Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019



Στην ιερή μνήμη της Κατερίνας Τον Δεκέμβρη και τα καλοκαίρια, σε πενθώ δίχως να ξέρω το γιατί. Αυτόματα, όπως ο σκύλος που χάνει τον άνθρωπο του. Επουράνιες μελωδίες θυμίζουν συντριβή , ο Χέντριξ κι ο Γκάλαχερ, ο Μόρισον κι αυτοί που σκοτώθηκαν σε τροχαία πριν προλάβουν να πεθάνουν αργά αργά από τις σκόνες, αναδύονται σαν από 3D πίνακες στους τοίχους.Κοιτώ εκστασιασμένη. Ήταν νωρίς για να καταλάβουμε τον Μίνγκους κάτω από το δέρμα- που αγαπούσε ο Πάνος, αλλά τον ακούγαμε. Σύμβολο που βλέπω να κρεμιέται από τον ουρανό το καστόρινο σου σακάκι με τα κρόσια που με οδηγεί με χρώματα στο πουθενά και το όλον. Τσόπερ με τους εγχώριους άγγελους της κόλασης.. Έπεσαν οι μύθοι Κατερίνα, ο Ν. μου εξήγησε όσα αφορούν την συναισθησία, ένα τόσο δα άρθρο αναλύει γιατι συμβαίνει να ακούω τα χρώματα μέσα από την μουσική, να μυρίζω κάτι αόρατο και να οδηγούμαι και να αναλύω αυτά που πληροφορούμαι φτιάχνοντας εικόνες. Τα άρθρα αποφεύγουν την μαγεία, την οδηγούν σε τίτλους τέλους. Προφανώς δεν θα σε πείραζε. Ούτε κι εμένα. Μαζί ήμασταν φωσφόρος και εωσφόρος , γινόμασταν φωσφορισμός. Καταδιώκαμε τα σκοτάδια με έναν υπόγειο λυρισμό. Λάμψεις εκδιωγμού της κακίας και του τέλους του κόσμου. Θυμάμαι την ινδική μπογιά στα μάτια και το πατσουλί. Ύστερα ήρθαν τα γαλλικά αρώματα. Έπεσαν οι μύθοι Κατερίνα. Ο κόσμος πλέον βαδίζει ανάποδα. Ηδονίζεται μέσα σε άρρωστους ψυχισμούς και καταλαμβάνεται από ματαιοδοξία. Γλυκό μου φως! Πικρόγλυκο μου αντίο! Μαλλιά σαν της Τζάνις, ηχείο και αντηχείο στην θάλασσα το γέλιο σου, παρηγοριά μου ώσπου να σε συναντήσω. Ήταν άδικος ο χαμός σου. Σε πήρε αυτό το θραύσμα κάτω από τα μαλλιά σου, μέσα στο κεφάλι σου , που μετά έγινε πολλά. Σίγουρα κατά την έξοδο σου από το σώμα θα εκτελούσες σιωπηλά λάμψεις και ανύποπτους κρότους. Σίγουρα θα πάλευες να μην φύγεις. Γεννήθηκες στην αρχή του ωροσκοπίου του λέοντα. Και δεν μπορώ να πω πως πέθανες.. Τόσα χρόνια μετά και πιστεύω πως ακόμη για άλλη μια φορά μετακόμισες, γι αυτό χαθήκαμε, θα βρεθούμε παρακάτω. Μαζί σου χάθηκε η ευελιξία μου μέσα στο μαύρο χρώμα. Τώρα είσαι μπλε. Ένα μπλε που τρεμοπαίζει πάνω από τα μάτια μου περνώντας έξω από το Πι, στην Φωκίωνος με την λιμνούλα. Σαν ηλεκτρικό φως που οδηγεί στα μουσικά υπόγεια . ΌΛα τα γυρίσαμε Κατερίνα. Στέκια ροκ, ενίοτε και τζαζ. Και τα σκυλάδικα. Κι όταν βγαίναμε έξω τυφλωνόμαστε από το ξημέρωμα. Αναφωνούσαμε, γιατί να ξημερώνει πάντα; Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία σου, για σκέψου. Ζούσαμε με τόση ένταση και χωρίς βιάση που δεν χρειαζόταν η εικόνα μας σε χαρτί. Ζώσα ζωή σαν το χρυσό φως των σταχυών.. Κρατώ την μνήμη σου ιερή και ακριβή. Μαζί με την ξέγνοιαστη, εφηβική, υπέροχη ηλικία μου. Για μένα πενθώ. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα βαθιά εγωιστικό ζώο. Αλλά και τόσο εκτεθειμένο στην αγάπη..

Oλα τα Χριστούγεννα που πέρασαν είναι στην μνήμη θολά, εκτός από εκείνα που έτυχαν της ευσπλαχνίας του Καρολου Ντίκενς.. Εξαιρώ τα πρώτα Χριστούγεννα με την Κατερίνα! Φυσικά θυμάμαι τα κάλαντα και την αναμονή της άφιξης του άγιου Βασίλη, να φάει το μπισκοτάκι του και να πιεί το γάλα του, να τον ευχαριστήσω για τον κόπο του να μοιράζει δώρα σε όλη την γη, αλλά ουδέν νεότερο δεν συνέβαινε αφού ο ύπνος με έπαιρνε μαζί του. Την κούκλα που μου δώρισαν και την χαρά που πήρα με την ευτυχία που είδα στα μάτια της Αννούλας όταν της την χάρισα γιατί δεν πήρε κανένα δωράκι εκείνη. Και μόνο τον Ντίκενς που μου πρόσφερε απλόχερα αγάπη κι έναν κόσμο με χρώματα και ωραίες προοπτικές . Και μαγεία, καθαρή μαγεία κι ευδαιμονία να ανθίζει στα βελούδα της καρδιάς. Εύχομαι να περάσετε καλά φίλες και φίλοι, καλά Χριστούγεννα, με λιγότερους τοξικούς, χειριστικούς ανθρώπους και φιλόδοξες αρρωστημένες από κακία περσόνες. Τον νου σας, φυλάξτε τον εαυτό σας και γίνετε ξανά παιδί. Κάτω από τα πέπλα της κουραστικής καθημερινότητας υπάρχει πάντα ένα παιδί που ζητά να ανοίξει τα μάτια του σε έναν όμορφο, ζωηρό κόσμο όπου η περισσότερη κινητικότητα υπάρχει στην αγάπη και την αθωότητα.. Απλωθείτε σε αγκαλιές και χαρίστε φιλιά. Ακούστε μουσική. Ονειρευτείτε βλέποντας καλές παραστάσεις και ταινίες. Διαβάζοντας βιβλία. Χαρίζοντας βιβλία.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019


Δεν ζούμε στην εποχή που έχουν έρθει τα πάνω κάτω, διανύουμε μέρες όπου τα κοκόρια ανεβαίνουν στα δέντρα παριστάνοντας τα αηδόνια. Αλλά εκ του αποτελέσματος κανένα κελάιδισμα δεν μας συντροφεύει, μόνο ο απαίσιος θόρυβος ενός διαμερίσματος ή μιας γειτονιάς που βρίσκεται σε ανακαίνιση με πριόνια και εργαλεία που δυναμώνουν τις εμβοές μας. Κι όσο να πεις, αντιστέκεσαι στο να γίνεις ένας κρότος κι εσύ, να κάνεις κρότους παριστάνοντας πως κελαιδάς, διότι δεν σου βγαίνει. Τα πρωινά αδιέξοδα επιβεβαιώνουν τις άσχημες νύχτες. Εκπαιδευόμαστε άριστα στο να ζούμε χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς καλοσύνη, μέσα στον φόβο. Αυτόν τον αιώνιο φόβο που επιτάσσει, φάτους εσύ πρώτος πριν σε φάνε οι άλλοι, κάνε την δουλίτσα σου επάνω στην πλάτη του άλλου. Θα ξεχαστεί κι αυτό, όπως τα άλλα. Συνηθίζουμε να ζούμε με τα κοκόρια επάνω στα δέντρα. Συνηθίζουμε να ζούμε στον θόρυβο. αυτόν που παράγουν οι άνθρωποι, οι μηχανές τους και οι φιλοδοξίες τους..

ο αληθινός ποιητής είναι μοναχός στον κόσμο και μονομάχος!

Οι έρωτες στα χρόνια του Facebook Οι έρωτες στα χρόνια του Facebook θυμίζουν όλους τους γελοίους έρωτες. Κρατούν 3 ως 6 μηνες με ελάχιστες εξαιρέσεις που ανεβάζουν τον δείκτη θνησιμότητας στον 1 χρόνο. Μόνο που εδώ ο ναρκισσισμός εμπλέκεται με τα αντικείμενα του πόθου. Φράσεις όπως <<σε φιλώ αγάπη μου, σε φιλώ βαθιά, είμαι πάντα δική σου- δικός σου αγάπη μου και αντίστοιχα άλλα >> και υποσυνείδητα και συνειδητά διεγείρει τους πόθους των τρίτων οι οποίοι καθίστανται ηδονοβλεψίες της κλειδαρότρυπας ή άλλως το αδηφάγο μάτι ενός φακού. Έτσι, αυτός ο πόθος και η υπόσχεση της ηδονής χτυπάει κόκκινο σε παραπάνω από δύο. Επίσης, ο ομιλών περιγράφοντας την σκηνή των επικείμενων τρυφερών περιπτύξεων επικαλυμμένες, δίδει και στους άλλους την άδεια της συμμετοχής τους. Και ακόμη ο λέγων και ο δέκτης- αντικείμενο του πόθου των λόγων αυτών, γίνονται κυριαρχικά όντα έστω της στιγμής εκείνης και ελέγχουν τους αδύναμους ή άρρωστα μοναχικούς κρίκους που είναι οι τρίτοι. Οι οποίοι αδύναμοι κρίκοι επιζητούν για να γεμίσουν το συναισθηματικό , ψυχικό κενό να ξαναμπούν στο παίγνιο της παρατηρήσεως αισθανόμενοι μέρος αυτής της ερωτικής εμπλοκής. Οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχόμενοι. Μια ηδονή που αλληλομοιράζεται. Παρακαλώ, σκεφτείτε το ξανά πριν πείτε πως είναι υπερβολικό αυτό σαν καταγραφή. Ο έρωτας είναι αρρώστια η οποία διεγείρει τις αισθήσεις και τις στροβιλίζει γύρω από μια 24 ωρη αναζήτηση του αντικείμενου του πόθου στην ζωή του ερωτευμένου. Όταν αυτή διαχέεται σε μέσα επικοινωνίας όπως ετούτη η πλατφόρμα, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί ,διότι η ηδονή παγώνει στην οθόνη. Η ηδονή είναι ένα ζώο που θέλει ζώσα ύλη για να φαγωθεί και όχι εικονική. Χάνεται μέσα στις υποσχέσεις και παράλληλα εμπλέκεται και με τις ενέργειες των άλλων τρίτων αδηφάγων προσώπων όταν εκτίθεται μαζικά. Η ζήλια παίρνει τον κτητικό της ρόλο και κυνηγάει σαν λύκος αμφότερους. Η ζήλια έχει ρόλο πρωταγωνιστικό ρόλο, ποιος σχολίασε, τι ήθελε να πει, πολλά παρόμοια και όχι μόνο. Ο έρωτας είναι αρρώστια που όταν μοιράζεται γίνεται σκελετός, μπαίνει στο κοινωνικό, το λαοφάγο φέρετρο και απογυμνώνεται, γίνεται στάχτη και η μνήμη του καταλήγει σε ένα μπλοκάρισμα και στην μνήμη των τρίτων. Οι οποίοι παρακολουθούν τον ερχομό του άλλου, επομενου γελοίου έρωτα, με τεντωμένες κεραίες. Ναι, σαφέστατα η πλατφόρμα αυτή έχει μεγάλο ναρκισσισμό από μόνη της και αδικεί τους περισσότερους έρωτες, τους πνίγει μέσα στον ίδιο τους τον ναρκισσισμό γιατί πως αλλιώς ονομάζεται αυτός που εκθέτει τον έρωτα του στα μάτια όλων , επιζητάει σαφώς χειροκρότημα και ζητά να χειραγωγήσει τους αφελείς και εκτεθειμένους στην βαριά μοναξιά της εποχής αλλά και της ψυχικής πανούκλας που επιζητεί το κατασπάραγμα.. φωτογραφηθείτε, γράψτε, ζωγραφείστε, μιλήστε, κάντε αφιερώσεις στο ερωτικό αντικείμενο. Όμως ο χρόνος ο αληθινός, θα καταδείξει το πικρο τέλος που έχει κάθε γελοίος έρωτας. Στο τέλος δεν θα θυμάστε το όνομα του, τις συνήθειες του, τι του άρεσε και τι όχι. ΠΩΣ τον ή την έλεγαν. Και όταν λέμε ερωτευτήκαμε αληθινά για ποιον λόγο επιζητούμε να το μοιραστούμε με παραπάνω ανθρώπους από τους κολλητούς μας , να το κάνουμε εξώφυλλο, εκτός και μόνον όταν υποσυνείδητα δεν είμαστε σίγουροι για την επιλογή μας, άρα επικροτώντας την επιλογή μας οι πολλοί νιώθουμε πως αυτή η επιλογή μας είναι σωστή και αρκετά σίγουρη. Ότι σε καίει από μέσα φίλες και φίλοι καίει εσένα . Μόνον εσένα, αλλιώς ας γίνει ευπώλητο βιβλίο, αλλιώς ας πέσει στην πυρά. όπως και γίνεται.. Σιχαθήκαμε να μαθαίνουμε και να διαβάζουμε κάθε νέο πόνημα , κατάληξη του τέλους ενός γελοίου έρωτα. Κανέναν δεν ενδιαφέρει να μαθαίνει την προσωπική ιστορία του άλλου. Ο έρωτας είναι παντού. Σε καίει στον ύπνο σου, φλέγονται τα άκρα σου , φλέγεται και η καρδιά σου. Φλέγεται η καρδιά σας; υγ. Υπάρχουν και εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ευχές για μακροημέρευση, σεβαστείτε τις εμπειρίες σας και τις εμπειρίες των άλλων. Μην αφήσετε τον έρωτα να γίνει σκελετός στις οθόνες σας. Κάποτε οι οθόνες σας θα σας καταπιούν..

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019


Ω, ψυχή της ψυχής μου! Ρόδο μου άγριο και σεμνό, γέρνουν τα στάχυα το κεφάλι τους καθώς περνάς, και ένα κύμα τους με τον άνεμο ψιθυρίζει το όνομα σου. Φωτιά και πάγος είσαι, αδιαπέραστο πλάσμα στην τοξικότητα της κακίας , γεμάτο σφρίγος, ξεκουμπώνεις την καρδιά σου και στροβιλισμοί άστρων χύνονται ακατάπαυστα δυναμώνοντας τους χτύπους μου. Μοναδική η έκσταση που ντύνει τα μάτια και τα χέρια μου σαν σε φιλώ με αυτά, σαν σε ενδύομαι και πηγαίνω στην θάλασσα. Εκεί που σε πρωτοβρήκα να κάθεσαι αφήνοντας πίσω την σκόνη της πόλης. Ρίχνομαι με πάθος, χωρίς οπλισμούς στα κόκκινα και τα κίτρινα μάτια σου, φορώ μονάχα οπλές, να μπορώ κάπως να προλάβω τον τρόπο που κοιτάζεις. Καπνίζεις λάγνα στις σκάλες ανεβαίνοντας στην σοφίτα που είναι γεμάτη βιβλία. Εκεί ο άγιος Μπωντλαίρ μας περιμένει με την μελαγχολία του Παρισιού και τα άνθη του , μας κερνάει αψέντι, εκεί και οι τρείς χαιρετούμε την φωτιά των μαγισσών από μια άλλη εποχή και τρέχουμε δάκρυα και αδικία. Σε ρωτώ το όνομα σου, Νοέμβριος μου λες, και πέφτουμε επάνω σε μια φλοκάτη κόκκινη, ενώ γύρω μας λιβάνια και σανταλόξυλα τυλίγουν τα σώματα μας, ξέρεις εσύ πως σώμα και ψυχή μπορούν να γίνουν ένα, μα ξέρεις και τον τρόπο, αργά κι επώδυνα. Δεν είναι έρωτας όπως λένε όλοι οι αφελείς, είναι η επιμονή της ζωής, είναι η δύναμη να μπορείς να πέφτεις χωρίς φόβο στον γκρεμό που χάσκει μπροστά σου, είναι ο ίλιγγος του κινδύνου να αποχωρίζεσαι το εγώ σου. Γυμνός και ανεπιτήδευτος.

Ατέλειωτος ήλιος Ατέλειωτη βροχή Τίποτε δεν είναι κανονικό Τίποτε δεν είναι φυσιολογικό Ούτε καν η κακία , ούτε καν η αγάπη.

Εκείνη την Κυριακή ήρθες και με βρήκες χλωμός κι απέρριτος, είχες δάχτυλα χωρίς αποτύπωμα, κέρινα* με νύχια που κυλούσαν αποκόμματα εφημερίδων. 'Ελεγαν πως πέθανες, σε κοιτούσα και τα μάτια μου σε κύκλωναν , σαν μια κορνίζα από το παρελθόν στάθηκες στην με΄ση της πλατείας πληγωμένη από μια Άνοιξη που δεν ήθελε να φύγει. Μου έδειχνες την πορεία που είχαμε κάνει με τους άλλους κι όλα άλλαζαν* με σπασμένα εκμαγεία , άγγελοι διαρρηγμένοι και λωτούς φαγωμένους ,είχαμε πέσει στα γόνατα. Ότι ήταν να φάμε ο ένας από τον άλλο το φάγαμε, και χωρίς κρασί ,καθισμένοι κάτω από τις νεραντζιές της Αθήνας οφμαλοσκοπούσαν τα γεγονότα τα υπολλείματα μας. Είμαστε νεκροί ο ένας για τον άλλον, σου είπα. Γιατί έρχεσαι και με τυραννάς με αυτά τα μάτια που δεν έχουν πλέον εγκαρτέρηση, μόνο ακινησία και απάθεια. Κι εσύ σηκώθηκες τινάζοντας τα άνθη που είχαν πέσει στα μαλλιά σου, μπούκλες μελιές , γεμάτες ποιήματα και τραγούδια με φυσαρμόνικες. Θεέ μου , διερωτήθηκα πως γίνεται να σε πονούν έτσι οι νεκροί; Με κράτησες αγκαζέ και με έσπρωξες να περπατήσω δίπλα σου. Γύρω μας η βοή από τον κόσμο σε μια πορεία χωρίς σκοπό, έτσι ανερμάτιστοι και πικροί καταπίναμε το αίμα μας από την δαγκωμένη γλώσσα μας. Σε έσπρωξα, φύγε μακριά, φώναξα, αυτός ο κόσμος άλλαξε. Μας έπνιξε ο φανατισμός κι η ανοχύρωτη πόλη που κατάπιε τα σπίτια με τους ανθρώπους τους, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς τους ρουφούσε το άγχος. Κι εσύ αποφάσισες να φύγεις τραγουδώντας στίχους και ιστορίες για χαμένες ψυχές. Κι ένιωσα ντροπή και μοναξιά ατελείωτη. Δεν είχαμε να φάμε τίποτε πια ο ένας από τον άλλον. Μονο μια λερή απόγνωση πως κάποτε υπήρξαμε, Μάρτυρας μου η σκιά μου και το φως που με αφάνιζε, σε αγαπούσα. Σε αγαπώ ακόμη. Κι ας με κατασπάραξες πρώτος χωρίς την απόλαυση της γεύσης και της επίγνωσης. Πως έτρωγες έναν άνθρωπο κι όχι ένα λείψανο που απλά σου δόθηκε σαν μια αγοραία υπόσχεση. Κι ας είχα σκάψει την γη πενθώντας σε. Εσύ, ούτε μια σταλιά πένθος δεν κράτησες για εμένα. Ούτε λίγη ντροπή που δεν θυμόσουν το όνομα μου αλλά διέτρεξες τόσα χιλιόμετρα για να με βρείς. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Πιο νεκρή από τους νεκρούς. Κλώτσησα μια γόπα τσιγάρου στον δρόμο κι έφυγα.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019




Ένας κόμπος γλώσσα μένει εγκλωβισμένος κι ακίνητος κάτω από τα σεντόνια. Τα σώματα συνευρίσκονται μέσα στην αχλή και προσποιητή ατμόσφαιρα που δίνει το κρασί κάνοντας τον ρυθμό των αρτηριών πιο ζωντανό και γρήγορο.Δεν θα μιλήσουν μετά. . Ένα κερί τρεμοπαίζει ,μαζί με μια μουσική που προσπαθεί κάπως αόριστα να ανακάμψει την επιφυλακτικότητα των εραστών στην οικειότητα. Ο ένας μέσα στον άλλον δεν κοιτάζονται στα μάτια, κινούνται σαν αχαρτογράφητα σημεία στον κόσμο. Κάπως πλαδαρά και επιδερμικά φιλιά. Ύστερα θυμούνται πως πρέπει να τελειώσουν αυτήν την μισή ένωση και αφήνουν τα υγρά τους. Εκείνος θα ντυθεί, θα φύγει, θα χυθεί στον δρόμο σαν σκιά, και θα βρεθεί στο πρώτο μπαρ του κέντρου. Εκείνη θα πλυθεί και θα καθίσει σε εκείνη την δερμάτινη πολυθρόνα που είχε καθίσει για τελευταία φορά εκείνος που ονόμασε κάποτε έρωτα. Βρίσκεται ακόμη μετά από δυο δεκαετίες με τα σημάδια του, καθηλωμένη σε μια φυσαλίδα του χρόνου που όλα είναι εκείνος.Εκείνη που μπορεί ακόμη να φορά τα μάτια του. Όσοι ακολούθησαν μετά ,ήταν σαν πένθιμοι εραστές. Ποτέ της δεν μπόρεσε με κάποιον άλλον να κοιταχτεί στα μάτια βαθιά και να φύγει από το σώμα της μπαίνοντας σε ένα άλλο. Αυτά είναι σκέψεις που δεν μπορεί να τους ανοίξει δρόμο στον ψυχοθεραπευτή της. Οι σκέψεις αυτές γίνονται λέξεις όταν κάθεται σε εκείνη την δερμάτινη πολυθρόνα. Λύνεται η γλώσσα και ο κόσμος ανοίγει. Φεύγει ο ψυχοπομπός που χρόνια την βασανίζει με την αόρατη παρουσία του. Πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, εκείνος ξαπλωμένος, ζωντανός- νεκρός, απαθής και χλομός . Τα εγκεφαλικά επεισόδια τον βρήκαν από νωρίς. Αν κάτι αλλάξει στην φροντίδα του είχε πει ο γιατρός θα συμβεί το μοιραίο. Τόσα χρόνια ζει με έναν υποψήφιο νεκρό. Η θανατίλα δεν την επιβαρύνει περισσότερο εκτός του ότι δεν μπορεί να του μιλήσει για τον έρωτα και την αγάπη της για εκείνον. Του φτιάχνει τα σεντόνια. Τον κοιτάζει. Μάτια θαμπά σαν νεκρού ψαριού. Κι όμως* κάτι δευτερόλεπτα που τον κοιτάζει. βλέπει εκείνη την ερωτική σπίθα μέσα τους. Τότε λιώνει σαν κερί . Η καρδιά της ακουμπάει ουρανό. Γεμίζει με μια πρωτόγονη έκσταση, με έναν πυρετό σε όλο της το σώμα. Τότε λύνεται ο κόμπος και η γλώσσα χύνεται έξω της. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Τελευταία ούτε ο σκύλος τους τον πλησιάζει.. Κανείς δεν μπορει να καταλάβει. Μόνο εκείνος ο ψυχοπομπός που κατοικεί στο κίτρινο διαμέρισμα του έκτου ορόφου... - Ο ψυχοπομπός της δερμάτινης πολυθρόνας- Π.Σ

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019


Κοιμόταν έχοντας στο στόμα την γραμμή της απώλειας. Θρυμματισμένοι κόσμοι αντέστρεψαν τα μάτια τους στο παρόν. Ταξίδεψε στην στιγμή που τα παιδικά χρόνια ήταν πλαστικά μανταλάκια ,χαλασμένα στο σχοινί από τον ήλιο. Έτρεχαν όλες της οι ζωές στριμωγμένες μέσα σε ένα βαγόνι τρένου που κυλούσε στις ράγες τρίζοντας σαν να ερχόταν από τον άλλο κόσμο. Το συριχτό του την ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκε, ήπιε νερό , ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Στάλες ιδρώτα χάραξαν την πλάτη της. Φάνηκαν στο μέτωπο της. Το σπίτι της ήταν ορεινό, τον τελευταίο καιρό είχε γεμίσει τσιγάρα και σαχλούς κόλακες. Υπήρχε κάτι οδυνηρό σκέφτηκε, στην ατμόσφαιρα του σπιτιού. Την στιγμή που το σκέφτηκε ένας απαίσιος συριγμός ακούστηκε από τα βάθη του σπιτιού. Το σπίτι άνοιξε κι από μέσα του άρχισαν να βγαίνουν συνδεδεμένα με αιμάτινες κλωστές ενωμένοι όλοι οι θεατρικοί της ρόλοι , οι εραστές της και οι συμβιβασμοί. Το σπίτι άρχισε να χορεύει γύρω της σηκώνοντας σκόνες και αφήνοντας ουρλιαχτά σαν κάποιοι να καίγονταν μπροστά της. Η ζωή της ήταν * φώναζε η ζωή της πως δεν την άντεχε άλλο, δεν άντεχε ότι δεν έζησε. ΒΓήκε από το σπίτι τρέχοντας. Το είδε να γκρεμίζεται σαν να πέφτει χαρτί. Άρχισε να τρέχει. Μακριά από ότι την πλήγωνε και της κάρφωνε τις αλήθειες στα οστά. Το δέρμα της άνοιξε, σαν τους τοίχους του σπιτιού. Παντού αίμα και υγρά καθώς έπιανε τον εαυτό της. Ξύπνησε από το κλάμα της.. Όλα γύρω της ίδια όταν άνοιξε τα μάτια της. Κι ΄όμως* σαν να μην κοιμήθηκε ούτε λεπτό. Έλεγε πως υπέφερε από αυπνία. Αλλά αυτό που ήταν η αιτία ήταν πως όλα της τα πορτρέτα ζούσαν για την υπόληψη. Όλες οι δεκαετίες είχαν τον αράχνινο ιστό τους γύρω από την υπόληψη, σκλάβες , υπόδουλες για πάντα. - Αυπνία-

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019





Λένε ,πως είναι ντυμένοι με μαύρα και λευκά φτερά οι νεκροί μας, όταν πηγαίνουν απέναντι. Αλλά δεν είναι παρά ένα λιοντάρι που σκίζει την καρδιά μας ώσπου να καταλάβουμε πως δεν θα τους ξαναδούμε πια. Το λυπητερο τραγουδισμα του αηδονιού που λάμπει σαν δοξάρι κάτω απο μια ηλιαχτίδα. Ύστερα ο χρόνος απαλά, τους αφήνει νας μας επισκέπτονται στον ύπνο μας και να μας αφήνουν μηνύματα. Να μας γδέρνει στην πλάτη με τρυφερότητα ένα αόρατο μάτι. Πίνουμε μαζί τους κρασί και γινόμαστε δέντρα πριιν την φωτιά. Μα πάντα πίσω από το φέρετρο, ακολουθεί η μύγα. Στην αδελφική μου φίλη Μ.Τ για την απώλεια του πατέρα της. Ελαφρύ το χώμα.

Τις νύχτες ανάβεις κεράκια για τους εραστές που καίγονται και καντηλάκια για τους νεκρούς. Τις ημέρες περπατάς με τους αστράγαλους γεμάτους πεταλούδες. Και καθώς κάνεις ανάγνωση σε αυτά που παρατηρείς βρίσκεσαι στον βυθό. Ο βυθός θόρυβο δεν έχει, μόνο ξέρει, και γι αυτό είναι άγρυπνος. Αφήνεις μακριά την επιφάνεια που της αρέσει να κάνει κρότους. Της αρέσει να σπέρνει θύματα. Ο πόλεμος και η επιφάνεια σφυροκοπούν θανάτους. Έτσι έμαθες να φεύγεις. Να μην φυτρώνεις πουθενά. Να μην μπορούν να σε σπείρουν. Έτσι έμαθες να ζεις. Να ιππεύεις ανέμους. Να σαρώνεις και να σαρώνεσαι στις θύελλες.

Κυλάω μέσα σε ημέρες γεμάτες σύννεφα, τα σύννεφα ενώνονται με την θάλασσα, μπαίνω σε ένα σύννεφο που γελάει με νερό και πότε κλαίει, με το αυτοκίνητο περνώντας την χώρα, τα σύννεφα μπαίνουν μέσα από το ανοιχτό τζάμι, ντύνομαι σύννεφο και ονειρεύομαι με πάθος ένα πιάνο στην θάλασσα. Και τι δεν θα έδινα για ένα πιάνο στην θάλασσα..

Πικρόγλυκα εδώλια ανασαίνουν απαλά τον ήχο των αιώνων. Σκύβεις μαζί τους, ανεβαίνοντας τις αόρατες σκάλες. Καμία ποίηση δεν προηγείται του ανθρώπου. Ολα γυρνούν γύρω από το χάος. Γιατί καμιά συνθήκη δεν υπάρχει που να πιστοποιεί την ημερομηνία του θανάτου σου. Μονάχα αυτά που φτιάχνει ο άνθρωπος από ανάγκη και αγάπη. Ίσως για να εξημερώσει φευγαλαία τους προσωπικούς του δαίμονες. Ίσως για να ξεχάσει τον φόβο αυτού που ονόμασε μοίρα. Χώρα- Αμοργός

Οι νύχτες απειλούνται από τις φωνές του Βοριά, τα παράθυρα και οι πόρτες χτυπούν αποβλακωμένες, η θάλασσα γεμάτη αφρούς αναγκάζει τις βάρκες να φοβηθούν. Τα ρούχα δεν στεγνώνουν. Οι βόλτες συνεχίζονται μέσα από τα μουγκρητά του ανέμου. Ο αέρας στην χώρα προσπαθεί να σε σηκώσει από την γη κάνοντας τα ρούχα σου πανιά για πλεούμενα. Η ομίχλη τον περισσότερο καιρό κολλούσε επάνω μας και δυσκόλευε τα μάτια . Ένας ήλιος μπερδεμένος ψάχνει και βρίσκει πορτρέτα. Οι γάτες ήρεμες κοιμούνται τον επτάψυχο ύπνο τους. Τα καφενεία πότε πότε γεμίζουν τάβλι, χαρτιά και ρακή. Φοράω τα πόδια μου και πάω. Προς την θάλασσα. Την παρηγορήτρα. Σε έναν Σεπτέμβρη θεριστή. Στο χαρτί 13 της ταρό. Φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι τον θάνατο. Πολλές φορές βλέπω τον πεθαμένο μου πατέρα, μέσα στο σπίτι να δουλεύει το ξύλο τρίβοντας το. Βάζοντας του καρφιά. Σκέπτομαι τον κόσμο καρφωμένο σε έναν καμβά.Και γεμάτο καρφιά και πληγές. Η αδιαλλαξία και ο φανατισμός είναι πια φαρμάκια της καθημερινότητας. Είναι καρφιά στο κρανίο της ανθρωπότητας. Είμαι βαθιά απαισιόδοξη γιατί είμαι ευαίσθητη με κεραίες ανοιχτές. Είμαι άοπλη, έχω άλλο οπλισμό, αόρατο. Βλέπω την ανθρώπινη σκιά να ψάχνει να βρει τις νόρμες της για να εκφραστεί. Θα μπορούσε να διευκολυνθεί καταλαβαίνοντας τις λέξεις αγάπη, ευχαριστώ, συγχωρώ και ντρέπομαι.. ΣΕπτέμβρης

Άνθρωποι μετάξια, διαφανείς πίσω από τις κουρασμένες αυλαίες, γενναίοι σαν γνήσιοι και αθώοι, νικητές και ηττημένοι, άνθρωποι ποδήλατα, φεγγάρια που χάσκουν πάνω από τις αυλακιές των υπονόμων της πόλης, άνθρωποι ολόκληρες ατμόσφαιρες από μόνοι τους, κεριά και κεχριμπάρια, καθρέφτες στο ταβάνι, εκτός του κύκλου με την κιμωλία, άνθη καταραμένα, ενωμένοι μια γροθιά, γοητευτικοί μέχρι θανάτου,και μετά θανάτου, συμπόσια κατανυκτικά σε καράβια με ανέμους δυνατούς, λέξεις με κίνηση, νότες σε σπορά, κάδρα του Βαν Γκογκ σε μετεωρισμό, σπαραγμοί ελαφίσιων ματιών καθώς η γλυκιά συμμορία τελειώνει από την φυσική της παρουσία, σπαραγμοί και οδύνη καθώς η παγκόσμια συμμορία λυμαίνεται την γλυκιά και καθώς το κτήνος ανεβαίνει σαν Κινγκ Κονγκ τις πόλεις,τις χώρες, τις επαρχίες και τους δρόμους, σκορπίζοντας λήθη και θανάτους οδυνηρούς, εσύ βλέπεις μια ταινία για πολλοστή φορά και πηγαίνεις να κοιμηθείς μέσα σε δάκρυα ποτάμια , σκέφτεσαι πως σε καθόρισε και δεν εξανθρωπίστηκες ακόμη, έπειτα χαμογελάς στην ελπίδα πως ΑΧ, τυχεροί και γενναίοι όσοι διατηρούν μια γλυκιά συμμορία, με πρόσωπα κι όχι περσονες, με καρδιές που φυλάνε τα καστρόσπιτα ,τις μουριές και τα πεύκα στα κοιμητήρια, με δέος και υπόκλιση στο να μπορείς να μείνεις άνθρωπος εκτός ορίων κι εκτός στέγης ονείρων , τα όνειρα είναι γλυκοσυμμορίες και πετούν πάντα ελεύθερα.. Σκέψεις για την γλυκιά συμμορία που ξαναείδα χτες και κα΄θε φορά είναι σαν να την βλέπω για πρώτη φορά ,όπως γίνεται πάντα με την τέχνη που έχει ψυχή και πρόσωπο.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2019



Η Γιούζου έγειρε μέσα στην νεκρική αχλή του ραδιενεργού μανιταριού ενώ χιλιάδες φωνές έσμιγαν με την δική της. Ο θάνατος φανέρωνε στους άτυχους το πιο φρικτό πρόσωπο του μέσα σε εκρήξεις χημικής φωταψίας. Δεν προλάβαινε να χαιρετήσει τον αγαπημένο της, δεν προλάβαινε να φορέσει το κιμονό της ερωτικής παράδοσης, δεν προλάβαινε να αποχαιρετήσει τον γάτο της. Ένα θλιβερό αποτύπωμα σκόνης φώτισε τα πάντα κι ύστερα έπεσε μια θανατερή σιωπή. Όλα ε΄λαμπαν απόκοσμα, όλα έμειναν εκεί σαν σιωπηλές περσόνες που υμνούσαν τον θάνατο. Το βουβό κλάμα της φύσης έσμιξε με αυτό των ανθρώπων. Ότι αθώο κάηκε στην χρονοκάψουλα για πάντα. Η Γιούζου κοιμήθηκε προλαβαίνοντας να αφήσει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της . Έτσι ήθελε να την βρει ο αγαπημένος της . Τον αγαπούσε πάνω από τις δυνάμεις της, πέρα από αυτό που λέγεται εαυτός. Πρόλαβε να σκεφτεί πως η στέρηση του εαυτούς της θα πλήγωνε ανεπανόρθωτα τον αγαπημένο της, πιο πολύ αυτό την πλήγωνε τώρα , όχι το τέλος της. Τα χέρια της σταύρωσαν σε ένα μικρό αγκάλιασμα μπροστά στο στήθος της σαν να αγκάλιαζε εκείνον και η υπόλευκη ατμόσφαιρα την τράβηξε αλλού, σε αυτό που ονομάστηκε θάνατος.. Το αποτύπωμα της Γιούζου

ο Κόσμος μας ανήκει, όταν ανήκουμε στον εαυτό μας. Σκούπισε τα μάτια σου και πάρε το μονοπάτι των λυγμών. Ότι μας ανάθρεψε είναι το δάκρυ. Ότι μας φώτισε είναι το γέλιο. Γελοίοι άνθρωποι προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε πως ότι διέσχισαν σε δρόμους ήταν σαν γυμνοσάλιαγκες. Δεν μας περισσεύουν οι ενοράσεις. Ούτε η βαθιά πτώση και άνοδος με το τρίτο μάτι, εκείνο που δεν κατέστρεψε ο πολιτισμός. Όσο θα ζω στον κόσμο θα διηγούμαι αυτό που ζω. Μα πρώτα να ζήσω. Να ζήσω επιμένοντας σε μια πνευματική επάρκεια χωρίς να εξασφαλίζω πως ξέρω. Θα ζησω. Τίποτε δεν ξέρω. Κάθε ημέρα όλα αλλάζουν. Το σώμα μου αλλάζει μαζί με το σώμα της γης. Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις, θα ξεμπερδέψω με τους μύθους που κρύβουν την αλήθεια. Πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος. Αυτό θέλουν να κρύψουν, να μην θυμίσουν. Σε αγαπώ!

Όταν έρχομαι στο νησί αγριεύω, πίνω ποτά με ρυθμούς αλόγου σε καλπασμό, παίρνω την Κίκο στα χέρια μου και προσπαθώ μάταια να της δείξω πως έχω στις παλάμες μου όλα τα αγγίγματα των ηλικιωμένων αντρών με την τραγιάσκα. Ότι ο βασιλιάς Έλβις ζει ακόμη στο στήθος μου μαζί με όλους αυτούς που κάηκαν νωρίς. Ζω στα βράχια, τα νησιά με κυκλώνουν ασύστολα με τον ήλιο να με γδέρνει επιτακτικά. Ζω χωρίς την συστολή της πόλης κι έχω όλη την διάθεση να μην είμαι εγώ αλλά όλοι μαζί. Καπνίζω πολλά τσιγάρα ταυτόχρονα, ακούω μουσικές χωρίς όρια, η θάλασσα βρυχάται στο μέρος που κοιμάται εκείνη που κάποτε αγάπησα. Την αγάπησα γιατί δεν μπορούσε να με αγαπήσει, μετά από λίγο καιρό αυτό έγινε και τότε αυτόματα κατάλαβα πως άδειασα από την ανάγκη της αγάπης της. Ταίζω τις γάτες και κολυμπάω με τα ψάρια. Ζει ο Έλβις. Ο Έλβις ζει στις ΚΥκλάδες. Αρπάζει ένα δελφίνι με την δύναμη ενός Έλληνα αρχαίου ήρωα και ανεβαίνει επάνω του. Καίγομαι μαζί του εξαντλητικά. Τα εξαντλώ όλα στις ελιές. Εκεί θάβω τις στάχτες μου. Δεν θέλω να θυμάμαι πως είμαι άνθρωπος. Μα ξυπνώ το πρωί και αντιλαμβάνομαι με έκπληξη πως δεν είμαι παρά ένας σουμιές στο στρώμα. Και πάνω μου είναι ένας άγνωστος άντρας με μια γυναίκα που την λέει Κίκο. Και δεν μπορώ να ξεφύγω από τα αγκαλιάσματα τους και την έπαρση του έρωτα τους..

Σε ένα νησί της άγονης, μπορείς να κρύψεις τα ίχνη σου. Και μπορείς να φανερώσεις τον εαυτό σου όπως είναι. Να γίνεις η πεταλούδα του Σαχτούρη και του Μπόρχες. Να διώξεις τα περιττά και τα φλύαρα που επιζητούν να κρύψουν. Αυτό που είναι ,αυτό υπάρχει. Τα άλλα διανύουν έναν κύκλο και πεθαίνουν..

όλες εμείς, οι αξιότιμες, καθισμένες στις καρέκλες ενός καφενείου στο νησί ,άδειο από πελάτες , εμείς που ζητάμε έναν μεζέ με αξιοπρέπεια και γοητεία, με τα μάτια μας γεμάτα από τα φεγγάρια του Αυγούστου, απλωμένες στην ραστώνη του θέρους, χαμογελούμε τρυφερά σε αυτόν που γνωρίζει πως να μας δώσει το χάδι, κοιτάζουμε διερευνητικά κι απειλητικά έναν σκύλο που μας πλησιάζει, σκοτώνουμε τα έντομα κάνοντας απλωτές στον αέρα, εμείς που ζούμε ελεύθερες και γνωρίζουμε κάθε ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στα λιμάνια, γιατί εμείς κάποτε, ζούσαμε σαν ιέρειες του έρωτα. Και πολλά γνωρίζουμε, γι αυτό μαγνητίζουμε με το βλέμμα μας και η αράχνη υποκλίνεται . Κι η γυναίκα ερωμένη, σαν εμάς περπατάει στην κάμαρα, σαν αιλουροειδές σε επιθετική αναμονή.. οι Γάτες

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019


H γενικευμένη εκπολιτισμένη απάθεια της κοινωνίας της πόλης με σπρώχνει μακριά. Όλα τα εγκλήματα που κρύβονται ή περιγράφονται στα δελτία των ειδήσεων μου χαράζουν το συκώτι. Περπατώ στους δρόμους προσπαθώντας να τραβήξω λίγο ουρανό μέσα μου. Να ενδυθώ λίγο την ομορφιά των πτηνών και να φανταστώ τις γκέισες να σκουπίζουν απαλά την άσφαλτο με τα λεπτά κιμονό τους. Να γευτώ το θρόισμα ενός ρούχου ή ενός αρώματος ανέπαφο από την επιτήδευση. Το πρόσωπο μου όταν σκέφτομαι τέτοιες εικόνες αλλάζει. Νιώθω τους μύες του να ανεβαίνουν προς τα επάνω μαζί με τον τρόπο που εκθέτω τον εαυτό μου στους άλλους . Γεύσεις χαράς, μικρές χαρές που ενώνονται σε μια χρυσή κλωστή. Θέλω να ζήσω ελεύθερη. Να διατηρήσω την ελευθερία μου να φεύγω με το μυαλό μου και τις πράξεις μου να διατηρούνται απροβάριστες και να πληρώνουν το κόστος. Είναι το πιο γλυκό κόστος. Τα καράβια λικνίζονται και τρέχουν στο νερό. Πόσο άδικο να μην μπορούν να δουν τον κόσμο που υπάρχει από κάτω τους.. Θα έρθει μια ημέρα που τα καράβια θα βλέπουν. Και οι άνθρωποι δεν θα ξέρουν μονάχα τα συναισθήματα, θα γνωρίζουν την ανατομία των αισθημάτων..

Οι ψυχές που τσαλακώθηκαν γιατί πόνεσαν από την προδοσία, είναι πουλάκια με φτερά από μετάξι. Μαζεύονται γύρω μου και μιλούν ψιθυριστά μην με ενοχλήσουν. Μα τους μιλώ όσο γίνεται απαλότερα μην τρομάξουν. Περπατούμε μαζί στα μονοπάτια, πεταλούδες με τέσσερα μάτια μας τραγουδούν. Τα κρινάκια της άμμου, κατεβάζουν το κεφάλι τους και ύστερα το σηκώνουν με τόλμη μελλοθάνατου που ξέρει, στον ουρανό. Κι εγώ που δεν πιστεύω σε θεούς που τιμωρούν ή κάνουν θαυματα σκύβω την όψη μου και λέγω. Κύριε δώσε μου κι άλλο χρόνο να ζήσω ετούτον τον κόσμο τον αγγελοπλασμένο, άσε με να είμαι ηρεμίτης μέσα στην κοσμική ομορφιά μαγεμένη και ελεύθερη, σπίτι μας είναι όπου χτυπά η καρδιά μας χαρούμενη.

Πολλές φορές σκέφτομαι την λέξη συγγνώμη και προσπαθώ να της δώσω μια μορφή.Ένα χρώμα. Γιατί άραγε είναι μια λέξη που δύσκολα προφέρουν οι άνθρωποι; Ίσως γιατί νιώθουν πως έτσι αυτοματα θα προσφέρουν; Γιατί ετούτη η προσφορά ανοίγει πόρτες στην χαρά και την γαλήνη και κλείνει την καταπακτή του εγωισμού; Δεν ξέρω. Ξέρω πως ζητώ συγγνώμη για κάθε λεπτό που δεν ακούω με προσοχή τα τζιτζίκια, που δεν αφήνομαι στη θάλασσα με ευκολία, που δεν κοιτάζω με προσοχή τις ρυτίδες στα πρόσωπα των καλόγνωμων ανθρώπων, που δεν προσέχω το δέντρο που στέκεται γυρτό δίπλα στην εκκλησία σπρωγμένο από τον βοριά του Χειμώνα, που δεν γίνομαι ένα με την φύση και δεν πετάω με τον αετό επάνω από το φαράγγι . Εαν κάποιος γίνει ένα με κάποιο Κυκλαδίτικο τοπίο ,εύκολα θα καταλάβει την συγγνώμη. Γιατί χρειάστηκε πολύς κόπος από την φύση και πόνος να γίνουν οι Κυκλάδες, αυτές οι κόρες, οι πέτρινες να στέκονται γύρω γύρω στην θάλασσα και τον εαυτό τους. Πολύς κόπος να δουλέψει ο άνθρωπος κάτω από τον καυτό ήλιο να λαξέψει την πέτρα. Να κάψει τις πατούσες του στα βράχια να βγάλει αλάτι. Να οργώσει με το ζώο του το άγονο και να το κάνει να βγάλει καρπό. Να υπομονέψει να βγάλει η συκιά το σύκο. Να ωριμάσει, να γλυκάνει το σταφύλι. Να γίνει η ελιά λάδι. Να γλυκάνει ο άνθρωπος, αυτό το σκληρό, το σκληρότερο ζώο που έγινε έτσι όταν κατάλαβε τον θάνατο και άρχισε να γεμίζει με ερωτήσεις την ύπαρξη του που ήταν αδύνατον να απαντηθούν. Και αλλού να κατοικήσει αυτό το ζώο, σε άλλον πλανήτη, οι ερωτήσεις θα τον καταδιώκουν και θα τον σκοτώνει αυτό, πως είναι τάχα ο ΄πιο σπουδαίος που ήρθε στην γη από την θάλασσα. Προσωπικά ,αυτά τα νιώθω κάτω από το δέρμα μου στις Κυκλάδες, κι ίσως ειδικότερα στο νησί μου..

Φέτος έχω αποφασίσει ότι με χαλάει να το διώχνω. Οι κακές ειδήσεις φεύγουν από το παράθυρο. Οι άφιλοι φίλοι κινούνται σε άλλα σύμπαντα, εκτός του δικού μου. Η απόφαση μου να γίνω μέρος του τοπίου είναι επιτακτική. Η αυτολογοκρισία μου, πήρε πόδι. Τα αντιαισθητικά -εκτός της ρακέτας- που δεν μπορώ να συνθλίψω, πήραν κι αυτά πόδι. Δεν τα βλέπει το μάτι μου, δεν τα νιώθει η καρδιά μου. Την στιγμή που θα επιστρέψω στην ηλικία που οι νεκροί μου ήταν ζωντανοί και με γέμιζαν με την αγάπη τους κι εγώ ξέγνοιαστη έφτιαχνα καστρόσπιτα, εκείνη την στιγμή θα είμαι γεμάτη από το προσωπικό μου τοπίο. Στην ζωή δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να μπαίνουμε στο προσωπικό μας τοπίο εκτός από τους τόπους που η παιδική ηλικία ενυπάρχει με την ενήλικη σε μια αρεστή αρμονία..

Η Γιούζου έγειρε μέσα στην νεκρική αχλή του ραδιενεργού μανιταριού ενώ χιλιάδες φωνές έσμιγαν με την δική της. Ο θάνατος φανέρωνε στους άτυχους το πιο φρικτό πρόσωπο του μέσα σε εκρήξεις χημικής φωταψίας. Δεν προλάβαινε να χαιρετήσει τον αγαπημένο της, δεν προλάβαινε να φορέσει το κιμονό της ερωτικής παράδοσης, δεν προλάβαινε να αποχαιρετήσει τον γάτο της. Ένα θλιβερό αποτύπωμα σκόνης φώτισε τα πάντα κι ύστερα έπεσε μια θανατερή σιωπή. Όλα ε΄λαμπαν απόκοσμα, όλα έμειναν εκεί σαν σιωπηλές περσόνες που υμνούσαν τον θάνατο. Το βουβό κλάμα της φύσης έσμιξε με αυτό των ανθρώπων. Ότι αθώο κάηκε στην χρονοκάψουλα για πάντα. Η Γιούζου κοιμήθηκε προλαβαίνοντας να αφήσει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της . Έτσι ήθελε να την βρει ο αγαπημένος της . Τον αγαπούσε πάνω από τις δυνάμεις της, πέρα από αυτό που λέγεται εαυτός. Πρόλαβε να σκεφτεί πως η στέρηση του εαυτούς της θα πλήγωνε ανεπανόρθωτα τον αγαπημένο της, πιο πολύ αυτό την πλήγωνε τώρα , όχι το τέλος της. Τα χέρια της σταύρωσαν σε ένα μικρό αγκάλιασμα μπροστά στο στήθος της σαν να αγκάλιαζε εκείνον και η υπόλευκη ατμόσφαιρα την τράβηξε αλλού, σε αυτό που ονομάστηκε θάνατος.. Το αποτύπωμα της Γιούζου

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019




Όταν ακούω το βουητό της καρδιάς κάποιου, τότε ξέρω καλά πως έχει πλήρη επίγνωση του πόνου.

Οι πτώσεις των αγγέλων κάνουν έναν ανεπαίσθητο θόρυβο, σαν αυτόν όταν πέφτει ένα φύλλο. Μια τέτοια ακοή σε καθιστά πολύ ευαίσθητο. Και αρκετά βαλλόμενο γιατί βλέπεις πίσω από αυτά που σε έμαθαν να βλέπεις. Τίποτε δεν ξέρεις για να γίνεις άνθρωπος. Αυτα που μαθαίνεις συνεχώς μετατοπίζονται για να έρθουν καινούργια. Κι αυτά που ξέρεις δεν έρχονται σε συμφωνία με αυτά που γνωρίζουν οι άλλοι. Λίγοι καταλαβαίνουν πόσο φως έρχεται μετά από το σκοτάδι.. Δεν μου αρέσουν οι κανονικοί άνθρωποι. μου χρειάζεται να αγαπάω, να αγαπάω τους ανθρώπους. Αυτούς που φωτίζουν τον κόσμο με την φωτιά τους. Ολοένα και περισσότερο αποβάλλω τον παιδικό εγωισμό μου, αυτόν της ιεραποστολής, της προστασίας των αδυνάτων, δεν χρειάζεται καμία ιεραποστολική διάθεση γι αυτό, αυτό γίνεται αυτόματα σαν το ανοιγόκλεισμα των ματιών.. Είμαι ο κανενας που επιτυγχάνει μια ειρήνη με τους εαυτούς του. Μου αρκεί για να ζω θαύματα. Να συναντώ δηλαδή ανθρώπους που κάτι μας συνδέει αόρατο και μας κάνει να βγάζουμε τις πανοπλίες μας. Και να γινόμαστε για λίγο ένα. Έπειτα φλογισμένοι και πιασμένοι σε μιαν ιδιαίτερη έκσταση παίρνουμε ο καθένας τον δρόμο του.Αυτή η έκσταση δεν μοιάζει σαν την φλόγα ενός αστεριού που χάνεται, κάτι μένει μέσα σου. Αγαπώ να αγαπώ. Ύστερα να με αγαπούν.

H γενικευμένη εκπολιτισμένη απάθεια της κοινωνίας της πόλης με σπρώχνει μακριά. Όλα τα εγκλήματα που κρύβονται ή περιγράφονται στα δελτία των ειδήσεων μου χαράζουν το συκώτι. Περπατώ στους δρόμους προσπαθώντας να τραβήξω λίγο ουρανό μέσα μου. Να ενδυθώ λίγο την ομορφιά των πτηνών και να φανταστώ τις γκέισες να σκουπίζουν απαλά την άσφαλτο με τα λεπτά κιμονό τους. Να γευτώ το θρόισμα ενός ρούχου ή ενός αρώματος ανέπαφο από την επιτήδευση. Το πρόσωπο μου όταν σκέφτομαι τέτοιες εικόνες αλλάζει. Νιώθω τους μύες του να ανεβαίνουν προς τα επάνω μαζί με τον τρόπο που εκθέτω τον εαυτό μου στους άλλους . Γεύσεις χαράς, μικρές χαρές που ενώνονται σε μια χρυσή κλωστή. Θέλω να ζήσω ελεύθερη. Να διατηρήσω την ελευθερία μου να φεύγω με το μυαλό μου και τις πράξεις μου να διατηρούνται απροβάριστες και να πληρώνουν το κόστος. Είναι το πιο γλυκό κόστος. Τα καράβια λικνίζονται και τρέχουν στο νερό. Πόσο άδικο να μην μπορούν να δουν τον κόσμο που υπάρχει από κάτω τους.. Θα έρθει μια ημέρα που τα καράβια θα βλέπουν. Και οι άνθρωποι δεν θα ξέρουν μονάχα τα συναισθήματα, θα γνωρίζουν την ανατομία των αισθημάτων..

Οι ψυχές που τσαλακώθηκαν είναι πουλάκια με φτερά από μετάξι. Μαζεύονται γύρω μου και μιλούν ψιθυριστά μην με ενοχλήσουν. Μα τους μιλώ όσο γίνεται απαλότερα μην τρομάξουν. Περπατούμε μαζί στα μονοπάτια, πεταλούδες με τέσσερα μάτια μας τραγουδούν. Τα κρινάκια της άμμου, κατεβάζουν το κεφάλι τους και ύστερα το σηκώνουν με τόλμη μελοθάνατου που ξέρει, στον ουρανό. Κι εγώ που δεν πιστεύω σε θεούς που τιμωρούν ή κάνουν θαυματα σκύβω την όψη μου και λέγω. Κύριε δώσε μου κι άλλο χρόνο να ζήσω ετούτον τον κόσμο τον αγγελοπλασμένο, άσε με να είμαι ηρεμίτης μέσα στην κοσμική ομορφιά μαγεμένη και ελεύθερη, σπίτι μας είναι όπου χτυπά η καρδιά μας χαρούμενη.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019



Είναι πολλά τα κοινά που με συνδέουν με τον παππού εξ Αμοργού. Ένα από αυτά είναι η θέση του ύπνου. Στην δεξιά μεριά, με το χέρι κάτω από το μαξιλάρι ,στην στάση του εμβρύου. Η καμαρούλα του ήταν μικρή, είχε μια κουρτίνα αντί για πόρτα κι ένα καντηλάκι που το άναβε κάθε ημέρα η γιαγιά. Τα μεσημέρια που κοιμόταν κουρασμένος από το μαραγκούδικο, άνοιγα την κουρτίνα και τον χάζευα πολλή ώρα. Ο ύπνος του θα τολμούσα να πω πως ήταν Παπαδιαμαντικός, γαλήνιος εξωτερικά και γεμάτος φουρτούνες μέσα του. Γιατί είχε πολλές φουρτούνες ο παππούς. Από το δέντρο των παιδιών του. Ήταν ψηλός και καθώς εγώ άλλαζα περσόνες μέσω ρούχων, κόκκινα κοτλέ παντελόνια στα 16 με παλτό Ιούνιο μήνα έτσι για σπάσιμο, ύστερα κελεμπίες και μετά ινδικές φούστες με δεκάδες βραχιόλια λόγω Τζόπλιν, εκείνος φορούσε αιώνια τραγιάσκα και την φανελα που φορούσε ο Βαμβακάρης.Κι όλοι οι άντρες των νησιών. Ύστερα ένα Καλοκαίρι φόρεσα το γιλέκο του με την ινδική φούστα. Ήταν σαν να έχω τον παππού επάνω μου και δεν με ενδιέφερε διόλου ότι ο κόσμος γέμιζε το κενό του σχολιάζοντας συνεχώς το ντύσιμο μου. Από ένα σημείο και μετά δεν ενδιέφερε ούτε εκείνον. Κι αυτό μου αρκούσε. Τις σπανιες φορές που ερχόταν στην Αθήνα ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου, σαν να ερχόταν το Καλοκαίρι μέσα στον Χειμώνα. Σήμερα τον θυμήθηκα και τον σκεφτόμουν έντονα, τόσο, ώσπου όλος ο οργανισμός μου έπεσε σε νιρβάνα. Σε κατάσταση Ζεν. Γέμισα από την ήρεμη ματιά του. Τα μάτια του,, μου θύμιζαν γιασεμιά. Ευωδίαζαν, ολόκληρος ευωδίαζε με αυτό που δεν έχει ο άνθρωπος της πόλης. Ο δικός μου παππούς ήταν ένας ποιητής με τον δικό του τρόπο. Αντί μαλώματος και ξύλου μου έλεγε ιστορίες με παραβολές που αυτοσχεδίαζε. Διάβαζε συνεχώς, άφηνα στο τραπέζι τάχα αφηρημένα βιβλία που τα διάβαζε το μεσημέρι και το βράδυ ώσπου να κοιμηθεί κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου- μέχρι Μπουκόβσκι και Κέρουακ διάβασε. Ήταν ο μόνος που είχε τελειώσει το σχολείο αλλά αυτό δεν λέει τίποτε, το σημαντικό είναι η ικανότητα αφήγησης του , η υπομονή και το χαμόγελο. Πως για τα βάσανα που του φορούσαν οι άλλοι σαν τα σαμάρια που έφτιαχνε ο ίδιος για τα γαιδούρια, δεν βαρυγκομούσε, υπέφερε από ιώβια υπομονή Κι όταν απαιτούσα να κάθομαι ολόκληρο γομάρι 19 χρονών στα γόνατα με χόρευε κουνώντας τα πόδια του και τραγουδούσαμε μαζί, νταχτι ρντι νταχιρντι νάτο νάτο το παιδί. Στην Αμοργό τότε, δεν είχαμε φως ούτε λιμάνι, είχαμε όμως παππούδες που στο μισό τους πρόσωπο έλαμπε ο ήλιος και στο άλλο μισό το φεγγάρι. Ισορροπίες χωρίς άσκοπα λογοπλαστικά τερτίπια κι επίδειξη δύναμης. Δεν τσακώθηκε ποτέ παρά μόνο με την γιαγιά μου. Κι όταν ερωτευόμουν μου έλεγε απλά, το προσωπάκι σου λάμπει σαν να καταπιες ήλιο. Και γελούσαμε για την επικοινωνία χωρίς λέξεις γιατί η καρδιά γελούσε. Η καρδιά γελούσε. Θυμάσαι την τελευταία φορά που γέλασε η καρδιά σου;

Πόσο πιο απλή κι ωραία θα ήταν η ζωή αν δεν υπήρχαν ψέματα του τύπου ( να ακυρώσουμε το σημερινό μας ραντεβού, είμαι λίγο αδιάθετος-η, να τα πούμε την άλλη εβδομάδα), φυσικά δεν τα λένε ποτέ, ( θα μιλήσουμε, θα περάσω να σε δω) ( είσαι πολύ όμορφη, είσαι θεά) (α, μα ήσασταν εξαιρετική στην παράσταση) (ειλικρινά σας θαυμάζω) ( θα φτιάξουμε την χώρα σαν να είναι ένα σπίτι για τους πολίτες της) (εμεις θα σας σώσουμε) (Α! Εγω ζω για την ποίηση ) (Θα σε αγαπώ πάντα) (Είσαι ότι πιο όμορφο μου έχει συμβεί) (Δεν με νοιάζουν τα λεφτά) (ότι έφτιαξα στην ζωή τα έκανα μόνος μου) ( Δεν έχω πειράξει μυρμήγκι) Επίσης η ζωή θα είχε αξία αν η αλήθεια ήταν συνειδητοποιημένο από όλους, πως είναι πολλά κομμάτια κι όχι ένα. Θα ήταν όμορφη η ζωή αν το ψέμα ήταν τέχνη και κομμάτι της τέχνης κι όχι μια πικρή αηδία γεμάτη κοινοτοπίες και απόλυτα προβλέψιμες εξελίξεις. Η ζωή για τα γατόνια και τους γυριστρούληδες είναι μια απόλυτα προβλέψιμη ιλαροτραγωδία. Γι αυτό κοπιάζουν διπλά στο να ζήσουν όμορφα. Το να προστατεύεις τον εαυτό σου από τον μη σπαταλημένο χρόνο είναι σήμερα διατριβή.

Κάποιοι προσπαθούν να μας πουν πως η ποίηση και η δημοσιογραφία είναι ένα μεγάλο κρεβάτι που χωράει πολλούς. Ανταμώνουν, χωρίζουν , ξεπαστρεύονται και ξεπαστρεύουν, αντιπαθούν και μισούν ή ερωτεύονται σύμφωνα με τους καπνούς της φωτιάς ενός Ινδιάνου κάπου στο υπερπέραν. .... Οι συμπάθειες καλλιεργούν τις φιλοδοξίες και καλωπίζουν τους υπόγειους θυμούς και τα απωθημένα. Δεν θα αναφέρω τι είναι η ποίηση , αυτό το αφήνω σε δεκάδες ειδήμονες που τα τσούζουν παρέα και τα στέκια τους ακούνε τις μπαναλ ιστορίες τους. ............ Γενικά, πήξαμε από ποίηση, ίσως να βγει και κάτι καλό αλλά πρώτα χρειάζεται να φυγει η σαπίλα. Αυτή που βρωμάει και ζέχνει μοιράζοντας στις κουβέντες τις προσωπικές ιστορίες των άλλων. Οι καλοδιατηρημένοι στον πάγκο ξερνούν όπου βρούν, μαζί με τις προστατευμένες και τους προστάτες τους. Και βγάζουν στην γραμμή όποιον τους γελάσει το μάτι ή χαριεντιστεί μαζί τους ή ζεστάνει και λίγο το κρεβάτι τους. Αλλά αυτό αφορά αυτούς και τους άλλους.Δεν είναι τα σεντόνια το θέμα, το δέρμα είναι. ............... Και πήξαμε και βρωμίσαμε με δημοσιογράφους που δεν είναι δημοσιογράφοι αλλά κίτρινα φύλλα που καλύπτουν τις κρεβατοκάμαρες και λειτουργούν σαν καθρέφτες σε επιδείξεις σεξιστικής δύναμης ή αδυναμίας, οφθαλμοπόρνοι που στήνουν μια προσωπική συνέντευξη -συζήτηση για ένα χτύπημα κάτω από την μέση για συγκεκριμένα πρόσωπα. ................. Δεν με ενοχλούν οι βωμολοχίες, με ενοχλούν οι κιτρινοφυλλαδίτες ,οι σεξιστές, οι φαλλοκράτες,οι εξουσιομανείς, οι φασίστες, οι οφθαλμοπόρνοι που πάντα έτσι κι αλλιώς υπήρχαν στην πολιτική και τα γράμματα. Έχει σημασία τι τονίζεις και τι βάζεις με μεγάλα γράμματα και τι σε εισαγωγικά. Τι θες να αναδείξεις στην φυλλάδα σου. Σιχάματα του είδους, ανθρωποειδή. Δεν θα συμμετέχουμε στο μεγάλο σας κρεβάτι. ...................... Υπογράφω ως πιστή αναγνώστρια από 12 χρονών και μόνον. Ας ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι.

Δεν γίνεσαι ποίημα από ανάγκη. Γίνεσαι την στιγμή που γίνεσαι μέρος του κόσμου. Είσαι το όλον και μαζί ένας σπόρος. Ο σπόρος γίνεται ο κόσμος. Ένα ποίημα μιλάει τον κόσμο. Ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι να γίνεσαι ποίημα. Αλλά από την στιγμή που το βιώνεις δεν μπορείς να το αποφύγεις. Γιατί μεγαλύτερη έκσταση από αυτόν τον κίνδυνο δεν υπάρχει. Ίσως να είναι η ίδια ,την ώρα που γεννιέσαι, απλά δεν το θυμάσαι.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019


'Έρωτας είναι η πτώση στο κενό χωρίς κρότους. Έρωτας είναι αυτό που δεν παίρνει αναβολή. Είναι μια διαδικασία χωρίς όρια και όρους. Είναι ένα γεγονός που σε καθιστά εκτός του κοινού ενώ ο πληθυντικός αριθμός γίνεται ένας χωρίς το εγώ.. Ζητάει θαυμασμό, επιθυμία κι αμέτρητες νύχτες με τα άστρα καθηλωμένα στους οφθαλμούς. Είναι εκείνο το δαιμόνιο που κάνει τον άνθρωπο να απωθεί την κτηνώδη φύση του και να υμνεί την ομορφιά. Ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν νιώθει τόσο άτρωτος μα και τόσο τρωτός ταυτόχρονα... Πολλοί μπερδεύουν τον έρωτα με την καψούρα, η καψούρα ξεχνιέται ,ο έρωτας έχει μνήμη. Υπάρχουν κι οι γελοίοι έρωτες, αυτοί που έχουν προδιαγραφές για κλάματα και τελειώνουν θορυβωδώς. Ο έρωτας δεν είναι ανόητος, έχει βλέπεις μέσα στον πυρήνα του την αθανασία. Οι ανέραστοι από φύση και θέση συνηθίζουν να είναι τυφλοί μπροστά του, τον εκδικούνται παριστάνοντας στον ίδιο τους τον εαυτό πρώτα και μετά στους άλλους πως είναι ερωτευμένοι. Ναι, ο καιρός που διανύουμε είναι αντί ερωτικός αλλά ο μέγας ερωτικός γράφτηκε κι έζησε με λαμπρότητα. ¨οποιος δεν κάηκε και δεν θάφτηκε από έρωτα , δεν ένιωσε ποτέ πόσο ψηλά μπορεί να πετάξει το ανθρώπινο όν.. Και παραμένει σαν να είναι τυφλός στην γη.. Ο έρωτας υπάρχει πριν την ανθρώπινη ιστορία.. Κι έχει μονο μύστες..

Αυτό που μένει από έναν θάνατο, είναι η φήμη κι όχι η υπόσταση. Η κακή φήμη ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός Ενώ η καλή, περπατά με την ταχύτητα της χελώνας. Εκείνο που μένει μέσα στην ζωή είναι πόσες φορές συναντήθηκε κάποιος με την ευγένεια και αν κράτησε τον εαυτό του μέσα σε αυτήν πληρώνοντας τα κόμιστρα. Από ένα σημείο και μετά, αντιλαμβάνεται κανείς πως διατηρώντας αυτή την ευγένεια ξεκόβει από τις φιλοδοξίες, την ματαιοδοξία και την ανάγκη της αναγνώρισης. Αλλά από την μη ανάγκη αυτών διακρίνεται ολοκάθαρα η ελευθερία και η αυτονομία της ανθρώπινης ύπαρξης..

Για τους πολύξερους , τους κατά φαντασίαν ψυχικά υγιείς, τους ελιτιστές της βλακείας , τους πολύ νωρίς στα φύκια για μεταξωτές κορδέλες, τους σκάβω τον λάκο σου μέρα παρά μέρα αλλά ψάξε ψάξε θα με βρεις, τους εικονικές πραγματικότητες με διακόσια φίλτρα σε μπαλκόνια μέχρι τουαλέττα, τους αναιδείς μέχρι βαρεμάρας, τους κριτές της πολιτικής ακρίδας, τους αβασάνιστα ετοιμόλογους προς τέρψιν του πλήθους, των ηδονιστών του κάνω φασαρία άρα υπάρχω, τους έχοντες φαγωθεί με τον Λάνθιμο, τους εσύ φταις για όλα και μόνον, τα ψώνια και τους ψεύτες από γέννηση, τους επιτηδευμένους , τους κάθε ημέρα φωνάζω πόσο καψούρης είμαι, τους κοίταξε με , κοίταξε με ,τους θα σε εκδικηθώ μέχρι θανάτου μόλις μου βάλεις τελεία, τους κατακριτές των πάντων, τους δες πόσο όμορφος και πόσο έξυπνος είμαι ρε, τους σόρρυ,δεν σε βλέπω, είσαι κάτω από την μύτη μου,τους ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε, τους ανίκανους να γκρεμίσουν μια φορά τον εαυτό τους και να τον σώσουν, τους φασίστες, τους αγνώμονες και τους ένα επείγον περιστατικό προς εγχείρηση πνευματικής και συναισθηματικής χολής, τους φαντασία μου πλανεύτρα δεν είσαι όμως ψεύτρα, τους με απέρριψες σεξουαλικά είσαι πατσαβούρα, γι αυτούς και γι άλλους τόσους men, για όλους υπάρχει ένας JOKER

ίσως αυτή η γκρίζα εσάρπα της πόλης απομακρυνθεί με το άρωμα των ζουμπουλιών. Ίσως αυτή η πεταλούδα στην κουπαστή της βεράντας ξαναέρθει. Θα κρατιόμαστε από το χέρι και θα γελάμε σαν έφηβοι. Θα ζωγραφίζω χαμόγελα στον καθρέφτη στο ασανσέρ. Θα θυμηθούμε ότι η εφηβεία υπήρξε αλλά μπορεί και να ξαναυπάρξει. Πως η ζωή μια φορά σε φωνάζει με το όνομα σου. Θα διατηρείς την συγκίνηση σαν κάτι μοναδικό. Και τίποτε δεν θα υπάρχει σαν ψεύτικη υπόσχεση. Κι ίσως υπάρξει μια αμοιβαιότητα στον τρόπο που θα κοιτάζουμε τους άλλους να προσπαθούν να κρατηθούν στην επιφάνεια. Και θα σε φωνάζω με ινδιάνικα ονόματα. Αυτός που χορεύει με τους λύκους. Αυτή που μιλάει με τα παιδιά. Κι ίσως να είναι περισσότερες οι ημέρες που θα ξυπνάμε χαρούμενοι. Από την Άνοιξη που έρχεται.
Της μιλάει μια γκέισα μέσα στο κεφάλι της, σκύβει να την βγάλει κι εκατοντάδες νούφαρα σκαλώνουν στον λαιμό της, λαμπερές φόνισσες οι αντανανακλάσεις του ήλιου της δείχνουν καθαρά πως ότι δεν καταλαβαινουν οι άνθρωποι συνήθως το καταδικάζουν, μα εκείνη ξέρει* γίνεται ο ενδιάμεσος του κόσμου που γνωρίζουμε και εκείνου που απλά υποψιαζόμαστε πως υπάρχει. Της το λέει μια γκέισα και τόσοι άλλοι. Η αντίληψη που έχεις για τον κόσμο μπορεί να σε κλείσει σε ένα μικρό δωμάτιο ή μπορεί να σε οδηγήσει σε κάτι που δεν ορίζεται από το σώμα σου. Εύκολα ξεχνούν εκείνους που βλέπουν με τα άλλα μάτια, δεν είναι ικανή όμως η λήθη να τους σκοτώσει.. Με απέραντη αγάπη στην Φανή

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019


Ένας αληθινά πολυτάραχος βίος δεν χρειάζεται τον κρότο των ηχηρών λέξεων για να περιγραφεί. Εκείνοι που έζησαν πράγματι έντονα και ξεπέρασαν το εγώ τους και τον εαυτό τους, ειδικά στο πλησίασμα του τέλους της ζωής τους, προτιμούν την ησυχία των φυσικών τοπίων και την ανάγνωση των ανθρώπινων ενδοχωρών . Τολμώ να πω ,πως θα με συνέτριβε από χαρά και συγκίνηση η φυσική ανάγνωση της ζωής ενός ρεμπέτη όπως ο Μάρκος , ο βίος των καταραμένων ποιητών κι όλων αυτών που αφοσιώθηκαν στην τέχνη σαν μύστες, των βασανισμένων ψυχικά σαν τον Χαλεπά , όλα τα πρόσωπα της γκέισας και αυτών που επαναστάτησαν στην εξουσία χωρίς να πάρουν κομματική ταυτότητα πεθαίνοντας νέοι, των γυναικών που δεν σταμάτησαν να ζουν σαν ζαρκάδια αγνοώντας εντός τους την φαλλοκρατική και σεξιστική εξουσία αυτού του σκληρού κόσμου..


Παίζει μπουζούκι ο Μάρκος, κι οι αρθρώσεις ξεκλειδώνουν, η καρδιά ανοίγει , ανοίγει πόρτες, μπουκαπόρτες ενθαρρυντικές, στην Σύρα, το φεγγάρι γέρνει και τα ματόκλαδα χύνονται ηλιοβασιλέματα, Ο κόμπος μένει στον λαιμό και ξυπνούν χελιδόνια, μικρά στολίδια στην τραγιάσκα του, η φανέλα του στάζει ήλιους, ο εκδορέας παύει να σφάζει ζώα με ονόματα, το χασισάκι πλησιάζει τις φυλακές σαν πιστός σκύλος , το τενεκεδάκι της ζητιανιάς και της ανημπόριας όλη η Ελλάδα, μελαγχολική και ασθμαίνουσα , παίξε βρε Μάρκο μου να σε ακούσω, να ελευθερώσω όλα τα καναρίνια από τα κλουβιά τους, να ελευθερώσω κι εσένα που χορεύεις σαν να πηγαίνεις στον θάνατο ,αγρίμι των νησιών , άγιε Μάρκο μου, προστάτη του μπουζουκιού και του προδομένου έρωτα. Μνήμη Μάρκου Βαμβακάρη

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019



Ο στίχος << κι αγαπώ κι όλον τον κόσμο γιατί ζεις κι εσύ μαζί >> με ξεπερνάει και μου δίνει κάτι από τον ίλιγγο της ζωής που είναι ζώσα.

Μην μου στέλνεις ποιήματα να διαβάζω. Παράθυρα θέλω να ανοίγω, να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, ο ουρανός. Να μπαίνω στα τρένα, να διαβάζω την φρενίτιδα της ζωής στα πρόσωπα των ανθρώπων σβησμένη, κίτρινη, αποκαρδιωτική, αυτήν που φορούν πίσω από τις εφημερίδες που κοιτάζουν, οι άνθρωποι της πόλης. Ξοδιασμένες ζωές, κρυμμένες στα συρτάρια, φωτογραφίες γεγονότων ασήμαντων. Τα σημαντικά δεν έχουν χρόνο, αν σκεφτείς τον περισσότερο χρόνο τον δίνουμε για τα ασήμαντα. Γι αυτό μου στέλνεις ποιήματα, αντί να έρθεις εδώ κοντά μου, να μου μιλάς σαν να είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις. Σκλάβοι της συνήθειας , σκλάβοι της μεγαλύτερης ματαιοδοξίας, της συνήθειας, λες και θα υπάρξουν κι άλλες ζωές, κι άλλες στιγμές που θα μιλούμε πιασμένοι αγκαλιά κάτω από μουσικές που θα αναβλύζουν σαν συντριβάνι σε παλάτι κρυμμένο στην έρημο. Όλα εκείνα που έμαθες ζώντας, τα κρύβεις μαζευοντας ποιήματα. Αν μπορούσες να αναπαράξεις τον σπαραγμό της ζωής σου θα έπεφτα στα γόνατα. Θα μπορούσα να πω πως άξιζε η ματαίωση των προσδοκιών μας και πως ο θάνατος δεν με φοβίζει πλέον. Μην μου στέλνεις ποιήματα. Την ζωή μας κάνε να υπάρχει σαν ποίημα, με μικρές ακατάστατες παύσεις, για κάθε ενδεχόμενο.

Υπάρχουν αυτοί που έρχονται, εισβάλλουν στην ζωή σου, σαν ένα επείγον περιστατικό. Δίνεται η εντύπωση πως είναι αυτό που σου λείπει εκείνη την εποχή για να συμπληρώσεις την απαραίτητη ενέργεια που χρειάζεσαι για να αντέξεις την ζωή όταν αυτή γίνεται αβάσταχτη. Διαπιστώνεις πως σύντομα αυτό είναι το αντίστροφο. Τα ψυχικά βαμπίρ, ρουφούν άπληστα κάθε σου ενέργεια και η ύπαρξη τους μεταμορφώνεται σε καθρέφτη που καταδεικνύει συνεχώς την δική τους ύπαρξη. Στριφογυρνούν σαν τον αέρα γύρω σου. Αν είσαι μια ευγενική, ευαίσθητη, ειλικρινής ύπαρξη και τους το πεις δικαιολογώντας την έξοδο σου από την ζωή τους θα εισπράξεις το αντίτιμο με σκληρές φράσεις και κάποτε με σκληρές πράξεις. Και τότε φυσικά, καταλαβαίνεις γιατί μπήκαν στην ζωή σου σαν ένα επείγον περιστατικό, είναι το επείγον της δικής σου ζωής που έλαμψε στα μάτια τους, από αυτή ζητούν να τραφούν, όχι της δικής τους. Συγχωρείς μετά από καιρό. Ξεχνάς, ώσπου να διαπιστώσεις πόσα επείγοντα περιστατικά υπάρχουν γύρω σου μασκαρεμένα. Και επείγει να μείνεις όπως είσαι γιατί δεν ξέρεις πως να ζήσεις αλλοιώς. Ο καιρός μας, είναι όλος ένα επείγον περιστατικό. Αλλά δεν έχουμε πολλές ημέρες και νύχτες για να ζήσουμε όπως είμαστε. Γι αυτό εκείνο που μας αφορά είναι πρώτα από όλα το επείγον της ύπαρξης μας και της ζωής μας . Επείγει να είμαστε αυτό που είμαστε κι όχι κομμάτια ενός περιστατικού..

Από συνήθεια, δεν έδιναν προσοχή τα μικρά κορίτσια, στο μαύρο πουλί, που είχαν στην θέση της καρδιάς, κι εκείνο έτρωγε κάθε στιγμή από το αιμάτινο τους δωμάτιο, ώσπου ο κόσμος παραξενεύτηκε από την ξαφνική απουσία τους, ρώτησαν μερικές φορές, μα γρήγορα ξεχάστηκαν από την συνήθεια της ζωής, ώσπου έσβησε ο χρόνος την εικόνα τους, κι εκείνο το μαύρο πουλί ύστερα, πήρε θέση στην καρδιά τους, έτρωγε αίμα στο αιμάτινο δωμάτιο και χαιρόταν, είχε έναν δικό του τρόπο να χαίρεται , και σίγουρα δεν ήταν από συνήθεια..

Στην μνήμη του πατέρα Αντώνιος Του Μιχαήλ, Συνοδινός Με το παρατσούκλι <<Σερέτης>> Σε είδα στον ύπνο μου πατέρα, σήμερα, ξημερώματα, την ημέρα της γιορτής σου,μετά από πολλά χρόνια, μαστόρευες στο πάτωμα μαζεύοντας ξύλα, το σπίτι μας στο όνειρο, δεν το είχαμε φτιάξει, ήταν ξανά μαγαζί, όπως τότε. Δεν ξέρω γιατί δεν συγκρατώ τον εαυτό μου και γράφω εδώ για εσένα -ενώ θεωρώ πως αυτό δεν είναι σοβαρό, αλλά η δική μας αλληλογραφία μπορεί να απαλύνει κάποιον άλλον, σκέφτομαι. Θυμάμαι πατέρα, θυμάμαι πως είχα το κουτί με τα οστά σου στο παγκάκι, περιμένοντας το καράβι της γραμμής για να σε στείλω στο νησί σου, σου μιλούσα και με άκουγες. Έβλεπα το καράβι να απομακρύνεται όταν σε έδωσα στον άνθρωπο και άκουγα σχεδόν την χαρά σου που θα επεστρεφες ξανά στον τόπο σου. Οι άνθρωποι πατέρα, δεν πιστεύουν πως οι νεκροί δίνουν σήματα στους ζωντανούς , εξηγούν και υποθέτουν πως όλα είναι μέσα στο υποσυνείδητο. Αλλά δεν έχουν καμία εξήγηση να μου δώσουν όταν τους εξιστορώ το όνειρο- οδηγία σου σε εμένα, σε ποιον θέλεις να δώσουμε την ξυλεία και τα εργαλεία σου, πράγμα που ζητήθηκε και έγινε από εκείνη την πλευρά, χωρίς εγώ έστω και υποσυνείδητα να έχω σαν πληροφορία αυτήν την επιθυμία κι από τις δυο πλευρές. Τα χρόνια περνούν πατέρα και τα μηνύματα από τους νεκρούς και τους ζωντανούς συνεχίζονται. Το νησί σε αναζητά, ξέρω πως σήμερα θα επιβλέπεις την ατμόσφαιρα του, με εκείνο το μάτι του λαικού ανθρώπου, με το μάτι εκείνου που αγαπούσε τα ζώα και τους ανθρώπους , απλά είχες ψιλιαστεί την αθωότητα των πρώτων, πολύ νωρίς. Καταλαβαίνω πολλές φορές πως αυτά που κάνω και που σκέφτομαι, μοιάζουν με τα δικά σου. Θυμάμαι. Είμαι το κλαδί σου κι είσαι το δέντρο μου. Ξέρω γιατί τα ρεμπέτικα και τα γνήσια, παλαιά κουτούκια με συγκλονίζουν, ξέρω γιατί μου έλεγες να προσέχω. Δεν είμαστε από αυτούς που προσέχουν πατέρα, το ξέρεις καλά αυτό, κι ας έλεγες τα αντίθετα. Θέλω να σε σκέφτομαι με γέλια πατέρα, να χαίρεσαι, να συναρμολογώ το παζλ της ζωής με τα γέλια και τις συγκινήσεις μας. Σε ευχαριστώ που με επισκέφτηκες πατέρα. Θα ανάψω ένα κεράκι για εσένα, χωρίς επικηδείους και λόγους ψεύτικους. Ξέρεις πως ότι λέμε εμείς οι δύο, το πιστεύουμε μέχρι το μεδούλι μας. Με την υποκρισία και τους επαγγελματίες ψεύτες έχουμε κάποιο πρόβλημα άλυτο ακόμη, αλλά αυτό δεν μας κακοφορμίζει την πληγή. Η πληγή θα μεγαλώσει πατέρα αν πάψουμε να πιστεύουμε πως θα κρατηθούμε όρθιοι μέσα στο καράβι με τα δέκα μποφόρ. όρθιοι θα είμαστε πατέρα, εσύ μην πάψεις ποτέ να μου στέλνεις μηνύματα από τον άλλο κόσμο. Βλέπω στεριά τότε, μέσα μου..

Πολλές φορές φοράω το μάτι ενός αλόγου που βρίσκεται σε καλπασμό, βουτάω στο μπλε του κοβαλτίου και καταβυθίζομαι, πότε ανεβαίνω, παίρνω ανάσες και πότε μπλέκομαι σε δίνες στον ανακατεμένο βυθό . Η άβυσσος πάντα είναι ο στόχος, ρούχα αρχαία φορεμένα στην πέτρα, με τον ήλιο να αναπηδάει κάτω από τα βλέφαρα και να διασχίζει την πλάτη πνιγμένη στον ιδρώτα. Η επιθανάτια αγωνία των νεκρών μου ,πολλές φορές μου στραγγίζει τον πνεύμονα, τότε ακριβώς μου κόβεται η ανάσα. Νύχτες που οδηγούνται από την αυπνία, ένας βαθιά ηλικωμένος ερημίτης μου φέρνει την κάρτα του Ιεροφάντη, του λέω, με φοβίζουν τα ιερά, χρειάζεται να γίνω άνθρωπος για να τα αφήσω να με οδηγήσουν σε εκείνη την αόρατη πόρτα. Καταλαμβάνομαι από μέθη ,υγρό μούδιασμα στο μυαλό και την καρδιά, και μια γλυκιά ηρεμία, σαν εκείνη που τα ξέρει όλα από πριν, χωρίς ίχνος αγωνίας, πράγμα που μου συμβαίνει σπάνια. Εξαιρώ τους κανόνες και αυτοαναφέρομαι, οι κανόνες είναι για επίδειξη και ομοιομορφίες. Για εμένα μιλώ ,και το νησί μου, εκείνα τα σύννεφα που μουλιάζουν εντός μου, κι όλες τις γυναίκες με τα λευκά μαντίλια στο κεφάλι. Σε αγαπώ, αλλά ζητώ να είμαι ελεύθερη, είναι εκείνο το μάτι του αλόγου που με μαστιγώνει αλλά και ταυτόχρονα με μαγνητίζει, ακινητοποιώντας με στον χρόνο. Οι ρωγμές μου, είναι μπλε του κοβαλτίου. -Γιατί θυμήθηκα-

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

H γυναίκα με την ρωγμή στο πάτωμα


Κρυώνει, όμως φοράει με τρεμάμενα χέρια τις μεταξωτές κάλτσες της νεκρής αδελφής της, περναει το λεπτό μαύρο φουστάνι επάνω της και κοιτάζει τον καθρέφτη. Αναμφίβολα ωραία και πρόθυμη μόνο για εκείνον. Αυτό ξεσηκώνει περισσότερο τους άντρες όταν την κοιτούν στον δρόμο, φορώντας το γαλάζιο της παλτό. Μυρίζουν σαν σκυλιά την προθυμία της για έναν. Κι αυτό τους εξαγριώνει. Περπατάει τον δρόμο σαν να φοράει φτερά στα πόδια, ήδη το αίμα της μαζεύεται και γυρίζει σαν αντλία στην σκέψη πως σε λίγο θα γεύεται τα φιλιά του. Κάθε φιλί τους είναι ο προθάλαμος του έρωτα. Δεκέμβρης κι η φιδογυριστή σιδερένια σκάλα τρίζει κάτω από τα τακούνια της. Η βροχή στάζει επάνω της, η υπόσχεση πως θα του δοθεί είναι καθαρή. Εκείνος μένει στο δώμα μιας ταράτσας. Όταν την αγκαλιάζει γίνονται ένα. Κάτι από Άνοιξη και Καλοκαίρι θριαμβεύει στο δωμάτιο. Οι ήχοι τους ταξιδεύουν στην κοιλιά μιας φάλαινας. Όλο το δωμάτιο γεμίζει από μια απαλή χρυσή αύρα σαρκοφάγου αγίου. Θα μπορούσε και να είναι ο εγκλωβισμός μιας μαργαρίτας μέσα στον πάγο. Η αλληλο κατασπάραξη δυο αιλουροειδών. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι η άγρια επιθυμία της να του ανήκει πάλι, μέχρι την επόμενη συνάντηση, όμως ζητάει από εκείνον να της ανήκει κι αυτός. Την βεβαιώνει με μια λαγνεία που ο άγνωστος μεταφραστής της ανθρώπινης ύλης θα το δει σαν ψέμα. Περνούν μέρες. Ξαφνικά, μια μέρα, κάτι μαύρο και πηχτό της αναδεύει τα σπλάχνα, κάτι την ανησυχεί, νομίζει το ξέρει. Η προδοσία δεν έχει χρώμα, είναι όλα τα χρώματα μαζί. Η σκιαγράφηση του σχήματος της είναι καθαρά θέμα προσωπικό. Και σε μια χώρα που λιώνει από την υποκρισία και την αγοραπωλησία αδυνάτων και παιχνίδια ισχύος των ισχυρών κανείς δεν θα δώσει σημασία σε κάποια ερωτική προδοσία. Όμως εκείνη έχει δώσει κάτι περισσότερο από έναν έρωτα στα σεντόνια. Έχει δώσει την ύπαρξη της ολόκληρη. Κοιμάται και ξυπνάει με το όνομα του παρακαλώντας άγνωστους αγγέλους να τον φυλάνε, να τον προσέχουν. Ο αγνωστικισμός της έχει νικηθεί από μια άλλη, ιδιαίτερη θρησκεία που λέγεται έρωτας. Αυτό που σε τρώει από μέσα ώσπου να σε νικήσει. Σαν αυτό της τέχνης.. Λοιπόν, έχει νικηθεί, το εγώ της βρίσκεται σε ένα άγνωστο δάσος. Αυτό το νικημένο πλάσμα βρίσκει την δύναμη να τον πάρει τηλέφωνο μέσα στην νύχτα, << θα με προδώσεις σύντομα και θα είναι μια γυναίκα που την ξέρω>>. Εκείνος γελάει, επιμένει πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γίνεται εύθικτος. Δεν την πείθει, όλη την νύχτα μασάει τα σεντόνια της. Την επόμενη μέρα, ανεβαίνει την φιδογυριστή σκάλα, ένα ακριβό, γνωστό άρωμα την αναποδογυρίζει χωρίς τον παραμικρό οίκτο .Την ξέρει, έχει ποζάρει γι αυτόν πολλές φορές. Τους ακούει να γελάνε, ένας άντρας γνωστός στα μάτια της , ρίχνει με χάρη στους ώμους μιας καστανοκκόκινης γυναίκας μια εσάρπα που προφανώς της είχε πέσει. Την φιλάει στο στόμα, αυτά τα φιλιά εμπεριέχουν και υλικές ανταμοιβές, θα τον βοηθήσει σε ότι της ζητήσει. Τον γνωρίζει. Είναι ότι έμεινε από εκείνον. Πόσο θα άντεχε σε εκείνο το δώμα με μια ηλεκτρική μικρή σόμπα; Είναι αυτό που έμεινε από εκείνον. Οι φιλοδοξίες του ήταν πάντα ισχυρές, έδωσε τον εαυτό της γνωρίζοντας το καλά. Τους χαιρέτησε μπαίνοντας στο μικρό δωμάτιο, ακόμη κι αυτό δεν έδειξε να την αναγνωρίζει. Εκείνος είχε απλά στα μάτια μια μικρή σταγόνα λύπης. Πέρασαν χρόνια, όχι πολλά ,έμαθε από τις εφημερίδες για έναν λαμπρό ζωγράφο που έκανε έκθεση στην Νέα Υόρκη και είχε μεγάλη επιτυχία, την ίδια που είχε ένας Έλληνας επίσης, σκηνοθέτης. Η Ελλάδα της κρίσης τώρα μεγαλουργούσε μακριά της.. Σκεφτηκε πως είχε ζωγραφίσει πολλές γυναίκες όσο ήταν μαζί της, αλλά όχι την ίδια. Δεν την άγγιξε τίποτε. Είχε αλλάξει το δέρμα της. Ζούσε σε ένα υπόγειο κι έκανε παρέα με ποντίκια κι ανθρώπινα ράκη. Άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι φτηνό κρασί και ήπιε.Έπειτα έδωσε την εφημερίδα στον άντρα που καθόταν δίπλα της κι έπινε κι αυτός. <<Μεγάλη περσόνα ο τύπος ρε Μίμη ,και δεν αξίζει φράγκο>>, του είπε νοιώθοντας το κεφάλι της να ζεσταίνεται από τις πρώτες γουλιές. <<Γιατί ρε συ Βικάκι; Τον ήξερες ποτέ;>> <<Τον ήξερα , εμένα όμως δεν κατάφερε να με κοροιδέψει, τους άλλους ναι. Μόνο σε ένα με κορόιδεψε, πως άξιζε να του δώσω τον εαυτό μου. Άκου ρε, ολόκληρος εαυτός να δοθεί σε ένα τίποτε ..>> Τώρα έσερνε τις λέξεις της και το βλέμμα της είχε θολώσει σαν το ψάρι λίγο πριν πεθάνει. <<Και σε τι δεν σε κορόιδεψε ρε Βικάκι θες να πεις;>> << Πως άξιζε κάτι ρε Μίμη, πως ήταν κάτι, ήταν αυτή η ρωγμή, αυτή η τρύπα που μπάζει νερά και προσπαθούμε να την καλύψουμε λέγοντας σκάσε ρε, σκάσε, εγώ θα του δοθώ γιατί αξίζει, η τρύπα μου το λεγε ρε Μίμη, ο τύπος δεν αξίζει μία, αλλά εγώ εκεί, δεν βαριέσαι>> Σηκώθηκε σαν βάρκα σε μποφορ που την βρίσκουν στο πλάι. Έβαλε φωτιά στην εφημερίδα κι άρχισε να γελάει, να γελάει, να γελάει ώσπου να σταματήσει απότομα σαν να μην έγινε τίποτε και ποτέ .Σιωπή, σαν από χιόνι. Μια ρωγμή στο πάτωμα. Αυτό της συνέβη, να νοιώσει πως είναι μια ρωγμή στο πάτωμα. Κι όλα κλείδωσαν σε αυτήν την εικόνα. Την βρήκα σε μια ψυχιατρική κλινική. Ήμουν ο γιατρός της και μάθαινα σιγά σιγά την ιστορία της. Με εμπιστεύτηκε αμέσως. Δεν της είπα ποτέ πως οι μεγάλες επιταγές που έπαιρνε η κλινική ήταν ευεργεσία κάποιου μεγάλου ζωγράφου που ζούσε στην Αμερική και πως είχε περάσει να την δει πολλές φορές. Είχε μια ασθένεια που δεν τον άφηνε να πιάσει πινέλο στα χέρια, αυτοάνοσο ήταν. Ζούσε από την κληρονομιά της πάμπλουτης γυναίκας του που είχε πεθάνει δυό χρόνια πριν. Τα έργα του δεν άξιζαν τίποτε, η κριτική στην στήλη μιας συντηρητικής εφημερίδας με μεγάλη απήχηση στην Νέα Υόρκη είχε επηρεάσει αρνητικά το έργο του μόλις άρχισε να συζητιέται σαν ένας αστέρας στην γέννηση του. Σκέφτηκα πόσο εύκολο είναι να γίνεις μια ρωγμή στο πάτωμα. Αλλά και πόσο δύσκολο! Σπανιότατο πια! υγ. μια απλή , απλοϊκή ιστορία επηρεασμένη από την κάλπικη λίρα, την γνωστή ταινία με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Χορν και την Έλλη Λαμπέτη σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019


Έχω καιρό να πάω σε κοιμητήριο, τις νύχτες υπνοβατώ κι ανάβω κεράκια. Το πρωί είναι σβηστά στην κουζίνα , δίπλα στον μαρμάρινο νεροχύτη. Σκέφτομαι τις ατμόσφαιρες των νεκρών φίλων μου. Την απαλή γκρίζα ομίχλη του χειμωνιάτικου πρωινού. Το τοπίο που ντυθήκαμε μαζί. Είναι καιρός που δεν τους βλέπω στον ύπνο μου. Είναι καιρός που δεν ψάχνω να ενώσω το αίμα μου με των άλλων για να τους ονομάσω αδέλφια μου. Εκείνο το ζώο μέσα μου ίσως αναπαύεται σε ένα κόκκινο δάσος, ίσως πάλι να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Ξέροντας πως τίποτε δεν ήταν κατάλληλο για να ζήσουμε όλοι, κάτι παύει να φωνάζει. Κάτι που έχει το χρώμα του χιονιού κινείται στο δωμάτιο, κάτι σαν σφαίρα κυνηγάει ένα όνειρο ιδρωμένο. Τα πρωινά πουλιά πολύχρωμα έξω στον κήπο τραγουδούν ρόδα. Μπορώ να χαθώ για ώρες ακούγοντας τα. Τα ρόδα σπάνε, πιέζουν τα σπλάχνα, γυρίζουν το αίμα γρήγορα κάτω από το δέρμα. Και δεν ξέρει κανείς τι είναι πιο τραγικό, οι φίλοι που πέθαναν ή οι φίλοι που δεν θα κάνεις ποτέ γιατί έτσι έταξε η τύχη. Η αναγκαιότητα της τύχης ανήκει στα τραγικά στοιχεία της ζωής των ανθρώπων. Αυτών που υπνοβατούν κι αυτών που δεν περιμένουν τίποτε. Και μέσα τους τα αμάραντα ρόδα χρυσίζουν μια σιωπή σαν έπαρση μεσίστια μιας μαύρης σημαίας. Δεν θα σε βρω. Δεν θα μιλήσουμε σαν να ξέραμε ο ένας τον άλλον πριν την γέννηση του. Ελευθέρωσα τον εαυτό μου από τα μαρτύρια της αναμονής. Και κάπου κάπου ξεχνώ τον φοβο του θανάτου.

όσο πιό υψηλό είναι το κύμα των δονήσεων των σκέψεων και των νοημάτων που βρίσκει κάποιος στην ζωή ,τόσο χαμηλότερο είναι το προφίλ του, ο τρόπος που κινείται και ομιλεί. Είναι ζήτημα ισορροπίας. Η σπατάλη προσβλητικών λέξεων και η επίδειξη πνευματικών αγαθών για την προσπάθεια μείωσης των άλλων είναι αντιστρόφως ανάλογη του χαμηλότατου επίπεδου αυτού .

Popi Synodinou 20 Δεκεμβρίου 2018 στις 1:40 μ.μ. · Μερικές σκέψεις περί αυτών των ημερών.. Στα παιδικά μου χρόνια ετούτες τις ημέρες σκεφτόμουν έναν μαθητευόμενο μάγο που έχει τελειώσει την μύηση στην μαγεία κι έχει αρχίσει να παίρνει το δώρο του από τον δάσκαλο. Έβλεπα τον άνθρωπο μέσα από την κοπιαστική και βασανισμένη διαδρομή του να καταλήγει κάπου και να βλέπει το αποτέλεσμα. Έμπλεκα αρκετά την λογική με την μαγεία. Όταν άρχισα να κάνω την υπέρβαση του εγώ μου μου ανοίχτηκαν διάπλατα οι δρόμοι της μαγείας και ξεκαθάρισαν οι δρόμοι της λογικής. Επιχείρησα να διαβώ και τους δύο, ακραία όπως είναι εξάλλου η φύση μου, ίσως ατσούμπαλα και κάποτε και μονόπαντα όπως χτυπά ο βοριάς το καράβι στο πλάι. Υπήρξαν δηλαδή μικρές περίοδοι που ήμουν το ένα ή το άλλο. Φτάνοντας στο παραπάνω από το μισό της προσωπικής μου διαδρομής κατάλαβα πως η λογική χρειάζεται τόσο όσο για να μην υπάρξει η αυτοκαταστροφή. Πάντα είχα μια τάση σε αυτό και πάντα οι άλλοι όταν το ακούνε αυτό το μπλέκουν με τις ουσίες.Αλλά οι δικές μου ουσίες είναι των ανθρώπων οι πράξεις και τα έργα. Καταχράστηκα την υπομονή μου δικαιολογώντας τους άλλους. Ώσπου ο μάγος εντός μου έλαβε το βιβλίο της γνώσης ( φυσικά έχει να λάβει και άλλα) και το άνοιξε. Τα ήξερα αυτά που ήταν καταγεγραμμένα. Και ποτέ δεν κατάλαβα τις φορές που το ένστικτο μου με προειδοποίησε για την πιό συνήθη κι ανθρώπινη πράξη, την προδοσία, και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άλλοι αμφισβητούν αυτή την δύναμη. Ίσως γιατί την έχουν εντάξει στις τυχοδιωκτικές εργασίες , παράνομες και ψεύτικες θεωρίες που ξεγελούν τους άλλους υποσχόμενοι αυτά που θέλουν να ακούσουν. Όμως το ένστικτο προήλθε του πολιτισμού. Ίσως, σκέφτομαι, όταν επήλθε η έπαρση ως η πρώτη φύση του ανθρώπου τότε ακριβώς υπήρξε η ανάγκη των θρησκειών.. Και τότε το ένστικτο πήρε τον αποκλεισμό. Ας είναι. Δυσκολευομαι να κρατήσω εκείνη την αθωότητα των ματιών μου εκείνες τις ημέρες , να θυμηθώ ακριβώς την αγωνία μου να περιμένω τον αγιο Βασίλη αλλά τελικά να με παίρνει ο ύπνος. Μπορείς να σκεφτείς; Η αγωνία μου δεν ήταν για το δώρο αλλά το ότι δεν κατάφερα να τον πετύχω για να τον ευχαριστήσω. Εν κατακλείδι. Η μαγεία υπάρχει, είναι η παύση του χρόνου και του χώρου για κάποια λεπτά. Τότε* όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει την μικρή του φύση, τότε που γίνεται από κόκκος της άμμου θάλασσα . Όταν δίνει και δίνεται σαν δώρο χωρίς αντίδωρο. Κάποτε δεν θα υπάρχει η επικοινωνία με αυτόν τον τρόπο. Θα επικοινωνούμε με την σκέψη μας.. Αλλά ως τότε θα έχουμε προλάβει να καταστραφούμε.. Κοιτάξτε προσεκτικά δίπλα και μέσα σας. Η μαγεία υπάρχει παντού. Στους μαθητευόμενους μάγους δώστε αγάπη. Κι όποιος χαρακτηρίζει την αγάπη γραφική προσπεράστε τον χωρίς δεύτερη σκέψη. Καθένας παίρνει το μάθημα του. Ο καθείς εφ' ω ετάχθη. Για να μεταφράσει κάποιος ε΄να βιβλίο δεν χρειάζεται να είναι γλωσσολόγος, χρειάζεται να μπει στο <<σπίτι >> του συγγραφέα. Για να κατανοήσεις την γλώσσα, την σκέψη του καθενός χρειάζεται οπωσδήποτε να μάθεις ανθρωπογνωσία . Δεν βλεπω ένα ποτήρι άδειο ή γεμάτο, βλεπω πως όλα είναι δρόμος. Δρόμος. Δρόμος, ανάπαυση, δρόμος, ανάπαυση. Ως το τέλος.. Π.Σ

Ο κύρ-Αλέξανδρος έχει φύγει από χρόνια, ήπιε το τελευταίο του ποτήρι μάζεψε τα τσιγάρα του και κοίταξε την θάλασσα. Εκεί τον είδαν κάποιοι ψαράδες να βαδίζει στον βυθό. Εκεί τον βλέπω κι εγώ όποτε πέφτω μέσα σε όνειρα που στάζουν νερό τα κεραμίδια. Αυλές με λειχήνες και γραμμές μούχλας που τραβούν κάτω από τις πλάκες για τα υπόγεια. Ρίγη κρύου διαπερνούν τους φτωχούληδες του θεού στις κάμαρες με το κομμένο ρεύμα. Κι οι άστεγοι συτροφεύουν την μοναξιά τους με σκυλιά, τα σκυλιά σε κοιτούν με ευγνωμοσύνη όταν ρίχνεις λεφτά στο πλαστικό ποτήρι. Είναι εκπαιδευμένα στις σκληρές αποστολές.. Στην άλλη μεριά της γης ένας πολεμοχαρής τύπος που μοιαζει με υβρίδιο ανθρώπινο, μιλάει στο τηλέφωνο, ενημερώνει με τον τρόπο του ένα επτάχρονο κορίτσι πως δεν υπάρχει άγιος Βασίλης. Το κορίτσι συνεχίζει να περιμένει κάτω από το δέντρο των Χριστουγέννων χωρίς να του δίνει σημασία.. Οι εορτές αυτές έχουν σκληρότητα. Οι πυκνές αντιθέσεις σε εξοντώνουν ψυχικά εαν έχεις ευαισθησίες. Τα υπόγεια είναι σκοτεινά και σιωπηλά και τα ρετιρέ είναι φωταγωγημένα και γεμάτα ανθρώπους που πίνουν κρασί και μιλούν έντονα. Η αλήθεια είναι πως τέτοιες ημέρες θα ήθελα να μην έχω παρατηρητικότητα, να μην έχω διάθεση να βλέπω τις λεπτομέρειες στην υγρασία των ματιών. Θυμάμαι τις ιστορίες του κυρ-Αλέξανδρου, τους φόνους και τα δηλητήρια που μοιράζουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον αντί για δώρα. Σκέφτομαι κα΄θε τι μοναχικό να συντροφεύεται από άνθη με έντονο άρωμα. Τον κόσμο που δεν καταλαβαίνει ότι χάνεται. Τα παιδιά που σκοτώνονται στα σύνορα. Και τους ανθρώπους υβρίδια να κυβερνούν τον κόσμο με χαλασμένα πιλοτήρια.. Μάταιες οι ερωτήσεις, μάταιες κι οι απαντήσεις. Μόνο εκείνα τα κεραμίδια που στάζουν. Εκείνη η σιωπή που μιλάει για όλα. Κατεβάστε με από την γη. Γυρίζει επικίνδυνα κι εκείνος ο ίλιγγος με έχει ξαναβρεί. Τον ήξερε ο κυρ- Αλέξανδρος καλά.

Ευχές και υπενθυμίσεις για το 2019 Να αγαπούμε τον εαυτό μας και να τον προσέχουμε όπως ακριβώς κάνουμε και για τους άλλους. Η αναζήτηση της τελειότητας κάποιες φορές σε καθιστά δούλο της. Η χειραγώγηση έχει πολλές μορφές, αρκετά επικίνδυνη είναι αυτή που φορά το πρόσωπο της αγάπης. Όσοι κάπου εξαπατηθήκαμε ας μην το φέρουμε βαρέως. Η υγεια είναι το πιο ακριβό αγαθό. Οι τοξικοί άνθρωποι βρίσκονται ανάμεσα μας, προσπεράστε βιαστικά, δεν είστε ούτε ψυχολόγοι ούτε εκτελείτε κάποιο είδος αποστολής σωτηρίας τους. Αφήστε τους ψεύτες να ζήσουν κι αυτοί, σπανίζουν αυτοί που διαθέτουν δεινή υποκριτική δυνατότητα, όλα περιορίζονται σε ένα <<θα>>. Η ελευθερία δεν έχει τάσεις φυγής, απλά ξέρει να επιλέγει λόγω αυτονομίας να βρίσκεται στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή. Γιατί να μισείς και να φθονείς ενώ μπορείς θαυμάσια να λιγωθείς από αγάπη; Να μπορείτε να βλέπετε την κατάλληλη στιγμή που θα αποχωρίσετε ή θα αποχωριστείτε κάτι. Υπάρχει διαφορά από το είμαι έτοιμος στις περιστάσεις της ζωής από το αμφιβάλλω για όλα, το τελευταιο ενέχει τοξικότητα.. Αγκαλιάστε τους ανθρώπους που αγαπάτε, πείτε τους πόσο πολύτιμοι και όμορφοι είναι. Συγχωρείστε τον εαυτό σας, μην περιμένετε να το κάνουν οι άλλοι. Ξεχωρίστε το σύνδρομο του καλού ανθρώπου από τον καλό άνθρωπο, η ψυχική ποιότητα βρίσκεται στον δεύτερο. Ένας πολύ καλός στοχος είναι να μάθουμε να μην εξαρτόμαστε από τίποτε. Ο χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία ας αντικατασταθεί από το ο ωραίος άνθρωπος στην κοινωνία. Όσο ζεις μαθαίνεις, άσε τους ανόητους να πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα. Τα πιο πολλά κόμπλεξ βρίσκονται σε αυτόν που θέλει να διορθώνει τους πάντες λέγοντας και την τελευταία λέξη. Αυτοί που παριστάνουν τα θύματα δεν είναι το ίδιο επικίνδυνοι όπως αυτοί που ενώ είναι θύματα σέβονται τους δήμιους και βιαστές τους. Είναι κουτό να μπερδεύει κανείς τον ταπεινό άνθρωπο με αυτόν που έχει μετριοφροσύνη. Και οι ρυτίδες ζητούν την δική τους ανάγνωση , άλλες έγιναν από χαμόγελα, άλλες από λύπη κι άλλες από κρυμένο φθόνο. Η θάλασσα είναι ίαση, από εκεί ήρθαμε και εκεί βρίσκουμε τις μνήμες μας. Μια γερή ενδοσκόπηση μοιάζει σαν την ανασκόπηση όλων των εαυτών μας. Αυτός που νιώθει ευτυχισμένος να θυμάται πως όσο περισσότερο ευτυχισμένος νιώθει τόσο εύκολα η ευτυχία του μπορεί να ξεφουσκώσει και να πέσει στο πάτωμα. Περί ευτυχίας, η ευτυχία μεγαλώνει όταν μοιράζεται. Αν δεν κάνετε καλή παρέα με τον εαυτό σας τότε κάτι πηγαίνει λάθος. Τέλος, καμία χρονιά δεν είναι αυτή που ονειρευόμαστε, όσο μεγαλύτερες οι επιθυμίες και οι προσδοκίες, τόσες και οι απογοητεύσεις. Εύχομαι απλά λιγότερες αναποδιές,λιγότερες προδοσίες, υγεία , αγάπη που δεν θα σβήνει για όλους μας. Πόπη, όπως Ποπάκι ή παπάκι..

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ Ο βασιλιάς της λύπης καλεί τον κόσμο των πόλεων σε γεύματα. Έχει ένα μαύρο πουλί καθισμένο στον δεξί του ώμο και βάζει σφραγίδες σε κόλλες από κίτρινο χαρτί. Τα γεύματα που παραθέτει είναι τα νέα σε εφημερίδες και γυάλινες οθόνες που τους έχει απαγορέψει τις καλές ειδήσεις. Έτσι συνηθίζουν όλοι να ακούν τις κακές ειδήσεις χωρίς να αντιδρούν. Κάποιες πεταλούδες ερχόμενες από μακριά προσπαθουν να γεμίσουν χρώμα με την μορφή και το πέταγμα τους αλλά αυτό δεν είναι παρά ελάχιστες φορές δυνατόν. Η θάλασσα ξεμακραίνει, τα βουνά κουνιούνται και τα ηφαίστεια ξυπνούν. Προσπαθούν να ξυπνήσουν τον τρόμο και το ενδιαφέρον για την ζωή αλλά ακόμη κι αυτό ξεχνιέται γρήγορα. Μονο τα θύματα μετρούνται και καταγράφονται. Οι ερωτευμένοι ακρωτηριάζονται σιγά σιγά και τα παιδιά ξεμακραίνουν από τους γονείς τους γιατί δεν γεννήθηκαν για την λύπη. Τα παγκάκια ακούνε με προθυμία τις ιστορίες των πεσσόντων. Αυτοί που αντιστέκονται ασχολούνται με τις τέχνες και παίρνουν ποιήματα στις τσέπες των παλτών τους τραβώντας για άγνωστη κατεύθυνση. Ο βασιλιάς της λύπης έχει πολλά παιδιά. Ολα προσπαθούν και καταφέρνουν να εξαφανίσουν τον βασιλιά της χαράς. Όμως όλο και κάποιο παιδί του ξεφεύγει. Κάποιες φορές έρχεται από μακριά μια όμορφη γυναίκα με μια βαλίτσα. Το μυαλό της είναι ένα τεράστιο λούνα παρκ και το κεφάλι της είναι μια αρχαία προτομή. Τα ματια της είναι πρασινες λίμνες που κατοικούν νουφαρα. Μιλούν τα αρχαία είδωλα. Ξέρουν καλά πως ότι καταστράφηκε στο παρελθόν από τους ανθρώπους ήταν γιατί είχαν μολυνθεί από την λύπη. Κανένας που είναι χαρούμενος δεν έχει την ανάγκη της καταστροφής. Η χαρά είναι το αντίθετο της λύπης, ένα στροφάρισμα είναι στην αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά η χαρά θέλει κόπο ενώ η λύπη συνηθίζεται, σε παίρνει εκεινο το μαύρο πουλί στην πλάτη του και βολεύεσαι, έτσι αυτοεξυπηρετείσαι. ΜΕ την αρχαία συνήθεια των ανθρώπων, την μιζέρια που δεν ξεβολεύεται για κανέναν. Όμως γυρίζει ο κόσμος κι ίσως κάποτε ζαλιστεί ο βασιλιάς της λύπης και πέσει. Είναι μια κρυφή ελπίδα που οι κάτοικοι δεν μιλούν γι αυτό, φοβούμενοι την εκδίκηση του. Κι έτσι η ελπίδα μένει βουβή αφού δεν μιλιέται, δεν επικοινωνειται η παρουσία της από κανέναν. Μάλιστα ,όποτε σπάνια κάποιος θυμίζει την παρουσία της τον λένε γραφικό και φαντασιόπληκτο. Και ξεμπερδεύουν.

( ΤΙ σχέση έχει η ΛΟρίν Μπακόλ με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;) Στο Χόλλυγουντ οι πιστοί του χρήματος βρίσκουν αγγέλους χωρίς φτερά και τους φτιάχνουν ρόλους για να γεμίσει το λευκό πανί των θαυμάτων. Πολλές φορές, αυτοί οι ρόλοι, γίνονται άγριες περσόνες, κυνηγούν τα πρόσωπα που τις φορούν επιδιώκοντας την επανάληψη της επιτυχίας. Και σιγά σιγά εξορίζεται ο άγγελος της ύπαρξης κι εγκαθίσταται η περσόνα, αυτή που θα γεμίσει τα ταμεία και το πλήθος. Ο ηθοποιός είναι ζώο ανασφαλές, πως θα μπορούσε να μπει εξάλου σε ένα άλλο δέρμα έχοντας σιγουριά και πληρότητα; Η πληρότητα έρχεται την στιγμή της πράξης, της δημιουργίας, στο τέλος του έργου το κοντέρ γυρίζει από την αρχή και ο δρόμος της ανασφάλειας ξαναγυρίζει εκθαμβωτικός μπροστά στον καθρέφτη. Η Λορίν Μπακόλ μισούσε την φαμ-φαταλ που την είχαν ταυτίσει. Και σιγά σιγά εξορίστηκε από τα γραφεία των παραγόντων που λάτρευαν το χρήμα κι όχι μόνο την μαγεία του σινεμά. Σκέφτομαι πως ένα είδος περσόνας χτίζει κάποιος κι εδώ μέσα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με την διαφορά πως όσα μέσα και να βρίσκονται ώστε να κόβονται οι ρυτίδες, να φτιάχνει ένας χαλαρός λαιμός , να φτιάχνει το οβαλ του προσώπου που ο χρόνος γκρεμίζει, η ευχαρίστηση που παίρνει κανείς από το χειροκρότημα που δεν ακούγεται εξαιτίας αυτού του ψεύτικου, γρήγορα πέφτει καθώς η πραγματιότητα του καθρέφτη είναι εκεί. Και φυσικά τα ταλέντα κι η δημόσια αναγνώριση μέσα από την οθόνη είναι κάτω από γερή αμφισβήτηση. Ενας σκληρός παρατηρητής που διαθέτει αετίσιο μάτι θα διαπιστώσει με δυσαρέσκεια πως αυτοί που τυγχάνουν αυτής της επιπλαστης αναγνώρισης είναι συνήθως περσόνες- χειραγωγοί. ΒΡίζουν τους τολμούντες που κάνουν κριτική δυσάρεστη σε αυτούς κι ευχαριστούν τους φιλικούς προς αυτους.Και φυσικά αξιοποιούν άλλοι πιο χαριτωμένα κι άλλοι βγάζοντας μάτι τις γνωριμίες που θα εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους.. 'Ενα γελοίο παιχνίδι που έπαψε να μου δίνει ευχαρίστηση αφού η παρατήρηση του δεν μου δίνει πλέον καμία έξαψη στο να βρω καινούργιες γνωσιακές πληροφορίες για το συγκεκριμένο πλέον είδος και του δότη και του λήπτη.. Η μαγεία δεν είναι κάτι παθητικό. Ειναι δότης και αποδέκτης. Αυτής της μαγείας πλέον γινόμαστε ελάχιστοι σαν αποδέκτες γιατί αγωνιζόμαστε στο χτίσιμο και την συντήρηση μιας περσονας που εξυπηρετεί ανάγκες που καμία σχέση δεν έχουν με την μαγεία της τέχνης και της ανθρωπιάς. Αφορά μόνο την αναγνωρισιμότητα, την στιγμιαία που είχε πει ο Γουόρχολ.. Αφήνω στην άκρη τα θετικά των μέσων αυτών που είναι άπειρα. Μένω στην παραπλάνηση, την εξαπατηση και τον χειρισμό , δεν εγείρομαι φυσικά μόνο για τις περσόνες αλλά για την γενική τυφλότητα και την ευκαιριακή προοπτική του τίποτε.. Τον δεύτερο π.χ αιώνα ο Τερέντιος έγραψε πως << δεν υπάρχει τίποτε που να μην έχει ειπωθεί>> ενώ ο Αντρέ Ζιντ αιώνες μετά είπε πως << Οτιδηποτε ήταν απαραίτητο να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί. Όμως μια και κανείς δεν ακούει, όλα πρέπει να ειπωθούν ξανά>>. Παρακολουθώντας χτες στην τηλεόραση ένα αφιέρωμα στην Λορίν Μπακόλ θυμήθηκα τα λόγια αυτά και με όλη μου την καρδιά συμφώνησα αλλά σκέφτηκα πως η ομορφιά της Λορίν και κάποιων άλλων λίγων είναι κάτι που συνεχώς εξιστορείται. Δεν παύει αυτή η αληθινή διήγηση της ομορφιάς και φυσικά κάθε ομορφιά έχει κι ένα μέρος μιας ιδιαίτερης θλίψης και μαγείας.Κι αυτό είναι που σε καθιστά εκτός από παρατηρητή και μέρος της.Η ομορφιά είναι άδολη. Και ναι, η ομορφιά της Λορίν Μπακόλ με φέρνει σε αφωνία, σε αγλωσσία κι αυτό είναι μαγεία..

Το πιο σκληρο φως το βρίσκω το πρωί στα βράχια των Κυκλάδων και το πιο απαλό στα πρόσωπα που αφηγούνται ναυαγισμένες προσωπικές ιστορίες τους- σε ταβέρνες που η παλαιότητα τους τις αγιοποιεί σχεδόν κι είναι η στιγμή που το μεσημέρι αποχωρεί για να έρθει το απόγευμα. Το φως είναι αφήγηση...