Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014


Λευτερώστε κύριε Πασκάλ τα πουλιά, ήμουν μέσα σε ένα βαγόνι τρένου και κοιτούσα ένα κορίτσι να κάθεται απέναντι μου, ήταν μια Κυριακή που τα σύννεφα στέκονταν βαριά πάνω από τα δέντρα, οι άνθρωποι κρατούσαν ομπρέλες, κι είχαν ανάμεσα στα φρύδια, ζάρες ,από μια αόριστη ενόχληση, το κορίτσι ήταν χλομό, μύριζε λουλούδια του Βαν Γκογκ, μου χαμογέλασε κι ενώ διασχίζαμε με μικρή ταχύτητα τους σταθμούς αρχίσαμε να μιλούμε ακατάπαυστα για πολλά διαφορετικά ζητήματα, μιλήσαμε για όλους τους παλιούς ζωγράφους, τους ποιητές και λογοτέχνες που είχαν περάσει από κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, ή αλλιώς ίδρυμα σωφρονισμού της ψυχής, το κορίτσι το έλεγαν Αλίκη, συμφωνήσαμε πως λατρεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπέφεραν από κατάθλιψη ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, λατρεύαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγαπούσαν τα μουσεία και τα κοιμητήρια, αγαπούσαμε την μυρωδιά του κάθε ανθρώπου και όλων των χώρων, όπως σινεμά, θέατρο, σε κείνη την αχλή ατμόσφαιρα πάντα δεσπόζει ένα άρωμα, αγαπούσαμε τα αδέσποτα ζώα που περπατούν με αυτό το θλιμμένο βλέμμα πάνω σε ένα βρεγμένο πεζοδρόμιο, τότε, τότε συνέβη να μου μιλήσει για τον Τζόνι, εκείνο το άθλιο αγόρι που επειδή του είπε να χωρίσουν την εκδικήθηκε σφάζοντας τον αγαπημένο της παπαγάλο, αντιπαθούσε τον εαυτό της γιατί δεν άκουσε το πρώτο της ένστικτο σαν γνώρισε τον Τζόνι, αυτήν την αόρατη φωνή που της έλεγε πως αυτός ο τύπος έκρυβε με μαεστρία κάτω από τους καπνούς της λύπης του μια βάρβαρη ψυχή, μια ψυχή που είχε κομματιαστεί πριν, επιδέξια και με χειρουργικές λεπτομέρειες από μια σακατεμένη ψυχικά μητέρα , μια μητέρα που όριζε την ζωή και τις πράξεις του ενώ ο ευνουχισμένος Τζόνι της το επέτρεπε, μου είπε χωρίς δάκρυα στα μάτια πως δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της που δεν άκουσε αυτήν την αλάνθαστη φωνή, τότε εγώ της είπα πόσο κυνικά άδειος θα ήταν και βαρετός ετούτος ο κόσμος χωρίς <<Τζόνιδες>>, πως θα βαριόταν κι η ίδια τον εαυτό της αν το μόνο που έκανε στην ζωή της θα ήταν πράξεις χωρίς λάθη, ίσως αυτό θα ήταν κι απάνθρωπο, εξάλλου ο άνθρωπος είναι κλωστές από λάθη, συμφώνησε γλυκά κι ήρθε κοντά μου, τότε άρχισε να βρέχει κι ανοίξαμε το παράθυρο στο βαγόνι, άρχισε να μπαίνει η βροχή και να γλείφει το πρόσωπο μας, να βρέχονται σιγά σιγά τα ρούχα μας, το κορίτσι μύριζε εκείνα τα λουλούδια του Βαν Γκογκ, την χάιδεψα στα μαλλιά, τα μαλλιά της ήταν ένα ξανθοκόκκινο λούστρο από μετάξι, κόλλησα το στόμα μου στο δικό της, το στόμα της έλιωνε μαζί με την βροχή κι εκείνον τον αργόσυρτο ήχο του τρένου πάνω στις ράγες, κράτησα το χέρι της στο δικό μου, ω, πόσο λεπτό κι όμορφο ,πόσο περίτεχνα ήταν καμωμένα τα δάχτυλα, τα νύχια σαν πέταλα ανθών, τα ρούφηξα τρυφερά, την άκουσα να βογκάει μαλακά, της μίλησα πόσο γλυκιά είναι η νύχτα σε ένα καταγώγιο όπου γκέισες χορεύουν στην παλιά Σαγκάη προχωρημένα μπλουζ κάτω από ένα μπράτσο κάποιου κοιλαρά αστού που φορούσε ακριβά παπούτσια από κροκόδειλο, της είπα πως στο σπίτι στην εξοχή είχα ένα δωμάτιο με πολλούς παπαγάλους, πως αυτό το σπίτι ήταν στον τερματικό σταθμό του τρένου, τότε είπε, τότε είπε με ένα στόμα σαν ζαλισμένο από μια χαρά λύτρωσης, κύριε Πασκάλ θα λευτερώσουμε μαζί όλους τους παπαγάλους, με ρώτησε κι εγώ κοιτούσα τα δόντια της σαν μαργαριτάρια να με κοιτούν, ναι, φυσικά της είπα, αρκεί πριν να τους μάθουμε πως να επιβιώσουν μόνοι τους, δεν χρειάζεται μου είπε και ακούμπησε το πυρόξανθο κεφάλι της στον ώμο, δεν χρειάζεται αυτά ξέρουν βαθιά μέσα τους πως θα ζήσουν όσο κι αν έχει παρέμβει ο άνθρωπος επάνω τους, είναι σαν εκείνη την φωνή που σας έλεγα, αυτήν που δεν άκουσα για όσα μου έλεγε για τον Τζόνι, αυτή η φωνή που λέγεται ένστικτο, συμφώνησα σιωπηλά, τίποτε δεν ήθελα να διακόψει αυτήν την αίσθηση από το κεφάλι της στον ώμο μου, τον ήχο του τρένου, την βροχή και την μυρωδιά από την βρεγμένη γη που έμπαινε από το παράθυρο, αυτό που λεγόταν απομόνωση από τον βρόμικο κόσμο κάπου εκεί έξω, αυτό που θα νιωθαν σε λίγο όλοι οι παπαγάλοι, τι σύμπτωση θα έλεγε κανείς, να μας συνδέσει μια ιστορία με έναν νεκρό παπαγάλο, τώρα πενήντα λεύτεροι παπαγάλοι θα ζωντάνευαν τον έναν, τώρα ο Τζόνι γρήγορα θα γινόταν ένα τίποτε, καμμιά μνήμη δεν θα έφερνε ξανά στην επιφάνεια την βαρβαρότητα της εσωτερικότητας του, κι ενώ σκεφτόμουν αυτά η Αλίκη έβαλε το μικρό της χέρι μέσα στην τσέπη του σακακιού μου κι εγώ γινόμουν ένας άντρας χωρίς μελωδικές ονειροπολήσεις, απλά ήμουν κομμάτια ευτυχίας απλωμένα μέσα κι έξω από το τρένο... -Η Αλίκη, το πυρόξανθο κορίτσι μέσα στο τρένο-

Ο καταιγισμός των δακρύων ,ένα πικρό θάμπωμα στην εκβολή της καρδιάς Εσύ που έβγαζες άλογα, νότες και χρώματα, τώρα είσαι ένα τρελό σύννεφο Σε βλέπω Σε αισθάνομαι, κάθε φορά που οι παλμοί μου πέφτουν στην ανία κι η προδοσία ανοίγει του Αιόλου τους ασκούς Κουβαλώ ακούραστα, μέσα σε αόρατα καύκαλα χελώνας τον δράκο της ψυχής σου Το ποτέ δεν θα πεθάνουμε εμείς κουφάλες Πέθανες πρώτη, μα τι λέξη! Ανίσχυρη να διώξει την ευγνωμοσύνη της αγάπης, ανίσχυρη να με κάνει να ξεχάσω εκείνη την ζωή μας Σημαντικό αυτό, τρελό μου σύννεφο να μένω ζωντανή ενώ γύρω μου χορεύει η παράνοια κι η λήθη.. Σημαντικό αυτό να θυμάμαι πως κάπου είχα μια αφετηρία δίχως τέλος.. Σε θυμάμαι Σε θυμάμαι 26-9 2014 Στο τρελό σύννεφο Αφιερωμένο στον Θάνο και την Κατερίνα
Κάποτε, υπήρχε μια παράγκα ,ακουμπισμένη δίπλα στις άλλες, φτιαγμένη από ντενεκέδες, τα σκυλιά κι οι γάτες, είχαν περίπου υιοθετήσει την συμπεριφορά των ανθρώπων και κυκλοφορούσαν άτακτα και λεύτερα, η βρομιά κι η λάσπη δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν τελείως κι όταν έβρεχε από το ανύπαρκτο σκαλάκι μπροστά στην πόρτα έμπαιναν μέσα στο ρημαδιασμένο σπίτι. Η παραγκούπολη ,είχε γύρω της ένα τοίχος ώστε να φυλάσσεται η αστική τάξη από την βρομιά και τις αρρώστιες, που πολλές φορές, έριχναν κάτω τους χλομιασμένους κάτοικους , είχαν μάθει τα παιδιά από νωρίς, πως όλος ο κόσμος τους, ήταν εκεί, σε εκείνη την άθλια παραγκούπολη, τα όνειρα τους περιορίζονταν στο γέμισμα του φεγγαριού, στο κλότσημα μιας κονσέρβας και στο κουβεντολόι τους τις νύχτες κάτω από τα άστρα που έλαμπαν με μια ευεργετική όρεξη στις καρδιές τους.. Μια ηλιόλουστη ημέρα, έξω από την παραγκούπολη ακούστηκαν τα τανκς, ριπές από σφαίρες εκσφεδονίζονταν στον αέρα κι η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει επικίνδυνα. Ο Χ. , ένας νέος που το αίμα του κόχλαζε και έμοιαζε στα μάτια των παιδιών σαν λιοντάρι, λόγω της σωματικής του δύναμης, ανέβηκε προσεκτικά το τοίχος και είδε τους μαυροντυμένους νέους με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο να πετάνε χαρτιά με συνθήματα, να καίνε τα πάντα στο πέρασμα τους και να ρίχνουν σφαίρες στον αέρα. Είχε ακούσει γι αυτούς, πέρα από την παραγκούπολη και κατάλαβε πως μια μαύρη ημέρα ξημέρωσε και τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο. Οι φωνές κι οι σφαίρες σταμάτησαν απότομα και μια βαριά μελαγχολία σκέπασε τις παράγκες καθώς ο Χ. τους εξηγούσε τι σημαίνει φασισμός, ο Χ. κάποτε είχε βρει στην χωματερή ένα μικρό ραδιόφωνο, έτσι, πολλές ήταν οι φορές που άκουγε τι γίνεται πίσω από το τοίχος, ήξερε πως η αστική τάξη ήταν πολιτισμός και πρόοδος κι αυτοί που έμεναν στις παράγκες κάποτε θα θανατώνονταν από αυτήν για να μην παραγκωνίσουν την πρόοδο και την εικόνα της πόλης, ήξερε από καιρό πως το τοίχος θα έπεφτε και όλοι θα ισοπεδώνονταν. Τα παιδιά κατάλαβαν τα πάντα και μεγάλωσαν απότομα, οι μητέρες λούφαξαν ενώ μοιρολογούσαν από μέσα τους κι οι άντρες ετοιμάστηκαν ψυχικά για την παράδοση τους στον θάνατο. Ακόμη και τα ζώα σταμάτησαν να τσακώνονται και ξάπλωναν τις κοιλιές τους στον ήλιο ή γύρευαν απεγνωσμένα χάδια... Κι ενώ από την επόμενη μέρα συμφώνησαν να ζουν σαν να είναι η τελευταία, εξαιτίας της παραδοχής ακριβώς αυτής, πως κάθε ημέρα μπορεί να είναι η τελευταία, οι αισθήσεις τους κι η αντίληψη τους για την ζωή πλάτυνε απότομα, οι μικρές χαρές της ζωής τους γίνονταν μεγάλες και κάθε γραμμάριο αέρα χύνονταν στα πνευμόνια τους με ευγνωμοσύνη. Έγιναν μεταξύ τους μια σφιχτή γροθιά και τίποτε δεν μπορούσε να τους πάρει αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη κι αυτήν την ατέλειωτη ευγνωμοσύνη που ζούσαν ακόμη κι ήταν όλοι μαζί. Στο μεταξύ καθώς η καρδιά τους ανέβηκε το κορμί υπάκουσε στο γάργαρο νερό της χαράς κι οι αρρώστιες σταμάτησαν ξαφνικά.. Ένα μεσημέρι, άνοιξε ο ουρανός, η βροχή έπεφτε σαν ποτάμια από τον ουρανό,το χώμα που και που υποχωρούσε κάτω από την υποτιθέμενη πλατεία, όπου μαζεύονταν μικροί μεγάλοι τα ήσυχα απογεύματα,και δυο παράγκες άρχιζαν να ξεφλουδίζουν κάτω από την εμπρόσθια όψη τους, οι σκεπές από ντενεκέδες τραγουδούσαν δαιμονισμένα και πρώτα τα παιδιά έκπληκτα, είδαν την αρχαία τοιχογραφία, στην αρχή έμειναν έκπληκτα αλλά περισσότερο ένιωσαν την αξία παρά ήξεραν αυτής της τοιχογραφίας, ένιωσαν πως αιώνες πριν είχαν φτιαχτεί τούτα τα σχέδια με τα φανταστικά χρώματα από ανθρώπινα χέρια, ένιωσαν με τους παλμούς της καρδιάς τους πως τέτοιες τοιχογραφίες βοηθούσαν να φαντάζεται κανείς πως είναι να ζει λεύτερος και πως είναι να εξυμνεί με αγάπη την ομορφιά της ζωής και την ομορφιά που κρύβει κάθε μυαλό και ψυχή στον άσχημο μοιρασμένο σε στρατόπεδα κόσμο.. Φώναξαν τον Χ., που σαν έφτασε μπροστά στην αποκάλυψη των τοίχων, γονάτισε κι έπιασε το κεφάλι του ενώ άρχισε να κλαίει, ήξερε βαθιά μέσα του πως δεν ήταν τυχαία αυτή η ανακάλυψη μα κι ούτε η στιγμή που βρέθηκε μπροστά τους, σε αυτό το άθλιο μέρος, μια φωνή από τον αρχαίο κόσμο, έκλαψε και φώναξε δίνοντας οδηγίες πως θα έβαζαν προστατευτικά νάυλον επάνω στους τοίχους κι όταν αυτό έγινε η βροχή έπαψε κι ένας ήλιος έσκασε σαν πυροτέχνημα επάνω τους.. Τα παιδιά, από εκείνη την ημέρα μαζί με τα σκυλιά και τις γάτες προστάτευαν εκείνους τους τοίχους ενώ οι κάτοικοι εκείνων των παραγκών έμειναν μαζί με άλλους.. Ένα γλυκό μεσημέρι, που μια καθαρή ατμόσφαιρα τους άφηνε να ακούνε και να βλέπουν με την φαντασία τους τι γίνεται πίσω από εκείνο το τοίχος, πρώτος ο Χ. άκουσε φωνές και τα τανκς να σέρνουν τα απειλητικά τους δόντια στον δρόμο και κατάλαβε πως ήταν πολύ κοντά...κατάλαβε πως ήταν πίσω ακριβώς από την μεριά που χώριζε αυτόν τον κόσμο στα δυο. ΠΡιν προλάβουν να ακούσουν όλοι τους τριγμούς των τανκς και την πρόσκρουση επάνω στον τοίχο της παραγκούπολης, όλοι μαζί στάθηκαν τρέχοντας μπροστά στην τοιχογραφία, έπιασαν κλαίγοντας ο ένας το χέρι του άλλου κι άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια που είχαν φτιάξει για έναν άλλο κόσμο.. Σφιχτά σαν πέτρες τα σώματα ενωμένα και μια καρδιά που έφτανε το πλάτωμα του ουρανού. Παιδιά, μεσήλικοι, ξεδοντιασμένοι γέροι και γριές μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία που ταίριαζε με την ζωή που ήθελαν να ζήσουν, την ζωή που ήθελαν να δώσουν σαν παράδειγμα στους άλλους, την ζωή που έπρεπε να σώσουν για να την δουν οι επόμενοι. Οι μαυροντυμένοι νέοι με κόκκινα μάτια σαν των εκπαιδευμένων σκύλων τους που τους άφησαν από τις αλυσίδες κι έπεσαν επάνω στους άμοιρους σκίζοντας σάρκες, οι σκύλοι της παραγκούπολης που έπεφταν επάνω στα εχθρικά σκυλιά προσπαθώντας να σώσουν κάποιον από τους αγαπημένους τους κι έπεφταν κάτω αφήνοντας την τελευταία τους πνοή, οι αγκυλωτοί σταυροί στα μπράτσα που γρήγορα εντόπισαν την τοιχογραφία, τα όπλα τους που άρχισαν να βροντάνε αίμα και θάνατο και αίμα, τα τανκς που έριξαν το τοίχος κι οι άμοιροι που έπεφταν τραγουδώντας μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία με ένα χαμόγελο στα χείλη που έκανε τους φασίστες να χτυπούν ακόμη πιο λυσσασμένα. Και το τραγούδι τους πια σταματούσε πια καθώς μια κόκκινη γραμμή πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά σε εκείνη την μικρή ζωγραφιστή με λαμπερά κάποτε χρώματα τοιχογραφία. Ο Χ, ξαφνικά, παραμερίζοντας με τα πόδια του τα πτώματα,στάθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φασιστών που ήταν ποτισμένα μέσα στο μίσος, είδε αυτό το μίσος και κατάλαβε πολλά που πριν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τους είχε δει από κοντά ποτέ, κατάλαβε όλα αυτά που λαθραία ψιθύριζαν μέσα στο μικρό εκείνο ραδιόφωνο και σήκωσε την γροθιά του στον ουρανό με μάτια που τίναζαν κεραυνούς δεξιά κι αριστερά του, <<Καταργείστε τους σκλάβους, κάτω ο φασισμός>>, φώναξε ενώ μια σφαίρα περνούσε τον λαιμό του και το αίμα του άφησε το στίγμα της σε εκείνη την τοιχογραφία.. Ήταν εκατό, σώθηκε μόνο ένας, ήταν ένα αγόρι 8 χρονών που ξέφυγε κάτω από τα μάτια των Χιτλερικών θηρίων, βρέθηκε και περπάτησε έξω από το τοίχος και μεγαλώνοντας , παλεύοντας με δόντια και σπλάχνα μέσα στην ζωή για να επιβιώσει, κατάλαβε πολλά. Αυτά είπε αργότερα στην κόρη του. <<Ο πόλεμος παιδί μου, των ανθρώπων, γίνεται από την θεοποίηση της μόρφωσης, την μάχη των θρησκειών και την μάχη των αγορών, ποτέ μην γίνεις μέρος τους εσύ, εσύ να είσαι ο εαυτός σου κι άσε τους άλλους να είναι ο δικός τους εαυτός>>.. Κι η κοπέλα έζησε φωνάζοντας <<ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ>> ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ υγ το δικό μου παραμύθι για τον ΦΑΣΙΣΜΟ και την παραγκούπολη.....

Ο άντρας κοιτούσε έξω από το παράθυρο του δωματίου, τα γυαλιά του, ήταν ακουμπισμένα στο γραφείο, τα σεντόνια στο κρεβάτι ήταν ξέστρωτα, και πολλές σελίδες γραμμένες πυκνά, βρίσκονταν σκόρπιες στο πάτωμα, και κάπου πιο δίπλα από τα γυαλιά του. Το δωμάτιο κολυμπούσε στην σιωπή και την ακινησία, μια σιωπή που θα έλεγε κανείς πως είχε το δικό της ύφος, ήταν μπλε και αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα σαν την προσμονή της βροχής, σαν την προσμονή μιας γέννας.. Ο άντρας που κοιτούσε έξω από το παράθυρο, στο χτεσινοβραδινό όνειρο του, είχε δει,ερωτικά συμπλέγματα κι έναν φόνο που τον ανάγκαζαν να προσπαθεί να θυμηθεί τα ονόματα των πρωταγωνιστών του μα ήταν αδύνατον να τα προσδιορίσει. Η επιμελής αμνησία τον βασάνιζε τον τελευταίο καιρό, σιγά σιγά άρχισε να μην θυμάται ολόκληρα κομμάτια της ζωής του. Αυτό που θυμόταν σίγουρα , ήταν πως αυτά τα κομμάτια, τα είχε βαπτίσει με χρώματα όπως ο αγαπημένος του διάσημος ζωγράφος που άλλαξε την οπτική της ζωγραφικής, ο ίδιος ξεχώριζε μέσα του την μπλε περίοδο, όμως δεν ήξερε το γιατί. Κοίταξε τον μεγάλο παπαγάλο που στεκόταν στο κλουβί ανάποδα, μόλις ο παπαγάλος ένιωσε πως τον κοίταζε άρχισε να κινείται νευρικά και να φωνάζει <<Χέρμαν, Χέρμαν>>. Τότε θυμήθηκε πως τον έλεγαν Χέρμαν και ζήλεψε τον παπαγάλο που ανήκε στα ζώα, γιατί τα ζώα δεν είχαν συνείδηση του χρόνου που περνούσε. Αν ο χρόνος δεν ήταν συνειδητός, σκέφτηκε, δεν θα με ένοιαζαν οι ρυτίδες, δεν θα είχα ηλικία, δεν θα βάπτιζα την ζωή μου σε μπλε, κόκκινη, κίτρινη περίοδο. Η σιωπή κι η ακινησία στο δωμάτιο έγιναν πιο βαριές. Καθώς είδε ένα παιδί κάτω από το παράθυρο να παίζει μπάλα μόνο του και να φωνάζει, θυμήθηκε τον φόνο στο όνειρο, είχε σκοτώσει ο ίδιος τον πατέρα του όταν ήταν πολύ νέος.. Σηκώθηκε με ένα βαρύ συναίσθημα και πήγε στην μικρή κουζίνα. Καθώς έφτιαχνε καφέ οι κουρτίνες του χρόνου άνοιξαν διάπλατα κάνοντας έναν απαίσιο, σχεδόν ηφαιστειογενή θόρυβο μέσα στο κεφάλι του. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, θυμήθηκε πως είχε σκοτώσει τον πατέρα του όταν ανακάλυψε πως ήταν υπεύθυνος μαζί με άλλους φασίστες για την εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στον δεύτερο ντροπιαστικό πόλεμο. Όταν τον σκότωσε έφυγε μέσα στην νύχτα αλλάζοντας τρένα και αεροπλάνα και βρέθηκε εδώ. Εκείνη η περίοδος ήταν η μαύρη περίοδος της ζωής του.... Λυτρωτικά δάκρυα χάραξαν τα μάγουλα του και το στήθος του άρχισε να πάλλεται σαν να δεχόταν σφαίρες, αόρατο αίμα γέμισε τα μάτια του κι άρχισε να τρέμει ολόκληρος. Ο παπαγάλος τώρα, φώναζε πηγαίνοντας ζωηρά πάνω κάτω, <<Χέρμαν, Χέρμαν>>, μετά πηδούσε δαγκώνοντας τα κάγκελα με μανία κι άρχισε να λέει <<Φασίστες, φασίστες>>, σπόροι τινάζονταν στο πάτωμα και το κλουβί άνοιξε απότομα καθώς ο παπαγάλος είχε μάθει να ανοίγει την πόρτα και ήρθε και κάθισε επάνω στο γραφείο. Ο άντρας ήρθε μέσα στο δωμάτιο κι εντελώς ξαφνικά κι αιφνίδια η μνήμη έμεινε ακίνητη, ο παπαγάλος σταμάτησε κι αυτός και το δωμάτιο γέμισε σιωπή. Ο άντρας κοίταξε τον μπλε παπαγάλο και κατάλαβε πως αυτή ήταν η μπλε περίοδος της ζωής του.. Το πουλί τον παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του. Καθώς ο άντρας έγειρε το κεφάλι στο στήθος του για τελευταία φορά προδομένος από την καρδιά του, ο παπαγάλος φώναξε ξανά <<Χέρμαν, Χέρμαν>> μα τίποτε δεν μπορούσε να τον ξαναφέρει πίσω στην ζωή. Οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος ανησύχησαν τη τρίτη ημέρα από την απουσία του άντρα και μπήκαν με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, μέσα στο βουβό δωμάτιο . Εκεί βρήκαν τον άντρα παγωμένο επάνω στην καρέκλα και το μπλε πουλί πεσμένο κάτω και νεκρό. Ο Χέρμαν δεν ήξερε πως τα ζώα δεν έχουν αντίληψη του χρόνου αλλά έχουν πλήρη συναίσθηση του θανάτου των αγαπημένων τους που τα φροντίζουν. Τώρα κι ο παπαγάλος είχε ολοκληρώσει με τον δικό του τρόπο, την <<μπλε περίοδο>> της ζωής του Χέρμαν... -Η μπλε περίοδος της ζωής του Χέρμαν-

Η κυρία Χ. περπατούσε στην πόλη, έχοντας στο κεφάλι της μια αόρατη χορωδία, κρουστά, πνευστά και κιθάρες, ταίριαζαν ανάλαφρα σε ότι έβλεπε με τα μάτια της καρδιάς της. Η καρδιά της, την βοηθούσε να γυρίζει την άθλια στάσιμη εικόνα της πόλης σε μια μικρή πτήση σε όλες τις μεριές του πλανήτη και σε όλους τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες που θα γέμιζαν με έκσταση το πνεύμα της. Η κυρία Χ. θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μετάξι, έκρυβε μέσα στους κόσμους της ενδοχώρας της αίθουσες με φως, χρώματα κι αγάπη. Η αγάπη αυτή ήταν μικρά θραύσματα ενός διαθλαστικού καθρέφτη κι ο έρωτας ήταν η βασική τροφή για την ανάπτυξη αυτού του παράξενου εσωτερικού κόσμου. Έμπαινε στο μετρό, και έβλεπε πίσω από τα μάτια των ανθρώπων, ένα χλομό φως στα μάτια του άντρα που καθόταν απέναντι της, της έδινε να καταλάβει ,πόσο πολύ βαριόταν τις ερωμένες του γιατί βασικά βαριόταν τον εαυτό του. Επίσης, αυτός ο εσωτερικός κόσμος της καρδιάς της,την βοηθούσε να ακούσει το θρόισμα των ρούχων που έπεφταν στο πάτωμα, καθώς αυτός ο άντρας αγάπησε για ώρες ,κάποτε,μια μελαχρινή γυναίκα με μελαχρινούς βοστρύχους που χάιδευαν τον λαιμό της, τα χέρια τους που ήταν ενωμένα, κι οι παλάμες έκαιγαν από την θέρμη ,καθώς έμπαινε μέσα της και διέσχιζε τις καυτές κοιλάδες, μπορούσε να ακούσει την αγωνία του καθώς αυτή η γυναίκα ήταν η μοναδική που τον έκανε να ακούει με αγωνία την αρχή και το τέλος του κόσμου, καθώς αυτή η γυναίκα του γνώριζε με τις φωνές του κορμιού της τον πραγματικό κόσμο που υπήρχε πίσω από τον τρισδιάστατο τρόπο αντίληψης του σύμπαντος. Ο άντρας αυτός, κατάλαβε για πρώτη φορά, πως μαζί της υπήρχε μια βαθιά και γλυκιά βραδύτητα στην αντίληψη και στις αισθήσεις του, εκείνη που δεν ήταν παρά μια ακόμη γυναίκα, ένας ακόμη άνθρωπος, ένα τίποτε μέσα στην ατέλειωτη ανθρωπομάζα ήταν τα πάντα. Γι αυτόν τον λόγο φοβήθηκε και την βοήθησε να δώσει ένα τέλος από μόνη της, και καθώς αυτή η γυναίκα ήξερε να φεύγει από μικρή, απομακρύνθηκε από κοντά του μια γλυκόπικρη αυγή, φορώντας το καμηλό παλτό της και καπνίζοντας ένα τσιγάρο, όταν βρέθηκε έξω στον δρόμο που μικρές νιφάδες χιονιού στροβιλίζονταν γύρω της ,παγώνοντας για λίγο τα καυτά της δάκρυα. Αυτή η γυναίκα ήταν η κυρία Χ., κι ο άντρας, ήταν καθισμένος ακριβώς απέναντι της, έχοντας αυτό το χλομό φως στα μάτια του... Δεν την αναγνώρισε γιατί είχε βάψει κόκκινα τα μαλλιά της και φορούσε μαύρα γυαλιά. Όμως την μύρισε και την κοίταξε . Τότε εκείνη σηκώθηκε και έφυγε στην επόμενη στάση. Η αόρατη χορωδία στο κεφάλι της, τώρα έπαιζε ένα ρέκβιεμ. Ένα γενναία λυπημένο ρέκβιεμ, με νότες που έμοιαζαν σαν κόρες μαυροντυμένες Καρυάτιδες... Αυτές οι Καρυάτιδες τώρα υπήρχαν στο κεφάλι του άντρα μέσα στο μετρό, καθώς η κυρία Χ, έτρεχε σαν κυνηγημένη μακριά από στο σταθμό του μετρό κι έμπαινε στον χώρο του Ζαππείου, εκείνη την στιγμή ο άντρας κατάλαβε ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Ήταν το μετάξι που κυλούσε κάποτε ανάμεσα στα χείλια και τα δάχτυλα του. Κι όμως! Αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ σαν εραστές... . Απλά ήξεραν να ακούνε αυτήν την αόρατη χορωδία της καρδιάς τους κι ήξεραν, πως τίποτε δεν υπάρχει , μόνο, σε τρεις διαστάσεις.. Και μόνο η σκέψη ΄του ενός για τον άλλον αρκούσε για να χωρέσουν σε αυτόν τον κρύο, αποξενωμένο, άνυδρο κόσμο... -Η χορωδία της καρδιάς-

Οι μέρες περνούν πατέρα, στον κόρφο μας άγρια περιστέρια γυρεύουν λίγο φως, σε γυρεύω πατέρα, πίσω από την αμμουδιά ,όταν αποχωρεί ο ήλιος, σε ψάχνω πίσω από τις μυρωδιές σε ένα άλλο μαραγκούδικο αυτό που δεν είναι το δικό σου,, πίσω από άλλα παρατσούκλια ,αυτά που δεν μοιάζουν με το δικό σου, ψάχνω επιμελώς το άγριο γέλιο σου,ψάχνω αυτά που υπάρχουν πίσω από την απώλεια σου, μα ξέρω, είναι η παρουσία σου σε έναν κόσμο που μοιάζει πιο άγριος από ποτέ, πιο ειρωνικός μέσα στην παρουσία της απουσίας του, σέπιες από το πρόσωπο σου έρχονται μπροστά μου όταν ακούσια παραδίνομαι στα σκοτάδια, χέρια δυνατά με υψώνουν όταν πέφτω στο πηγάδι της λήθης, όταν αγγίζω τα χείλη της αβύσσου, οι μέρες περνούν πατέρα, ένα πρωί ξαφνικά ενώ κοιτάς το πρόσωπο σου στον καθρέφτη, βλέπεις μια ενήλικη γυναίκα να σε κοιτά, μα εγώ δεν θέλω πατέρα, εγώ θέλω να σου γυρίζω το λευκό μακό μπλουζάκι σου στα γερά σου μπράτσα δυό εκατοστά επάνω, θέλω να κυλιόμαστε στο πάτωμα, να με πηγαίνεις στην θάλασσα την Κυριακή και να με μαθαίνεις να κολυμπάω, να με γεμίζεις αγάπη κι αυτοπεποίθηση, πως όλος ο κόσμος είναι δικός μου και πως του ανήκω, να βάζουμε τον Μάρκο τα Κυριακάτικα απογεύματα και να μου εξηγείς πως κάπνιζες το <<χόρτο>> κάτω από τις γέφυρες, να μου μιλάς για τα πάθη σου, να αναγνωρίζω μέσα από αυτά τα δικά μου, οι μέρες περνούν πατέρα, και τα χρόνια κυλούν σαν λευκές τρίχες που πέφτουν στο πάτωμα, δεν πρόλαβες να γεράσεις πατέρα, δεν ξέρω αν θα προλάβω να γεράσω κι εγώ, αυτό φυσικά δεν έχει σημασία, κάποτε τσακωθήκαμε άγρια πατέρα, σαν άλογα που δάγκωναν κατάσαρκα το ένα το άλλο, κάναμε χρόνια να μιλήσουμε, παρίστανα πως αυτό δεν με επηρεάζει κι ολότελα, συνήθισα δηλαδή στην απουσία σου ,ολότελα μικρόμυαλη, πως γίνεται να μην έχεις ήλιο και να λες πως βλέπεις φως, μετά βρεθήκαμε σε εκείνο το νοσοκομείο, μήνες ολάκερους ξαναγνωριζόμασταν από την αρχή, ακόμη κι οι εκείνες οι δύσκολες, οι τραγικές ώρες του πόνου σου, πως τις πιάναμε και τις κάναμε γέλιο, θυμάσαι; θα με φάει το καρκινάκι ; αναρωτιόσουν πατέρα, σε έφαγε, αλλά δεν μας στέρησε το δικαίωμα να ξανααγαπηθούμε, εμείς που τα Καλοκαίρια μας στο νησί τα φτιάχναμε οάσεις στην ερημιά της πόλης μου, εσύ στο νησί, εγώ στην Αθήνα, ήθελες πάντα να είμαι δυνατή, δεν το απαιτούσες, μου έδειχνες πως γίνεται, εσύ που έκρυβες με τόση επιμέλεια τις πληγές σου, δεν τα καταφέρνω πάντα πατέρα, ξέρω πως νευριάζεις με τις ξεροκεφαλιές μου, τα ζητήματα που αφορούν την καρδιά, τις ηλίθιες επιλογές μου, τις άνοστες συγνώμες, ναι, είναι άνοστες κάποιες συγνώμες πατέρα, ξέρεις εσύ, εσύ που για μένα ήσουν σαν ένα ζαρκάδι που τρέχει στο μαγεμένο δάσος, εσύ που σου άρεσε να διαβάζω τα εξωσχολικά βιβλία, μου έφερες από μια οικοδομή ένα παλιό παραμύθι που βρήκες στα ερείπια, θεέ μου, το <<άδειασα>> σε λίγες ώρες, σε ψάχνω πατέρα, την κολώνια που φορούσες τις Κυριακές, οι Κυριακές που ήταν οι δικές μας, τις άλλες στο μαραγκούδικο με ένα τσιγάρο στο αυτί μετρούσες ξύλα κι εγώ μάζευα το πριονίδι, πάντα χαιρετούσες τους άλλους σαν περνούσαν έξω από την ανοιχτή πόρτα, γεια σου <<Σερέτη>>, σου έλεγαν, μοιάζουμε πατέρα, πόσο μοιάζουμε, δεν δείχνουμε τις παρυφές του πόνου μας, έμαθα από εσένα να μην δείχνομαι όταν αδικούμαι, όταν πατήθηκα κάτω από άγριες σόλες παιδί, μα και τώρα πατέρα, αλλά αυτή η περηφάνια έχει τίμημα πατέρα, έχει μεγάλο τίμημα, οι άλλοι λένε, αυτός αντέχει, κι όσο αντέχεις σε χτυπάνε, τα θύματα την γλυτώνουν εδώ που τα λέμε, ίσως δεν βρίσκουν οι άλλοι ηδονή στο να χτυπάνε τα γεννημένα θύματα, να βρίσκουν ηδονή στο να σπέρνουν πόνο σε ότι είναι όρθιο και περήφανο, αλλά δεν βαριέσαι πατέρα, τι σημασία έχει, αυτό που έχει για μένα σημασία είναι πως με έμαθες να αγαπάω, να σε αγαπάω, δεν έχει καμία σημασία που χτες το μεσημέρι πήρα στην αγκαλιά μου το κασελάκι με τα οστά σου, και εκείνα του παππού, σας έβγαλα λίγο στον ήλιο πατέρα, μεσημέρι Σεπτέμβρη κι ο ήλιος έκαιγε, αυτό που έχει σημασία είναι πως μου λείπεις πατέρα, δεν πρόλαβες να γεράσεις, μα τι τύχη! Πρόλαβα να σου πω πως σε αγαπώ, εκεί στο μακάβριο κι άθλιο νοσοκομείο, έχω για πάντα στην μύτη μου την μυρωδιά του, αλλά έχω και τα λόγια σου, την ευχή σου και την απουσία σου, την βαθιά και βαριά σου απώλεια, πατέρα; πολύ τελευταία δεν είμαι τόσο δυνατή, ενθαρρύνω τον εαυτό μου να το αποδεχτεί και να τελειώνουμε με αυτό το ζήτημα, είμαι ευαίσθητη κι ευάλωτη πως να το κάνουμε, μου λείπεις πατέρα, πάντα μου λείπεις, πάντα θα μου λείπεις ..χαμηλώνω τα μάτια από ντροπή αφού υπέκυψα στην μεγάλη έκθεση συναισθημάτων, αλλά πως να κάνω αλλιώς, δεν μπορούσα να μην στο πω.. -Η απώλεια του πατέρα, είναι η πλήρης απουσία
Αυτό είναι το σπίτι σου, σε μερικές ημέρες, θα το αφήσεις μόνο του, να δεχτεί τις άλλες εποχές , χωρίς εσένα ,ώσπου να σε ξαναδεί το Καλοκαίρι. Καθώς περίμενες το λεωφορείο στην στάση, στο μπλε κουβούκλιο, κοίταξες για χιλιοστή φορά τα βουνά που σαν να τους πέρασε βελόνα με κλωστή τα λευκά σπίτια με τις μπλε πινελιές επάνω στην άδεια τους ράχη ένα αόρατο χέρι. Την μακριά γραμμή της παραλίας με τους λουόμενους κάτω από τα αρμυρίκια και την θάλασσα να τρέχει αφήνοντας γλυκούς αφρούς στην άμμο. Πήγες πέρα ως την φωκιότρυπα, εκεί που υπάρχουν μόνο βότσαλα και μάζεψες κι άλλες πέτρες μικρές και σε διάφορα χρώματα. Η ΄καλή λογοτεχνία είναι στην τσάντα σου, με το βιβλίο του Τσβάιχ σκέφτεσαι, (ο κόσμος του χτες, -αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου-), η καλή λογοτεχνία είναι επίσης αυτό που αντικρίζουν τα μάτια σου μέρα και νύχτα εδώ, στο μικρό γεμάτο πέτρα κι αλάτι νησί, εδώ στην ψυχή της άγονης γραμμής, εδώ που η ψυχή ανυψώνεται τόσο από τον αγώνα του ανθρώπου μέσα στο άγονο να φυτέψει και να πολλαπλασιάσει τροφή και καρπό όσο και στην επαφή του με τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς. Γέμισε ο τόπος άλλες γλώσσες φέτος, τώρα μιλάς με κάτι Γερμανούς στην παραλία, με μεταφράστρια την αγαπημένη σου φίλη και τους μίλησες για τον Στρούμπο, το έρημο χωριό όπου τέσσερα σπίτια ξαναχτίστηκαν πάνω στα ερείπια τους από ξένους κι ένα από Έλληνα. Τους είπες ιστορίες για την γιαγιά και τον παππού, δεν βαριόντουσαν, ζήτησαν το μπλοκ σου για να σε διαβάζουν τον Χειμώνα. Αυτό σε συγκίνησε αρκετά, καθηγητές σε μεγάλα πανεπιστήμια και λάτρεις της Ελλάδας και του πολιτισμού της, σχεδόν δάκρυσαν καθώς μιλήσατε για τις Καρυάτιδες στον αρχαίο τάφο, έπειτα σκέφτηκες την Αθήνα, τα μπαρ και τα βιβλιοπωλεία όπου διάφοροι Κολοσσοί της τέχνης και των γραμμάτων μίλησαν με εκείνο το καταθλιπτικό ύφος για κάποιο βιβλίο, με εκείνο το απαξιωτικό και απομονωμένο βλέμμα του αλκοολικού, με εκεινη την γελοία έπαρση των μικρών ανθρώπων ,μίλησαν και τους παρακολούθησες τον περασμένο Χειμώνα, έτσι για την παρατήρηση, έτσι γιατί είσαι εδώ που τα λέμε και επίμονη και δεν θες βιαστικά συμπεράσματα. Γέμισε η Αθήνα συμπλεγματικούς τύπους που καθηλωμένοι στον καμβά της κλίκας, αναιρούν , αποφασίζουν, κολακεύουν κι αυτοκολακεύονται, διώχνουν νέους ταλαντούχους λογοτέχνες και ποιητές ή τους κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη τους, όλα αυτά τα μοχθηρά οργιώδη ανθρωπάκια που θέλουν μια κατά μέτωπο επίθεση δημοσίου επιπέδου διαθέτοντας αντί κορώνες αστροπελέκια. Όλα αυτά κι όλη η αναλγησία της πόλης που σέρνεται στα γόνατα, ,με τις φθαρμένες αίθουσες των κινηματογράφων, τα καλέσματα , τις γονικλισίες, τον καθημερινό υπολογισμό της ζωής σε φράγκα, όλος αυτός ο πολεμος που εδώ ξέχασες.. Τον ένιωσες κι εδώ, αλλά υπάρχουν πάντα οι ισορροπίες μέσα στο τοπίο και μέσα σου, ώστε να τον ξεχνάς. Εδώ επίσης, σκέφτηκες, πως υπάρχουν άνθρωποι που ανεβάζουν την ψυχή σου χρησιμοποιώντας την τέχνη της γραφής χωρίς να επιδεικνύουν ένα χυδαία γεμάτο πιάτο συναισθήματος, εδώ επίσης σκέφτηκες πως χρειάζεσαι να σκοτώσεις ότι σε φθείρει κι ότι σε κάνει να μένεις ακίνητη και να περιορίζεσαι και να αυτοπεριορίζεσαι. Και καθώς ακούς τις λίγες νύχτες ακόμη που απομένουν, τους γρύλους, το γκάρισμα των γαϊδάρων, των πουλιών που απότομα σταματούν όλα μαζί, τα τζιτζίκια να λιγοστεύουν, τότε ακριβώς, νιώθεις πως είσαι άνθρωπος, άνθρωπος κι όχι ένα ακόμη εξάρτημα μιας κρεατομηχανής. Γιατί εδώ είσαι ακόμη παιδί της φύσης, ο πραγματικός πολιτισμός υπάρχει στην ευγένεια, την γνώση, την δημιουργία, το πάθος και την αγάπη. Και όταν σκέφτεσαι τους ανθρώπους της πόλης που όλη μέρα βογκούν από αηδία και θυμό σκέφτεσαι πως κανένα περιθώριο δεν υπάρχει να ζήσεις χωρίς να ζείς με πάθος.. Ο Γκαίτε έλεγε, η θέληση διατάζει την ποίηση. Όλους τους αφορισμούς και τους στοχασμούς, θα τους γράψεις σε ένα μικρό τετράδιο και όποτε θα νιώθεις κρέας θα τα διαβάζεις. Στο μετρό, στις στάσεις των μεταφορικών μέσων, στα βαρετά μπαρ και στα ανόητα καλέσματα. Αυτό είναι το σπίτι μου. Η Αμοργός μου που αν κι έγινε ποίημα δεν γράφτηκε γι αυτήν.. -Λίγες ημέρες ακόμη εδώ, στο Πέλαγος

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014


Η γυναίκα με τις φλόγες στα μαλλιά, άνοιξε το δέρμα της, μύρισε τον άντρα που ήταν κοντά της, σχεδόν αγγίζονταν, ένα μπλέξιμο πικραμύγδαλου και λιαστού κρασιού ξεχυνόταν από τους αδένες του, μελαχρινός κι ατίθασος την κοίταζε βαθιά, πίσω από το δέρμα της, αυτή σιγά σιγά άφηνε να διεισδύει μέσα της η μυρωδιά του, παρέσυρε τους αισθητήρες της σε μια ανεμοδούρα, κύμβαλα και αρτηρίες κροτάλιζαν τα δόντια τους κι άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλο, η καταπακτή του χρόνου άνοιγε το κλειστό της μάτι, μετά άρχισε η αφή και το έντονο κάλπασμα ενός αλόγου, μετά επιτελέστηκε η ένωση πίσω από την σάρκα, η σάρκα απλά ήταν η έναρξη, μια απέραντη γαλάζια πεδιάδα αισθήσεων έλαβε χώρα σε ένα τοπίο άγονο, άθρησκο, αθέατο στο κοινό μάτι, οι σιλουέτες ταίριαζαν στο μυσταγωγικό ταξίδι, ο βωμός ήταν μπροστά τους, εκεί έκαψαν τα τελευταία θραύσματα ενός αρχαίου μίσους που κρατούσαν για τον κόσμο, την ταπείνωση ολάκερων φυλών που θυσιάστηκαν κάτω από μια διαταγή ενός ΄πολέμαρχου, εκχυμώσεις φιλιών έλαβαν χώρα στον κόσμο όπου συγχρωτίζονται αγγελικοί κραδασμοί, -έλα, έλεγε αυτός και καθώς έμπαινε βαθύτερα , πίσω από τα γεννητικά όργανα, καθώς έσπρωχνε, ηφαίστεια ξύπνησαν και απελευθέρωσαν λάβα, κι εκείνη μέσα στην οδύνη της ηδονής άρχισε να γίνεται μαινάδα, μετά μια τρυφερή γυναίκα, όλη χυμούς και υγρασίες που δινόταν, κι αυτός σαν μύστης και πολεμιστής της αδράνειας την έφαγε, την έτρωγε, καθώς ένα ένα, τα μέλη του, είχαν εγκλωβιστεί στα σπλάχνα της, τώρα φωνές και σπλάχνα όλα ριγμένα κάτω, και το πάτωμα τώρα, στάχτες, αίμα και σπέρμα και υγρά και μυρωδιές, μυρωδιές που γεννούσαν θαλάσσιες ανεμώνες, μικροί ιστοί από νέους ανθρώπους, ήταν οι ίδιοι που λίγο πριν , είχαν κατασπαράξει ο ένας τον άλλον.. -Η μυσταγωγία της ένωσης-
O Σεπτέμβρης είναι μια βελούδινη θάλασσα, πλένω τις τύψεις μου στην χλιαρή ραχοκοκαλιά της για όσα δεν έκανα κι όσα δεν τόλμησα, κι όσα τόλμησα μαζί με αυτούς που δεν είχαν τόλμη, εκτός από αρχίδια με τρύπες, άφησε τους, δεν ξέρουν τι να κάνουν εκτός από το τι θα λάβουν, εμείς είμαστε τα μάτια του χτεσινού κόσμου, όσα ζήσαμε κι όσα νιώσαμε πως τα ζήσαμε, ενώ δεν υπήρξαμε, ξέρεις εσύ, ο χτεσινός κόσμος βούλιαξε λένε κάτω από μια προπέλα, άφησε τους, ο υπόκοσμος τα λέει, αυτός που καβαλάει την ανθρωπότητα και πάει, που στον διάβολο πάει αφού πάει λένε μαζί με τον Χριστό, τον έμπλεξαν άσχημα στα βιβλία και στις εφημερίδες , ο Βούδας πάλι ζει μαζί με το φενγκ σούι και σούσι, άκουσε με αδελφέ, νοητέ μου, το βυζί του κόσμου για μένα στέρεψε, για όλους στέρεψε μόνο που κάποιοι σαν κοιμούνται λένε το όνομα του, βυζί του κόσμου, παραστράτησα πολλές φορές κι απέβαλα το εγώ μου, μετά βρέθηκα σε μια εκβολή ποταμού που έβοσκε ένα άλογο, είδα το μάτι του και ορθώθηκα, χαλάρωσα, 'ολος ο πληγωμένος ο ψυχισμός μου, αυτός του ανθρώπου, μεμιάς απάλυνε, όταν μέσα βαθιά βρέθηκα, στο μάτι του αλόγου, ξέχασα το βυζί, λύγισα τα γόνατα κι άρχισα να τρέχω, βαθιά να τρέχω, μέσα στο μάτι του αλόγου, απεμπλοκή εφώναξα, η θάλασσα βούιξε, βρέθηκα μέσα της να χορεύω αντικριστά από το υπέροχο άλογο, χορεύαμε και πίναμε ήλιο και γελούσαμε, άνθρωπος, ζώο ήμασταν ένα, αυτός ο Σεπτέμβρης φωνάζει λέξεις κι αισθήματα του ΄κόσμου του χτες, του παλιού, του αρχέγονου.. -Μέσα στο μάτι του αλόγου-

πάσχουμε από υπερβολική μοναξιά και πολυσχιδή κοινωνικότητα. Κανείς δεν ψάχνει έναν εαυτό μέσα σε κάποιο καθαρό τοπίο. Ένα δέντρο μόνο στην άκρη ενός γκρεμού ή έναν αντίλαλο της φωνής του στο φαράγγι. Θεατρομανείς χωρίς πάθος, ποτά χωρίς αλκοόλ, συμπεριφορές ψυχαναγκαστικές ή βλαβερές στους υπόλοιπους, -ας πρόσεχες-. Κι εκείνο το μικρό χνουδωτό ζώο στο μυαλό σου που ψάχνει αγάπη κι έρωτα ταίζεται από εσένα με τροφές ληγμένες, δηλητηριασμένες με τοξίνες φόβου και δειλίας, φτιάχνουν άλλα πρόσωπα στις φωτογραφίες τους, ρετουσάρουν την ασχήμια τους, την μέσα, άνανδρο κι άκαμπτο αυτό, μα δεν γαμιέται, πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ακούς εκείνον τον σκύλο που κλαίει γιατί είναι δεμένος; Δεν μπορεί να ξεφύγει γιατί αναγνωρίζει πως έχει αφεντικό. Κάποτε ονειρευόμουν πως σκότωνα όλα αυτά που μας κάνουν να αναγνωρίζουμε αφεντικά και δούλους. Τώρα φοβάμαι όλους αυτούς που παριστάνουν τα ελεύθερα πνεύματα. Αλλά τώρα ξέρω, δεν μπορώ να σκοτώσω, ούτε 'όμως να μασάω φύκια και να φχαριστιέμαι, μόνο να μιλάω λίγο, να νιώθω, να σκέπτομαι, και να λευτερώνω όλους τους δεμένους σκύλους.. -Για τον δεμένο λευκό σκύλο στο δέντρο το μεσημέρι, για όλους τους σκύλους-

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014


Ο ήλιος αποχωρεί, τα μάτια μου τον βλέπουν να κάνει βουτιά πίσω από το βουνό, χρώματα κυκλώνουν την ίριδα, το βουνό μοιάζει κοιτώντας το ώρα σαν ένας γέρος ινδιάνος προφίλ. Όλη την ημέρα έβλεπα τα σύννεφα να γλείφουν τον ουρανό και να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο σαν δυό άνθρωποι που αποχωρίζονται κάνοντας έρωτα. Είναι ωραίο να αποχωρίζεσαι τον εαυτό σου. Αρκετά έμαθες, τώρα η φύση αναλαμβάνει να σου μάθει πως δεν ξέρεις τιποτε, εδώ μπορείς άνετα να είσαι ο κανένας. Το χτεσινό βράδυ χόρευα με την Μ. που έβαλε Tom Waits, το στενό γέμισε από την μεθυστική φωνή του. Πομπές από νότες ικέτευαν τα βήματα μου κι εγώ υπέκυπτα. Ανεβαίνω στις ταράτσες και βλέπω τις γάτες. Ξάπλωσα και μια από αυτές ήρθε κοντά μου, πλησίασε την μουσούδα της στο πρόσωπο μου και σχεδόν άκουσα την ανάσα της. Κράτησα την στιγμή μέσα μου σαν την αιωνιότητα. Γιατί είμαι άνθρωπος κι αυτή είναι ένα ζώο ιέρεια, γιατί δεν είμαι τίποτε άλλο από πικρές ή γλυκές στιγμές. Επιτέλους, περπατώ ξυπόλητη όλη μέρα και ξαναγίνομαι ο κανένας. Κι έρχεται το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης γιατί ξεχνάω την συλλογή από τις στάχτες, τα ψέματα, την υποκρισία, τις εκδικήσεις, την ζήλεια, ξεχνάω την συλλογή που είχα μέσα σε μια βαλίτσα. Την βαλίτσα θα την πετάξω αύριο ανεβαίνοντας σε έναν βράχο. Στο λιμάνι περπατούσε ένας γλάρος, με κοίταξε στάθηκε λίγο και μετά πέταξε πάνω από τις βάρκες. Κάθε ημέρα ο θάνατος εδώ δειλιάζει γιατί είσαι ο κανένας, ο θάνατος ηδονίζεται να παίρνει αυτούς που είναι κάποιοι ή προσπαθούν απελπισμένα να γίνουν κάποιοι. Το κοιμητήριο πάντα περιέχει γαλήνη. Η θάλασσα κάτω χορεύει, χορεύω μέσα της, επιτέλους μπαίνω ξανά στο μπλε, είμαι μπλε. Αγαπώ τα πάντα χωρίς εξαρτήσεις. Κάθε ημέρα ζω χωρίς το γούστο της πόλης, εκείνο το γούστο που ντύνεται για να κρύψει τις άθλιες πράξεις της. Δεν κρύβω τίποτε. Ψάχνω την αγκαλιά του παππού μου γιατί ξαναέγινα παιδί, όταν κατεβαίνω το αρχαίο λιθόστρωτο μονοπάτι ένα αεράκι φυσά στο πρόσωπο μου, ξέρω πως είναι το φιλί του. Υπάρχουν σημεία που θα ήθελα να αφεθώ και να πετάξω και να χαθώ μέσα τους. Εδώ, σε αυτό το νησί που η γύμνια θα έπρεπε να είναι το επίσημο ένδυμα. Εδώ που ένας πολιτισμός ξεκινησε από την θάλασσα. 'ισως κι εκεί να μπορέσει να σωθεί, στην θάλασσα. -Αγαπώντας-

Μπορείς να πεις πως ταξιδεύουμε μέσα σε κάτι ημέρες που η ατάραχη διαφάνεια τους , κάνει την καρδιά μας να πετά σαν πουλί, πως τα μάτια μας θαρρείς ανοίγουν σαν πέταλα άγριων λουλουδιών για να δουν την καινούργια ημέρα. Πως ξυπνήσαμε, κρατώντας σφιχτά στην ψυχή μας ένα όνειρο που μας θριάμβευσε αναγκαστικά, αφού ο ιδρώτας του κορμιού μας συνέπεσε με την αίσθηση επάνω στο στόμα μας από άγρια φιλήματα και τα πόδια μας σχεδόν δεν πατούσαν στο πάτωμα αλλά πέταξαν σε μια τροχιά ενός αόρατου εκκρεμούς. Μια κίνηση έξω από το παράθυρο μας ξύπνησε για τα καλά, παιδιά που φωνάζουν στο διπλανό ενοικιαζόμενο σπίτι, κι απέναντι από το δικό μας ,σε άλλο ενοικιαζόμενο κυρίες κάποιας ηλικίας,,στο μικρό μπαλκόνι, πίνουν καφέ κρατώντας μέσα τους το πρόσχημα πως κάτι ζουν με ένταση αλλά τα μάτια τους δεν διατηρούν την ένταση της ζωής, εξάλλου τα μάτια όλα τα προδίδουν. Μπορείς να πεις πως το Καλοκαίρι είναι μια φέτα καρπούζι, η άμμος, το νυχτολούλουδο, το αποσπέρισμα, ένα στήθος γυναικείο πίσω από ένα χρωματιστό μπικίνι, μπορείς να πεις πως είναι οι ατέλειωτες φωτογραφίες και οι πολλές γλώσσες οι διαφορετικές που ακούμε φέτος από τους τουρίστες, μπορείς όλα να πεις, ένα όμως μην ξεχάσεις. Πως Καλοκαίρι είναι κάτι διάφανες ημέρες που σε αφήνουν και εισχωρείς μέσα τους, πως απομονωμένος, αλλά ταυτόχρονα εναρμονισμένος παραμένεις με την φύση και τους ανθρώπους λάμποντας και χορεύοντας, μα πιο πολύ Καλοκαίρι είναι τα σώματα που ερωτροπούν μέσα σε σπηλιές στην θάλασσα, και μετά ενωμένοι ταξιδεύουν, σε κόσμους άχρονους, όπου μαγικά πλάσματα τους μιλούν με την πρώτη γλώσσα των ζωντανών, αυτήν που δεν έμαθε ακόμη ο άνθρωπος για να λέει ψέματα.. Κι είναι Αύγουστος κι ο ουρανός ακόμη πλανεύει την θάλασα και κανείς ακριβώς δεν μπορεί να ξεχωρίσει πως ενώνονται, είναι γιατί οι περισσότεροι δεν κοιτάζουν πια ούτε τον ουρανό, ούτε την θάλασσα, αυτό που κοιτάζουν είναι η κοιλιά τους και την βλαπτική έλλειψη της αίσθησης και της καθαρής σκέψης..την κοιτούν κατάματα.. -Αύγουστος είναι -

Οι άνθρωποι είναι πιο εκδικητικοί από ποτέ, βγάζουν μια οργή και μια μανία που θυμάσαι αναγκαστικά την μανία των τεράστιων ερπετών που κρατούν μέσα τους. Ίσως πάλι σκέφτεσαι πως είναι πιο φοβισμένοι, μετά πάλι σκέφτεσαι πως αυτή ακριβώς η σκέψη σου υπάρχει για να δικαιολογήσεις για άλλη μια φορά πράγματα που είναι αρκετά σκληρά κι απλά. Εδώ που τα λέμε, η ανθρωπότητα, άρρωστη, και σαν να βρίσκεται σε νεκροφάνεια, παρακολουθεί να θάβονται ζωντανοί, παιδιά και μεγάλοι, παρακολουθεί τις <<αγορές>> να ξεσκίζουν ότι απέμεινε από την ομορφιά των αρχαίων ανθρώπων, παρακολουθεί το τέρας της Ευρώπης να σκιάζει τις συναισθηματικές οροσειρές και να κατατρώει ότι ανθρώπινο έμεινε. Παρακολουθεί την εμφύλια οργή να μπλέκεται με την μάζα της θρησκείας και στέκεται με τα χέρια μπλεγμένα σε μια απάθεια που δεν δικαιολογεί τίποτε στο ανθρώπινο της ύπαρξης. Αυτό που ζούμε δεν είναι ανθρώπινο. Αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι ανθρώπινο. Και δυστυχώς αυτός που αντιστέκεται και παραμένει ανθρώπινος τρώει τόσο γερά χαστούκια που το κεφάλι γυρνά πίσω και κοιτά την πλάτη. Ακούς μουσική και περπατάς στο παλιό λιθόχτιστο μονοπάτι και λες, αυτό το νησί είναι σαν ένα σπίτι που πατά στα σύννεφα. Αυτό ε'ιναι το σπίτι μου. Κι εγώ μια συννεφόπληκτη. Αιώνες πολλούς οι άνθρωποι γυρνούν γύρω από τον εαυτό τους. Εσύ το θεωρείς πολύ βαρετό. Αλλά εμπρός στην χοάνη του χρόνου ένα μικρό παιδί σου ζητά να το προστατέψεις. Το παιδί που κρατάς μέσα σου. Και σου ζητά να το προστατέψεις, χωρίς να γίνεις κι εσύ τέρας. Αλλά παρακολουθείς την κτηνωδία των ανθρώπων μέχρι το μεδούλι της. Κι 'όμως.Εσύ πρέπει απλά να παραμένεις παρατηρητής και μελετητής αυτής της μάζας. Και να χεις χαρά που εκείνο το παιδί σε αγκαλιάζει πάντα με αγάπη. Ας είναι... -Σκέψεις για το αόρατο σπίτι μου-
-Οι νύχτες που ζητούν αγρύπνια, είναι επικίνδυνες, της έλεγε κι άφηνε δαχτυλίδια καπνού στον αέρα. Πόσο μάλλον, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα, συζητούν με υπόγεια κύματα, χρησιμοποίησαν ήχους και λέξεις που τους σημάδεψαν, έχοντας πλήρη άγνοια για την εξέλιξη, έχοντας πλήρη άγνοια για τις προθέσεις. Δεν υπάρχουν προθέσεις στα γνήσια πράγματα, υπάρχουν μόνο αμοιβαιότητες ή όχι. Η γυναίκα ήξερε καλά να τον ακούει, όμως ήξερε καλά να ακούει και να παρατηρεί γενικά. Τώρα κοιτούσε το είδωλο της στον καθρέφτη και σκεφτόταν αν ήταν άδικο που δεν συνέβησαν πράγματα που έπρεπε να συμβούν. Μα και πάλι τι ήταν αυτό που έπρεπε; Η δική της αίσθηση ομορφιάς και αρμονίας δεν ήταν απαραίτητα σίγουρο πως έμοιαζε με την δική του αίσθηση. Αρκετά, είπε στον εαυτό της, κοίταξε έξω από τον καθρέφτη της, κι αντίκρυσε ένα πορτρέτο ευγενικό, έμοιαζε με το δικό του, το νιωθε κάτω από το δέρμα της, το νιωθε στα κύτταρα της και στην σεροτονίνη που χόρευε στο κεφάλι της όποτε τον σκεφτόταν. Δεν τον ήξερε καλά, ούτε ο ίδιος της ήξερε. Απλά είχαν κάνει μια γρήγορη ανάγνωση των μυστικών κωδικών που είχαν για να αναγνωρίζουν την ζωή και τους ανθρώπους.ς Κι όμως οι άνθρωποι διασχίζουν μια ολόκληρη ζωή κοινή χωρίς να έχουν αναγνωρίσει αυτούς τους κώδικες, θα μπορούσες να δεις μια τραγικότητα ή την ειρωνεία σε αυτό. Ο άντρας, μίλια μακριά έκανε τις ίδιες σκέψεις, όχι πως είχε καμία σημασία αυτό, αυτό που είχε σημασία ήταν όλες εκείνες οι φωτογραφίες του παρελθόντος που δεν άφηναν το μέλλον να χαραχτεί ανέμελο και ανυπόφορα χαριτωμένο. Σχημάτιζε καπνούς στο ταβάνι και τους βάπτιζε βαμβάκια από σύννεφα. Κι η γυναίκα έκανε το ίδιο. Αυτό δεν είχε σημασία. Σημασία είχε πως δεν ήταν δυνατόν να μοιραστούν αυτήν την στιγμή. Το γλυκόφτερο άκουσμα του ανέμου έξω και μέσα καπνοί από τσιγάρα και βιβλία πεταμένοι στο ντιβάνι. Η ζωή είναι ασπρόμαυρη για κάποιους, γι άλλους πάλι είναι γεμάτη ουράνια τόξα και βαμβάκια σελήνης πάνω από το κεφάλι. Η ζωή είναι δύσκολη γιατί είναι ανυπόφορα απλή.. Οι άνθρωποι μόνο δυσκολεύονται να εκφράζονται και να ζουν σαν άνθρωποι. Τις χαραυγές τα άστρα ντρέπονται και παίρνουν δρόμο για μονοπάτια αόρατα στο μάτι. Μόνο λίγοι άνθρωποι ξέρουν που ακριβώς κρύβονται.. Η κουρτίνα της παρατήρησης μας κλείνει, ένας άντρας και μια γυναίκα μαζί δεν σημαίνουν δα και κάτι ιδιαίτερο στους άλλους. Σημαίνουν πολλά, μόνο σε αυτούς που έζησαν τραγικά και αυτοσαρκάζονται σαν μικρά παιδιά που έχουν την δύναμη ενός λιονταριού που αντιμετωπίζει έναν ανταγωνιστή του.. -Σύννεφα, βαμβάκια και καπνός-