.
Εκεί συμφώνησα διαφωνώντας, για το σπάνιο...είναι σπάνιο γιατί επικρατεί ο φόβος, εκείνη την εποχή τουλάχιστον...
( Σε ακούω), είπε και είπε στον μπάρμαν να γεμίσει τα ποτήρια.
Του μίλησα απλά, του είπα αυτό ακριβώς που μου έβγαινε από την καρδιά μου κοιτώντας την δική του.
Συντονισμός. Δεν υπάρχει φόβος, αγωνία, υπάρχει μια τέλεια νιρβάνα που κολυμπάς μέσα της, υπάρχει ατόφια η καρδιά του άλλου απέναντι σου και την κοιτάζεις...
Κάποτε, το ξέρω, οι άνθρωποι δεν θα μιλάνε με λέξεις..
Αμερική-Αθήνα δεν θα είναι απόσταση για την επικοινωνία.
Λυπάμαι φρικτά που δεν θα ζω.
Λυπάμαι για όλες τις χαμένες ώρες μας που έγιναν καμένες....


.........................

(Είσαι απίστευτα ερωτευμένος με μια γυναίκα που είναι καλονή), άρχισα, ( αυτή η γυναίκα βρίσκεται μακριά σου αλλά είναι μέσα στην καρδιά σου. Σε αγαπάει κι αυτή απίστευτα).
Άρχισε να κλαίει, χοντρές σταγόνες λύπης τράνταζαν το στήθος του.
Ένιωθα απίστευτα οικεία απέναντι σε αυτήν την λύπη, σε αυτήν την αντρική γενναιότητα των δακρύων.
Δεν είναι όλοι οι άντρες της νύχτας έτσι, αθώοι και γενναιόδωροι κάτω από το περίστροφο που κρύβουν στο σακάκι..
Οι πιό πολλοί είναι μπουχέσες, είναι ο βίος τους τέτοιος που η αδρεναλίνη τους σκοτώνει.
Ο φόβος μην τους φάει ο άλλος ή τους πάρει την δουλειά τους μετατρέπει σε βλακώδη ζώα.
Φαλλοκράτες του κερατά...
Και απίστευτα ηλίθιοι, ακόμη κι αυτοί που έτυχε να χουν διαβάσει και να ξέρουν να μιλούν και να σκέφτονται...
όταν συναντώ την ίδια βλακώδη <<παρείστικη>> φαλλοκρατική μονοτονία στους <<διανοούμενους>> επιθυμώ τα χέρια του snake..
Μόνο έτσι θα θυμούνται, όταν ξεσουρώσουν, πόσο απίστευτα γελοίοι είναι ,την άλλη μέρα...
Τα δάκρυα του έμπαιναν στην ψυχή μου και γίνονταν πουλιά.
Αισθάνθηκα φίλος με αυτόν τον άντρα.
'ισως να μασταν φίλοι κάποτε σε μια άλλη ζωή ή αδέλφια.
Έγινα κομμάτι του πόνου του και ήθελα να τον βοηθήσω, μόνο αυτό ήθελα εκείνη την στιγμή.
όλη την δύναμη του κόσμου για να τον βοηθήσω...


(Συνεχίζεται)...

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

 H γλώσσα ,λανθάνουσα, αναδεύει σκοτάδια/
εξορύξεις κτερισμάτων καμμία/
εκτός από τα μάτια σου που ζούν στην ενδοχώρα μου/
αυτά ζητούν και δίνουν τους μυστικούς κοντυλοφόρους των πουλιών/
σεργιανίζουν μυστικά στο κεφάλι και στην καρδιά μου/
είναι κάποιες ζωές που η επάρατος νόσος δεν θα αγγίξει ποτέ/
βλέπεις, γεύτηκαν την μαγεία των ουρανών/
δεν είναι που πρόλαβαν την γεύση τους/
είναι που μετά από... τόσες πτώσεις στην γη, έμαθαν να πετούν/
είμαστε πολεμιστές που δεν αναπαύονται στην ειρήνη/
μάθαμε καλά πως αυτό είναι ένας ατέλειωτος πόλεμος/
σήμερα νιώθω θεραπευμένη/
η ίαση αυτή αστράφτει στην ματιά μου/
σε λέω αγάπη, πες με έρωτα...

Το πρώτο στάδιο της ίασης

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Ανθίζω.
Πονάω.
Χαίρομαι.
Ευτυχώ.
Λυπάμαι.
Ξεχνάω.
Θυμάμαι.
Περπατάω.
Κοιτάζω.
Μυρίζω.
Αγαπώ.
Φοβάμαι.
Υπομένω.
Ευφραίνομαι.
Ζω.
Η ζωή είναι έρωτας.
Ο έρωτας είναι ζωή.
Είμαστε κόμποι. Αυτά που ζήσαμε είναι κόμποι.
Κάποτε λύνονται. Από τον τρόπο που αλλάζεις σαν κοιτάς.
Θέλω να ζήσω σαν κομήτης.
Άλλοτε σαν το νερό μιας λίμνης.
Παλεύω με τον κακό εαυτό μου, αυτόν που δεν θέλει να είμαι ελεύθερη.
Και με τους άλλους.
Αγαπάω.
Είμαστε κόμποι. Φτιαγμένοι από κόμπους.
Όλες οι πράξεις μας είναι κόμποι.
Αγαπήσου.
Πρώτα από εσένα.
Μετά από τους άλλους.
Ερωτεύσου.
Όλοι οι κόμποι είναι σημάδια κλεισμένα στο μπουκάλι.
Κάποιος θα τα βρεί στον Ωκεανό και θα τα διαβάσει.
Αν ενώσει κάποιος όλους τους κόμπους τότε θα σχηματιστεί μια γέφυρα σκοινένια...
Μεταξύ ουρανού και γης..
Δεν φοβάμαι.
Κάθε τέλος είναι μια αρχή.
Αυτά που με πόνεσαν τα ξεχνάω.
Σε ξέχασα Καλοκαίρι της οπιοφαγίας.
Με βουτιές κι αναρριχήσεις.
Θέλω να ζήσω.
Θέλω.
Ζω.
Έζησα.
Θα ζήσω.
Κι όσοι με θυμούνται σαν πεθάνω, θα συνεχίζω να ζω...

Χωρίς γραμμές..

Δεν ήταν άλλο από αυτό το οξύμωρο, αλλά απολύτως αληθινό.
Η ηδονή και η οδύνη.
Στην πρώτη γραμμή ,του πολέμου αυτού, πολλά είδη εξοντώνονται.
Γυναίκες γουρούνες, σκύλες, μελίσσια, ελάφια, γυναίκες κομψές σε τρόπους, σε πνεύμα, γυναίκες ψυχρές από τον καθρέφτη,
και,
άντρες γουρούνια, σκύλοι, άλογα, ψάρια, ψυχροί από την ματαιοδοξία, υπερφίαλοι, σακάτηδες από θάρρος,
και άλλα, και άλλα είδη που είναι ανεξάντλητα.

Η ηδονή και η οδύνη.
Μπορούν ταυτόχρονα να τραγουδούν ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Να ανταλλάσουν επισκέψεις αβρότητας.
Τότε οι κυλιόμενες πέτρες γίνονται πιό γυαλιστερές.
Κάποιες φορές βλέπεις στο πάτωμα όσα δεν χωράνε στο ταβάνι, το χεις σκεφτεί;
Μοιάζει σαν αυτές τις δύο, ταβάνι-πάτωμα, ηδονή-οδύνη.
Αρχίζεις από κάπου και κάπου τελειώνεις.
Τελειώνεις;
Οχι βέβαια.

Τα αφροδισιακά μέλη ξεκινούν να λυγίζουν και να αστράφτουν από το αψέντι όταν ξεκινούν τα φιλιά.
ύστερα παίρνουν τον τρόπο που θέλουν για την ένωση.
Τον εφευρίσκουν εκείνη την στιγμή.


Μα η ένωση είναι και ταυτόχρονα θάνατος.
Από την συνείδηση και την αποτυχία της συνέχειας αυτής της ένωσης.
Ο θάνατος είναι σίγουρα λευκός , το λευκό κυριαρχεί σε όλα τα χρώματα.
Κι οι πυξίδες της καρδιάς είναι φορές που λαθαίνουν.

Έτσι, μέρα μεσημέρι κι ο ήλιος στο παγκάκι να ζεστα'ίνει, κάποιος δίπλα σου διαβάζει τρόπους κατάκτησης της ευτυχίας.
Εσύ ταίζεις τον υπέροχο σκύλο-φύλακα στο άσυλο ανιάτων.
Γελάς υπόγεια μα δεν κρατιέσαι ( είναι χρήσιμο το βιβλίο σας); Ρωτάς ενώ σκέφτεσαι -τι απίθανο χρώμα ματιών-
(Μάλλον, αλλά είμαι λίγο τεμπέλης στο να εφαρμόσω αυτά που λέει).
Γελάει.
Γελάς.
Να σου πω; Πιό χαριτωμένα γελάει ο σκύλος, αυτό είναι σίγουρο.
Φεύγεις και παρατηρείς την ενόχληση του καθώς ρωτά ( τι κρίμα, φεύγετε);
(Ναι), λες και ανοίγεις το βήμα.

Στο μεταξύ σκέφτεσαι ο ήλιος αυτός είναι ευεργέτης.
Επίσης σκέφτεσαι γιατί να σκέφτεσαι; θα μπορούσες να λιάζεσαι σαν βόδι στην λιακάδα.
Το βασίλειο μου για λίγες άσκεπτες ημέρες, είπες χτες στον Α. αυτό θα έλεγα αν ήμουν βασιλιάς.
Περπατάς
κι ύστερα σκέφτεσαι είναι πολλές οι ημέρες που δεν έχω νιώσει τον ουρανό να μπαίνει μέσα μου.
Τελευταία ψάχνω να βρω τρόπους να ξεκουράσω το μυαλό, την καρδιά και την ματιά μου με λίγη ομορφιά.
Ανησυχώ γιατί ψάχνω,
κάποτε δεν έψαχνα και πολύ...
Αν την βγάλω καθαρή φέτος θα είμαι ευτυχής, έτσι νιώθω, όχι απλά ευτυχής, δεν θα φοβάμαι τίποτε πια.
Είναι που έχουν σκάσει μύτη έξω από την πόρτα πολλά γιατί και διότι, αν όμως ε, τότε θα..
Μην γελάς,
είναι αδύνατον να τους πω να πάψουν.
Είμαι σε καλό δρόμο γιατρέ μου;

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Λέξεις που πέφτουν

Τι να κάνουν οι λέξεις όταν αναπαύονται στα λεξικά/
όταν εσύ τις ανάβεις με απλό αλάτι/
τις κοιτάζεις μέσα σε θολό πρωινό βροχής/
τις τρώς ή απλά τις γεύεσαι δίχως την αρχέγονη πίκρα της γνώσης του θανάτου/
κάτω από βλέφαρα που είδαν όνειρα άγρια/
κάτω από τα ρούχα του ύπνου που δεν γεύτηκαν έρωτα/
μόνο σεξ και τροφή που αρρωσταίνει την σκέψη/
η αχλή διέγερση των αισθημάτων εγείρεται/
οι περασμένες δόξες κάτω από μια αρχαία  κόμη που δεν είχε πατρίδες/
τι να σου κάνουν οι λέξεις, όταν τις διαβάζεις με μάτια ανέραστων φοιτητών/
συμβιβασμένων ποιητών με πουλημένα τα όνειρα σε αλλόφρονες εκδότες/
αντρών θλιβερών που μέσα στις ονειρώξεις χύνουν λίγο σπέρμα/
γυναικών που με άδεια δάχτυλα γράφουν γράμματα σε οθόνες/
παιδιά πεινασμένα στα σχολεία ξεχασμένα από τον θεό/
ασελγείες/
λέξεις που μηρυκαστικά τις επεξεργάζονται με γεμάτα στομάχια/
λέξεις προορισμένες να ανοίγουν τα στόματα ή τα μάτια;
Αν πεινάς και διψάς για ζωή σαν ένα παλαιό ζώο, κάποια πιθανότητα έχουν/
τα έρημα λεξικά να χαρούν στις βιβλιοθήκες/
κι αν οι μεταφραστές,είχαν συνείδηση της ζωής του ποιητή ίσως πιό πιστές να ήταν στην ποιητική απόδοση/
κι αν ο λόγος, ήταν, από μεγάλη πνευματική πείνα για το άγνωστο, ίσως τότε, πιό προσεκτικοί να ήμασταν στην χρήση τους...
Αυτός που σκοτώνει την ομορφιά της ανυποψίας,
αυτός είναι ο χειρότερος δολοφόνος.
Αυτός που το βλέπει και κάνει πως δεν βλέπει θα ρθεί η ώρα και γι αυτόν.
Καθώς ανυποψίαστος θα περπατά μια μέρα θα τον έχουν σημαδέψει με κάποιο νούμερο,
καλά χαραγμένο μέσα στον εγκέφαλο.
Ακούς πόσο μεγάλη είναι η σιωπή σε κάποια σπίτια;
Αυτό να φοβάσαι,
η ένταση της σιωπής μετρά φέρετρα...
Ο χρόνος που σφίγκει, με... τα δάχτυλα του, την καρδιά σου ,καλά οπλίζει τις λέξεις,
δεν είναι πολύς ο καιρός που μάθαμε να λέμε,
<<εμείς και οι άλλοι>>>....

(Μέρες χωρίς ανάσες)..

εμβοές

Τις νύχτες βουίζουν τα αυτιά μου,
σαν να παίρνουν τις σκέψεις μου και τις αναλύουν σε σφυρίγματα.
Εμβοές,
σαν σιδηροδρομικές γραμμές, πάνω τους ήθελα μετά τα μεσάνυχτα να περπατήσω,
με ένα γοβάκι και το άλλο πόδι ξυπόλητη,
με μια βρόχινη καρδιά να κυλήσω όλες τις υποσχέσεις που μου έδωσα
κι αδύνατον να τις εκτελέσω,
σαν ταχυδρόμος που φέρνει μια ωραία αλληλογραφία,
... σαν ένας γιατρός που θα γιάνει τις πληγές.
Αν κάποιος βρεί το γοβάκι, το ένα, στις γραμμές, θα του πω,
(είναι αντικείμενο απωλεσθέν, άστο να βρεί τον δρόμο του).
Θα τις περπατήσω, ενώ ο ήχος από το τρένο επάνω τους,
θα θυμίζει τις εμβοές.
Κάθε εμβοή θυμίζει όσα δεν φύλαξα για εμένα,
οι ήχοι αυτοί,, σαν νεκρές μπαλαρίνες μοιάζουν που ξύπνησαν ξαφνικά μετά από έναν ύπνο αιώνιο,
μετεωρισμένες ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα δοκιμάζουν άστοργα όλα τα χαμένα γοβάκια,
αυτά τα λυπημένα απωλεσθέντα αντικείμενα..
σαν τις εμβοές που μονότονα με κάνουν να χάνω έναν γλυκό ύπνο...
Αυτόν της περασμένης μου αιωνιότητας..
Χαμογελάς στο χρώμα της αιδούς,
κι είναι αυτό το σπάνιο είδος ,η αιδώς, που με κάνει να νιώθω καλά κάτω από το δέρμα μου, καθώς αποκόπτομαι από την αγέλη
των κοσμικών χοίρων που οικόσιτοι είναι,
από καιρό,
από καιρό οικόσιτοι,
αν με άφηνες για μια στιγμή θα έπλενα τις νοσταλγίες μου στα μάτια σου...

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

.....

Ανθίζω.
Πονάω.
Χαίρομαι.
Ευτυχώ.
Λυπάμαι.
Ξεχνάω.
Θυμάμαι.
Περπατάω.
Κοιτάζω.
Μυρίζω.
... Αγαπώ.
Φοβάμαι.
Υπομένω.
Ευφραίνομαι.
Ζω.
Η ζωή είναι έρωτας.
Ο έρωτας είναι ζωή.
Είμαστε κόμποι. Αυτά που ζήσαμε είναι κόμποι.
Κάποτε λύνονται. Από τον τρόπο που αλλάζεις σαν κοιτάς.
Θέλω να ζήσω σαν κομήτης.
Άλλοτε σαν το νερό μιας λίμνης.
Παλεύω με τον κακό εαυτό μου, αυτόν που δεν θέλει να είμαι ελεύθερη.
Και με τους άλλους.
Αγαπάω.
Είμαστε κόμποι. Φτιαγμένοι από κόμπους.
Όλες οι πράξεις μας είναι κόμποι.
Αγαπήσου.
Πρώτα από εσένα.
Μετά από τους άλλους.
Ερωτεύσου.
Όλοι οι κόμποι είναι σημάδια κλεισμένα στο μπουκάλι.
Κάποιος θα τα βρεί στον Ωκεανό και θα τα διαβάσει.
Αν ενώσει κάποιος όλους τους κόμπους τότε θα σχηματιστεί μια γέφυρα σκοινένια...
Μεταξύ ουρανού και γης..
Δεν φοβάμαι.
Κάθε τέλος είναι μια αρχή.
Αυτά που με πόνεσαν τα ξεχνάω.
Σε ξέχασα Καλοκαίρι της οπιοφαγίας.
Με βουτιές κι αναρριχήσεις.
Θέλω να ζήσω.
Θέλω.
Ζω.
Έζησα.
Θα ζήσω.
Κι όσοι με θυμούνται σαν πεθάνω, θα συνεχίζω να ζω...

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Ο αλιευτής έξω από το παράθυρο μου γνέφει, είναι πρωί κι η μέρα ξέσκεπη..

Η Ινφάντα του Όσκαρ με συγκινούσε πραγματικά.
Κι ο Νάρκισσος που πολέμησε ο ίδιος, στην λίμνη του πολυτελούς σαλονιού του, εκεί που έβγαλε τα μάτια του με το σπαθί του Ιάπωνα πολεμιστή, εκεί που οι εποχές συναντήθηκαν ξαφνικά, ξημερώματα.
Μετά από κάποιο όργιο σωματικοπνευματώδες, οινοπνευματώδες, αψέντινο.
Τότε ήταν που έβγαλε τα μάτια του Νάρκισσου και τα έβαλε στα δικά του.
Ήθελε να δει τον κόσμο με διαφορετικά μάτια,ήθελε να φτιάξει το πορτρέτο αυτού που θα τον βασάνιζε αργότερα.
Που θα τον <<κατέστρεφε>>.
Ω! Έτσι κι αλλιώς οι κοινωνίες των ανθρώπων δεν συγχωρούν τις ιδιοφυίες, (Όσκαρ, Σαρλ)..
Ο Όσκαρ ανήκει στα πλάσματα που ιδιότευσαν μεταξύ ουρανού και θάλασσας.
Γι αυτό πεθαίνουν νέοι..
Αυτό, δεν αντέχεται για πολύ.
.........
.........
Κα΄ποιες φορές έξω από το παράθυρο μου βλέπω μια καλαμιά.
Μου αρέσει να αναφέρω συχνά την φράση έξω από το παράθυρο. Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει κάτι.
Η καλαμιά αφήνεται στον άνεμο σαν τον παθιασμένο εραστή. Αυτόν που ξέρει όλες τις πλευρές του έρωτα, και τα φεγγάρια και τους ήλιους και τους πλανήτες..
Αφήνεται με έναν τρόπο που μου θυμίζει μια μητέρα που κλαίει το πεθαμένο της παιδί.
Τον θρήνο των χαμένων ερώτων.
Τον θρήνο της χαμένης παιδικότητας.
Την αγάπη των τίγρεων.
Την σάρκα μας που αλλάζει όψεις σύμφωνα με τον χρόνο, το φως και το χάδι των εραστών.
Είναι η πλήρης άφεση σε κάτι, ο αέρας που κουνάει την καλαμιά.
Αυτό το τόσο λεπτό σχήμα της, η ευθραστότητα, η προσαρμόστικα της θα λεγες στο άγγιγμα του ανέμου.
Μια πλαστική προσαρμογή με τόσα συναισθήματα.
........
.........
Ο Όσκαρ γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου. Κάποιος πλανήτης θα ήταν στην κορύφωση που είχε να κάνει με την οξύνοια, με την θαρραλέα αγάπη στην τέχνη.
Η τέχνη για την τέχνη, έλεγε και αναδύθηκε η σκεψη του αισθητισμού, η <<σχολή>> του αισθητισμού.
Σαρλ, Οσκαρ, Ζιντ...
Οι απόλυτοι Εωσφόροι.
................
................
Άκου,
μου αρέσει, στο έχω ξαναπεί να παρομοιάζω τους ανθρώπους με ζώα.
Ψάχνω στο πρόσωπο ή στις κινήσεις τους να καθρεφτίζεται ένα ζώο.
Έτσι, στο χω ξαναπεί, βλέπω να ακουμπούν στα τζάμια του λεωφορείου ,κεφάλια λιονταριών-σπάνια αυτά εντάξει-.Βλέπω γυμνοσάλιαγκες να βλέπουν κάποιο πρόσωπο που τους αρέσει και τους πέφτουν τα σάλια.
Αρουραίους να κρύβουν επιμελώς τα μουστάκια τους κάτω από αδρές χειρονομίες ή ας πούμε φίνα λόγια...
Κατσαρίδες να περπατούν κρύβοντας τα άντερα τους και τις κεραίες τους κάτω από επιμελημένες πόζες. Κάτω από άσκοπες γνώσεις.
Θέλω να πω, μπορούν και να υπηρετούν κάποια τέχνη αλλά εντελώς <<σπουδαστικά>>, αυτό που λένε ακαδημαικά...
Τι είναι τέχνη χωρίς καρδιά;
Χωρίς αυτό το πλατύ, αρχέγονο ένστικτο;
Το ένστικτο είναι η πατημασιά στο αρχαίο δάσος...
Είναι το ίδιο το αρχαίο δάσος...
Σε μια άλλη ζωή θα ήθελα να πάρω ουσίες και να ανιχνεύσω και να ανιχνευτώ σε αυτό το αρχαίο δάσος.
Ουσίες που θα μπορούν να με παρασύρουν μακριά από τα στενά όρια που μου βάζει η σάρκα μου..
...................
.......................
Ο Μαρσέλ, άλλος άνθρωπος-δέντρο της σκέψης  αυτός, έλεγε, με τους ψευτοευγενείς έπρεπε να είσαι άτεγκτος.
Σήμερα δεν έχουμε ευγενείς, έχουμε άλλους.
Τους δεινόσαυρους της σκέψης..
Της διαμόρφωσης των κοινωνιών  σε τερατουργήματα όπου βασιλεύει το κέρμα.
Το βασίλειο μου, (το θησαυροφυλάκιο του Σκρουζ Μακ Ντακ, το θυμάσαι;) για μια σκέψη σου.
όλες οι σκέψεις σου στο βασίλειο μου.
Φράγκα.
Λεφτά.
Χρήματα.
Ψεύτικες ετυμηγορίες στα μπλακόνια.
Στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Ο βασιλιάς είναι γυμνός κύριε Ονώριε, μα πάντα ήταν.
Αλλά αν το έλεγες θα πεφτες στα μπουντρούμια, σήμερα στις φυλακές.
Ο βασιλιάς είναι γυμνός, κύριε Κολόμβε. αλλά αν το πούμε θα είμαστε τρελοί.
Ή μόνοι.
Ή κάτι άλλο από την γραμμή.
Μπορείς να δεις την γραμμή των προβάτων; Μια ατέλειωτη σειρά προβάτων περπατούν στο χιόνι.
πάνε.
Πάνε.
Πάνε.
Τυφλά. Αφού δεν ξέρουν που πάνε...Τα πάνε. Πηγαίνουν...
Και  σπρώχνει το ένα το άλλο.
Μετά, τραβά το περίστροφο ένα πρόβατο που έχει ντυθεί με την λευκή προβιά του γιατί είναι λύκος..
Πρώτος πυροβολισμός και μετά αίμα.
Ύστερα πυροβολεί ο λύκος.
Τα πρόβατα πέφτουν το ένα μετά το άλλο.
Το βασίλειο μου για την προβιά σου κύριε λύκε.
Θεέ μου!
Θεέ μου!
Ατέλειωτες σταγόνες αίματος πάνω στο χιόνι.
Σειρές.
Από αίμα. Από σκοτωμένα πρόβατα.
Μετα γίνονται κοιλάδες από αίμα.
Λίμνες.
Θάλασσες από αίμα.
Από πτώματα.
Πάνω στο κατάλευκο χιόνι.
Τόσο λευκό που είναι ο θάνατος.
Με κόκκινες πινελιές επάνω του , άτακτες, αφηρημένες, σαν να τις τράβηξε ένας τρελός ζωγράφος με ένα τεράστιο πινέλο..
Το χιόνι γίνεται κόκκινο.
Και μετά ο πλανήτης ίνεται χιόνι.
Κι ύστερα τίποτε.
Αυτό είναι ένας εφιάλτης μου, τελευταία...
................
...................
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο.
Έξω από εμένα.
.........
.........
Όποτε ηττήθηκα με θόρυβο ήταν από τις αγαθές μου προθέσεις.
Είναι που πιστεύεις στους άλλους χωρίς να ακούς το ένστικτο σου.
Και τι εγινε;
Αυτό που έγινε είναι πως το μόνο που αλλάζω είναι ο χρόνος.
Παίρνω ανάσες.
Παίρνω χρόνο.
Δεν αποφασίζω πια να βουτήξω βαθιά χωρίς σκάφανδρο και προφυλάξεις ενάντια στην φωνή του ενστίκτου μου.
Θα σε μετρήσω.
Γιατί είμαι από αυτούς που βουτάνε βαθιά, πίστεψε με.
Κυρίως χωρίς προφυλάξεις.
ΌΜως ο αρουραίος δεν θα ξαναγίνει βατράχι.
Ούτε πρίγκηπας.
Κι η κακιά βασίλισσα είναι μια πλύστρα περιττωμάτων..
Κι εγώ είμαι εγώ.
Εγώ.
.................
.................
Αλλά τις αγαθές μου προθέσεις δεν θα τις σκοτώσω.
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως είμαι πρόβατο.
..............
..............
Παίρνω ανάσες.
Βουτάω.
Ξανά.
Λίγο πιό πίσω.
Στα αθέατα.
βαρέθηκα να βλέπω ότι δεν έχει ενδιαφέρον...
............
................
ΟΙ σακατεμένες ζωές κάποτε θα φωνάξουν.
Και τα πρόβατα δεν θα λουφάξουν.
θεέ μου!
Ας μην γίνουν λύκοι.
Ας μην υπάρξει χιόνι.
Μόνο χιόνι.
Κι αίμα.
.....
.....
Η ζωή απέραντα πάλλεται και δονείται κάτω από τα πόδια μας..
Κι ο ουρανός αν αφεθείς σαν την καλαμιά στον αέρα μπαίνει μέσα σου.
Στο χω ξαναπεί..
Όταν περπατάω στον δρόμο κι ο ουρανός ξαφνικά μπαίνει μέσα μου,
νιώθω ευτυχισμένη.
ΕΥΤΥΧΙΑ είναι η ευγνωμοσύνη των δευτερολέπτων, κάτι δευτερόλεπτα ευγνωμονείς το σύμπαν που οι τόσες συμπτώσεις σε έκαναν να γεννηθείς..
Κι αυτό το επιστρέφεις...
Δεν είσαι κρυψίνους...
Ή έχω λάθος;
Ησ'υχασε τώρα.
Ξεκουράσου.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Τόση βροχή μα ο ήλιος μιλάει, έστω υπόκωφα, μιλάει και υπόκωφα;






Τρίμματα λύπης.
Δίπλα μας, γύρω μας. Αν κατέβεις τους φωταγωγούς των πολυκατοικιών και μπείς στα διαμερίσματα θα βρείς φαλακρές και φαλακρούς τραγουδιστές. Από χαρά, από την ευδαιμονία, την πίστη, τα όνειρα. φαλακροί από όλα.
.....Προχωρούνε με ένα γυμνό κρανίο, τους πήραν το σκαλπ κάποιοι ηλίθιοι που ήταν πιό βάρβαροι από τους αρχαίους.
////////////

Μπορείς να πεις, τι με νοιάζει;
Μπορείς;
Δεν θα σου θυμίζει ο εαυτός σου τότε ένα αηδόνι κλεισμένο στο κλουβί;
Μπορείς να μην βλέπεις;
----------

Κάνω στον εαυτό μου μαθήματα χαράς.
Την Κυριακή που ο ήλιος περίσσευε σε χάρη και ζέστη, πήγα στο πάρκο.
Καθώς περπατούσα κάτω από τα μουστάκια των αγαλμάτων μια πεταλούδα θρόισε τα φετρά της μπροστά στα πόδια μου.
Της είπα, άσε με να σε πιάσω, με άφησε.
Έτρεμαν τα φτερά της όλο χάρη και λεπτότητα. Συντονίστηκα μαζί της.
Η λύπη δεν σε αφήνει να συντονιστείς με τους άλλους. Όμως το πέτυχα.
Μετά χαμογέλασα σε δυό σκύλους. Πήραν το μήνυμα αμέσως.
Ήταν μια μικρή έκρηξη χαράς...
//////////////

Πολλά μικρά πράγματα φτιάχνουν πορτρέτα της χαράς.
.............

Τώρα βρέχει. Η βροχή έχει μπλέξει με την σκόνη φερμένη από την Σαχάρα, η πόλη είναι ένα θολό υγρό τοπίο.
ίσως κι αυτό φαλακρό.
...........

Να κάνουμε μαθήματα χαράς στον εαυτό μας και στους άλλους.
Είναι σαν να σκουπίζεις τον ιδρώτα από ένα μέτωπο που καίει πάνω σε ένα σκληρό καύσωνα.
...........

Είπα στην Ρ.., (Κοίτα, δεν μπορούμε να αναπολούμε τα παλιά, είτε στέκια, είτε ανθρώπους, αυτά κατοικούν μέσα μας έτσι κι αλλιώς. Δεν μπορούμε να ζούμε μέσα στις αναμνήσεις μονάχα. Είναι ένας ρόλος που θα τον σχημάτιζε με άρτιο τρόπο ο Τενεσί Ουίλιαμς, αλλά δεν μπορεί να φοριέται αιώνια.
Η Ρ. άρχισε τα χάπια.
Κι ο Β.
Κι άλλοι.
Ζωές σε κλοιό.
Όμως είναι ακόμη ζωές...
.................

Η λύπη είμαι μητέρα όλων.
Κι η χαρά επίσης.
Η΄λύπη είναι κλωστές.
Οι κλωστές μπλέκουν μεταξύ τους.
Κεντάνε.
Πλέκουν.
Φτάνουν ως το ταβάνι.
Φτιάχνουν ιστό.
Τον φτιάχνεις σαν γιγάντια αράχνη και μπαίνεις εσύ ο ίδιος στο κέντρο της.
Κολλάς.
Δεν πράγεις τίποτε άλλο από λύπη.
Η λύπη ανακυκλώνεται.
Μεταφέρεται.
Πολλαπλασιάζεται.
Είναι ιός.
Ένας παράξενος ιός που δεν αναλύεται εύκολα για να σπάσει.
Αλλά σπάει μετά από επιμονή.
//////////////...........

Να ζήσουμε.
Αυτό που μπορούμε.
Χτυπάω την πόρτα στην Χριστίνα που μένει από πάνω.
Δεν μπορούσα να αναπνεύσω χτές την νύχτα, δεν κοιμήθηκα, είπα με μάτια σαν νυχτερίδας.
(Και λοιπόν; Ούτε κι εγώ κοιμάμαι, αλλά δεν με πιάνει τρόμος, λέω δεν κοιμάμαι αλλά θα κάνω κάτι άλλο), μου λέει φωνάζοντας.
Έχει δίκιο.
Είναι ο τρόπς που βλέπεις.
Αν τα μάτια σου τα στραγγίξεις από νερό θα βλέπεις ερημιά.
......

Άκου, αγαπώ την λύπη. Αδελφή της ηδονής είναι η λύπη, ( Αίσωπος).
Υπάρχει κι η θλίψη.
Αλλά δεν γίνεται να κατοικήσει μέσα μας για καιρό.
Σκέψου,
αν σιγά σιγά όλοι πέφτουν από τα μπαλκόνια σπρωγμένοι από το δυνατό κύμα της κατάθλιψης,
σκέψου, αν όλοι σιγά σιγά βρίσκουμε τρόπους θανάτου για να ξεφύγουμε από τον ιστό της θλίψης,
τότε ετούτος ο πόλεμος για τους λίγους , είναι μια χαρά κερδισμένος.
Με καμμία χρηματική απώλεια.
Κα΄που σε ένα εξωτικό νησί κάτω από κοκοφοίνικες καπνίζουν πούρα και πίνουν σαμπάνια στην υγειά μας.

.....
Είχα δυσκολία στον ύπνο.
Τώρα έχω λιγότερο.
ΊΣΩς και κάποτε κερδίσω να κοιμάμαι.
ίσως κι όχι.
ΌΜως μιλάω γι αυτό.
Μοιράζομαι.
Όσο μοιράζομαι η δύναμη της αδυναμίας μου, που με είχε αγγιστρώσει σπάει.
Φοβάμαι τον θάνατο.
Μην αρρωστήσω και γίνω βάρος.
Μην αρρωστήσει το μυαλό μου.
Αυτό πιό πολύ.
Κι αυτή η φρικτότητα της ματαιοδοξίας του καθρέφτη..
Μετράω για αλλαγές..
Αλλά μιλάω.
Είναι πολλοί εκεί έξω φίλε...
Μίλα.
Δεν είσαι μόνος.
........
Ηρεμώ.
Σιγά σιγά.
Κάνω μαθήματα μικρά χαράς.
Κάθε μεσημέρι περνά μια γιαγιά κάτω από το σπίτι. Ορισμένη ώρα.
ΤΗς δίνω φαγητό, μου δίνει χαμόγελο.
Στον πεζόδρομο τα παιδιά παίζουν μπάλλα. κΑΘΏς περνάω από εκεί τους κλέβω λίγο την μπάλλα και κλωτσάω κι εγώ
Εκεί υπάρχει κι ένα άσυλο ανιάτων.
Ο Σταύρος είναι ένας νέος άνθρωπος καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι.
(καλημέρα Πόπηηηηηη), μου φωνάζει.
Τον πάω βόλτες στον πεζόδρομο. Τον πάω βόλτες, με πάει βόλτα στο χαμογελο...
Υπάρχουν κι οι άλλοι. Οι άλλοι. Κι εσύ. Η εσύ κι οι άλλοι.
.....................

Ο ΙΣΤΌς της λύπης σπάει.
Η λύπη ας είναι η περιγραφή του Αίσωπου.
όχι όμως να γίνεται ιστός που φτάνει στο ταβάνι.
Να σε πνίγει.
==============

Υπάρχει αυτό που λέγεται ζωή.
Κάποτε πάει σαν ποτάμι, άλλοτε σαν λίμνη, άλλοτε σαν φωτιά, άλλοτε σαν βροχή.
......

ΚΆΝΩ μικρά μαθήματα χαράς και τα μοιράζομαι.
(Άννα, Νίκο, Ρένα, να ένα τόπι. Θες να παίξουμε);
.......

Παίζω.
Στο κάτω κάτω εσύ που τα παίρνεις όλα σοβαρά και τοις μετρητοίς, δοκίμασε να αλλάξεις την ματιά σου.
Κι εσύ που έχεις κολλήσει με το παρελθόν, σκέψου, είναι ζωή αυτό που ζείς; Ανάβοντας κεριά μονάχα στα νεκροταφεία; Θέλουν το φως από ένα κερί και άλλοι. Κι εσύ.
...............

Δεν έχω άλλη άκρη να πιαστώ όταν πέφτω από το να αγαπάω και να αγαπιέμαι.
Αν σταματήσω τότε θα χει αρρωστήσει το μυαλό μου.
Κι η καρδιά μου θα έχει γίνει σίγουρα μια μαύρη χήρα αράχνη.
....
Μοιράζομαι.
Και ζω.
Θα περάσει κι αυτό.
όΛΑ πέρασαν..
Εμείς μην περάσουμε στο τέλος.
Το τέλος του ανθρώπου.
Μπορεί να βγεί ε΄νας πολύ καλύτερος άνθρωπος.....
 

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Ένας διάλογος φανταστικός όπως πάντα,κι ένα απόγευμα με γλυκιά διάθεση

Ένας άντρας και μια γυναίκα, νύχτα, ίσως δυό ώρες μετά τις 12 .
Α=ΆΝΤΡΑς    Γ=Γυναίκα
<<<<<<<<<<<<<<<
Α
Αφήστε με να πιάσω τα χέρια σας, μοιάζουν τόσο διατεθειμένα να μιλήσουν, να αγγίξουν, να αγαπηθούν, ναι, αυτό, να αγαπηθούν. Αν τα γυναικεία χέρια δεν έχουν την γλυκιά ετοιμότητα να αγαπηθούν, τότε, τότε όλα είναι μάταια.
Δεν αφήνω τον εαυτό μου να ασχοληθεί με τέτοια γυναίκα..
Γ
Μοιάζει αυτό που λέτε σαν να είναι ένα δικό σας στατιστικό στοιχείο..
Α
Ίσως και να είναι, μάλλον πείτε πως είναι μια προσωπική διαπίστωση..
Γ
Καλό ,τότε, είναι να ξέρετε για μένα, πως δεν μου αρέσουν οι άντρες που χρησιμοποιούν τις προσωπικές τους διαπιστώσεις  για να δώσουν χαρακτηριστικά στο πρόσωπο μου, πιστεύω πως οι διαπιστώσεις υπάρχουν μονάχα για να αμφισβητούμαστε συνεχώς. Δαπιστώνω σήμερα, αυτό που ποτέ δεν ήξερα πρίν, μα από την στιγμή που το διαπιστώνω αμέσως έχει σβήσει από την μνήμη μου...
Έτσι, με αυτόν τον τρόπο τα πάντα γυρνούν με την ίδια φυσικότητα που γυρίζει η γη, δεν βγάζουν ρίζες τα πόδια μας στο ίδιο αιώνιο σημείο...
Κι οι διαπιστώσεις είναι σαν τις αυθαίρετες κεραίες στους λόφους, ελπίζω να με καταλαβαίνετε..
Α
Μα ασφαλώς και σας καταλαβαίνω, μέχρι κάποιο σημείο με διαδάξατε πως η αντίληψη μου για τα πράγματα μάλλον θέλει κάποια πλάτυνση, κάποια οξύτητα, μου αρέσει να σκέφτεται έτσι μια γυναίκα.
Γ
Παράξενο! Είναι καιρός τώρα που γνωρίζω άντρες που καμώνονται πως τους αρέσει να σκέφτεται μια γυναίκα, αλλά αυτό είναι απολύτως πρόσκαιρο και επιφανειακό. Θα ήταν πολύ ευχάριστο να καταλάβω το αντίθετο για εσάς.
Όμως πείτε μου, τι θα προτιμούσατε, με το χέρι στην καρδιά, να μιλούσαμε ένα ολόκληρο βράδυ για τα πάντα ή να κάναμε έρωτα, θέλω να πω θα ήμουν πολύ πρόθυμη σαν ερωμένη, θα ήμουν ζεστή και διαχυτική...
Α
Με διεγείρει αφάνταστα η προθυμία σας σαν ερωμένη, όμως από την άλλη θα μου ζέσταινε την καρδιά να μιλήσω ελεύθερα κι ωραία με μια γυναίκα όπως σείς.
Οι περισσότεροι άντρες ξέρετε μοιάζουμε επίπεδοι.
Γ
Μμμμ..ενδιαφέρον, επίπεδοι ε; Δηλαδή πως το εννοείτε το επίπεδοι
Α
Εννοώ πως η σκέψη μας, των περισσοτέρων που γνωρίζω είναι λίγο φτωχή, είναι είτε σαν μια μαύρη τελεία ή σαν κάτι γκρίζο που μιμείται το μαύρο, ίσως σας μπερδεύω τώρα με την χρησιμοποίηση των χρωμάτων...αλλά να, πιό απλά είμαστε έτοιμοι να είμαστε απόλυτοι για κάτι χωρίς να βυθοσκοπήσουμε και ιδιαίτερα την σκέψη, να, αυτό..
Γ
Αν τα χέρια μου σας διέγειραν λίγο με την όψη τους όπως φαντάστηκα, τώρα έτσι με διεγείρατε εσείς με αυτήν την σκέψη, σας φαίνεται παράξενο;
Θα ήθελα να με φιλήσετε.
Α
( Την κοιτάζει έντονα, την αγκαλιάζει και κολλάει πάνω στο σώμα της με το δικό του)
Υπάρχει μπροστά μας ολόκληρη η νύχτα, τι θα λέγατε να γνωριστούμε καλύτερα;
Γ
(Γελάει δυνατά και μυρίζει απαλά τον λαιμό του)
Μου αρέσει ο πληθυντικός αριθμός, δεν νομίζεις πως αυτό είναι κουτό και δεν ταιριάζει με την περίσταση; Θα φιλιόμαστε και θα μιλάμε στον πληθυντικό;
Α
Σε ενοχλεί ο πληθυντικός, σε ενοχλεί πολύ κι αν ναι ,γιατί;
Γ
Με ενοχλεί πολύ. Μου θυμίζει πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, κι ακόμη μου θυμίζει πόσο ηλίθιος μπορεί να γίνει.
Χρησιμοποιεί έναν αριθμό για να δείξει πως έχει σεβασμό σε κάποιον ενώ στην πραγματικότητα τον έχει γραμμένο στα αρχίδια του, μιλάει στον πληθυντικό σε ένα σαλόνι για να δείξει την παραδοχή ή τον θαυμασμό σε κάποιον ενώ τον σιχαίνεται..και σκέψου, ενώ μοιάζει τόσο ευγενής ας πούμε με τον πληθυντικό ή τις λέξεις που χειρίζεται, είναι αδύνατον να φάει με κλειστό το στόμα ή να μην φτύνει μιλώντας..ω, είναι τραγικό τι συναντά κανείς κάτω από αυτήν την απέρανστη υποκρισία...
Α
Είναι απόλυτα σωστό αυτό που λες, συμφωνώ σχεδόν απελπιστικά..
Πες μου όμως, αν κάποιος σου πει απόλυτα ειλικρινά πως σε θέλει, αν στο πει έτσι, χωρίς να μεταχειριστεί καμμία όμορφη λέξη ή φράση, τίποτε παραπάνω κολακευτικό από το να σε θέλει σαν άντρας, αν σου πει δηλαδή με λίγο χυδαίο τρόπο πως θέλει να σε πηδήξει ας πούμε, να, αυτό, αυτό πως θα το χαρακτήριζες; Δεν θα του κατέβαζες καμμιά βρισιά;
Γ
Εξαρτάται, εξαρτάται από τον τρόπο, το βλέμμα, είναι κοινότοπο αλλά η χυδαιότητα δεν υπάρχει στις λέξεις...έχω γνωρίσει ανθρώπους που διαθέτουν την κουλτούρα της βιτρίνας, θέλω να πω, διαθέτουν άπειρες γνώσεις και δυνατές εμπειρίες αλλά στο βάθος ειναι ντενεκέδες ξεγάνωτοι...
Μπορεί να προσβάλλουν ας πούμε δημοσίως με λεπτό τρόπο μπροστά στους άλλους μια γυναίκα που δεν τους <<έκατσε>>, δεν έτυχε να γίνει κα΄τι μεταξύ τους και να πιστεύουν για τον εαυτό τους πως είναι πολύ άντρες..
Μα πως μπορείς να εξηγείς το πόσο άντρας ή γυναίκα είσαι σύμφωνα με τις ορμόνες της στιγμής;
Το φύλο κι οι ιδιότητες του είναι πολύ περισσότερο περίπλοκο ή πολύ απλούστερο από το πόσες φορές έχυσε κάποιος..
Συγνώμη, μιλάω άκομψα ίσως, ίσως γιατί πολύ γρήγορα από τον πληθυντικό πέρασα στον ενικό με τέτοιο τρόπο..μίλησα άκομψα..
Α
Μίλησες με τέτοιον τρόπο που μου έδειξες αυτά που σε βασανίζουν μάλλον τελευταία..
Κάπως έτσι θα σκεφτόμουν για σένα, πως αυτά που είπες σε βασανίζουν τελευταία, σκέφτεσαι για αυτά με πάθος κι αγωνία.

<<<<<<<<<<<<<<<
Την φιλάει.
Την κουμπώνει πάνω του.
Ξεκλειδώνονται.
Δεν διανύουμε την εποχή μόνο της χρεοκοπίας και της βίας.
Διανύουμε την εποχή της απέραντης ηλιθιότητας...
Εντάξει, ναι, πάντα η βλακεία ήταν δυνατή αφού μιλάμε σχεδόν πάντα, για μάζες, όμως τώρα στην εποχή της γρήγορης πληροφόρησης, αυτή η ταχύτητα της πληροφορίας μοιάζει να φορτώνει άσχημα μερικούς εγκεφάλους, μοιάζει να τους καθιστά ανίκανους να διαλέξουν...ανάμεσα στις τόσες δήθεν επιλογές..Ο ψυχισμός χτυπιέται με πολυβόλα όπως πάντα σε τέτοιες συνθήκες..
Κανείς πραγματικά δεν είναι ελεύθερος...
Μπορεί να γινει για λίγο αν αγαπήσει κι αν αγαπηθεί...
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Γι αυτό,
Αφήστε τους άλλους να αγαπηθούν και ν αγαπήσουν...
Ακόμη κι αν νομίζουν πως αυτή η αγάπη είναι πραγματικά αγάπη και δεν είναι.
.........................................
Τον φιλάει.
Τον κουμπώνει πάνω της.
Ξεκλειδώνονται...
............
Αυτό είναι η θεική ιδιότητα κι η απάντηση στην βλακεία, στην μοναξιά και στην έπαρση της ματαιοδοξίας..
Το αληθινό ξεκλείδωμα....

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Η παράξενη ιστορία της Ήβης και του Φοίβου

Είναι  μια καλοκαιρινή νύχτα.

Από το ανοιχτό παράθυρο, ενός δωματίου ,στην ταράτσα, φαίνεται μια γυναίκα.

Είναι καθισμένη σε ένα φθαρμένο κρεβάτι. Δίπλα της ένα κομοδίνο μαρμάρινο.

Τα αυτιά της συντονίζονται με τον μονότονο ήχο του ρολογιού που βρίσκεται επάνω του.

Σιγά σιγά  τα μάτια της ανοίγουν, το χρώμα τους αλλάζει, το περίγραμμα μεγεθύνεται, το πράσινο γύρω από την κόρη επεκτείνεται. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής ,πορεί να δει λίγο από αυτό το πράσινο να βγαίνει από την παλιοκαιρισμένη ταπετσαρία στους τοίχους.

Είναι μόνη. Μα αυτή η μοναξιά σε λίγο θα σπάσει σε χιλιάδες κρύσταλλα...

Στο μεγάλο δωμάτιο υπάρχει μια βελούδινη κουρτίνα, στο χρώμα αυτό, των ματιών της και της ταπετσαρίας στους τοίχους.

Πηγαίνει προς τα εκεί. Κοντοστέκεται για λίγο αναποφάσιστη. Έπειτα την ανοίγει. Ο λεπτός θόρυβος της βαριάς κουρτίνας, καθώς σέρνεται, συντονίζεται με κείνον του ρολογιού, μπλέκεται μαζί του και το δωμάτιο γεμίζει από τον ήχο αυτόν.

Την λένε Ήβη. Μεγάλωσε σχεδόν μόνη της κάτω από την άστοργη φροντίδα μακρινών συγγενών.

Η νύχτα έξω θριαμβεύει.

Η Ήβη έχει μακριά μαλλιά ως την μέση , είναι στο χρώμα του μπλε νουάρ. Τα μάτια της θυμίζουν τα μάτια μιας γάτας, είναι σκιστά στις άκρες τους και μυστηριώδη, έχουν μια υποβλητικότητα λεπτή.

Το στόμα της είναι ένα φροντισμένο βατόμουρο.

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η επιδερμίδα της. Χυμένο κεχριμπάρι πάνω της.

Για λίγο επικρατεί μια ησυχία που τρομάζει. Σταματά ο ήχος του ρολογιού. Σιωπή από πάγο.
Μα κι η ατμόσφαιρα θυμίζει  ξαφνικά στέπα της Μαντζουρίας. Το ρολόι σπάει σε εκατοντάδες κομμάτια.
Σαν να συνέβη αυτό σαν γεγονός από μια οδηγία της Ήβης, σαν να συνέβη από ένα ανεπαίσθητο ανοιγοκλείσιμο των ματιών της.

Ο τοίχος πίσω από την κουρτίνα είναι γυμνός.
Αρχικά.
Γιατί καθώς το πράσινο των ματιών της επεμβαίνει πάνω του, αρχίζει να σχηματίζεται μια εικόνα.
Αχνή . Μα για λίγο.
Κατόπιν χιλιάδες μικρόκοκοι σχηματίζουν ένα αντρικό περίγραμμα πάνω στον τοίχο.
Οι κόκοι πλαταίνουν, παίρνουν μόνοι τους φορά και κατευθύνσεις.
Γίνονται τελείες, τρίγωνα, άτακτα σχήματα και σχηματισμένα.
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά υπάρχει στον τοίχο ένας άντρας ζωγραφισμένος.
Μελαχρινός, με μάτια πικρό κάστανο, μαλλιά πιασμένα χαλαρά στον λαιμό.
Γεροδεμένος.
Όμορφος. Με την ομορφιά που σε παίρνει σαν κύματα μαζί της...
Τον λένε Φοίβο.

Τα μάτια της ΉΒης πυρακτώνονται καθώς οι ίριδες τους μπαίνουν πίσω από τον τοίχο.
Η ατμόσφαιρα πίσω από τον τοίχο γίνεται σαν ηφαιστειακές πέτρες, η στέπα έχει υποχωρήσει πια.
Ο τοίχος καίγεται, φλόγες βγαίνουν τυλίγοντας το περίγραμμα του άντρα.
Ο άντρας ζωντανεύει.
Ο τοίχος με έναν εφιαλτικό ήχο τον λευθερώνει κι αυτός βρίσκεται μπροστά της.
Έπειτα όλα γίνονται όπως πριν.
Στο δωμάτιο μια καλοκαιρινή υγρασία της νύχτας φερμένη από το ανοιχτό παράθυρο..

Κοιτάζονται. Με τέτοια ένταση που νομίζεις πως το πράσινο από τα δικά της μπαίνει στο κάστανο των δικών του. Ανεπαίσθητοι ηλεκτρισμοί.

Η Ήβη κι ο Φοίβος είναι αδέλφια.
ΑΥτό όμως δεν τους εμποδίζει να ερωτευτούν, αυτό έκαναν κάποτε κι οι θεοί τους καταράστηκαν.
Να βρίσκονται μια φορά τον χρόνο.
Τον Αύγουστο, τότε που η σελήνη αγγίζει ηδονικά την επιφάνεια της γης κι όλα τα παράξενα συμβαίνουν..
Εγκλήματα κι έρωτες...

Αγκαλιάζονται.
Καθώς τα στόματα τους γίνονται ένα, αδιάκοπα αχειραγώγητα συναισθήματα.
Κι αισθήσεις ζώων.
Στο απόλυτο.
Στο ζενίθ.
Εκκολαπτόμενες διαχύσεις.
Ακτινωτές, σαν ηλιακές προβολές.
Τα φύλα τους καίγονται.
Οι λεκάνες τους, σαν  εκατομμύρια διαβιβαστές <<πιάνουν>> την σαγήνη και την ηδονή του κόσμου.
Βασικά γίνονται ένα με κάθε πλάσμα που αφήνεται εκείνη την στιγμή στην σάλπιγγα της ηδονής...
( Θέλω να σε κάψω), λέει αυτός καθώς υποβάλλεται μαζί της στην σκληρότερη οδύνη.
( Θέλω να σε λυτρώσω), λέει αυτή και λιώνει όπως θα έλιωνε το σκληρό μέταλλο.
Πανδαισία χρωμάτων ραίνει το δωμάτιο γύρω τους.
Το ανάγλυφο του σχήματος τους...
Αυτ'ο κρατά για κάποιες ώρες...
Μα η σελήνη αποχωρεί για να αφήσει τον χώρο της στον ήλιο.
Και καθώς απομακρύνεται ολοένα τα δυό σώματα αρχίζουν να σπάνε σε σκιές.
Δυό μεγαλόσωμες σκιές ανθρώπων.
Η μια της γυναίκας που πέφτει στα γόνατα και λύνεται σε θρήνους.
Κι ο άντρας να μπαίνει στον τοίχο.
Σαν σχήματα κόκων..
Κι έπειτα τίποτε.
Ο τοίχος γυμνός..
Κι η κουρτίνα με θόρυβο ξανά κλείνει την όψη του, μόνη της.
Ναδίρ.

Στο  ακριβώς, απέναντι διαμέρισμα, της πολυκατοικίας του δώματος, ένας άντρας ξαπλωμένος έχει ανοιχτό το παράθυρο για να απομακρύνει την καλοκαιρινή ζέστη.
Χωρίς να καταλάβει πως, μια ανυπόφορη στύση άρχισε να τον βασανίζει ώσπου πήρε το μάτι του το ζευγάρι.
Καθώς έβλεπε προσπαθούσε να αποτελειώσει την βασανιστικότατη στύση του.
Μα δεν μπορούσε να δει τα κομμάτια του χρόνου.
Ενώ η Ήβη, με τα μακριά της μαλλιά ως την μέση, θρηνούσε με κραυγές σπαρακτικές μπροστά από την πράσινη κουρτίνα, αυτός έβλεπε το σύμπλεγμα των κορμιών τους που είχε προηγηθεί...

Και καθώς λαχανιασμένος πάλευε να λευτερωθεί από την μέγγενη της στύσης του ο χρόνος έγινε ξανά κοινός.
Και ξαφνικά είδε την γυναίκα γυμνή πεσμένη στα γόνατα μπροστά στην πράσινη κουρτίνα.
Και σαν να κατάλαβε η γυναίκα πως την κοιτούσε γύρισε απότομα στο μέρος του.
Πρόλαβε να δει τον πράσινο θρίαμβο των ματιών της μπροστά του, καταπάνω του καθώς ένας πίδακας υγρών πετάχτηκε απεγνωσμένα από την στύση του.
Και καθώς χιλιάδες απολήξεις νευρώνων μαλάκωναν την ένταση τους χωρίς να καταλάβει το γιατί φώναξε το όνομα της..-Ήβηηηηηηηηηηηηη-
Κι ολα έγιναν όπως πριν...
Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα δώμα ταράτσας...
 
Ένα ήσυχο βράδυ, οι γάτες τρομαγμένες μύρισαν το χιόνι
το τρομπόνι ζωντάνευε τους πνεύμονες
και το τελευταίο γιατσέντο μόλις που πρόλαβε να κοιμηθεί σε ένα βαγόνι.
Το βαγόνι ήταν παλιό και κίτρινο
νανούριζε τις ταλαιπωρημένες όψεις σου, σαν νόμισμα ζωής και θανάτου ήσουν,
σαν ήχος που σπαζε τον κόσμο στα δυό.
Έπιασες να χορεύεις με κείνη τη τρελή απόσταση από το τώρα και το χτες,
καθηλωμένη έμεινα... στο τώρα,
κι αυτό το τώρα ήταν που μετρούσε περισσότερο από όλα.
Ζαλισμένη ανέβηκα στην πλάτη σου σαν πεταλούδα,
με πήρες και ανεβήκαμε ξεγελώντας την δύναμη του ουράνιου τόξου,
πιό ψηλά,
εκεί που οι άνθρωποι μοιάζουν σαν μιμήσεις θεικές
κι απολιθώματα πλασμάτων από πέτρα και φωτιά..

( η σιωπή στον καθρέφτη
Αποικίες συναισθημάτων ,ανά λεπτό ταξιδεύουν, σε τούτη την κομψή σφαίρα,
αν μπορούσαμε να συναντηθούμε με τους ελευθερωτές τους,
έχεις σκεφτεί, πες μου,
έχεις σκεφτεί πόση ομορφιά θα υπήρχε στην διάρκεια του χρόνου;
Το μόνο που μπορεί να ζαλίσει, για λίγο, τον χρόνο, είναι η καθαρή,
ανεπιτήδευτη ομορφιά...

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Ήλιος, ήλιος, μόνο ήλιος

Θα βγώ έξω τώρα.

Δυό σταγόνες άρωμα, από εκείνο της φλεγόμενης πια χώρας ,θα φορέσω. και λίγο από το αίμα σου.

Θα πυροβολήσω τον καθρέφτη μου για σένα.

Μια δυό  φορές όσο για να θρυμματιστεί, να πέσουν απαλά τα θραύσματα στα πόδια μου.

Να θυμάμαι πως είναι ο κόσμος χωρίς εσένα, γυαλιά κομματιασμένα.

Θα μπορούσες να πεις πως είναι έρωτας, θα μπορούσες να πεις πως είναι αγάπη.

Μα δεν είναι το ενδιαφέρον στο να πείς τι ακριβώς είναι μια και κανείς ακριβώς δεν ξέρει.

Εμείς απλά γνωρίζουμε πως είναι απερίγραπτα ωραίο να φεύγεις από τον εαυτό σου και να ζείς τον περισσότερο καιρό  μέσα σε κάποιον άλλο.

Ναι είναι, από την άλλη ξέρουμε πως είναι απερίγραπτα οδυνηρό.

Έχουν δυσκολία τούτα τα ταξίδια. Δεν είναι ενδοσκοπήσεις ή μήπως είναι;

Γέρνουμε ο ένας το κεφάλι στον ώμο του άλλου. Απλά. Αυτόματα. Σαν να μας υπαγορεύτηκε από κάποιον αόρατο υποβολέα.

Και μαζί βλέπουμε τον τρόπο που στραγγίζουν ο ένας την ψυχή του άλλου φορώντας τον ρόλο του ερωτευμένου.

Ξαφνικά όλοι είναι ερωτευμένοι.

Κάτω από αυτό το μολυσμένο νέφος της βραδινής πολιτείας που προσπαθεί να ζεσταθεί όλοι είναι ερωτευμένοι.

Κι εγώ σου γελώ.

Σαν ιππόκαμπος. Σαν δέντρο.

Προβάρουμε ρόλους να σωθούμε. Κι άλλους.

Μα πιό πολύ τον εαυτό μας. Αυτόν παίζουμε στα χαρτιά και στους δρόμους. Στα φιλικά σπίτια που η κρίση έχει τον πρώτο ρόλο στην κουβέντα.
Κατεπείγον! Σαν τα νομοσχέδια της χρεοκοπίας.
Την σημαντικότερη ήττα όλων.
Αυτό, που παριστάνουμε πως έχουμε χρεοκοπήσει μόνο στα νοσοκομεία, τα σχολεία, το πετρέλαιο, τα πανεπιστήμια, στο κράτος.
Κι όμως! Ούτε μια ανάσα δεν ξοδεύει κανείς για τον άλλο.

Έτσι συνηθίζουμε να βλέπουμε τα εξής. Εγώ κουκούλια ανθρώπων να παίρνουν τις κατηφόρες.
Εσύ κάμπιες που αδυνατούν να γίνουν πεταλούδες.

Και στο μεταξύ θεάματα.
Ο Μπέκετ σιχάθηκε.
Λες τον άκουσες χτες να ουρλιάζει, νομίζω κι εγώ. Ήταν κατά τις πέντε. Αν ήμουν στο νησί ο κόκορας θα ούρλιαζε κι αυτός.
Βαρέθηκε να τον βλέπουμε, λέει, να μιλάει στα θέατρα. Ήταν εραστής της τελειότητας, οι άλλοι είναι εραστές στις ταμπέλες.
Βαρέθηκε να γράφουν αντιγράφοντας τον.
Θέλει να πει - Σταματείστε-
Θέλει να πει, προχωρείστε. Αυτός συνέχεια προχωρούσε. Ανέβηκε με πείσμα στο βουνό για να δείξει τον τρόπο που έπρεπε να σκαρφαλώσει ο ηθοποιός..

Όλοι παίζουν. Οι ρόλοι μου θυμίζουν την φτήνια και την αφθονία στα καρότσια των πλανοδίων πωλητών. 1 εβρό οι κάλτσες.

Φοράω λίγο από το αίμα σου. Και λίγο από το άρωμα μου.
Είναι ανάγκη να είμαστε εμείς.
Να μείνουμε εμείς.
Να ακούμε με θαυμασμό τα περιστέρια στα καμπαναριά να φλερτάρουν. Να μπορούμε να γελάμε.

Πυροβολώ τον καθρέφτη.
Έσπασε το χτές.
Δεν είμαι ανίκητη.
Αλλά δεν θα δίνω φωνή σε κάποιον που δεν ακούει εκτός από το αμίμητο εγώ του, εγώ, εγώ , εγώ εγώ, εγώ.

Είμαστε εμείς.
Και δεν παριστάνουμε τίποτε.
Πότε είμαστε έτσι , πότε αλλιώς.
Κανείς δεν είναι στάσιμος.
Η θλίψη.
Η ευτυχία.
ΌΛΑ κινούνται.
Μετατοπίζονται για να φανούν ανάγλυφα τα υπόλοιπα.

Αγάπη μου, την επόμενη φορά που κάποιος θα πάει να μου κλέψει την ανάσα θα του ζητήσω ευγενικά να πάει στον ακατοίκητο.
Και θα του αποδείξω πως υπάρχει τρόπος να ζητήσεις κάτι.
Αρκεί να είναι αυτός.
όΧΙ αυτό που νομίζει.

Βγαίνω τώρα. Κάπου στο κέντρο. Ο ήλιος ξανά χαρίζει την κάπα του.
Βλέπω και την χρυσή της σκόνη.
Αγαπώ ξανά την ζωή.
Αφήστε τους ανθρώπους να ζήσουν.

Φυσάω την κάνη του ρεβόλβερ.
Λίγος καπνός σκάει από την τρύπα.
Μα μόνο στο ασπρόμαυρο φιλμάκι που λατρεύω.
Αυτά τα φιλμάκια που παίζω από παιδί...
Μόνο αυτά ξέρω να παίζω.

Έρχομαι τώρα.
Βγαίνω.