Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

H γυναίκα με την ρωγμή στο πάτωμα


Κρυώνει, όμως φοράει με τρεμάμενα χέρια τις μεταξωτές κάλτσες της νεκρής αδελφής της, περναει το λεπτό μαύρο φουστάνι επάνω της και κοιτάζει τον καθρέφτη. Αναμφίβολα ωραία και πρόθυμη μόνο για εκείνον. Αυτό ξεσηκώνει περισσότερο τους άντρες όταν την κοιτούν στον δρόμο, φορώντας το γαλάζιο της παλτό. Μυρίζουν σαν σκυλιά την προθυμία της για έναν. Κι αυτό τους εξαγριώνει. Περπατάει τον δρόμο σαν να φοράει φτερά στα πόδια, ήδη το αίμα της μαζεύεται και γυρίζει σαν αντλία στην σκέψη πως σε λίγο θα γεύεται τα φιλιά του. Κάθε φιλί τους είναι ο προθάλαμος του έρωτα. Δεκέμβρης κι η φιδογυριστή σιδερένια σκάλα τρίζει κάτω από τα τακούνια της. Η βροχή στάζει επάνω της, η υπόσχεση πως θα του δοθεί είναι καθαρή. Εκείνος μένει στο δώμα μιας ταράτσας. Όταν την αγκαλιάζει γίνονται ένα. Κάτι από Άνοιξη και Καλοκαίρι θριαμβεύει στο δωμάτιο. Οι ήχοι τους ταξιδεύουν στην κοιλιά μιας φάλαινας. Όλο το δωμάτιο γεμίζει από μια απαλή χρυσή αύρα σαρκοφάγου αγίου. Θα μπορούσε και να είναι ο εγκλωβισμός μιας μαργαρίτας μέσα στον πάγο. Η αλληλο κατασπάραξη δυο αιλουροειδών. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι η άγρια επιθυμία της να του ανήκει πάλι, μέχρι την επόμενη συνάντηση, όμως ζητάει από εκείνον να της ανήκει κι αυτός. Την βεβαιώνει με μια λαγνεία που ο άγνωστος μεταφραστής της ανθρώπινης ύλης θα το δει σαν ψέμα. Περνούν μέρες. Ξαφνικά, μια μέρα, κάτι μαύρο και πηχτό της αναδεύει τα σπλάχνα, κάτι την ανησυχεί, νομίζει το ξέρει. Η προδοσία δεν έχει χρώμα, είναι όλα τα χρώματα μαζί. Η σκιαγράφηση του σχήματος της είναι καθαρά θέμα προσωπικό. Και σε μια χώρα που λιώνει από την υποκρισία και την αγοραπωλησία αδυνάτων και παιχνίδια ισχύος των ισχυρών κανείς δεν θα δώσει σημασία σε κάποια ερωτική προδοσία. Όμως εκείνη έχει δώσει κάτι περισσότερο από έναν έρωτα στα σεντόνια. Έχει δώσει την ύπαρξη της ολόκληρη. Κοιμάται και ξυπνάει με το όνομα του παρακαλώντας άγνωστους αγγέλους να τον φυλάνε, να τον προσέχουν. Ο αγνωστικισμός της έχει νικηθεί από μια άλλη, ιδιαίτερη θρησκεία που λέγεται έρωτας. Αυτό που σε τρώει από μέσα ώσπου να σε νικήσει. Σαν αυτό της τέχνης.. Λοιπόν, έχει νικηθεί, το εγώ της βρίσκεται σε ένα άγνωστο δάσος. Αυτό το νικημένο πλάσμα βρίσκει την δύναμη να τον πάρει τηλέφωνο μέσα στην νύχτα, << θα με προδώσεις σύντομα και θα είναι μια γυναίκα που την ξέρω>>. Εκείνος γελάει, επιμένει πως αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γίνεται εύθικτος. Δεν την πείθει, όλη την νύχτα μασάει τα σεντόνια της. Την επόμενη μέρα, ανεβαίνει την φιδογυριστή σκάλα, ένα ακριβό, γνωστό άρωμα την αναποδογυρίζει χωρίς τον παραμικρό οίκτο .Την ξέρει, έχει ποζάρει γι αυτόν πολλές φορές. Τους ακούει να γελάνε, ένας άντρας γνωστός στα μάτια της , ρίχνει με χάρη στους ώμους μιας καστανοκκόκινης γυναίκας μια εσάρπα που προφανώς της είχε πέσει. Την φιλάει στο στόμα, αυτά τα φιλιά εμπεριέχουν και υλικές ανταμοιβές, θα τον βοηθήσει σε ότι της ζητήσει. Τον γνωρίζει. Είναι ότι έμεινε από εκείνον. Πόσο θα άντεχε σε εκείνο το δώμα με μια ηλεκτρική μικρή σόμπα; Είναι αυτό που έμεινε από εκείνον. Οι φιλοδοξίες του ήταν πάντα ισχυρές, έδωσε τον εαυτό της γνωρίζοντας το καλά. Τους χαιρέτησε μπαίνοντας στο μικρό δωμάτιο, ακόμη κι αυτό δεν έδειξε να την αναγνωρίζει. Εκείνος είχε απλά στα μάτια μια μικρή σταγόνα λύπης. Πέρασαν χρόνια, όχι πολλά ,έμαθε από τις εφημερίδες για έναν λαμπρό ζωγράφο που έκανε έκθεση στην Νέα Υόρκη και είχε μεγάλη επιτυχία, την ίδια που είχε ένας Έλληνας επίσης, σκηνοθέτης. Η Ελλάδα της κρίσης τώρα μεγαλουργούσε μακριά της.. Σκεφτηκε πως είχε ζωγραφίσει πολλές γυναίκες όσο ήταν μαζί της, αλλά όχι την ίδια. Δεν την άγγιξε τίποτε. Είχε αλλάξει το δέρμα της. Ζούσε σε ένα υπόγειο κι έκανε παρέα με ποντίκια κι ανθρώπινα ράκη. Άνοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι φτηνό κρασί και ήπιε.Έπειτα έδωσε την εφημερίδα στον άντρα που καθόταν δίπλα της κι έπινε κι αυτός. <<Μεγάλη περσόνα ο τύπος ρε Μίμη ,και δεν αξίζει φράγκο>>, του είπε νοιώθοντας το κεφάλι της να ζεσταίνεται από τις πρώτες γουλιές. <<Γιατί ρε συ Βικάκι; Τον ήξερες ποτέ;>> <<Τον ήξερα , εμένα όμως δεν κατάφερε να με κοροιδέψει, τους άλλους ναι. Μόνο σε ένα με κορόιδεψε, πως άξιζε να του δώσω τον εαυτό μου. Άκου ρε, ολόκληρος εαυτός να δοθεί σε ένα τίποτε ..>> Τώρα έσερνε τις λέξεις της και το βλέμμα της είχε θολώσει σαν το ψάρι λίγο πριν πεθάνει. <<Και σε τι δεν σε κορόιδεψε ρε Βικάκι θες να πεις;>> << Πως άξιζε κάτι ρε Μίμη, πως ήταν κάτι, ήταν αυτή η ρωγμή, αυτή η τρύπα που μπάζει νερά και προσπαθούμε να την καλύψουμε λέγοντας σκάσε ρε, σκάσε, εγώ θα του δοθώ γιατί αξίζει, η τρύπα μου το λεγε ρε Μίμη, ο τύπος δεν αξίζει μία, αλλά εγώ εκεί, δεν βαριέσαι>> Σηκώθηκε σαν βάρκα σε μποφορ που την βρίσκουν στο πλάι. Έβαλε φωτιά στην εφημερίδα κι άρχισε να γελάει, να γελάει, να γελάει ώσπου να σταματήσει απότομα σαν να μην έγινε τίποτε και ποτέ .Σιωπή, σαν από χιόνι. Μια ρωγμή στο πάτωμα. Αυτό της συνέβη, να νοιώσει πως είναι μια ρωγμή στο πάτωμα. Κι όλα κλείδωσαν σε αυτήν την εικόνα. Την βρήκα σε μια ψυχιατρική κλινική. Ήμουν ο γιατρός της και μάθαινα σιγά σιγά την ιστορία της. Με εμπιστεύτηκε αμέσως. Δεν της είπα ποτέ πως οι μεγάλες επιταγές που έπαιρνε η κλινική ήταν ευεργεσία κάποιου μεγάλου ζωγράφου που ζούσε στην Αμερική και πως είχε περάσει να την δει πολλές φορές. Είχε μια ασθένεια που δεν τον άφηνε να πιάσει πινέλο στα χέρια, αυτοάνοσο ήταν. Ζούσε από την κληρονομιά της πάμπλουτης γυναίκας του που είχε πεθάνει δυό χρόνια πριν. Τα έργα του δεν άξιζαν τίποτε, η κριτική στην στήλη μιας συντηρητικής εφημερίδας με μεγάλη απήχηση στην Νέα Υόρκη είχε επηρεάσει αρνητικά το έργο του μόλις άρχισε να συζητιέται σαν ένας αστέρας στην γέννηση του. Σκέφτηκα πόσο εύκολο είναι να γίνεις μια ρωγμή στο πάτωμα. Αλλά και πόσο δύσκολο! Σπανιότατο πια! υγ. μια απλή , απλοϊκή ιστορία επηρεασμένη από την κάλπικη λίρα, την γνωστή ταινία με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Χορν και την Έλλη Λαμπέτη σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου