Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014


Ο θεατής, βλέπει τις ηρωίδες του Τέννεσση Ουίλιαμς, βλέπει την σφαγή τους, βλέπει την κόντρα της άγριας, σάρκινης Αφροδίτης με αυτήν που τα αντιλαμβάνεται όλα με την ψυχή. Περσόνα ένα. Περσόνα δυο. Και πολλές ακόμη.. Ο αναγνώστης, διαβάζει τον παίκτη του Ντοστογιέφσκι ή την Λολίτα του Ναμπόκοφ. Την γλυκόπικρη γυναίκα, του Καραγάτση, που ξέρει πως να δίνεται ολόψυχα και κατάσαρκα σε κάποιον που τον κάνει θεό της ή σε κάποιον που γυρνά στις γυναίκες εντελώς τυχοδιωκτικά, μπερδεύεται να δει τις αρετές τους μέσα σε εκατοντάδες γυναικεία πορτρέτα. Αν δεν γίνεις μέρος από ένα έργο, τίποτε δεν είδες. Δεν είναι η συμμετοχή, είναι ο άγριος επηρεασμός επάνω στους φραγμούς , τα πρέπει και τα κουτάκια σου..και τα θέλω σου, τα υποσυνείδητα σύμβολα που εκλιπαρούν την δική σου δικαίωση,, Γίνεσαι η Άλμα, γίνεσαι ο Βλαντιμίρ, η Λολίτα, ο Βερθέρος, γυρνάς στο σπίτι των πεθαμένων, ζεις την ρόδινη σταύρωση, γίνεσαι η Τζίλντα, γίνεσαι ένα ασπρόμαυρο κομμάτι του φιλμ της δεκαετίας του 60, γίνεσαι η νεύρωση, γίνεσαι η αποστροφή, γίνεσαι η ωραία της ημέρας.. Για λίγο θα πετάξεις από τον εαυτό σου. Και θα μεταμορφωθείς. Θα γίνεις κομμάτι του έργου και αν σε παρασύρει ολότελα θα γίνεις το έργο. Τότε μπορεί ένα έργο να εκπληρώσει το δεδομένο του. Να επικοινωνήσει βαθιά σου και να εκτεθεί, να σε κάνει δηλαδή εκτός από έναν παθητικό δέκτη να δράσεις μέσα από τον πυρήνα του. Γίνε η κατσαρίδα του Κάφκα με μαζεμένα τα πόδια κάτω από το κρεβάτι. Νιώσε όλη την υπαρξιακή αγωνία. Κι έλα μετά στον εαυτό σου. Η τέχνη, δεν είναι μόνο συγκινήσεις. Είναι ο τρόπος που βλέπεις την ζωή. Αυτός ο άλλος τρόπος εν τέλει είναι η ομορφιά, αυτός ο τρόπος που δεν ξέρεις να βιώνεις την καθημερινότητα, γιατί ή γεννιέσαι με αυτήν ή όχι. Αυτός ο τρόπος δεν έρχεται με την πνευματική καλλιέργεια, δεν έρχεται χρησιμοποιώντας μια ξύλινη γλώσσα που σαν σκοπός τελικά είναι ο ναρκισσισμός . Ο τρόπος που βλέπει την ζωή ένας καλλιτέχνης, είναι πολύ περίεργος. Έρχεται από μέσα του κι όλα τα βλέπει διαφορετικά. Κάτι άλλο ωθεί το μολύβι να γράψει, ένας άλλος υποβολέας. Η τέχνη είναι ο τρόπος να εκφράζει ο άνθρωπος το σύμπαν. Αυτό...

Ζωή σε βάρδιες, εναλλάσσονται την ημέρα και την νύχτα. Κινούμαι ανάμεσα σε καλά οργανωμένα σφαγεία της ανθρώπινης διάθεσης. Ψωμί κι αλάτι ,όσα είπαμε. Ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα ,κάποιες σπάνιες φορές, το παίρνω σαν γεύμα. Αρκετό αυτό, για να αντέχω την συντριβή μου. Οι έννοιες της σχετικότητας και της αμοιβαιότητας κοιμούνται στον κήπο των αιδοίων, γυναίκες με μακριά μαλλιά ως την μέση θυμούνται την Ιουλιέτα. Την Ιουλιέτα, που οι ίδιες σκότωσαν παριστάνοντας την θηριωδία της βίας στο αίμα τους. Μεγάλωσα με γάλα στο ψωμί και ζάχαρη, γι αυτό ποτέ δεν φανταζόμουν τέτοιες στιγμές της ανθρωπότητας. Άρρωστη βαριά η ανθρωπότητα σέρνεται στα γόνατα. Η έλλειψη ευχαρίστησης των ανθρώπων ίσως να είναι εγγενής. Ας είναι! Εγώ θα υπάρχω όπως ήρθα, αθέατη και ορατή, με ότι πιστεύω. Δεν έχω ένα όνομα δια βίου, αυτοκαταργήθηκε, μόλις μύρισα τις νεραντζιές στην πόλη, την εποχή της Άνοιξης. Και οι αυτοκρατορίες των στύσεων κατέρρευσαν καθώς αιματοβαμμένα κορίτσια τις δάγκωσαν και τις έφαγαν. Εκεί ήμουν, όταν όλα άλλαξαν, και πρώτα από όλα ο έρωτας και η αγάπη. Αποδημώ στον θάνατο πιο ελαφρά από ότι νομίζεις. Ψωμί κι αλάτι, όσα είπαμε. Που είσαι; Ακόμη αντέχω, αλλά καμιά αντιπαροχή δεν αποδέχομαι στο όνειρο.. (Βραδυπορία)

Σάρκα από την σάρκα μου μοιάζεις, ατέλειωτες γραμμές, παράλληλες από Αιγαίο Πίνω το μέλι και το κρασί σου σε ώρα λιγομίλητη Να ανάψεις το φως, να με δεις τώρα Τα μάτια μου, ναυαγούν μπροστά σου Ο έρωτας είναι μύστης και βίος κολασμένος, καρπίζει μονάχα για τους γενναίους... Όσα ζήσαμε θα μιλήσουν μόνα τους, ώρες εμπρηστικές και θεικά μοιρασμένες στους αθώους Αθώοι να είμαστε και πνιγμένοι από φρέζιες Αυτή η Άνοιξη δεν μπορεί να περιμένει άλλο τον πνιγμό της Θα την κεράσω σε αυτούς που πόνεσαν Για να μπορείς να πονάς και να αγαπάς, χρειάζεται να βλέπεις, αυτό έλεγα από παιδί στο πάρκο, ενώ με έπνιγε η ζωή στην ανάσα μου Καιγόμουν, και δεν ήξερα τι σημαίνει,μόνο τα κυπαρίσσια ήξεραν και το λέγανε κρυφά μεταξύ τους Ζω σαν να πεθαίνω Σάρκα από την σάρκα μου το ξέρεις.. Οι παλιές πληγές θεραπεύονται με νέες.. ( Σάρκινο )

Η ευτυχία, κρατά μέσα της και κάτι από λύπη. Μπορεί να είναι σαν ένα υπέροχο πορτοκάλι που μπερδεύεται στα πόδια σου αλλά είναι κι ένα κρυφό άλγος στα οροπέδια του νου. Οι θεραπεύτριες κόρες μάλλον πλένουν τα πόδια του Ιησού, για αυτό τα παράθυρα κρύβουν από πίσω τους τόσα δράματα ή τόσες ευτυχίες. Ευτυχίες σου είπα; Μακάρι να ήταν πολλές, το χρειάζεται ο κόσμος για να αντέξει το κουβάλημα του βάρους του στον πλανήτη. Να, αυτό θέλω να σου πω για μένα. Όταν νιώθω ευτυχισμένη ,- πρόσεχε οταν νιώθω, δεν λέω όταν είμαι-, όταν λοιπόν, νιώθω ευτυχισμένη, αισθάνομαι πως δεν βαραίνω τούτον τον πλανήτη με την παρουσία μου. Αυτό μου επιτρέπει να γίνομαι πιο γενναιόδωρη με τους άλλους. Μα τι είναι η ευτυχία αν δεν μοιράζεται; Ξέρεις; Υπάρχει πολύς φθόνος, οι άλλοι χαλιούνται σαν νιώθουν την ευτυχία των τρίτων. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για τους περισσότερους.. Κι έτσι, αυτά τα ασήμαντα <<καλά παιδιά>> κρύβουν την χαρά τους μην τους φθονήσουν οι άλλοι. Σςςςςςςςςςςςςς, ΜΗΝ ΜΙΛΆς, μαθαίνουν από μικροί να καταπίνουν την τσιχλόφουσκα... Αλλά ας ξανάρθω στο δικό μου ζήτημα άγνωστε φίλε. Πιστεύω πως γεννιούνται άνθρωποι με τόσο ευαίσθητους αντένες που δεν μπορούν να είναι ευτυχισμένοι. Για λίγο θα είναι, μετά αναμοχλεύουν τα ζητήματα της ευτυχίας. Και ξέρεις; Υπάρχουν κι αυτοί που ζητούν συνέχεια. Κι άλλη ευτυχία, κι άλλη ευτυχία. Από την μια ζητάς, από την άλλη αναμοχλεύεις.. Ας είναι. Ένας μικρός περίπατος στο πάρκο μου θύμισε πως νιώθω κάτι από την ευτυχία. Κι αρκετά άλλα.. Υπάρχουν όμως κι άλλα τόσα που μου θυμίζουν πόσο βαριά σκιά έχουν οι άνθρωποι επάνω σε αυτόν τον πανέμορφο πλανήτη. Κάνουν γιόγκα, διαβάζουν , κάνουν διαλογισμό πιστεύοντας έτσι πως θα πετύχουν την γαλήνη. Η γαλήνη και η ευτυχία όμως καλέ μου φίλε θέλουν να φτύσεις αίμα για να τις αποκτήσεις. Ο ήλιος έξω θριαμβεύει. Σκέπτομαι γιατί δεν περισσεύει ποτέ λίγη χαρά σε αυτόν τον τόπο αφού ο ήλιος πλεονάζει με τα γέλια του. Ξέρω, φταίνε οι άνθρωποι οι ίδιοι. Η ιστορία μας.. Λες να φοβόμαστε τελικά να αισθανθούμε ευτυχισμένοι εξαιτίας κάποιας κρυφής πληγής των προγόνων που κακοφόρμισε; Κάποιο ενοχικό σύμπλεγμα ίσως; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν κοιτώ την άκρη του στόματος των γατιών και των σκύλων βλέπω ένα χαμόγελο. Μόνο τα μάτια τους κρύβουν λύπη. ίσως γιατί ξέρουν πόσο αδίστακτη είναι η φύση μας.. (Σκέψεις μεσημεριού)

Του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της. Αυτός, μόλις έμπαινε μέσα, γέμιζε γάλα το πιατάκι του γάτου της, τον γάτο τον έλεγαν Τομ κι η αλήθεια είναι πως τον ζήλευε φριχτά. Όταν έκαναν έρωτα, νιαούριζε πίσω από την κλειστή πόρτα τους. Αλλά αυτός, ήδη είχε βάλει ένα μαξιλάρι κάτω από την λεκάνη της και την βομβάρδιζε με την επιμέλεια μιας μέλισσας. Το σώμα του είχε πλαστεί για το δικό της. Διέθετε επιστήμονες, αστρονόμους, ζωγράφους και ποιητές, όλοι γεννημένοι για την εξερεύνηση του κορμιού της, όλοι, ήταν γραμμένοι στην μνήμη του δικού του κορμιού. Ένα σώμα για να κουμπώσει με ένα άλλο χρειάζονται πολλά. Μα τίποτε προς ενέχειρο.. Όταν τέλειωναν κι έχυναν οδύνες, και τα ρίγη τους οδηγούσαν έξω από το σώμα τους ,ένας άλλος κόσμος φανερωνόταν μπροστά τους. Απολύτως ανάλαφρος και διαφορετικός. Σαν κάποιος να είχε βάλει ένα χρωματιστό φίλτρο στον φακό της φωτογραφικής μηχανής που έβλεπαν τον κόσμο. Μια Τρίτη αυτός θυμήθηκε τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι, τον Κυρίλωφ, είχε αυτοκτονήσει γιατί ένιωθε εξαιρετικά ευτυχισμένος. Έτσι ήταν οι δυο τους πάντα. Εκρήξεις ευτυχίας.. Η ζωή του πριν από αυτήν ήταν ένα τηλεγράφημα. Αυτή πάλι μαζί του ξέφευγε ακόμη πιο μακριά από το κοπάδι των ανθρωποπροβάτων.. Γινόταν ξανά μικρή. Δεν ήταν που εκείνη τον περνούσε παραπάνω από δέκα χρόνια, όχι, είχε υπάρξει πολλές φορές με μικρότερους. Αλλά μόνο έπινε το σώμα τους και γρήγορα βαριόταν. Έμοιαζαν πάρα πολύ. Μόνο που αυτή ήθελε να φεύγει πάντα μετά από κάποιο διάστημα από σχέσεις, όμως του το είχε πει κι αυτός της είπε πως θα την άφηνε απόλυτα ελεύθερη. Δεν ζούσαν μια ελευθεριότητα. Ζούσαν την ελευθερία. Αν ήθελε να συναντήσει κάποιον άλλο θα του το έλεγε, εκείνος της έλεγε πως για εκείνον δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα... Εκείνη τον σκεφτόταν. Κάτω από μεγάλα μακριά βενετσιάνικα κρύσταλλα να την χαιδεύει με την γλώσσα του. Σε μια ημιφωτισμένη αίθουσα με μουσική ιδιαίτερη... Αν ήθελα να τους πω με κάποια ονόματα θα τους ονόμαζα Αυτήν <<μήλο>> κι εκείνον <<νερό>>. Και καμία αλληλοεξόντωση των φύλων δεν θα έβλεπα επάνω τους. Μόνο μια δύναμη για αγάπη κι ένα σωματικό ορμέμφυτο που καμπυλώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και την οδηγεί προς την <<θεία>>. Φτάνει η νύχτα. Ο γάτος πάλι φωνάζει μόλις ο άντρας μπαίνει μέσα στο σπίτι. Του βάζει γάλα στο πιάτο κι αυτός πίνει. -Βλάκα, μην ζηλεύεις, κι οι δυο την αγαπάμε με τον τρόπο μας. Του είπε και για πρώτη φορά ο γάτος ξάπλωσε μπροστά του κι άρχισε να τεντώνεται.. Ο άντρας τον γάτο τον φώναζε Σάμσα κι όχι Τομ από εκείνη την ημέρα. Κι ο Σάμσα -Τομ δεν ξαναφώναξε έξω από το κλειστό τους δωμάτιο. Ίσως γιατί με το γατίσιο του ένστικτο ένιωσε πως η αγάπη τους δεν ήταν κλειστή.. Χωρούσε κι άλλους μέσα της... ( Ο γάτος που τον είπαν Σάμσα)

Σε ονομάζω με πολλά ονόματα/ Περπατώ στην ακτή της πόλης, και χιλιάδες ψάρια πολύχρωμα, έρχονται στα χέρια μου/ Απείθαρχος να είσαι πάντα και νέος, όπως το πορτρέτο του Όσκαρ/ Με λες Ιφλί, ανάποδα το φιλί λες/ Ιφλί είμαι σαν κοιμάσαι, σαν ξυπνάς, να ροδίσεις ένα χαμόγελο, ιφλί γίνομαι/ Δεν ξέρω για πόσο/ Ο έρωτας ήταν πάντα πνεύμα καλόβολο και δεν είχε να κάνει με το χρέος ή το καθήκον ή το αντίδωρο/ Ιφλί με λες, ανάποδη η λέξη φιλί/ Το καμίνι της καρδιάς μου καρβουνιάζει την πόλη, και ονειροπόλα ποιήματα έρχονται στο νου μου καθώς περπατώ και γελάω μόνη μου/ Ω! Ποτέ δεν θα περίμενα να υπάρχει κάποιος στον επόμενο στενό δρόμο να με βρει και δίχως να με διαβάσει να αλλάζει τις λέξεις, όπως εγώ/ Να προσωποποιεί τα σχήματα, να δίνει στα ζώα ανθρώπινα ονόματα/ Το ιφλί σιμώνει, καθώς σιμώνει κλωστές και τόξα έρχονται πίσω από τους κάλυκες των δοντιών μας/ Καθώς απλώνει την ζύμη του, εμείς λεύτερα σχήματα και έννοιες πέραν του Χερουβείμ και τις κόρες του ελέους/ Κανένα έλεος , μόνο λίμνες και φωτιές και ανοδήγητος ο πόθος (Ιφλί, το φιλί ανάποδα)

Να έρχεσαι μέσα στο θέρος, να μου μιλάς με ανεμώνες/ Να με κοιτάζεις, σαν αυτός που κλονίστηκε βαθιά από κάτι/ Ίσως από αυτό που έκρυβα κι από εμένα, οπλισμένη φόβους/ Μην γίνω μια δύναμη ανεξέλεγκτη τώρα, να σε αγκαλιάσω όπως ο ουράνιος θόλος, την Αστάρτη/ Αυτή είμαι, πατώντας επάνω στα κάρβουνα, φωνάζω το αρχαίο μου όνομα/ Καιγόμαστε κι οι δυο μας επάνω σε εκείνο το μονοπάτι, σκαλί σκαλί αναμετριόμαστε στον θάνατο/ Ο έρωτας μοιάζει στον θάνατο, ο θάνατος λιγωμένος του παραδίδεται/ Λίγο ακόμη, του λέει, λίγο ακόμη μείνε/ Να έρχεσαι μέσα στον Χειμώνα, να με σκορπίζεις σαν την γύρη/ Η σαύρα βασίλισσα, θα με μυρίσει πριν την πανσέληνο/ Θα γίνει κι αυτή ζητιάνα του αίματος μας/ Σαν με κοιτάς ζητώ να είσαι πόλεμος, καμία ειρήνη μαζί σου και καμία συμφωνία/ Οι συμφωνίες ανήκουν στα συμβολαιογραφικά γραφεία/ Εδώ είμαι/ Με λένε Αστάρτη/ Αστάρτη

Περπατάς , γελάς, ακούς , μιλάς, κάνεις έρωτα, καπνίζεις τσιγάρα και πίνεις ποτά. Παρατηρείς.. Ο κόσμος συνεχίζει την διαδρομή του, είτε κάθετα είτε ευθεία. Πατάς στην άκρη εκείνου του ίλιγγου που σε βγάζει από την τρύπα που συνήθως κρύβονται όλοι οι άνθρωποι. Σε δυσκολεύει αλλά σε γοητεύει. Ξέρεις εσύ, κουβέντες με την άνεση ενός δανδή ή με το σταυροπόδι μιας πόρνης πολυτελείας σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Μιλούν επί παντός επιστητού. Ονειρεύονται πως όλα τα έζησαν και όλα τα είδαν. Μιλάνε, μιλάνε, με μια μικρή προσοχή στα θέματα της περιφρόνησης, να μην δείχνουν πως όλους τους περιφρονούν.. Πόσο ανιαρό να δείχνεις πως μεγάλωσες και ξέρεις. Τίποτε δεν ξέρεις. Αυτό που ήξερες χτες δεν το ξέρεις σήμερα, όλα αλλάζουν, όλα τρέχουν. Εσύ ονειρεύεσαι πηγές νερού και μαύρα ρόδα, ονειρεύεσαι την Ανδαλουσία, τους γέρους στο Θιβέτ, τις καμήλες με την αλάθευτη μνήμη, τους αρχαίους ποταμούς με το χρυσάφι στις κοίτες, τα λόγια ενός ποιητή σε ένα βιβλίο, σκέφτεσαι την τελευταία ταινία που έσκασε μέσα στα σπλάχνα σου σαν βόμβα. Οι άνθρωποι σαν μεγαλώνουν γίνονται μικρόμυαλοι, άσε να σου πω, οι περισσότεροι, υιοθετώντας ένα νεανικό λουκ και κάνοντας παρέα με νέους πιστεύουν τα λόγια των άλλων, πως πράγματι δεν μεγάλωσαν, πως ναι, δεν πέρασε ούτε μια ημέρα. Κι όμως ,κάθε ρυτίδα είναι μια πληγή ή μια έκσταση που χαράχτηκε βαθιά στο πρόσωπο. Κι όμως κάθε γνώση δεν είναι πανάκεια, κάθε εμπειρία δεν είναι καθρέφτης. Λέω να μην τα παρατήσω, να πιστεύω πως μέσα σε αυτό το αχανές ανθρωποδάσος υπάρχουν γνήσιοι άνθρωποι. Σαν τα σπάνια λουλούδια. Γίναμε πολύ φτωχοί από την έπαρση και την ασφυξία στις σχέσεις. Και τα ψέματα που μαστιγώνουν κάθε ημέρα τους χτύπους της καρδιάς σου. Είναι πολύ λίγη η ζωή, γιατί να την ζεις σαν μαλάκας; Ναι, τελευταία εκτός των ελαχίστων εξαιρέσεων αισθάνομαι αποστροφή. όχι για την ζωή. Μα για το είδος που πλασάρουν ως ζωή κάτι μικρά ανθρωποειδή. Σε βαρέθηκα φίλε μου, όλα τα έργα σου αν δεν τα σέβεσαι κι απλά τα προβάλλεις ως σημείο ισχύος για να κρύψεις την αδυναμία σου,χρειάζεσαι το ΚΡΕΒΆΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ. Εκεί να τεντώσουν τα νεύρα σου, τα έντερα σου και την καρδιά σου οι τύψεις. Γιατί, ότι μαλακίες έκανες, μας τις περνάς σαν την γενναιότητα του Θερβάντες. Ενώ απλά είναι μαλακίες. Αλλά ως πότε; Αποστροφή

Η τελευταία γκέισα της πόλης, άναψε τα στικ και έκανε το δωμάτιο να μοιάζει γιασεμί. Πλύθηκε με την γνωστή ιεροτελεστία που έκανε όταν ήταν να δοθεί σε έναν άντρα. Ήταν ερωτευμένη ταυτόχρονα με τρεις άντρες, κάθε ένας από αυτούς της ήταν πολύτιμος. Αν ήταν να διαλέξει δεν θα μπορούσε. Αίμα θα έσταζε από την καρδιά της και τα χελιδόνια στην κοιλιά της θα πέθαιναν. Αυτός που υπέφερε από αυτολύπηση έκανε κακό στον εαυτό του, αυτός που μάκραινε την αγωνία του για υπαρξιακά ζητήματα γινόταν καταθλιπιτικός. Αυτός που ήταν ερωτευμένος με την περασμένη του νιότη ήταν ένας τιμωρημένος νάρκισσος. Η τελευταία γκέισα της πόλης όλα αυτά τα ήξερε. Είχε μια κρυφή κεραία που εντόπιζε κάθε πληγή και την αιτία της. Δεν είχε κάνει ποτέ πίσω στο να δει τον πόνο στα μάτια. Τον πόνο τον θρυμμάτιζε και τον έκανε ένα μικρό διαμάντι και το φόραγε στο μικρό της δάχτυλο. Αυτόν τον πόνο έπαιρνε από τους άντρες. Λευτέρωνε φανταστικούς ρόλους και καταστάσεις και τις φόραγε στο δέρμα της. Εκείνοι παρασύρονταν και ξέχναγαν την αιτία που υπέφεραν. Γιατί εκείνη τους άνοιγε τους κήπους της ηδονής. Το σώμα της άντεχε να ανοίγει σε κάθε νέα ηδονή. Και τους έκανε να γίνονται μαζί της κάτι άλλο από αυτό που υπήρξαν ως τότε. Όταν έπεφταν στο σώμα της επάνω γίνονταν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Γιατί η γυναίκα αυτή ήταν κομμάτι της αιώνιας τέχνης, ήταν σύμβολο. Το καταλάβαιναν κι οι τρεις όταν γίνονταν ένα μαζί της. Μόνο ο ένας ήξερε για την παρουσία των άλλων δυο. ίσως άντεχε γιατί ήταν ο πιο νέος..` Τι κι αν η τελευταία γκέισα πλήρωνε λογαριασμούς στην σειρά της τράπεζας, τι κι αν ψώνιζε στην λαική όπως οι συνηθισμένες γυναίκες; Αυτή πραγματευόταν συνεχώς την καλλιτεχνική ζωή. Αποδεχόμενη ειλικρινά κάθε εμπειρία, αγαπούσε απεριόριστα την ομορφιά στο σώμα και στην ψυχή. (Είσαι το θαύμα της ζωής) , της έλεγε ο άντρας με τα μάτια κάρβουνο, άφηνε απέραντα κύματα ηδονής να κουνούν εξουθενωτικά το σώμα της. Κι αυτός, ιδρωμένος έπινε τους χυμούς της. (Είσαι ατελείωτη), της έλεγε ο άντρας που καβαλούσε συνεχώς αεροπλάνα και ταξίδευε. (Έτσι θέλεις); της έλεγε αυτός που δεν τολμούσε να παραδεχτεί πως μεγάλωσε και έχωνε μέσα της τα δάχτυλα του κι αυτή σφάδαζε σαν αμνός στην σφαγή. Ζούσαν μέσα της κι οι τρεις. Έβαζε λουλούδια στα βάζα και αρωμάτιζε κάθε πτυχή του κορμιού της. Τους περίμενε για να τους προσφερθεί ως ιέρεια ως κορίτσι και ως γυναίκα. Και πάντα έψαχνε να βρει κάποιον που θα παρέμενε αδαής παρ όλες τις γνώσεις. Γιατί μόνο εκεί, σε μια τέτοια φύση θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια μεγάλη ιδέα. Και θα μπορούσε να ζήσει σαν τέκνο του φωτός που πολεμάει για αυτό. Τώρα νυχτώνει. Δυο γάτες τσακώνονται κι η γειτονιά γίνεται ασπρόμαυρη. Είναι η ώρα που η γυναίκα θα δεχτεί έναν από τους εραστές της. Αν για κάποιον λόγο θα πέθαινε ο ένας θα πέθαινε κι η ίδια την ίδια στιγμή. Μέσα σε μια πόλη συμβαίνουν πάντα θαύματα. Αρκεί να ξέρεις να τα περιμένεις, δίχως τον φανατισμό του θρήσκου αλλά με την αγνότητα ενός βρεφικού ύπνου... -Η τελευταία γκέισα της πόλης-

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014


Η δεσποινίς Άλμα, είναι ένας χτύπος στην πόρτα. Η ηχώ των βημάτων μου στο πεζοδρόμιο. (Μυρίζεις επικίνδυνα, είναι η ώρα της σάρκας, μυρίζω βαριά σαν νυχτολούλουδο, είναι ώρα για περιηγήσεις σε άγνωστα μέρη της υπόφυσης). Αυτά λέω στην Άλμα, κι αυτή με κοιτάζει σαν να βλέπει κάτι χωρίς μορφή. Και φεύγει. Η δεσποινίς Άλμα είναι πολλοί έρωτες μαζί. Μέσα σε αυτούς βρίσκεται ο εαυτός της. Χρόνια πολλά περίμενε να βρει όλους τους έρωτες σε έναν. Ίσως αυτό να της συμβαίνει τώρα. Οι εραστές κυλούν στο βαγόνι του τρένου. Περπατούν στις σκεπές των παλιών οικιών. Κάθε ένας από αυτούς είχε την χάρη του. Μην πεις πως δεν τους αγάπησε, αυτό δεν έχει συμβεί ουδέποτε. Γι αυτό και όλοι την αγάπησαν ξεχωριστά από κάθε άλλη γυναίκα. Τώρα μου λέει, (θέλω να δοθώ μόνο σε εκείνον τον άντρα, αυτόν που μιλάει με την ομορφιά των ποιητών και των ζωγράφων. Είναι σπάνιος και σπουδαίος, είναι ένας μονομάχος της ζωής, της άγριας, και της αγίας. Ξέρει να αφουγκράζεται και να ξεχωρίζει τις ιδιότητες και τις ιδιαιτερότητες μου. Ξέρει και μπορεί να μου δώσει χρόνο. Εδώ που τα λέμε, εσύ που τόσα χρόνια με ξέρεις, πολύ ξοδεύτηκα. Κάποτε είχε αξία να δώσω με ειλικρίνεια κάθε κομματάκι μου. Να τεθώ σε τροχιά επικίνδυνη γι αυτό που άλλοι λένε έρωτα, άλλοι πάλι το λένε ιδανικό , άλλοι το λένε σπάνιο. Γι αυτό ακριβώς ξοδεύτηκα, γι αυτήν την αναζήτηση του σπάνιου). Η καρδιά μου βουλιάζει σε έναν αργό θάνατο καθώς μου χαράζει αυτά τα λόγια. Κι επειδή δεν την αγαπώ μόνο σαν εραστής καταλαβαίνω εκείνου την ανωτερότητα. Είναι γιατί αυτός, δεν θέλει μόνο ένα της κομμάτι, δεν ερωτεύτηκε μόνο μια της ιδιότητα, είναι πως αυτός την θέλει ολόκληρη γι αυτό που είναι. Πετάω σε μια λίμνη, ένα κέρμα. Πάντα αλήτης θα μείνω, και θα γεράσω κάποια ημέρα που θα δω πόσο άσπρο έγινε το κεφάλι μου. Και πόσο μόνη, η ψυχή μου. Μπαίνω στο πρώτο μπαρ και κεντράρω μια γυναίκα. Την κερνάω, αρχίζουμε και πίνουμε κι αρχίζουμε να ζεσταινόμαστε. Θα την πάω μετά στο σπίτι μου. Θα κάνω ότι κάνω σε κάθε γυναίκα. Από ένα σημείο οι γυναίκες είναι ένας αριθμός στο κεφάλι μου. Ονόματα και αριθμός, αριθμός κι ονόματα.. Και που και που ξεχνάω και τα ονόματα και τα πρόσωπα.. Μόνο η Άλμα θα με έκανε να ξεχάσω. Πόσο μόνος και άγριος είμαι περιτριγυρισμένος από δεκάδες ονόματα και αιτίες... (Ψυχώ, σημαίνει δυναμική δυο ανθρώπων που μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλον)...

Νύχτα από κεχριμπάρι, λιώνει στα μάτια μου, ζητώ με την απόγνωση αυτού που ζει φυλακισμένος γυρεύοντας ελευθερία, αυτό, αυτό ζητώ, να ζήσω σαν πεταλούδα που καίγεται , με εκείνη την γλυκόπικρη ελαφρότητα του είμαι κι αυτή του είναι, και τίποτε ερμαφρόδιτο να μην βρεθεί εκεί, να μην ανακατέψει τις στάχτες μου. Να καίγομαι σε κάθε δύση του ήλιου.

Μιλάνε, οι λέξεις μπαίνουν πίσω από τις κρύπτες, κάπου, στο βάθος, μια κοιλάδα γεμίζει αίμα και μαργαρίτες. Δεν θέλει να τον φωνάξει με ένα όνομα, είναι λίγο ένα όνομα, δεν μπορεί παρά να κάνει μια απεικόνιση του ανδρισμού της καρδιάς του. Μιλάνε, οι λέξεις κόβουν κομμάτια και ανάβουν φωτιές, οι φωτιές έρχονται στα πόδια της, στα έκπληκτα μάτια της. Από που έρχεται αυτό το μεγάλο ξάφνιασμα; Η μεγάλη χίμαιρα δεν μοιάζει για αυταπάτη, κάπου μέσα της αισθάνεται πως αυτός είναι η μεγάλη χίμαιρα της ζωής της. Μετά λέει, γιατί τώρα; Η φωνή του είναι κυματοθραύστης, είναι φάρος στην θάλασσα, είναι ένα πλεούμενο επιπλέον κάτω από τον ήλιο. Κι αυτή που δεν φοβήθηκε να δει όλα τα δαιμόνια στα μάτια , τώρα κάπου ενδόμυχα, μέσα της, υπάρχει ένας φόβος. Και μια άλλου είδους έκσταση που χρωματίζει τα γύρω σαν πορφύρα. Ποιος είναι αυτός που δεν φοβήθηκε να την ψάξει , αυτός που περπάτησε στον δρόμο της για να πιάσει τον ήχο των βημάτων της; Αυτός που δεν φοβήθηκε να την ψάξει ενδελεχώς; Ποιος είναι αυτός ο εντελώς άγνωστος που κρέμεται με την ίδια κλωστή στο ίδιο σύμπαν; Ας ξεχάσουμε τις λέξεις. Οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές περιμένουν από τις λέξεις να γευτούν και να αναγνωρίσουν μια ίδια ματιά μέσα στην ζωή. Απόλυτο λάθος! Η δύναμη του καθενός μας και η δυναμική που αναπτύσσεται από δυο ανθρώπους δεν έχει να κάνει με τις λέξεις... Τον ερωτεύεται. Θα πατήσει το σχοινί του ακροβάτη και θα τον φτάσει. Τον ερωτεύεται. Η πόλη, κρύβει με επιμέλεια τα πάθη, τα λάθη, τις νεκρές αγάπες και τους γελοίους έρωτες, τους αλήτες και τις εκ πεποιθήσεως πόρνες, αντρικές και γυναικείες. Ξέρεις; ΌΛα αυτά, έχουν γοητεία.. Αλλά το σημαντικό, είναι το ένα. Είναι η ένωση. Αυτή μπορεί να σε διαιρέσει σε απίστευτα πολλά κομμάτια , χωρίς να σε κάνει να χάσεις ενέργεια και χωρίς να κρύψει το φως.. Είμαστε φως, είμαστε φως και ενέργεια.. Και εσύ μπορείς να το πεις ειμαρμένη, μπορείς να το πεις έρωτα, άλλος αγάπη. Η μοναδική στιγμή, που τσουλάνε δυο άνθρωποι στο ίδιο μονοπάτι λέγεται ιδανικό/ Όχι εξιδανικευμένο ούτε ψευδαίσθηση. Κάποτε , όταν ο κόσμος θα αλλάξει, και ο άνθρωπος θα είναι επιτέλους ελεύθερος, στο έχω ξαναπεί, δεν θα επικοινωνεί με λέξεις, Αθήνα Καναδάς θα μιλούν μονάχα με την σκέψη.... Ήλιος , μόνο ήλιος

Ο θεατής, βλέπει τις ηρωίδες του Τέννεσση Ουίλιαμς, βλέπει την σφαγή τους, βλέπει την κόντρα της άγριας, σάρκινης Αφροδίτης με αυτήν που τα αντιλαμβάνεται όλα με την ψυχή. Περσόνα ένα. Περσόνα δυο. Και πολλές ακόμη.. Ο αναγνώστης, διαβάζει τον παίκτη του Ντοστογιέφσκι ή την Λολίτα του Ναμπόκοφ. Την γλυκόπικρη γυναίκα, του Καραγάτση, που ξέρει πως να δίνεται ολόψυχα και κατάσαρκα σε κάποιον που τον κάνει θεό της ή σε κάποιον που γυρνά στις γυναίκες εντελώς τυχοδιωκτικά, μπερδεύεται να δει τις αρετές τους μέσα σε εκατοντάδες γυναικεία πορτρέτα. Αν δεν γίνεις μέρος από ένα έργο, τίποτε δεν είδες. Δεν είναι η συμμετοχή, είναι ο άγριος επηρεασμός επάνω στους φραγμούς , τα πρέπει και τα κουτάκια σου..και τα θέλω σου, τα υποσυνείδητα σύμβολα που εκλιπαρούν την δική σου δικαίωση,, Γίνεσαι η Άλμα, γίνεσαι ο Βλαντιμίρ, η Λολίτα, ο Βερθέρος, γυρνάς στο σπίτι των πεθαμένων, ζεις την ρόδινη σταύρωση, γίνεσαι η Τζίλντα, γίνεσαι ένα ασπρόμαυρο κομμάτι του φιλμ της δεκαετίας του 60, γίνεσαι η νεύρωση, γίνεσαι η αποστροφή, γίνεσαι η ωραία της ημέρας.. Για λίγο θα πετάξεις από τον εαυτό σου. Και θα μεταμορφωθείς. Θα γίνεις κομμάτι του έργου και αν σε παρασύρει ολότελα θα γίνεις το έργο. Τότε μπορεί ένα έργο να εκπληρώσει το δεδομένο του. Να επικοινωνήσει βαθιά σου και να εκτεθεί, να σε κάνει δηλαδή εκτός από έναν παθητικό δέκτη να δράσεις μέσα από τον πυρήνα του. Γίνε η κατσαρίδα του Κάφκα με μαζεμένα τα πόδια κάτω από το κρεβάτι. Νιώσε όλη την υπαρξιακή αγωνία. Κι έλα μετά στον εαυτό σου. Η τέχνη, δεν είναι μόνο συγκινήσεις. Είναι ο τρόπος που βλέπεις την ζωή. Αυτός ο άλλος τρόπος εν τέλει είναι η ομορφιά, αυτός ο τρόπος που δεν ξέρεις να βιώνεις την καθημερινότητα, γιατί ή γεννιέσαι με αυτήν ή όχι. Αυτός ο τρόπος δεν έρχεται με την πνευματική καλλιέργεια, δεν έρχεται χρησιμοποιώντας μια ξύλινη γλώσσα που σαν σκοπός τελικά είναι ο ναρκισσισμός . Ο τρόπος που βλέπει την ζωή ένας καλλιτέχνης, είναι πολύ περίεργος. Έρχεται από μέσα του κι όλα τα βλέπει διαφορετικά. Κάτι άλλο ωθεί το μολύβι να γράψει, ένας άλλος υποβολέας. Η τέχνη είναι ο τρόπος να εκφράζει ο άνθρωπος το σύμπαν. Αυτό...

Ζωή σε βάρδιες, εναλλάσσονται την ημέρα και την νύχτα. Κινούμαι ανάμεσα σε καλά οργανωμένα σφαγεία της ανθρώπινης διάθεσης. Ψωμί κι αλάτι ,όσα είπαμε. Ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα ,κάποιες σπάνιες φορές, το παίρνω σαν γεύμα. Αρκετό αυτό, για να αντέχω την συντριβή μου. Οι έννοιες της σχετικότητας και της αμοιβαιότητας κοιμούνται στον κήπο των αιδοίων, γυναίκες με μακριά μαλλιά ως την μέση θυμούνται την Ιουλιέτα. Την Ιουλιέτα, που οι ίδιες σκότωσαν παριστάνοντας την θηριωδία της βίας στο αίμα τους. Μεγάλωσα με γάλα στο ψωμί και ζάχαρη, γι αυτό ποτέ δεν φανταζόμουν τέτοιες στιγμές της ανθρωπότητας. Άρρωστη βαριά η ανθρωπότητα σέρνεται στα γόνατα. Η έλλειψη ευχαρίστησης των ανθρώπων ίσως να είναι εγγενής. Ας είναι! Εγώ θα υπάρχω όπως ήρθα, αθέατη και ορατή, με ότι πιστεύω. Δεν έχω ένα όνομα δια βίου, αυτοκαταργήθηκε, μόλις μύρισα τις νεραντζιές στην πόλη, την εποχή της Άνοιξης. Και οι αυτοκρατορίες των στύσεων κατέρρευσαν καθώς αιματοβαμμένα κορίτσια τις δάγκωσαν και τις έφαγαν. Εκεί ήμουν, όταν όλα άλλαξαν, και πρώτα από όλα ο έρωτας και η αγάπη. Αποδημώ στον θάνατο πιο ελαφρά από ότι νομίζεις. Ψωμί κι αλάτι, όσα είπαμε. Που είσαι; Ακόμη αντέχω, αλλά καμιά αντιπαροχή δεν αποδέχομαι στο όνειρο.. (Βραδυπορία)

Σάρκα από την σάρκα μου μοιάζεις, ατέλειωτες γραμμές, παράλληλες από Αιγαίο Πίνω το μέλι και το κρασί σου σε ώρα λιγομίλητη Να ανάψεις το φως, να με δεις τώρα Τα μάτια μου, ναυαγούν μπροστά σου Ο έρωτας είναι μύστης και βίος κολασμένος, καρπίζει μονάχα για τους γενναίους... Όσα ζήσαμε θα μιλήσουν μόνα τους, ώρες εμπρηστικές και θεικά μοιρασμένες στους αθώους Αθώοι να είμαστε και πνιγμένοι από φρέζιες Αυτή η Άνοιξη δεν μπορεί να περιμένει άλλο τον πνιγμό της Θα την κεράσω σε αυτούς που πόνεσαν Για να μπορείς να πονάς και να αγαπάς, χρειάζεται να βλέπεις, αυτό έλεγα από παιδί στο πάρκο, ενώ με έπνιγε η ζωή στην ανάσα μου Καιγόμουν, και δεν ήξερα τι σημαίνει,μόνο τα κυπαρίσσια ήξεραν και το λέγανε κρυφά μεταξύ τους Ζω σαν να πεθαίνω Σάρκα από την σάρκα μου το ξέρεις.. Οι παλιές πληγές θεραπεύονται με νέες.. ( Σάρκινο )

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014


Το δωμάτιο, μισό κίτρινο από το εισερχόμενο φως του απογεύματος, τα φύλλα των δέντρων μαζεμένα γύρω από τα πόδια της διαχέονται. Ετούτη η κολυμπήθρα του χρόνου είναι ωραία... Άνθρωποι από χυμένα μετάξια μαζεύουν τις δυνάμεις τους μαζί της δίχως να το ξέρουν. Κανείς δεν ξέρει τι φέρνει το κάθε δευτερόλεπτο. Στην επόμενη μισή ώρα ίσως να είσαι βαθιά ερωτευμένος. Στη επόμενη μισή, μπορεί να είσαι νεκρός. Ω, άγια ποίηση των ανθρώπινων σχημάτων μπροστά στα μάτια της γυναίκας που φτιάχνει πορτρέτα. Ω, άγιες νύχτες γυμνές από την παρατήρηση, νύχτες γερμένες μακριά από τους λεπτοδείχτες. Τα σώματα είναι γυμνά. Φωτίζονται από το ηλεκτρικό φως του δρόμου. Η μαγεία των ανθρώπων θα έσωζε τον Προμηθέα. Λάβετε, φάγετε, γευτείτε,πιείτε, ηδονιστείτε μακριά από την έπαρση των θέλω, των ξέρω, των αν και αν και θα και μήπως, από τα διότι, από τους κανόνες.. Η γυναίκα λατρεύει τον εραστή της, του δίνεται σαν ένα φρούτο του δάσους. Αυτός θα την ανοίξει βάζοντας την να ζήσει για λίγες ώρες μέσα σε έναν υγρό κόσμο.. Είμαστε δονήσεις που ενώνονται στον αέρα. Τεντωμένα τόξα που βρίσκει το ένα το άλλο. Ένας όμορφος άντρας στην Βαρκελώνη πίνει σανγκρία και σκέφτεται μια γυναίκα που του ξύπνησε την μνήμη της ομορφιάς. Αυτός ο άντρας είναι ένα αντρικό μαργαριτάρι. Ακούει την Etta JAMES κι επιθυμεί βαθιά την κατάργηση της απόστασης. Ένας άλλος άντρας που θυμίζει γάτο του δρόμου χύνεται σε κόκκινα σεντόνια με μια γυναίκα που παραδίδεται σε ατέλειωτα υγρά φιλιά. Μεγάλα, υγρά φιλιά σε σαρκωμένα στόματα. Έχουν γνωρίσει τους ανθρώπους από την καλή και την ανάποδη. Αυτό που θα μείνει είναι πως θέλησαν να γίνουν ένα. Είναι υπέροχη αυτή η κολυμπήθρα του χρόνου. Ελευθερία είναι να αφήνεσαι στις στιγμές και να ζεις το κάθε λεπτό σαν να είναι τελευταίο. Υπεράσπισε την ζωή σου. Υπάρχει ατέλειωτη ομορφιά και μαγεία. Μόνο να λυπάσαι τους καχύποπτους, αυτούς που φαντάζονται εχθρούς να τους καρφώνουν πίσω στην πλάτη. Ανέραστοι και δυσκοίλιοι από κούνια. Μαζεύουν μίσος και φθόνο σερνάμενοι σαν φίδια. Υπεράσπισε την ζωή σου. ΖΗΣΕ!

Στο Μπραχάμι, έξω από τα σπίτια ήταν χωματόδρομοι, όταν έβρεχε, το χώμα έμπαινε στις αυλές. Η τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι, μια κουρτίνα έκρυβε την τρύπα , όλη η τουαλέτα ήταν μια γαμημένη τρύπα. Η Αντιγόνη έπαιζε με δανεικές κούκλες στην αυλή, μέχρι την ώρα που ο κυρ-Παντελής θα εμφανιζόταν με το τρίκυκλο. Έμπαινε στην καλαθούνα και αφηνόταν στο φύσημα του αέρα. Έκαναν μια μεγάλη βόλτα και έπειτα ο ΚΥρ-Παντελής έπιανε να της λέει ιστορίες. Μεγάλες ιστορίες, ικανές να την κάνουν να ξεχνά την τρύπα της τουαλέτας. Πολλές φορές σκεφτόταν πως θα την ρουφούσε μέσα της εκείνη η γαμημένη τρύπα. Στεκόταν από πάνω της και της έβγαζε την γλώσσα προσπαθώντας να νικήσει τον φόβο της. Εκεί, γύρω στα πέντε , κατάλαβε πως ο φόβος είναι μια ρουφήχτρα.. Η μητέρα έλειπε όλη μέρα, έπρεπε να δουλέψει για να μπορέσουν μια μέρα να φύγουν από εκείνη την φρικτή τρύπα της τουαλέτας. Η Αντιγόνη, μεγάλωνε μόνη της. Είχε φίλους και φίλες αλλά πιο καλά τα πήγαινε με τις κούκλες της και τα αγόρια. Έπαιζε θέατρο στα αγόρια με τις κούκλες και αυτά αντί να βαριούνται άφηναν την αυτοσχέδια μπάλα και την άκουγαν ώρες ατέλειωτες. Επινοούσε ιστορίες για να κρατά το ενδιαφέρον τους, ελλείψει αγοριών έρχονταν και τα κορίτσια στην παρέα και το αυτοσχέδιο κοινό μεγάλωνε. Η Αντιγόνη είχε μνήμη δυνατή, θυμόταν όταν κοντά στα τρία της χρόνια η μητέρα της μπήκε στο νοσοκομείο. Ήρθαν οι θείες της και την πήραν, ήταν τόση η βιάση και η αγωνία που την ξέχασαν στην κούνια. Έφτασε το απόγευμα πια, όταν η μητέρα της, συνήλθε και την αναζήτησε. Οι θείες κοιτάχτηκαν έντρομες. Έτρεξαν στο σπίτι περιμένοντας να έχει ξεσηκώσει το παιδί την γειτονιά στο πόδι. Αντί γι αυτό η Αντιγόνη είχε κατέβει από την κούνια, είχε βρει ένα πακέτο χαρτοπετσέτες και τις είχε κάνει στριφτά κομματάκια. Κομματάκια απλωμένα παντού να παίρνουν τον φόβο και τον πόνο της μοναξιάς. Στριμμένα κομπιασμένα χαρτάκια. Απλωμένα στο δωμάτιο. Στο θέαμα αυτό η μια από τις θείες ξέσπασε σε κλάματα. Η Αντιγόνη σαν ερχόταν η νύχτα κοίταζε έξω από το παράθυρο τα άστρα. Μπορούσε να απλωθεί στον ουρανό. Κι αυτό την γέμιζε. Μόνο μια μέρα ξεχάστηκε, κοίταξε την τρύπα στην τουαλέτα και είδε ένα τέρας κατάμαυρο να βγαίνει από αυτήν και να προσπαθεί να την πάρει μαζί του. Μόνο τότε βγήκε τρέχοντας στην αυλή και άρχισε να κλαίει δυνατά. Τα παιδιά είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους. Αυτή, πολλές φορές έβαζε ένα σημάδι στο μυαλό της, άνοιγε την πόρτα της αυλής και έβγαινε έξω, περπατούσε γύρω από τα τετράγωνα και γέμιζε σκόνη από το χώμα. Και λυπόταν τα παιδιά που ήταν κλεισμένα μέσα.. Και χαιρόταν που πάντα έβρισκε τον δρόμο.. Εκείνο το γκρίζο απόγευμα που έκλαιγε στην αυλή φοβισμένη και μόνη την άκουσε ο κυρ-Παντελής. Ήρθε και την αγκάλιασε, την πήρε στο σπίτι του και έβαλε στο πικ-απ έναν δίσκο. Τέτοια μάτια Αντιγονούλα μου δεν κάνει να κλαίνε, κι άκου με εμένα, τέρατα δεν υπάρχουν, τα φτιάχνουμε εμείς όταν νιώθουμε μόνοι πότε πότε. Κι όταν πονάμε. Το παιδί περίπου κατάλαβε. Τον είδε να βάζει κρασί στο ποτήρι του και άρχισε να τρώει λίγη σοκολάτα που της έδωσε. Μπήκε στο τραγούδι και το φχαριστήθηκε. Πολύ το φχαριστήθηκε. Ήταν πέντε χρονών. Τώρα πια μεγάλη και μητέρα θυμάται ακόμη εκείνο το τραγούδι και το τρίκυκλο. Μα θυμάται και την γαμημένη την τρύπα. Πάντα υπάρχει μια γαμημένη τρύπα..

Ο αδελφός μου, είναι ένα σύννεφο που φτύνει καρπούς Μαλακώνει τα άγρια λουλούδια Αγαπά να με αντέχει Ο αδελφός μου έχει πολλά πρόσωπα, γίνεται αντιλόπη, και λιοντάρι γίνεται Κι όλα τα κάστρα, σαν ανεβαίνει με δαυλούς, μου αφήνει μια ανάσα Κι όταν γράφουμε αράδες σε μπλε τετράδια, καρδιές δελφινιών είμαστε Η αγάπη είναι συνεχής κόπος, και τρόπος είναι, χωρίς έλεος Λέμε, μια ημέρα θα κατακτήσουμε τον κόσμο Τότε, σαν ο κόσμος θα έχει κατακτήσει εμάς.. Ο αδελφός μου είναι από άλλη μήτρα και σπέρμα Αλλά αυτό που μας δένει, είναι πέρα από αυτά, αυτά είναι σαν απόνερα στην θάλασσα που κολυμπάμε. (Του αδελφού μου)

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014


Αυτά που γράφω, δεν είμαι μόνο εγώ είναι κι ότι θα ήθελα να είμαι ή να είναι. Μην λες στον εαυτό σου με κατάλαβες, κομπάζουν οι άνθρωποι σαν λένε από τις λέξεις πως κατάλαβαν. Αγαπώ αυτά που γράφω ,αλλά ως εκεί. Αγαπώ όταν τα γράφω. Μόλις τελειώσουν, έχουν πάρει τον δρόμο της φυγής.. Μου αρέσει κι εμένα να φεύγω. Οι άνθρωποι με τις πολλές εμπειρίες είναι σαν τις δικογραφίες, τείνουν να βρουν κοινά χαρακτηριστικά και ή να βγάλουν τα πορτρέτα ένοχα ή αθώα. Αλλά κάθε ταύτιση με ένα άλλο πρόσωπο θα ήταν άδικη. Οκ, καταλάβαμε. Δεν διαλέγετε τον πιο εύκολο δρόμο. Απλές διαδικασίες, απλές καταστρατηγήσεις και εκριζώσεις. Μα εσείς εκεί, αγαπητέ εαυτέ μου. Να κουβαλάτε το σαράκι μέσα σας. Να παλεύετε με τα απάτητα. Ακούστε με κι εμένα. όλα είναι ένα ψέμα. Από συνήθεια ή διαστροφή. Στο μεταξύ υπάρχει και το αυτοψέμα, το λέτε εσείς μόνη σας σε εσάς για να εξυπηρετήσει τα όνειρα σας. Ε, αγαπητή μου, τα όνειρα σας γέρνουν.. Πείτε το σε κάθε νεκρό και σε κάθε ψώνιο που παριστάνει τον νεκρό. Λοιπόν, θα σας κάνω ένα πορτρέτο. Κι ας γέρνετε λίγο πότε πότε. Μετεωρισμός λέγεται, το έχουν οι ονειροπόλοι... Δεν γαμιέται, ας αφήσουμε τις ευγένειες. Τουλάχιστον εαυτέ μου είμαστε φίλοι πια.. Γελάμε μαζί πότε πότε.. Ελάτε μαζί μου, κοιτάξτε εκεί, χωματερές και άνθρωποι μαζί.. Δεν βαριέστε, εσείς κι εγώ τα λέμε, χρειάζεστε και άλλους; Ναι; Και άλλους; Οκ, θα σας ρίξω μια αρχαία τράπουλα, θα καλέσω και τον αρχαίο μάντη και θα τα πούμε. Ω, ξέρω, νιώθετε λίγο κούραση. Το ίδιο κι εγώ. Καληνύχτα. Μην είστε εγωίστρια, εκτός κι αν αυτό σας φανεί χρήσιμο στην διάρκεια της σφαγής... Σας φιλώ. Πόπη

Καίω το τελευταίο μου χαρτί .Δεν χρειάζομαι καβάτζες. Δεν με ενδιαφέρει κανένα μέρος νίκης. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να εκτεθώ διαφανής και ακέραιη. Ναι, ακέραιη. Αυτή είναι η δική μου <<αθανασία>>. Καίω το τελευταίο μου χαρτί. Καίγομαι μαζί με τις πεταλούδες. Καμία δεν αφήνω να θρηνήσει. όλες χαίρονται. Ναι, κάποιος με είδε κάτω από το αόρατο πέπλο μου. Κάποιος συμπάσχει μαζί μου και χαίρεται. Όταν μιλάω στην Αντιγόνη, της επισημαίνω την τάση της να ερωτεύεται <<αλήτες>>. Πιστεύει πως η <<αλητεία>> έχει ένα απεριόριστο <<ρεπερτόριο>>. Της λέω πως αυτό είναι λίγο μύθος.. Αυτό ίσχυε κάποτε. Για μένα<< αλητεία>> είναι να ξημερώνες με φίλους μετά από ατέλειωτες κουβέντες, να κλείνουν τα μάτια σου μετά από σωματικές και πνευματικές εξαντλήσεις. Πολλοί την πατάνε με αυτούς που παριστάνουν κάτι άλλο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Νομίζω πως αυτή είναι η <<σύγχρονη αλητεία>>. Καμία άφεση σε αυτούς. Υπάρχουν πρίγκιπες, Υπάρχουν πριγκίπισσες. Γιατί υπάρχουν γενναίοι. Καίω το τελευταίο μου χαρτί. Υπάρχει φυσικά η φωτιά και η καύση. Αλλά μετά υπάρχει ξανά η αναγέννηση. Ξανά. Ξανά. Ξανά. Κατάλαβες; Η ευτυχία είναι ένα μέρος από εμένα. Πλέον. Καίω το τελευταίο μου χαρτί. Κανείς δεν μου διαβεβαιώνει πως θα βρω άλλο. Κι αυτή η μη διαβεβαίωση είναι από τις μεγαλύτερες ηδονές. Πληρότητα

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014


Περί μαγείας Αγαπημένε μου, όταν κοιμάσαι, σβήνω τα αστέρια, ένα ένα, για να μην ακροβατούν με την λάμψη τους κάτω από τα κλειστά σου, βλέφαρα. Τα αστέρια, όταν σβήνουν κάνουν έναν απαλό ήχο σαν να τρεμοπαίζει ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Τον έχω ακούσει καθαρά και ήρεμα. Αγαπημένε μου, υπάρχει ένας κόσμος που δεν μεταφράζεται με λέξεις, δεν υπάρχει η λογική των σκέψεων, δεν υπάρχει η ρουτίνα του ανθρώπου που ενδύεται ένα κουστούμι ή ένα πρόσωπο που θα σταθεί στην μάχη με τους άλλους νικητής. Σου αρέσει να βγαίνεις νικητής λες, και πάντα βγαίνεις. Φυσικά ξέρω πως αυτό δεν είναι το κίνητρο σου, απλά διακρίνω μια αγωνία. Εμένα δεν με νοιάζει να κερδίσω ή να χάσω. Με νοιάζει να μην με αγνοούν, με νοιάζει κατάσαρκα να με αγαπούν. Όχι με το να είμαι αρεστή. Όχι να με αποδεχτούν. Να με αγαπήσουν ζητώ. Και αυτό κάνω, αγαπώ. Αγαπώ όλες τις ιδιότητες των ανθρώπων, με αυτούς που δεν θα μπορέσω να περπατήσω στον ίδιο δρόμο είναι οι δερβίσηδες. Εννοώ αυτούς που γυρνούν γύρω από τον εαυτό τους και εξηγούν τα πάντα με γνώμονα τον εαυτό τους. Καμία πρόοδος λοιπόν, καμία έκπληξη από αυτούς. Αγαπημένε μου, όταν είσαι νευρικός θέλω να σε κάνω να θυμώσεις, να βγάλεις αυτόν τον πυρετό μέσα από το αίμα σου. Υπάρχει η μαγεία των πραγμάτων, υπάρχει η μαγεία των ανθρώπων. Η μαγεία είναι βραδύτητα. χρειάζεται χρόνο να επωάσει τα φίλτρα της. Χρειάζεται ελευθερία και πίστη στις δυνάμεις της. Έτσι, ένα φρικτό βράδυ χειμώνα, που μόλις έχεις χωρίσει, από το τηλέφωνο, βγαίνεις έξω, περπατάς και η καρδιά σου βγαίνει έξω από το στήθος σου. Γεμίζει με το κόκκινο χρώμα της το ρούχο σου. Ψελλίζεις δυνατά. Έχεις ψελλίσει δυνατά; Και καθώς επιβραδύνεις τον ρυθμό που τρέχει η λύπη σου καθώς γίνεται απόγνωση, τότε ακριβώς ζητάς ένα απαλό χάδι. Κάποιος να αγγίξει την πληγή σου. Δεν είναι κακό να δείχνουμε τις πληγές μας... Και καθώς αφήνεις αυτό το αιματοβαμμένο δάσος να ξεπηδήσει από μέσα σου, τότε ακριβώς, τότε ακριβώς κάποιος άγνωστος σε ακούει και σε νιώθει. Βγάζετε μαζί τα στήθια σας και τα αγκαλιάζετε. Και δεν είσαι μόνος, ξαφνικά δεν είσαι μόνος σε αυτόν τον παγωμένο Βοριά της λύπης. Αυτό γίνεται από τότε που υπήρξα σαν παιδί. Άκουγα αυτόν τον αόρατο κόσμο να τρέχει κάτω από τα πόδια μου. Οι αισθήσεις μου βάθαιναν και άνοιγαν σαν κάλυκες από λουλούδια. Μαγεία βρίσκεις επίσης στα ζώα. Ξέρεις; Και τα ζώα γελούν . Σε καταλαβαίνουν πότε είσαι συννεφιασμένος κια πότε κολυμπάς με απλωτές στην ευτυχία. Η ευτυχία είναι πρόσκαιρη, η λύπη κρατά πιο πολύ. Όμως αυτό το μαθαίνεις, την μαγεία οφείλεις απλά να αρχίσεις να την αναγνωρίζεις. Δεν είναι αφορισμοί. Δεν είναι ευχολόγια. Είναι ένας αόρατος συγχρονισμός με τον τρόπο που δονείται το σύμπαν.. Δένεσαι με τις κλωστές του κι αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πως σου έρχονται άγνωστες πληροφορίες. Για άγνωστους ανθρώπους. Για γεγονότα που θα συμβούν. Για γεγονότα που συνέβησαν σε μια χρονοφυσαλίδα. Οι άνθρωποι μας αγαπούν. ΜΑς απορρίπτουν από φόβο ή ότι. Χάνουμε μάχες ή μας την φέρνουν. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να διατηρείς την γνησιότητα σου. Να μην γίνεις ένα αντίγραφο του εαυτού σου ή κάποιου άλλου. Ο Νίτσε είπε ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Συμφωνώ απολύτως. Αγαπημένε μου, αγάπα τις πληγές σου. Δεν υπάρχουν υπεράνθρωποι. Οι πραγματικά δυνατοί άνθρωποι είναι αυτοί με τις λεπτές αντένες. Οι ευαίσθητοι που δεν έγιναν πέτρα για να προστατέψουν αυτήν την ευαισθησία. Πάτα με. Η μαγεία έχει ξαναβρεί την λαμπερή θέση της στην ζωή μου. Κάτι μαζικές απογοητεύσεις με είχαν απορυθμίσει και δεν την άφηνα να μου μιλήσει. Αγαπημένε μου, αγαπάς τα ζουμπούλια; Αγαπώ να τα τοποθετώ στα κοιμητήρια. Τα κοιμητήρια κρατούν την σιωπή που χρειάζεται η πόλη. Κι η σιωπή έχει μαγεία. Μαγεία είναι να βλέπεις έναν σκύλο να σου χαμογελά γιατί τον τάισες σουβλάκια.. Αγαπημένε μου, η ευγνωμοσύνη είναι ένα κομμάτι μαγείας. Αν αφήσεις αυτήν την αίσθηση να γεμίσει όλο το μέσα σου τότε θα καταλάβεις πόσο μάταια είναι όλα τα άλλα. Αυτά που κυνηγούμε σαν καρότα για να λέμε πως είμαστε άνθρωποι. Ο άνθρωπος είναι ουρανός, θάλασσα και γη. Αν δεν ήταν όλα αυτά, τότε δεν θα μπορούσε ούτε ένα λεπτό να αντιληφθεί πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος πίσω από αυτόν που βλέπουν τα μάτια. Με αφοσίωση Γκρέτα

Ένα κρεβάτι, δίπλα σε παράθυρο. Έξω από το παράθυρο, ταξιδεύουν τα σύννεφα σε πυκνούς σχηματισμούς. Ένας γέρος σηκώνεται από το κρεβάτι. Μια γάτα έρχεται τρέχοντας και τρίβεται στα πόδια του. Νησί της άγονης γραμμής στην άκρη του Χειμώνα. Ο γέρος παίρνει ένα μαντήλι μέσα από έναν παμπάλαιο μπουφέ και το μυρίζει. Κάποτε ανήκε στην γυναίκα του. Τραντάζεται από λυγμούς. Ανάβει ένα καντήλι , ακουμπισμένο επάνω στον μπουφέ. Ανοίγει έπειτα το παράθυρο και μπαίνει ο Βοριάς απότομα. (Ώχου μάνα μου), ψελλίζει. Κλείνει γρήγορα το παράθυρο. Αν θες να δεις τι σημαίνει μοναξιά να ρθείς στα νησιά της άγονης έναν Χειμώνα. Και να αντικρίσεις τα μάτια ενός τέτοιου γέρου. (Αφοσίωση)

Η αυλή έκλαιγε, η μάνα κρεμασμένη στην πόρτα να κοιτά Κι ο πατέρας σκληρός να φαίνεται, όμοιος με τις πέτρες του χωριού Μια σάπια βαλίτσα στα χέρια των πέντε παιδιών που φεύγουν στην πόλη Και χίλια μυστικά ραμμένα στα στόματα τους Όπως (γιατί δεν έκλαψες πατέρα στην φυγή μας) Ραμμένα σύμφωνα, ρήματα κι επίθετα στην γλώσσα Όπως (πονάω που σε αφήνω μάνα) Πέντε παιδιά, πέντε χελιδόνια στον βαμμένο μαύρο ουρανό Το πρώτο μεροκάματο στα δέκα τους χρόνια, στον πατέρα θα στείλουν Κι ύστερα μεγάλα πια ,σε ένα φέρετρο θα τον κλάψουν όλη την νύχτα Στην ίδια την αυλή που ξανά θα κλαίει Στους τόπους της φτώχειας, οι άνθρωποι μαθαίνουν στα παιδιά τους να λένε, η ευτυχία είναι ψέμα, μην το πιστέψετε ποτέ σας από κανέναν... Τα πέντε παιδιά ακόμη μυστικά ραμμένα είναι. Πότε στις τσέπες, πότε στις ντουλάπες τα κρύβουν Και σπάνια θυμούνται , μαθαίνουν μονάχα να αντέχουν...