Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018


Κάθε ένας από εμάς έχει έναν δράκο στην ψυχή για να προστατεύει την αθωότητα του και την ομορφιά του κόσμου..

Με μαγεύουν οι επιδερμίδες που μοιάζουν σαν να έχει χυθεί επάνω τους κεχριμπάρι, η βροχή στα κεραμίδια των παλαιών σπιτιών, τα βλέμματα καθώς μοιράζουν αβέβαιες υποσχέσεις, τα αρώματα πίσω από τα γόνατα που εξαίσια τυλίγουν μιαν ατμόσφαιρα, τα τακούνια τα μετρημένα, σαν λυκνιστικές βεντούζες επάνω στη άσφαλτο, τα φιλιά των ερωτευμένων, σκαλωμένων σε μια ξύλινη σκάλα, θα έλεγε κανείς, πως όλα αυτά τα συνδέει η ροή που πάλλεται απρόσκοπτη.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018


Η ζωή μοιάζει σαν χίμαιρα μέσα στο μάτι ενός αλόγου. υγ. Φράση που την << είδα>> στον ύπνο μου..

H αστική ζωή έχει συνδεθεί με την σταδιοδρομία. Και η <<απαίδευτη>> παιδεία συνδέθηκε με την καταγγελία της μη ομορφιάς και της ανύπαρκτης αθωότητας. Αγνοώντας συστηματικά πως η καταγγελία χωρίς την ύπαρξη αγώνα είναι μόνο μέρος επίδειξης.. Και πως να μιλήσει κανείς για ομορφιά όταν μακριά είναι από τα φυσικά τοπία, μακριά είναι από την ελεύθερη ανάσα των ανθρώπων; Μακριά από μια ημέρα που ξημερώνει σαν μελαγχολικό Φθινόπωρο και στην διάρκεια αλλάζει όψη φωτιζόμενη από τον ήλιο βάζοντας όλη της την δύναμη να γίνει Καλοκαίρι; Και ποια είναι η αθωότητα όταν χρησιμοποιείται από αυτούς που καταγγέλουν κι αυτούς που καταγγέλονται πως είναι γνήσια αντίτυπα κι εκφραστές αυτής, χωρίς να έχουν παρακολουθήσει τον ατέλειωτο ομαδικό σχηματισμό στο πέταγμα των πουλιών ή το παιχνίδι που κάνει ένα ψάρι πετώντας σχεδόν έξω από το νερό; Κουράστηκε η ομορφιά, έγειρε στους ώμους της Αντιγόνης και της Ελένης, ψάχνοντας καταφύγιο μεγαλοπρεπές και σιωπηλό. Η σπηλιά του θανάτου εύκολα μεταβολίζεται στο νησιώτικο λευκό των σπιτιών κι εξίσου εύκολα γίνεται ζωή από μια κίνηση στο παλαιό μονοπάτι ενός ανθρώπου ή το μάτι μιας κατσίκας στο άγουρο χωράφι. Να πονούν οι αρθρώσεις να ανέβεις στον βράχο να σκίσεις το αλάτι, να είσαι λυγερόκορμος στο άπλωμα της νύχτας και να μην ξέρεις πότε θα σβήσει το δικό σου καντήλι ανάβοντας το καντήλι των νεκρών. Να βλέπεις σεισμό στον ύπνο το ξημέρωμα σε κάποια άλλη γωνιά του πλανήτη κι αυτός να έχει ήδη συντελεστεί καταπίνοντας την ελπίδα στον δρόμο με τις κερασιές. Να σε πληγώνει εξίσου η παρουσία και η απουσία με τα νεφελώματα της στο Κρόνιο τοπίο όπου η Αφροδίτη να σώσει προσπαθεί τα άμοιρα παιδιά της από τον χαμό. Ο Χαμός της ανύπαρκτης ύπαρξης.. Μόνο χαραγματιές κι όψιμα δάκρυα ,αντί της συνειδητότητας πως οφείλεις να ζήσεις με όλες σου τις αισθήσεις ενάντια στον θάνατο ,κάποτε με θάρρος και δόντια κοφτερά και κάποτε με ένα λιτό χαμόγελο που αγναντεύει τον κόσμο.. Κοιμάσαι με τον γρύλο να σκίζει τους τοίχους με τον ήχο του, μαζί με την ευωδιά του νυχτολούλουδου που σχεδόν σε πληγώνει . Που σαλεύει ο κόσμος; ρωτάς κι αναρωτιέσαι.. Ως πότε θα ξεχωρίζει σε δούλους κι αφέντες , ορατούς κι αόρατους- επιλεκτικά ενθυμούμενος; Ως πότε θα κυνηγάει την ουρά του σαν ένα ζώο πληγωμένο από την τυφλότητα, Πολύφημος μέσα στους Πολύφημους; Περπάτα καρδιά μου, περπάτα όσο μπορείς, να λες καλημέρα και να συγχωρείς. Μα να βλέπεις όχι με ορθάνοιχτα μάτια, αυτά δεν μπορούν πολλά να δουν από την έκπληξη του φωτός που απότομα χύνεται μέσα τους. Και περίμενε- σκάβοντας και περπατώντας την άλλη ημέρα, εκείνη που όλα θα συμβούν, ανοίγοντας και θεραπεύοντας πληγές από τον θρόμβο της ύπαρξης.. Αμοργός

Τι δουλειά έχουν οι γάτες, ένα αηδόνι κι η Μαρία Κάλλας; Δεν θυμάμαι πολλές φορές τα όνειρα μου. Όμως στην διάρκεια της χτεσινής νύχτας θυμάμαι πως είδα ότι κρατούσα στο χέρι μου ένα νεκρό αηδόνι κι έκλαιγα σπαρακτικά για τον θάνατο του. Αυτός ο αδιάκοπος , δυνατός σπαραγμός θα μπορούσε ίσως και να με ξυπνήσει, όμως εκείνη την στιγμή μπήκε ξαφνικά στην θλιμμένη ατμόσφαιρα, η φωνή της Μαρίας Κάλλας και καθώς άρχισε να ανεβάζει υψηλές νότες γεμίζοντας το δωμάτιο ,αυτός ο σπαραγμός άλλαξε κι έγινε σπαραγμός ευδαιμονίας, ανυπομονησίας για το επόμενο άνοιγμα της νότας, η βεντάλια των ήχων της δημιούργησε μέσα μου μια απίστευτη διέγερση χαράς και συγκίνησης και καθώς δονούμουν πλέον κανονικά μέσα τους ένοιωσα το αηδόνι να ζωντανεύει και να πετάει μακριά μου. Άρχισα να κινούμαι χορευτικά ,αφημένη κυριολεκτικά στην φωνή της , γύριζα όλο το δωμάτιο κι άρχισα να πετάω, πετούσα ψηλά και προσγειωνόμουν μαλακά . Καθώς άρχισα να σκέφτομαι μέσα στο όνειρο πως οι αρθρώσεις μου ξαφνικά έγιναν σαν της γάτας άνοιξε η πόρτα του σπιτιού κι οι γάτες που ήξερα εδώ στο νησί άρχισαν να μπαίνουν στο δωμάτιο γεμίζοντας σκιρτήματα χαράς την ατμόσφαιρα και την καρδιά μου.. Περπατούσαν σαν μικρές πριγκίπισσες, η μια μετά την άλλη, οι γάτες εδώ έχουν παράξενα ονόματα, ανθρώπινα, θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ένα κομμμωτήριο ή στο γκισέ μιας υπηρεσίας στο δημόσιο ή οτιδήποτε άλλο, μερικά ονόματα αυτών είναι Σούλα, Ζαχαρίας, Λίτσα, Τζένη, Ευαγγελία. Άρχισα να χορεύω μαζί τους καθώς η Μαρία χτυπούσε απαλά τους τοίχους με την φωνή της και τα ραγίσματα της. Στον χορό μας υποτίθεται με έναν τρόπο άρχισαν να μου μεταδίδουν την σοφία τους,ένοιωθα πως σκεφτόμουν από μέσα τους.. Αυτά που θυμάμαι είναι πως ίσως έχω γίνει πολύ άδικη κυνηγώντας και διεκδικώντας το δίκαιο και πως η σοφία έρχεται όταν δεν την ψάχνεις πλέον... Ξύπνησα και σκέφτηκα πως αύριο γιορτάζει η Λαγκάδα, το χωριό μας, επειδή είναι της αγίας Σοφίας , θυμήθηκα τις άριες της Μαρίας και τις γάτες και μπήκα εδώ. Διάβασα από μια φίλη την Βάγια -όπου δανείστηκα και την φωτογραφία της Κάλλας με τον Παζολίνι- πως σαν σήμερα πέθανε η Καλλας, δεν παραξενεύτηκα, ξέρω από παιδί πως η γνώση κι η πληροφορία δεν έρχονται μόνο από τις πηγές που μας έχουν μάθει. (Δεν ήταν τυχαίο που την είδα , την άκουσα στον ύπνο μου.) Οι ημέρες του δικού μου καλοκαιριού φτάνουν σιγά σιγά στο τέλος τους. το φθινόπωρο θα ρίξει τις κιτρινωπές του ζωγραφιές κι οι άνθρωποι θα θυμούνται πότε πότε πως κάποτε υπήρξαν παιδιά.. Μαρία Κάλλας Τραγουδιστής όπερας Ημερομηνία θανάτου: 16 Σεπτεμβρίου 1977 Τόπος θανάτου: Παρίσι, Γαλλία Αιτία θανάτου: Καρδιακή προσβολή