Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Τίποτε δεν υπάρχει πέρα από το δωμάτιο της ταράτσας,
μόνο ένα λευκό μαργαριτάρι στο πάτωμα, ένα πουκάμισο κι ένα φουστάνι στην ντουλάπα, κρεμασμένα άστατα.
Οι ένοικοι του σπιτιού φυγαδεύτηκαν για πάντα, μια Κυριακή σκυφτή σαν ηλικιωμένη.
Καπνίσαμε ένα τσιγάρο κι ήπιαμε λίγο ουρανό.
Οι ΔΕυτέρες θα είναι άγριες από εδώ και κάτω.
Η ταράτσα γκρεμίστηκε από έναν εργολάβο.
Έτσι αγάπη μου ξεκίνησαν τα ...χαλασμένα των ανθρώπων.
Μικρές κουκίδες στον παγκόσμιο χάρτη, σαν σκατά ενός ελέφαντα πικραμένου.
Αυτός που τώρα έγινε μυρμήγκι.
Μα ο θρήνος δεν ήρθε, ο θρήνος υπάρχει από κάτω, αν είχε υπάρξει μια ελπίδα θα υπήρχε και για εμάς τώρα.
Μάτια ξεπλυμένα και βαριά στο σκοτάδι μετράνε δεκάρες.
Κάποιος τους παραμύθιασε πως ήταν λίρες.
Ο μύθος λέει πως ο Άρης ήταν θεός του πολέμου.
Τώρα φορά ένα ρούχο φθαρμένο και ζητιανεύει τις παλιές ημέρες.
Τότε που ο μόχθος γύρευε ήλιο και μπέσα.
Έτσι την έβγαζαν τότε οι άνθρωποι.
Παξιμάδι, ντομάτα, θυμάρι, λάδι και ρίγανη.
Κι ο έρωτας παντού σαν φύλακας άγγελος.
Μέχρι την ώρα που όλα τα γκρέμισε η μόμα.
Κι ο καθρέφτης του κόσμου κλάπηκε...
Αυτό που υπήρξε τώρα δεν υπάρχει...
Στα χαλάσματα θα σε βρώ μια άγια ημέρα.
Τότε που η μνήμη θα υπάρχει...

(Τα χαλάσματα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου