Τρίτη 13 Αυγούστου 2019


Όταν έρχομαι στο νησί αγριεύω, πίνω ποτά με ρυθμούς αλόγου σε καλπασμό, παίρνω την Κίκο στα χέρια μου και προσπαθώ μάταια να της δείξω πως έχω στις παλάμες μου όλα τα αγγίγματα των ηλικιωμένων αντρών με την τραγιάσκα. Ότι ο βασιλιάς Έλβις ζει ακόμη στο στήθος μου μαζί με όλους αυτούς που κάηκαν νωρίς. Ζω στα βράχια, τα νησιά με κυκλώνουν ασύστολα με τον ήλιο να με γδέρνει επιτακτικά. Ζω χωρίς την συστολή της πόλης κι έχω όλη την διάθεση να μην είμαι εγώ αλλά όλοι μαζί. Καπνίζω πολλά τσιγάρα ταυτόχρονα, ακούω μουσικές χωρίς όρια, η θάλασσα βρυχάται στο μέρος που κοιμάται εκείνη που κάποτε αγάπησα. Την αγάπησα γιατί δεν μπορούσε να με αγαπήσει, μετά από λίγο καιρό αυτό έγινε και τότε αυτόματα κατάλαβα πως άδειασα από την ανάγκη της αγάπης της. Ταίζω τις γάτες και κολυμπάω με τα ψάρια. Ζει ο Έλβις. Ο Έλβις ζει στις ΚΥκλάδες. Αρπάζει ένα δελφίνι με την δύναμη ενός Έλληνα αρχαίου ήρωα και ανεβαίνει επάνω του. Καίγομαι μαζί του εξαντλητικά. Τα εξαντλώ όλα στις ελιές. Εκεί θάβω τις στάχτες μου. Δεν θέλω να θυμάμαι πως είμαι άνθρωπος. Μα ξυπνώ το πρωί και αντιλαμβάνομαι με έκπληξη πως δεν είμαι παρά ένας σουμιές στο στρώμα. Και πάνω μου είναι ένας άγνωστος άντρας με μια γυναίκα που την λέει Κίκο. Και δεν μπορώ να ξεφύγω από τα αγκαλιάσματα τους και την έπαρση του έρωτα τους..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου