Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014


Κουνιόταν στην πολυθρόνα της, πάνω κάτω, πάνω κάτω, ένας απαλός ήχος συνόδευε το σπάσιμο των ξύλων στο τζάκι. Εκείνος την έβλεπε και τα μάτια του έβγαζαν ένα παράξενο φως. Οι ίριδες των ματιών του ήταν καπνισμένα φλόγιστρα που αγκάλιαζαν τα γόνατα της και την αρχή του στήθους της. Έβαλε το πόδι του σαν φρένο και σταμάτησε το κούνημα της πολυθρόνας. Εκείνη τον κοίταξε τρεμοπαίζοντας τα μάτια της. Τα μάτια της ήταν σκιστά σαν την γάτας και διαπεραστικά. Έριξε κι άλλο ξύλο στο τζάκι και την πλησίασε. Χάιδεψε τα γόνατα της σηκώνοντας λίγο προς τα επάνω το φουστάνι της, το άρωμα της τον ράγισε, αναδύθηκαν γιασεμιά και ζουμπούλια με λίγο σάνταλο. Εκείνη αναστέναξε βαθιά. Την πλησίασε. Τα δυο ζώα που κρύβονταν μέσα τους πήραν λάβα από τα ξύλα και την επιθυμία τους. Μπήκε στο στόμα της με ολόκληρο το στόμα του. Το τριγύρισε με την γλώσσα του και τα χείλια της άνοιξαν σαν θαλάσσιες ανεμώνες. (Είσαι η δικιά μου γκέισα τώρα), της είπε και μετά άρχισε να γλείφει την καμπύλη στον λαιμό της, παραμέρισε τα μαλλιά της και την μούσκεψε μιλώντας της σαν ακροβάτης ψιθύρων και λέξεων. Τον έσφιξε επάνω της. Τραβούσαν ελαφρά την σάρκα των χειλιών τους ο ένας μέσα στο στόμα του άλλου. (Το φιλί είναι ο προθάλαμος του έρωτα), είπε αυτή και ξέφυγε από την αγκαλιά του. Την έριξε σιγανά στο χαλί. Την δάγκωσε και μερικές σταγόνες αίματος ανακατεύτηκαν με το σάλιο τους. Ένα γλυκόπικρο ζώο τους ράντιζε με τον πόθο του. Μετά δεν ήταν μόνο πόθος, ήταν κάτι σαν γνώριμο, κάτι σαν σάρκα με σάρκα δεμένη με δεσμούς από παλιά. Το σπίτι ράγιζε σαν κρύσταλλο από τις φωνές τους. Δεν μπήκαν ο ένας μέσα στον άλλον, ΄'ηταν κλωστές σάρκας, αίματος και επιθυμίας να καούν με τις ψυχές τους. Αυτή ήταν μια διαβόλισσα με σκιστά μάτια κι αυτός ένας σατανάς σε πλήρη ακμή. Η τελετή της αφής και της γεύσης άρχιζαν σαν απελπισμένοι οδοιπόροι, σαν οδοιπόροι που χρόνια τώρα δεν είχαν δει άνθρωπο.. (Αύξησε το όριο σου), είπε εκείνη με μαλλιά και μάτια από φωτιές , (διώξε όλους αυτούς που ξέρεις, έξω ο κόσμος στάζει λύπη). (Κι εμείς είμαστε λύπη, ο πόθος όταν φτάνει τόσο ψηλά γίνεται λύπη, αδειάζεις και ξεβράζεσαι στην αμμουδιά σαν κούτσουρο), ειπε αυτός και διέσχισε με την γλώσσα του το στόμα της.. (Είμαστε ζωή και θάνατος), του είπε και βρέθηκε επάνω του. Το δωμάτιο έμοιαζε σαν θρυμματισμένη μπάλα Χριστουγέννων, από αόρατα θραύσματα, από έρωτα, από αισθήματα, από αισθήσεις, από αγάπη, από βαθιά λύπη και πίκρα που τώρα γινόταν μέλι... Έξω ήταν όλα στολισμένα, ήταν Χριστούγεννα, μια γυμνόστηθη ακτιβίστρια έκλεψε το θείο βρέφος από την φάτνη, ο παγκόσμιος πόλεμος όπλιζε τα νύχια του, μέσα ήταν ένα σπίτι που παλεύανε δυο άνθρωποι να μην νικήσουν ο ένας τον άλλον, να νικηθούν μόνο ταυτόχρονα οι δυο τους... -Το φιλί της υπόσχεσης

Εντοπίζω τον λυρισμό, σε κάθε τι που δεν έχει και δεν είναι εξουσία. Δεν αντέχω για πολύ την καρτερία αυτών που έχουν καταδικάσει τον εαυτό τους στο να ελπίζουν για πάντα, κάποιες φορές η ελπίδα είναι χίμαιρα. Και εμπόδιο στο να απλωθείς παραπέρα. Ανακαλύπτω συνεχώς ανθρώπους που με εκπλήσσουν αλλά πολύ περισσότεροι λειτουργούν σαν να βρέθηκαν σε ένα οικουμενικό πρότυπο, σαν να βγήκαν από το ίδιο καλούπι στο ίδιο εργοστάσιο, ξέρεις και βλέπεις πως θα κάνουν ακριβώς την επόμενη κίνηση, φυσικά αυτό θυμίζει ακινησία, θέλω να πω πως τίποτε άλλο δεν συμβαίνει από μια επανάληψη. Καμιά οικογένεια εκτός αυτής των φίλων σου,δεν είναι ευτυχισμένη και πλήρης όπως σου παρουσιάζεται. Στην πραγματικότητα ,κάποιος εξασκεί και λειτουργεί εξουσιαστικά, κάποιος δέχεται και κάποιος εξασκεί εξουσία.. Μισώ τα ψυχαναγκαστικά πράγματα. Αυτούς που παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους χωρίς ούτε μια φορά να ματώσουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είναι ο πόνος και η χαρά. Η ηδονή έχει την δική της τέχνη και δεν εξαντλείται παρά μόνο όταν συνθηκολογήσεις με συμβόλαιο της ανυπαρξίας της.. Ανήκω σε αυτούς τους ανόητους που αν διαθέτουν δυο δεκάρες στην τσέπη τους γρήγορα θα μοιράσουν την μια και θα μοιραστούν αυτήν που έμεινε με κάποιον αγαπημένο, επίσης πιστεύω πως η χαρά και η ομορφιά πρέπει να μοιράζεται, πως δεν πρέπει να κρατάς όμορφα λόγια για εσένα μονάχα κι όχι για τους άλλους. Πέρασα μια φρικτή χρονιά αλλά παραμένω καθαρή και ευανάγνωστη. Αυτό που δεν αντέχω είναι να προσποιούμαι για κάτι τελώντας κι ελπίζοντας σε κάποιο όφελος προσωπικό ή ομαδικό. Η να κάνω οτιδήποτε που να αποδεικνύει κάτι που δεν είμαι.. Αυτός ο κόσμος είναι πολύ άσχημος για μένα, φρικτός και ανυπόφορος. Θέλω να τρέξω με μια άγρια αγέλη σκύλων, κάποτε μετά την συναυλία του Γκάλαχερ βρέθηκα περπατώντας ανάμεσα σε μια τέτοια, επειδή ήμουν διαφορετική σαν άνθρωπος, τότε, ήμουν λίγο επιπόλαια άφοβη αλλά και πάντα αγαπούσα τους σκύλους, δεν φοβήθηκα, κάθισα ήρεμη, μίλησα στον πρώτο που έμοιαζε αρχηγός και λίγο μετά τον χάιδεψα στο κεφάλι. Ύστερα αυτός γαύγισε στους άλλους και η κατάληξη ήταν να με φέρουν τριάντα περίπου σκυλιά από την Φιλαδέλφεια ως την Κυψέλη, έξω από το σπίτι μου. Είναι απόλυτα ειλικρινές αυτό που σου γράφω. Αυτό το κορίτσι μου λείπει, αυτό και μερικοί άνθρωποι... Αυτός ο κόσμος ρε φίλε είναι πολλές φορές που με πνίγει.. -Η μελαγχολία της <<εορταστικής >> πόλης-

Σε ολόκληρο το πορτρέτο, δεσπόζει το βλέμμα, το φορούν μάτια γαλάζια, απολύτως καθαρά, διαθέτουν την διαυγή κίνηση των νερών που σπάει ένας κύκνος κολυμπώντας, μιλώ για εκείνο το γαλάζιο που αλυχτά στον ουρανό και στην θάλασσα με έναν φρικιαστικό ωραίο τρόπο. Πρόσωπο φερμένο από τις σελίδες του Ντοστογιέφσκι. Μάτια που κοιτάζουν πέρα, μακριά από αυτό που είναι γνωστό, μάτια που επιβάλλονται με έναν αφαιρετικό τρόπο, χωρίς ίχνος της λάγνας και βρόμικης εξουσίας, μάτια που τσακίζουν το χαρτί σαν στιλέτο, μιλώ για το προφανές, δεν φορούν όλα τα γαλάζια μάτια ένα ωραίο βλέμμα, κι ούτε ένα βλέμμα είναι μόνο ωραίο. Τότε το πορτρέτο παίρνει χρώμα, και ο <<αναγνώστης>> που το διαβάζει μπορεί να καυχηθεί πως κάτι διάβασε, ένα βλέμμα χαρτογραφείται στον χρόνο σπάζοντας τον σε ένα λεπτό, τόσο όσο αφέθηκε να κοιτάξει στο πλάι ή ευθεία στον φακό. Όταν ένα βλέμμα σε αναγκάζει να το αναγνώσεις, τότε οι περισσότερες πιθανότητες είναι το πορτρέτο να αξίζει σε ποιότητα και βάθος. -το βλέμμα- υγ. απολύτως αφιερωμένο

Μην μιλάς, άκου τα γρατζουνίσματα στην πόρτα σου από τα νύχια των τελευταίων εραστών,, μιλούμε για εραστές και η ανθρωπομάζα πιστεύει πως μιλούμε για ορμόνες και σωματικά υγρά, για κάδους αποστείρωσης, για επιδόρπια φαιδρότητας, λιτανείας της ερωτικής σήψης, τι συμφορά να γυρνάς το κεφάλι σου και τα μάτια σου να πληγώνονται από εικόνες που βλέπεις, σώματα σε κάμψη, ηλιοτρόπια με αλυσίδες, ζουμπούλια στα κενοτάφια, ιδέες αγχώδεις με ροπή στην τρέλα, που πήγαν τα χελιδόνια, πες μου, εσύ που γύρευες με το στόμα σου να γράψεις στο τζάμι το όνομα μου, με το χνώτο σου, εγώ έξυνα την φλούδα ενός δέντρου για σένα, μην μιλάς τα πεζοδρόμια βρόμισαν από τα βήματα των ανθρωποειδών, η λίμνη των γέλιων μας συνεχίζει να αναστενάζει , να ακούει, κι εγώ βλέπω, βλέπω και θυμώνω που πήγαν τόσοι άνθρωποι, πως βούτηξαν στον φθόνο κι όλα τα έκαψαν, όλα τα ξεπούλησαν, μόνο τα γρατζουνίσματα στην πόρτα ακούμε κι εσύ κι εγώ, κι 'όμως ενώ βλεπόμαστε κάθε ημέρα, είναι τόση η αναταραχή και η καχυποψία που πληγώνει, κάνουμε πως δεν βλεπόμαστε, πως δεν μας ακούμε, κι ύστερα πειθόμαστε πως ναι, δεν ειδωθήκαμε, έτσι δεν κινδυνεύουμε να δοξαστούμε από έρωτα, αγάπη και αίμα.. -ο κίνδυνος της αφθονίας

Για Εκείνα που κράτησα μίσος και μια αντιπάθεια πράσινη, ήταν για όλους αυτούς, που έκαναν παιδιά σαν να υπέγραφαν συμφωνία για κάποιο συμβόλαιο, δίχως έρωτα και δίχως ζεστή μήτρα τα παιδιά που γεννήθηκαν. Άμοιροι αφιλόξενοι της ίδιας τους της ζήσης, ενοχικά και μοναχικά ,σαν τους σαλίγκαρους βγαίνουν μετά την βροχή και ψάχνουν ένα χαμόγελο να κρεμάσουν στο μέρος της καρδιάς τους... Είδα πολλούς ταξιδιώτες στο λεωφορείο της γραμμής, ή στο τρένο, ανθρώπους που δεν αγαπήθηκαν ποτέ γιατί ήταν αδύνατον να αγαπηθούν από τον εαυτό τους πρώτα. 'Αλλοι πάλι, με χαμηλή αυτοπεποίθηση πλήρωναν για να λένε πως έχουν αγάπη, θεέ μου, ΄πόσο είναι τραγικό να πληρώνεις ή να αναγκάζεις να σε αγαπούν.. Να εκβιάζεις να σε αγαπήσουν. Θα κρατώ πάντα θαυμασμό για τα πλάσματα που ενώ τα <<έκαψαν>> από νωρίς ,οι δικοί τους, ή οι ξένοι χωρίς όνομα, αυτοί αναγεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες τους και μπόρεσαν να πετάξουν ξανά, ίσως αυτοί γεννήθηκαν ωραίοι.. Αυτό το πιστεύω, γεννιέσαι , δεν γίνεσαι.. Είναι φορές που κλείνω την πόρτα πίσω μου και δεν θυμάμαι τίποτε από την κοιλάδα των δακρύων, άλλες πάλι θυμάμαι ακόμη και το κλάμα μου που φώλιαζε στο μαξιλάρι μου τις παιδικές νύχτες μου και το ουρλιαχτό που ποτέ δεν βγήκε. Ευτυχώς, δεν έγινα <<καλό παιδί>>, λίγο στον κόσμο μου έμεινα αλλά χωρίς να δείχνω σημάδια κάποιος να με ακολουθήσει αναγκαστικά. Συνήθως αυτοί που <<είναι στον κόσμο τους>> γυρεύουν έναν σιγανό θίασο για συντροφιά.. Όταν είχα πιεί μπύρα στα 16 μου με κάποια που δεν ήταν κάποια αλλά κάποιος που έμοιαζε με την Μπιάνκα Τζάγκερ λόγω του μακιγιάζ και των άλλων προσόντων, μου είχε μιλήσει ακριβώς γι αυτά, μια αφιλόξενη μήτρα, έναν πατέρα βιαστή και άρρωστο ψυχικά, τότε ίσως να άρχισα να καταλαβαίνω πόσο δύσκολη είναι τούτη η ζωή στον πλανήτη γη καθώς η μοίρα μας ξεκινά από την τρυφερή παιδική ηλικία. Από τότε βλέπουμε μπαμπούλες και τέρατα, βλέπουμε βάτραχους να γίνονται πρίγκιπες, ροζ κουκλίτσες και ακροβάτες επάνω στο σχοινί.. Κι αφού όλα ξεκινούν ερήμην μας, αυτά ας κρατήσουμε, τον ακροβάτη που τόσο όμορφα αιωρείται στο σχοινί, τους ωραίους ανθρώπους που όμορφα καίγονται, και πως μπορεί τα παιδιά της αφιλόξενης μήτρας να γίνουν παιδιά που την αγάπη θα ζήσουν και θα ορίσουν ως σύμβολο και ζητούμενο της ύπαρξης.. Προφέρουμε την λέξη αγάπη αλλά δεν την ξέρουμε παρά σαν σημάδι στα λεξικά.. Η αγάπη είναι ευγνωμοσύνη, είναι ομορφιά και κόπος.. -Χωρίς κώδικες - Υγ. αφιερωμένο στην Α. εκείνη ξέρει (μιλήσαμε για λίγο στο ιν μποξ, πως να της μιλούσα όμως για όλα αυτά

Δεν μπορούσα να ξέρω τι σκέφτονται αυτοί που χτενίζουν τα μαλλιά τους αιώνια με τον ίδιο τρόπο αλλά πολλές φορές αναλογιζόμουν, αν ήταν ο ίδιος τρόπος που χρησιμοποιούν το στόμα τους για να φιλήσουν, αν ήταν ίδιος ο τρόπος που προσέγγιζαν το ταίρι τους, αν ήταν μια ρουτίνα όλη τους η ζωή.Αυτό το πράγμα είναι σχεδόν θνησιμότητα... Είναι άσχημο να περνάς τις μέρες και τις ώρες σου μέσα σε μια ίδια καθημερινότητα, να σκέφτεσαι με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόσουν πριν χρόνια.. Με άδολη αγάπη προσέγγιζα αντρικά πορτρέτα, έγραφα γι αυτά όταν φάνηκε εκείνος, ήταν ψηλός, με μια φράντζα μελαχρινή να πέφτει στο δεξί του μάτι, έσταζε θάλασσα και κάθισε απέναντι μου , σε ένα νησιώτικο ουζερί. Οι γλάροι μιλούσαν φευγαλέα μεταξύ τους και τα ποτήρια τα τσούγκριζαν τουρίστες φερμένοι από τον Βορρά. Μετά αρχίσαμε να κάνουμε τις ίδιες κινήσεις. Μόλις άναψα τσιγάρο εγώ αμέσως άναψε κι εκείνος, έπινα ούζο εγώ, έπινε κι εκείνος, παρήγγειλα εγώ , παράγγειλε τα ίδια κι εκείνος. Ήταν όμορφη αυτή η τελετουργία, έκλεισα το τετράδιο και ξέχασα το πορτρέτο αυτού που χτενιζόταν με τον ίδιο αιώνια τρόπο.. Σηκώσαμε τα ποτήρια εις υγείαν ψελλίζοντας απλώς τις λέξεις, υπόγεια ρεύματα θερμών συναισθημάτων άρχισαν να μας σαρώνουν. Τα μάτια του κάρφωναν τα δικά μου σαν το καρφί στον σταυρό. Τόση ήταν η ένταση.. Και τότε κατάλαβα πως δοκιμάζαμε ακούσια τις δυνάμεις μας , πως δοκιμάζαμε συντονισμένα αόρατες συμφωνίες μη χαλιναγώγησης συναισθημάτων. Παραφέρομαι, σκέφτηκα ζεστή από το ποτό κι εκείνον απέναντι μου. Κύλησαν οι ώρες ακούραστα.. Έφτασε το σούρουπο όταν ήρθε κοντά μου. Μυρίζαμε ούζο και τσιγάρα και κάτι άγριο και ιερό που υπήρχε εκεί για εμάς.. Έβγαλε από την τσέπη του ένα γιατσέντο και μου το έδωσε να το μυρίσω. (έχω μια βάρκα κάπου πιο κάτω, θα ανεβείς μαζί μου, σήμερα έχει το πιο μεγάλο φεγγάρι του χρόνου), είπε. Τον ακολούθησα περπατώντας στην ζεστή ακόμη άμμο. Κάπου παρακάτω πέταξα σε έναν κάδο το τετράδιο που έγραφα για κάποια αντρικά πορτρέτα. Δεν ήθελα να μπω στον πειρασμό να γράψω γι αυτόν, σίγουρα αυτό θα έκανα αν το κρατούσα επάνω μου.. Καθώς φτάναμε στην βάρκα ένας σκύλος πετάχτηκε από μέσα της κι ήρθε κοντά μας.. (Καλώς την μπέμπα), της είπε και την χάιδεψε τρυφερά. (Είναι προστατευμένη από τον άγιο των ζώων), μου είπε και παραξενεύτηκα. (Υπάρχει τέτοιος άγιος); Ρώτησα απορημένη. (Υπάρχει , τον λένε άγιο Μάμα), απάντησε , με βοήθησε να ανέβω στην βάρκα και έβαλε μπροστά την μηχανή. (Πως σε λένε); Ρώτησα. (Σήμερα δεν θα έχουμε ονόματα, απλά θα είμαστε αυτό που θέλουμε κι αυτό που μας βγαίνει, μπορούμε να λέμε ο ένας τον άλλο Αύγουστο). Έβαλα τα πόδια μου στην θάλασσα, η βάρκα κυλούσε απαλά σαν χαρτί στο νερό, η θάλασσα έσταζε ένα ασημένιο φεγγάρι κι από το ασήμι τρώγαμε κι εμείς με τα μάτια μας ανοιχτά σαν να περιπολούσαμε τον ουρανό. Ξέχασα ποια είμαι και πως με λένε και δεν ήξερα που ακριβώς πήγαινα. Από εκείνη την ημέρα όλα μέσα μου άλλαξαν, σαν να με καθόριζε μια αόρατη πυξίδα.. Ήταν Αύγουστος.. -Αύγουστος

Οι γυναίκες που κρύβονταν μέσα μου κάθε ημέρα δραπετεύουν, ο προορισμός τους πιθανολογώ πως είναι προς το νερό. Συνέχεια διψούσαν εξάλλου, συνέχεια είχαν το στόμα τους κρυμμένο με το στόμα. Γράφοντας για την ζωή τους εξευγενίζω το ζώο μέσα μου και δυναμώνω το δικό τους. Μια από αυτές όμως γύρισε σήμερα,( άσε με να ζήσω) , είπε,( άσε με ελεύθερη). (Ποτέ δεν θέλησα να φυλακίσω κανέναν), είπα. (Τότε κάποιος από τους δυο μας κάνει λάθος), επέμεινε. (εσύ ποια είσαι από όλες); Την ρώτησα, στο μεταξύ ένας αέρας χτυπούσε δυνατά τις τέντες έξω στην βεράντα. (Είμαι αυτή που σε επιβλέπω, εγώ παρακολουθώ τις κινήσεις σου μέρα νύχτα, σου επισημαίνω τα λάθη σου και τα χαρίσματα σου). (Κακώς κάνεις, από σήμερα αποχωριζόμαστε οι δυο μας), της σφύριξα στο αυτί. (Και τι θα κάνεις μόνη σου από εδώ και πέρα); Ξαναείπε με το στόμα σουφρωμένο. (Θα ξαναβρώ το χρώμα της οδύνης), της είπα και άνοιξα την βεράντα. Ότι ήταν παλιό το πέταξα σήμερα, ότι ήταν σάπιο το βούλιαξα σαν βάρκα.. Από σήμερα καινούργιες γυναίκες θα ρθουν να με συντροφέψουν.. Και καμιά δεν θα αφήσω να μιλήσει για τα λάθη μου, όχι από περιφρόνηση στην γνώμη τους αλλά γιατί διψάω κι εγώ, για λάθη, πάθη, για ζωή αληθινή που θα συγκρούεται με το μέλλον, το μέλλον είναι το τώρα.. Οι μεγαλόκαρδοι τις περισσότερες φορές εξαπατούνται, σκέφτηκα, και καθώς ο αέρας κούναγε δαιμονισμένα τις γλάστρες, συνειδητοποίησα πόσο πολύ τιμωρούσα την μεγαλόκαρδη κόρη μέσα μου που είχε εξαπατηθεί πολλές φορές... -Ξεκλείδωμα

Εξόχως παρασιτικοί ήταν οι καλεσμένοι ενός επαγγελματία κοσμοπολίτη, ανακατευόμουν ανάμεσα τους, κρατώντας ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, μιλούσαν με μια γλώσσα επιτηδευμένη σε σημείο γέλωτος, κρατούσα θυμάμαι τα χέρια μου ακίνητα ώστε να μην φανερώσουν τον εκνευρισμό μου, σκεφτόμουν πόσες άδειες ώρες γέμισαν καταβροχθίζοντας λεξικά που η μόνη χρήση τους ήταν στο να τους βοηθούν να κάνουν μια δήθεν ενδοσκόπηση της ανθρωπότητας. Μιλούσαν με τον στόμφο ενός δικηγόρου ή ενός βουλευτή σε παραλήρημα, κυλούσα δίπλα τους τραβώντας τα βλέμματα τους, άκουγα το σάλιο τους να μένει στην άκρη των χειλιών τους και μέσα μου έλεγα έλεος, έλεος, ποιος θα μας απαλλάξει από αυτήν την κακορφομισμένη πνευματική μούχλα, ύστερα βγήκα στην βεράντα, κοίταξα τα κρεμασμένα αστέρια και η ψυχή μου άρχισε να γαληνεύει. Ένα αντρικό χέρι ακούμπησε στον ώμο μου κι ένα βαρύ άρωμα πεύκου γέμισε την μύτη μου, (Δεν περνάτε καλά, μήπως θα θέλατε να είστε κάπου αλλού); Ρώτησε και διέκρινα στο ζωντανό του πορτρέτο έναν γνήσιο αναζητητή των απολαύσεων. Τα μάτια του ήταν ζωντανά, θα έλεγες πως έκαιγαν, το στόμα του πλούσιο σαρκώδες, τυπικό δείγμα της Μεσογείου. (Θα ήθελα να ήμουν σε ένα χωριό ερειπωμένο, μόλις πέντε σπίτια ξαναχτίστηκαν σε αυτό, από την αρχή). Του είπα και ξαναγύρισα στον ουρανό το βλέμμα μου. (Που είναι αυτό το χωριό); Ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον. (Στην Αμοργό, είναι το χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας μου και το μέρος που όλα δείχνουν πως έγινε η σύλληψη μου), του απάντησα και τον άφησα να μου ανάψει το τσιγάρο που μόλις είχα βγάλει από το πακέτο μου. (Αύριο κιόλας, πείτε μου την μέρα που θέλετε να πάμε, θα μου επιτρέψετε να θέλω να πάμε μαζί).. Κοίταξα αυτόν τον μελαχρινό άντρα, αισθάνθηκα σαν να ήταν ο πιο λυπημένος άντρας στον κόσμο κι ας μην έδειχνε η ομορφιά του την αιτία αυτής της λύπης... Το βλέμμα του έδειχνε πως είχε κάποιο μεγάλο ταλέντο χωρίς την συνοδεία της έπαρσης. Αυτό με γοήτευε φοβερά.. (Με τι ασχολείστε αν επιτρέπετε; Και λυπάμαι για την τόσο κοινότοπη ερώτηση αλλά δεν είναι θέμα ερμηνείας σας , πάρτε το σαν γνήσιο ενδιαφέρον)..Ρώτησα και καρφώθηκα στα χείλια του. (Συγγραφέας, είμαι ένας ερασιτέχνης αλιεύς μαργαριταριών ). (Και τι ζητάτε εδώ πέρα); (ότι κι εσείς,,παρατηρώ τους ηλιθίους, ξέρετε ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή, δυστυχώς το ψαλίδι το κρατούν οι ηλίθιοι κι όχι οι λαοί, αυτοί πάλι έχουν καθυποταχτεί σε αυτούς χωρίς να ξέρουν το γιατί).. (Πάρτε με αύριο στο τηλέφωνο να κανονίσουμε πότε θα μπούμε στο καράβι), είπα κι έγραψα σε ένα χαρτάκι τον αριθμό μου. Του έδωσα το χέρι με το χαρτάκι, αυτός το κράτησε δυνατά και μου είπε. (έχω ξαναπάει στην Αμοργό κι έχω επισκεφτεί τον Στρούμπο, ίσως μαζί να δούμε λίγο διαφορετικά το τοπίο). (Δεν μου αρέσουν οι σίγουροι άνθρωποι), απάντησα και πρόλαβα να τον δω να χαμογελάει. (Ούτε εμένα, εγώ τρελαίνομαι για τους ανασφαλείς όπως εσείς), φώναξε πίσω από την πλάτη μου. Σκέφτηκα πως ήταν ένας αληθινά γοητευτικός και ευφυής άνθρωπος, χαιρέτησα όλους ,άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Πίσω μου τα παράσιτα και τα ψώνια ,΄έμοιαζαν σαν ένας όχλος από κατσαρίδες... (Αθήνα-Στρούμπος 2014

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014


Πάλεψα με τα λιγοστά μου μέσα να υπερασπιστώ την ομορφιά. Από παιδί προσπαθούσα να ζήσω μαζί της σε ένα ανήλιαγο υπόγειο, χρειάστηκε κόπος και φαντασία ώστε να διώχνω την ασχήμια της πραγματικότητας και να σχηματίσω μέσα μου, ακλόνητα, αυτά που ζούσαν μέσα μου σαν όμορφα. Στίχοι, διηγήσεις, πίνακες, χρώματα, μουσικές, ταινίες, θέατρο, άνθρωποι. Άνθρωποι; Ναι, αυτοί οι όμορφοι άνθρωποι, που απαλά γέρνουν το κεφάλι σε κάθε χαστούκι της τύχης, αυτής της άδικης κατά συρροή θεάς, αυτοί που άδολα διοχετεύουν και συντηρούν υπολείμματα πολιτισμού στον κόσμο που ρίχνει το κεφάλι στο στήθος με πόνο, με αχ, με ένα γιατί, με ένα διότι.. Κάποιος ολότελα άμυαλος άνθρωπος, στα σίγουρα, μου είπε πολύ πρόσφατα ,πως συνδέει την ευγένεια με τις ενοχές. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς ευγένεια, και δεν θα μπορούσα παρά μόνο ανόητη να είμαι αν δεν σκεφτόμουν αρκετά νωρίς πως οι τύψεις, οι ενοχές σπρώχνουν μαζί με το πάθος τον άνθρωπο να φτιάξει έργο.. Οι πρώτες ενοχές φίλε μου ξεκινούν καθώς ο άνθρωπος προσπαθώντας να φτιάξει τον πολιτισμό σκότωσε το πρωτόγονο ζώο μέσα του, αυτό που λέω αρχέγονο ένστικτο. Ο ήλιος, τα λουλούδια, η φύση, τα ζώα αυτήν την ματιά ζητούν από εμάς, εκείνη την πρώτη, την χωρίς δεύτερες σκέψεις. Μα να, μα να που χιλιάδες σαδιστές και αιμοβόρα αδέλφια μας αυτήν την ματιά την σκότωσαν.. Ευτυχώς, όχι σε όλους, δεν κατάφεραν το τελειωτικό χτύπημα.. Και φυσικά να νιώθεις ενοχές που ζεις σε αυτόν τον πλανήτη μαζί με αυτούς που στραγγίζουν κάθε υγεία και ομορφιά στην γη για χάρη του κέρδους, που ο πόλεμος μαίνεται σε κάθε σημείο αυτής της τρομερής μητέρας που παιδιά της είμαστε για χάρη του κέρδους. Μα πείτε μου αδέλφια, πως αντέχουμε αυτήν την κατάχρηση του αίματος ριγμένο σε τείχη πόλεων και συνόρων σε χώρες που καίνε τα παιδιά τους με την βία, με τα όπλα, με το ψέμα, με την μανία; Και πείτε μου πως σας γεμίζουν ψέματα αφήνοντας τους να σας λένε ενοχικούς όταν είστε από την φύση σας ευγενικοί γιατί έτσι σας έλαχε να γεννηθείτε.. Να νιώθετε ενοχές.. ίσως έτσι μια μέρα σηκωθείτε και φτιάξετε στίχους που θα πληγώσουν τον λεκέ του εγωισμού , τον άρρωστο ναρκισσισμό της επιτυχίας και την έπαρσης για το τίποτε.. Γκρεμίστε τους φτωχοδιάβολους.. Δεν προσφέρουν τίποτε. Γκρεμίστε τον κόσμο του σήμερα, αυτός ο κόσμος σάπισε και ράγισε η τύχη του.. Ο πολιτισμός δεν είναι σφραγίδες γνησιότητας, δεν είναι άπειρες γνώσεις φαγωμένες με επιμέλεια και μεταχειριζόμενες ως ασπίδα για να κρυφτούν οι κάθε είδους απρεπείς πράξεις από άνθρωπο σε άνθρωπο. Γκρεμίστε τους φτωχοδιαβόλους... Και φέρτε ξανά τον Εωσφόρο, τον φέρων το φως, το πάθος, την ηδονή για τα πράγματα, την αλήθεια, την ομολογία για τον φόβο του θανάτου, την ερωτική ανεπάρκεια, ομολογήστε στον εαυτό σας και σε όσους πιστεύετε πως παραμένουν άνθρωποι κι όχι όρθια κτήνη όλα αυτά, πληγιαστείτε από τον έρωτα, την αγάπη, ο πολιτισμός υπάρχει μέσα μας, και εκεί υπάρχει και εκείνο το αρχέγονο ζώο που διαθέτει ορμή και λατρεία για την ζωή και τις ηδονές της. Να έχετε ενοχές που σας ΕΚΛΕΨΑΝ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ, το επόμενο βήμα σας είναι να την ξαναβρείτε. Μέσα στους ανθρώπους, μέσα στο φως, ανακατεμένοι μέσα στις ανάσες , τον θυμό, την λύπη, την αγάπη, την συγνώμη. Γκρεμίστε την τυφλότητα τώρα για όλα αυτά.. Γκρεμίστε αυτήν την πραγματικότητα.. Ψέματα μας είπαν, κοιτάξετε μέσα σας, τότε που είσαστε παιδιά.. Μεγαλώσαμε μόλις νιώσαμε ενοχές, μα στην βάση μας αυτό δεν ήταν ενοχές, ούτε τύψεις, αλλιώς θα φτιάχναμε έργα, θα ζητούσαμε συνεχώς την ομορφιά, έτσι σπρωγμένοι από τύψεις.. Περπατούσα στον δρόμο κάτω από έναν υπέροχο ήλιο και με πνίγανε όλα αυτά.. Και σας τα έγραψα αφού με πνίγουν, βγαίνουν έξω από το στήθος μου και δεν θέλουν άλλο αυτήν την πραγματικότητα. Θέλουν την ομορφιά... -όχι άλλη πραγματικότητα, μόνο ομορφιά- Υγ,1 Αφιερωμένο στην Φεβρωνία

Popi Synodinou 3 Δεκεμβρίου στις 6:11 μ.μ. · . Καθισμένη η Ηλέκτρα επάνω σε μαρμάρινο σκαλί έλεγε,( αυτός είναι ο άντρας ο δικός μου), και η πανάρχαια ευγενική καταγωγή της τραγικής της υπόστασης ,της χάριζε ένα θολό χρυσαφένιο φως στο βελουδένιο της πρόσωπο. Την έβλεπα να μου μιλάει ανοίγοντας τα χείλη αργά, αργά, σαν σε αργή κίνηση, και τα χέρια της άρχισαν να ματώνουν από τις πληγές τις ψυχικές και την ένταση του πάθους της. Ήταν τόση η δύναμη που πρόφερε αυτά τα λίγα λόγια μα τόσο έντονη η όψη των ματιών της που σαν σεισμός κάτι αόρατο με έσπρωξε κάτω.. Πέφτοντας πρόλαβα να την δω να φεύγει από μπροστά μου σαν να την άρπαξε ο Δίας με ένα σύννεφο ξαφνικά κι έμεινε αυτή η ερωτική της ομολογία σαν πένθος επάνω μου.. -Όραμα

Βράδυ Πέμπτης, το αυτοκίνητο διέσχιζε την Ιουλιανού και εγώ έβλεπα τις γνωστές εικόνες, άνθρωποι και ποντίκια, άνθρωποι εξαθλιωμένοι να ψάχνουν στα σκουπίδια, μπάτσοι με σταματημένες μηχανές να ακινητοποιούν ένα αυτοκίνητο , ένας μελαψός άντρας με άγριο μα και φοβισμένο βλέμμα να βάζει τα χέρια του επάνω στο αυτοκίνητο και να κοιτάνε τα χαρτιά του, δρόμοι νεκροί επηρεασμένοι από την ανάπτυξη, Πειραιάς από Πατησίων σε πολύ λίγα λεπτά της ώρας. Κοίταξα με τυχοδιωκτική νοσταλγία τα καράβια, να ήμουν μόνη μου να έμπαινα σε ένα και να κατέληγα σε ένα άγνωστο νησί. Ο εαυτός της περιπέτειας άρχισε να με φλερτάρει επικίνδυνα. Του εξήγησα πως αυτό δεν γίνεται και άρχισα να ψάχνω το μαγαζί που τραγουδούσε η φίλη μου Vanessa Karageorgou. Μόλις μπήκα την μύρισα και είδα τα μαλλιά της χυμένα να καλύπτουν το σώμα της. Τα καθαρά της μάτια με εκείνο το ακαθόριστο χρώμα, πράσινο, μπλε, σμαραγδί, δεν ήξερα να πω, την μικροκαμωμένη της παρουσία να δεσπόζει με μια ροκ ΄πτυχή, ναι φίλε, υπάρχουν άνθρωποι που το ροκ αποκαλύπτεται από την αύρα τους, το σώμα της να συντονίζεται με την μουσική και οι άγριες νότες να εισβάλουν εντός μου με την θαλπωρή της ύπαρξης της. ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπα και για μια άλλη φορά ένιωσα την χημεία , αυτά τα γνωστά δάκρυα της κοινής ματιάς στα πράγματα. Ήρθε κοντά μου και μιλήσαμε. Καθώς μιλούσαμε, όλα επάνω της, τα μαλλιά της, οι κινήσεις των χεριών της, η διαύγεια της σκέψης της, το άδολο της ύπαρξης της εν τέλει μου θύμισε την αγαπημένη μου νεκρή πρόσφατα φίλη. Της το είπα, δεν μπόρεσα να κρατήσω τον συναισθηματισμό μου να βγει με ένα δάκρυ, δεν μπόρεσα να μην νιώσω ξανά πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα που συνεχώς υποστηρίζουν και ζητούν την αγάπη, όχι σαν κάτι δακρύβρεχτο, σαν κάτι που ζητά συνεχώς επιβεβαίωση αλλά γιατί έτσι είναι. Αγαπήσου και αγάπα, αυτό είναι το <,μότο>>, αυτό είναι αν θες ο κώδικας ο μυστικός δείπνος, της επικοινωνίας. Χαρισματική σε όλα της με συγκίνησε βαθιά. Εκτίμησα για άλλη μια φορά την ύπαρξη του διαδικτύου, δεν βαριέσαι, ας κάνουν όσες αναφορές θέλουν, γέμισα την ψυχή μου και γέλασα μέσα μου με όσους σκατόψυχους ή όσους είναι ψωνάρες και το ζήτημα της αγάπης δεν το εκφέρουν κρατώντας ένα αυστηρό προφίλ, δήθεν άξιο σεβασμού και σοβαρότητας που άλλο δεν είναι από μια σοβαροφάνεια. Θέλουμε ανθρώπους σαν την Βανέσσα, ανθρώπους που δεν φοβούνται να δείξουν τις πληγές τους, να μιλήσουν για την απώλεια του πατέρα τους, να μιλήσουν σαν άνθρωποι με τα στρωτά τους τα άτακτα τους, την αλήθεια τους... Καθώς την μύριζα θυμήθηκα την μυρωδιά της χαμένης μου Κατερίνας. Σκέφτηκα, έχασα μια φίλη και βρήκα μια άλλη. Δεν με ενδιαφέρει διόλου το αν κάποιοι θα το δουν σαν μελό, ας το δουν σαν ρετρό θα τους έλεγα, όσο ζω θα δείχνω την αγάπη μου, αυτός είναι ο σκοπός της ύπαρξης μου, ή πιο σωστά ένας από τους σκοπούς της ύπαρξης μου, Η Βανέσσα από χτες ανήκει στην δικιά μου <<γλυκιά συμμορία>>, αρκετά τελευταία έχει αρκετά μέλη, έχει υπέροχα πλάσματα που ανήκουν σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη καταβύθιση και ανάδυση της ύπαρξης, είμαι ευτυχισμένη γι αυτό. Ξύπνησα ξανά μετά από καιρό με τα χέρια μπουνιές, είπα ο κόσμος αυτός μου ανήκει και του ανήκω, έχω αυτήν την ήρεμη δύναμη που δεν ζητά επικυρώσεις ούτε επικυρωτές. Αγαπώ τους φίλους μου, λατρεύω την γλυκιά μου συμμορία, να πάνε να γαμηθούν οι φιλοδοξίες και τα φράγκα και η δόξα, δύναμη σαν αυτή της αγάπης δεν υπάρχει, είμαστε σαν λαός τόσο αχόρταγα μαλάκες που δεν καταλαβαίνουμε φίλε την δύναμη του όλοι μαζί, για αυτό μας πηδάνε αλύπητα, Βανέσσα ξαναβρήκα την παλιά μου φίλη μέσα από εσένα, βρήκα δηλαδή την εποχή της αθωότητας και της ομορφιάς.. Γλυκιά μου συμμορία σε ευχαριστώ.. -Για την Vanessa Karageorgou

Popi Synodinou 7 Δεκεμβρίου στις 5:51 μ.μ. · . Το εγχειρίδιο του <<καλού>> μαλάκα 1.Δεν σε νοιάζει τι γίνεται γύρω σου, ποιος πεθαίνει, ποιοι και γιατί φωνάζουν. 2. Εσύ έχεις την γυναίκα ή τον άντρα σου και το παιδί σου, δεν μπορείς να μπλέκεις σε φασαρίες. 3. Από τα 30 σου και μετά τις σπουδές, βρίσκεις μια δουλειά που δεν σε καλύπτει οικονομικά όπως θα θελες και ψάχνεις γι αυτό δουλειά στο Εξωτερικό.$$$$ 4.Στο μεταξύ βρίζεις συνεχώς την χώρα σου που είναι μπουρδέλο και διεφθαρμένη και εξυμνείς τις άλλες χώρες που δεν είναι τίποτε από αυτά, (όταν ακούς για Siemens φυσικά τα ρίχνεις στους εδώ πόντικες, έξω είναι λούτρινα ζωάκια). 5. Δεν σε απασχολεί καμμιά χρυσή αυγή, ούτε η άνοδος του φασισμού, έγκριτη εφημερίδα της Γερμανίας καλωσόρισε την Λεπέν ενώ και η figaro την φιλοξένησε σε συνέντευξη της. 6. Λες φασίστα τον Ρωμανό που κάνει απεργία πείνας και δεν καταλαβαίνεις τι δουλειά έχουν τα παιδιά των Βορείων Προαστίων σε ληστείες και επαναστάσεις.. και όλα αυτά τα κωλόπαιδα που λέγονται αναρχικοί και αηδίες.. 7. Διότι ποια αριστερά και ποια αναρχία , αυτά είναι ανεφάρμοστες ιδέες.. 8. Στα 35 σου έχεις καταλήξει πως το μοναδικό σωστό , οικονομικό μοντέλο είναι ο καπιταλισμός γιατί αυτό έχει ως τώρα επιβιώσει.. 9. Αποφεύγεις σαν τον διάβολο να ακούς, να διαβάζεις οτιδήποτε φέρει την ανατροπή στο δικό σου σύστημα. 10. Βρίζεις για τις καταλήψεις στα Πανεπιστήμια ,ενώ δεν γνωρίζεις ότι η ελευθερία παράγεται από ελεύθερους ανθρώπους.. 11. Σε ενοχλούν οι ξένοι που έχουν μπει στην χώρα σου και πεθαίνουν από πείνα μπροστά στο Σύνταγμα, εμποδίζοντας τους ανθρώπους να ψωνίσουν μέρες που είναι, αγνοώντας ποιος τους φέρνει και ποιος δεν τους αφήνει να φύγουν, τους λες βρόμικους ενώ πετάς τα σκουπίδια από το μπαλκόνι σου στον κάδο και δεν ξέρεις τι είναι η ανακύκλωση και η παράνομη χωματερή και δεν ξέρεις πόσοι έγιναν πρόσφυγες από την γενιά του παππού σου και του πατέρα σου. 12. Βρίζεις καθημερινώς την χώρα σου ενώ δεν κάνεις τίποτε για να αλλάξεις τα <<κακώς κείμενα>>, διαφθορά , γραφειοκρατία και δημοσιουπαλληλίκι.. 13. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να περνάς καλά ώσπου να βρεις τρόπο να φύγεις από την άθλια χώρα σου αγνοώντας πόσο άθλιος είσαι εσύ και η νοοτροπία σου.. 14. Φυσικά γνωρίζεις για τον εμφύλιο αλλά γνωρίζεις μονάχα όσα σε βολεύουν, και δεν ξέρεις πως ο εμφύλιος δεν ξεπεράστηκε ποτέ.. 15. Ποδοπατάς με όποιον τρόπο αυτόν που θα σε ξεπεράσει στην εργασία, στην ευφυία, αυτόν που θα σου αποδείξει πόσο μαλάκας είσαι.. 16. Κρατάς γερά το κουτάκι σου, θρησκεία, οικογένεια, κρατάς γερά το κουτάκι σου..... Μαλάκα, θυμήσου, μια μέρα τα παιδιά σου θα φάνε την καρδιά σου, εσύ θα φταις με αυτά που τους έλεγες.. Ζητάς υποχρεωτική σίτιση σε αυτούς που παλεύουν μέχρι θανάτου για τα δικαιώματα τους. Θα ήθελα να στο κάνουν στην πλατεία του Συντάγματος κι εγώ μαζί με τα αδέλφια μου να κοιτάζω τα μάτια σου... όχι, δεν σε μισώ, ξέρω απλά πως φταις εσύ που είναι έτσι όλος ο κόσμος

Περπατούσαμε στην Δραπετσώνα, επάνω μας ένα υπόλειμμα βροχής να σκουριάζει στα μαλλιά μας, μια ηλικιωμένη τάιζε γάτες στην γωνία, ήταν αδύνατον να τις μετρήσω με μια πρώτη ματιά. Όταν μπήκαμε στην παλιά αγαπημένη μας ταβέρνα ο Μάρκος στα ηχεία έφερνε γύρους κι απόηχους της Σύρας,( σαν να τον βλέπω μπροστά μου), σου είπα,( ψηλός με εκείνη την τραγιάσκα και το μπαγλαμαδάκι στο χέρι, μας κοιτάζει με μια αρχοντιά που ξέφτιζε τους ψευτόμαγκες, τα κουτσαβάκια της Τρούμπας και τους μπάτσους). (Ο Μάρκος ζει μέσα μας ), μου είπες και χτύπησες την μεριά της καρδιάς σου. Καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι, εσύ στην δεξιά μεριά κι εγώ στην αριστερή. Ο Μάρκος τραγουδούσε για τις μαυρομάτες, υμνούσε την γυναίκα όπως ήξεραν να κάνουν τότε οι άντρες από την θάλασσα.. Κι εμείς μεταξύ Σύρας και Δραπετσώνας αρχίσαμε να βλέπουμε έξω από τα τζάμια της ταβέρνας να πέφτει ξανά η βροχή. Πίναμε κόκκινο κρασί, οι φλέβες μας δυνάμωναν και οι χτύποι στο στήθος δυνάμωναν.. Και τσιγάρα, τσιγάρα στο τασάκι να ανταμώνουν με εκείνα του Μάρκου.. Κάποιος από την απέναντι παρέα σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει, είχε στα μισά του στόματος του ένα τσιγάρο να κρέμεται, μπορούσα να καταλάβω το σάλιο επάνω στο λευκό χαρτάκι. Ο άντρας αυτός από κάτι υπέφερε, τα πόδια του πατούσαν σαν λέξεις επάνω στο πάτωμα, έγραφε ΠΟΝΑΩ, ΠΟΝΑΩ, έγραφε ΑΓΑΠΑΩ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΚΡΥΣΜΑ. Τις ακούγαμε τις λέξεις καθώς στριφογύριζε, δεν φοβόμασταν τον πόνο ποτέ εμείς οι δυο, με τον πόνο βρίσκαμε παρηγοριά στην μη αποδοχή της ξέφρενης ψεύτικης ομορφιάς που μας πασάρανε στις τηλεοράσεις και στις βιτρίνες.. Άρχισα να χτυπάω παλαμάκια, (καίνε τα μάγουλα σου), είπες και άγγιξες το γόνατο μου. (Κι εσένα τα χέρια σου), ψιθύρισα για να μην χαλάσω την τελετή του πόνου που γινόταν χορός. Χάιδευες το γόνατο μου και άρχισες να ανεβαίνεις προς τα επάνω.. Έξυνες με το δάχτυλο το πόδι μου και τα μάτια σου ξέρναγαν κεραυνούς. Εγώ γινόμουν στάχτες και φωτιά. (Πέθανε η γειτονιά των αγγέλων μωρό μου), σου είπα και σταμάτησα να χτυπάω τα χέρια μου, έπινα μανιωδώς μαζί σου, μαζί τώρα γινόμασταν οινόπνευμα. (Τίποτε δεν πέθανε αφού ζούμε εμείς), είπες, (εμείς τους κουβαλάμε μέσα μας).. Σε κοίταξα, τα μάτια σου μαχαίρια, έμπαιναν μέσα μου, μάτωνα, πόσο πονάει ο έρωτας γαμώτο σκεφτόμουνα, Κοίταξα ξανά αυτόν που χόρευε, έγραφαν στο πάτωμα τα πόδια του ακόμη λέξεις.. Τις άκουγα, ξαφνικά σε ήθελα τόσο που θα μάκραινα τον χρόνο που θα σου δινόμουν.. (Σιγά σιγά ανατέλλω), σου είπα, με άρπαξες με το χέρι σου επάνω στο μπράτσο μου, (εσύ ποτέ), είπες και τρόμαξα από την πίστη που είχες μέσα σε εκείνο το αντρικό βλέμμα, ήσουν κι εσύ από την θάλασσα ... (Δραπετσώνα)

Αρνούμαι να κολυμπήσω με το ρεύμα, λόγια να πω που δεν πιστεύω, φίλους να ονομάσω, όσους η καρδιά μου δεν γνωρίζει, έτσι απλά ,για να πω πως έχω φίλους στο σαλόνι μου, αρνήθηκα μια καρέκλα να καθίσω, την αγκαλιά του κράτους να θωπεύσω, να εναγκαλιστώ με δόντια αρουραίων , Τετάρτη Δημοτικού, όταν ήμουν,κατάλαβα πόσο σκληρός είναι ο κόσμος και δεν μπόρεσα να μην το φωνάξω δείχνοντας με το δάχτυλο τον χάρακα του δάσκαλου στους άλλους, κι ας έμεινα μόνη μου κάνοντας παρέα με παιδιά που ξεχώριζαν με την διαφορετικότητα τους, αναζήτησα με πάθος την ομορφιά, αυτή μου χαρίστηκε πίσω από μια έκτη αίσθηση, είδα θαύματα και αδικίες , όλα έγιναν γιατί ο άνθρωπος ψάχνει να βρει τον θεό χωρίς να ξέρει ο ίδιος τον εαυτό του.. Γνώρισα παράδεισους και αυλές με τσουκνίδες που μάτωσαν τα πόδια μου, μα περπάτησα, με την ψυχή μου περπατώ και με αίμα, μα στην ζωή καταφύγιο ένα είχα πάντα, το νησί μου, Αμοργό την είπαν,

Εξόχως παρασιτικοί ήταν οι καλεσμένοι ενός επαγγελματία κοσμοπολίτη, ανακατευόμουν ανάμεσα τους, κρατώντας ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, μιλούσαν με μια γλώσσα επιτηδευμένη σε σημείο γέλωτος, κρατούσα θυμάμαι τα χέρια μου ακίνητα ώστε να μην φανερώσουν τον εκνευρισμό μου, σκεφτόμουν πόσες άδειες ώρες γέμισαν καταβροχθίζοντας λεξικά που η μόνη χρήση τους ήταν στο να τους βοηθούν να κάνουν μια δήθεν ενδοσκόπηση της ανθρωπότητας. Μιλούσαν με τον στόμφο ενός δικηγόρου ή ενός βουλευτή σε παραλήρημα, κυλούσα δίπλα τους τραβώντας τα βλέμματα τους, άκουγα το σάλιο τους να μένει στην άκρη των χειλιών τους και μέσα μου έλεγα έλεος, έλεος, ποιος θα μας απαλλάξει από αυτήν την κακορφομισμένη πνευματική μούχλα, ύστερα βγήκα στην βεράντα, κοίταξα τα κρεμασμένα αστέρια και η ψυχή μου άρχισε να γαληνεύει. Ένα αντρικό χέρι ακούμπησε στον ώμο μου κι ένα βαρύ άρωμα πεύκου γέμισε την μύτη μου, (Δεν περνάτε καλά, μήπως θα θέλατε να είστε κάπου αλλού); Ρώτησε και διέκρινα στο ζωντανό του πορτρέτο έναν γνήσιο αναζητητή των απολαύσεων. Τα μάτια του ήταν ζωντανά, θα έλεγες πως έκαιγαν, το στόμα του πλούσιο σαρκώδες, τυπικό δείγμα της Μεσογείου. (Θα ήθελα να ήμουν σε ένα χωριό ερειπωμένο, μόλις πέντε σπίτια ξαναχτίστηκαν σε αυτό, από την αρχή). Του είπα και ξαναγύρισα στον ουρανό το βλέμμα μου. (Που είναι αυτό το χωριό); Ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον. (Στην Αμοργό, είναι το χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας μου και το μέρος που όλα δείχνουν πως έγινε η σύλληψη μου), του απάντησα και τον άφησα να μου ανάψει το τσιγάρο που μόλις είχα βγάλει από το πακέτο μου. (Αύριο κιόλας, πείτε μου την μέρα που θέλετε να πάμε, θα μου επιτρέψετε να θέλω να πάμε μαζί).. Κοίταξα αυτόν τον μελαχρινό άντρα, αισθάνθηκα σαν να ήταν ο πιο λυπημένος άντρας στον κόσμο κι ας μην έδειχνε η ομορφιά του την αιτία αυτής της λύπης... Το βλέμμα του έδειχνε πως είχε κάποιο μεγάλο ταλέντο χωρίς την συνοδεία της έπαρσης. Αυτό με γοήτευε φοβερά.. (Με τι ασχολείστε αν επιτρέπετε; Και λυπάμαι για την τόσο κοινότοπη ερώτηση αλλά δεν είναι θέμα ερμηνείας σας , πάρτε το σαν γνήσιο ενδιαφέρον)..Ρώτησα και καρφώθηκα στα χείλια του. (Συγγραφέας, είμαι ένας ερασιτέχνης αλιεύς μαργαριταριών ). (Και τι ζητάτε εδώ πέρα); (ότι κι εσείς,,παρατηρώ τους ηλιθίους, ξέρετε ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή, δυστυχώς το ψαλίδι το κρατούν οι ηλίθιοι κι όχι οι λαοί, αυτοί πάλι έχουν καθυποταχτεί σε αυτούς χωρίς να ξέρουν το γιατί).. (Πάρτε με αύριο στο τηλέφωνο να κανονίσουμε πότε θα μπούμε στο καράβι), είπα κι έγραψα σε ένα χαρτάκι τον αριθμό μου. Του έδωσα το χέρι με το χαρτάκι, αυτός το κράτησε δυνατά και μου είπε. (έχω ξαναπάει στην Αμοργό κι έχω επισκεφτεί τον Στρούμπο, ίσως μαζί να δούμε λίγο διαφορετικά το τοπίο). (Δεν μου αρέσουν οι σίγουροι άνθρωποι), απάντησα και πρόλαβα να τον δω να χαμογελάει. (Ούτε εμένα, εγώ τρελαίνομαι για τους ανασφαλείς όπως εσείς), φώναξε πίσω από την πλάτη μου. Σκέφτηκα πως ήταν ένας αληθινά γοητευτικός και ευφυής άνθρωπος, χαιρέτησα όλους ,άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Πίσω μου τα παράσιτα και τα ψώνια ,΄έμοιαζαν σαν ένας όχλος από κατσαρίδες... (Αθήνα-Στρούμπος 2014
Οι γυναίκες που κρύβονταν μέσα μου κάθε ημέρα δραπετεύουν, ο προορισμός τους πιθανολογώ πως είναι προς το νερό. Συνέχεια διψούσαν εξάλλου, συνέχεια είχαν το στόμα τους κρυμμένο με το στόμα. Γράφοντας για την ζωή τους εξευγενίζω το ζώο μέσα μου και δυναμώνω το δικό τους. Μια από αυτές όμως γύρισε σήμερα,( άσε με να ζήσω) , είπε,( άσε με ελεύθερη). (Ποτέ δεν θέλησα να φυλακίσω κανέναν), είπα. (Τότε κάποιος από τους δυο μας κάνει λάθος), επέμεινε. (εσύ ποια είσαι από όλες); Την ρώτησα, στο μεταξύ ένας αέρας χτυπούσε δυνατά τις τέντες έξω στην βεράντα. (Είμαι αυτή που σε επιβλέπω, εγώ παρακολουθώ τις κινήσεις σου μέρα νύχτα, σου επισημαίνω τα λάθη σου και τα χαρίσματα σου). (Κακώς κάνεις, από σήμερα αποχωριζόμαστε οι δυο μας), της σφύριξα στο αυτί. (Και τι θα κάνεις μόνη σου από εδώ και πέρα); Ξαναείπε με το στόμα σουφρωμένο. (Θα ξαναβρώ το χρώμα της οδύνης), της είπα και άνοιξα την βεράντα. Ότι ήταν παλιό το πέταξα σήμερα, ότι ήταν σάπιο το βούλιαξα σαν βάρκα.. Από σήμερα καινούργιες γυναίκες θα ρθουν να με συντροφέψουν.. Και καμιά δεν θα αφήσω να μιλήσει για τα λάθη μου, όχι από περιφρόνηση στην γνώμη τους αλλά γιατί διψάω κι εγώ, για λάθη, πάθη, για ζωή αληθινή που θα συγκρούεται με το μέλλον, το μέλλον είναι το τώρα.. Οι μεγαλόκαρδοι τις περισσότερες φορές εξαπατούνται, σκέφτηκα, και καθώς ο αέρας κούναγε δαιμονισμένα τις γλάστρες, συνειδητοποίησα πόσο πολύ τιμωρούσα την μεγαλόκαρδη κόρη μέσα μου που είχε εξαπατηθεί πολλές φορές... -Ξεκλείδωμα
Δεν μπορούσα να ξέρω τι σκέφτονται αυτοί που χτενίζουν τα μαλλιά τους αιώνια με τον ίδιο τρόπο αλλά πολλές φορές αναλογιζόμουν, αν ήταν ο ίδιος τρόπος που χρησιμοποιούν το στόμα τους για να φιλήσουν, αν ήταν ίδιος ο τρόπος που προσέγγιζαν το ταίρι τους, αν ήταν μια ρουτίνα όλη τους η ζωή.Αυτό το πράγμα είναι σχεδόν θνησιμότητα... Είναι άσχημο να περνάς τις μέρες και τις ώρες σου μέσα σε μια ίδια καθημερινότητα, να σκέφτεσαι με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόσουν πριν χρόνια.. Με άδολη αγάπη προσέγγιζα αντρικά πορτρέτα, έγραφα γι αυτά όταν φάνηκε εκείνος, ήταν ψηλός, με μια φράντζα μελαχρινή να πέφτει στο δεξί του μάτι, έσταζε θάλασσα και κάθισε απέναντι μου , σε ένα νησιώτικο ουζερί. Οι γλάροι μιλούσαν φευγαλέα μεταξύ τους και τα ποτήρια τα τσούγκριζαν τουρίστες φερμένοι από τον Βορρά. Μετά αρχίσαμε να κάνουμε τις ίδιες κινήσεις. Μόλις άναψα τσιγάρο εγώ αμέσως άναψε κι εκείνος, έπινα ούζο εγώ, έπινε κι εκείνος, παρήγγειλα εγώ , παράγγειλε τα ίδια κι εκείνος. Ήταν όμορφη αυτή η τελετουργία, έκλεισα το τετράδιο και ξέχασα το πορτρέτο αυτού που χτενιζόταν με τον ίδιο αιώνια τρόπο.. Σηκώσαμε τα ποτήρια εις υγείαν ψελλίζοντας απλώς τις λέξεις, υπόγεια ρεύματα θερμών συναισθημάτων άρχισαν να μας σαρώνουν. Τα μάτια του κάρφωναν τα δικά μου σαν το καρφί στον σταυρό. Τόση ήταν η ένταση.. Και τότε κατάλαβα πως δοκιμάζαμε ακούσια τις δυνάμεις μας , πως δοκιμάζαμε συντονισμένα αόρατες συμφωνίες μη χαλιναγώγησης συναισθημάτων. Παραφέρομαι, σκέφτηκα ζεστή από το ποτό κι εκείνον απέναντι μου. Κύλησαν οι ώρες ακούραστα.. Έφτασε το σούρουπο όταν ήρθε κοντά μου. Μυρίζαμε ούζο και τσιγάρα και κάτι άγριο και ιερό που υπήρχε εκεί για εμάς.. Έβγαλε από την τσέπη του ένα γιατσέντο και μου το έδωσε να το μυρίσω. (έχω μια βάρκα κάπου πιο κάτω, θα ανεβείς μαζί μου, σήμερα έχει το πιο μεγάλο φεγγάρι του χρόνου), είπε. Τον ακολούθησα περπατώντας στην ζεστή ακόμη άμμο. Κάπου παρακάτω πέταξα σε έναν κάδο το τετράδιο που έγραφα για κάποια αντρικά πορτρέτα. Δεν ήθελα να μπω στον πειρασμό να γράψω γι αυτόν, σίγουρα αυτό θα έκανα αν το κρατούσα επάνω μου.. Καθώς φτάναμε στην βάρκα ένας σκύλος πετάχτηκε από μέσα της κι ήρθε κοντά μας.. (Καλώς την μπέμπα), της είπε και την χάιδεψε τρυφερά. (Είναι προστατευμένη από τον άγιο των ζώων), μου είπε και παραξενεύτηκα. (Υπάρχει τέτοιος άγιος); Ρώτησα απορημένη. (Υπάρχει , τον λένε άγιο Μάμα), απάντησε , με βοήθησε να ανέβω στην βάρκα και έβαλε μπροστά την μηχανή. (Πως σε λένε); Ρώτησα. (Σήμερα δεν θα έχουμε ονόματα, απλά θα είμαστε αυτό που θέλουμε κι αυτό που μας βγαίνει, μπορούμε να λέμε ο ένας τον άλλο Αύγουστο). Έβαλα τα πόδια μου στην θάλασσα, η βάρκα κυλούσε απαλά σαν χαρτί στο νερό, η θάλασσα έσταζε ένα ασημένιο φεγγάρι κι από το ασήμι τρώγαμε κι εμείς με τα μάτια μας ανοιχτά σαν να περιπολούσαμε τον ουρανό. Ξέχασα ποια είμαι και πως με λένε και δεν ήξερα που ακριβώς πήγαινα. Από εκείνη την ημέρα όλα μέσα μου άλλαξαν, σαν να με καθόριζε μια αόρατη πυξίδα.. Ήταν Αύγουστος.. -Αύγουστος

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014


Γύρισα στο σπίτι και τακτοποίησα τις πλάνες μου μέσα σε ένα κουτί. Μετά ανακάλυψα κάτι ξεχασμένες αγγελίες που ζητούσαν αγγέλους. Φυλλομέτρησα βιβλία με σφραγίδες από χρυσό και άνοιξα στο κρεβάτι πάπυρους με ιερογλυφικά. Στο τηλέφωνο μίλησα με έναν παλιό γόη για ώρα παρηγορώντας τον. (Τι τα θες , κατέληξα, περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα μεγαλεία). (Δεν είναι περασμένα, ακόμη περνάει η μπογιά μου), είπε ο καημένος αφήνοντας την φράση στον αέρα με απορία. (Καληνύχτα γόη), του είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Με μερικούς ανθρώπους έχεις την αίσθηση πως μιλάς μόνος σου... Τάισα τον σκύλο μου και έδωσα με το δάχτυλο μου μέλι στον παπαγάλο μου, η αλήθεια είναι πως ξετρελαίνεται γι αυτό. Σε λίγο θα είχα την επίσκεψη ενός νεαρού ηθοποιού. Ήθελε την γνώμη μου για τον γνωστό ρόλο του Σαίξπηρ, δεν ήξερα μετά από λίγο αν ήθελα να ζήσω ή όχι ακούγοντας και βλέποντας τον. Αν ήμουν ψώνιο θα έλεγα στον νεαρό, είσαι τραγωδία, αλλά τι κρίμα ήμουν άνθρωπος, αρκετά ώστε να μην του κόψω τις ελπίδες, απλά τον κέντησα με υπομονή και του έδειξα άλλο δρόμο στην περσόνα του. Σαράντα χρόνια στο θέατρο τα είχα δει όλα ή σχεδόν όλα μια και δεν προλαβαίνεις να τα δεις όλα . Έβαλα σαν έμεινα μόνη μου εκείνο το παλιό κονιάκ του Ραμόν. Τι να έγινε αλήθεια ο Ραμόν, σκέφτηκα, τελευταία φορά είχε μπλέξει με ένα θηλυκό αρκετά φτηνό και χυδαίο. Θυμόμουν πως όσο περισσότερο του το έλεγα τόσο εκείνος την υπερασπιζόταν με θέρμη, μετά μιλούσε γι αυτήν με τόση ηδονή χυμένη στο πρόσωπο που δεν μπορούσα να του την χαλάσω. Κι εγώ υπήρξα εξάλλου χρόνια ερωτευμένη με κάποιον που ήταν σαν κουασιμόδος αλλά εγώ τον έβλεπα σαν έναν αρρενωπό δανδή, κι όσο μου το έλεγε ο Ραμόν τόσο σκύλιαζα κι έβρισκα χίλιους λόγους για να τον αναδείξω σε άκρως γοητευτικό. Χαμήλωσα κιόλας τήν ένταση στον ρόλο μου για να αναδειχτεί αυτός σαν πρωταγωνιστής κι όχι εγώ, ήταν η αλήθεια τόσο το ταλέντο μου αλλά κι η δύναμη του έρωτα μου που έπεισα το κοινό γι αυτό. Χρίστηκε από όλους αυτός πρωταγωνιστής , μόνο δυο κριτικοί στις στήλες των εφημερίδων δεν πειστηκαν για τούτο. (Μα είσαι τρελή); μου είπε ο φτωχός μου ο Ραμόν, (τι κάνεις; γιατί σκοτώνεις τον ρόλο σου); (Γιατί οι ρόλοι κι η δόξα είναι εφήμερα Ραμόν, μόνο ο έρωτας δεν είναι). Χα χα , τελικά αποδείχτηκε στην ειδική αυτή περίπτωση πόσο εφήμερος είναι και πόσο υπολογιστικός ο έρωτας, μετά από σύντομο διάστημα τα έφτιαξε με μια μικρή που έπαιζε ένα μικρό ρολάκι, φρόντιζε να την αγκαλιάζει και να την φιλάει μπροστά στο καμαρίνι μου. Πονούσα αλλά δεν μπορούσα , δεν ήθελα να γυρίσω τον ρόλο, δεν ήθελα να καταστρέψω τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν τόσο πρωτοποριακό εξάλλου σκεφτόμουν να αναδεικνύουμε μέσα από την παράσταση μας έναν δεύτερο σε πρώτο ρόλο. Όσο για την εκδίκηση μου φαινόταν πολύ ωμό και γελοίο πράγμα, δεν υπήρξε ποτέ στις προθέσεις μου. Θα περνούσε κι αυτός ο πόνος όπως όλοι. Θηρίο έγινα στα χρόνια. Άντεξα. Άντεξα. Και δεν άλλαξα την ματιά μου στον κόσμο. Τώρα με την μνήμη να με αφήνει σιγά σιγά παρακολουθούσα τον χρόνο να φεύγει. Στα 80 μου και σκηνοθετώ ακόμη, σκέφτηκα. Ήπια κι άλλο κονιάκ. Με κατέλαβε η δυσθυμία, ερχόταν χωρίς υποκρισία και με πίεζε. Άρχισα να τρέμω. Γιατί να θυμάμαι μόνο τις ασχήμιες, γιατί να θυμάμαι μόνο τις λύπες; Εγώ που βλέποντας και διαβάζοντας εφημερίδες κρατημένες σαν αρχείο, βλέποντας φωτογραφίες με υπέροχους άντρες, τρελούς έρωτες, τώρα θυμόμουν μόνο τις ασχήμιες. Κι αυτό γινόταν μια μαύρη κουρτίνα που πίεζε τον χρόνο μου. Οι ρυτίδες στον καθρέφτη μου, οι αναμνήσεις με τις ήττες με καλούσαν σε αυτήν την τραγική δυσθυμία. Έβαλα στο πλατό την Μαρία να τραγουδήσει. ω, πόσο τραγικό το τέλος της. Ο σκύλος μου ήρθε στα πόδια μου σαν να κατάλαβε αυτο το χτυκιό της λύπης που με έτρωγε σιγά σιγά. Αύριο κιόλας θα παραιτηθώ έχουν χρόνο να βρουν άλλον σκηνοθέτη, σκέφτηκα. Μετά ξαναθυμήθηκα τον κουασιμόδο και τον Ραμόν. Και τις σταρλετίτσες. Ναι, παραδέχτηκα μεγαλειωδώς οι καριόλες γυναίκες τελικά μπορεί να είναι πολύ πιο έξυπνες, ακολουθούν τους στοχασμούς της αράχνης, τυλίγουν τον ιστό τους σιγά σιγά και παγιδεύουν το θύμα τους. Μετά, σαν πύθωνες το καταπίνουν... Μα αυτό δεν κάνει ο έρωτας; Σε καταπίνει μανιωδώς αργά αργά. Το θέμα μου ήταν πως οι ίδιες δεν είχαν ερωτευτεί ποτέ τα θύματα τους, μόνο τα θύματα τους τις είχαν ερωτευτεί ολοκληρωτικά. Μα τότε και πάλι οφείλω να δω την δύναμη τους, πως μπορούσαν να κάνουν τους άλλους να τις ερωτευτούν χωρίς οι ίδιες να χουν ερωτευτεί ποτέ. Τα θύματα τους θα πρεπε να τις ευγνωμονούν. Μετά καθώς έκανα αυτές τις σκέψεις κι ακούγοντας την Μαρία είδα πως όλα αυτά ήταν μόνο η μια πλευρά της ιστορίας, μισές ήταν οι ιστορίες. Αν δεν έχεις ερωτευτεί πολύ τόσο ώστε να κυλίσεις στην άβυσσο, αν δεν έχεις καεί για έναν έρωτα , αν δεν έχεις γίνει φωτιά και φλόγες τότε μάλλον τίποτε δεν έχεις ζήσει. Στο είπα παραπάνω, όλα τα άλλα είναι εφήμερα. Έκλεισα τα μάτια κι άκουσα την Μαρία. όσο έμπαινε μέσα στην καρδιά μου τόσο αισθανόμουν τον έρωτα της. Καταστράφηκε. Αλλά ερωτεύτηκε... -Μέρες του θεάτρου

Έλεγα, σου έλεγα, ας καούμε από ζωή. Και το εννοούσα, πως αλλιώς θα μπορούσα να κατεβάσω, ένα γλυκό βράδυ στο νησί , το φεγγάρι, να μπορέσεις να δεις μέσα στις ασημόμαυρες σπηλιές του , να κοιτάξεις το εμφανώς όμορφο πρόσωπο μιας ηλικιωμένης με λευκό μαντήλι να σου αφηγείται τρυφερά τις ιστορίες της ζωής της που περιλάμβαναν τον έρωτα; ΠΩς θα μπορούσες να ξεχάσεις όλα εκείνα που σου έμαθαν για τα ζώα, είδες καθαρά πως και τα ζώα χαμογελούν όπως εμείς, πως αν συγκεντρωθείς πάνω τους θα μάθεις να επικοινωνείς με την δική τους γλώσσα. 'Ελεγα, σου έλεγα, ας καούμε από ζωή. Το υποστήριζα από μικρό παιδί. Είδα τον πατέρα και την μητέρα μου να καίγονται. Είδα τον πατέρα μου να καίγεται πολύ πριν την σύλληψη μου. Κι όταν γεννήθηκα και μεγάλωσα, περπάτησα επίτηδες ξυπόλητη στον Στρούμπο, αυτό το εγκαταλειμμένο χωριό από τον σεισμό, και καθώς περπατούσα ένιωσα πως εκεί συνέβη η σύλληψη μου. Ανάμεσα στα γκρεμισμένα σπίτια, ανάμεσα στον απόηχο των τζιτζικιών. Ανάμεσα στις φραγκοσυκιές. Γύρω μου ελιές και φραγκόσυκα κι εγώ ζητούσα νούφαρα για να περπατήσουμε ανάμεσα τους, να φτιάξω έναν μικρό δρόμο να αφήσεις τα ίχνη των πελμάτων σου Σε καίει η ζωή όταν ζητάς φωτιά. Μα δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσεις, όλα τα άλλα είναι ημίμετρα. Φτηνές συνταγές επιτυχίας με βοηθήματα τύπου μάθε πως θα σε σέβονται. Φτηνοί άνθρωποι που γαζώνουν τον κόσμο με σφαίρες.. Με χυδαιότητα, χωρίς αξιοπρέπεια περιφέρουν τα κρανία τους που είναι γυμνά. Τους βλέπω, με βλέπουν. Καμία συνθηκολόγηση με τα πτώματα. Έλεγα, σου έλεγα , εμείς που μεγαλώσαμε με Βαμβακάρη και Rock και γυαλισμένα Blues, μας είναι αδύνατον να μην έχουμε ελπίδες. Μεγαλώσαμε όμως. Και κάπου μέσα μας ξέρουμε πως η ελπίδα κάποιες φορές είναι μεγάλη απάτη. Μόνο ο θυμός κι η απόγνωση ξυπνούν κοιμισμένες συνειδήσεις. Μεγαλώσαμε. Εμείς χωρίς πολλές φροντίδες γιατί έτσι ήταν οι συνθήκες.. Αλλά έτσι μάθαμε να μετράμε τι σημαίνει αγάπη και τρυφερότητα. Ναι, να καιγόμαστε. Όπως τα καντηλάκια που καίγονται στα κοιμητήρια για να κρατούν συντροφιά στους νεκρούς. Όπως ο ήλιος που ζεματάει την πέτρα στα κυκλαδονήσια. Δεν αρκεί η ποίηση αν δεν έχεις φωτιά. Αν δεν είσαι άνθρωπος.. Αν περιφέρεσαι χωρίς φύλο. Σου λέω, αγαπώ και δεν περιμένω τίποτε πια. Η ελπίδα δεν είναι μόνιμη παρέα μου. Αλλά η φωτιά παραμένει... - Τα προσχέδια της φωτιάς- Υγ. αφιερωμένο με βαθιά αγάπη στην Τ. εκείνη ξέρει
΄Πολλοί μπερδεύουνε την κάβλα με τον έρωτα ,ίσως γιατί ζούμε μέσα σε αριθμημένα κουτάκια, χαραγμένα με λέξεις κι όχι μονάχα με αριθμούς. Ίσως γιατί η μοναξιά κι η επιφυλακτικότητα είναι πιο έντονα από ποτέ. Κι ενώ η κάβλα είναι θέμα ορμονών και μιας τυχαίας διάθεσης βαπτίζεται μέσα από την στριμωγμένη ανθρωπότητα έρωτας κι αργότερα αγάπη. Ενώ τα κουτάκια συνεχίζουν την ετοιμοπόλεμη παρέλαση.. Κουτάκι νούμερο ένα χρέος, αξιοπρέπεια, κουτάκι νούμερο δύο μυθοποίηση και πάει λέγοντας. Ξέρω πολλούς έρωτες που ναυάγησαν σε ένα βράχο που είχε σχήμα πικρό, έρωτες που άξιζαν, αλλά θυσιάστηκαν για κάτι άλλο που δεν ήταν τόσο δυνατό, όμως ο θύτης μεγαλώνοντας έκλαψε πικρά καταλαβαίνοντας πως μέσα σε μια σύμβαση θυσίασε όχι τον άλλον αλλά την ίδια την ζωή του. Ξέρω πως ο άνθρωπος που δεν έχει κάβλα γενικά για τα πράγματα, για την ζωή, για τους άλλους ζει σε μια καλύβα με άχυρα. Η ζωή κυλάει χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε γιατί με τίποτε , δεν συγχρονίστηκε, εκτός ίσως από ένα πρόγραμμα που ονόμασε ο ίδιος ζωή.. Η κάβλα είναι συχρονισμός με κάτι, είναι ροή που σου επιτρέπει να δεις τα πράγματα που είναι κατά κάποιον τρόπο αόρατα. Και να βρείς τις αρχέγονες δυνάμεις σου. Και πολλοί ,όπως δεν καταλαβαίνουν την διαφορά της καλής με την κακή λογοτεχνία, έτσι μπερδεύουν την κάβλα με ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό.. Αλλά δεν είναι έτσι, δεν χύνουμε υγρά φωνάζοντας, συγχρονιζόμαστε με τον άλλο επιτρέποντας στον εαυτό μας να μπει μέσα στον άλλον.. Χωρίς κουτάκια, χρεος, πίστη, επανάληψη... Και ναι, σαφώς η κάβλα έχει διαφορά στην ποιότητα. Αν ο άνθρωπος δεν διαθέτει αγάπη για την ζωή, την περιπέτεια που λέγεται ζωή, δεν έχει κάβλα για την δουλειά του ή για τους φίλους του, τους έρωτες που πέρασαν από την ζωή του δεν τους πέρασε σαν σκουπίδια στην ανακύκλωση, αν ο άνθρωπος δεν ζει με όλες τις δυνατότητες και την ανάγκη να νιώσει την αρχή και ποιο είναι το τέλος του κόσμου, τότε το να βρεθεί κάποιος στο κρεβάτι μαζί του δεν θα είναι παρά ένα ξεχαρμάνιασμα ορμονών. Είμαστε ορμόνες αλλά είμαστε και συναισθήματα κι αισθήσεις που χύνονται στο σύμπαν και ξαναγυρνούν πίσω σε εμάς σαν αποτέλεσμα της σκέψης μας και της πράξης μας. Δείτε την φωτογραφία, άνθρωποι στριμωγμένοι είμαστε, καθισμένοι πάνω σε έναν ύφαλο, ο ένας σπρώχνει τον άλλον για να πέσει, η ζήλια κι ο φθόνος είναι σκουλήκια που τρυπούν το κεφάλι και πληγιάζουν την καρδιά μας. Σε ακούω να λες, θα σε πηδήξω μια μέρα, θα πάρω ότι έχεις, μα δεν ακούς την ζωή να τσουλάει έξω από σένα, είσαι ένα τίποτε, ένα μικρό τίποτε. Μην μπερδεύουμε μέσα σε αυτό το άγριο πράγμα της επιβίωσης την φιλία με τις δημόσιες σχέσεις, τις κλίκες των ίδιων συμφερόντων με την <<λέσχη της αλληλεγγύης>>, μην μπερδεύουμε την μοναξιά μας με την κάβλα και τον έρωτα. Ο έρωτας έχει μια συνέχεια, κι εκτός από έναν συγχρονισμό έχει την ανάγκη για τον άλλον... Και τέλος, όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται ας θυμηθούμε πως είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν θανατώνει ζώα για να ηδονιστεί μέσα από την αγωνία των ματιών τους, δεν σκοτώνει έτσι, για να σκοτώσει τον άλλον.. Ο άνθρωπος είναι κομμάτι από το απέραντο σύμπαν, αν συγχρονιστεί μαζί του έξω από τα κουτάκια του τότε θα φανεί αυτό που πραγματικά είναι... -Σκέψεις-

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Της μιλούσε με βροχόλογα Τα έριχνε στην πλάτη της αυτός,να αντέχει τον καιρό Μα αυτά μόλις άγγιζαν την πλάτη της δραπέτευαν και γίνονταν ποιήματα Έτσι, ποτέ της δεν κατάλαβε, πόσο πολύ, μια μέρα την αγάπησε Μόνο έτσι αφηρημένα και σχεδόν παθητικά ένιωθε η ίδια μέρος της βροχής Κι έτσι του δίνονταν τις νύχτες, σαν βροχή που έμπαινε αδιάκριτα επάνω στο λευκό κρεβάτι τους.. _-Ανατολή--_

Η μεθοδική κανονικότητα την εξαντλούσε, τα περιθώρια ενός βλέμματος επάνω στο τζάμι του παραθύρου την έκαναν να αντέχει τον ρυθμό αυτής της κανονικότητας. Οι ήρωες απεβίωσαν και πως αλλιώς , δεν ήταν εποχή για ήρωες, μα δεν χρειαζόμαστε ήρωες, χρειαζόμαστε ανθρώπους που ζητούν δράση, έλεγε συνεχώς στην Β. Η Β., ήταν κολλημένη με έναν ηθοποιό που δεν είχε παίξει ποτέ στην τηλεόραση, αυτό, ήταν ακόμη ένα χαρακτηριστικό του που την βοηθούσε να φτιάξει στο μυαλό της ολόκληρη μυθοπλασία για αυτόν. Η Άννα της αποδείκνυε συνεχώς πως ότι έκανε κι έλεγε ο τύπος ήταν για συντηρήσει ακριβώς αυτόν τον μύθο, κατά τα ΄΄αλλα ήταν κι αυτός μέρος της εθνικής μεγάλης καταπιόνας. Η καταπιόνα, έλεγε στην Β. είναι ένα μέρος που συντηρεί αυτήν την εθνική παρακμή. Όλα τα τρώει, κι όλα τα αλέθει. Συντηρεί φτηνά και ξεπερασμένα ιδεολογήματα και τρέφει το <<κοινό της, τον λαό της>> με σκατά. Η Άννα είχε κουραστεί από καιρό να βλέπει και να προβλέπει. Ήταν όλο αυτό ένα μέρος της κανονικότητας, και της δικής της και των άλλων. Όλο αυτό το εθνικό δράμα, χώριζε κατά πως βόλευε, στα δυο, την κοινωνία, που είχε λουφάξει σαν σκύλος που ταίστηκε φόλα. Μια μέρα κάτω από το μπαλκόνι της εκεί, στα Εξάρχεια είδε στον δρόμο τα ΜAT να επιτίθονται στους φοιτητές , τους χτυπούσαν στο ψαχνό, <<γαμιόληδες>> άρχισε να φωνάζει. Τους έριξε με το λάστιχο νερό. Για λίγο έπεσε ξύλο και ύστερα επικράτησε ησυχία. Σιωπή. ΖΩ ΜΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ ΚΙ ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ, σκέφτηκε δυνατά, μιλούσε μόνη της κάνοντας βόλτες στο διαμέρισμα. Αυτή η σιωπή έσπαγε στο κεφάλι της, ήθελε να αρχίσει να ξερνάει αίμα και να φτύσει κάτω στους δρόμους τους ανθρώπους. Ψεύτικο χρυσάφι , σκέφτηκε, ψεύτικο χρυσάφι ταίζουν τις κοιλιές των θυρίδων τους. Μια μέρα ο καταπιόνας θα σκάσει από τον λιθοβολισμό και την εξορία που θα υποστεί από τους πολίτες, από την δύναμη του λαού. Μα για να γίνει αυτό, θα πρέπει να πάψουν να νιώθουν και να λειτουργούν μέσα στην κανονικότητα. Τώρα έχουν πειστεί πως τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα της ζωής τους, πως αυτό είναι κανονικό , αυτή η σιωπή κι αυτός ο συμβιβασμός με το παράλογο. Στο κάτω κάτω όλοι οι λαοί έτσι αντιδρούν, ζώντας μέσα στην σιωπή. Το μάτι του θεού είναι αόρατο. Το ίδιο κι ο πόλεμος αυτός.. <<Γαμημένα κτήνη>> άρχισε να φωνάζει έξω στο μπαλκόνι. <<Καριόληδες που μας πείσατε πως έτσι είναι το κανονικό>>. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται κάτω από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας της. ΠΡοσπαθούσαν να καταλάβουν τι είναι ο καταπιόνας και τι ήθελε να πει όταν έλεγε ουρλιάζοντας πως αυτή δεν είναι κανονική.. Κι όταν ήρθαν και την πήραν με ένα ασθενοφόρο αποφάνθηκαν πως η Άννα ήταν τρελή.. Όλα συνέχισαν να ακολουθούν την κανονικότητα της ζωής τους.. Κι οι γείτονες που την ήξεραν έμαθαν πως μετά από μήνες η Άννα τρύπησε τα μάτια της με ένα μαχαίρι γιατί δεν ήθελε να βλέπει άλλο. Κι ο κόσμος συνέχισε να τραγουδάει σαν χαλασμένο γραμμόφωνο τραγούδια της Ευρώπης.. Κι ο κόσμος συνέχιζε να μοιράζεται στα δυο και ο καταπιόνας έδινε την διαταγή. Εμπρός μαρς, εμπρός μαρς, ο θίασος της τρέλας δίνει έξτρα παραστάσεις σε όλα τα μέσα μαζικής εξημέρωσης. Γαμημένα κτήνη...Γαμημένα αδέλφια.. -Ο καταπιόνας της κανονικότητας...-

Κι ύστερα, ο δράκος της λύπης διέσχισε το δωμάτιο, οι φωτιές από το στόμα του, περνούσαν κάτω από το δέρμα τους, τότε οι δυο εραστές αφέθηκαν σε ένα τρυφερό παραλήρημα, διαδήλωναν με τα μάτια τους σε μια αόρατη λεωφόρο πόση λύπη κρύβει ο έρωτας, 'ισως με τόση, όση η μήτρα που αποχωρίζεται το έμβρυο...

Λάμψε Νοέμβρη , λάμψε ,και άφησε όλα τα ναυάγια στην άκρη, εκείνα που καμιά γοητεία δεν κρατούν από το παλιό κουφάρι τους. Χόρεψε με μια τσιγγάνα, ακούγοντας τραγούδια που μιλούν για χαρουπιές και έρωτες με κίτρινα φύλλα. Το πιάνο βγάλε στην έρημη ακρογιαλιά να πάρει λίγο ήλιο. Μάτωσε το στόμα σου με μια αρχαία έκπληξη. Δώσε μου να πιώ κι εγώ να κοκκινήσω για χάρη σου. Ανελέητη η νιότη σε γυρνά ανάσκελα και μιλά γλυκά, τόσο γλυκά, που λίβας ξεκινά από το στήθος, που κρύβεται η καρδιά σου. Σε βρήκα κάποτε και σε έχασα μα τώρα σε ξαναβρίσκω, ανεβασμένο στης Αφροδίτης το χαμένο χέρι, το βρήκες εσύ και της το ξανάσμιξες με την μασχάλη. Λάμψε Νοέμβρη, λάμψε κι όλες τις αξιοθρήνητες ιστορίες θα πετάξουμε. Και μεθυσμένους θα μας βρει ,το χάραμα, με μια φυσαρμόνικα, να ξεσηκώσουμε όλα τα ιδρύματα στο πόδι, φυλακές, νοσοκομεία, ιδρύματα ανθρώπων σε μάζωξη, σαν τα σκατά αυτού του εκτρώματος που ονόμασαν πολιτισμό. Λάμψε Νοέμβρη, λάμψε, βύζαξε τα μάτια μιας παιδούλας, μιας γυναίκας , ενός άντρα, που ο χρόνος γέρνει επάνω τους σαν τρελός μα κανείς τους,δεν τον φοβάται.. -Του Νοέμβρη
Καθώς η Ηλέκτρα, αναδύεται μέσα από τον Ωκεανό των ανέραστων και φοβισμένων εραστών της, πενθεί ξανά τον Έρωτα. Διατηρεί φαινομενικά την εσωτερική της ισορροπία ενώ ετοιμάζεται να διατηρήσει την σιωπή της. Πνιγμένη μέσα στο πάθος της, συναντά την Μήδεια, της εξιστορεί τις άθλιες ιστορίες ενός κόσμου όπου κινείτο σαν λόχος όπου αφοπλίζεται το στόμα της αλήθειας και για τις δυο τους. Η αλήθεια μοιάζει με την σφίγγα, σφίγγει γερά τον σφυγμό της καρδιάς τους. Η Ηλέκτρα κι η Μήδεια παραπατώντας σαν μεθυσμένες γονατίζουν στον βωμό της θυσίας. Τον εαυτό τους θα θυσιάσουν , όχι τον Έρωτα.. Φοβηθείτε τις για το μεγαλείο της πράξης τους ,ή ,αποφασίσετε να τις λατρέψετε εσείς, παιδιά της αμφιβολίας Παιδιά των σχεδιασμένων αφορμών.. -Δικαίωμα

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014


Είμαστε αυτά που ζήσαμε κι όσα θελήσαμε να ζήσουμε και δεν μπορέσαμε. Είμαστε ο απόηχος ενός όπλου στο μυαλό μας, ιδέες, αισθήματα και αισθήσεις. Μικρές, τρεμάμενες φλόγες στο απέραντο σύμπαν. Κυνηγούμε χίμαιρες κι άλλοι κυνηγούν ένα συρτάρι να τακτοποιήσουν σκέψεις και πράξεις σαν να ήταν λογαριασμοί. Και αυτή η άδικη μεταχείριση των ανθρώπων από άλλους, μετατοπίζει συνειδήσεις και χύνει λάβα και θειάφι. Δώρα χωρίς να περιμένουν αντίδωρα στέκονται στις κλειστές μας πόρτες .Κι εμείς τα κοιτάμε δύσπιστα, τα προσπερνάμε, τα πατάμε.. Μας εκτόπισε ο αιώνας, μένει μέσα στην χρονοσκόνη η φράση του Άμλετ <<καταστρέφεις την νύχτα>>. Ο Οιδίποδας τυφλός είναι απέναντι στον ολοφώτεινο Απόλλωνα, ώσπου τυφλός αρχίζει να ακούει τις λέξεις και να βλέπει. Η γνώση αφαιρεί την τύφλωση . Ο Ζιντ όμως ,είπε, με τις ιδέες δεν γράφονται τα βιβλία. Είμαστε αυτό που είμαστε, αυτό που έμεινε μέσα στην μάχη με τον χρόνο. Μπορούμε να φορέσουμε ένα ρούχο λαμπερό που θα έχει σιωπή και να τυφλώνουμε τους άλλους με το χρυσοκέντημα του.. Η Ελλάδα έχει έναν περίεργο λαό. Τούτη την στιγμή που είμαστε μέσα στο μάτι του κυκλώνα και ζούμε την τραγωδία όπως την έφτιαξαν αιώνες πριν καρδιές αετών, τούτη την στιγμή ακριβώς ούτε δρούμε, ούτε ακούμε. Ούτε καν θίασος, ούτε χορός είμαστε .Γιατί δεν είμαστε μαζί.Ο Καθένας είναι στον κόσμο του. Πάντως διψάμε για αλήθεια και αγάπη. Και κάτι χρειάζεται να κάνουμε για αυτό. -Ύπνος-;

Καθώς η Ηλέκτρα, αναδύεται μέσα από τον Ωκεανό των ανέραστων και φοβισμένων εραστών της, πενθεί ξανά τον Έρωτα. Διατηρεί φαινομενικά την εσωτερική της ισορροπία ενώ ετοιμάζεται να διατηρήσει την σιωπή της. Πνιγμένη μέσα στο πάθος της, συναντά την Μήδεια, της εξιστορεί τις άθλιες ιστορίες ενός κόσμου όπου κινείτο σαν λόχος όπου αφοπλίζεται το στόμα της αλήθειας και για τις δυο τους. Η αλήθεια μοιάζει με την σφίγγα, σφίγγει γερά τον σφυγμό της καρδιάς τους. Η Ηλέκτρα κι η Μήδεια παραπατώντας σαν μεθυσμένες γονατίζουν στον βωμό της θυσίας. Τον εαυτό τους θα θυσιάσουν , όχι τον Έρωτα.. Φοβηθείτε τις για το μεγαλείο της πράξης τους ,ή ,αποφασίσετε να τις λατρέψετε εσείς, παιδιά της αμφιβολίας Παιδιά των σχεδιασμένων αφορμών.. -Δικαίωμα

Το να ζω με τις χίμαιρες μου είναι ζωτικό. Δεν μπορώ τα τακτοποιημένα πράγματα, τα αποστειρωμένα. Στην ζωή μου θέλω αλήθειες που ανοίγουν πληγές ή άπειρα ψέματα, ειπωμένα με μαγεία. Πιστεύω πως για ένα δημιουργικό έργο χρειάζεται ο δημιουργός να διαθέτει την αγωνία και τον ενθουσιασμό του εφήβου, να υπάρχει δηλαδή μια <<χύμα>> κατάσταση, να μην υπάρχει αγωνία για το αποτέλεσμα και την κρίση των τρίτων. Από την στιγμή που θα μπει στο πλάνο η αγωνία για το αποτέλεσμα η εκρηκτική δημιουργία έχει τελειώσει. Ο δημιουργός θα είναι κλειδωμένος σε κάποιο ντουλάπι. Ο έρωτας είναι η καταλυτική μορφή τέχνης. Το να ζεις ερωτικά όλη σου την ζωή είναι η υψηλότερη μορφή τέχνης. Για να διατηρήσεις ακέραια την γενναιότητα και το πάθος σου χρειάζεται να αποφεύγεις τους μεγαλόστομους, τους ματαιόδοξους τα ψώνια και γενικά αυτούς που δεν έχουν καύλα για ζωή αλλά έννοια για μια απλή επιβίωση. Ερωτικοί άνθρωποι δεν γίνονται, γεννιούνται.. -εκ του μικρού μου παρατηρητηρίου - υγ σκέψεις που ήρθαν μετά από μια συζήτηση με αγαπημένο μου πρόσωπο

Σήμερα, θα σου μιλήσω για ένα γεγονός που συνέβη όταν ήμουν κάπου στην τρίτη γυμνασίου άγνωστε φίλε μου. Τότε που ο Νικολαΐδης κατέκλυσε την ζωή μου με τις ταινίες του κι άρχισα να αντιλαμβάνομαι λίγο τι είναι η γλυκιά συμμορία. Πολλά χρόνια πριν, η Ροκ είχε εισβάλει στο πρώτο μου στερεοφωνικό και έτρεχα σε όλες τις περιοχές της Αττικής για να μου μεταφράζουν στίχους φίλοι , πολλές φορές είχα απογοητευτεί με κάτι στροφές του στυλ <<μωρό μου ήρθα, είμαι κατάκοπος γιατί δούλευα όλη μέρα και θέλω να σου κάνω έρωτα>> ναι, κάτι μπλουζ ήταν, αλλά όλες τις φορές έπεφτα σε έκσταση από τον Μόρρισον και τους Φλόυντ , τον Ντύλαν και τόσους άλλους που δεν θα τελειώνουμε να ονοματίζουμε. Η γλυκιά συμμορία λοιπόν, περιλάμβανε για μένα τους φίλους μου και τον πρώτο μεγάλο μου έρωτα με έναν άντρα-ψάρι που έπαιζε εκπληκτική ηλεκτρική κιθάρα αλλά δεν πίστευε στον εαυτό του. Ας μην γελιόμαστε, ούτε εγώ πίστευα κι ίσως και τώρα δεν πιστεύω. Σημασία για μένα έχει σημασία να αρπάζεις την ζωή και να ρίχνεσαι στην φωτιά ή στο παγωμένο νερό με όλη την δυναμική της καρδιάς σου .Γι αυτό δεν χρειάζεται να πιστεύω σε τίποτε παραπάνω από αυτό, <<θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα>>, ακριβώς αυτή η ανάγκη μου για ζωή με έφερε σε έναν κόσμο γεμάτο περιπέτειες που δεν μετάνιωσα παρά για απολύτως ελάχιστες και πάντως όχι αυτές που αφορούν εκείνο το χρωματιστό μου ρον εντ ρολλ ένδοξο παρελθόν.. Έχω σε σημειώσεις και στην μνήμη μου έναν γεμάτο μαγεία κόσμο, τα εγkόνια μου δεν θα προλάβουν να βαρεθούν να ακούνε και οι φίλοι μου επίσης.. Στην δική μου γλυκιά συμμορία λοιπόν ανήκε η Β. ο Π. η Κ. η Τ. κι ο Α.. Φυσικά το εννοούσα και το εννοώ πως θα μπορούσα να δώσω την ζωή μου για αυτούς. Μέσα στην τάξη λοιπόν, τα δυο πιο αντιδραστικά κορίτσια ήταν η Κ. κι εγώ. Η Κ. φορούσε αμέτρητα βραχιόλια σαν την Τζόπλιν, είχε ακριβώς τα μαλλιά της και θα λεγα πως ξοδευόταν με γελοίους έρωτες, ερχόταν στο σχολείο με μαύρους κύκλους από τα ξενύχτια στα αγαπημένα μας << ροκ υπόγεια>> και φορούσε καστόρινα σακάκια πάνω από την γελοία ποδιά την οποία σαφώς βγάζαμε καθώς περνούσαμε την πόρτα του σχολείου-φυλακής με τα ψηλα κάγκελα και χυνόμασταν στο Π. όπου χανόμαστε σε συζητήσεις με μπητ ποιητές, πιο πολύ εγώ, η Κ. βαριόταν, μιλούσαμε για μουσική και ταινίες και φυσικά για τα στέκια. Σε πολλούς όφειλα κάποιες γνώσεις που πήρα παραπάνω από αυτά που άκουγαν και διάβαζαν.. Με την Κ. είχαμε ξεκαθαρίσει την θέση μας με τους όλους, δεν ανήκαμε ούτε γουστάραμε να ανήκουμε στους όλους. Τότε, ή μάλλον δυό χρόνια πριν κατακλύσουν στο Rebember στην Πλάκα οι κονκάρδες εγώ είχα ήδη φτιάξει την δικιά μου με τον Μόρρισον, αυτοσχέδια κονκάρδα που έχασα μαζί με άλλα σε μια μετακόμιση. Η Κ. <<έλεγε>> απλά στους καθηγητές το μάθημα της κι όποτε της έλεγαν μπράβο γιατί εκείνη δεν διάβαζε, τα έπαιρνε από την διδασκαλία , τους έλεγε γιατί πράγμα μπράβο; Συμπαθούσε τον Π. τον αγαπημένο μου που έμοιαζε πάρα πολύ με τον Γκάλλαχερ και γενικά ήταν η πιο αγαπημένη μου όλων. Ήταν γνήσια, ήταν άνθρωπος που μπορούσες να πιστέψεις και να στηριχτείς.. Μια μέρα λοιπόν ανακαλύψαμε τα λευκώματα, αυτά τα τετράδια που σε ρωτούσαν τι είναι φιλία, τι είναι έρωτας και απαντούσαν με ψευδώνυμα, εμείς ήδη είχαμε τα δικά μας σαν παρατσούκλια,πολύ πριν, κάνοντας τις νυχτερινές ροκ διαδρομές μας. Γράφαμε λοιπόν και πέφταμε κάτω από κάτι απαντήσεις που μας θύμιζαν παιδαριώδεις καταστάσεις.. Κάποια στιγμή ένιωσα την Κ. μου να πέφτει σε μεγάλη μελαγχολία και να κάνει συνέχεια κοπάνες από το σχολείο. Τα μάτια της έμοιαζαν άδεια και το γεμάτο σάρκα στόμα της δεν άνοιγε σε χαμόγελα. Μην νομίζεις κι εγώ έτσι ήμουν, από παιδί κωλοχαρακτήρας ήμουν, υπερευαίσθηστη και σαν να ήμουν συνέχεια αλλού, και κουβαλούσα συνέχεια λύπη.. Αλλά η Κ. δεν ήταν έτσι. Μιλώντας λοιπόν μαζί της στο Πρόμπλεμ κι αφού είχαμε χορέψει Στόουνς αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον και κάνοντας κύκλο στην πίστα, εκείνο ακριβώς το βράδυ που είδα στην τουαλέτα να σουτάρει ο Πρίγκιπας και τα έπαιξα, μου είπε πως τελευταία είχε αρχίσει να παίρνει χάπια, Μαντράξ, Αρνταν και δεν θυμάμαι τι άλλο. Δεν τα πήγαινα καλά με τις ουσίες, δεν ήθελα να φτιαχτώ έτσι, είχα την μουσική τα βιβλία και τις ταινίες για να φτιάχνομαι και να <<φεύγω>>. Επίσης αυτό το φεύγω- έρχομαι με τον έρωτα μου τον Π. με έφτιαχνε, δεν στο κρύβω ,πολύ. Η Κ. λοιπόν άρχισε να κυλάει. Να φεύγει.. Και τότε, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι που καμπουριασμένη πίσω πίσω , τελευταίο θρανίο,διάβαζα Ποπ και Ροκ (αχ Νταλούκα και Πετρίδη), τότε ακριβώς που έβλεπα ξανά άδεια την θέση της μου στειλαν ξανά να γράψω σε ένα γελοίο λεύκωμα χέρι με χέρι. Και τότε, η γλυκιά συμμορία μου έδωσε μια υπέροχη έμπνευση Θα χρησιμοποιούσα τον μοναδικό λόγο που με αγαπούσαν οι καθηγητές μου, το μάθημα της έκθεσης , ναι, θα έγραφα σαν άντρας και θα υπέγραφα σαν Τζόνυ. Θα έκανα κάποιο σχόλιο στα λεγόμενα της και θα της έλεγα πως είναι ένας πανέμορφος τύπος αρκετά ιδιόρυθμος, πως τον ξέρω αλλά είναι απλησίαστος και συχνάζει όπου πάμε κι εμείς. Έγραψα κάτι καυστικό κάτω από την απάντηση της και πήγα σπίτι της. Τα άδεια μάτια της λίγο έλαμψαν, της είχα παρακινήσει την περιέργεια της. Της μίλησα έντονα για τα χάπια, της μίλησα για την μουσική, πήγαμε στο σαλόνι και βάλαμε Σούπερτραμπ, με ρώτησε για τον Τζόνι, της παρουσίασα ότι είχα στο κεφάλι μου . Απάντησε στο σχόλιο του, σχόλιο μου. Την άλλη ημέρα ήρθε σχολείο. Πιο ζωηρή , πιο ευχάριστη, πιο αντιδραστική. Πήρα το λεύκωμα, υποτίθεται το πήγα στον φίλο μου Τζόνυ, της απάντησε. Η Κ. συνέχισε να έρχεται σχολείο, όλη η Φωκίωνος έπαιρνε χάπια, το σχολείο χαπακωνόταν. Και ξαφνικά έπρεπε να γίνω άντρας. Άντρας που θα έπειθε την Κ. να σταματήσει τα χάπια γιατί το φτιάξιμο αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στον έρωτα και την μουσική. Πήρα καρδιά, συκώτια, πνευμόνια, τα έβαλα στο χαρτί και έγινα άντρας. Η αγάπη μου γι αυτήν και η ευκολία να γράψω ερωτικά ,μας οδήγησε σε μια αλληλογραφία που ο ταχυδρόμος ήμουν εγώ. Το βράδυ την ερωτευόμουνα, την παρατηρούσα, άκουγα τις σκέψεις της, ξυπνούσα τις αισθήσεις της, της μιλούσα για έναν άλλο κόσμο όπου εκείνη δέσποζε με το πορτρέτο της. Το πορτρέτο της με μάτωνε, η σχέση αυτή με μάτωνε, με μάτωνε που οι λέξεις είχαν τόση δύναμη επάνω της, οι δικές του λέξεις,οι λέξεις ενός άγνωστου κι όχι οι δικές μου, της φίλης της, του μέλους της γλυκιάς συμμορίας μας.. Αυτό κράτησε γύρω στους επτά μήνες, μια μέρα ήρθε και μου είπε πως πολύ πιθανόν έτσι όπως τον περιέγραφα να τον είδε την προηγούμενη νύχτα στο Πρόμπλεμ. Ήταν λέει καθισμένος απέναντι της , είχε πράσινα μάτια και ξανθές μπούκλες και την κοιτούσε όλο το βράδυ. Ναι, την βεβαίωσε ο Τζόνυ την επομενη μέρα, εγώ ήμουν και σε έβλεπα. Η Κ. πετούσε, ήταν ξανά το δραστήριο λαμπερό μου πλάσμα, μέλος της καρδιάς μου, μέλος της αγάπης και κομμάτι της. Ξεπέρασα την ανόητη ζήλια μου για τις λέξεις. Απολάμβανα την ευεργετική τους δύναμη επάνω της αλλά και ευγνωμονούσα την μαγεία τους καθώς με μεταμόρφωναν σε κάτι άλλο. Εξερεύνησα για πρώτη φορά την αντρική φύση και την γυναικεία μαζί γράφοντας της.. Και κάποια στιγμή ερωτεύτηκε στα αλήθεια όταν<< φυγάδευσα>> τον Τζόνυ στο εξωτερικό για σπουδές. Αυτό που έμεινε ήταν σελίδες που μύριζαν πατσουλί.. Μεγαλώσαμε. Μετά παντρευτήκαμε και χαθήκαμε. Και πολύ πολύ μετά, βρεθήκαμε στο σπίτι της. Και καθώς πίναμε ποτάκια με ρώτησε( αλήθεια, είχες νέα από τον Τζόνι); (Ο Τζόνυ είναι καλά κι είναι μπροστά σου), της είπα γελώντας. Και γύρισα πίσω σε κείνες τις μέρες και της διηγήθηκα τα πάντα. Σκέψεις, συναισθήματα, ρέανε μαζί με μουσική, μαζί με αγάπη, αγάπη, αγάπη, άγνωστε φίλε μου. Η Κ. πέθανε, ο Π. πέθανε, οι άλλοι έφυγαν σιγά σιγά. Από τότε ψάχνω την γλυκιά μου συμμορία. Κάτι φανερώνεται και υπάρχει. Και ζω. Χωρίς να πιστεύω σε μένα. Στις συμμορίες πιστεύω. Να πάνε να γαμηθούν όλα τα άλλα. Μερικά πράγματα υπαγορεύουν την ύπαρξη μου, την ύπαρξη σας. Βρείτε τα, μόνο μην φοβάστε να ζήσετε όπως είστε, τρωτοί, λεκιασμένοι, μοιραίοι αλλά υπέροχα ωραίοι. -Μια εξομολόγηση μου αυστηρά προσωπική, η δικιά μου γλυκιά συμμορία- Υγ η φωτο μου, ανήκει σε εκείνη την εποχή, την εποχή της τρυφερότητας...

Ο Φθινόπωρος , μελίρρυτος, απαλός σαν τον αέρα που μπαίνει στο δωμάτιο από τις μισάνοιχτες κουρτίνες. Νομίζεις πως τα έχεις δει όλα. Αλλά δεν είδες αυτόν. Που κινείται επάνω σε κίτρινα, μοβ, κόκκινα φύλλα, μυρίζει σαν υάκινθος , δεν αγαπά τις εκκλησίες παρά μόνο για την μεσημεριάτικη ησυχία τους , όπως εγώ. Κουλουριάζεται σαν το έμβρυο τις νύχτες και το χέρι του είναι κάτω από το μαξιλάρι του. Έχει τρυφερές αδυναμίες, έχει μελαγχολικές μεταπτώσεις και κάποτε νιώθει σαν να ναι γέρος, σαν πεύκος που έζησε έναν αιώνα. Πες μου, έχεις παρακολουθήσει τον αγώνα που κάνει ένας άνθρωπος για να μένει άνθρωπος; Πόσες φωτιές έζησε, πόσα ποτάμια κολύμπησε, πόσες πόρνες ανακάλυψε κάτω από μελό παραστάσεις, πες μου ξέρεις; Ξέρεις πως ποτέ δεν βιάστηκε να ξεπουλήσει; Όταν συναντήσω τον Φθινόπωρο θα καθίσω δίπλα του και δεν θα μιλώ. Αυτά που αξίζει να ειπωθούν έχουν ήδη συμβεί και τα προβάλλει η σιωπή μας.. Αμέτρητα πουλιά πετούν στην καρδιά μου. Η τρυφερότητα βλαστίζει. Γιατί στο κάδρο του κόσμου δεν είσαι μόνος σου.. -Φθινόπωρος

Κινείται ανάμεσα στα κενά κτίρια χωρίς βιασύνη ,τα χέρια του είναι στις τσέπες,έχει μια ματιά που αρμόζει σε αυτόν που κινείται με μια λεπτή γνώση επάνω σε τεντωμένο σχοινί. Ξέρει τον κίνδυνο και συνήθως τον αποφεύγει, ανάλογα την περίσταση σαφώς, γιατί αν ο κίνδυνος έχει ερωτικό κλειδί τότε θα γίνει ο ίδιος η πόρτα κι η κλειδαριά. Τα μάτια του έχουν μια πληγωμένη φλόγα, μια φιληδονία κρατά τους τόνους της σε ψηλό επίπεδο, έχει ανάγκη τον έρωτα, θέλει να ερωτευτεί αλλά ψάχνει βαθιά, μπαίνει σε βυθούς από κόκκινο και τυρκουάζ και ψάχνει μια γυναίκα που θα κινείται σαν αυτόν. Πολύ τελευταία τον έχει εντοπίσει μια γυναίκα καλά εκπαιδευμένη στην λύπη και στην χαρά. Ο έρωτας γι αυτήν είναι σαν την αναπνοή, χρειάζεται πνεύμονα και αίμα για να αφεθεί να σαρωθεί. Πιστεύει πως κατά βάθος την φοβάται αλλά και κάτι την σπρώχνει να πιστεύει το αντίθετο. Επίσης κάτι την σπρώχνει να τον κοιτάζει, πέραν του πόθου νιώθει σαν να τους συνδέει μια κοινή κλωστή, όχι δεν ανήκει σε αυτούς που χρειάζονται κάποιον που τους μοιάζει , όμως κάτι μέσα της της λέει πως ίσως έχουν κοινές ιστορίες. Πλαγιομετωπικές κροταφικές απολήξεις. Πληγές. Αγάπη. Έρωτα. Τώρα κοιτάζει τα μαλλιά του, θα ήθελε να χώσει τα δάχτυλα της ανάμεσα στα μαλλιά του. Θέλει να του πει να πάνε στο λούνα παρκ και να μπουν μέσα στα συγκρουόμενα αυτοκίνητα. Θέλει να τον γητέψει και να γητευτεί κι αυτή. Θέλει να του αποδείξει πως είναι το ίδιο φετιχιστές, κι αυτή συγκρατεί μυρωδιές και αφές. Θέλει να του πει πως τα μάτια του αποτελούν ένα λαμπρό φετίχ στην καρδιά της, στην σάρκα της. Πως όταν τον σκέφτεται γράφει σημειώσεις που γίνονται κόκκινες και μπλε. Σημειώνει λέξεις του παλιού κόσμου, αυτές οι σημειώσεις ανήκουν στον παλιό κόσμο. Κι αυτός ο άντρας μοιάζει να είναι κομμάτι αυτού του παλιού κόσμου. Το παζλ των σημειώσεων απλώνει. Κι ύστερα η γυναίκα, βουλιάζει στην θάλασσα, μαζί του. Και κολυμπάει δίπλα του.. -Σημειώσεις-

Οι πέντε αισθήσεις Στα πέντε μου όταν έτρωγα ζεστό ψωμί στον φούρνο στο Μπραχάμι Στα πέντε όταν είδα εκείνο το αγόρι στο νηπιαγωγείο και ερωτεύτηκα για πρώτη φορά Όταν μύριζα το άρωμα της πρώτης μου αγάπης (όταν μυρίζω ακόμη αυτό το άρωμα στον δρόμο, γυρίζω και κοιτάζω χωρίς να το θέλω τον άντρα που το <<φορά>> Στα δεκαπέντε, όταν ήμουν ξαπλωμένη στην κόκκινη φλοκάτη και άκουγα την θεική φωνή του Robert Plant Στα έξι μου όταν άγγιξα γάτα
Θα σου χαρίσει κάτι από το δέρμα της, κρούστες του αρώματος της θα σε τυλίξουν σαν χάδι, δεν θα υπάρχει κάτι άλλο κάτω από τις υποσχέσεις της. Έμαθες πια πως μερικοί άνθρωποι δεν φταίνε αλλά είναι η φτιαξιά τους έτσι, μοιάζουν ολόκληροι σαν υποσχέσεις, σαν μαγικές υποσχέσεις. Θα σου χαιδέψει τον λαιμό με χέρια κύκνου, τα μάτια της μοιάζουν σαν αστραπές κεντημένες με αστέρια, θα ρθει πίσω σου, εκεί που είσαι καθισμένος και ο ήλιος θα την φωτίζει από το ανοιχτό παράθυρο, λαμπρές στιβάδες φωτός θα τρυπούν το κεχριμπάρι της επιδερμίδας της. Θα σου δοθεί άνευ όρων αν έτσι έχει αποφασίσει. Θα σε δοξάσει και θα σε κάνει να γίνεις κομμάτι των χαμένων Ωκεανών. Το αίμα σου θα γυρίζει μέσα στο σώμα σαν μεθυσμένο, σαν ζαλισμένο γλυκά από μια θύελλα που έρχεται υπόγεια, άπειρες φορές θα σου κλείσει το στόμα με φιλιά που θα έχουν κάτι από τους αδέσποτους σκύλους για να μην πεις <<σε αγαπώ>>. Να μην πεις αυτήν την λέξη που αιώνες τώρα δοκιμάζεται σαν χώρα που πολιορκείται. Έχει την δύναμη που διαθέτει ένα μυθικό ζώο, ένα λευκό άγριο άλογο που χύνεται λεύτερο σε κοιλάδες ανθισμένες με πασχαλιές. Θα σε κοιμίσει με τα πόδια της γύρω από την μέση σου τραγουδώντας σου λέξεις του Νότου. Δεν είναι απλά μια ερωμένη. Είναι η γυναίκα. Θέλει να την ζήσεις και να σε ζήσει. Αλλά εσύ ,ενώ έξω από το σπίτι σου θα πέφτει μια άγρια βροχή , ενώ θα ακούς ένα μοβ και κόκκινο μπλουζ, εσύ θα αποφασίσεις να το βάλεις στα πόδια. Δεν θα συνεχίσεις να μαθαίνεις τι υπάρχει μέσα στο πλάσμα που λέγεται έρωτας. Γιατί ο έρωτας είναι ένα πλάσμα εδώ που τα λέμε που τσαλακώνει. Δεν σηκώνει βερμπαλισμούς υποκρισίας, χρειάζεται να βγάλεις τα ρούχα σου και να βγεις γυμνός έξω στον δρόμο. Αλλά εσύ φοβάσαι, χρόνια τώρα φοβάσαι. Γι αυτό ,όταν τον βρίσκεις τον ματώνεις με την άρνηση σου,πριν προλάβει να σε ματώσει, ζεις με το κατά συνθήκη ψεύδος σου. Φύγε ξανά, θα δει την σκιά σου στον τοίχο και θα καταλάβει. Απλά θα σε καταλάβει. Και θα σε συγχωρέσει. Είναι γυναίκα, δεν είναι απλά μια ερωμένη... -Άτιτλος

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ 1. Η Άνοιξη 'Όταν σε συνάντησα, τα ηφαίστεια του κόσμου, έβρεχαν φωτιές Οι κομιστές του θανάτου παρέδιδαν πτώματα Εσύ μασούσες πέτρες , όχι όπως ο αρχαίος, ήθελες με αυτές, να ανοίξεις στο σώμα σου πληγές Να πέσεις στην θάλασσα σαν ένα βαρύ πακέτο Μιλήσαμε και έπαψες Σου έδειξα πως μιλούν στις γάτες, πως οι σκύλοι μπορούν να σου χαρίσουν χαμόγελο Χορέψαμε με τον ποιητή στο κίτρινο βιβλίο του, χορέψαμε με την φράση του πως η Ευρώπη είναι η συνέχεια του Βαραββά Κάναμε κουράγιο 2. Το Φθινόπωρο Είχες πάψει πια ,να θέλεις να εκδικηθείς τον εαυτό σου, μέσα από τους άλλους Είχες πει, αλλοίμονο σε αυτόν που θα μου ξυπνήσει τον θυμό μου Κάτι με έκανε να σκιαχτώ, αλλά ήταν μεγάλη η δίψα για ζωή κι αγάπη, αυτό πίστευα πως κι εσένα σου ήταν αρκετό Φυσούσαμε τα φύλλα από τα παγκάκια και ανάβαμε φωτιές στους άστεγους να ζεσταθούν Ατέλειωτη η ερημιά της πόλης γύρω μας Ο Λυκαβηττός έκλαιγε , έψαχνα πευκοβελόνες του νησιού να βάλω στα μάτια μου να μην βλέπω τα δάκρυα Μετά, σε στέκια μοβ και κόκκινα τραγουδούσαμε μαζί με την Μπίλλυ Γελούσαμε πικρά για όλους εκείνους που μετανάστευαν αλλού, πέρα από τον Νότο, ξέρναγαν χολή μέσα από φυλλάδες Αποικιοκρατών για την έρημη, κουτσή χώρα μας, το στήθος μας πλημμύριζε από αίμα μαύρο, αυτούς, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ένα γραφείο.. Μαζεύαμε πόνο και τον κάναμε χαμόγελα 3. Ο Χειμώνας Τον Χειμώνα, τον ονόμασα δεύτερη εποχή Έγραφες ακούραστα κι αγόγγυστα ποιήματα, τα διάβαζες σε αίθουσες ,που πολύ εύκολα, θα ονόμαζα ψυγεία πτωμάτων Άρχισα να σε βλέπω σαν νεκρό κι εσένα Κίτρινος σαν το θειάφι ,από φιλοδοξίες που με επιμέλεια έκρυβες κάτω από μια νωθρή ντροπαλότητα Τι μάταια όλα τούτα σκεφτόμουν, ζητούσα να διαβάσω ποιήματα των καταραμένων πίνοντας και καπνίζοντας Τότε άρχισες να μιλάς για τον Χριστό Σου μίλησα για τον Διάβολο του Μπωντλαίρ Αλλά εσύ άρχισες να μεταμορφώνεσαι σε ένα άμορφο πλάσμα , πνιγμένος στο θειάφι,και στριμωγμένος στις εκκλησίες, ταυτόχρονα άρχισες να απενοχοποιείς την ηδονή, μόνο για να σε βοηθήσει να γράψεις την λέξη μουνί, την λέξη πούτσος Τίποτε από τις ηδονές δεν ένιωσες Κατά βάθος μισούσες την γυναίκα Κι ήρθε η μέρα που σου είπα θα φύγω, θα πάω πιο Νότια, στα ελληνόφωνα χωριά της Σικελίας, να πιώ λιαστό κρασί και να μιλήσω με τις ρυτίδες των γερόντων Και τότε άρχισες να μασάς ξανά πέτρες.. 4. Το Καλοκαίρι Όταν άρχισα να τσουλάω επάνω στην θάλασσα, η ευεργεσία της γης, μου άνοιξε τα σπλάχνα Γινόμουν πάλι παιδί και γελούσα με τους γάτους και τους σκύλους Ταυτόχρονα έμαθα να κάθομαι στις καρέκλες όπως τα αηδόνια Είχα μάθει την γλώσσα των πουλιών συνομιλώντας με τους γέροντες , ήξεραν αυτοί γιατί ήταν πιο κοντά στον θάνατο Μασούσα τροφές που τους περίσσευε η αγάπη, έπινα κρασί που το χε φτιάξει με τέχνη ο ήλιος στα αμπέλια Τότε, μια μέρα που ήμουν μέσα στην θάλασσα, κι είχα ξεχάσει τον πόλεμο, τον Χριστό, την Ευρώπη, τον Βαραββά, ήρθε και με βρήκε ένα αηδόνι, μίλησα με την γλώσσα του ,μετά έκανα επισκεπτήριο απογευματινό στο κοιμητήριο των προγόνων μου, ήταν ηλιοβασίλεμα γλυκό, χυμένο πίσω από τα βουνά. Στο κοιμητήριο με βρήκε το αηδόνι κι άρχισε να μου θυμίζει τι είναι ο πόνος Πως πέτρες έριξες σε ότι αγάπησα προσπαθώντας να σκοτώσεις μου είπε, έτσι άνανδρα, έτσι όπως ένα φίδι τινάζει το δηλητήριο από το δόντι του, έτσι προσπάθησες να σκοτώσεις, ότι στην πραγματικότητα με στήριζε, ότι μου θύμιζε την δύναμη των δέντρων, ότι μου άπλωνε δύναμη να αντέξω τον ανίερο πόλεμο Με όπλα κι εσύ Με όπλα Οι νεκροί γύρω μου φώναζαν, τον Βαραββά, τον Βαραββά Τίποτε δεν άκουγα κι έπειτα έπαψαν, το ίδιο απότομα όπως ξεκίνησαν. Εκεί σε έθαψα Μαζί με τις πέτρες σου και τα ποιήματα σου Έπειτα σε έκαψα, χωρίς τελετές, χωρίς συγκινήσεις , σε σκόρπισα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κι είπα να σε συγχωρέσει η άβυσσος και το κενό Ο Πλούτωνας κι οι Καρυάτιδες Μα ξαναθυμήθηκα χωρίς να θέλω, αυτός ήταν ο πόνος που μου χάρισες, πως ο άνθρωπος είναι μόνο σκατά, αίμα και υγρά Πότε πότε δανείζεται κάτι από τους αγγέλους, μα είναι τόσο ενοχικός από την φύση του που και τους αγγέλους τους ονομάζει μύθους Ας είναι. Έζησα. Μέσα στον πόλεμο επέζησα. Και κάνω τον πόνο λιβάνια και λέξεις και ρόδα με φύλλα εκατό Και γιατρεύτηκα...
Αυτόν θα τον πούμε Νόρμαν κι εκείνη Κατρίνα (όπου Ν και Κ αντίστοιχα) Κάθονται στην όχθη μιας λίμνης μιας σκανδιναβικής χώρας και μιλούν Στην αρχή, ατάραχα κι οι δυό Ν. Ήθελα να σε ρωτήσω, αλήθεια, δεν έχεις βαρεθεί να κάνεις παρέα με τους ίδιους ανθρώπους; Κ. Αρκετές φορές, όμως αυτά που μου αρέσουν δεν μπορώ παρά να τα μοιραστώ μόνο με αυτούς, απλά τυχαίνει να μας αρέσουν τα ίδια πράγματα.. Ν. Είναι δηλαδή μόνο θέμα των ίδιων ενδιαφερόντων; Κ. Ναι, αποκλειστικά, βλέπεις δεν μπορώ να μιλάω για βιβλία, μουσική και κινηματογράφο με την μάνα μου , ούτε την ξαδέλφη μου. Ν. Κατανοητό αυτό, αλλά το θέμα της αλήθειας δεν σε αγγίζει; Θέλω να πω πως οι περισσότεροι από αυτούς ζουν σε μια φούσκα. Κ. Τι ακριβώς θέλεις να πεις με αυτό; Ν. Θέλω να πω πως μιλώντας για ποίηση ή κινηματογράφο , επιδεικνύοντας τις γνώσεις τους, καλύπτουν από κάτω την άδεια τους ψυχή. Ποιος από αυτούς γάμησε έτσι που η γυναίκα τον θυμόταν για καιρό; Ποια χύθηκε πάνω του σαν φωτιά; Αν κάποιος έκανε έρωτα σε μια ολοκληρωμένη γυναίκα και κρατούσε αυτό για καιρό και συνέβαινε το τέλος τότε αυτός σαν ξελιγωμένος θα προσπαθούσε να της κάνει κακό ή θα έπεφτε αμέσως σε μια άλλη για να ξεχάσει και θα τα έκανε σκατά, Θα γινόταν πολύ χειρότερα. Κ. Αυτά όλα, πως τα συμπεραίνεις ; Και γιατί δεν μου μιλάς για τις γυναίκες κι έπιασες μόνο την σκοπιά του άντρα; Μήπως είσαι λίγο ανταγωνιστής; (Τα μάγουλα της ανάβουν και καπνίζει με μανία) Ν. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να σου πω πως τους παρατηρώ καιρό τώρα, αλλά δεν είναι έτσι, αυτός που έχει ζήσει τόσο έντονα όπως εδώ βλέπει με την μια αυτούς που δεν έχουν ζήσει παρά μόνο στην φαντασία τους.. Κ. Ακόμη κι έτσι, πρέπει να ξέρεις, πως έχουν υπάρξει γίγαντες της τέχνης, που ότι δημιούργησαν. ήταν καθαρά γέννημα της φαντασίας τους κι όχι μια βιωματική περιγραφή. Δεν μου είπες όμως για την γυναίκα, πως την βλέπεις , μίλησες μόνο για τον άντρα. Ν. Οι γίγαντες που λες γλυκιά μου, ήταν πράγματι έτσι ,γιατί ήταν μεγαλοφυείς, πολλοί από αυτούς, είχαν το είδος της τρέλας που σε τινάζει έξω από τον περιορισμένο όγκο της σκέψης και ξεσκεπάζει άλλα τοπία, αθέατα στο μάτι. Όσο για τις γυναίκες που λες ,αυτές δυστυχισμένες, κάνουν έρωτα με ότι φαντάζονται κι όχι ότι υπάρχει. Κι επειδή όλοι αυτοί αντιγράφουν στην ουσία, ακόμη ποιο φρικτό, πηδιούνται με αντιγραφές κι όχι πάντα πιστές. Στο τέλος αναρωτιούνται ποιόν ακριβώς ερωτεύτηκαν. Κ. Τι θέλεις; Αρχίζεις να με εκνευρίζεις, δεν μου είναι ωραίο να ακούω για τους φίλους μου τα χειρότερα. (Πολύ εκνευρισμένη, σηκώνεται επάνω. Την ακολουθεί κι αυτός ενώ αρχίζει και περπατάει ). Ν. Δεν θέλω κάτι δύσκολο, καιρό τώρα παρατηρώ τα μάτια σου πόσο καίνε από ζωή και ανάγκη για έρωτα, μου έχεις κάνει εντύπωση ακριβώς γι αυτό και κινδυνεύω να σε ερωτευτώ, για σένα έρχομαι σε αυτά τα φρικτά μονότονα, ανέραστα φιλολογικά σαλόνια. Κ. Τότε κι εσύ κινδυνεύεις να ερωτευτείς μια εντύπωση και μόνο, όχι μια γυναίκα ολόκληρη ,οχι εμένα, απλά την εντύπωση Σαν τις γυναίκες που είπες πριν, αυτές που ερωτεύονται τις αντιγραφές των ποιημάτων... Και ήδη νιώθω πως είμαι πολύ τολμηρή που συνεχίζω να μιλάω μαζί σου με αυτόν τον τρόπο, ίσως να μην αργήσω να έχω ενοχές αργότερα γι αυτό... Ν. Για μένα οι ενοχές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικής απόλαυσης. (Της πιάνει το χέρι, την τραβάει επάνω του και την αναγκάζει να σταματήσει). Άκου, θέλω κάτι από εσένα, η λίμνη αυτόν τον καιρό δεν είναι παγωμένη ιδιαίτερα, θέλω να πετάξουμε τα ρούχα μας και να κολυμπήσουμε μαζί. (Αυτή, σχεδόν μένει ακίνητη, τότε αυτός βγάζει τα ρούχα του ένα ένα και τα πετάει μακριά του, μένει γυμνός, το σώμα του αναδύει μια χλομάδα και μια έντονη αρρενωπότητα, την κοιτάζει) Ν. Έλα Κατρίνα, απόδειξε μου πως είσαι ζωντανή, πως είσαι γυναίκα, πως είσαι αυτή που ξέρω κι όχι αυτό που φαντάζομαι. Δεν θα χαθούμε σε μια αγάπη που θυμίζει δεινόσαυρο, δεν θα θυσιαστούμε σαν μικρά ζώα σε βωμούς αγάπης, δεν θα σε χαιδέψω με στοργή για να σε εγκλωβίσω σε ατσάλινες φυλακές, θέλω να σου θυμίσω πόσο αληθινή είσαι. θέλω να σε αγαπήσω όπως αξίζει σε μια πραγματική γυναίκα. Θέλω να με λιώσεις χωρίς προειδοποίηση. Θέλω να δεις πως είναι να ζεις έξω από ένα νεκρό όνειρο, όλα που είναι γύρω σου είναι ένα νεκρό όνειρο... Θέλω να ζήσω, να γευτώ την αλήθεια σου. (Εκείνης τα μάτια θαμπώνουν, κοιτάζει το σώμα του κι αργά αργά νιώθει να ελκύεται από αυτόν ώσπου να γίνεται τυφώνας... Βγάζει τα ρούχα της σιγά σιγά και πιάνει το χέρι του.) Κ. Σαν δυο ελεύθερα ζώα, αυτό θέλω να γίνουμε, δυο ελεύθερα ζώα.. Μπαίνουν τρέχοντας στην λίμνη... υγ, στην φωτογραφία ο Άντονι Πέρκινς ως Νόρμαν Μπέητς στην ταινία <<ψυχώ>>. Άσχετο και καμία συσχέτιση να μην υπάρξει
Τελευταία ,γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη, γι αυτό, φορέστε παλτό και βγάλτε από μέσα σας τον κρύο αέρα, στην πραγματικότητα εκείνο που είναι απαραίτητη προυπόθεση της αγάπης είναι να ξέρει κανείς να αγαπάει τον εαυτό του. Έπειτα θα μπορεί να αγαπήσει τους άλλους... Αυτό γίνεται με τρυφερές ή απότομες ενδοσκοπήσεις, δοκιμασίες αλλά και μια βόλτα στην <<πιάτσα>>.. Αν μετά από τεράστιες πτώσεις στο κενό και μετά από χτυπήματα κάτω από την μέση μπορείς να γελάς, χωρίς να σε τρώνε οι τοξίνες μιας εκδικητικότητας, ναι, τότε αγάπα τον εαυτό σου. Έτσι θα μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.. Μην μασάς, άστους να μιλούν για την αγάπη, τώρα ξέρεις καλά πως όλα είναι θέμα εντυπώσεων. ...ποιος θα κερδίσει από την εντύπωση και όχι από την ουσία.. Γιατί η αγάπη είναι η ουσία... Εκ του μικρού μου παρατηρητηρίου
Η μάνα μου, ζούσε στις πέτρες, όπως ο πατέρας μου, μόνο που ο πατέρας μου έβλεπε και θάλασσα, η διαφορά τους ήταν, πως η μάνα μου όταν φύλαγε τα πρόβατα, δέκα χρονών, ένας λύκος της έφαγε τα δυό , στην καταμέτρηση λοιπόν, αντί για εκατό, τα πρόβατα ήταν ενενήντα οκτώ, τότε ο πατέρας της την έβαλε τιμωρία, μια μέρα νηστεία, κι από τα εννιά αδέλφια της, ο ένας, ο αδελφός της, της έφερε κρυφά να φάει. Μα από τότε η μάνα μου γίνηκε λύκος.. Και κανείς δεν το κατάλαβε, ούτε αδέλφια, ούτε τα ξαδέλφια μου ποτές, ίσως στουςτελευταίους, σε ένα γεύμα που θα ρέει ο οίνος άφθονος θα τους το εμπιστευτώ, μα κι αυτά, λύκους έχουν για γονείς, αφού τους έθρεψαν λύκοι, δεν ξέρω αν είναι η φτώχια μόνο, κάτι μέσα στην καρδιά μου, μού λέει πως δεν είναι μονάχα αυτό, ίσως μια κατάρα που σέρνεται σαν φίδι, ίσως είναι άσεμνο να το πω αυτό, αλλά αυτό μαρτυρά η παιδική μου ηλικία, έτσι λοιπόν ξεχώρισα τον πατέρα μου γιατί έκλαψε μπροστά μου, πράγμα πίστεψε με, ανυπέρβλητο, ίσως σαν του λιβανιού η γαλήνη , μα να, όσο μεγαλώνει η μάνα μου, ναι, τίποτε δεν της συγχωρώ, μα σήμερα, σε ένα γεύμα οικογενειακό που έκανε εκείνη, το είδα το βλέμμα το λυπημένο , σαν κουτάβι ήταν, πως δεν της πέτυχε η τυρόπιτα, αν ξέρεις, οι η Ηπειρώτισσες φημίζονται για τις πίττες τους, σιγανά το είπε, πως δεν μου πέτυχε σήμερα, και θυμήθηκα τον λύκο , και πίστεψε με, ξανά λυπήθηκα, από όσα της είπα κάποτε , ποτέ δεν πήρε αυτό το κουταβίσιο βλέμμα, όλα αυτά που αφορούσαν την λύπη που μου δώρισε γενναιόδωρα, έτσι μόλις στο δικό μου σπίτι έφτασα έφαγα όλη την τυρόπιτα , να καταλάβω γιατί αυτή η λύπη, και μου ήρθαν πέτρες στον λαιμό και γύρεψα ξανά τον πατέρα μου, ξέρω καλά, οι πέτρες κάνουν σκληρούς ή επιπόλαια σκληρούς τους ανθρώπους, τώρα σε ποια μεριά ανήκει η μάνα μου, δεν θα στο πω, 'ηδη πολλά σου είπα, φτάνει ο λύκος που είναι μέσα μου, τον ακούς; φωνάζει... Μα του δίνω μέλι και ξεχνιέται... -Της μάνας οι πέτρες
Εκείνη η παλιά ,δερμάτινη μπερζέρα , κρύβει κάτω από την βουλιαγμένη μεριά της ,όλα τα άγρια μυστικά μου. Καθόσουν βαθιά, και το βλέμμα σου επάνω μου, έπαιρνε τις ντροπές μου και τις μετέτρεπε σε οδύνες κι ηδονές. Καθόσουν βαθιά, και τα χέρια σου ήταν ποτάμια και απάτητες κορυφές. Όλα τα μικρά αγρίμια που φιλοξενούσα χωρίς να το ξέρω μέσα μου, όλα, πήραν δρόμο για την έξοδο. Κι όποτε εκεί καθόσουν, κι εγώ επάνω σου, τότε εκεί συνέβαινε και κάποιο καινούργιο φιλί να ξεπηδήσει από έναν άλλο κόσμο. Κι όποτε εκεί καθόσουν, νέο δέρμα έβγαινε από την σάρκα μου, ίσως να σε σκεπάσει προσπαθούσε για να μην κρυώνεις από την ασχήμια των ανθρώπων. Κι έτσι έμαθα πως αντέχω, πως αντέχω να ζω έξω από εμένα, να ζω μονάχα για εσένα. Κι ήρθε η στιγμή, να γνωρίσω μέσα από εσένα, πολλές ηρωίδες, τις χρειαζόμουν για να μην πέσεις στην ανία και την ρουτίνα μιας ερωτικής επανάληψης. Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγεις, δεν προλάβαμε να βαρεθούμε. Κι εγώ για μήνες κοιτούσα εκείνη την παλιά, δερμάτινη μπερζέρα. Την άγγιζα και νόμιζα πως άγγιζα το ανάγλυφο του σώματος σου, το ανάγλυφο σχήμα των φιλιών σου, την ύπαρξη σου ολόκληρη μέσα σε αυτήν την γωνία στο σαλόνι. Πέρασαν τα χρόνια κι η μπερζέρα δεν μετακινήθηκε ποτέ. Θα υπάρχει εκεί για να θυμάμαι πως κάποτε καθόσουν σε αυτήν. Κι ένας ερωδιός θα μου τραγουδάει πάντα ερωτικά όταν σε θυμάμαι.. 6-8-1980 Η παλιά, δερμάτινη μπερζέρα

Η γραφή, είναι μια από τις διεγερτικές διαδικασίες, που βοηθούν τον γράφοντα, να φύγει ουσιαστικά από το σώμα του, να απεμπλακεί από τις πληγές ή τις ανθοφόρες πεδιάδες όπου κάποτε συνάντησε η σάρκα του, το φως, ή το σκοτάδι. Εξιστορεί ουσιαστικά όλα αυτά που μπορεί να συνάντησε με το σώμα του-,θα ορίσω εδώ το σώμα ως κομμάτι του χρόνου- αλλά ταυτόχρονα εξιστορεί κι όλα αυτά που ορίζει η φαντασία, -θα ορίσω εδώ την φαντασία ως άχρονη ως θα όφειλα να κάνω μια και το πιστεύω-. Η γραφή, μοιάζει με εκείνη την ευεργετική και <<θεία>> συνεύρεση των σωμάτων, εκεί που ψυχή και σώμα συναντώνται σε μια τεράστια και μοναδικής ομορφιάς αίθουσα και αυτή η μοναδικότητα της συνάντησης δεν ορίζεται από τον χρόνο αλλά από την απελευθέρωση της φαντασίας που γίνεται κοινός τόπος κι αυτός ο τόπος οδηγεί στην έξοδο από το σώμα καθώς κι ορίζει σαφώς τον χρόνο ως άκυρο. Ο έρωτας κι η γραφή σαφώς είναι άχρονα.. Η ευεργεσία τους είναι γεμάτη καμπύλες και ποτέ ευθείες.. Το να αγαπηθεί ένα κείμενο από τους άλλους σαφώς δίνει ΄χαρά κι ευτυχία στον γράφοντα, αλλά καθώς το κείμενο-παιδί ουσιαστικά του δημιουργού τελείωσε έχει φύγει από τα χέρια του, ανήκει πια στον χρόνο,εδώ υπόκειται ο χρόνος πια,, Κι ίσως κι υπό μια έννοια καθώς αγαπιέται, μελετάται, βοηθά τους αναγνώστες στο να κάνουν ένα προσωπικό ταξίδι έξω από το σώμα τους , με αυτήν την έννοια ανήκει σε αυτούς. Η γραφή δεν είναι μανία, είναι ανάγκη, είναι αυτή η ανάγκη να φεύγεις από αυτό που πολύ περιορισμένα έχουν εκπαιδεύσει την μάζα οι υπηρέτες του συστήματος των δήθεν αξιών ως πραγματικότητα. Η γραφή, είναι ο καθημερινός τρόπος που βλέπει κανείς την ζωή. Είναι αγάπη και μόχθος και πλήρης ευδαιμονία. Μα χρειάζεται ζωή και εμπειρίες εκτός των λεξικών για να μπορέσει κάποιος αυτήν την ανάγκη να την κάνει γραφή , να την κάνει έργο, -Ο Προυστ και πολλοί λίγοι, δεν είχαν αυτήν την ανάγκη-, να ωθήσει τον αναγνώστη να ανυψωθεί πνευματικά και να αντιληφθεί με διαφορετικούς τρόπους την ζωή , οι <<μεγάλοι>> συγγραφείς δε, αυτήν την αντίληψη περί ζωής, ωθούν, άθελα τους, τον αναγνώστη να την αλλάξει.. Κι ότι αλλάζει χρειάζεται κίνηση, κι η κίνηση είναι ζωή.. Η γραφή είναι μια διαρκής μεταμόρφωση, ένας επιτηδευμένος ή ένας <<σπουδασμένος λόγος μέσα σε μια πληρότητα λέξεων>> χωρίς ψυχή, θα φανεί , όπως και θα φανεί και όταν υπάρχει σε ένα έργο μονάχα μια αφήγηση συναισθημάτων σε ένα στουμπωμένο πιάτο, αυτό δε, θα ξεχαστεί στον χρόνο, κι ούτε ο τίτλος του θα υπάρχει στην μνήμη... Επίσης η ματαιοδοξία και το ψώνιο των μοναχικών ψυχών φαίνεται με ευκολία. Πληρώστε τους εκδότες! Κάντε ραδιόφωνα! Γράψτε σε περιοδικά, έντυπα ή ηλεκτρονικά! Κάντε τα βαριά πεπόνια μέσω των ιστότοπων επικοινωνίας .Κάντε τις ντίβες. Παίξτε ρόλους...Αλλάξτε τις φωτογραφίες σας, ρετουσάρετε ρυτίδες. Κάντε την περσόνα σας υπερπαραγωγή.. Κάντε χιλιάδες παρουσιάσεις βιβλίων ντυμένοι χλιδάτα σε μια πάμφτωχη χώρα.. Ένα μόνο δεν θα μπορέσετε. ΝΑ ΞΕΓΕΛΑΣΕΤΕ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ. Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΟΠΛΙΣΕΙ. ΚΙ Η ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΒΡΕΙ ΚΑΤΑΣΤΗΘΑ.. Γιατί ο αληθινός αναγνώστης -κι όχι αυτός, ο κατά περίσταση- έχει αφιερώσει χιλιάδες ώρες στην ανάγνωση των βιβλίων από παιδί. Γιατί κάτι τον οδηγούσε να βγει από το σώμα του από παιδί. Κάτι βαθύ τον οδηγούσε στον άχρονο χρόνο.. Τα βιβλία έχουν ψυχή.. -Εκ του μικρού μου παρατηρητηρίου-

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014


Λευτερώστε κύριε Πασκάλ τα πουλιά, ήμουν μέσα σε ένα βαγόνι τρένου και κοιτούσα ένα κορίτσι να κάθεται απέναντι μου, ήταν μια Κυριακή που τα σύννεφα στέκονταν βαριά πάνω από τα δέντρα, οι άνθρωποι κρατούσαν ομπρέλες, κι είχαν ανάμεσα στα φρύδια, ζάρες ,από μια αόριστη ενόχληση, το κορίτσι ήταν χλομό, μύριζε λουλούδια του Βαν Γκογκ, μου χαμογέλασε κι ενώ διασχίζαμε με μικρή ταχύτητα τους σταθμούς αρχίσαμε να μιλούμε ακατάπαυστα για πολλά διαφορετικά ζητήματα, μιλήσαμε για όλους τους παλιούς ζωγράφους, τους ποιητές και λογοτέχνες που είχαν περάσει από κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, ή αλλιώς ίδρυμα σωφρονισμού της ψυχής, το κορίτσι το έλεγαν Αλίκη, συμφωνήσαμε πως λατρεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπέφεραν από κατάθλιψη ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, λατρεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγαπούσαν τα μουσεία και τα κοιμητήρια, αγαπούσαμε την μυρωδιά του κάθε ανθρώπου και όλων των χώρων, όπως σινεμά, θέατρο, σε κείνη την αχλή ατμόσφαιρα πάντα δεσπόζει ένα άρωμα, αγαπούσαμε τα αδέσποτα ζώα που περπατούν με αυτό το θλιμμένο βλέμμα πάνω σε ένα βρεγμένο πεζοδρόμιο, τότε, τότε συνέβη να μου μιλήσει για τον Τζόνι, εκείνο το άθλιο αγόρι που επειδή του είπε να χωρίσουν την εκδικήθηκε σφάζοντας τον αγαπημένο της παπαγάλο, αντιπαθούσε τον εαυτό της γιατί δεν άκουσε το πρώτο της ένστικτο σαν γνώρισε τον Τζόνι, αυτήν την αόρατη φωνή που της έλεγε πως αυτός ο τύπος έκρυβε με μαεστρία κάτω από τους καπνούς της λύπης του μια βάρβαρη ψυχή, μια ψυχή που είχε κομματιαστεί πριν, επιδέξια και με χειρουργικές λεπτομέρειες από μια σακατεμένη ψυχικά μητέρα , μια μητέρα που όριζε την ζωή και τις πράξεις του ενώ ο ευνουχισμένος Τζόνι της το επέτρεπε, μου είπε χωρίς δάκρυα στα μάτια πως δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της που δεν άκουσε αυτήν την αλάνθαστη φωνή, τότε εγώ της είπα πόσο κυνικά άδειος θα ήταν και βαρετός ετούτος ο κόσμος χωρίς <<Τζόνιδες>>, πως θα βαριόταν κι η ίδια τον εαυτό της αν το μόνο που έκανε στην ζωή της θα ήταν πράξεις χωρίς λάθη, ίσως αυτό θα ήταν κι απάνθρωπο, εξάλλου ο άνθρωπος είναι κλωστές από λάθη, συμφώνησε γλυκά κι ήρθε κοντά μου, τότε άρχισε να βρέχει κι ανοίξαμε το παράθυρο στο βαγόνι, άρχισε να μπαίνει η βροχή και να γλείφει το πρόσωπο μας, να βρέχονται σιγά σιγά τα ρούχα μας, το κορίτσι μύριζε εκείνα τα λουλούδια του Βαν Γκογκ, την χάιδεψα στα μαλλιά, τα μαλλιά της ήταν ένα ξανθοκόκκινο λούστρο από μετάξι, κόλλησα το στόμα μου στο δικό της, το στόμα της έλιωνε μαζί με την βροχή κι εκείνον τον αργόσυρτο ήχο του τρένου πάνω στις ράγες, κράτησα το χέρι της στο δικό μου, ω, πόσο λεπτό κι όμορφο ,πόσο περίτεχνα ήταν καμωμένα τα δάχτυλα, τα νύχια σαν πέταλα ανθών, τα ρούφηξα τρυφερά, την άκουσα να βογκάει μαλακά, της μίλησα πόσο γλυκιά είναι η νύχτα σε ένα καταγώγιο όπου γκέισες χορεύουν στην παλιά Σαγκάη προχωρημένα μπλουζ κάτω από ένα μπράτσο κάποιου κοιλαρά αστού που φορούσε ακριβά παπούτσια από κροκόδειλο, της είπα πως στο σπίτι στην εξοχή είχα ένα δωμάτιο με πολλούς παπαγάλους, πως αυτό το σπίτι ήταν στον τερματικό σταθμό του τρένου, τότε είπε, τότε είπε με ένα στόμα σαν ζαλισμένο από μια χαρά λύτρωσης, κύριε Πασκάλ θα λευτερώσουμε μαζί όλους τους παπαγάλους, με ρώτησε κι εγώ κοιτούσα τα δόντια της σαν μαργαριτάρια να με κοιτούν, ναι, φυσικά της είπα, αρκεί πριν να τους μάθουμε πως να επιβιώσουν μόνοι τους, δεν χρειάζεται μου είπε και ακούμπησε το πυρόξανθο κεφάλι της στον ώμο, δεν χρειάζεται αυτά ξέρουν βαθιά μέσα τους πως θα ζήσουν όσο κι αν έχει παρέμβει ο άνθρωπος επάνω τους, είναι σαν εκείνη την φωνή που σας έλεγα, αυτήν που δεν άκουσα για όσα μου έλεγε για τον Τζόνι, αυτή η φωνή που λέγεται ένστικτο, συμφώνησα σιωπηλά, τίποτε δεν ήθελα να διακόψει αυτήν την αίσθηση από το κεφάλι της στον ώμο μου, τον ήχο του τρένου, την βροχή και την μυρωδιά από την βρεγμένη γη που έμπαινε από το παράθυρο, αυτό που λεγόταν απομόνωση από τον βρόμικο κόσμο κάπου εκεί έξω, αυτό που θα νιωθαν σε λίγο όλοι οι παπαγάλοι, τι σύμπτωση θα έλεγε κανείς, να μας συνδέσει μια ιστορία με έναν νεκρό παπαγάλο, τώρα πενήντα λεύτεροι παπαγάλοι θα ζωντάνευαν τον έναν, τώρα ο Τζόνι γρήγορα θα γινόταν ένα τίποτε, καμμιά μνήμη δεν θα έφερνε ξανά στην επιφάνεια την βαρβαρότητα της εσωτερικότητας του, κι ενώ σκεφτόμουν αυτά η Αλίκη έβαλε το μικρό της χέρι μέσα στην τσέπη του σακακιού μου κι εγώ γινόμουν ένας άντρας χωρίς μελωδικές ονειροπολήσεις, απλά ήμουν κομμάτια ευτυχίας απλωμένα μέσα κι έξω από το τρένο... -Η Αλίκη, το πυρόξανθο κορίτσι μέσα στο τρένο-

Ο καταιγισμός των δακρύων ,ένα πικρό θάμπωμα στην εκβολή της καρδιάς Εσύ που έβγαζες άλογα, νότες και χρώματα, τώρα είσαι ένα τρελό σύννεφο Σε βλέπω Σε αισθάνομαι, κάθε φορά που οι παλμοί μου πέφτουν στην ανία κι η προδοσία ανοίγει του Αιόλου τους ασκούς Κουβαλώ ακούραστα, μέσα σε αόρατα καύκαλα χελώνας τον δράκο της ψυχής σου Το ποτέ δεν θα πεθάνουμε εμείς κουφάλες Πέθανες πρώτη, μα τι λέξη! Ανίσχυρη να διώξει την ευγνωμοσύνη της αγάπης, ανίσχυρη να με κάνει να ξεχάσω εκείνη την ζωή μας Σημαντικό αυτό, τρελό μου σύννεφο να μένω ζωντανή ενώ γύρω μου χορεύει η παράνοια κι η λήθη.. Σημαντικό αυτό να θυμάμαι πως κάπου είχα μια αφετηρία δίχως τέλος.. Σε θυμάμαι Σε θυμάμαι 26-9 2014 Στο τρελό σύννεφο Αφιερωμένο στον Θάνο και την Κατερίνα
Κάποτε, υπήρχε μια παράγκα ,ακουμπισμένη δίπλα στις άλλες, φτιαγμένη από ντενεκέδες, τα σκυλιά κι οι γάτες, είχαν περίπου υιοθετήσει την συμπεριφορά των ανθρώπων και κυκλοφορούσαν άτακτα και λεύτερα, η βρομιά κι η λάσπη δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν τελείως κι όταν έβρεχε από το ανύπαρκτο σκαλάκι μπροστά στην πόρτα έμπαιναν μέσα στο ρημαδιασμένο σπίτι. Η παραγκούπολη ,είχε γύρω της ένα τοίχος ώστε να φυλάσσεται η αστική τάξη από την βρομιά και τις αρρώστιες, που πολλές φορές, έριχναν κάτω τους χλομιασμένους κάτοικους , είχαν μάθει τα παιδιά από νωρίς, πως όλος ο κόσμος τους, ήταν εκεί, σε εκείνη την άθλια παραγκούπολη, τα όνειρα τους περιορίζονταν στο γέμισμα του φεγγαριού, στο κλότσημα μιας κονσέρβας και στο κουβεντολόι τους τις νύχτες κάτω από τα άστρα που έλαμπαν με μια ευεργετική όρεξη στις καρδιές τους.. Μια ηλιόλουστη ημέρα, έξω από την παραγκούπολη ακούστηκαν τα τανκς, ριπές από σφαίρες εκσφεδονίζονταν στον αέρα κι η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει επικίνδυνα. Ο Χ. , ένας νέος που το αίμα του κόχλαζε και έμοιαζε στα μάτια των παιδιών σαν λιοντάρι, λόγω της σωματικής του δύναμης, ανέβηκε προσεκτικά το τοίχος και είδε τους μαυροντυμένους νέους με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο να πετάνε χαρτιά με συνθήματα, να καίνε τα πάντα στο πέρασμα τους και να ρίχνουν σφαίρες στον αέρα. Είχε ακούσει γι αυτούς, πέρα από την παραγκούπολη και κατάλαβε πως μια μαύρη ημέρα ξημέρωσε και τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο. Οι φωνές κι οι σφαίρες σταμάτησαν απότομα και μια βαριά μελαγχολία σκέπασε τις παράγκες καθώς ο Χ. τους εξηγούσε τι σημαίνει φασισμός, ο Χ. κάποτε είχε βρει στην χωματερή ένα μικρό ραδιόφωνο, έτσι, πολλές ήταν οι φορές που άκουγε τι γίνεται πίσω από το τοίχος, ήξερε πως η αστική τάξη ήταν πολιτισμός και πρόοδος κι αυτοί που έμεναν στις παράγκες κάποτε θα θανατώνονταν από αυτήν για να μην παραγκωνίσουν την πρόοδο και την εικόνα της πόλης, ήξερε από καιρό πως το τοίχος θα έπεφτε και όλοι θα ισοπεδώνονταν. Τα παιδιά κατάλαβαν τα πάντα και μεγάλωσαν απότομα, οι μητέρες λούφαξαν ενώ μοιρολογούσαν από μέσα τους κι οι άντρες ετοιμάστηκαν ψυχικά για την παράδοση τους στον θάνατο. Ακόμη και τα ζώα σταμάτησαν να τσακώνονται και ξάπλωναν τις κοιλιές τους στον ήλιο ή γύρευαν απεγνωσμένα χάδια... Κι ενώ από την επόμενη μέρα συμφώνησαν να ζουν σαν να είναι η τελευταία, εξαιτίας της παραδοχής ακριβώς αυτής, πως κάθε ημέρα μπορεί να είναι η τελευταία, οι αισθήσεις τους κι η αντίληψη τους για την ζωή πλάτυνε απότομα, οι μικρές χαρές της ζωής τους γίνονταν μεγάλες και κάθε γραμμάριο αέρα χύνονταν στα πνευμόνια τους με ευγνωμοσύνη. Έγιναν μεταξύ τους μια σφιχτή γροθιά και τίποτε δεν μπορούσε να τους πάρει αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη κι αυτήν την ατέλειωτη ευγνωμοσύνη που ζούσαν ακόμη κι ήταν όλοι μαζί. Στο μεταξύ καθώς η καρδιά τους ανέβηκε το κορμί υπάκουσε στο γάργαρο νερό της χαράς κι οι αρρώστιες σταμάτησαν ξαφνικά.. Ένα μεσημέρι, άνοιξε ο ουρανός, η βροχή έπεφτε σαν ποτάμια από τον ουρανό,το χώμα που και που υποχωρούσε κάτω από την υποτιθέμενη πλατεία, όπου μαζεύονταν μικροί μεγάλοι τα ήσυχα απογεύματα,και δυο παράγκες άρχιζαν να ξεφλουδίζουν κάτω από την εμπρόσθια όψη τους, οι σκεπές από ντενεκέδες τραγουδούσαν δαιμονισμένα και πρώτα τα παιδιά έκπληκτα, είδαν την αρχαία τοιχογραφία, στην αρχή έμειναν έκπληκτα αλλά περισσότερο ένιωσαν την αξία παρά ήξεραν αυτής της τοιχογραφίας, ένιωσαν πως αιώνες πριν είχαν φτιαχτεί τούτα τα σχέδια με τα φανταστικά χρώματα από ανθρώπινα χέρια, ένιωσαν με τους παλμούς της καρδιάς τους πως τέτοιες τοιχογραφίες βοηθούσαν να φαντάζεται κανείς πως είναι να ζει λεύτερος και πως είναι να εξυμνεί με αγάπη την ομορφιά της ζωής και την ομορφιά που κρύβει κάθε μυαλό και ψυχή στον άσχημο μοιρασμένο σε στρατόπεδα κόσμο.. Φώναξαν τον Χ., που σαν έφτασε μπροστά στην αποκάλυψη των τοίχων, γονάτισε κι έπιασε το κεφάλι του ενώ άρχισε να κλαίει, ήξερε βαθιά μέσα του πως δεν ήταν τυχαία αυτή η ανακάλυψη μα κι ούτε η στιγμή που βρέθηκε μπροστά τους, σε αυτό το άθλιο μέρος, μια φωνή από τον αρχαίο κόσμο, έκλαψε και φώναξε δίνοντας οδηγίες πως θα έβαζαν προστατευτικά νάυλον επάνω στους τοίχους κι όταν αυτό έγινε η βροχή έπαψε κι ένας ήλιος έσκασε σαν πυροτέχνημα επάνω τους.. Τα παιδιά, από εκείνη την ημέρα μαζί με τα σκυλιά και τις γάτες προστάτευαν εκείνους τους τοίχους ενώ οι κάτοικοι εκείνων των παραγκών έμειναν μαζί με άλλους.. Ένα γλυκό μεσημέρι, που μια καθαρή ατμόσφαιρα τους άφηνε να ακούνε και να βλέπουν με την φαντασία τους τι γίνεται πίσω από εκείνο το τοίχος, πρώτος ο Χ. άκουσε φωνές και τα τανκς να σέρνουν τα απειλητικά τους δόντια στον δρόμο και κατάλαβε πως ήταν πολύ κοντά...κατάλαβε πως ήταν πίσω ακριβώς από την μεριά που χώριζε αυτόν τον κόσμο στα δυο. ΠΡιν προλάβουν να ακούσουν όλοι τους τριγμούς των τανκς και την πρόσκρουση επάνω στον τοίχο της παραγκούπολης, όλοι μαζί στάθηκαν τρέχοντας μπροστά στην τοιχογραφία, έπιασαν κλαίγοντας ο ένας το χέρι του άλλου κι άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια που είχαν φτιάξει για έναν άλλο κόσμο.. Σφιχτά σαν πέτρες τα σώματα ενωμένα και μια καρδιά που έφτανε το πλάτωμα του ουρανού. Παιδιά, μεσήλικοι, ξεδοντιασμένοι γέροι και γριές μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία που ταίριαζε με την ζωή που ήθελαν να ζήσουν, την ζωή που ήθελαν να δώσουν σαν παράδειγμα στους άλλους, την ζωή που έπρεπε να σώσουν για να την δουν οι επόμενοι. Οι μαυροντυμένοι νέοι με κόκκινα μάτια σαν των εκπαιδευμένων σκύλων τους που τους άφησαν από τις αλυσίδες κι έπεσαν επάνω στους άμοιρους σκίζοντας σάρκες, οι σκύλοι της παραγκούπολης που έπεφταν επάνω στα εχθρικά σκυλιά προσπαθώντας να σώσουν κάποιον από τους αγαπημένους τους κι έπεφταν κάτω αφήνοντας την τελευταία τους πνοή, οι αγκυλωτοί σταυροί στα μπράτσα που γρήγορα εντόπισαν την τοιχογραφία, τα όπλα τους που άρχισαν να βροντάνε αίμα και θάνατο και αίμα, τα τανκς που έριξαν το τοίχος κι οι άμοιροι που έπεφταν τραγουδώντας μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία με ένα χαμόγελο στα χείλη που έκανε τους φασίστες να χτυπούν ακόμη πιο λυσσασμένα. Και το τραγούδι τους πια σταματούσε πια καθώς μια κόκκινη γραμμή πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά σε εκείνη την μικρή ζωγραφιστή με λαμπερά κάποτε χρώματα τοιχογραφία. Ο Χ, ξαφνικά, παραμερίζοντας με τα πόδια του τα πτώματα,στάθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φασιστών που ήταν ποτισμένα μέσα στο μίσος, είδε αυτό το μίσος και κατάλαβε πολλά που πριν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τους είχε δει από κοντά ποτέ, κατάλαβε όλα αυτά που λαθραία ψιθύριζαν μέσα στο μικρό εκείνο ραδιόφωνο και σήκωσε την γροθιά του στον ουρανό με μάτια που τίναζαν κεραυνούς δεξιά κι αριστερά του, <<Καταργείστε τους σκλάβους, κάτω ο φασισμός>>, φώναξε ενώ μια σφαίρα περνούσε τον λαιμό του και το αίμα του άφησε το στίγμα της σε εκείνη την τοιχογραφία.. Ήταν εκατό, σώθηκε μόνο ένας, ήταν ένα αγόρι 8 χρονών που ξέφυγε κάτω από τα μάτια των Χιτλερικών θηρίων, βρέθηκε και περπάτησε έξω από το τοίχος και μεγαλώνοντας , παλεύοντας με δόντια και σπλάχνα μέσα στην ζωή για να επιβιώσει, κατάλαβε πολλά. Αυτά είπε αργότερα στην κόρη του. <<Ο πόλεμος παιδί μου, των ανθρώπων, γίνεται από την θεοποίηση της μόρφωσης, την μάχη των θρησκειών και την μάχη των αγορών, ποτέ μην γίνεις μέρος τους εσύ, εσύ να είσαι ο εαυτός σου κι άσε τους άλλους να είναι ο δικός τους εαυτός>>.. Κι η κοπέλα έζησε φωνάζοντας <<ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ>> ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ υγ το δικό μου παραμύθι για τον ΦΑΣΙΣΜΟ και την παραγκούπολη.....