Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019




Ένας κόμπος γλώσσα μένει εγκλωβισμένος κι ακίνητος κάτω από τα σεντόνια. Τα σώματα συνευρίσκονται μέσα στην αχλή και προσποιητή ατμόσφαιρα που δίνει το κρασί κάνοντας τον ρυθμό των αρτηριών πιο ζωντανό και γρήγορο.Δεν θα μιλήσουν μετά. . Ένα κερί τρεμοπαίζει ,μαζί με μια μουσική που προσπαθεί κάπως αόριστα να ανακάμψει την επιφυλακτικότητα των εραστών στην οικειότητα. Ο ένας μέσα στον άλλον δεν κοιτάζονται στα μάτια, κινούνται σαν αχαρτογράφητα σημεία στον κόσμο. Κάπως πλαδαρά και επιδερμικά φιλιά. Ύστερα θυμούνται πως πρέπει να τελειώσουν αυτήν την μισή ένωση και αφήνουν τα υγρά τους. Εκείνος θα ντυθεί, θα φύγει, θα χυθεί στον δρόμο σαν σκιά, και θα βρεθεί στο πρώτο μπαρ του κέντρου. Εκείνη θα πλυθεί και θα καθίσει σε εκείνη την δερμάτινη πολυθρόνα που είχε καθίσει για τελευταία φορά εκείνος που ονόμασε κάποτε έρωτα. Βρίσκεται ακόμη μετά από δυο δεκαετίες με τα σημάδια του, καθηλωμένη σε μια φυσαλίδα του χρόνου που όλα είναι εκείνος.Εκείνη που μπορεί ακόμη να φορά τα μάτια του. Όσοι ακολούθησαν μετά ,ήταν σαν πένθιμοι εραστές. Ποτέ της δεν μπόρεσε με κάποιον άλλον να κοιταχτεί στα μάτια βαθιά και να φύγει από το σώμα της μπαίνοντας σε ένα άλλο. Αυτά είναι σκέψεις που δεν μπορεί να τους ανοίξει δρόμο στον ψυχοθεραπευτή της. Οι σκέψεις αυτές γίνονται λέξεις όταν κάθεται σε εκείνη την δερμάτινη πολυθρόνα. Λύνεται η γλώσσα και ο κόσμος ανοίγει. Φεύγει ο ψυχοπομπός που χρόνια την βασανίζει με την αόρατη παρουσία του. Πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, εκείνος ξαπλωμένος, ζωντανός- νεκρός, απαθής και χλομός . Τα εγκεφαλικά επεισόδια τον βρήκαν από νωρίς. Αν κάτι αλλάξει στην φροντίδα του είχε πει ο γιατρός θα συμβεί το μοιραίο. Τόσα χρόνια ζει με έναν υποψήφιο νεκρό. Η θανατίλα δεν την επιβαρύνει περισσότερο εκτός του ότι δεν μπορεί να του μιλήσει για τον έρωτα και την αγάπη της για εκείνον. Του φτιάχνει τα σεντόνια. Τον κοιτάζει. Μάτια θαμπά σαν νεκρού ψαριού. Κι όμως* κάτι δευτερόλεπτα που τον κοιτάζει. βλέπει εκείνη την ερωτική σπίθα μέσα τους. Τότε λιώνει σαν κερί . Η καρδιά της ακουμπάει ουρανό. Γεμίζει με μια πρωτόγονη έκσταση, με έναν πυρετό σε όλο της το σώμα. Τότε λύνεται ο κόμπος και η γλώσσα χύνεται έξω της. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Τελευταία ούτε ο σκύλος τους τον πλησιάζει.. Κανείς δεν μπορει να καταλάβει. Μόνο εκείνος ο ψυχοπομπός που κατοικεί στο κίτρινο διαμέρισμα του έκτου ορόφου... - Ο ψυχοπομπός της δερμάτινης πολυθρόνας- Π.Σ

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019


Κοιμόταν έχοντας στο στόμα την γραμμή της απώλειας. Θρυμματισμένοι κόσμοι αντέστρεψαν τα μάτια τους στο παρόν. Ταξίδεψε στην στιγμή που τα παιδικά χρόνια ήταν πλαστικά μανταλάκια ,χαλασμένα στο σχοινί από τον ήλιο. Έτρεχαν όλες της οι ζωές στριμωγμένες μέσα σε ένα βαγόνι τρένου που κυλούσε στις ράγες τρίζοντας σαν να ερχόταν από τον άλλο κόσμο. Το συριχτό του την ξύπνησε απότομα. Σηκώθηκε, ήπιε νερό , ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Στάλες ιδρώτα χάραξαν την πλάτη της. Φάνηκαν στο μέτωπο της. Το σπίτι της ήταν ορεινό, τον τελευταίο καιρό είχε γεμίσει τσιγάρα και σαχλούς κόλακες. Υπήρχε κάτι οδυνηρό σκέφτηκε, στην ατμόσφαιρα του σπιτιού. Την στιγμή που το σκέφτηκε ένας απαίσιος συριγμός ακούστηκε από τα βάθη του σπιτιού. Το σπίτι άνοιξε κι από μέσα του άρχισαν να βγαίνουν συνδεδεμένα με αιμάτινες κλωστές ενωμένοι όλοι οι θεατρικοί της ρόλοι , οι εραστές της και οι συμβιβασμοί. Το σπίτι άρχισε να χορεύει γύρω της σηκώνοντας σκόνες και αφήνοντας ουρλιαχτά σαν κάποιοι να καίγονταν μπροστά της. Η ζωή της ήταν * φώναζε η ζωή της πως δεν την άντεχε άλλο, δεν άντεχε ότι δεν έζησε. ΒΓήκε από το σπίτι τρέχοντας. Το είδε να γκρεμίζεται σαν να πέφτει χαρτί. Άρχισε να τρέχει. Μακριά από ότι την πλήγωνε και της κάρφωνε τις αλήθειες στα οστά. Το δέρμα της άνοιξε, σαν τους τοίχους του σπιτιού. Παντού αίμα και υγρά καθώς έπιανε τον εαυτό της. Ξύπνησε από το κλάμα της.. Όλα γύρω της ίδια όταν άνοιξε τα μάτια της. Κι ΄όμως* σαν να μην κοιμήθηκε ούτε λεπτό. Έλεγε πως υπέφερε από αυπνία. Αλλά αυτό που ήταν η αιτία ήταν πως όλα της τα πορτρέτα ζούσαν για την υπόληψη. Όλες οι δεκαετίες είχαν τον αράχνινο ιστό τους γύρω από την υπόληψη, σκλάβες , υπόδουλες για πάντα. - Αυπνία-

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2019





Λένε ,πως είναι ντυμένοι με μαύρα και λευκά φτερά οι νεκροί μας, όταν πηγαίνουν απέναντι. Αλλά δεν είναι παρά ένα λιοντάρι που σκίζει την καρδιά μας ώσπου να καταλάβουμε πως δεν θα τους ξαναδούμε πια. Το λυπητερο τραγουδισμα του αηδονιού που λάμπει σαν δοξάρι κάτω απο μια ηλιαχτίδα. Ύστερα ο χρόνος απαλά, τους αφήνει νας μας επισκέπτονται στον ύπνο μας και να μας αφήνουν μηνύματα. Να μας γδέρνει στην πλάτη με τρυφερότητα ένα αόρατο μάτι. Πίνουμε μαζί τους κρασί και γινόμαστε δέντρα πριιν την φωτιά. Μα πάντα πίσω από το φέρετρο, ακολουθεί η μύγα. Στην αδελφική μου φίλη Μ.Τ για την απώλεια του πατέρα της. Ελαφρύ το χώμα.

Τις νύχτες ανάβεις κεράκια για τους εραστές που καίγονται και καντηλάκια για τους νεκρούς. Τις ημέρες περπατάς με τους αστράγαλους γεμάτους πεταλούδες. Και καθώς κάνεις ανάγνωση σε αυτά που παρατηρείς βρίσκεσαι στον βυθό. Ο βυθός θόρυβο δεν έχει, μόνο ξέρει, και γι αυτό είναι άγρυπνος. Αφήνεις μακριά την επιφάνεια που της αρέσει να κάνει κρότους. Της αρέσει να σπέρνει θύματα. Ο πόλεμος και η επιφάνεια σφυροκοπούν θανάτους. Έτσι έμαθες να φεύγεις. Να μην φυτρώνεις πουθενά. Να μην μπορούν να σε σπείρουν. Έτσι έμαθες να ζεις. Να ιππεύεις ανέμους. Να σαρώνεις και να σαρώνεσαι στις θύελλες.

Κυλάω μέσα σε ημέρες γεμάτες σύννεφα, τα σύννεφα ενώνονται με την θάλασσα, μπαίνω σε ένα σύννεφο που γελάει με νερό και πότε κλαίει, με το αυτοκίνητο περνώντας την χώρα, τα σύννεφα μπαίνουν μέσα από το ανοιχτό τζάμι, ντύνομαι σύννεφο και ονειρεύομαι με πάθος ένα πιάνο στην θάλασσα. Και τι δεν θα έδινα για ένα πιάνο στην θάλασσα..

Πικρόγλυκα εδώλια ανασαίνουν απαλά τον ήχο των αιώνων. Σκύβεις μαζί τους, ανεβαίνοντας τις αόρατες σκάλες. Καμία ποίηση δεν προηγείται του ανθρώπου. Ολα γυρνούν γύρω από το χάος. Γιατί καμιά συνθήκη δεν υπάρχει που να πιστοποιεί την ημερομηνία του θανάτου σου. Μονάχα αυτά που φτιάχνει ο άνθρωπος από ανάγκη και αγάπη. Ίσως για να εξημερώσει φευγαλαία τους προσωπικούς του δαίμονες. Ίσως για να ξεχάσει τον φόβο αυτού που ονόμασε μοίρα. Χώρα- Αμοργός

Οι νύχτες απειλούνται από τις φωνές του Βοριά, τα παράθυρα και οι πόρτες χτυπούν αποβλακωμένες, η θάλασσα γεμάτη αφρούς αναγκάζει τις βάρκες να φοβηθούν. Τα ρούχα δεν στεγνώνουν. Οι βόλτες συνεχίζονται μέσα από τα μουγκρητά του ανέμου. Ο αέρας στην χώρα προσπαθεί να σε σηκώσει από την γη κάνοντας τα ρούχα σου πανιά για πλεούμενα. Η ομίχλη τον περισσότερο καιρό κολλούσε επάνω μας και δυσκόλευε τα μάτια . Ένας ήλιος μπερδεμένος ψάχνει και βρίσκει πορτρέτα. Οι γάτες ήρεμες κοιμούνται τον επτάψυχο ύπνο τους. Τα καφενεία πότε πότε γεμίζουν τάβλι, χαρτιά και ρακή. Φοράω τα πόδια μου και πάω. Προς την θάλασσα. Την παρηγορήτρα. Σε έναν Σεπτέμβρη θεριστή. Στο χαρτί 13 της ταρό. Φοβάμαι τον θάνατο. Φοβάμαι τον θάνατο. Πολλές φορές βλέπω τον πεθαμένο μου πατέρα, μέσα στο σπίτι να δουλεύει το ξύλο τρίβοντας το. Βάζοντας του καρφιά. Σκέπτομαι τον κόσμο καρφωμένο σε έναν καμβά.Και γεμάτο καρφιά και πληγές. Η αδιαλλαξία και ο φανατισμός είναι πια φαρμάκια της καθημερινότητας. Είναι καρφιά στο κρανίο της ανθρωπότητας. Είμαι βαθιά απαισιόδοξη γιατί είμαι ευαίσθητη με κεραίες ανοιχτές. Είμαι άοπλη, έχω άλλο οπλισμό, αόρατο. Βλέπω την ανθρώπινη σκιά να ψάχνει να βρει τις νόρμες της για να εκφραστεί. Θα μπορούσε να διευκολυνθεί καταλαβαίνοντας τις λέξεις αγάπη, ευχαριστώ, συγχωρώ και ντρέπομαι.. ΣΕπτέμβρης

Άνθρωποι μετάξια, διαφανείς πίσω από τις κουρασμένες αυλαίες, γενναίοι σαν γνήσιοι και αθώοι, νικητές και ηττημένοι, άνθρωποι ποδήλατα, φεγγάρια που χάσκουν πάνω από τις αυλακιές των υπονόμων της πόλης, άνθρωποι ολόκληρες ατμόσφαιρες από μόνοι τους, κεριά και κεχριμπάρια, καθρέφτες στο ταβάνι, εκτός του κύκλου με την κιμωλία, άνθη καταραμένα, ενωμένοι μια γροθιά, γοητευτικοί μέχρι θανάτου,και μετά θανάτου, συμπόσια κατανυκτικά σε καράβια με ανέμους δυνατούς, λέξεις με κίνηση, νότες σε σπορά, κάδρα του Βαν Γκογκ σε μετεωρισμό, σπαραγμοί ελαφίσιων ματιών καθώς η γλυκιά συμμορία τελειώνει από την φυσική της παρουσία, σπαραγμοί και οδύνη καθώς η παγκόσμια συμμορία λυμαίνεται την γλυκιά και καθώς το κτήνος ανεβαίνει σαν Κινγκ Κονγκ τις πόλεις,τις χώρες, τις επαρχίες και τους δρόμους, σκορπίζοντας λήθη και θανάτους οδυνηρούς, εσύ βλέπεις μια ταινία για πολλοστή φορά και πηγαίνεις να κοιμηθείς μέσα σε δάκρυα ποτάμια , σκέφτεσαι πως σε καθόρισε και δεν εξανθρωπίστηκες ακόμη, έπειτα χαμογελάς στην ελπίδα πως ΑΧ, τυχεροί και γενναίοι όσοι διατηρούν μια γλυκιά συμμορία, με πρόσωπα κι όχι περσονες, με καρδιές που φυλάνε τα καστρόσπιτα ,τις μουριές και τα πεύκα στα κοιμητήρια, με δέος και υπόκλιση στο να μπορείς να μείνεις άνθρωπος εκτός ορίων κι εκτός στέγης ονείρων , τα όνειρα είναι γλυκοσυμμορίες και πετούν πάντα ελεύθερα.. Σκέψεις για την γλυκιά συμμορία που ξαναείδα χτες και κα΄θε φορά είναι σαν να την βλέπω για πρώτη φορά ,όπως γίνεται πάντα με την τέχνη που έχει ψυχή και πρόσωπο.