Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018



Κάποτε χρειάζεται να αφεθείτε σε έναν χορό για δύο, όπου λαμπρά τα αστέρια θα φωτοβολούν στα μάτια σας καθώς άπλετα και αφοσιωμένα θα κοιτάζετε τον παρτενέρ σας. -Ορίστε; Σε εμένα μιλήσατε; Είπε η γυναίκα και κοίταξε παραξενεμένη τον άγνωστο άντρα που της πρόσφερε ένα ποτήρι κρασί μέσα σε μια βαρετή αίθουσα παρουσίασης βιβλίου κάποιου που του περίσσευε η αλαζονεία όπως συνήθως περισσεύει στους μέτριους. -Φυσικά και σε εσάς. -Και τι σας κάνει να πιστεύετε πως θα δεχτώ να μιλήσω μαζί σας; -Μα γιατί ειναι φανερό πως ζητάτε έναν χορό όπως κι εγώ. Ζητάτε να αφοσιωθείτε σε έναν άνθρωπο και έναν χορό, απλά πράγματα. Μας έχει μουλιάσει η βροχή και τα προπατορικά αμαρτήματα μας έχουν κάνει την καρδιά δύσπιστη στο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ξοδευόμαστε σε ανούσια τερατώδη πραγματα λες κι έχουμε μια αιώνια ζωή.Δεν κινούμαστε επειδή προτιμούμε την ακινησία γιατί είναι σίγουρη και βολική. Τον κοιταξε προσεκτικά, τα μάτια του ήταν δυό κεντριά που έσταζαν μέλι και το πρόσωπο του ήταν ένας ήρεμος μαγνήτης. Κατω από την ηρεμία εκείνου του προσώπου ενυπήρχε ένα πάθος που στροβιλιζόταν γύρω της. -Μιλάτε όμορφα, θα μπορούσατε να είστε ένας ποιητής ή ένας τρελός που μιλάει πολύ εύκολα σε μια άγνωστη μόνο και μόνο για να ελευθερώσει τις όποιες ψυχικές του εξάρσεις. Άναψε τσιγάρο και τον κοίταξε, τα δάχτυλα της το κρατούσαν απαλά και άφηνε τον καπνό να γεμίσει τα πνευμόνια της. -Δεν είμαι κάτι παραπάνω από αυτό, ένας άνθρωπος που ζητάει απεγνωσμένα να χορέψει μαζί σας και μετά να σας κάνει μπάνιο ετοιμάζοντας σας για έναν ύπνο που μόνο τα βρέφη μπορούν. Θέλω για λίγο να ματαιώσω την ασχήμια και την προσποίηση πως ζούμε κανονικά ενώ ζούμε σαν ζόμπι αφήνοντας άστοχα την ζωή να περνάει δίπλα μας. Μην με αφήσετε . Το πρόσωπο του δεν σκόπευε σε μια ικεσία, ήταν απόλυτα μυσταγωγικό και γνωστό από πριν σε εκείνη, της ήταν οικείο και μπορούσε να του αφεθεί. Την στιγμή που τελείωσε το τσιγάρο της, την σκοτεινή οχλαγωγία έσπασε ένα μπλουζ που η Νίνα κάποτε είχε επιβάλλει με τους δικούς της τρόπους στο κοινό. Την αγκάλιασε κι άρχισαν να χορεύουν σαν τις μεταξωτές κλωστές του ποιητή, εκείνου που έζησε σαν ποιητής και οχι σαν μια μαριονέτα που χαριεντίζεται πετώντας σοφιστίες και αόριστες, υπερτιμημημένες σαχλαμάρες γύρω. -Πως σε λένε; Τον ρώτησε ξέπνοη μπαίνοντας βαθιά στα μάτια του που σαν να τα κύκλωσαν ξαφνικά μικροί ήλιοι. -Οκτώβρη, εσένα; -Αντιγόνη, απάντησε με μια ελαφριά πίκρα που εκείνος την έπιασε στον αέρα γιατί ήξερε την πηγή της ( Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.) Αυτό ήταν σκέφτηκε, η ρίζα της άγριας κοινής τους πίκρας , το είχε πει ένας ποιητής που ζούσε τις νύχτες στο φως των κεριών κρατώντας την ζωή του όσο μπορούσε μακριά από το άπληστο μάτι. Αυτόν τον ποιητή που είχαν αγαπήσει τόσο πολλοί και συνεχίζουν να αγαπούν σε όλον τον πλανήτη , και που σήμερα ένα κατακάθι του καφέ που λεγόταν ποιητής- ανερχόμενος από τα σόσιαλ μίντια -τον είχε στην ομιλία του ακριβώς περιγράψει σαν ένα τίποτε.. Τους κοιτούσαν τώρα όλοι παραξενεμένοι, σαν διεγερμένοι από κάτι άγνωστο που έξυνε τις ρωγμές τους... -Οκτώβρης-

Πιο πολύ από ποτέ,εκείνο που μας τελειώνει καθημερινά είναι πως δεν ζούμε ανθρώπινα αλλά εξανθρωπισμένα. Το επόμενο βήμα θα είναι να κοπεί το νήμα της εξανθρωπισμένης αυτής ζωής από μια μηχανή. Εκτός αν προλάβει η γη που όλα αυτό δείχνουν . Γεγονός είναι πως όποιος επιδιώκει και ζει σαν άνθρωπος δέχεται απίστευτο πόλεμο από τον εξανθρωπισμένο καθώς οι εξανθρωπισμένοι ενώνονται σαν δυνάμεις εκτός από τις κοινές αρχές τους έστω και ασυνείδητα. Δεν πρόκειται για κάποιο στοίχημα που χρειάζεται να κερδηθεί , είναι ζητημα ζωής και θανάτου. Αυτό που δεν είναι κατανοητό είναι πως η αγάπη έγινε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στους πολλούς εαυτούς και όχι μέρος θυσίας του Εγώ με κεφαλαίο. Ζούμε βαυκαλιζόμενοι ότι ζούμε. Η κατσαρίδα του Κάφκα δεν είναι απλά διαχρονική, ζει και βασιλεύει στο φως και το σκοτάδι. Θυσιάζοντας πάρα πολλά και θυσιαζόμενος για να ζήσεις σαν άνθρωπος, πολλές φορές αναρωτιέσαι αν αξίζει τον κόπο, ο μονομάχος παντα υποφέρει με έναν πολύ ιδιαίτερο, σκληρό τρόπο. Αλλά τελικά υπερισχύει αυτό που διαμόρφωσες κι αυτά που σε διαμόρφωσαν στην ζωή, ο τρόπος που βλέπεις, ο χαρακτήρας.. Είναι ένας τίτλος ο χαρακτήρας που δεν φαίνεται στα πτυχία τα καρφωμένα στον τοίχο, φαίνεται στην αξιοπρέπεια που ζεις τις ήττες, τις νίκες , τις εμπειρίες σου αλλά και η καθαρότητα των επιδιώξεων σου που και τις επικοινωνείς στους άλλους. Αυτοί που δεν ζουν μέσα στην τυφλότητα ζουν αληθινά σαν άνθρωποι κι όταν βρουν ο ένας τον άλλον τίποτε δεν θα τους χωρίσει ως τον θάνατο, αόρατοι κρίκοι τους ενώνουν και τους δίνουν δύναμη.

Οι αλήθειες είναι σαν γριές με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι που τραβάνε ανηφόρες.... τραβάνε πάνω στο βουνό* φορτωμένες και πάνε. Που πάνε οι αλήθειες; Γιατί έρχονται καταπάνω μου; Θέλω από το άλλο. Λίγο παραμύθι, λίγο αψέντι. Μα πιο πολύ χρειάζομαι εκείνες τις ρωγμές που τις σφραγίζουν οι σιωπές, εκείνες τις απλές τελετές που άγγελοι μας οπλίζουν- με την γόνιμη εν τέχνη αφοσίωση τους- μέσα στα ποιήματα τους, χωρίς αφιέρωση για τον κοινό τόπο της πληγής μας.

Τα σύννεφα που κυματίζουν* πουλιά τα περνούν τραγουδώντας, περπατώ στην άσφαλτο κρατώντας την καρδιά μου στα χέρια, ένα επείγον περιστατικό στο κέντρο της πόλης εξελίσσεται καθώς μια πεταλούδα με σημαδεύει με το φλόγιστρο της, είναι τα μάτια σου που μύριζαν Άνοιξη, είναι τα μάτια σου φορεμένα στα δέντρα.