Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018


Γύρω στις πέντε το ξημέρωμα, με επισκέφτηκε ο άγιος Μάμας, τον έβαλα να καθίσει και να πιεί ένα ρόφημα. Ήταν παιδάκι και το μικρό του σπίτι είναι ένα εκκλησάκι μέσα στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας της Παναγιάς. -Δεν πιστεύω στους αγίους, του είπα, ωστόσο είσαι καλοδεχούμενος. -Εδώ δεν ξέρετε πια τι να πιστέψετε, ακόμη και γι αυτό που λέτε πως δεν πιστεύετε η πίστη σας αργοσαλεύει , απάντησε σοβαρός. Δεν είχα και να πω πολλά, ένα βουνό με πλάκωνε στο στήθος. Η απουσία από τον κόσμο του κουνελιού μου με αποδυνάμωνε, ίσως εγωιστικά ,ίσως και γιατί θυμήθηκα τον θάνατο του παππου μου που συνέβη πάλι εδώ , στο νησί με το φαλακρό, άγριο τοπίο. Καθισμένο το παιδάκι -άγιος μπροστά μου κατάλαβα, ένα μέρος της αθωότητας αποχωρούσε , μάτια ανυπέρβλητα αθώα δεν θα με κοίταζαν πια, ούτε το χάδι μου θα έβρισκε αυτην την άγνωστη τρυφερότητα που πηγάζει από τα πιο λευκά σύννεφα. Δεν ήθελα να σπαράξω άλλο,ήταν επείγον να διώξω τον κόμπο από τον λαιμό που με έπνιγε και να αποχαιρετήσω. Το παιδάκι- άγιος το κατάλαβε. -Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω άλλο, μου είπε. Απλά ήρθα να χαιρετήσω ένα πλάσμα που κατοικεί πια αλλού, και να του δείξω τον δρόμο. Μείναμε λίγο μαζί κι ο κόμπος στον λαιμό δυνάμωνε, ήθελα να παραδοθώ στον ύπνο και να ανακουφιστώ. Ο άνθρωπος σκαρώνει με τον νου του ότι μπορείς να φανταστείς για να μαλακώσει τον πόνο και την οδύνη του φυσικού θάνατου. Έτσι πιάστηκα σε ένα όνειρο, πως τάχα ο μπαμπάς μου έβαζε ρεμπέτικα κι η Σαπφώ στεκόταν κάτω στα πόδια του ξαπλωμένη σαν χανουμάκι κι ο παππούς μου είχε ένα χαμόγελο πληρότητας και αρμονίας.. -Αφιερωμένο-

Δευτέρα με συναντάς στην Αρκεσίνη Τρίτη μιλάμε μέσα στην θάλασσα, τι κάνεις , που θα πας το βράδυ, που θα βρεθούμε. Τετάρτη πηγαίνουμε στην αγία Άννα και μου δίνεις έναν κόχυλα, Πέμπτη τον έχω στο αυτί μου και ακούω τα μυστικά της θάλασσας. Παρασκευή τραβάμε στον δρόμο με τις φραγκοσυκιές, μεθυσμένοι ξύνουμε την πλάτη του φεγγαριού με τα δόντια μας. Το Σάββατο ,γονατίζω μπροστά σε μια εικόνα που δεν έχει άγιο αλλά έναν ρεμπέτη που παίρνει αγκαλιά έναν μπλουζίστα. Χορεύουμε ότι χορεύεται. Αποφεύγουμε να πούμε << σε αγαπώ>> ο ένας στον άλλον, κατά βάθος οι σάρκες μας έχουν καεί από την ανάγνωση των πόθων των Κυκλάδων. Κυριακή τραβώ τον δρόμο για το φαράγγι, τραβώ τα γόνατα μου στο στήθος μου, αποφασίζω να ζήσω μόνη μου για να μην αναγκαστώ να σου πω πως στιγμές στιγμές αυτή η ζωή δεν αντέχεται. Και οι Κυκλάδες ανεβαίνουν στην καρδιά μου, όλη η αλμύρα μπαίνει στις πληγές μου, εδώ συναντώ τον άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει την ρίζα όλων των πληγών και γι αυτό αποφεύγει τις αναλύσεις. Εδώ ζεις κατακόρυφα, ανεβαίνεις και μετά πέφτεις. Επτά ζωές δεν περιγράφονται εύκολα. Αποχωρισμός πάλι. Βουρκώνω από αλάτι.

Κάθε αγκαλιά είναι ένας γρίφος που ζητά την λύση του. Και κάθε αντίο είναι μέρος της που δεν λύθηκε και δεν αναγνώστηκε.

Σκέφτηκα την φράση του ROBERTO JUARROZ, (το να σκέφτεσαι έναν άνθρωπο είναι σα να τον σώζεις). Άρχισα να χορεύω αιωρούμενη, χωρίς αναμνήσεις, τα βράγχια ενός γιγαντιαίου ψαριού μου φυσούσαν νότες, είναι κάτι βραδιές στα νησιά που νομίζεις πως όλοι οι άνθρωποι σε σώζουν ενώ χορεύεις, διώχνουν την σκιά σου που σε καταδιώκει αδιάκοπα κι ο χρόνος είναι ένα τίποτε καθώς λάμπεις πιάνοντας την ασημένια πλάτη της σελήνης. Κι εσύ δεν είσαι κάτι άλλο εκτός από ένα μέρος του τοπίου.
Τις νύχτες κοιμάμαι μέσα σε ένα ενυδρείο, ξυπνώ και ο ήλιος ρουφάει τα λέπια μου. Κινούμαι μέσα στην ημέρα και την νύχτα προσπαθώντας να σχηματίσω τον δικό μου χρόνο. Να μην με νοιάζει να βρω τα κουμπιά των άλλων. Ενδιαφέρομαι γι αυτό που μας συνδέει τυχαία. Για την μοιραία σύμπτωση της ομορφιάς. Ενδιαφέρομαι για την μελέτη του μικρόκοσμου που απλώνεται μέσα στον μακρόκοσμο. Διαβρώνομαι με την μάζα, με τις κοινές ώρες πλεύσης. Με αφορά η μυσταγωγία του φωτός και της νύχτας. Το μαγικό πάτημα της γάτας στο σοκάκι κι ο διαλογος χωρίς τροφή. Οι αφιερώσεις χωρίς προορισμό. Εν τέλει με αφορά να παρατηρώ την ζωή και να την ζω ελεύθερα. Όσο μπορεί να ζήσει κάποιος που ζει με το <<δέρμα>> του <<πολιτισμού>> των ανθρώπων.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018


Για σκέψου, τίποτε δεν έχω να πω, τίποτε να ακουμπήσω σε αυτό το κομμάτι του μπλε, την λουρίδα του ουρανού με τους αετούς καρφωμένους επάνω του, με τα μάτια να ανιχνεύουν και να βρίσκουν πίσω από το ανάγλυφο,από το <<βλέπω>> να ξέρω την φθορά, την αλμύρα των δακρύων που ζύμωσαν την θάλασσα οι πνιγμένοι με τα βαρκάκια του μεροκάματου, να κατανοώ τους πληγωμένους, εκείνους που έχουν ρωγμές βαθιά τους, αυτός ο αιμάτινος κόσμος πόσο σκοτάδι τρέφει και τρέφεται, ο αόριστος κι ο ενεστώτας που συγκρούονται σαν κομήτες σε μια αυλή νησιώτικη, τα γιατσέντα που γέρνουν το κεφάλι στην ταράτσα πριν η σελήνη τα γητέψει, τους γέροντες που ξέρουν πως τίποτε δεν ξέρουν, θεωρίες για την φωτιά και την πλημμύρα, τον κόσμο που παλεύει να χαθεί, για σκέψου, δεν έχω τίποτε να πω, από τότε που γεννήθηκα ξέρω, ο άνθρωπος παλεύει να τελειώσει τον εαυτό του με πολλούς διαφορετικούς τρόπους αλλά δεν έχει συνείδηση επί αυτού, αν είχε ,θα κοιτούσε το πρόσωπο του μια έναστρη νύχτα σε ένα πηγάδι και θα άλλαζε τα μάτια που <<βλεπει>>, τόσα μνημόσυνα κι ούτε μια μνήμη για να σώσει αυτό που σώζεται μετά τον θάνατο. -Αφήστε λίγο αέρα -

Τι ξέρεις για τα εργοτάξια των αισθημάτων; Τι θυμάσαι από αυτά που διάβαζε η γιαγιά σου στο φλυτζάνι; Θυμάσαι τον παππού που ερχόταν με τον Κίτσο φορτωμένο με ντομάτες και η μυρωδιά τους έφτανε σε εσένα από το προηγούμενο στενό; 100 φορές βούρτσιζες τα μαλλιά σου κάτω από το φεγγάρι για να γίνουν δυνατά και στο βάθος της λόζας τα βιολιά έκαναν τα πόδια να υψώνονται. Μέσα σε ετούτους τους καιρούς έχει χαθεί το ύψος, η μνήμη σου όποτε πιάνει εικόνες της αθώας εποχής σε ποτίζει δέος και κόμπους από συγκίνηση. Συγκίνηση σαν αγιογραφία ενός αγίου που ποτέ δεν βρέθηκε, σαν το εκατοστό κελί της Παναγιάς που δεν το βρίσκουν ποτέ, αυτή η δυνατή επιθυμία του ανθρώπου να χτίζει με μυστήρια το άγνωστο.. ΠΕρπατούσες ξυπόλητη στο μονοπάτι και σου έκαιγε ο ήλιος τις πατούσες με τις καυτές πέτρες αλλά εσύ έκανες ασκήσεις αντοχής γιατί κάτι μέσα σου σε προετοίμαζε για τα αυριανά εργοτάξια αισθημάτων. Αυτό το ζώο μέσα σου που σε κάνει να προβλέπεις μουδιασμένη πόσο τραγικό θα ήταν αυτό το Καλοκαίρι, κληρονομιά της γιαγιάς που έβλεπε σκηνές ζωής μέσα στα ονειρα.. Εκείνη την αθώα εποχή προσπαθώ να εγείρω και να την κλείσω σε ένα μικρό μπουκάλι . Αλλά όλα κλείνουν, όλα κλείνουν από μια αόρατη μέγγενη, οι άνθρωποι λειτουργούν σαν μηχανοκίνητα, τρώνε, κάνουν σεξ και αφοδεύουν. Αν τους πεις σε αγαπώ θα πέσει ο ουρανός επανω τους. Οι άνθρωποι δεν έχουν στέγη τα αστέρια, εξαϋλώνονται χωρίς την ανάγκη του βάθους της ύπαρξης. Υπάρχουν απλά γιατί έτσι έτυχε, να υπάρχουν από μια σύμπτωση. Συμπτώσεις που συνευρίσκονται μέσα σε τεράστια εργοτάξια αισθημάτων. Ευτυχείτε , λέει ένας κούκος την νύχτα αλλά κανείς δεν τον ακούει, εξάλλου ένας κούκος δεν φερνει την Άνοιξη ούτε ανοίγει τα Καλοκαίρια...

Η διαφορά στο να ζεις σαν πωλητής αντί να ζεις σαν απολαυστής δεν είναι μόνο τεράστια αλλά είναι και καθοριστική..

Γύρω στις πέντε το ξημέρωμα, με επισκέφτηκε ο άγιος Μάμας, τον έβαλα να καθίσει και να πιεί ένα ρόφημα. Ήταν παιδάκι και το μικρό του σπίτι είναι ένα εκκλησάκι μέσα στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας της Παναγιάς. -Δεν πιστεύω στους αγίους, του είπα, ωστόσο είσαι καλοδεχούμενος. -Εδώ δεν ξέρετε πια τι να πιστέψετε, ακόμη και γι αυτό που λέτε πως δεν πιστεύετε η πίστη σας αργοσαλεύει , απάντησε σοβαρός. Δεν είχα και να πω πολλά, ένα βουνό με πλάκωνε στο στήθος. Η απουσία από τον κόσμο του κουνελιού μου με αποδυνάμωνε, ίσως εγωιστικά ,ίσως και γιατί θυμήθηκα τον θάνατο του παππου μου που συνέβη πάλι εδώ , στο νησί με το φαλακρό, άγριο τοπίο. Καθισμένο το παιδάκι -άγιος μπροστά μου κατάλαβα, ένα μέρος της αθωότητας αποχωρούσε , μάτια ανυπέρβλητα αθώα δεν θα με κοίταζαν πια, ούτε το χάδι μου θα έβρισκε αυτην την άγνωστη τρυφερότητα που πηγάζει από τα πιο λευκά σύννεφα. Δεν ήθελα να σπαράξω άλλο,ήταν επείγον να διώξω τον κόμπο από τον λαιμό που με έπνιγε και να αποχαιρετήσω. Το παιδάκι- άγιος το κατάλαβε. -Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω άλλο, μου είπε. Απλά ήρθα να χαιρετήσω ένα πλάσμα που κατοικεί πια αλλού, και να του δείξω τον δρόμο. Μείναμε λίγο μαζί κι ο κόμπος στον λαιμό δυνάμωνε, ήθελα να παραδοθώ στον ύπνο και να ανακουφιστώ. Ο άνθρωπος σκαρώνει με τον νου του ότι μπορείς να φανταστείς για να μαλακώσει τον πόνο και την οδύνη του φυσικού θάνατου. Έτσι πιάστηκα σε ένα όνειρο, πως τάχα ο μπαμπάς μου έβαζε ρεμπέτικα κι η Σαπφώ στεκόταν κάτω στα πόδια του ξαπλωμένη σαν χανουμάκι κι ο παππούς μου είχε ένα χαμόγελο πληρότητας και αρμονίας.. -Αφιερωμένο στην Σαπφώ, το κουνελάκι μου που θέλησε να ησυχάσει εδώ, στο νησί-

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018


Μερικά πράγματα που ξέρω για τον Ιούλιο. Αν ήταν άντρας, θα ήταν συνεχώς σε μια εφηβική υπαρξιακή αναζήτηση της ζωής σε πληρότητα, θα είχε μαλλιά μακριά και μαζεμένα σε έναν κομψό αριστοκρατικό κότσο. Αν ήταν όνειρο θα ήταν το όνειρο του Ουόλτ Ουίτμαν, εκείνο που μιλούσε για την καινούργια πολιτεία των φιλων όπου η εύρωστη αγάπη υπήρχε στις πράξεις αυτών που έμεναν εκεί. Καρπούζια σε μια μικρή νησιώτικη αυλή βαμμένη με ασβέστη. Παραλίες περπατημένες για ώρες, απόκρημνες. Γλάροι που αρπάζουν ψωμί από τα απλωμένα χέρια των επιβατών στα καράβια. Σπίτια που ανοίγουν στον ήλιο διώχνοντας την χειμωνιάτικη υγρασία. Όλες οι υποσχέσεις που δεν πραγματώθηκαν και συγχωρέθηκαν για την αδυναμία τους. Ένα φαράγγι που κρύβει τις σαύρες της γνώσης επιμελώς μέσα στις πέτρες. Μικρές υποσχέσεις αθανασίας μέσα σε αρτηρίες ποτισμένες από λευκό κρασί. Έρωτες χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Η φράση του Νίκολα Βιργίλο , (βγάζοντας το αλεξίσφαιρο γιλέκο ζέστη). Αν ήταν γυναίκα θα ήταν μια γυναίκα με πάθη και πάθος για ζωή. Η ανέγερση του Καλοκαιρινού κόσμου-ονείρου μας ας είναι για όλους μας εφικτά. Ποτέ κανείς δεν λύγισε όταν έζησε με τέχνη.

Το τραγικότερο σημείο των καιρών μας είναι πως υπάρχουν φλογισμένες καρδιές δίχως φλόγιστρα. Κι αν αυτό σας φαίνεται απλό και δίχως σημασία, έχω να σας πω ,πως αυτό είναι ικανό ώστε εξαιτίας του να καταγραφεί η πτώση του ανθρωπίνου είδους- εκτός των λοιπών εγκλημάτων του - κατά της ανθρώπινης ζωής και κατά παντός είδους. Γιατί οι φλογισμένες καρδιές μετατρέπονται σε φλογερές και αυτή η διαφορά αφορά τα ουσιώδη. Η ζωή δίχως φλόγιστρα είναι μια απλή περιφορά στον πλανήτη, σαν μια περιφορά ενός άγνωστου επιταφίου, επιτρέψτε μου, ενός καταδικασμένου σε τυφλότητα.

Ονειρεύτηκα πως ήμουν μέσα σου, κοιλάδες ευδαιμονικές έγιναν οι αρτηρίες μου και στο μέρος της καρδιάς μια θαλάσσια ανεμώνη, ένα ανοιχτό παράθυρο στο σοκάκι άφηνε τις κουρτίνες να χορεύουν στον φρέσκο αέρα και μια ντροπαλή δροσιά χρύσιζε στο κάτω σπίτι, όταν έγινε νύχτα, από τον γυάλινο φεγγίτη στην παταρού άρχισαν να μπαίνουν τα αστέρια του ουρανού, γέμισε φωτοχυσίες το δωμάτιο και έμπαιναν στο στέρνο μας μεθοδικά, λάμπαμε αστέρια χωρίς όνομα, ύστερα σου είπα πως σε ξέρω πριν την σύλληψη σου σαν άνθρωπο, σταθήκαμε απέναντι ο ένας από τον άλλον και γίναμε ψάρια που χόρευαν εκστασιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, παράλληλοι κόσμοι ενωμένοι σε έναν, δίχως φόβο για τον θάνατο και το άγνωστο σύμπαν, γίναμε εκβολές αισθήσεων αβίαστα, τρυγήσαμε τα μυστικά μας και τα σκορπίσαμε έξω από τον νησί, τόσο φως δεν χωρά μυστικά, ύστερα θυμήθηκα πως μέσα σου είχα την πρώτη μου ενόραση που την ονόμασα Όσιρι, καθώς περπατούσα ανάμεσα στις θυμωνιές και τις ρίγανες φώναξα τον Όσιρι, μετά διάβασα γι αυτόν και ήξερα πως ένα κομμάτι μου ήρθε από την Αίγυπτο εδώ, έγινες Αμοργός και σε δόξασα με χίλιες ευχές για την καλοσύνη που μου μεταβίβασες μέσα στο όνειρο, ασίγαστα και χωρίς φραγμούς, πετάξαμε πάνω από το μικρό πικρό φαράγκι, πάνω από τις λευκές φιγούρες των σπιτιών, πάνω από τα ταβερνάκια που ησύχαζαν πια από τις ανθρώπινες φωνές, κι ύστερα βρεθήκαμε σε μια σπηλιά που ένας άγγελος με λευκά μαλλιά γέμισε με μια χλομή αύρα την ατμόσφαιρα, μας χαμογέλασε γλυκά και τα μάτια του ήταν αλάτι και πέτρα, τον αγάπησα αμέσως, πετάξαμε σαν άνθρωποι πια κρατώντας κάτι από μια ευλογημένη σιωπή ευγνωμοσύνης, εσύ κρατούσες το φτερό του καρχαρία του ποιητή κι εγώ έναν κόχυλα που μου έφερε τους ήχους στο αυτί όλων των καραβιών που ταξιδεψα από βρέφος ακόμη, άκουγα κι έκλαιγα, έκλαιγα από χαρά, θεέ μου πόσον καιρό είχα να σπαράξω στο στήθος μου κλαίγοντας από χαρά, ξύπνησα με μάγουλα βρεγμένα κι έκανα μια ευχή, ότι αγαπώ να ζει ευτυχισμένο... - Το όνειρο της χτεσινής νύχτας-

Λίγο πριν το ξημέρωμα γυρίζω από όνειρα που είναι αδύνατον να θυμηθώ. Αυτό που δεσπόζει σε αυτά σίγουρα, είναι ένα παιδί που δεν γύρεψε ποτέ προστάτες, βασίλειο του είναι τα παιχνίδια και η συνομιλία με τα ζώα. Αυτό το παιδί ζητάει να σε φυλάξει από τα θηρία και τις συμπτώσεις τους. Να σου δείξει πόσα λάθη ονόμασες θαύματα. Και τις πόρτες των πεθαμένων που είχαν το όνομα τους στην πόρτα. Στάχυα μπλεγμένα σε κορνίζες και τάματα σε εικόνες. Κόσμος βυθισμένος σε έναν άλλο, αιμάτινο και σκληρό. Τον χτισμένο από επάνω ως κάτω, από πέτρα σαν τάφο. Επεδίωξα σίγουρα να εναρμονίσω την ζωή αυτού του παιδιού με αυτήν του ενήλικα. Παραδόξως κανείς από τους δυό δεν θυσιάστηκε για τον άλλον. Σε όλες τις μάχες και τον πόλεμο. Στις πτώσεις, όπου το αίμα κι οι μώλωπες γαύγιζαν σαν σκυλιά σε υστερικό σοκ, μια πεταλούδα εμφανιζόταν πάντα από το πουθενά. Αυτή σε κάποιο όνειρο μου έδειξε τον τρόπο του πετάγματος. Πτήσεις με χίλια χρώματα. Ενδείξεις ελευθερίας σε εκατό ξέφωτα. Σαν εκατόφυλλα ρόδα σε έκσταση. Η ζωή ρέει και σκορπίζεται αναλόγως πως κινείσαι. Μην σκοτώνεσαι. Υπάρχει η αιωνιότητα για να σε σκοτώσει. Κι η πεταλούδα του Σαχτούρη για να θυμίζει τι είναι ποίηση. Κάπου ανάμεσα μπορείς να ζεις με λυγμούς, γέλια και το τρίξιμο της ζωής το ανεπαίσθητο όσο η ύπαρξη μας.. - Η πεταλούδα που έχει όνομα-

Αιώνες τώρα ,με αιμάτινη κλωστή της καρδιάς, ράβεται εντός μου ο ρυθμός της θάλασσας. Παραφράζοντας την φράση <<μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου» του Γ.Βιζυηνού.