Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν το μπλε
να κουρνιάσουν πάνω του σαν μεθυσμένοι κότσυφες
σαν την τρύπια ράχη ενός βουνού ρακένδυτου
σαν την μεταλαβιά ενός αδέσποτου παπά
....
Γύριζαν στα τοπία αδημονούντες
πεταμένη κάπου στο κενό η ασπίδα του Αχιλλέα
κι ο τυφλός ποιητής την ντύθηκε κατάσαρκα
τον ξεκούφαινε ο ήχος της τις νύχτες τις κίτρινες
....
... Μα πολλοί ήταν που ήθελαν το μπλε
.....
Και πως να φανεί η απλότητα κι η γενναιότητα σαν τα μάτια δεν αντέχουν,
αν κρύο κουφάρι η γλώσσα και τα μάτια τρύπες, γεμάτες υπολείμματα γκρεμισμένων στιγμών
.....
Διατείνεσαι πως το είδες,
πως το άγγιξες με ακροδάχτυλα-λίμνες
με φωνή σιωπηλή μα σίγουρη πως ξεπέρασε τα σκοτάδια
.....
Μα τόσο απλό να το δείς,
αρκούσε να κρατήσεις έναν λυγμό μιας κοπέλας παρθένας,
αν έβλεπες τα στήθια της να οδηγούν με τους δείκτες τους
τα κουπιά της βάρκας ενός άντρα γυμνού μέσα στο μισοφέγγαρο
.....
Αν μπορούσες να ακούσεις την οδύνη της μητέρας σου
την πρώτη στιγμή που σε έλουζε το φως,
αν τίποτε δεν θυμόσουν από τον πόλεμο τον πρώτο,
μεταξύ ανθρώπων και ζώων,
αν σου αρκούσε να μάθεις να πετάς
και να ξαναφέρεις στην μνήμη τα πανάρχαια πόδια σου,
τότε που μεμβράνες στόλιζαν τα νύχια σου
.....
Είναι τόσο πολλά τα αν που τα πνίγουν τα διότι
κι οι ιδιωτείες οι σαθρές,
τουλάχιστον να φανταζόμασταν πως ζήσαμε με μπλε
.....
Κι η κρούστα της ευγένειας θα άλλαζε την πέτσα μας
που πιό σκληρή μοιάζει από αυτήν που φορά το λιοντάρι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου