Τρίτη 13 Αυγούστου 2019



Η Γιούζου έγειρε μέσα στην νεκρική αχλή του ραδιενεργού μανιταριού ενώ χιλιάδες φωνές έσμιγαν με την δική της. Ο θάνατος φανέρωνε στους άτυχους το πιο φρικτό πρόσωπο του μέσα σε εκρήξεις χημικής φωταψίας. Δεν προλάβαινε να χαιρετήσει τον αγαπημένο της, δεν προλάβαινε να φορέσει το κιμονό της ερωτικής παράδοσης, δεν προλάβαινε να αποχαιρετήσει τον γάτο της. Ένα θλιβερό αποτύπωμα σκόνης φώτισε τα πάντα κι ύστερα έπεσε μια θανατερή σιωπή. Όλα ε΄λαμπαν απόκοσμα, όλα έμειναν εκεί σαν σιωπηλές περσόνες που υμνούσαν τον θάνατο. Το βουβό κλάμα της φύσης έσμιξε με αυτό των ανθρώπων. Ότι αθώο κάηκε στην χρονοκάψουλα για πάντα. Η Γιούζου κοιμήθηκε προλαβαίνοντας να αφήσει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της . Έτσι ήθελε να την βρει ο αγαπημένος της . Τον αγαπούσε πάνω από τις δυνάμεις της, πέρα από αυτό που λέγεται εαυτός. Πρόλαβε να σκεφτεί πως η στέρηση του εαυτούς της θα πλήγωνε ανεπανόρθωτα τον αγαπημένο της, πιο πολύ αυτό την πλήγωνε τώρα , όχι το τέλος της. Τα χέρια της σταύρωσαν σε ένα μικρό αγκάλιασμα μπροστά στο στήθος της σαν να αγκάλιαζε εκείνον και η υπόλευκη ατμόσφαιρα την τράβηξε αλλού, σε αυτό που ονομάστηκε θάνατος.. Το αποτύπωμα της Γιούζου

ο Κόσμος μας ανήκει, όταν ανήκουμε στον εαυτό μας. Σκούπισε τα μάτια σου και πάρε το μονοπάτι των λυγμών. Ότι μας ανάθρεψε είναι το δάκρυ. Ότι μας φώτισε είναι το γέλιο. Γελοίοι άνθρωποι προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε πως ότι διέσχισαν σε δρόμους ήταν σαν γυμνοσάλιαγκες. Δεν μας περισσεύουν οι ενοράσεις. Ούτε η βαθιά πτώση και άνοδος με το τρίτο μάτι, εκείνο που δεν κατέστρεψε ο πολιτισμός. Όσο θα ζω στον κόσμο θα διηγούμαι αυτό που ζω. Μα πρώτα να ζήσω. Να ζήσω επιμένοντας σε μια πνευματική επάρκεια χωρίς να εξασφαλίζω πως ξέρω. Θα ζησω. Τίποτε δεν ξέρω. Κάθε ημέρα όλα αλλάζουν. Το σώμα μου αλλάζει μαζί με το σώμα της γης. Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις, θα ξεμπερδέψω με τους μύθους που κρύβουν την αλήθεια. Πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος. Αυτό θέλουν να κρύψουν, να μην θυμίσουν. Σε αγαπώ!

Όταν έρχομαι στο νησί αγριεύω, πίνω ποτά με ρυθμούς αλόγου σε καλπασμό, παίρνω την Κίκο στα χέρια μου και προσπαθώ μάταια να της δείξω πως έχω στις παλάμες μου όλα τα αγγίγματα των ηλικιωμένων αντρών με την τραγιάσκα. Ότι ο βασιλιάς Έλβις ζει ακόμη στο στήθος μου μαζί με όλους αυτούς που κάηκαν νωρίς. Ζω στα βράχια, τα νησιά με κυκλώνουν ασύστολα με τον ήλιο να με γδέρνει επιτακτικά. Ζω χωρίς την συστολή της πόλης κι έχω όλη την διάθεση να μην είμαι εγώ αλλά όλοι μαζί. Καπνίζω πολλά τσιγάρα ταυτόχρονα, ακούω μουσικές χωρίς όρια, η θάλασσα βρυχάται στο μέρος που κοιμάται εκείνη που κάποτε αγάπησα. Την αγάπησα γιατί δεν μπορούσε να με αγαπήσει, μετά από λίγο καιρό αυτό έγινε και τότε αυτόματα κατάλαβα πως άδειασα από την ανάγκη της αγάπης της. Ταίζω τις γάτες και κολυμπάω με τα ψάρια. Ζει ο Έλβις. Ο Έλβις ζει στις ΚΥκλάδες. Αρπάζει ένα δελφίνι με την δύναμη ενός Έλληνα αρχαίου ήρωα και ανεβαίνει επάνω του. Καίγομαι μαζί του εξαντλητικά. Τα εξαντλώ όλα στις ελιές. Εκεί θάβω τις στάχτες μου. Δεν θέλω να θυμάμαι πως είμαι άνθρωπος. Μα ξυπνώ το πρωί και αντιλαμβάνομαι με έκπληξη πως δεν είμαι παρά ένας σουμιές στο στρώμα. Και πάνω μου είναι ένας άγνωστος άντρας με μια γυναίκα που την λέει Κίκο. Και δεν μπορώ να ξεφύγω από τα αγκαλιάσματα τους και την έπαρση του έρωτα τους..

Σε ένα νησί της άγονης, μπορείς να κρύψεις τα ίχνη σου. Και μπορείς να φανερώσεις τον εαυτό σου όπως είναι. Να γίνεις η πεταλούδα του Σαχτούρη και του Μπόρχες. Να διώξεις τα περιττά και τα φλύαρα που επιζητούν να κρύψουν. Αυτό που είναι ,αυτό υπάρχει. Τα άλλα διανύουν έναν κύκλο και πεθαίνουν..

όλες εμείς, οι αξιότιμες, καθισμένες στις καρέκλες ενός καφενείου στο νησί ,άδειο από πελάτες , εμείς που ζητάμε έναν μεζέ με αξιοπρέπεια και γοητεία, με τα μάτια μας γεμάτα από τα φεγγάρια του Αυγούστου, απλωμένες στην ραστώνη του θέρους, χαμογελούμε τρυφερά σε αυτόν που γνωρίζει πως να μας δώσει το χάδι, κοιτάζουμε διερευνητικά κι απειλητικά έναν σκύλο που μας πλησιάζει, σκοτώνουμε τα έντομα κάνοντας απλωτές στον αέρα, εμείς που ζούμε ελεύθερες και γνωρίζουμε κάθε ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στα λιμάνια, γιατί εμείς κάποτε, ζούσαμε σαν ιέρειες του έρωτα. Και πολλά γνωρίζουμε, γι αυτό μαγνητίζουμε με το βλέμμα μας και η αράχνη υποκλίνεται . Κι η γυναίκα ερωμένη, σαν εμάς περπατάει στην κάμαρα, σαν αιλουροειδές σε επιθετική αναμονή.. οι Γάτες

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019


H γενικευμένη εκπολιτισμένη απάθεια της κοινωνίας της πόλης με σπρώχνει μακριά. Όλα τα εγκλήματα που κρύβονται ή περιγράφονται στα δελτία των ειδήσεων μου χαράζουν το συκώτι. Περπατώ στους δρόμους προσπαθώντας να τραβήξω λίγο ουρανό μέσα μου. Να ενδυθώ λίγο την ομορφιά των πτηνών και να φανταστώ τις γκέισες να σκουπίζουν απαλά την άσφαλτο με τα λεπτά κιμονό τους. Να γευτώ το θρόισμα ενός ρούχου ή ενός αρώματος ανέπαφο από την επιτήδευση. Το πρόσωπο μου όταν σκέφτομαι τέτοιες εικόνες αλλάζει. Νιώθω τους μύες του να ανεβαίνουν προς τα επάνω μαζί με τον τρόπο που εκθέτω τον εαυτό μου στους άλλους . Γεύσεις χαράς, μικρές χαρές που ενώνονται σε μια χρυσή κλωστή. Θέλω να ζήσω ελεύθερη. Να διατηρήσω την ελευθερία μου να φεύγω με το μυαλό μου και τις πράξεις μου να διατηρούνται απροβάριστες και να πληρώνουν το κόστος. Είναι το πιο γλυκό κόστος. Τα καράβια λικνίζονται και τρέχουν στο νερό. Πόσο άδικο να μην μπορούν να δουν τον κόσμο που υπάρχει από κάτω τους.. Θα έρθει μια ημέρα που τα καράβια θα βλέπουν. Και οι άνθρωποι δεν θα ξέρουν μονάχα τα συναισθήματα, θα γνωρίζουν την ανατομία των αισθημάτων..

Οι ψυχές που τσαλακώθηκαν γιατί πόνεσαν από την προδοσία, είναι πουλάκια με φτερά από μετάξι. Μαζεύονται γύρω μου και μιλούν ψιθυριστά μην με ενοχλήσουν. Μα τους μιλώ όσο γίνεται απαλότερα μην τρομάξουν. Περπατούμε μαζί στα μονοπάτια, πεταλούδες με τέσσερα μάτια μας τραγουδούν. Τα κρινάκια της άμμου, κατεβάζουν το κεφάλι τους και ύστερα το σηκώνουν με τόλμη μελλοθάνατου που ξέρει, στον ουρανό. Κι εγώ που δεν πιστεύω σε θεούς που τιμωρούν ή κάνουν θαυματα σκύβω την όψη μου και λέγω. Κύριε δώσε μου κι άλλο χρόνο να ζήσω ετούτον τον κόσμο τον αγγελοπλασμένο, άσε με να είμαι ηρεμίτης μέσα στην κοσμική ομορφιά μαγεμένη και ελεύθερη, σπίτι μας είναι όπου χτυπά η καρδιά μας χαρούμενη.

Πολλές φορές σκέφτομαι την λέξη συγγνώμη και προσπαθώ να της δώσω μια μορφή.Ένα χρώμα. Γιατί άραγε είναι μια λέξη που δύσκολα προφέρουν οι άνθρωποι; Ίσως γιατί νιώθουν πως έτσι αυτοματα θα προσφέρουν; Γιατί ετούτη η προσφορά ανοίγει πόρτες στην χαρά και την γαλήνη και κλείνει την καταπακτή του εγωισμού; Δεν ξέρω. Ξέρω πως ζητώ συγγνώμη για κάθε λεπτό που δεν ακούω με προσοχή τα τζιτζίκια, που δεν αφήνομαι στη θάλασσα με ευκολία, που δεν κοιτάζω με προσοχή τις ρυτίδες στα πρόσωπα των καλόγνωμων ανθρώπων, που δεν προσέχω το δέντρο που στέκεται γυρτό δίπλα στην εκκλησία σπρωγμένο από τον βοριά του Χειμώνα, που δεν γίνομαι ένα με την φύση και δεν πετάω με τον αετό επάνω από το φαράγγι . Εαν κάποιος γίνει ένα με κάποιο Κυκλαδίτικο τοπίο ,εύκολα θα καταλάβει την συγγνώμη. Γιατί χρειάστηκε πολύς κόπος από την φύση και πόνος να γίνουν οι Κυκλάδες, αυτές οι κόρες, οι πέτρινες να στέκονται γύρω γύρω στην θάλασσα και τον εαυτό τους. Πολύς κόπος να δουλέψει ο άνθρωπος κάτω από τον καυτό ήλιο να λαξέψει την πέτρα. Να κάψει τις πατούσες του στα βράχια να βγάλει αλάτι. Να οργώσει με το ζώο του το άγονο και να το κάνει να βγάλει καρπό. Να υπομονέψει να βγάλει η συκιά το σύκο. Να ωριμάσει, να γλυκάνει το σταφύλι. Να γίνει η ελιά λάδι. Να γλυκάνει ο άνθρωπος, αυτό το σκληρό, το σκληρότερο ζώο που έγινε έτσι όταν κατάλαβε τον θάνατο και άρχισε να γεμίζει με ερωτήσεις την ύπαρξη του που ήταν αδύνατον να απαντηθούν. Και αλλού να κατοικήσει αυτό το ζώο, σε άλλον πλανήτη, οι ερωτήσεις θα τον καταδιώκουν και θα τον σκοτώνει αυτό, πως είναι τάχα ο ΄πιο σπουδαίος που ήρθε στην γη από την θάλασσα. Προσωπικά ,αυτά τα νιώθω κάτω από το δέρμα μου στις Κυκλάδες, κι ίσως ειδικότερα στο νησί μου..

Φέτος έχω αποφασίσει ότι με χαλάει να το διώχνω. Οι κακές ειδήσεις φεύγουν από το παράθυρο. Οι άφιλοι φίλοι κινούνται σε άλλα σύμπαντα, εκτός του δικού μου. Η απόφαση μου να γίνω μέρος του τοπίου είναι επιτακτική. Η αυτολογοκρισία μου, πήρε πόδι. Τα αντιαισθητικά -εκτός της ρακέτας- που δεν μπορώ να συνθλίψω, πήραν κι αυτά πόδι. Δεν τα βλέπει το μάτι μου, δεν τα νιώθει η καρδιά μου. Την στιγμή που θα επιστρέψω στην ηλικία που οι νεκροί μου ήταν ζωντανοί και με γέμιζαν με την αγάπη τους κι εγώ ξέγνοιαστη έφτιαχνα καστρόσπιτα, εκείνη την στιγμή θα είμαι γεμάτη από το προσωπικό μου τοπίο. Στην ζωή δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες να μπαίνουμε στο προσωπικό μας τοπίο εκτός από τους τόπους που η παιδική ηλικία ενυπάρχει με την ενήλικη σε μια αρεστή αρμονία..

Η Γιούζου έγειρε μέσα στην νεκρική αχλή του ραδιενεργού μανιταριού ενώ χιλιάδες φωνές έσμιγαν με την δική της. Ο θάνατος φανέρωνε στους άτυχους το πιο φρικτό πρόσωπο του μέσα σε εκρήξεις χημικής φωταψίας. Δεν προλάβαινε να χαιρετήσει τον αγαπημένο της, δεν προλάβαινε να φορέσει το κιμονό της ερωτικής παράδοσης, δεν προλάβαινε να αποχαιρετήσει τον γάτο της. Ένα θλιβερό αποτύπωμα σκόνης φώτισε τα πάντα κι ύστερα έπεσε μια θανατερή σιωπή. Όλα ε΄λαμπαν απόκοσμα, όλα έμειναν εκεί σαν σιωπηλές περσόνες που υμνούσαν τον θάνατο. Το βουβό κλάμα της φύσης έσμιξε με αυτό των ανθρώπων. Ότι αθώο κάηκε στην χρονοκάψουλα για πάντα. Η Γιούζου κοιμήθηκε προλαβαίνοντας να αφήσει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της . Έτσι ήθελε να την βρει ο αγαπημένος της . Τον αγαπούσε πάνω από τις δυνάμεις της, πέρα από αυτό που λέγεται εαυτός. Πρόλαβε να σκεφτεί πως η στέρηση του εαυτούς της θα πλήγωνε ανεπανόρθωτα τον αγαπημένο της, πιο πολύ αυτό την πλήγωνε τώρα , όχι το τέλος της. Τα χέρια της σταύρωσαν σε ένα μικρό αγκάλιασμα μπροστά στο στήθος της σαν να αγκάλιαζε εκείνον και η υπόλευκη ατμόσφαιρα την τράβηξε αλλού, σε αυτό που ονομάστηκε θάνατος.. Το αποτύπωμα της Γιούζου