Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

2012

Όλοι αναζητούν με κάποιον τρόπο την αγάπη
αστερισμοί κρατούν μυστικά την λάμψη της,
ο χιτώντας της καρδιάς μας κόκκινος, αιματώδης,
κρατά όλα που έγιναν σε σημειωματάρια εφόδου.
Άφησε το άλογο σου αγάπη μου,
μπροστά στην πόρτα μου, άναψε τα μάτια του περνώντας τα με τα χέρια σου.
Οι ώρες ξοδεμένες, ειπωμένες, σαν ένα φλυτζάνι που ράγισε,
σαν την τράπουλα που χιλιοπαίχτηκε,
Ντάμες, Ρηγάδες, Βαλέδες κι ο Τζόκερ ο χαμένος ιππότης να γελά μέσα στο ανάθεμα,
όλα εκείνα που φαίνονταν όμορφα και μετά χάλασαν,
όλα εκείνα τα κεριά που ανάψαμε την νύχτα,
τα σκαλιά που ανεβοκατεβαίναμε χωρίς προφυλάξεις.
ΌΛες εκείνες οι πράξεις, πότε κωμωδίες και πότε δράματα.
Όλοι αναζητούν με κάποιον τρόπο την αγάπη,
αυτή έρχεται σαν να μην είχες ακούσει ξανά για την ύπαρξη της,
αμόλυντη και δίχως προσχήματα,
συγχωρείς τα πάντα εκτός από ένα,
που την στρίμωξες άγρια ανάμεσα στα τόσα φύλλα της τράπουλας,
ας είναι,
ακόμη κι έτσι,
το άλογο στην πόρτα μου γελάει σαν το τελευταίο λουλούδι που αντιστέκεται στο χιόνι,
τόσο χιόνι κι αυτό εκεί,
δες,
ακόμη ζει και ανθίζει,
ακόμη και η πεταλούδα αντιστάθηκε σε τόσο θάνατο.
Κλάψε τώρα,
άδειασε το στήθος σου από τον πόνο,
οι μέρες που έρχονται, θα λιώσουν, όλα αυτά που μέσα μας ήταν ακινητοποιημένα.

όλοι με κάποιον τρόπο αναζητούν την αγάπη,
απλά όλοι δεν το ξέρουν...
 

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Στον πατέρα μου

Είχες καιρό να περάσεις από τον ύπνο μου μπαμπά.
Με κοίταξες με την ίδια ευθύτητα και φορούσες το αιώνιο λευκό μακό μπλουζάκι, γυρισμένα τα μανίκια ένα δυό εκατοστά.
Με βρήκες ,ενώ ήδη είχα εντοπίσει τον δρόμο για την θάλασσα.
Στριμωγμένη στην σωλήνα του αποχευτευτικου συστήματος της πόλης,, άκουγα τους αρουραίους να περνούν δίπλα μου φωνάζοντας τσιριχτά. Όσοι με ακουμπούσαν ήταν απαλοί, μόνο η όψη τους ήταν χάλια.
Κατηφόριζα και έπαιρνα τις στροφές ασθμαίνοντας, στριμωγμένη, σερνόμουν πότε με τα χέρια και πότε με τα γόνατα. Άλλοτε πάλι βοηθούμενη με την κοιλιά.
Σκατά κολυμπούσαν κι αυτά δίπλα μου με απάθεια.
Μύριζα την θάλασσα όταν με βρήκες.
Πρόλαβα να αφεθώ στα νερά όταν με φώναξες.
Στο όνειρο ήταν σούρουπο. Σκορπισμένα γύρω τα πιό ωραία χρώματα.
Ξάπλωσα ανάποδα όταν με φώναξες.
Ανέβηκα στην πλάτη σου όπως τότε που με έμαθες να κολυμπάω, εσύ βέβαια πολύ πονηρός, με είχες αφήσει και κολύμπαγα μόνη μου, νομίζοντας πως είσαι δίπλα μου και με πηγαίνεις εσύ...
Μπαμπά;
Νοιώθω λίγο κουρασμένη.
Αναζητώ ξανά την ηλικία της τρυφερότητας.
Πολλές φορές την έχω κοντά μου αλλά, να, δεν ξέρω. Σαν να εξαντλείται. Σαν να κιτρινίζει από το κακό της που την αφήνω να ταξιδεύει ανάμεσα στις νευρώσεις.
Παντού νευρώσεις μπαμπά.
Και θέλω.
Γυναίκες κουρασμένες από το εγώ τους, γυναίκες Νάρκισσοι ψάχνουν την σκιά τους στον καθρέφτη.
Καλλιτέχνες βαρετοί σαν άνθρωποι και προβλέψιμοι φτιάχνουν μαγαζάκια που πουλάνε την τέχνη.
Μου θυμίζουν τους κουλουράδες της Ομόνοιας.
Μια ελάχιστη γοητεία,αλλά γοητεία σαφώς, βρίσκω  σε αυτούς που αλληλοθεωρούνται οι <<εκλεκτοί των εκλεκτών>>. Εκεί πάλι μπαμπά, βρίσκω ενδιαφέρον γιατί συλλέγοντας γνώσεις σίγουρα καλυτερεύεις.
Κι αυτοί είναι συλλέκτες τέτοιοι. Μπορεί με την ζωή τους να μην αποτελούν ένα μέρος της ομορφιάς, γιατί κατά τα άλλα, δεν διαφέρουν από αυτούς που γεμίζουν τα πολιτικά γραφεία, αλλά παίρνεις ένα μέρος γνώσης κι αυτό είναι ωφέλιμο.
Παντού νευρώσεις μπαμπά.
Άντρες μαθουσάλες κυνηγούν την στύση τους ψάχνοντας γύρω από την σάρκα άγουρων κοριτσιών.
Γυναίκες μεσήλικες κυνηγούν άγρια τους νέους άντρες ανταγωνιζόμενες η μια την άλλη, σαν αυτές που κρυφοκοιτάνε τις άλλες στα δοκιμαστήρια.
Πολλές νευρώσεις μπαμπά.
Τρέλα. Τρέλα.
Η πυξίδα του μαλακομαγνήτη γυρνάει σαν τρελή.
Στοπ.
Μα και νέα παιδιά στριμωγμένα στο μετρό κολλάνε το μούτρο τους μπροστά στην οθόνη ενός κινητού. Μιλάνε ώρες ατέλειωτες με δωρεάν προγράμματα.
Ο χρόνος δεν είναι επαρκής μπαμπά, έτσι λένε.
Ο κόσμος τελειώνει σε λίγες μέρες.
Το ξέρεις το παραμύθι.
Καλά ξέρω ότι ξέρεις πως πεθαίνει  ο παλιός.
Αλλά έρχονται αυτές οι μέρες και μου λείπεις μπαμπά.
Εντάξει, κατοικείς σε μια χώρα πορτοκαλένια μέσα μου, αλλά μου λείπεις.
ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ.
έκοψα το τσιγάρο μπαμπά.
Μισώ πιά τις εξαρτήσεις, είχε παραγ'ινει το χάλι μου. Δυό πακέτα όπως κι εσύ.
Μοιάζουμε και σε αυτό. Μόλις πήρες την απόφαση κι εσύ τότε, μαχαίρι.
Και στο άλλο μοιάζουμε.
Είμαστε ευάλωτοι.
Απορώ με τον εαυτό μου γιατί είμαι ακόμη.
Και γιατί αυτή η μισητή φωνή μέσα μου, μου λέει ακριβώς τι θα συμβεί στην επόμενη γωνία.
Το κωλοένστικτο.
Ωχ, άσε με βρε μπαμπά, άσε με να βρίσω, με έχει κουράσει αυτό το πράγμα.
Ψάχνω την ηλικία της τρυφερότητας κι αυτό με εμποδίζει.
Αυτό κι ο χρόνος.
Δεν παίρνω φαίνεται μεγάλες ανάσες.
Ξεκινησα και γιόγκα, μετά από τόσες δεκαετίες και ανακάλυψα πως δεν ξέρω να αναπνέω σωστά.
Επίσης με αυτό ανακάλυψα πως ενοχοποιώ τον εαυτό μου γιατί ανακαλύπτω εύκολα τους ενόχους.
Οχι μπαμπά, δεν τρώω τον χρόνο μου με τέτοια, απλά γίνονται.
Σου είπα, ανακαλύπτω πως να αναπνέω, μαζί με αυτό τι νομίζεις; Ανακαλύπτεις κι άλλα.
Πως είσαι κουρασμένος ας πούμε.
Από όλα κάποιες φορές.
Αλλά πιό πολύ είναι που λείπουν οι ευχάριστες εκπλήξεις...
Άγριες μέρες μπαμπά.
Κι εγώ είμαι το κορίτσι σου. Θέλω να καθομαι στα πόδια σου και να με κουνάς και να σου τραγουδάω, όπως τότε.
Να σου γυρίσω τα μανίκια, ένα δυό εκατοστά.
Έκανες πολλά λάθη μπαμπά.
Αλλά ήσουν μάγκας. Γιατί κανείς τελικά δεν άφησες να σου στερήσει την ευαισθησία σου.
Κι ενώ ήσουν ευάλωτος ήσουν τόσο δυνατός.
Στην σωλήνα του υπόνομου με βρήκες μπαμπά στο όνειρο.
Κάνω καταδύσεις μέσα στα σκατά πολλές φορές, όταν ανεβαίνω στην επιφάνεια έχω μαζέψει υλικό για κάτι λουλούδια που σπανίζουν, είναι το καλύτερο λίπασμα και το ξέρεις.
Πιό καλά από μένα.
Σιγά..τι είμαι εγώ μπαμπά; Εγώ ψάχνω ξαφνικά την τρυφερή μου ηλικία.
Και την σωστή αναπνοή.
Μου λείπεις...
Πολύ.
Μην κάνεις πολύ καιρό να ξαναρθείς κοντά μου...

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Τρέχεις γυναίκα με το κίτρινο φουστάνι
στην μια τσέπη έχεις τον έρωτα
στην άλλη τσέπη τον θάνατο.
Και το κάδρο σου στον τοίχο, ζητάει να γεμίσει, με το πορτρέτο σου...

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Φρεντερίκ

Μην με κοιτάς τώρα,
τα πάθη ξεθωριάζουν, στην μεταφορά τους από το ένα τοπίο στο άλλο.
Κι αυτή η αυστηρή επίγνωση των πραγμάτων,
Φρεντερίκ
σβήνει την παλιά λάμψη των ματιών σου.
Η δικαιοσύνη κοιμάται,
μαζί με αυτόν τον παχύ γάτο που ξαπλώνει στο παχύ βελούδινο μαξιλάρι,
ο έρωτας κοιμάται,
...
μαζί με τις νυσταλέες υποσχέσεις στην υπόφυση,
στο μέρος της καρδιάς, μια φυσαλίδα,ρουφάει άστοργα το λιγοστό οξυγόνο.
Είναι φορές που θέλω να γίνω αμαζόνα Φρεντερίκ,
εκεί που βελάζεις ήσυχα για την δήθεν ωραία σου ζωή,
την ήσυχη, την ειρηνική ,τάχα,
κι ως αμαζόνα να ανέβω σε μια άμαξα με τέσσερα άλογα,
να κραδαίνω απειλητικά ένα δερμάτινο μαύρο μαστίγιο πάνω από το σαστισμένο πλήθος,
να χωθώ εκεί, ανάμεσα, φωνάζοντας ερχόμενη για το σπίτι σου,
στην μπάντα,
στην μπάντα, στην μπάντααααααααααααααααααααααα,
έρχομαι για σένα, Φρεντερίκ.
Και μόλις πέσω κάτω από το δηλητηριώδες δάγκωμα ενός φιδιού-φύλακα,
εκεί ,μπροστά στα παγωμένα σου μάτια,
τότε θα καταλάβεις ,πόσο πολύ ,τελικά ,αγαπήθηκες από μια χίμαιρα....

Δαιμόνιο

Γύρω μας οι Δαίμονες πίνουν.
Ακατάπαυστα.
Κι εμείς μαζί τους.
Μια ξυλόσομπα ζεσταίνει το παμπάλαιο μπαρ.
Η νοημοσύνη ταξιδεύει με αιφνίδιους θάνατους.
Τους έχεις ακούσει όταν χαράζουν τα μάγουλα μας με κείνο το στιλέτο, θυμάσαι...
Στο μπαρ υπάρχει ένας κύκλος.
Η τελετή της μύησης έγινε έναν αιώνα πριν.
Τώρα καλούμε πνεύματα και ιδέες.
Κρυώνω.
...
Δεν με αγαπάς.
Κι εγώ κανέναν κόπο δεν θα κάνω να σου αλλάξω γνώμη.
Οι καινούργιοι Δαίμονες που ήρθαν είπαν πως ο παλιός κόσμος για πάντα χάθηκε.
Τους είπα,
(Μπορώ να ρθώ μαζί σας στην κόλαση);
πιό φιλόξενα θα είναι από εδώ.
Τι λες;
Φεύγω.
Δεν θα κοιτάξω πίσω μου...
Πίνω τις Βαλκυρίες στην Ρώμη
ένα δέντρο μαραίνεται κι ένας μεταμφιεσμένος Μεφίστο
ξενυχτά κάτω από το παράθυρο μου
σε ένα άθλιο μοτέλ,
άχρηστες μηχανές αποχαυνώνονται καθώς ο έρωτας βαθιά μπήγει τα δόντια του και πίνει καπνισμένο αίμα...

Bατνάζ

Στην ξύλινη μεγάλη σάλα, ένα πιάνο με ουρά,
χελιδόνια μελωδικά, έπαιζαν με τα μαλλιά της ,κάθε φορά που έπαιζε η Βατνάζ.
Η γυναίκα με το φουστάνι στο χρώμα του σκοτωμένου κερασιού.
Το πιάνο, όπως κάθε μουσικό όργανο, την διάβαζε σε βάθος,
ήξερε πως υπέφερε από μοναξιά.
Κι όταν χρειάστηκε κούρδισμα, άκουσε την καρδιά της γυναίκας να σπάει σε πολλά κρύσταλλα,
ήταν η όψη του κουρδιστή που της...
ξύπνησε τον πόθο.
Κι άγριες, οι νύχτες πιά, στην ήσυχη κάμαρα.
Και κάθε νύχτα ξεκουρδιζόταν μονάχο του.
Κι έγιναν οι επισκέψεις του κουρδιστή καθημερινές.
Κι ο έρωτας ένα φαινόμενο αμοιβαίο.
Το σπίτι άλλαξε χρώμα κι εκείνη είχε στα χείλη πάντοτε κόκκινο χρώμα.
Κι ενώ ο έρωτας άρχισε να αλλάζει τις ως τότε, περιορισμένες διαστάσεις,
και να τις επεκτείνει,
το πιάνο άρχισε να υποφέρει.
Πρώτη του φορά κατάλαβε την μοναξιά του.
Απέραντη ήταν η θλίψη του, σαν ενός αηδονιού που χάνει την φωνή του.
Και σαν κάθισε η γυναίκα να παίξει ακουμπώντας τρυφερά τα πλήκτρα του, σιγή παγωμένη.
Η σάλα άδεια από νότες μαγικές.
Ούτε η γυναίκα, ούτε ο άντρας κατάλαβαν τι ακριβώς συνέβη κι έπαψε το πιάνο.
Απασχολημένοι καθώς ήταν με τον έρωτα τους.
Ο ερωτευμένος είναι εξάλλου ο μεγαλύτερος εγωιστής...

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΗOTEL HΡΑ

Το κουρασμένο καράβι φτάνει στο λιμάνι, ξεχύνονται από την κοιλιά του κατάκοποι οι ταξιδιώτες.
Είναι έξι το πρωί.
Η χειμωνιά απλώνει το σάλιο της παντού.
Στο ξενοδοχείο το αρχαίο, δυό ταξιδιώτες κλείνουν δωμάτια.
Αυτός έχει το νούμερο επτά. Η γυναίκα το νούμερο εννιά.
Κατέβηκαν σε τούτο το λιμάνι τυχαία, με σκέψεις λαθραίες και βουβές.
Με σιωπή, οι σκέψεις, απλώνουν την βλέννα τους μπροστά στα μάτια τους, να μην βλέπουν καθαρά.
Όπως ο γράφων κι αυτοί γοητεύονται από αυτό, το να μην βλέπεις καθαρά.
Υπέροχοι τεράστιοι δρόμοι με άσφαλτο ξεδιπλώνονται μπροστά τους.
Κι άλλοτε σοκάκια που βράζει το γιατσέντο.
Το σούρουπο, που έχουν ξεκουραστεί, απλώνουν τα μάτια τους μπροστά στην θάλασσα.
Αυτή, ήσυχη και γόνιμη, απλώνει πεταλούδες ασημιές.
Η γυναίκα σκέφτεται πως η Ήρα ανέχτηκε τις απιστίες του Δία εξαιτίας του Κρόνου και της Ρέας.
Ο άντρας σκέφτεται πως τις ανέχτηκε γιατί ένιωθε το γυναικείο σχήμα της απαξιωμένο.
Περπάτησαν τυχαία μαζί.
Αυτή ήταν μια γυναίκα που μόλις είχε εγκαταλείψει τον πλούσιο σύζυγο στην κοίτη του βελούδινου καναπέ, χρώματος σκούρο πράσινο.
Αυτός έγραφε. Αυτή ήταν η δουλειά του.
Το ξενοδοχείο είχε το όνομα Ήρα.
όταν βρέθηκαν την νύχτα σε μια ταβέρνα κάθισαν απέναντι ο ένας στον άλλο.
Δεν είχαν καμμιά επιθυμία να γνωριστούν βαθύτερα.
Απλά μιλούσαν όλη την νύχτα έχοντας εκείνη την μεμβράνη στα μάτια.
Κι ότι έλεγαν ήταν πιό όμορφο από αυτό που ονομάζεται πραγματικότητα.
Κι ενώ ο έρωτας, τους άγγιζε το μέτωπο σαν μικρή πρασινοκόκκινη φλόγα, συμφώνησαν σε αυτό.
Να ταξιδεύουν ο καθένας χώρια.
Να κατεβαίνουν στα λιμάνια στην τύχη, χωρίς να υπάρξει πριν συννενόηση.
Και όταν τυχαίνει να βρίσκονται να μιλούν και να κάνουν ότι θέλουν έτσι.
Χωρίς να βλέπουν καθαρά.
Αυτήν την καθαρότητα θα την έβρισκαν όταν πια δεν θα μπορούσε το σώμα τους να κάνει αλλοιώς...
 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Η επιστολή που δεν δόθηκε ποτέ

Αγαπημένε μου Γκρικόροβιτς,
χάρηκα τόσο πολύ που βρήκα τρόπο να σας στείλω αυτήν την επιστολή, αλλά λυπήθηκα βαθύτατα που η άσχημη τύχη μου ήταν η αιτία να με βρείτε μπροστά σας, σε τούτο τον άσχημο χώρο και σε αυτές τις φρικτές συνθήκες.
Ποτέ δεν φανταστήκαμε όταν είμασταν έφηβοι πως θα μας τα έφερνε έτσι η ζωή, πως θα ξανασυναντιόμασταν έτσι κάτω από αυτές τις φρικτές συνθήκες.
Θυμάστε; Σπουδάζαμε ιστορία  τέχνης και με κοιτούσατε στο διάλειμμα με εκείνα τα μελιά σας μάτια. τόσο βαθιά, νόμιζα πως θα μου έσκιζαν την καρδιά αγαπημένε μου Μακάρ, νόμιζα πως μπορούσα να κάνω μια άλλη ανάγνωση του κόσμου από μέσα τους, αλήθεια, αυτό νόμιζα.
......
Οι παράξενες συνθήκες της ζωής μας πάντα μας δοκίμαζαν εμάς τους δυό.
Πάντα βρίσκαμε ο ένας τον άλλο στο επόμενο σκαλοπάτι, στην επόμενη στροφή, στο επόμενο λαχάνιασμα από το τρέξιμο να προλάβουμε το μικροαστικό μέσο που θα μας μετέφερε στην τρώγλη μας.
Ήταν πάλι τότε, τότε που με είδατε ολότελα τυχαία καλεσμένος από τον Μιχαήλ στην σχολή, τότε που ταράχτηκα βαθύτατα σαν σας είδα μπροστά μου ενώ πόζαρα γυμνή για τους φοιτητές.
Μετά από τόσον καιρό και η μοίρα θέλησε να με βρείτε μπροστά σας γυμνή.
Ήταν πιό πολύ για την τέχνη πιστέψτε με, πιό πολύ γι αυτό, παρά για τις όποιες φιλοδοξίες όπως με κατηγορήσατε τότε.
Με βρίσατε, με ακολουθήσατε σαν σκιά, βρήκατε την τρώγλη που ζούσα, μου τραβήξατε τα μαλλιά, δεν κατάλαβα τότε πως ήταν από την ζήλεια, νόμιζα πως ήταν από μια θλιβερή επίδειξη ηθικής εκ μέρους σας.
.............
Αργότερα βρέθηκα στην αγκαλιά σας, μετά από εκείνη την γιορτή του αποχαιρετισμού, τότε που κατέρρεε όλη η Χώρα, ο Μιχαήλ έκλαιγε στην αγκαλιά σας, θυμάστε;
Είχαμε ήδη πάρει την απόφαση να φύγουμε μακριά, από τους εαυτούς μας, τους δικούς μας, την μοίρα την κακιά μας για κάποια άλλη καλύτερη.
Η στέπα γυμνή ήταν η χώρα, σαν την παλάμη μας με τα δαχτυλικά αποτυπώματα.
............
όταν μπήκα στο τρένο αγαπημένε μου το χιόνι έτσουζε τα μα΄τια, το πρόσωπο μας ήταν μια λευκή μάσκα, η αγωνία για το τι θα βρούμε ήταν φανερή.
Οι ελάχιστοι σπασμοί στην επιδερμίδα μας δεν 'αφηναν τα περιθώρια να καταλάβει κάποιος τι σκεπτόμασταν.
Το στομάχι μου έκαιγε από την αγωνία.
Η αγία Πετρούπολη πίσω μου θρηνούσε στα γόνατα. Η Μόσχα έπινε χωρίς τέλος, προσπαθώντας να ξεχάσει για λίγο την τεράστια λύπη της.
.............
Την επόμενη μέρα κατάλαβα από τον πρώτο σταθμό μας τον ακριβή προορισμό μας.
Λίγο πολύ τα ξέρεις αγαπημένε μου.
Με βρήκατε,-θεέ μου τι έχω πάθει, δεν ξέρω σε ποιό χρόνο να σας μιλήσω-, σε εκείνο το απαίσιο σπίτι , μύριζε σκατά, κάτουρο και σπέρμα.
έπεφταν πάνω μας, και για πρώτη φορα, λατρεμένε μου, για πρώτη φορά κατάλαβα το κτήνος που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του.
Κλωστές από σπέρμα κυλούσαν από τα μπούτια μας κάθε τρείς πέντε ώρες.
Κλωστές από αίμα και σπέρμα.
Μας είχαν κάψει τις παλάμες μια βδομάδα πριν έρθεις εσύ με τους δικούς σου να λευτερώσετε την Άννα.
Δεν είχα δακτυλικά αποτυπώματα, άρα δεν ήμου τίποτε, ήμουν η καμμία.
Ο ουρανός ήταν χαμηλός, το κρύο άσπριζε τα χείλια μας και το φεγγάρι έσταζε έξω από τα σφραγισμένα παράθυρα, όμως εγώ προσπαθούσα λατρεμένε μου, ξανθό μου περιστέρι, να κρεμαστώ από τα κάγκελα έξω, να δώ τις φλούδες του φεγγαριού να ξελπύνω τον πόνο και την ντροπή μου.
Δεν είπα οργή.
Αυτό το ένιωσα σαν σε είδα να ξεπηδάς από το πουθενά, ένας ξανθός, λευκός άγγελος είπα, ένας άγγελος που μαζί με άλλους εξαγριωμένους αγγέλους ρίχνατε σφαίρες στους βασανιστές μας.
Μια κρύα λεπίδα κάρφωσε την καρδιά μου λευκό μου φτερό, μια παγωμένη ματιά του θανάτου όταν σε είδα πίσω από τους πυροβολισμούς,
έπεφτε ο ένας μετά από τον άλλο και ρυάκια αίματος έβαφαν τους τοίχους κι εμάς, εμάς, που μισόγυμνες στην γωνία σαν μικρά πονεμένα ζώα κοιτάζαμε τους σκοτωμένους να πέφτουν σαν γραμμές.
Σαν τις γραμμές της αγγελόσκονης πολύτιμε μου, που μας ανάγκασαν να τραβάμε, τσακ, τσακ, τσακ, τσακ, κάτω. Κάτω. Τσακ, τσακ, τσακκκκκκκκκκκκκ.
Σε είδα να φωνάζεις την Άννα. Με κοίταξες με περιφρόνηση.
Έκρυψα τα στήθια μου με το βρόμικο σεντόνι, μα πρόλαβα να δω εκείνη την περιφρόνηση.
(Δεν έφταιγα εγώ), σου είπα.
( Εσύ ποτέ δεν φταίς, αλλά πάντα στα σκατά σε βρίσκω), είπες αγαπημένε μου κι έψαξες για την ΆΝΝΑ.
Εκείνης δεν είχαν προλάβει να κάψουν τα δακτυλικά αποτυπώματα, ούτε τα ξανθά της μαλλιά  μαύρα όπως εμένα.
Δεν περιμενατε να βρείτε τόσα κορίτσια, μπουκάρατε μόνο για την Άννα.
Φύγαμε κι εμείς σαν κυνηγημένες σκιές στα σκοτάδια.
Πάντα πίστευα πως όλη αυτή η επιχείρηση που έγινε κι αφού φαινόσουν ο αρχηγός ήταν γιατί την αγαπούσες.
Αργότερα σε κάποιο στριπτηζάδικο έμαθα από την ίδια πως το έκανες για να βοηθήσεις τον φίλο της, από υποχρέωση γι αυτόν διακινδύνεψες λατρεμένο φως μου, πάντα για τους φίλους έδινες την ψυχή σου....
.......................
Αγαπημένε μου, όταν μπήκατε στο μαγαζί που χορεύω ήμουν λίγο ζαλισμένη, ήμουν λίγο χαμένη, ήμουν χαμένη Μακάρ, γιατί αυτό το όρθιο αντρείκελο ο <<Ντόγκυ>>, αυτό το όρθιο κτήνος είχε γονατίσει την Λένα και είχε ανοίξει το παντελόνι του και της έλεγε να του πάρει πίπα, η Λένα όμως δεν ήθελε, είναι έγκυος, σύντομα θα φύγει από εδώ μέσα, (θα σου πάρω εγώ, τι θέλεις; άφησε την), ούρλιαξα, (σκασμός), είπε, (σκασμός να μην ακουστούμε έξω, εγώ πίπα θέλω, δεν με νοιάζει ποιά θα μου κάνει).
Τέλειωσε βρίζοντας αγαπημένε μου Μακάρ,
λυπάμαι που στο λέω έτσι, αυτό είναι, αυτό είναι όμως,όταν μπήκες πίσω από τις κουρτίνες κι είπες συγνώμη, πρόλαβα και ειδα το ωραίο σου πρόσωπο.
Όταν αυτός βγήκε έξω ήθελα να πεθάνω.
Χανόμαστε και βρισκόμαστε λευκό μου γεράκι κι είναι πάντα ανάμεσα μας ένας πόλεμος.
Είναι ο βουλιαγμένος κόσμος της νύχτας στην ημέρα, ναι, αυτό είναι.
....................
Αυτοί οι τυφλοπόντικες που πίνουν το αίμα των μικρών και των αδυνάτων βρίσκονται με αυτούς της ημέρας.
Γίνονται ένα, το μόνο που αλλάζει είναι οι θέσεις αγάπη μου,
πως να σας το πω;
Είναι τα γραφεία και η τυπική μόρφωση που δικαιολογεί την ουσιαστική αμορφωσιά τους, είναι οι χειραψίες των άλλων κι η προστασία που τους δίνουν το μοίρασμα της βρομιάς τους...
Ακούστε με αγαπημένε μου,
εμένα ξέρω, με σιχαίνεστε,
εγώ όμως πάντα θα θυμάμαι.
Το φιλί μας στην μικρή μου κάμαρα.
Την γλάστρα με το βάλσαμο που μου φέρατε την επόμενη μέρα.
Την στόλισα στο περβάζι, την πότισα με την αγάπη μου και την σκέψη μου σε εσάς.
Ω, μπήκατε πίσω από τις κουρτίνες και όλος ο κόσμος θάμπωσε μπροστά μου.
Σε μια στιγμή του χρόνου ρουφηξα τα μάτια σας, το στόμα σας...
Ποτέ δεν με κάνατε δική σας.
Με το σώμα.
Κι όμως! Είμαι δική σας Μακάρ!
Πάντα ήμουν.
Απλά για να το ξεχνάω ρουφάω σκόνη, από την μύτη, μην φοβάστε, πίνω βότκα και τζιν.
Να θαμπώνει λίγο το σχήμα του σώματος σας στο κεφάλι μου.
Τα χείλια σας στα δκά μου σαν την πιό τρυφερή και καυτή μνήμη της ζωής μου...
....................
Μακάρ!
Φύγετε μακριά τους!
Μακριά τους!
Μακριά μου!
Μην ξαναρθείτε εδώ.
Αλλάξτε ζωή πριν είναι αργά.
Για μένα είναι πολύ αργά.
Ήταν αργά από την στιγμή που δεν έγινα δική σας σε εκείνη την κάμαρα.
Την μικρή.
Από εκει που περνούσαν τις σωληνώσεις οι αρουραίοι και περναγαν τσιρίζοντας στο δωμάτιο όποτε έφραζε ο βόθρος.
Εκεί που γεύτηκα τα φιλιά του έρωτα.
Κι ένιωσα πως μπορεί να είναι ο αληθινός έρωτας.
Μα η μοίρα θέλησε να μην γίνω ποτέ δική σας.
Είδα το τατουάζ στον λαιμό σας.
Ένα φίδι.
Η Βάλια μου είπε πως είσαστε ένας από αυτούς.
Πως αργά ή γρήγορα θα καταλήξετε στην θάλασσα με πέτρες στα πόδια.
Πως σας λένε Σνέικ.
Κι όχι Μακάρ.
Όμως εγώ ξέρω.
Μακάρ σας λένε.
Ω, Μακάρ! Πως έγιναν έτσι οι ζωές μας;
Φύγετε θησαυρέ μου!
Φως μου!
Φύγετε μακριά!
Για πάντα δικιά σας.
Δικιά σου.

Βάριενκα ή Βάνα.



υγ ( η επιστολή δεν έφτασε ποτέ. Ο τύπος που θα πήγαινε το γράμμα αυτό, τυλιγμένο σε έναν χοντρό σατινέ αρωματισμένο φάκελο, μέθυσε τόσο εκείνη την νύχτα που τον πήγαν σπίτι του κι αυτός ξέρναγε. Την άλλη μέρα δεν θυμόταν τίποτε, βρήκε κάτι τριμμένα κομμάτι στο πλυντήριο από το παντελόνι του, πήγε να θυμηθεί κάτι αλλά εκείνη την στιγμή χτύπησε το κινητό του.
Έπρεπε να πάει σε ένα άλλο μαγαζί νέο <<να συστηθεί>>.
Όταν τα παιρνε από τα μαγαζιά για προστασία ήταν νηφάλιος.
Έβλεπε καρτούν στην τηλεόραση μέχρι να ρθεί η ώρα για την <<σύσταση>>.....

Πανόρμου

O έρωτας φωνάζει πάνω από τις σκοτεινές κάμαρες
την ώρα που βγάζεις βόλτα τον σκύλο σου
την ώρα που κοιτάς με άδεια μάτια μια ηλίθια αλληλογραφία.
Αλληλουχίες εικόνων
παράλληλοι βίοι αγίων,
κολασμένων,
για πάντα καταραμένοι να μυρίζουν, ψάχνοντας, τις ηδονές,
κι άλλοτε σαν σκύλοι,
άλλοτε σαν γάτες να γυρνούν στους σκοτεινιασμένους δρόμους λίγο πριν φέξει.
Γιατί λίγο πριν φέξει,
...

ένα άγριο-άγιο θηλυκό θα χορέψει ξυπνώντας την κουρασμένη καρδιά σου,
μέσα σε ένα μισογεμάτο μπαρ,
σε έναν κήπο όπου λευκές τίγρεις θα ανοίγουνε το στόμα,
σαν εσένα,
σαν αυτόν,
σαν εκείνη,
σαν όλους,που λιγωμένοι θα ανάβουν με αυθάδεια
τα νεκρά ένστικτα τους σαν φωτιές.
Κάθε φορά που θα βρίσκεται ένα τέτοιο κορίτσι,
θυμάμαι εκείνεις τις τίγρεις μέσα σε ένα άδειο σπίτι.
Πανόρμου μετά τα μεσάνυχτα και η ανία μου χτυπούσε κόκκινο...

Nύχτα βροχής

Γειά σου, τι κάνεις; Εγώ είμαι καλά,
όλη την νύχτα κοιμόμουν στο αυτοκίνητο για να ακούω καλύτερα την βροχή.
Μα αυτή η φωνή μέσα μου τραγουδούσε τραγούδια του ποταμού,
κι αυτή η ερημιά της πόλης ακατέργαστο θάμπος,
και κείνα τα διαμάντια που φορούσαν οι πόρνες στο λαιμό,
τώρα στα αζήτητα είναι, σε μια βιτρίνα περασμένου μεγαλείου.
Κοιμόμουν που λες μέσα στο αυτοκίνητο,
εκείνο το σαράβαλο του Αμερ...
ικάνου,
έτρεχε η βροχή στο τζάμι,
έτρεχαν και τα τυφλά μπλουζ μέσα του απ το μυαλό μου,
τι σου είναι το μυαλό σκέφτηκα,
παντού με αυτό πηγαίνεις,
με αυτό αν θες επισκέπτεσαι έναν άντρα σαν γυναίκα
και αντίστροφα,
με αυτό ακουμπάς αυτήν την θαλερή υφή ενός τέλους που δεν έρχεται ποτέ.
Κι εκείνη η βροχή να χτυπά στα τζάμια,
τι σου είναι η ζωή,
μια σκάλα ή μια στροφή,
τα περπατας και δεν καταλήγεις ποτέ...

οι εραστές

Σε ένα θέατρο γεμάτο από μια κιτς αποφορά,
ένα καταγώγειο που ήταν παλαιό υπόγειο σπίτι,
εκεί παντού στους τοίχους ρούχα γυαλιστερά κρεμασμένα,
μια μυρωδιά από ουρητήρια
το μόνο που λάμπει ανάμεσα στους λίγους θεατές μια φράση.
Μιλά για ένα πάρκο γεμάτο καπότες
μεταχειρισμένες ,και γι ανθρώπους μιλά,που υπέφεραν από μια άγρια μεταχείριση των άλλων.
Όταν πάει 11 ο κόσμος φεύγει.
...
Οι ηθοποιοί φεύγουν, εκτός από τους εραστές.
Ένα νέο ζευγάρι ηθοποιών.
Αυτός σαν να ξέφυγε από έναν πίνακα λυπημένου μα υπερήφανου φαγιούμ.
Αυτή σαν μια μικρή εκπρόσωπος της παλαιάς αριστοκρατείας.
Ενώ υποδύεται την πόρνη, έχει στις κινήσεις της τρόπους που έχει ένα κορίτσι με γαλλικά και πιάνο.
Κλείνουν τα φώτα αφήνοντας μονάχα αυτό που βρίσκεται ακριβώς επάνω τους, το χαμηλώνουν.
Μόνο για να παίζουν οι σκιές στα πρόσωπα τους.
Ουσιαστικά σκηνοθετούν τον έρωτα τους..
Αυτός με μικρές μελετημένες κινήσεις της ξεκουμπώνει τα ρούχα.
Πέφτουν στο μαύρο ξύλινο πάτωμα.
Πέφτει επάνω της.
Με φιλιά που ανοίγουν πληγές φωτός.
Ενώ αρχίζει η σαγήνη της ηδονής.
Ενώ ξετυλίγεται το ψέμμα της.
Ο μεταμορφωμένος καθρέφτης του κόσμου.
Λες και αυτές οι εκρήξεις της χαράς θα συνεχίσουν την σπορά τους.
Λες και οι αφημένες αισθήσεις θα συνεχίσουν να τρέχουν γλυκές,
σαν μικρά κρύσταλλα χρυσής σκόνης.
Είναι νέοι.
Αυτό δεν τους απασχολεί.
Κι όταν πιά έχουν ρουφήξει ο ένας τον άλλο σαν μαύρες τρύπες,
ενώ λίγη από την κοκκινιά του περιγράμματος τους χύθηκε στο πάτωμα,
ενώ λίγο πορτοκαλί χύθηκε από τις μασχάλες τους,
τα φιλιά τους ακόμη απόηχοι στην αίθουσα σαν μαστίγια ανυψώνονται,
τότε ακριβώς εμφανίστηκε για λίγο μπροστά τους ο θεριστής του θανάτου.
Μόνο τότε κατάλαβαν πως ο έρωτας κι ο θάνατος είναι σιαμαία αδέλφια.
Μόνο τότε ζήτησαν ο ένας από τον άλλο να κοιμηθούν μαζί.
Σε εκείνο το αφάνταστα κιτς θέατρο που μύριζε ουρητήρια και σπέρμα...
Θα ξαναβρεθούμε όταν η παλίρροια θα χει ανεβεί στα μάτια σου
θα κρατάμε λίγη κούραση στον αυχένα μας
κι εκείνη την στιγμή ένα αστέρι απογευματινό θα φωτίσει περισσότερο τις προθέσεις μας,
τότε ακριβώς ένα φύλλο κιτρινο θα προσγειωθεί στα γόνατα μας,
θα κοιταχτούμε με σταθερότητα κι οι συρμοί της πόλης θα ουρλιάζουν μαζί με τις φωνές μας,
αυτός που θα τρομάξει πρώτος,
αυτός θα είναι ο πιό γενναίος..

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Το καρφί στον τοίχο

Υπάρχουν λέξεις που γίνονται φετίχ στα χέρια υποδηματοποιών νέας κοπής,
παρακολουθεί κανείς, σαν μεθυσμένος, να μετεωρίζονται άλλοτε στιλέτα γόβες
άλλοτε ζειμπέκικα που κιτρίνισαν από ζήλεια γιατί άντρας ποτέ δεν τα χόρεψε,
εσώρουχα μεταξωτά σε πλαδαρές μασχάλες,
συγγραφείς που έχουν στήση πιστεύοντας πως είναι η μετενσάρκωση του Μίλλερ,
γυναίκες που είναι έτοιμες να πηδηχτούν μαζί τους κι ανακαλύπτουν πως δεν κρύβουν άλλο στον καβάλο εκτός από μια κακόπιστη μεταχειρήσιμη ματαιοδοξία,
έτοιμες διεργασίες του μυαλού,
σαν πίτα γύρο,
όχι γύρω γύρω,
'οπως η γη.
Υπάρχουν άνθρωποι και ποντίκια και κατσαρίδες.
Έχουν γράψει γι αυτά. Πολλοί έχουν γράψει.
Άλλο όμως είναι να γράφεις κι άλλο να ζείς. Η πραγματικότητα της αφής δεν συγκρίνεται με την ιχνηλασία της φαντασίας. Υπάρχει ένα σαφές κενό.
Και μην μιλήσεις για τον άλλο που έγραψε ολόκληρο έργο στο κρεβάτι του...
Είμαστε φετιχιστές της λύπης. Και του γελοίου. Και της σοβαροφάνειας.
Ενώ το καράβι μας μας τραβάει στον πάτο κάθε ημέρα.
Ενώ ακούμε την άβυσσο να τρίζει στον πυθμένα , ενώ οι δίνες μας κυκλώνουν κάνοντας περιπολίες...
Ενώ γίνονται αυτά, πεθαίνουν άνθρωποι κάθε μέρα, άλλοι κυκλοφορούν σαν ζωντανοί-νεκροί,
ο πόλεμος συνεχίζεται παίρνοντας πιό πολλά θύματα από τότε που έπεφταν πύραυλοι, παιδιά πεινασμένα μοιράζονται ένα κουλούρι στην αυλή ενός σχολείου, η αξιοπρέπεια πάει περίπατο με τις πάπιες,η αξιοπρέπεια της χώρας, μπα; Κι εσύ που ζείς; Αλλού ζείς; Δεν είσαι μέρος της;
Κι όμως!
Ακόμη εδώ ασχολούνται με το μέγεθος του πέους τους, πόσους πούτσους πέρασαν σαν τσούχτρες,
πόση Αθήνα έμεινε για να πηδήξουν οι υπόλοιποι, μια φράση, μια φράση, πόσες ημέρες απασχόλησε τα μέσα.
Ποιά μέσα; Της μεταβίβασης της σκέψης ή του υποβιβασμού της σε άβουλο πρόβατο;
Δεν <<φετιχίζω>> την φράση ( έχω πηδήξει την μισή Αθήνα).
Να σου πω και κάτι; Που είναι το κακό; Υπάρχουν άνθρωποι που το έχουν κάνει.
Το θέμα είναι να μην παραμένεις μαλάκας μετά από τόσα γαμήσια. Εκεί έχεις θέμα φίλε.
Και δεν μιλώ για τον συγκεκριμένο. Μιλάω για τους άλλους.
Ο Πανούσης είχε πει, γαμάτε γιατί χανόμαστε.
Χωρίς ενοχές.
Γιατί αν συνεχίζεις να πηδιέσαι μονάχα με αντιπροσώπους του φύλου σου και φτιάχνεις γήπεδα και στρατόπεδα μόνο με το φύλο σου αποκλείοντας τους άλλους τότε υπάρχει πρόβλημα. Οπως πάντα υπήρχε...
Γενικά δεν μπορείς να παραμένεις μαλάκας ενώ πηδιέσαι και πηδάς.
Γενικά δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με μαλάκες. Δεν κάνει. ΚΆΝΕΙ κακό στην πνευματική υγεία.
Η πνευματικη υγεία μας χρειάζεται. Για να μυριζόμαστε τους τυφλοπόντικες, τους επηρμένους ματαιοδοξούληδες, τους χαζοεπαναστάτες, τους ηλίθιους, τους μπούληδες.
Πιστεύω στους νέους.
Πιστεύω πως διαβάζουν αλλιώς τον έρωτα και την αγάπη.
Κι ας είναι χαμένοι υποτίθεται από χέρι.
Δεν έχουν μπολιαστεί από σκατά απωθημένων.
Η χώρα είναι ένα κολαστήριο.
Ένα μπουρδέλο.
Δεν είναι γελοία μια φράση. Είναι απλά μια φράση.
Η χώρα είναι άλλοτε ένα μουνί κι άλλοτε μια κωλοτρυπίδα.
Την γαμάνε ατέλειωτα.
Την ξεσκίζουν ατέλειωτα.
Η χώρα είμαστε εμείς.
Ας σταματήσουμε επιτέλους να φετιχιζόμαστε με λέξεις, με φράσεις, με αντιλήψεις ζωής.
Στο κάτω κάτω άλλο ο λακές κι άλλο ο γαμιάς του.
Ο λακές είναι η γενική κατάθλιψη.
Η αυτολύπηση.
Η αναίδεια.
Η παραίτηση.
Ο γαμιάς είναι γαμιάς. Αν δεν βρεί αντικείμενο να γαμήσει είναι ένα τίποτε....

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Η γραμμή της μούχλας

Mέρες σαν μέσα την κουφάλα ενός δέντρου.
Ξαπλωμένη στην μπανιέρα της με τα μάτια στο ταβάνι.
Να παρακολουθεί μια άθλια γραμμή μούχλας πάνω του.
Ενταφιασμένοι οι εωσφόρου πίσω από τα κενά στα πλακάκια, ντυμένοι με σμόκιν όπως κάποτε.
Ποτέ δεν υπήρχε αλήθεια, αυτό που υπήρχε ήταν μια φιλότιμη προσπάθεια να ξεπεράσουν την επιφάνεια.
Κι οι ανορθόγραφες πτυχές στα τετράδια.
Τώρα,
καθώς οι κίτρινοι διάβολοι υγρανθήκανε από την μούχλα στα πλακάκια,
καθώς το πέος τους έφτασε ως τις απόκρυφες εκτάσεις του μυαλού της,
εκεί της γνέφουν,
μέσα σε μια υγρασιασμένη αχανή σήραγγα,
μέσα από κρυστάλλους ομιχλώδεις.
Κάποτε αγαπήθηκες,
ήσουν στα γόνατα κι ακουμπούσες την χωμάτινη όχθη ενός θαλερού ποταμιού.
Ήταν κάποιος δίπλα σου χωρίς πρόσωπο,
ούτε εσύ είχες πρόσωπο.
Ο έρωτας δεν γινόταν με πρόσωπα.
Φορούσατε τα κομμάτια του χρυσού στα μάγουλα,
αυτά που βρίσκατε στην όχθη εκείνου του ποταμιού.
Η γυναίκα με τα βυζιά πεσμένα ως τα πόδια και τις ζάρες στο δέρμα,
σας αγαπούσε.
Σαν είχε πανσέληνο βάφατε τα πρόσωπα σας με χρώματα.
'Ωχρες ή κόκκινα, και άλλα.
Τότε ο έρωτας γινόταν με χρώματα...
Κάποτε αγαπήθηκες κι αγάπησες.
Στην πιό βαθιά χρονική βλέννα αν μπείς θα δείς,
εκείνον τον φρικτό ιερέα,
ήθελε να σας φορέσει έναν πλαστικό Χριστό και να γίνετε ένα με κάτι άλλο από εσάς.
Αυτό που έγιναν οι άλλοι και ένιωσαν το θηρίο που λέγεται ενοχή.
Κι έγιναν ένοχοι γιατί ζούσαν.
Κι άρχισαν να ξεπαστρεύουν ο ένας τον άλλο.
Μα πήρατε απόφαση μια ημέρα, 'ηταν ένα σούρουπο που το δάσος άρχισε να ξυπνά τα ένστικτα του.
Θυμάσαι,
πεσμένοι στα γόνατα τρώγατε την καρδιά του ιερέα.
Αλλά ήδη ήταν αργά,
η μόλυνση των ενοχών είχε απλώσει σαν ιστός αράχνης,
Κι από τότε άρχισε να καταρρέει ο παλιός κόσμος.
Κάποτε αγαπήθηκες, κι εσύ αγάπησες,
αλλά αυτός ο νέος κόσμος ρίχνει κάθε ημέρα τα απομεινάρια του παλιού.
Στο θυμίζουν νευρικά αυτοί οι κίτρινοι διάβολοι πίσω από τα πλακάκια,
υγρασιασμένοι και με στήση ιλιγγιώδη, ψάχνουν να ξυπνήσουν ότι κοιμάται σαν σε αφέλεια...

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός στο κουκούλι (μέρος πέμπτο)

Kι ενώ ήταν έτοιμοι να ενωθούν, να γίνουν ένα μετά την αιώνια μάχη των σωμάτων, τότε ακριβώς, την στιγμή δηλαδή που ξεκούμπωνε το παντελόνι του απαλά με τα λευκά της δάχτυλα για να τον φέρει μέσα της, εκείνη ακριβώς  την στιγμή, εκείνη ακριβώς την στιγμή θραύσματα μνήμης άρχισαν να τρυπάνε  το μυαλό του, ήταν από εκείνο το άρωμα, από το σαπούνι που είχε διαλέξει μόνη της να πλυθεί, από κείνο το σαπούνι της μητέρας του.
Είχε διαλέξει από όλα τα σαπούνια αυτό, αυτό ακριβώς, και κάτι συνέβη, στην αρχή ενώ συγκινήθηκε από την επιλογή της, ενώ του άρεσε σαν ξέχωρο κομμάτι από αυτόν και την ζωή του,
τώρα τρυπούσε τον φλοιό του εγκεφάλου του αυτή η μυρωδιά, αποκτούσε την δική της σαρωτική έλξη στον θάνατο, στο τέλος, σε κείνη την κρύα αίσθηση όπου ξέρεις πως είσαι μόνος σου σε ένα ατέλειωτο σύμπαν, σε κείνη την αίσθηση του κενού, μετά το κενό, μετά, αρκετά μετά, αυτός ο πάγος που μάγκωνε την ψυχή του και την σάρωνε, αυτός ο τρόμος, αυτός ο ίλιγγος πως βυθίζεται σε έναν αχανή μαύρο Ωκεανό.
.............
Σηκώθηκε μακριά της κι η Άννα είδε στα μάτια του αυτό το κενό, το κενό είδε, όχι τον τρόμο,άρχισε να σκέφτεται τι τον έδιωξε μακριά της, τι έκανε εκείνη και έγινε το βλέμμα του το τόσο ερωτικό αυτός ο πάγος, με ποιά βήματα ακριβώς έγινε η φωτιά χιόνι, σαν αυτό που συνέχιζε να πέφτει έξω από το σπίτι του. Τον κοίταξε σχεδόν έντρομη, δεν ήταν που η ηδονή της κόπηκε με μαχαίρι, πάνω που πήγαινε να υψωθεί και να σπάσει σε χίλια κομμάτια, κι όλο αυτό μόνο από τα χέρια και το στόμα του, δεν ήταν αυτό, ήταν που ήθελε να γίνει ένα μικρό ζώο που έψαχνε το άλλο, το μοναδικό, και ζητούσε να μπεί μαζί του σε μια σφαίρα γυάλινη κι εκεί θα ταξίδευαν πετώντας μακριά από την πληγή, μακριά από την πληγή, τον πόνο, τον πόνο.
Αυτή η διαυγής τοποθεσία που λέγεται πόνος, την ήξερε την πληγή αυτή καλά και η Άννα, γι αυτό τον κοιτούσε με τόση ένταση τώρα και προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβει, τι μεσολάβησε σε κείνη την μεγάλη στιγμή της συνάντησης των δυό τους...
Ναι, τώρα έβλεπε εκτός από το κενό στα μάτια του κάτι άλλο, ήταν τρόμος, ήταν αυτό που προσπαθούσε να ξεριζώσει τις νύχτες με τα δόντια της, 'ηταν αυτός ο τρόμος της παιδικής της ηλικίας, όταν ερχόταν ο πατέρας της στο κρεβάτι της, αυτή έκανε πως κοιμάται, κι αυτός άπλωνε τα χέρια του κάτω από τα σεντόνια και την πασπάτευε, αυτή έκανε πως κοιμάται, κι αυτός ο δήθεν ύπνος ήταν η πρώτη σιχασιά που ένιωσε για τον κόσμο, η πρώτη ξεφτίλα.
Κι ας ήταν μόλις έξι χρονών, τα παιδιά όλα τα καταλαβαίνουν, όλα τα διαισθάνονται.
Τουλάχιστον αυτή την ξεφτίλα προσπάθησε να την ζήσει χωρίς ενοχές.
Να την γλεντήσει, ναι, αυτό προσπαθούσε, να την γλεντήσει, να χορέψει γύρω της...
Στο πεζοδρόμιο ήταν λίγα χρόνια, μόλις δύο, παράλληλα είχε ένα μυαλό που της ζητούσε να ξεφύγει και σπούδαζε.
Αυτή πάλι ήθελε να γίνει δικηγόρος, αυτό ήθελε παιδί, ήθελε να μπορεί μια μέρα να δικάσει την αδικία, να την πληρώσει με ένα γερό χαστούκι.
Αλλά της άρεσε ο κίνδυνος, η έκθεση στον κίνδυνο, της άρεσε να αφήνεται, να παρασύρεται να διασυρθεί, να πέσει στα πατώματα, να χάνει τον έλεγχο, δεν ήθελε αυτοέλεγχο, τον είχε καταραστεί από τότε που έκανε πως κοιμάται, από τότε που ο πατέρας την πασπάτευε και αυτή έκανε πως κοιμάται πιστεύοντας πως έτσι ελέγχει μια τόσο παράλογη κατάσταση, μια τόσο αρρωστημένη κατάσταση...
.........................
Ο Πάνος κοίταξε έξω από το τζάμι. Συνέχισε να πίνει, είχε αρχίσει να πονάει το κεφάλι του, έτσι κατάλαβε πως θα έκανε άσχημο μεθύσι αν συνέχιζε, όμως συνέχισε.
Η Άννα τον πλησίασε τυλίγοντας γύρω της μια κουβέρτα από αυτές που τις χρησιμοποιούν να ζεσταθούν στον καναπέ.
(Συγνώμη, δεν μπόρεσα)... είπε αυτός απολογητικά και λίγο ψυχρά.
(Συγνώμη που δεν μπορέσαμε...αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε), είπε εκείνη και ήρθε πιό κοντά του ανατριχιάζοντας καθώς τον μύρισε...
(Σημαίνει αυτό που σου είπα από την αρχή, να πιούμε και να κουβεντιάσουμε, μάλλον δεν  είμαι ικανός για τίποτε άλλο)..
( Ο έρωτας γίνεται με όλους τους τρόπους, με τα δάχτυλα, το στόμα, δεν είναι απαραίτητο να)...
(Δεν είναι απαραίτητος ο πούτσος, αυτό θες να πείς; Κι εγώ που νόμιζα πως με αυτόν γίνεται, εκτός κι αν είσαι σε αναπηρικό καροτσάκι, εκτός κι αν είσαι αρρωστος), είπε διακόπτοντας την.
(Σε παρακαλώ, μην μιλάς έτσι, δεν σου ταιριάζει, ξέρεις τι θέλω να πω)...
(¨Ακου Άννα, μείνε μαζί μου να πιούμε, βέβαια έχω αρχίσει να μεθάω, δεν ξέρω αν είμαι καλή παρέα μετά, ίσως καλύτερα να σε πληρώσω και να φύγεις, ναι, αυτό είναι καλύτερο, να φύγεις)...
(Δεν θέλω να φύγω, κάτι με σπρώχνει σε σένα, κάτι με τραβάει δεν μπορώ να καταλάβω τι, αλλά κάτι υπάρχει που με κολλάει πάνω σου)....
(Μαλακίες ΄΄Αννα, τίποτε δεν υπάρχει, απλά σου έχει κάνει εντύπωση που μεταξύ μας δεν συνέβησαν τα πράγματα όπως συνηθίζεται να γίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις, αυτό είναι και τίποτε άλλο...Εγώ έχω πολλά προβλήματα, μην ασχολείσαι μαζί μου, είμαι όλος ένα πρόβλημα)..
(Θέλω να ασχοληθώ με αυτό το πρόβλημα όπως λες)...
( Μην χάνεις τον χρόνο σου, αν συνηθίζεις να ασχολείσαι με προβληματικούς, καιρός να το κόψεις, αυτό θα σου φάει την ψυχή σιγά σιγά, είσαι πολύ ωραίο κορίτσι, είναι κρίμα να γεράσεις πριν την ώρα σου, σε παρακαλώ να φύγεις)...
( Θα μείνω, θα σε βάλω για ύπνο και θα φύγω)...είπε και τον άγγιξε στο κεφάλι, του χάιδεψε τα σχεδόν γκρίζα πυκνά ακατάστατα μαλλιά.
(Πεινάς για έρωτα καημένο, πεινάς, σε ακούω, δεν είμαι εγώ αυτός που θα ταίσει)...
(Κι εσύ πεινάς, κι εσύ, πεινάς και για κάτι άλλο)...
(Για τι; Πες μου, έχει ενδιαφέρον).
(Θές να αγαπηθείς, φοβάσαι όμως, φοβάσαι πως αν αφεθείς θα σε κατασπαράξει ο εαυτός σου, φοβάσαι γιατί τότε δεν θα χεις λόγους να αυτοκαταστρέφεσαι, τότε θα ξεχάσεις)...
Αυτά που είπε τα είπε εντελώς αυτόματα, σαν να της υπέβαλλε κάποιος τις λέξεις, τα είπε κι ύστερα κατάλαβε την σημασία των λέξεων, μετά κατάλαβε γιατί απόστρεψε το βλέμμα του από πάνω της...
Και σαν αστραπή πέρασε από μπροστά της μια σκέψη,
σαν αστραπή πέρασε από μπροστά της η σκέψη πως αυτοί οι δυό ήταν ίδιοι..
Αυτό την πάγωσε, αυτό δεν της είχε τύχει ποτέ ξανά.. Κάποια σύμπτωση της μοίρας τους έφερε να συναντηθούν, πέρασε την ίδια ώρα ο Πάνος από μπροστά της την ίδια ώρα που η ίδια ήταν εκεί, κι ομως, πρίν λίγα λεπτά ήθελε να φύγει, το θυμόταν τώρα, ήθελε να φύγει, βαριόταν , έκανε ψωφόκρυο, κι όμως, έμεινε εκεί γιατί κάποιος της έλεγε να μείνει...
ΤΑΥΤΌΧΡΟΝΑ ΜΙΣΟΎΣΕ τις μελό ιστορίες, ήταν αρκετά λογική, ψυχρά λογική, ήξερε πως αυτές οι σκέψεις,ήταν μόνο σκέψεις, δεν είχαν απόδειξη για την ορθότητα τους, ήξερε όμως και το διαβολεμένο της ένστικτο, ήξερε πως σπάνια έπεφτε έξω...
Στο μεταξύ το χιόνι ήταν μια λευκή κουρτίνα έξω και κάλυπτε τα πάντα..
Κι ο Πάνος δεν είχε καν καταλάβει πως είχε περάσει αρκετή ώρα και δεν είχε βάλει μουσική....
Άκουγε τον απόηχο των λέξεων της μαζί με τον ήχο των ξύλων που καίγονταν στο τζάκι...
Για λίγο ξέχασε τον τρόμο...


(Συνεχίζεται)...
 

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός στο κουκούλι (μέρος τέταρτο)

Falling, Twin Peaks , αυτό επέλεξε να ακούσουν όταν την απώθησε μαλακά από επάνω του.
Του άρεσε να ακούει θέματα μουσικά από ταινίες. Λάτρευε τον κινηματογράφο, την ζωγραφική, την λογοτεχνία και την ποίηση.
Λίγο μετά την αυτοκτονία της μητέρας του σκάρωνε ποιήματα στα τετράδια, είχε γεμίσει πολλά τετράδια, αργότερα τα ονόμασε τετράδια του πένθους.
Κάπνιζε και κοιτούσε έξω το χιόνι, έμπαινε μέσα στο χλομιασμένο τοπίο της μουσικής και που και που έβλεπε ανάγλυφα κίτρινα και κόκκινα πινέλα να σκαρώνουν γραμμές και καμπυλότητες.
Έτσι του άρεσε να ακούει την μουσική, φτιάχνοντας σχήματα, καμπύλες και γραμμές στο μυαλό του.
Το ίδιο έκανε με τους ασθενείς, αυτός που καθόταν απέναντι του  αναγκαστικά άκουγε μαζί του χαμηλά μουσική.Μόλις έμπαινε στο γραφείο του ο καινούργιος ασθενής τον κοιτούσε φευγαλέα κι επέλεγε ανάλογα θέματα, σύμφωνα με το συναίσθημα που του μετέδιδε...
Πολλοί λίγοι πάντως ήταν αυτοί που δεν ήθελαν μουσική.
Που έδειχναν ενόχληση ή που το έλεγαν...
............................................
(Που είσαι); Τον ρώτησε η Άννα κι έσταξε κι άλλο ιρλανδέζικο στο ποτήρι. Η σκιά είχε ξαναρθεί ανάμεσα τους. Τον ένιωθε απόμακρο.
Εκεί κοντά στο τζάκι στην δερμάτινη πολυθρόνα καθόταν η κοπέλα και τον κοίταζε σαν απορημένο μικρό ζώο που το σφίγγεις με σκληρές παλάμες.
Αυτός έβλεπε τον πίνακα πάνω από το τζάκι, τον πλέον αγαπημένο του, Έγκον Σίλε << Γυμνό με πράσινο τουρμπάνι>>, τώρα είχε μπεί άλλο υπέροχο κομμάτι  Laura Palmer s Theme....
 Το αλκοόλ πλάταινε την αντίληψη του, χρόνια πότης το έλεγχε, ως ένα βαθμό φυσικά, όμως η αλήθεια είναι πως έπεφτε όταν ήθελε να πέσει.
(Κοίτα γρήγορα τον πίνακα πάνω από το κεφάλι σου και κλείσε τα μάτια σου. Κοίτα προσεκτικά, κλείστα και μετά πες μου τι σου έμεινε από την εικόνα).
Σηκώθηκε και κοίταξε με ενδιαφέρον τον πίνακα, έκλεισε τα μάτια....
(Μου ήρθαν τα παπούτσια της με τις κάλτσες ριγμένες κάτω)...
(Σου αρέσουν οι κάλτσες που είναι έτσι; Δεν θα ταν πιό γοητευτικό, πιό ερωτικό να ήταν ψηλά στους μηρούς);
( όχι, η κοπέλα ξαπλωμένη χαιδεύεται ή μπορείς να πείς πως έχει τα χέρια της αγκαλιασμένα πάνω από το μουνί της δεν ξέρω, οι κάλτσες έτσι με κάνουν να την βλέπω να κατεβάζει τις κάλτσες γρήγορα, να ψάχνει να βρεί, ναι, ζητά την ηδονή και μάλιστα γρήγορα, ίσως κάτι να είδε και να την ερέθισε, γι αυτό δεν πρόλαβε καν να βγάλει τις κάλτσες και το τουρμπάνι, ναι, αυτό)...Τα μάτια της είχαν πάρει το παιγνίδισμα των ματιών της γάτας σαν ανακαλύπτει το θύμα της...
(Ναι, αυτό είναι, αυτό), τα μάτια του πέταγαν φωτιές, ( ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΌ ΝΑ ΒΛΈΠΟΥΝ ΔΥΌ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΝ ΊΔΙΟ ΠΊΝΑΚΑ , ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ); Φώναξε .
(Είναι, είναι, όμως πόσο κρατάει αυτό);
(Τι πάει να πει μικρό μου πόσο κρατάει; Μπορεί μια ζω'η, μπορεί μισή ώρα, σημασία έχει η στιγμή, το λεπτό της συνάντησης, αυτό μετράει).
(Αγαπώ την ζωή, την ελευθερία μου, αλλά δεν με ικανοποιεί το λεπτό).
( ίσως γιατί είσαι μικρή, ίσως γιατί είσαι ανικανοποίητη, 'ισως γιατί δεν έχεις μάθει ακόμη να διαβάζεις το λεπτό)...
(Εσύ τι είσαι);
(Εγώ είμαι ένα τιποτένιο σκουλήκι, ένας μαλάκας που έχει μάθει να τυποποιεί τους ανθρώπους ανάλογα με τα παιδικά τραύματα, ένας μαλάκας που πιστεύει πως ένας υγιής άνθρωπος δεν κάνει κακό στους άλλους)...
(Μα έτσι είναι, κανένας νορμάλ άνθρωπος δεν κάνει κακό στους άλλους)...
(Μπορεί να κάνει όμως κακό στον εαυτό του γιατί δεν μπορεί στους άλλους, άστο, άστο αυτό. Το ποτό μιλάει στις φλέβες μας τώρα, ποιός ασχολείται με τους άλλους; Ας ασχοληθούμε την ημέρα, την νύχτα  ασχολούμαστε με εμάς)...
.......................................
(Έλα κοντά μου), είπε και δυνάμωσε λίγο την ένταση της μουσικής...
Την έβαλε στα γόνατα του, την μύρισε, την δάγκωσε στον λαιμό, της πήρε τα δάχτυλα ένα ένα και τα χάιδεψε με την γλώσσα του.
Έσταξε λίγο ποτό στην παλάμη της και το ήπιε...
Twin Peaks, fire Walk With me, τώρα, τώρα την έριξε κάτω, είχε έναν αφαλό υπέροχο, βαθύ, χώρεσε σταγόνα από το ποτό μέσα του, έσκυψε, ήπιε, ξανά, σταγόνα, έσκυψε, την ήπιε, ξανά, ξανά.
(Σου είχα πει, μόνο θα μιλάμε και θα πιούμε όταν μπήκες στο σπίτι), της είπε βραχνά και κοίταξε τα μάτια της.
Είχαν ανοίξει οι ίριδες, φώτιζαν οι φλόγες της φωτιάς τώρα μικρούς κύκλους κάτω από τα μάτια της, την έκαναν πιό γοητευτική καθώς μια λαμπρή λύπη τους έδινε βάθος, αυτά τα πανέμορφα μπλε μάτια που δεν ήταν μόνο ομορφιά, ήταν άνθρωπος, ήταν ζώο, πεινούσαν, διψούσαν, παρακαλούσαν μην σταματήσει, του το λεγε με τα μάτια της.
Η πολυχρωμία της μουσικής ύγραινε ακόμη περισσότερο την αίσθηση πως κολυμπούσαν ήδη σε έναν διάφανο Ωκεανό, άρχισε να την χαιδεύει ανάμεσα στα πόδια.
Αυτή τέντωσε το κεφάλι της πίσω, έκλεισε τα μάτια της ενώ η μουσική ήταν πια ένα έπος, ένα διαυγές έπος, ένα χρυσόμαλλο αγόρι με ένα πορφυρόμαλλο κορίτσι που τέντωναν χορδές και τόξα επάνω, στον ουρανό, στην λασπώδη γη, στις πόλεις με τα σύννεφα, άνοιγαν τους ζωολογικούς κήπους κι άφηναν λεύτερα τα ζώα, γκρίζοι ελέφαντες ούρλιαζαν και γκρέμιζαν σπίτια, φίδια δάγκωναν χέρια ανθρώπων, λιοντάρια κατάπιναν σάρκες, όλες οι πληγές του κόσμου, όλες οι πληγές,
όλη η βαριά μελαγχολία της ανθρώπινης φύσης έπεφτε βαριά στην γη σαν φύλλα, και το έπος γινόταν αγωνία, πάθος, απεγνωσμένη επιθυμία, πόθος.
Την έγλειφε κι έβαζε τα δάχτυλα του μέσα της ενώ προσπαθούσε να βλέπει μόνο αυτό το υπέροχο πορφυρένιο κορίτσι να βογκάει και να του δίνεται, να του ανοίγεται, να του δείχνεται, έγλειφε, έβαζε τα δάχτυλα του, της μίλαγε, έλεγε το όνομα της, ήταν υγρή σαν μια λίμνη σε θερμή χώρα, ήταν μέλι, ήταν και κάτι πικρό από πίσω όπως αυτοί που δείχνονται ξεκαθαρα, αυτός ήξερε, ήξερε, ήταν μια πίκρα σαν θάλασσα κι αλμύρα και μέλι, κι όλα, κι όλα, κι ενώ αυτός συνέχιζε, της άρπαξε το πρόσωπο, την φίλησε, την μάτωσε, την φίλησε με μανία, κι αυτή τον μάτωσε, σάλια, αίμα αλμύρα, μέλι, πίκρα, η μουσική πλανητάριο, σαν πλανητάριο άνοιγε, διάβαζε συναξάρια των ψυχών αυτός, αυτή έπαιζε με την ζωή, όλοι παίζουν χωρίς να ξέρουν, τρέχουν σε τούτη την σπηλιά ψάχνοντας για λίγη ευτυχία, με τις πληγές τους, στα γόνατα, σέρνονται στο τούνελ, σέρνονται, άλλοτε περπατάνε, ψάχνουν για ευτυχία, λίγη γαμημένη ευτυχία σκεφτόταν καθώς προσπαθούσε να διώξει τα φαντάσματα του μακριά, να μπεί σε τούτο το κορίτσι, λίγη γαμημένη ευτυχία, λίγη γαμημένη ευτυχία, τυφλοί μέσα στους τυφλούς, ξοδιασμένοι, ευάλωτοι, λίγοι, λίγοι, όλα κείνα τα συναξάρια ψυχών, τον είχαν κουράσει, του ρουφούσαν την ψυχή, την ενέργεια, το ποτό τον μαλάκωνε, άλλοτε τον σκλήραινε, αλλά έτσι άντεχε, έτσι άντεχε, ένα έπος κι ο ίδιος, να μην καταλάβει κανείς, αυτός ο αυτοέλεγχος, έλεγχος στα πάντα, μονάχα τις νύχτες γινόταν αυτό που ήταν, που ήθελε, την έγλειφε τώρα, έβαζε τα δάχτυλα του, μην με αφήσεις είπε αυτή , ένα κόκκινο λουλούδι στην δική του έρημο, στην ερημιά του κόσμου, σε τούτη την εσχατιά, λίγη ευτχία, λίγη ετυτχία, αχ, μην με αφήνεις, είπε ξαναά αυτή μην με αφήνεις....


(Συνεχίζεται)....

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός στο κουκούλι ( Μέρος Τρίτο)

Η Άννα έπινε και το χιόνι σκέπαζε την πόλη.
Ο Πάνος άναψε το τζάκι, ήπιε γερές τζούρες ιρλανδέζικο και έβαλε τον άλλο αγαπημένο του, Mozart, Reguiem  να μπεί ανάμεσα σε κείνον και την κοπέλα.
Και στην φωτιά που φώτιζε περίεργα τα πρόσωπα τους, ο Πάνος είχε σβήσει τα περισσότερα φώτα της οροφής και τώρα φώτιζε το δωμάτιο ένα φωτιστικό δαπέδου και κείνο του τζακιού, και στις σκέψεις τους τις κρυφές μπήκε το Reguiem  και η Άννα αναρωτιόταν τι βίτσιο μπορεί να χε αυτός ο άνθρωπος και πότε τέλος πάντων θα το έδειχνε.
<<Μαζοχιστής είναι, σαδιστής είναι, αδελφή είναι, νεκρομανής είναι, τι στο διάβολο είναι>>, αναρωτιόταν.
Τα μάτια της έπεσαν στον απέναντι τοίχο, όλος κλεισμένος από μια βιβλιοθήκη, μια βαριά γεμάτη βιβλιοθήκη από μαύρο ξύλο. Τα βιβλία ήταν ταξινομημένα σύμφωνα με το είδος τους, διαπίστωσε καθώς σηκώθηκε να τα δει.
(Αγαπάς τα βιβλία Άννα); Την ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον.
(Ναι, πολύ, μην μπλέκεις την δουλειά μου με την αισθητική μου περί ζωής)....Απάντησε με ένα ύφος κάπως πειραγμένο.
(Αισθητική περί ζωής...μμμμμ..., πολύ ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον...), είπε αυτός και δυνάμωσε με το κοντρόλ την ένταση.
(Έχεις σκεφτεί άραγε, η αισθητική μας άποψη μας καταδικάζει ή καταδικάζει τους άλλους; Αυτή η αισθητική άποψη έχει να κάνει με την ηθική μας ή την ανηθικότητα); Την κοιτούσε κατάματα, οι λάμψεις της φωτιάς έκαναν πιό άγρια τα μάτια της, οι αντανακλάσεις της έκαναν πιό κόκκινα τα μαλλιά της, το μαύρο της φουστάνι τώρα είχε σηκωθεί αρκετά, καθόταν με τα πόδια σταυρωτά κι ήταν σαν μια γυναίκα που φλέγεται. Τον κοιτούσε με απορία.
(Δεν ξέρω τι θέλεις να πείς, γιατί δηλαδή να καταδικάζει; Θα μπορούσε απλά να μοιράζεται)...Είπε και συνέχισε να τον κοιτά με απορία.
(Πιές), της είπε απότομα.
(Πίνω, δεν μπορώ να πίνω γρήγορα).
(Δικό σου πρόβλημα, γι αυτό σε πληρώνω, για να πιείς)...
(Ξέρεις πρέπει να πάρω ένα τηλέφωνο αν θα καθήσω όλη την νύχτα εδώ).
(Πάρε, κάνε ότι θες, θα μείνεις μαζί μου ώσπου να ξημερώσει για τα καλά, πες στον προστάτη σου, πες του μην ανησυχεί, σήμερα ψώνισες κελεπούρι, αυτό να του πείς)...τα τελευταία του λόγια ήταν σαν πληγές, η χροιά τους ήταν μια πληγή κακοφορμισμένη...
Η κοπέλα σηκώθηκε, πήρε το κινητό από την τσάντα της και μίλησε για λίγο, αυτός δεν την άκουγε, θυμόταν την παλιά Άννα, την δική του, που να ταν τώρα, θα χε σίγουρα παιδιά, ίσως ένα σπίτι με κήπο, ίσως κι έναν σκύλο, ίσως και να...τον θυμόταν που και που όπως αυτός...
Όταν τέλειωσε το τηλεφώνημα της έβαλε κι άλλο ποτό.
(Πιές, μην με δουλεύεις σε παρακαλώ, πιες, α, τι λέγαμε; περί αισθητικής, μα αν η δική σου αισθητική με ενοχλεί πως να μοιραστώ μαζί σου την δική μου, δεν μου είπες πως θα γίνει αυτό).
Η ομιλία του είχε αρχίσει να σπάει σε κομμάτια, κάπου κάπου κόμπιαζε, πάντως δεν την έχανε από το βλέμμα του.
(Δεν ξέρω, τι να σου πω, με κουράζουν αυτές οι κουβέντες τέτοια ώρα)...
(Τι έχει η ώρα); κοίταξε το ρολόι του, ( είναι μόλις δώδεκα, μόλις δώδεκα. Τι συμβαίνει Άννα; Δεν σε ενδιαφέρει να μιλάμε; Θέλεις μόνο να σε γαμάνε; Αυτό θέλεις);
Τον κοίταξε σαν ύαινα. (Δικός μου λογαριασμός τι θέλω, πες μου εσύ τι θες από μένα, να τελειώνουμε). Ήπιε γερή δόση τώρα από το ποτήρι της...
(Σήκω λοιπόν και γδύσου, αυτό θέλω, βγάλε τα ρούχα σου και στάσου μπροστά στο τζάκι).
Επιτέλους, σκέφτηκε εκείνη, κάπου θα τελειώσουμε.
Έβγαλε πρώτα το φουστάνι της, το πέταξε στην πολυθρόνα.
(¨Οχχι έτσι, θα με κοιτάς στα μάτια και θα γδύνεσαι σιγά σιγά),  της είπε και χαμήλωσε την ένταση της μουσικής.
Τον κοίταζε.
Έβγαλε το σουτιέν, το καλσόν, μετά το σλίπ της, στο τέλος πέταξε κάτω τα παπούτσια της.
Στάθηκε μπροστά στην φωτιά. Τον κοίταζε.
Τα στήθια της ήταν στητά, εφηβικά, ροζ ρόγες ολοστρόγγυλες και βελούδινες.
Η μέση λεπτή, οι μηροί ακτινοβολούσαν σφρίγος και οι γραμμές τους ήταν υπερβολικά ωραίες.
Τα χέρια της οπλισμένα με μακριά δάχτυλα έφταναν στην αρχή των μηρών της.
Φορούσε κόκκινο σκούρο κραγιόν, τα μάτια της έμοιαζαν σαν πυγολαμπίδες λεύτερες στο δωμάτιο.
Έμοιαζε με ένα μικρό κόκκινο κουτί με χίλιες αφές και χίλιες γεύσεις και χίλια μυστικά.
Δεν ήταν χύμα, αυτό τον ερέθιζε αρκετά, δεν ήταν χύμα, τον κοιτούσε ευθεία στα μάτια αλλά κρατούσε μια ντροπαλοσύνη για τον εαυτό της, και μια περηφάνεια. Δεν είχε την γνωστή αλλαζονία της φτήνιας...
(Έλα κοντά μου), είπε και ξαναγέμισε το ποτήρι του.
Τον πλησίασε, ίσως το βήμα της να ταν σαν τον θόρυβο της νιφάδας που πεφτε έξω, αέρινη ήταν και κόκκινη από την φωτιά.
Έπιασε τα στήθια της, βελούδινα και ζεστά, τα χάιδεψε απαλά, πέρασε τα νύχια του γύρω από τις ρόγες, η κοπέλα άφησε έναν απαλό στεναγμό,μόλις την άκουσε τα πίεσε στα χέρια του πονώντας την.
Τα πίεζε και τα ένιωθε να σκληραίνουν στα χέρια του. Οι ρόζοι στα δάχτυλα του άνοιγαν σαν ξυράφια. Τα δάγκωσε. Η κοπέλα φώναξε, έκανε πίσω.
(Πονάω), είπε και δάγκωσε τα χείλια της.
( Μα τι συμβαίνει, εσύ είπες πως η αισθητική μοιράζεται, εμένα η αισθητική μου είναι ενός αγριμιού αυτή την στιγμή, εσύ λες πως πονάς, τι να κάνουμε μικρό μου, όλα τα πράγματα έχουν να κάνουν με αυτήν την γαμημένη αισθητική, αυτή η αισθητική τα μπερδεύει όλα, άλλοτε γλυκά, άλλοτε βάρβαρα.
Έτσι κυλάει η ζωή, σαν κυλιόμενες πέτρες, ξέρεις, ξέρεις σαν τα τραγούδια, σαν τους έρωτες..)
Την έφερε κοντά του, αγκάλιασε την μέση της, χάιδεψε την πλάτη της, τους γλουτούς της, μύριζε το άρωμα από το σαπούνι και ευχαριστιόταν το μέσα του.
Η αφή της, η μυρωδιά της, τα μάτια της, τόσο μικροσκοπική κι ανυπεράσπιστη..
(Πιες), της είπε πάλι.
Την έβαλε να καθίσει στα πόδια του.
Ήταν φανερό πως το αλκοόλ είχε αρχίσει να τον απλώνει, να τον βγάζει από τον λαβύρινθο που έκρυβε τον δικό του πληγωμένο Μινώταυρο..
Την χάιδεψε ανάμεσα στα πόδια της, την άκουσε να αφήνει ένα βογγητό.
(Δεν θέλω να προσποιείσαι, θέλω να είσαι αληθινή, δεν είμαι μαλάκας να μην σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είμαι πατέρας σου, πως δεν με γουστάρεις, άκουσες; Αν καταλάβω πως είσαι ψεύτρα θα φύγεις από εδώ κακήν κακώς)....
(Όχι, θα είμαι αληθινή), είπε και κατάπιε γρήγορα και νευρικά το σάλιο της. Κάτι άρχισε να της αρέσει σε αυτόν τον άντρα, κάτι έμοιαζε να μιλάει στο μέσα της.
Έβαλε το κεφάλι του στον λαιμό της, την μύρισε βαθιά. Φίλησε τα στήθια της μαλακά και αργά.
(Οι γυναίκες μικρή μου, περνούν την ζωή τους μέσα στο βίτσιο. Μαθαίνουν από νωρίς να προσποιούνται στην ηδονή, μαθαίνουν να παίρνουν ένα ρόλο που τους καταστρέφει το φύλο, τους εκφυλίζει, τις διαβρώνει, τις κάνει να συνηθίζουν στην προσποίηση της ηδονής, τις κάνει σαν τις κούκλες τις φουσκωτές.
Κι ενώ εμείς οι ηλίθιοι χύνουμε παχιές άσπρες κλωστές νομίζουμε πως τις ικανοποιήσαμε, πως τις μάθαμε, πως τις γευτήκαμε)...
(Έτσι είναι), είπε η Άννα κι άρχισε να αφήνεται στα χέρια του όχι πια σαν πελάτη, αλλά σαν άντρα, αυτός ο άντρας ήταν ακόμη μια ευκαιρία να γευτεί όλη την άγνωστη γοητευτική ζωή...

( Συνεχίζεται)....

 

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός μέσα στο κουκούλι (νούμερο 2)

H ηρεμία αυτή τον συνόδευσε ως το σπίτι. Μπήκε στον μεγάλο κήπο κι αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο, της άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα χαμογέλασε αχνά.
Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα σε ένα τεράστιο σαλόνι που στην άκρη του υπήρχε ένα τεράστιο πιάνο με ουρά. Υπήρχαν γνωστοί πίνακες ζωγράφων στους τοίχους, λες και οι τοίχοι αντί ταπετσαρίας είχαν πίνακες.
Μεγάλα παχιά χαλιά ανατολίτικα στο ξύλινο πάτωμα και τζαμαρίες παντού αντί των παραθύρων.
Δέσποζε το κόκκινο του κρασιού, στις λεπτομέρειες των χαλιών, στις μαξιλάρες που υπήρχαν κάτω στο πάτωμα και στα 'αφθονα κεριά στα τραπέζια.
Η κοπέλα ζήτησε να πλυθεί.
(Φυσικά, μόνο σε παρακαλώ να ξαναφορέσεις τα ρούχα σου όταν βγείς), είπε μαλακά ενώ πήγαινε να βάλει μουσική
(Όπως θέλεις), απάντησε εκείνη και οδηγήθηκε από το βλέμμα του στο μπάνιο.
Αυτός άνοιξε την χάρτινη συσκευασία του βινυλίου και έβαλε στο πλατό την αγαπημένη του.
Maria Callas, Madame Butterfly, Casta diva xύθηκε παντού, θαρρείς πως κι οι τοίχοι έδειχναν με την σιωπή ενός ανθρώπου που γνωρίζει καλά την τελετή της μουσικής...
.........................
Έξω 'αρχισαν να χορεύουν νιφάδες ερχόμενες από την Πάρνηθα. Όλη η τζαμαρία με ένα απαλό φως του κήπου άφηνε να δεις τον λευκό χορό τους, σιγά σιγά άρχισαν να πυκνώνουν.
Η Μαρία δυνάμωσε την θλίψη της, τον έκανε να θυμηθεί την άλλη Μαρία, την  μητέρα του, αυτή συνήθιζε κάτι γλυκά απογεύματα που έλειπε εκείνος, ο πατέρας του, να ακούει τούτη την θεική φωνή.
Τα μάτια της μητέρας του έμοιαζαν με εκείνα της Κάλλας, ήταν τεράστια, λαμπερά σαν μαργαριτάρια και γεμάτα απορία και αθωότητα. Αυτό, μαζί με την ψηλόλιγνη σιλουέττα της έκαναν τους συμμαθητές του να την ερωτεύονται παιδαρούδια ακόμα, μα άνοιγαν τα μάτια τους σαν την έβλεπαν...
Την λάτρευε την μητέρα του, όχι γιατί ήταν η φυσική του μητέρα αλλά την λάτρευε για όλα αυτά που ήταν.
Μεθυστικές οικογενειακές Κυριακάτικες γιορτές ή ονομαστικές, γύριζε χαρούμενη ανάμεσα στους καλεσμένους σαν ένα πουλί που έδειχνε την ευτυχία του γιατί μόλις είχε δραπετεύσει από το κλουβί του.
Το ίδιο κλουβί που μοιραζόταν με αυτόν, τον λατρεμένο της γιό, αυτό που μόλις έμπαινε ο άλλος όλα συννέφιαζαν και γίνονταν μαύρα.
Πλύσιμο χεριών για δέκα λεπτά, ροχάλες στην λεκάνη και κάθισμα στο τραπέζι.
Ένα τεράστιο τραπέζι, δίχως ψυχή, με μακρινή απόσταση ασφαλείας των καθισμένων, σαν ένας τάφος που απλά δεν ήταν υπόγειος...
Ήξερε τα πάντα για την μητέρα του, πως αγαπούσε κάποιον άλλο, είχε ακούσει τις απειλές του πατέρα του όταν του είπε πως ήθελε να φύγει, ( όλη η Αθήνα πουτάνα είναι στα πόδια μου, όλος ο Άρειος Πάγος, όλοι οι πολιτικοί, θα σου πάρω το παιδί γιατί θα αποδειχτείς ανάξια και ο δικός σου δεν θα ζήσει για πολύ, μην νομίζεις...Θα τον συντρίψω, νύχτα θα πας να μαζέψεις το πτώμα του πουτάνα, νύχτα, ποτέ δεν θα ξαναγαμηθείς μαζί του, ακούς; ποτέ! Κανείς δεν έφυγε από κοντά μου χωρίς να το πληρώσει ακριβά, τι νόμιζες; Μια εκκολαπτόμενη πόρνη ήσουν όταν σε μάζεψα, σε γέμισα λούσα, κοσμήματα, ταξίδια, τι στο διάβολο θέλεις πια); ΦΩΝΑΖΕ και δεν είχε πάρει είδηση πως ο μικρός άκουγε τα πάντα, δεν υπάρχει παιδί που δεν οσμίζεται τον κίνδυνο...τα παιδιά είναι λάτρεις του κινδύνου...
(Τι θέλω; Να αγαπηθώ, αυτό μόνο θέλω, να αγαπηθώ και να αγαπήσω), είπε με μάτια που άρχισαν να τρέχουν, εκείνη την στιγμή ακριβώς της τράβηξε ένα χαστούκι που την ανάγκασε να γυρίσει από την άλλη μεριά το Πρόσωπο της, εκείνη ακριβώς την στιγμή αποφάσισε ο Πάνος πως μια μέρα θα τον σκοτώσει, μια μέρα θα του τινάξει τα μυαλά, μια μέρα θα έφτυνε το γάλα της μάνας του...
Δεν άντεξε όμως να ακούσει κάτι άλλο.
Από εκείνη την μέρα άρχισε να μοιράζεται το κλουβί του με την μητέρα του....
............................................
Ενώ είχε δυναμώσει την φωνή της Μαρίας κι αυτή υψωνόταν στα ουράνια, η κοπέλα βγήκε από το μπάνιο, φορούσε τα ρούχα της όπως της είπε, τα μαλλιά την στιλπνά και υγρά με κόκκινες ανταύγειες πολύ κάτω από τους ώμους, μάτια αμυγδαλωτά κι αθώα, κάτι του θύμιζε αυτή η αθωότητα, υπήρχε πίσω από αυτό μια λεπτή πρόσκληση, μύριζε σανταόξυλο και ρόδο, πλύθηκε ασυναίσθητα με το σαπούνι της μητέρας του, από τόσα που υπήρχαν διάσπαρτα εκεί, είχε διαλέξει αυτό.
( Σου αρέσει αυτό που πλύθηκες, το διάλεξες τυχαία ή σου αρέσει); Ρώτησε και της έδειξε να καθίσει δίπλα στο τζάκι, σε μια δερμάτινη πολυθρόνα καφέ.
(Μου αρέσει πολύ, η αλήθεια είναι πως τα μύρισα όλα, αλλά αυτό, πως να το πω, λες και έχει φτιαχτεί για μένα)...Είπε και μύρισε τα χέρια της.
(Σε ερεθίζει αυτό το άρωμα; Πες μου Άννα, σε φτιάχνει; Εσείς οι γυναίκες έχετε διάφορες λεπτομέρειες που σαν ανάβουν πριν σας τον καρφώσει κάποιος βαθιά μέσα σας)...
Η φωνή του είχε αλλάξει τώρα, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και άνοιξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου, ένα ογκώδες γραφείο με σκαλίσματα στα πόδια, έβγαλε ένα κουτί κι άναψε ένα λεπτό πούρο.
Η Άννα είχε προσέξει την αλλαγή στην φωνή του, δεν ήταν τα λόγια, ήταν που η χροιά αυτή, έμοιαζε σαν να θελε να υποδηθεί κάτι, κάτι που δεν ήταν, εκτός κι αν αυτό ήταν η δεύτερη προσωπικότητα του. ήθελε να τελειώνει γρήγορα μαζί του αλλά κάτι ταυτόχρονα την διέγειρε, κάτι που ήταν σκοτεινό και ήθελε φως.
Η Άννα ήταν η κλασική γυναίκα που έψαχνε τον μπελά της, την έλκυε το μυστήριο, έδινε πολλές ευκαιρίες στους άλλους ώσπου να την προδώσουν, τότε έφυγε μακριά αφού τους έδινε ένα μεγάλο μάθημα λατρείας κι υποταγής που δεν το ξέχναγαν ποτέ....
Ήταν ο δρόμος με τις περιπέτειες η Άννα, ο δρόμος με τα σοκάκια, τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τα αγκάθια, όλα τα γούσταρε όμως η ψυχή της, όση ξεφτίλα συναντούσε τόσο μέσα της δυνάμωνε.
Ήταν περήφανη στην ξεφτίλα της, αυτό ήταν κάτι που έκανε τους εχθρούς της να φωνάζουν σαν άγρια ζώα, όμως τελικά αυτό ήταν που τους κέρδιζε, αυτή η περηφάνεια...
(Πες μου εσύ σε παρακαλώ τι σε φτιάχνει, πες μου τι θέλεις να κάνουμε, δεν έχω όλη την νύχτα λεύτερη), είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντίρηση.
( Θα σε πληρώσω για όλη την νύχτα, θα σε πληρώσω όσα παίρνεις όλη την εβδομάδα, θα πιούμε όλη την νύχτα και θα μιλάμε, αν μου ρθεί θα πηδηχτούμε κιόλας, αν όχι απλά θα τα χουμε πιεί, εγώ πίνω, πίνω πολύ, κατάλαβες); Είπε και άνοιξε ένα καλό ουίσκι, γνήσιο ιρλανδέζικο, η Μαρία έσκιζε τα σλπάχνα της στο πλατώ κι αυτός έβαλε λίγο ουίσκι και σε ένα άλλο ποτήρι και το έδωσε στην Άννα.
Έξω οι νιφάδες πύκνωσαν τόσο που τα κάγκελλα του κήπου άρχισαν να γίνονται λευκά...
Μέσα στο σπίτι τώρα η Μαντάμ πεταλούδα έσκιζε τα φτερά της ενώ προσπαθούσε να περάσει μέσα από μια βελόνα.
Πως να χωρέσει μια πεταλούδα σε μια βελόνα;
Κάποιο ζευγάρι στο άλλο στενό έκανε έρωτα άγρια, με εκείνο τον ανόητα απρόσεκτο τρόπο, σου αρέσει μωρό μου; Είναι δυνατός; Τι σου κάνω αστέρι μου; Έτσι έλεγε αυτός κι αυτή μέσα της έλεγε, σκάσε, σκάσε και πήδα με, σκάσε και πήδα με...
Ενώ η Άννα κατάπινε την πρώτη γουλιά από το ουίσκι κι η Αθήνα βούλιαζε στο πυκνό σκοτάδι καθώς την χαιδευαν οι νιφάδες οι χιόνινες, οι διάφανε, οι ωραίες...

( Συνεχίζεται)...

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Ο χορός μέσα στο κουκούλι

Την πήρε μαζί του σε μια γωνία του δρόμου που σύχναζαν ανθρώπινες πεταλούδες.
Βγήκε έξω και της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, αυτό αυτόματα την έκανε να νιώσει όμορφα, αυτός το ήξερε, της είπε να διαλέξει μόνη της μουσική.
Αυτή έψαξε νευρικά. Φορούσε ένα στενό μαύρο φόρεμα και καθώς ήταν καθισμένη βαθιά στο κάθισμα, οι μηροί της αχνοφαίνονταν στο φως των φαναριών, ήταν σαν χυμένο κεχριμπάρι.
Τα στήθη της μικρά σαν έφηβης.
Καθώς την κοιτούσε στο πλάι πότε πότε, είδε μια ηρεμία πάνω της που δεν ταίριαζε στο επάγγελμα της. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, ίδια ακριβώς σαν της Άννας, της γυναίκας που άφησε να του φύγει από την ζωή του έτσι παράξενα, έτσι όπως κάνουν οι δειλιασμένοι.
Είχαν κυλήσει δυό δεκαετίες αλλά αυτό δεν άλλαζε τίποτε. Ήταν ένας δειλός εγωιστής, όταν πήγε στο Παρίσι για σπουδές, του είπε πως θα τον περιμένει.
Όμως αυτός απλά έφυγε. Δεν ήθελε δεσμεύσεις και δεν ήθελε να φτάνει στο σημείο να δικαιολογείται.
Πήγαινε με το μετρό σε ένα προάστιο του Παρισιού στο Πανεπιστήμιο και κάθε βράδυ κοιμόταν με κόκκινα χείλια από το μπορντό κρασί. Μονμάρτη, σαν πριγκίπισσα πόρνη.
Του άρεσαν τα μαθήματα. Την απόφαση να γίνει ψυχολόγος την πήρε γύρω στα δέκα.
Ήταν την μέρα που για άλλη μια φορά,   ένας γνωστός ζωγράφος, κλεινόταν με τον πατέρα του πίσω από τις συρόμενες γυάλινες πόρτες του γραφείου.Έφτιαχνε το πορτρέτο του.
Διάβαζε στο διπλανό δωμάτιο, όταν κάποιες πνιγμένες φωνές ακούστηκαν, κάτι σαν δυνατοί ψίθυροι.
Η παιδική περιέργεια μαζί με έναν απροσδιόριστο φόβο τον έσπρωξαν να κοιτάξει πίσω από την κλειδαρότρυπα. Το ανθρώπινο γυμνό αγκαλιασμένο σύμπλεγμα τον έκανε να τρέξει σχεδόν πρός τα πίσω.
Δεν τον άκουσαν.
Μόνο ο γάτος του ήρθε σαν να κατάλαβε, και άρχισε να τρίβεται στα πόδια του.
Η καρδιά του έφυγε από το στήθος του κι άρχισε να βουίζει στα αυτιά του. 'Ολοι της οι χτύποι βρίσκονταν τώρα στα αυτιά του. Το αίμα του στριφογύριζε στα μηνίγγια μανιασμένα. Άρχισε να ρίχνει γροθιές στα μαξιλάρια του.
Αυτό κράτησε κάμποση ώρα, ώσπου ήρθε η μητέρα του να του πεί να ρθεί να φάνε.
Κάθε μεσημέρι έτρωγαν κι οι τρείς. Πάνω από το τραπέζι το ρολόι κούκος έσπαγε την παγερή σιωπή.
Ο πατέρας ήταν γιατρός, όταν έμπαινε στο σπίτι έπλενε τα χέρια του σχεδόν όλη την ημέρα.
Η μητέρα του τον κοίταξε σκεπτική.
( Εσύ κάτι έχεις), του είπε και άφησε κάτω το πηρούνι της κοιτώντας τον εξεταστικά.
(Τι να έχει, κουρασμένος είναι από το σχολείο), είπε ο πατέρας του επικριτικά.
( Ναι, αυτό είναι), έκανε μουδιασμένα και προσπάθησε να φάει, όσο μπορούσε γιατί το στομάχι του γύριζε σαν τρελό, κράτησε τον εμετό του κι όταν τέλειωσαν πήγε στην τουαλέττα και άδειασε όλο του σχεδόν το στομάχι.
Την μητέρα του την λάτρευε.
Από τότε την λάτρευε και μαζί ήθελε να την προστατέψει.
Διάβαζε σαν τρελός, είχε στόχο πια, θα πήγαινε στην Γαλλία, θα γινόταν ψυχολόγος.
Θα ξεκλείδωνε τα μυστήρια της ψυχής. Θα γινόταν <<ένας γιατρός των ψυχών>>....
...............................................
Μετά από δυό χρόνια από εκείνο το περιστατικό που του άλλαξε τον κόσμο, συνέβη κάτι που απλά του αποτέλειωσε όλα εκείνα που τον έκαναν να χαμογελάει και να κρατά την ζωή από τα χέρια.
Ήταν μεσημέρι. Από το πρωί ένα πένθιμο συναίσθημα βούλιαζε την καρδιά του. καλημέρισε την μητέρα του και της έσφιξε τα χέρια, (πρόσεχε ), της είπε και εκείνη χαμογέλασε σαν ένα ντροπαλό φεγγάρι.
..............................................
Όταν γύρισε μπήκε στο δωμάτιο του να αφήσει την σάκα.
ΜιΑ σκιά κουνιόταν από την οροφή της σάλας, πέρα δώθε, πέρα δώθε.
Πριν λιποθυμήσει, είδε την μητέρα του με μια σακούλα στο κεφάλι, έναν επίδεσμο στον λαιμό της 'ωστε να μην αφήνει αέρα και το κρεμασμένο της κορμί στον βιενέζικο πολυέλαιο που της έφερε κάποτε ο πατέρας σαν δώρο από κάποιο ταξίδι.
Φορούσε το αγαπημένο της λευκό μεταξωτό νυχτικό και γύρω της υπήρχε ένα λεπτό άρωμα. Σαν σανταλόξυλο και ρόδο.
Τα πόδια της κομψά και γυμνά κουνιόντουσαν πέρα δώθε, πέρα δώθε.
όλο της το σώμα ανάβλυζε μια θλιβερή ηρεμία.
Έπειτα λιποθύμησε.
........................................
Τώρα στο αυτοκίνητο μύριζε το φτηνό άρωμα της κοπέλας.
(Πως σε λένε); Ρώτησε και της ακούμπησε το γόνατο απαλά, ήταν μετάξι και ταλκ.
(Ας πούμε Άννα), του είπε και ξαφνιάστηκε που τον είδε να φρενάρει απότομα....
Όταν του πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα συνέχισε να οδηγεί και να κοιτάζει μπροστά.
Μια σκιά πλανήθηκε μεταξύ τους. Η κοπέλα την έπιασε.
(Συμβαίνει κάτι); Τον ρώτησε, με μια συμπαθητική ευγένεια, θα λεγε κάποιος που ξέρει να βλέπει.....
(Όχι, όχι, απλά τυχαίνει να είναι το αγαπημένο μου όνομα), απάντησε 'ησυχα.
Κα΄τι του ζέσταινε την καρδιά με αυτήν την κοπέλα. Κάτι τον έκανε να ηρεμεί το άγριο ζώο που ξέσκιζε τις νύχτες το κεφάλι του. είχε πάνω της μια πολύ γλυκιά ηρεμία, δοτική ηρεμία, γνήσια...


(Συνεχίζεται)....

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Aμοργός 1950 περίπου ( μια φανταστικοαληθινή ιστορία)

Ειναι Ανοιξη.
Στις γλαστρες των αυλων βασιλικοι. Γιατσεντα. Γιασεμια που χουν χυθει και απλωνουνε στους τοιχους τα ασπρα τους κεφαλια.
Τα βουνα του ξερου νησιου πρασινισαν. Σκορπουν την μεθη της μυρουδιας τους τα φασκομηλα. Η ριγανη ξυνει την μυτη.
Εβρεξε χτες ολη την νυχτα. Ενα συννεφο καθαρισε πια επανω στον ουρανο. Αυτος εγινε γαλανος και παιχνιδιαρης.
Τα κατσικια κοιτουν το πελαγος.
Καποιοι μεσα στις βαρκες τους ξυνουν το αλατι απο τα βραχια.
Η θαλασσα αρυτιδωτη. ΠΟυ και που ενα κυματακι γλυφει την ακρη της βαρκας.
Αλλοι παλι μαζευουν τα διχτυα τους.
Ολα ειναι ηρεμα.
Και οι ανθρωποι και η φυση.
Τουτο το χωριο ειναι σκαλωμενο στην ριζα ενος βουνου.
Το χωριο ειναι μικρο, βρισκεται αναμεσα σε αλλα δυο, στεκει στην μεση του νησιου και κοιταζει το πελαγος.
Ολα ειναι ηρεμα. Λαμπουν μεσα στον ηλιο.
Το μπλε καθρεπτιζεται στα ματια των ανθρωπων.
Ασπρο και μπλε.
Τα σπιτια τουτου του χωριου μικρα και απλωμενα με πετρα.
Μπορεις μεσα στην ησυχια να ακουσεις τα κουδουνακια των ζωων που βοσκουν στις ακρες των βουνων.
Σε ενα σπιτι χυμενος ερωτας.
Ο ορισμος του ερωτα στα σωματα μιας γυναικας κι ενος αντρα.
Συνευρεση παρανομη, λειπουν οι γονεις της γυναικας.
Νεαροι κι οι δυο, στα 19.
-Αγαπη μου, λεει αυτος καθως φυλακιζεται μεσα της.
Τα κυματα της αγαπης τους φτανουν ως το ταβανι. Που και που φευγει ενας στεναγμος και βρισκει εναν βασιλικο στην αυλη.
-Αγαπη μου, λεει αυτη και χανεται απο κατω του.
Ξαφνικα μεσα στην παραζαλη δεν ακουνε τα σκυλια που γαυγιζουν αγρια.
Δεν ακουνε την γη που τρεμει. Πιστευουν πως αυτο το εκαναν αυτοι με την εξαψη τους..
Το αλογο στον σταυλο σηκωνεται στα δυο του ποδαρια και κλωτσα την πορτα.
Οι γατες τρελαμενες σαν να ναι σε οιστρο.
Το ζευγαρι βρεθηκε εξαφνα κατω απο το μπαρι.
Τα τζαμια τριζουν. Η γη σηκωσε τις φλουδες της αγριεμενη.
Το ουρλιαχτο της ακουγεται απο το ενα χωριο στο αλλο.Ολα πανω της κουνιουνται σαν τρελα.
Σεισμος, ακουμε εξω απο το παραθυρο του σπιτιου τους.
Μα δεν θελουν να ξεκολησουν ο ενας απο τον αλλο.
-Ας φυγουμε ετσι, ορισε αυτος. Οταν τον ακουσε εκεινη πηρε την αποφαση.
Συνεχισαν την ενωση τους.
Εξω επεφταν σιγα σιγα ενα ενα τα σπιτια.
Πετρες ξεσηκωμενες σε ενα συννεφο σκονης, κροτοι αποκαλυψης.
Ζωα και ανθρωποι σαν τρελοι.
Η θαλασσα φουσκωσε, αποσυρθηκε απο την παραλια κι εφτασε ως το απεναντι νησακι.
Φανηκαν τα ψαρια στην αμμο να σπαρταρουν.
Η θαλασσα οργισμενη υψωθηκε σε κυμα απο εικοσι μετρα
Ενα βουνο νερου καλυψε το λιμανι με παταγο.
Ανθρωποι ουρλιαζαν τρεχοντας να προλαβουν να σωθουν.
Το σπιτι του ζευγαριου ξεσκεπαστηκε, η στεγη επεσε επανω στα δυο σωματα.
Η κραυγη τους εγινε ενα με της γης καθως πετρες χυνονταν πανω τους. Πετρες και σκονη.
Ο ενας καλυπτε τον αλλο.
Εσβησαν αργα σε μια φωνη εξαψης.
Θ ατους εβρισκαν μετα απο ωρες ενωμενους..
Ολοι οι κατοικοι θα γλυτωναν εκτος του ζευγαριου..
Το μοναστηρι στην ακρη ενος βραχου. ΟΙ καλογεροι να κοιτουν το τσουναμι να ρημαζει τα παντα κατω απο το παραθυρι.
Να χτυπα φρενιαμμενα αλλος την καμπανα..
Τελος θεου, φωναζαν αλαφιασμενοι.
Εφτασε το κυμα στην Κρητη, στην Σαντορινη.
Οργη στις Κυκλαδες.
ΟΡΓΗ φερμενη απο το στομα μιας αβυσσου.
Η σκονη του τρομαγμενου νησιου στον ουρανο.
Κρατησε πολυ ο σεισμος..
Η φυση ηταν θυμωμενη, θυμωσε κι ο ουρανος με κοκκινα συννεφα επανω του..
Τους βρηκαν το βραδυ οταν καπως ηρεμησαν οι μετασεισμοι.
Χυμενοι ο ενας πανω στον αλλο.
Ο σεισμος επαψε αλλα θα τον θυμοταν για παντα η Αμοργος..
Και μαζι και τους εραστες του πετρινου αγροτικου σπιτιου.
Και κανεις δεν ξερει αν ηταν αυτος ο πιο ωραιος θανατος..
Εγω που πηγα ομως και περασα εξω απο κεινο το σπιτι νομισα κατι ακουσα..
Κατι ζεστο με τυλιξε, κατι το πρωτογνωρο..
Και μυρουδιες με ανεβασαν σε αλλη διασταση..
Και νομιζω πως αυτος ηταν ο πιο ωραιος θανατος.
Μαζι με της γης το τρεμισμα και του ανθρωπου.
Λαβα καυτη και τα δυο...

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

...

Εκείνες οι ρυτίδες στο μέτωπο που τις βλέπουν κάποιοι σαν θυμό
δεν είναι άλλο παρά δύσκολες αναγνώσεις,
όπου τις βλέπω θέλω να φιλήσω τα πρόσωπα που τις 'εχουν για πάντα δικές τους, σαν παράσημα,
ακόμη και μια γραία φαφούτα που συνάντησα στον δρόμο μου
μου μύριζε βανίλια,
ήταν από αυτή την αίσθηση,
είναι εκείνο που παλεύεις όταν ζείς,
μα πιό πολύ θα σου το πω,
λατρεύω τις ρυτίδες εκείνων που ποτέ δεν έγιναν καταδεκτικοί από συνήθεια,
εκείνων που την καλοσύνη τους δεν άλλαξαν με άλλα..

...

Σιωπή.
Βήματα στην σκάλα. Ελικοειδής και υγρασιασμένη.
Θέλει να φάει το μαύρο του πουκάμισο.
Η βροχή άτακτη και ψιλή,
σαν πόδια μπαλαρίνας στο ξύλινο σανίδι.
Θέλει να την φτάσει πέρα από τους ουρανούς,
σε στραφταλίζοντες κομήτες περιστρεφόμενους σαν δερβίσηδες.
Δεν βρίσκονται παρά στην στροφή ενός ονείρου.
Υπάρχουν πάθη που μοιάζουν με το ξύλο το βαλλόμενο από το σαράκι.
Τρώνε τον άνθρωπο από μέσα.
Υπάρχουν όμως και όρια,
αυτά,
πως δεν υπάρχει κανένα όριο στις αψίδες τις κιτρινοπράσινες του θριάμβου,
δηλαδή κανένα όριο,
εκτός της αρρώστιας που θα πυρπολήσει τα μαλακά σου σπλάχνα,
αν έρθει αυτή,
μέχρι να ρθεί, όλα μέσα μας καίγονται...

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

H MONA

Η Μόνα με την ακρίβεια ενός χειρουργικού χεριού, ορμά την ζωή της στον ορατό κόσμο και στον αόρατο.
Στα ενδιάμεσα διαστήματα, αυτών, παρατηρεί την κάθετη ρήξη.
Αυτή η ρήξη έχει ένα σημείο συνάντησης, αυτό συνηθίζει να το λέει ποίηση.
Την ορμή της μέσα στους κόσμους αυτούς την ονομάζει ζωή.
Η Μόνα είναι μια πολυεδρική προσωπικότητα.
Θα μπορούσα να την ονομάσω και θεά.
Καθώς σκοτώνει ανεπιφύλακτα ό...
ποιον της κρύβει τον ήλιο με τρόπους κομψούς, τρόπους, που δεν στερούνται μιας τρυφερότητας.
Καθώς η θηλυκότητα της, συνυπάρχει με αρμονία με αυτό που ονομάζει<<ρήξη>>, κι όχι απλά συνυπάρχει αλλά δεν ζει εις βάρος της...
Όταν παρατηρώ την Μόνα, σκέφτομαι πως έχει ένα μεγαλοπρεπές πεπρωμένο,
δεν είναι μόνο οι όποιες της ιδιότητες, είναι η σαφήνεια που μεταχειρίζεται τα κλειδιά του ουρανού και της γης,αυτό δεν μπορεί κανείς να το ορίσει από μόνος του, παρά σαν βρίσκεται σε μεγάλη ηλικία, η Μόνα είναι στα τριάντα.
Όταν βρίσκεται σε κάποιο θεωρείο ενός θεάτρου, όλα γύρω της καίγονται από τα κατακόκκινα μαλλιά της..
Η Μόνα δεν ζει εδώ, ζει σε κάποιον άλλο αιώνα, είναι φορές, που μπορώ να δω τα χαρακτηριστικά της με ακρίβεια, άλλες πάλι, μοιάζει σαν να μου μιλάει αυτόματα καθώς μια σελίδα από χαρτί στροβιλίζεται μπροστά μου...
Εγώ δεν έχω ούτε ένα μεγαλοπρεπές πεπρωμένο, ούτε μπορώ να προσεγγίσω παρά ελάχιστα την προσωπικότητα της.
Απλά, είναι ενδιαφέρον όμως να αφήνομαι στην παρατήρηση της...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

η θυγατέρα

Η θυγατέρα με το ωραίο πρόσωπο ανέβηκε στην καρέκλα,
να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη ήθελε,
δεν είχε δει τα μάτια της από χτες,
πάντα όταν τα έβλεπε ,πρόσμενε την νέα ημέρα με καινούργια διάθεση.
Κι ο Νοτιάς βουτούσε στο δωμάτιο,
κι η γυναίκα ριγούσε γιατί ένιωθε την οσμή της γυναίκας,
το κορίτσι ήθελε να παίξει θέατρο με,κάτι ξεχαρβαλωμένες κούκλες
απ τον χρόνο,
μια παράσταση έστησε μόνο για κ...
είνην.
Κι άρχισε να στήνει το έργο της υπομονετικά σαν την αράχνη,
μα είχε δει τα μάτια της στον καθρέφτη,
ήταν γυναίκας,
γι αυτό το έργο άρχισε αυτόματα να τρέχει
γύρω από τον έρωτα,
όχι κάτι που ήταν, παιδικό.
Είναι κάτι κορίτσια που γεννιούνται σαν γυναίκες
κι η χαμένη παιδικότητα τις βρίσκει στο ψαχνό σαν κανονιά
από πλοίο πειρατικό.
Την στιγμή που σαν γυναίκες προσπαθούν να πάρουν μια απόφαση
έρχεται η θυγατέρα και τις μπερδεύει στο λεπτό.
Είναι που στο αίμα τους ,το έχουν, να προσεγγίζουν τον έρωτα,
από παιδιά ακόμη,
με μια καύση στο στομάχι ,
με μια σταγόνα αίμα από βελόνα,
από έναν γοητευτικό δάσκαλο πιάνου,
από έναν υπέροχο τυχοδιώκτη, μαθηματικό.
Οι ιδιωτικές ματιές του έρωτα στον χρόνο γίνονται λάγνα μαθήματα,
είναι κάτι κορίτσια που γεννιούνται σαν γυναίκες,
μοιάζει απίθανο να καταλήξεις αν είναι ευτυχισμένες
ή απλά δυστυχείς.
Το μόνο που μπορείς να διακρίνεις και να τις ξεχωρίσεις
είναι πρώτα τα μάτια τους
κι έπειτα το βήμα τους,
ενώ περπατούν λυκνίζοντας την λεκάνη τους, κάπου κάπου τους ξεφεύγει ένα άγουρο βήμα,
μεταξύ παιδιού αυτό είναι, και γης κλονισμένης, από υγρό πυρ..

Noέμβρης

Δεκάδες Σαμουράι, πατώντας πάνω σε φύλλα κίτρινα
χαιδεύουν τα μαλλιά μας ,καθώς με τα σπαθιά τους περνούν δίπλα μας, ξυστά.
Εσύ, ένας αγνοημένος από την βρόμικη μπουρζουαζία
κι εγώ μεταξύ αμαζόνας και χαμινιού.
Κι είναι ο Νοέμβρης σαν γυαλισμένη μπάλα από γυαλί,
ένα καλειδοσκόπιο που κρατά ένας εξερευνητής πάνω σε πλοίο της εποχής.
Πότε ξηρά, πότε ουρανός.
Στην λαιμητόμο τώρα βαστιέται ένας αλήτης...
εποχής,
τιμωρημένος γιατί πήρε το λυσεργικό οξύ και την μεσκαλίνη,
τον βλέπουμε, ανέπτυξε δυνάμεις τέτοιες που κι η λαιμητόμος είναι αδύνατον να τιμωρήσει.
Κρατάμε το βασίλειο της αφής ,σχεδόν σαν προσκυνητές στην έρημο,
με φίδια και σκορπιούς στον κόρφο μας,
μας λένε μοιραίους γιατί γράφουμε κάτω από το δέρμα των άλλων.
μα μοιραίοι είμαστε πρώτα για εμάς.
Είναι η βροχή του Νοέμβρη κι ο ήλιος του,
που ξυπόλητη γυρνάω,
σε έναν κόσμο που άλλοτε στην πλάτη,
άλλοτε στα χέρια κουβαλώ,
κι άλλοτε ολόκληρο τον κόσμο ντύνομαι.
Γίνε Νοέμβρης κι εγώ το ταίρι του,
πιό ταιριαστός ο ουρανός δεν θα ναι σε άλλων μάτια,
συνεφένιες παρυφές θα σας διασχίζω πάντα σαν σε ίλιγγο...

( καλό μήνα),ιδιαίτερα βέβαια στα παιδιά του Νοέμβρη, μην γίνετε ποτέ βαρετοί για εσάς..

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Το όνειρο της Πανδώρας

Στον ύπνο της, είδε, πως αυτός που αγαπούσε, πέθανε.
Τόσο  τον αγάπησε και τον πίστεψε που το υποσυνείδητο της λειτούργσε τελετουργικά.
Φύτεψε γρήγορα μια ελιά κι ένα αμπέλι.
Από τα μάτια της ξεχύθηκε μια αγριεμένη θάλασσα.
Πήρε το πτώμα του και ανέβηκε τον λόφο.
Φορώντας μαύρα.
Με στόμα κόκκινο και λευκά δάχτυλα.
Είχε την δύναμη ενός άντρα γίγαντα.
Ανέβαινε τον λόφο.
Με την πλάτη ραγισμένη, με τους ώμους γυρτούς, με τα κόκαλα να εξέχουν από το ρούχο,
σαν ενός αγγέλου, που χάθηκε, σε άτακτη πτήση.
Ανέβαινε τον λόφο.
Είχε διώξει τις μαινάδες, τον αρχαίο χορό, τις μοιρολογίστρες.
Ακούμπησε τρυφερά τον άντρα στο χώμα σαν έφτασε στην κορυφή του λόφου.
Αρχαία πουλιά με εκατό μάτια έκαναν ένα σύννεφο πάνω τους.
Προστασία στην τελετή, με τα φτερά τους.
Ενώ κατέβαινε από τον ουρανό μια βροχή με ταχύτητα φοβερή.
Με πυκνότητα και ορμή αγριεμένων θεών.
Έπιασε να τον κλαίει εκεί, δίπλα στην ελιά και στο αμπέλι.
Πρώτα φόρεσε το προσωπείο της Αφροδίτης.
Ύστερα της Ήρας.
Της Παναγίας της σιωπηλής.
Της Ινδής θεότητας.
Του ερέβους.
Της ανυποκρισίας, της πίστης.
Τον έκλαψε με χίλιους τρόπους.
Ώσπου συντονίστηκαν στον θρήνο τα σπλάχνα της.
Θρήνος βαρύς, βαθύς, έσκιζε τον λόφο.
(Σ αγαπώ), ούρλιαζε η γυναίκα, (όχι για μένα, για σένα).
Αυτός ένα πτώμα ενός άντρα γενναίου, γενναίος θα υπήρξε, γιατί χαμόγελο πλατύ αφέθηκε στο στόμα του, την ώρα που αποχωρούσε η ψυχή από το σώμα.
Κι ωραίος, όπως αυτοί που σκλαβώνουν για πάντα την γυναίκα με ένα τους βλέμμα.
Με σώμα δυνατό, σαν των αρχαίων.
Μαλλιά σγουρά και πυκνά..
Τον ξάπλωσε ανατολικά. Του αγκάλιασε τα χέρια και τα ένωσε .
Τον έπλυνε με λάδι μεθυστικό.
Τον άπλωσε σε ένα λευκό σεντόνι.
Μα δεν μπορούσε ακόμη να τον χαιρετήσει για πάντα.
Έφτασε το απόγευμα, καθώς κόκκινο χλωμό μέσα στο κίτρινο χανόταν στον ουρανό, τα πουλιά με τα εκατό μάτια ήρθαν επάνω τους.
Με τα ράμφη τους τα χρυσοπόρφυρα τύλιγαν τον άντρα, παραμέριζαν την γυναίκα καθώς τα έδιωχνε.
Ύστερα από το τελευταίο δάκρυ, άρπαξαν τον χαμένο άντρα και πέταξαν.
Στην αρχή χαμηλά.
Μετά λίγο ψηλότερα.
Γυάλιζαν τα μάτια και τα ράμφη τους, σαν ο τελευταίος ήλιος της μέρας να χε ζωγραφιστεί πάνω τους.
Και μετά, απότομα χάθηκαν στην ατέλειωτη έκταση του ουρανού.
Μόνο ένα μακρινό, μαύρο σημάδι, σαν κουκίδα...
Μετά, τίποτε...
Αυτή ξάπλωσε στο χώμα, καθώς η νύχτα ερχόταν, στο μπράτσο της έχοντας, την ουράνια μέρα,τον Αιθέρα και τον έρωτα.
Την ρώτησε ο Έρωτας, για πόσο καιρό θα τον πενθούσε ακόμα.
Αυτή, τυλιγμένη στα μαύρα της μετάξια, είπε, (για πάντα).
Είχαν πιά στεγνώσει τα μάτια της. Ήταν κατακάθαρα και λευκά.
Τα μακριά της μαλλιά περασμένα σε μια μαύρη κορδέλα.
Η μέση της μια δαχτυλήθρα, ευάλωτη και γυναικεία.
(Δεν σου αρμόζει το πάντα), είπε ο Έρωτας γελώντας αχνά.
( Εγώ θα κρίνω. Θα περάσω στην άλλη διάσταση, όπου η ζωή φτερουγίζει ανυπεράσπιστη στα χέρια των ανθρώπων. Ακόμη και να δίνομαι στους άντρες, αυτό θα ναι ένα τίποτε. Μόνο μια υπόσχεση ζωής. Εγώ θα κρίνω. Κανείς πια δεν θα μπορέσει να ανοίξει όλες μου τις αίθουσες, κανείς πια δεν θα δεί μέσα στα δωμάτια μου το χάος και την νύχτα, τον έρωτα και την ημέρα, τις μοίρες να χτυπιούνται μεταξύ τους ποιά θα με κερδίσει ως τρόπαιο. Εγώ θα κρίνω).
Κι έπειτα από αυτά τα λόγια όλοι έφυγαν.
Έμεινε μονάχη, δίπλα στο αμπέλι και την ελιά.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Με ένα βουβό παράπονο. Με κείνη την γοητευτική λάμψη αυτού που είχε χάσει το πιό πολύτιμο,
απλωμένη στο πρόσωπο της. Στα χέρια της, σε όλο το σώμα. Θ'υμιζε λίγο την γοητεία των λαμπρών πόλεων που χάθηκαν στην φωτιά και στον πόλεμο, αυτήν την λάμψη που υπέβοσκε, γι αυτό τόσο άπιαστα γοητευτική ήταν....
Όταν ξύπνησε ήταν ιδρωμένη. Είχε αυτήν την χλωμιασμένη λάμψη, διάχυτη στο σώμα και στο πρόσωπο.
Άρχισε να κλαίει βουβά.
Καθώς ντυνόταν.
Καθώς άνοιγε το παράθυρο.
Καθώς η ανυπαρξία της ύπαρξης της ήταν δίπλα της, πιό αδυσώπητη και επικίνδυνη από ποτέ..
Κι οι αλήθειες να φτιάχνονται με την ίδια τέχνη που φτιάχνονται τα ψέματα, σκέφτηκε...

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Τίποτε άλλο...

Άφραγκος κι άνεργος.
Κοιτά την ατζέντα του, αυτοί που ξέρει είναι μισοί συγγενείς κι οι άλλοι φίλοι, βασικά είναι μια ατζέντα δίχως αντίκρυσμα. Δεν υπάρχει κανείς να του δώσει στέγη και τροφή.
Δεν έχει σημασία τι έκανε αυτός κάποτε γι αυτούς.
Όταν δεν έχεις φράγκα τίποτε δεν έχει σημασία για κανέναν. Είσαι ο κανένας.
Αν γυρίσεις τον χρόνο πίσω θα δείς την ίδια ρίμα.
Χωρίς λεφτά κολυμπάς στα σκατά.
Είσαι έκθετος.
Προφήτες σαν τον Χριστό αγαπήθηκαν μετά θάνατο.
Κι οι φτωχοί καλλιτέχνες.
Κι οι φιλόσοφοι.
Οι διανοούμενοι.
Δεν ταιριάζει σε αυτόν τον κόσμο η ευαισθησία σκέτη.
Όλοι οι προφήτες έγιναν θρησκείες, ήταν ο Δούρειος ίππος για τον φόβο, να φοβηθούν οι στερνοί, οι επόμενοι.
Τα υπόλοιπα ήταν χρήσιμα για την διάδοση του πολιτισμού.
Μα να θυμάσαι, λες και δεν το ξέρεις, όποιος πολιτισμός υπάρχει, όσο υπάρχει το χρήμα, πάντα θα πέφτει, θα ξεχνιέται, θα βεβηλώνεται.
Οι Θεόφιλοι θα γυρνούν τον κόσμο στις ταβέρνες, ένας πίνακας με αντάλλαγμα την τροφή.
Η ανυπαρξία της τροφής για τους αδύναμους και για τους φτωχούς είναι βαρβαρότητα.
Δεν υπάρχει πολιτισμός. Τότε γίνεται μουσειακό είδος, μια περιφερόμενη Σαλώμη στα σχολεία.
Στις χώρες τις πολιτισμένες...στα γραφεία.
Ακόμη και τα πολύ κοντινά σου πρόσωπα σε εξουσιάζουν όταν δεν παράγεις χρήματα και παράγουν αυτοί.
Το χρήμα τι είναι; Παραγωγή. Σπίτι, τροφή, ρούχο.
Ένας απολυταρχικός σύζυγος στήνει το παιχνίδι όπως θέλει.
Είσοδος, έξοδος στο σπίτι με μέθοδο δικιά του.
Κι ο γονιός...
Η ελευθερία που απολαμβάνεις δεν είναι παρά μια επιτρεπόμενη με ξένους από σένα όρους.
Θα σας γαμήσω όλους, λέει κάποιος που το μόνο που αναγνωρίζει στον εαυτό του είναι η παραγωγή του χρήματος.
Σπίτια και χώρες διαλυμένες.
Συχνά ξεχνιόμαστε λατρεύοντας την τέχνη, αρπάζουμε την μέρα πιό σθεναρά.
Μα αν αυτή ακόμη δεν έχει αντίτιμο στην αγορά ή δεν την έβγαλες με τους γνωστούς κανόνες έξω από εσένα, τότε θα ζείς περίεργα, στο περιθώριο ενός ατομικού ματιού, μιας συνθήκης εξωτερικής.
Είναι σχεδόν αδύνατον να ζήσεις από την τέχνη, αδύνατον να πορευτείς μόνος, έτσι άγνωστος, δίχως επικύψεις, υποκλίσεις.
Καθένας που φορά τον λευκό χιτώνα της αγαθοεργείας ή της βοήθειας, έχει ραμένα στην φόδρα όπλα και μαχαίρια, ανά πάσα στιγμή που δεν θα γονατίσεις θα στα καρφώσει όλα στην πλάτη.
Κοίτα την ατζέντα σου.
Αν ήσουν κάποτε κάποιος (φράγκα ή γνωριμίες), και τώρα δεν είσαι, γίνεσαι ο κανένας.
Σχεδόν αυτόματα...
Η τροφή του Φιοντορ τώρα είναι η αγορά. Πουλάς, αγοράζεις.
Δεν υπάρχει επέκταση.
Έτσι λοιπόν αν μια κρύα μέρα αποφασίσεις να πέσεις στο κενό γιατί θυμάσαι την λέξη αξιοπρέπεια, λίγοι θα σε κλάψουν.
Θα ξεχαστείς την επόμενη.
Τόσοι θάνατοι γύρω...
Η μισή ανθρωπότητα ένας ζητιάνος.
Κι ο λιπόσαρκος ανθρωπάκος φιλανθρωπεί.
Κάτω από τα στρώματα του λίπους του χαίρεται.
Μα αν αξίζει ντροπή σε αυτόν που ζητιανεύει μια δόση είτε δηλητηρίου, είτε πακέτου χρήματος, ΄ποση ντροπή αναλογεί σε αυτόν που δίνει με αντάλλαγμα την σιωπή;
Την χαμένη ελευθερία της μαύρης Ηπείρου, των τόσων λαών;
Κλεμενοι πολιτισμοί στα Μουσεία. Αφού δεν τους αναγνωρίζεις σαν ανθρώπους αλλά τους αναγνωρίζεις σαν επέτες πρός τι η φύλαξη του αρχαίου τους πολιτισμού;
Μιλώ απλά, τα σύνθετα τα αφήνω σε αυτούς που μιλάνε πολυσύνθετα γιατί έχουν κάτι να κρύψουν.
Στα μέσα μαζικής αποβλάκωσης,
στην Βουλή, στους ανθρώπους που πεινάνε, στα πανεπιστήμια που σκότωσαν τα παιδιά τους αφού τους στράγγιξαν την ελπίδα.
Πέτσες με κόκαλα.
Σύγχρονες κάστες.
Υπάνθρωποι.
Ανθρωποειδή σε μαζική ψύχωση.
Κοιτάζω τους δρόμους.
Κουτιά-σπίτια.
Σκουπιδαριά. Χωματερές.
Είμαι τόσο άθλια άραγε που δεν βλέπω τίποτε άλλο, παρά μόνο έναν σταυρό με καρφιά στην πλάτη της ανθρωπότητας;
Δεν το θέλω, ούτε το επιδιώκω, όμως οι φωνές αυτών που πονάνε σπάνε τα αυτιά μου.
Συχρονίζομαι με το πένθος τους.
Τραγουδάω λυπημένα.
Πένθος.
Αυτό.
Μια λυπητερή χωματερή ο κόσμος.
Ένα μικρό αγοράκι που παίζει με ένα παιχνίδι στα σκουπίδια.
Από κάποιο παιδί που το βαρέθηκε...
Κι αφού δεν έχει να ταίσει το στομάχι του παίζει για να ξεχάσει την πείνα του.
Ξεχνιέται η πείνα;
Το κρύο;
Αυτό που κάθε μέρα μεγαλώνει και μας καταπίνει με το κρύο του σάλιο;
Σε αφήνω τώρα.
Για λίγο.
Κάψε όμως την ατζέντα.
Δεν υπάρχει λόγος.
Μόνο το μυαλό και την καρδιά σου φύλαξε.
όσο αντέξουμε....

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Αγαπήσου...

-Έχεις μια λύπη στα μάτια σου και όταν σου μιλώ δεν κοιτάς εμένα, του είπε και σηκώθηκε από δίπλα του. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε την βροχή, είχε αργήσει τόσο πολύ να ρθεί η βροχή...
        Εκείνος, αργά, ήρθε πίσω της. Χάιδεψε την πλάτη της κάτω από το μικρό μπορντό ζακετάκι.
Άφησε το στόμα του στον λαιμό της. Παραμέρισε τα μαλλιά της. Την μύρισε. Άκουγε το μικρό στρογγυλό ζώο μέσα της να βογγάει. Ήθελε να αγαπηθεί, όπως κι εκείνος.
      Όλοι θέλουν να αγαπηθούν αλλά δεν βρίσκουν τον τρόπο, δεν έχουν την ίδια ταχύτητα στο αίμα.
Δεν εκπέμπουν την ίδια θελκτική μυρωδιά.
Μούσκευε τον λαιμό της με  φιλιά. Στο δωμάτιο δεν υπήρχε μουσική. Τα φιλιά είχαν τον χώρο που τους αξίζει. Σιωπή κόκκινη. Έξω η βροχή. Η μαύρη καμπαρντίνα στο κρεβάτι. Αυτή να τρέμει από την προσδοκία.
Από την εκμηδένιση των αντιστάσεων, αντιστάσεις όσο για να ανάψει περισσότερο η φλόγα, όμως τώρα δεν είχε την διάθεση για τίποτε άλλο εκτός από εκείνον.
      Γύρισε και τον φίλησε κι εκείνη.
-Άνοιξε τα μάτια σου, του είπε. Θέλω να με βλέπεις.
Την κοίταξε. Είδε τις πυγολαμπίδες να χορεύουν. Τις κόρες των ματιών να απλώνονται σε μια έκσταση. Την ήθελε. Από την πρώτη φορά την ήθελε.
Τα φιλιά άνοιγαν. Τα χέρια άνοιγαν. Τα σώματα άνοιγαν. Χόρευαν ο ένας γύρω από τον άλλο.
-Με φοβίζει λίγο αυτή η ένταση, της είπε.
-Γιατί;
-Ξέρεις...
-Φοβάσαι μήπως αναγκαστείς να φύγεις μακριά τους;
-Ναι.
-Γιατί; Δεν μας αξίζει η ευτυχία;
-Ως πότε;
-Όσο...είπε αυτή και μούδιασε στην σκέψη ενός τέλους.
- Όταν χάραξα την ζωή μου δεν είχα στο μυαλό μου αυτό που ζούμε, της είπε και την κοίταξε διαπεραστικά.
-Ουτε εγώ...αλλά να, μας συνέβη.
-Είναι εξοντωτικό κι όμορφο.
-Γι αυτό το αφήνουμε...
Πήγαν στο κρεβάτι, στόμα με στόμα, χέρια με χέρια.
Άλλο η έλξη, άλλο ο έρωτας, άλλο η ανάγκη, άλλο η αγάπη. Ήταν όλα μαζί.
        Βούλιαξαν ο ένας μέσα στον άλλο. Κάθε φορά ήταν σαν να ήταν η πρώτη. Η ανάγκη τους να είναι ο ένας μέσα στον άλλο ήταν τόσο μεγάλη που κάθε φορά ξεπερνούσε σε δύναμη κι ομορφιά την προηγούμενη.
      Βούλιαξαν. Υγρός κόσμος. Μέγας. Κολύμπησαν με ορμή σαν ψάρια. Αργά και έντονα. Να βρούν την πηγή της πληρότητας. Κείνης της έκστασης που με την υφή της σε προετοιμάζει για κάτι άλλο, πέρα από την έκσταση. Είναι μια κοιλάδα που βγάζεις όλα σου τα ρούχα.
Σκοτώνονται οι ντροπές σου. Οι φόβοι σου. Οι αντιστάσεις σου στο να δίνεσαι στον άλλο...
       Βούλιαξαν. Έπειτα η ηδονή τους ανάγκασε να πετάξουν. Στην οροφή του δωματίου.
Έπειτα στον ουρανό. Έπειτα σε έναν κομήτη με μια φλεγόμενη μπλε ουρά.
        Τα ζώα που είχαν μέσα τους ήταν ενωμένα. Ήταν στρογγυλά κι άφοβα. Είχαν αλλάξει τον τρόπο που έβλεπαν. Τον τρόπο που ένιωθαν. Που αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα, αυτήν που τώρα άλλαζε.
Είχαν αλλάξει οι χώροι, οι χρόνοι, δεν υπήρχαν ρόλοι.
Στροβιλίζονται. Αναπνέουν σαν να πεθαίνουν.
Είναι μέσα της και της τραβάει τα μαλλιά. Λιώνει πάνω στο μάγουλο της. Κι αυτή λιώνει, εξατμίζεται...
Λιώνει πάνω της, μέσα της. Ουρλιάζουν. Ουρλιάζουν. Αυτά τα δυό μικρά ζώα είναι τώρα ένα, το ζώο αλυχτά στον κόσμο. Είσαι δικός μου κόσμε, φωνάζει.
Ουρλιάζουν. Κι αυτό. Τώρα δεν πρέπει να χαθεί η έκσταση ούτε η πείνα. Αν χαθεί η πείνα θα πέσει η έκσταση. Οι ηδονές είναι κόρες της θάλασσας.
Το ζώο ξαναρχίζει την διαδρομή του.
Αυτή στήνει μπροστά του το κορμί της με έναν άλλο τρόπο, την βλέπει σαν να μην την είδε πριν.
Σαν να μην την έζησε.
              Έπειτα όλα βυθίζονται πάλι. Κι ανυψώνονται.
ΟΥρλιάζουν. Κι η βροχή ξεσηκώνει έξω από το σπίτι την γιορτή της. Υγρός κόσμος παντού.
       Ύστερα σταματούν, κοιτάζονται. Νεροσταγόνες ιδρώτα. Σπουδή στο γυμνό. Σπουδή στον κόσμο.
Έξω από αυτούς ο χρόνος δουλεύει. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι. Οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Τα νήπια ζωγραφίζουν με κηρομπογιές. Οι αισθήσεις φτωχαίνουν μέσα στην πραγματικότητα.
Κάποιος θα ψυχαναλύει έναν κοιλαρά μεγιστάνα και κάποιος θα καβλώνει από ένα νεανικό μουνί.
            ΌΜως ο έρωτας ο αληθινός είναι ασβέστης, βάφει τον κόσμο καθαρίζοντας την βρωμιά...
-Δεν μας αξίζει να ζούμε ευτυχισμένα; Τον ρωτά με αγωνία.
-Σε όλους αξίζει, δεν θα πρεπε να το λες αυτό, εσύ που γράφεις. Είπε αυτός και τα μάτια έγιναν λυπημένες μαύρες λίμνες ξανά.
-Κι εσύ που επίσης γράφεις δεν υποψιάζεσαι τον κόσμο που υπάρχει εκει μακριά για εμάς; Εδώ;
-Μαζί σου είμαι τόσο ευτυχισμένος που όταν φεύγεις σκέφτομαι κάτι συνέχεια.
-Τι; Ρωτά αυτή με ολάνοιχτα μάτια παιδικά.
-Πως ένας ευτυχισμένος άνθρωπος δικαιούται να πεθάνει μια ωραία Άνοιξη...

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Το κίτρινο

Κίτρινη εποχή μου
χαλί από φύλλα
χαμόγελα που δεν φώτισαν πρόσωπα
εφημερίδες παλιές στο καλάθι,
ένα παλιό σπίτι στην εξοχή, μόνο του, στέκεται, μέσα στην παλιά του αίγλη.
Γυναίκες με κίτρινα μάτια αδειάζουν τα χρόνια τους στον Έβρο,
παιδιά που δεν έζησαν παιδικά, μιλάνε στις κίτρινες αυπνίες μου,
η ραστώνη που χάλασε από μια άθλια γεύση,
η μέθη που όταν συνέβη χάλασε δυό σπίτια σε δυό κίτρινα παλιά τραπέζια,
ξεφτισμένα.
Μοίρες απόκληρες βουβά κουβεντιάζουνε,
σκυφτές, μαγκωμένες,
πάνω σε μια κίτρινη σφραγίδα,
στις υπογραφές τις αναλφάβητες,
στην αίθουσα του δικαστηρίου μια κίτρινη εικόνα πάνω από τον πρόεδρο,
έπιασε να μιλά βαριεστημένα για όσα έβλεπε.
Κίτρινα μικρά λουλούδια στην αυλή μου,
πενθούν καλοκαίρια,
κι οι μεγάλοι ζωγράφοι του αιώνα αρπάζουν λίγο κίτρινο από τα φιλιά μας
και απλώνουν στο κάδρο.
Με τέτοιο χρώμα θα υποδεχτώ τον Χειμώνα,
εδώ στην γαλάζια λίμνη που επιμένω να υπομένω,
αν δεν ήταν τόσο το κίτρινο θα περνούσα στην δράση,
στην πράξη που το κίτρινο θα το κανε ώχρα
κι η ώχρα θα ζητούσε στο σώμα της αρκετό κόκκινο...

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

<< απροσδιόριστο >>

Xρειάστηκαν χρόνια να γίνει ο κανένας,
να  τον βλέπουν οι άλλοι, σαν  την σκιά την διαφανή
την καμπύλη στον ώμο, την απρόβλεπτη,
καθώς μόνο ένα φτερό από κάποιο πουλί προσδιόριζε πως αυτό ήταν ώμος.
Λαξεμένοι κρόταφοι και μύτη γυρτή σαν του γύπα.
....
Εκείνος ο άντρας ανήκε στο είδος των φτερωτών.
.....
Ντυνόταν τις φωνές των άλλων, τις νύχτες και πέταγε.
....
Κάποτε ένα απρόσεκτο του πέταγμα τον έφερε σε μια ταράτσα,
από την υδροροή ξεπήδησε μια γυναικεία φωνή που τον ξάφνιασε,
τραγουδούσε σαν μια πόλη που καιγόταν,
μπορούσε να οσμιστεί επάνω της τις στάχτες και το θειάφι,
τις περασμένες δόξες της χωρίς ντροπές και θλίψη.
Μόνο έτσι, σαν κάτι που χανόταν σε μια στιγμή.
......
Πέταξε κατά κει, χωρίς να σκεφτεί τίποτε, εκτός του άκρατου ενδιαφέροντος και της αρχέγονης έλξης.
.....
Όταν είδε την γυναίκα μέσα του όλα σείστηκαν,
όλα άλλαξαν σχήμα και προοπτική.
.....
Χαμένες θάλασσες στροβιλίστηκαν σαν θεραπευμένες μπαλαρίνες μπροστά στα πόδια του.
Πολιτείες μαγικές έλουζαν το κορμί τους στο ανάγλυφο του δικού της.
Αλλόκοτα ζώα κούρνιαζαν στα στήθια της.
.....
Θέλησε να της φανερωθεί.
Προσπάθησε πετώντας γύρω της.
Τίποτε.
Μύρισε με την γυρτή μύτη του την οσμή της.
Τίποτε.
Εκείνη συνέχιζε να τραγουδά και να χορεύει εκστασιασμένα σαν μύστης μέσα σε όνειρο.
Δεν τον έβλεπε.
.....
Έβαλε φωτιά στα φτερά του.
Τίποτε.
Σαν τα δηλητηριασμένα, εκείνα πουλιά, που πέθαιναν στις ακτές, από την μόλυνση, έγινε.
......
Τίποτε.
Εκείνη δεν έβλεπε τίποτε.
Αλλά αυτός είχε για πρώτη φορά δει τι ήταν ο έρωτας κι είχε προσπαθήσει χρόνια να είναι ο κανένας.
.....
Αποφάσισε όπως μπορεί να βρίσκεται κοντά της,
να την βλέπει,
να την ακούει,
να την μυρίζει,
όλα αυτά, μα δίχως την δυνατότητα να την αγγίξει.
.....
Κι έφτασε η μέρα που πιά δεν άντεχε χωρίς να μπορεί να έχει αυτό το άγγιγμα.
.....
Και σαν κανένας ήρθε πάνω από τον ύπνο της.
....
Αφού την θαύμασε για τελευταία φορά,
πήρε μέσα του την εικόνα της.
Με τα κατεστραμένα του φτερά έφτασε δίπλα της.
Άνοιξε το τεράστιο ράμφος του,
την κατάπιε σαν το πιό πεινασμένο ζώο στην γη.
όλη του η πείνα ήταν γι αυτήν.
.....
Όμως ενώ ξανά ήταν μόνος του
έπαψε να είναι ο κανένας,
είχε πάρει για πάντα μέσα του την εικόνα της.
Και ήταν αδύνατον να αλλάξει αυτό το πάντα..
 

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Αυτό που δεν είχα ποτέ μου

Πεθύμησα βαθιά αυτό που δεν είχα ποτέ μου
το πήρα μαζί μου στην σκοτεινή λεωφόρο, μέσα σε μια κόκκινη βελούδινη τσάντα το φύλαξα,
το πήγα στο λιμάνι και του έδειξα τα πλοία που έφευγαν,
πάντα έχω μια θλίψη γιατί φεύγουν χωρίς εμένα,
κι αυτό που δεν είχα ,συμφώνησε, κι έγειρε λυπημένα το κεφάλι,
ύστερα ταίσαμε τους γλάρους και τους δώσαμε ονόματα.
Καθίσαμε σε ένα σάπιο παγκάκι κι ήπιαμε την πρωινή δροσιά,
ήταν παγερή και διάφανη,
τρύπωσε στην καρδιά μας κι έμεινε όσο της το επιτρέψαμε.
Ύστερα βουλιάξαμε σε μια σιωπή υπέροχη,
τόσο ευγενική που μούλιασε τα μάτια μας.
Πάλευε το Φθινόπωρο να βρεί έναν συγχρονισμό μαζί μας,
στην μεγάλη αγορά πάσχιζε να δώσει χρώματα από πεσμένα φύλλα.
Πέρασε από μπροστά μας ένας αδικημένος οργανοπαίχτης,
φυσούσε την καρδιά του στα χέρια,
κούρδιζε διψασμένα την λατέρνα,
οι νότες της έμπαιναν μέσα μου, θρόιζαν μυστικό φως,
κι εγώ πόναγα γι αυτό,
να, που μπορούσα ακόμη να πονάω,
μαζί με αυτό που δεν είχα και με τον ήχο της λατέρνας.
Μαζί με τα σπάργανα μιας ζωής στα απόνερα του παλιού λιμανιού.
Τα αλήτικα σπουργίτια.
Τα χαμένα αντριλίκια,
τα γυναικεία σαράκια,
την νιότη που σημαδεύει τα ύστερα του ΄κόσμου.
Μετά ήρθε το απόγευμα,
πήγα μαζί του στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας,
του έδειξα κάτω από το απαλό φως τις σφαίρες στους τοίχους,
έτρεχαν οι σφαίρες ξύνοντας τα αυτιά μας,
ακούγαμε την αγωνία των πολέμων,
ούρλιαζαν τα κτήρια, μάγκωναν με τα σημάδια τους τα μάτια μας,
παρέλαση λυπημένη των ανθρώπων,
κι ύστερα ξαφνικά,
ξαφνικά άρχισα να απολαμβάνω την ανάσα μου,
κατάλαβα πως μπήκα στην πορεία μιας ανάρρωσης από παλιά αρρώστια.
Βρέθηκα μαζί του στο ουζερί του μπάρμπα Ηλία,
στάξε ούζο στα ποτήρια μας, είπα γελώντας,
κι ο μπάρμπας ντροπαλά κατέβασε το κεφάλι,
ψέλλισε,
μα είστε μόνη, γιατί δυό ποτήρια; Θα ρθεί παρέα;
έχω παρέα,
είπα αδίστακτα,
έχω μαζί μου αυτό που δεν είχα ποτέ μου,
όπως η Αντιγόνη,
η Ισμήνη,
η Ελένη,
η κυβέλη,
η Έλλη.
Σαν να καταλαβαίνω, είπε αυτός κι έφερε μεζέδες για δύο,
πρόλαβε να μου σφίξει τα χέρια, πρόλαβα να του πω,
είναι που δεν πρόλαβα να ηττηθώ ούτε να αναμετρηθώ,
στις διαστάσεις του χρόνου,
της αφής το άγγισμα.
Και καθώς από τα δέντρα ξεπρόβαλλε γιγαντιαίο το φεγγάρι,
μου πιανε τα μάτια θεέ μου και τα στράγγιζε.
Κι άρχιζε η λυπημένη σονάτα στο σεληνόφως,
πόση θλίψη θεέ μου κι έπεσα στα γόνατα,
ενώ γύρω μου οι άλλοι τσούγκριζαν αγέρωχα ποτήρια,
στην υγειά σου έλεγαν,
και το ούζο άνοιγε δρόμο στην μύτη μου,
έμπαινε αχόρταγο στο συκώτι μου, στον πνεύμονα μου.
Μετά σηκώθηκα,
αγόρασα μια γαρδένια από ένα γυφτάκι, το χάρισα σε αυτό που δεν είχα ποτέ μου.
Ακούμπησα το κεφάλι μου στο αψιδωτό παραθύρι,
θέλω να σου πω για την ζωή μου πριν πεθάνω, του είπα,
ίσως έτσι με καταλάβεις,
με νιώσεις κάτω από την πέτσα σου,
με σύρεις στα κόκαλα σου,
άξιζε χίλιες φορές να πλανηθώ,
έτσι μπόρεσα να σε αγαπήσω,
να σου μιλάω τώρα κι εσύ μέσα σε σιωπές να ακούς,
να ακούς,
να  λαμβάνεις ήχους,
κι ύστερα αυτή η σιωπή,
μυσταγωγία, παλεύω μέρες και νύχτες με τους εαυτούς μου,
να μπορέσω να σε σκοτώσω,
μα τι παράξενο!
Κάθε ένας από αυτούς βρίσκει έναν λόγο να σε αγαπήσει.
Κι έμεινε αυτό εκεί ως το ξημέρωμα μαζί μου,
ύστερα πήρα τον δρόμο του γυρισμού,
μαζί μου ακολούθησε μια αγέλη άγριων σκύλων,
και κοίτα τι θαύμα!
μύρισαν την λύπη μου και δεν με πείραξαν,
ο αρχηγός από αυτά γυρνούσε και σκυλομίλαγε στα άλλα,
με συνόδευσαν ως την Πλατεία Αμερικής, έφτασα σπίτι,
έπεσα να κοιμηθώ ευγνωμονώντας, κι ας είχα ακόμη λύπη.
Έγινα δέντρο,
άνοιξα τα κλαδιά μου κι ακόμη θυμόμουν,
πόσο αγαπώ αυτό που δεν είχα ποτέ μου,
η ειμαρμένη κοιμήθηκε κι όλα γύρω σκοτείνιασαν...

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Ο αρχαίος πολιτισμός των ανθρώπων σε δέκα βήματα

θέλω να σου μιλήσω για τον αρχαίο πολιτισμό, τον πολιτισμό που έζησα με τον παππού μου τα καλοκαίρια στο νησί.
Ο άνθρωπος αυτός μου έμαθε την γοητεία να ακούω ιστορίες και την αγάπη να διαβάζω.
Θα στα πω σαν χορευτικά βήματα.
Βήμα πρώτο.
Όταν ένα παιδί κάνει λάθος μιλάς με ιστορίες-παραβολές. Αυτοσχεδίαζε ο άνθρωπος και φανταζόταν ήρωες και σκηνές, τα μετέφερε με τόση ζωντάνια που τα ζούσες και έδινες μόνος σου το δίκιο και το άδικο.
Απλά και χωρίς ηθικοπλαστικές λοβιτούρες. Οδηγούσε εμάς τα εγγόνια στην λύση, την κατανόηση του λάθους μας απλά και αυθόρμητα. Με μια σοφία που την εμπιστευόσουν όχι γιατί ήταν γηραιότερος αλλά γιατί αυτή η σοφία ενέπνεε ευγένεια.
ήταν από τους λίγους που είχε τελειώσει το σχολείο αλλά αυτό το μάθαμε πολύ αργότερα, δεν ήταν αυτό που τον βοηθούσε στο κύρος και τον σεβασμό.
Βήμα δεύτερο.
Ο παππούς ήταν μαραγκός. Αγαπούσε την δουλειά του όσο δεν έπαιρνε. Ζητούσε τα χρήματα που άξιζε η δουλειά και η ποιότητα του ξύλου που χρησιμοποιούσε, όχι κάτι πέρα από αυτό.
έσκυβε πάνω από τα σαμάρια ώρες ατέλειωτες, στο τέλος τα σκάλιζε υπομονετικά, σκάλιζε άλλοτε λουλούδια κι άλλοτε πέταλα να φέρνουν γούρι στον ζευγολάτη και στο ζώο..
Τα σαμάρια του ακόμη βρίσκονται <<ζωντανά>>, στα κυκλαδονήσια..
Βήμα τρίτο.
Αγαπούσε τον οίνο. Πάντα έφτιαχνε κρασί μόνος του και γέμιζε τα βαρέλια.
Το κρασί δεν το πίνεις μόνος σου, έλεγε, χρειάζεται παρέα.
Πολλά τα βράδυα που το Καλλιό τον φώναζε από την ταβέρνα. Μα αυτός ήθελε ακόμη να πει ή να ακούσει μια ιστορία.
Φίλευε κόσμο και κοσμάκη με ρετσίνα, κόκκινα μάγουλα κι αγάπη που πάντα περίσευε.
Βήμα τέταρτο.
Υπήρχε πάντα μια απορία μέσα μου. Πως μπορούσε να συνενοείται με τους ξένους, ποιόν κώδικα επικοινωνίας είχε αναπτύξει. Αργότερα κατάλαβα. Δια της συμπάθειας και της περηφάνιας.
Συνήθιζαν να κάθονται με τις ώρες οι τουρίστες στο μαραγκούδικο,μιλώντας ώρες ατέλειωτες με τον παππού και τον πατέρα μου.
άκουγες γέλια και έβλεπες αγκαλιές ανθισμένες...
Ναι, τον αγαπούσαν κι οι γερμανοί, τους εξηγούσε για την κατοχή κάνοντας κινήσεις και δείχνοντας φωτογραφίες, θυμάμαι ακόμη έναν ψηλό μεγάλης ηλικίας άντρα να σκύβει το κεφάλι του.
Το βράδυ ήπιαν ρακές στην Λόζα..
Βήμα πέμπτο.
Η αξιοπρέπεια ήταν η πρώτη φωνή μέσα του.
Ο τρόπος ζωής ήταν τέτοιος που καμμία πράξη του δεν εκδήλωσε ποτέ ζήλια, κλοπή, συκοφαντία.
Δεν κορόιδευε τον τρελό του χωριού, του μίλαγε γλυκά σαν περνούσε έξω από το κατώφλι.
Επίσης δεν ήσουν αξιοπρεπής αν εσύ έτρωγες και δεν έδινες στον άλλο να φάει.
Η τροφή είναι για όλους, έλεγε...
Βήμα έκτο.
Η εργασία είναι ένα πολύτιμο αγαθό, έλεγε.
Αυτό σήμαινε πως ενώ είχε να παραδώσει σαμάρια στα νησιά και να πληρωθεί <<καλά λεφτά>>, καθυστερούσε για να αποκαταστήσει την ζημιά σε κάποιον που χάλασε το αλέτρι του.
Αν ο γεωργός δεν είχε εργαλεία η γη δεν θα του έδινε λεφτά, έλεγε.
Αν ο γεωργός δεν είχε λεφτά του έλεγε, δεν πειράζει, θα μου δώσεις φάβα όταν θα βγάλεις..
Βήμα έβδομο.
Τα νησιώτικα σπίτια έχουν φτιαχτεί στην πλάτη των γαιδουριών, μας έλεγε.
Τα γαιδούρια έπρεπε να φάνε και να πιούνε όπως κι ο άνθρωπος...
Καμμία καθυστέρηση, είτε βροχή είτε αέρας...
Ο Κίτσος ήταν φίλος της οικογένειας, ήταν μέλος...
Βήμα όγδοο.
Αν τράβαγα το σκοινί με την γιαγιά σου, συνήθιζε να μου λέει, δεν θα μασταν μαζί.
Όταν ο ένας το τραβά παιδί μου, ο άλλος χρειάζεται να το αφήνει λάσκα...
Βήμα ένατο.
Διάβαζε τα πάντα, συνεχώς διάβαζε. Η γιαγιά μας φώναζε, θα τυφλωθείτε μωρέ από το τόσο διάβασμα.
Στα 16 περίπου άφησα στο τραπέζι τον Μπουκόφσκι ε΄να μεσημέρι καυτό που ο τζίτζικας παραληρούσε...
Δήθεν το ξέχασα..
Τον είχε τελειώσει το επόμενο μεσημέρι...
Γιαγιά ( δεν μου λες βρε θηλυκό εσύ, ίντα βιβλίο άφησες και δεν ηκοιμήθη βρε ο άνθρωπος όλη νύχτα μόνο τον πήρε ο ύπνος με τα γυαλιά του και το βιβλίο στα χέρια ε);
Την άλλη μέρα ο παππούς γελώντας με ρώτησε πόσες ώρες κάνει το αεροπλάνο ως την Αμερική,
πόσο ατέλειωτη χαβούζα είναι αυτή η κοινωνία, πως ο αγροτικός γιατρός μια χαρά ήταν τελικά ακόμη κι αν τον έβλεπαν σπάνια αφού και στην Αμερική οι άνθρωποι πέθαιναν, πως να, καλός άνθρωπος μωρέ αυτός αλλά πίνει πολύ και θα του χαλάσει το συκώτι κι είναι κρίμα, και τι καλά να σαι λεύτερος αλλά με τόσες γυναίκες βρε κόρη μου θα χάσει το μυαλό του..
Από τότε όποιος μιλούσε για την Αμερική στην ταβέρνα και την εκθείαζε έβαζε δαιμονικά γέλια κι έλεγε αμέτε βρε στην ευχή του θεού μα δεν ηξέρετε ίντα γίνεται κι εκεί...
Βήμα δέκατο.
Αν άξιζες τον κόπο τελικά κανείς δεν θα σε ξεχάσει.
Θα περνούν έξω από την πόρτα σου αυτοί που σε έζησαν και θα σκύβουν το κεφάλι.
Αφήνοντας ένα δάκρυ.
ή την τιμή που πρέπει σε έναν ήρεμο πολεμιστή.
Αυτό συμβαίνει ακόμη δεκαετίες μετά.
Το παλιό μαραγκούδικο είναι τώρα το σπίτι μου.
Αυτός ο πολιτισμός δεν θα ξεχαστεί ποτέ
Από εμένα.
Από όσους έζησαν τον πολιτισμό σε δέκα βήματα.
Όταν ακούω να λένε κάποιοι πως είμαστε ζώα και άθλιοι και κλέφτες λυπάμαι.
Λυπάμαι τον κόπο εκείνων των ανθρώπων.
Τον πολιτισμό των νησιών..
Δεν θα γονατίσω ποτέ..
ΟΤΙ και να συμβεί..