Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019


Ω, ψυχή της ψυχής μου! Ρόδο μου άγριο και σεμνό, γέρνουν τα στάχυα το κεφάλι τους καθώς περνάς, και ένα κύμα τους με τον άνεμο ψιθυρίζει το όνομα σου. Φωτιά και πάγος είσαι, αδιαπέραστο πλάσμα στην τοξικότητα της κακίας , γεμάτο σφρίγος, ξεκουμπώνεις την καρδιά σου και στροβιλισμοί άστρων χύνονται ακατάπαυστα δυναμώνοντας τους χτύπους μου. Μοναδική η έκσταση που ντύνει τα μάτια και τα χέρια μου σαν σε φιλώ με αυτά, σαν σε ενδύομαι και πηγαίνω στην θάλασσα. Εκεί που σε πρωτοβρήκα να κάθεσαι αφήνοντας πίσω την σκόνη της πόλης. Ρίχνομαι με πάθος, χωρίς οπλισμούς στα κόκκινα και τα κίτρινα μάτια σου, φορώ μονάχα οπλές, να μπορώ κάπως να προλάβω τον τρόπο που κοιτάζεις. Καπνίζεις λάγνα στις σκάλες ανεβαίνοντας στην σοφίτα που είναι γεμάτη βιβλία. Εκεί ο άγιος Μπωντλαίρ μας περιμένει με την μελαγχολία του Παρισιού και τα άνθη του , μας κερνάει αψέντι, εκεί και οι τρείς χαιρετούμε την φωτιά των μαγισσών από μια άλλη εποχή και τρέχουμε δάκρυα και αδικία. Σε ρωτώ το όνομα σου, Νοέμβριος μου λες, και πέφτουμε επάνω σε μια φλοκάτη κόκκινη, ενώ γύρω μας λιβάνια και σανταλόξυλα τυλίγουν τα σώματα μας, ξέρεις εσύ πως σώμα και ψυχή μπορούν να γίνουν ένα, μα ξέρεις και τον τρόπο, αργά κι επώδυνα. Δεν είναι έρωτας όπως λένε όλοι οι αφελείς, είναι η επιμονή της ζωής, είναι η δύναμη να μπορείς να πέφτεις χωρίς φόβο στον γκρεμό που χάσκει μπροστά σου, είναι ο ίλιγγος του κινδύνου να αποχωρίζεσαι το εγώ σου. Γυμνός και ανεπιτήδευτος.

Ατέλειωτος ήλιος Ατέλειωτη βροχή Τίποτε δεν είναι κανονικό Τίποτε δεν είναι φυσιολογικό Ούτε καν η κακία , ούτε καν η αγάπη.

Εκείνη την Κυριακή ήρθες και με βρήκες χλωμός κι απέρριτος, είχες δάχτυλα χωρίς αποτύπωμα, κέρινα* με νύχια που κυλούσαν αποκόμματα εφημερίδων. 'Ελεγαν πως πέθανες, σε κοιτούσα και τα μάτια μου σε κύκλωναν , σαν μια κορνίζα από το παρελθόν στάθηκες στην με΄ση της πλατείας πληγωμένη από μια Άνοιξη που δεν ήθελε να φύγει. Μου έδειχνες την πορεία που είχαμε κάνει με τους άλλους κι όλα άλλαζαν* με σπασμένα εκμαγεία , άγγελοι διαρρηγμένοι και λωτούς φαγωμένους ,είχαμε πέσει στα γόνατα. Ότι ήταν να φάμε ο ένας από τον άλλο το φάγαμε, και χωρίς κρασί ,καθισμένοι κάτω από τις νεραντζιές της Αθήνας οφμαλοσκοπούσαν τα γεγονότα τα υπολλείματα μας. Είμαστε νεκροί ο ένας για τον άλλον, σου είπα. Γιατί έρχεσαι και με τυραννάς με αυτά τα μάτια που δεν έχουν πλέον εγκαρτέρηση, μόνο ακινησία και απάθεια. Κι εσύ σηκώθηκες τινάζοντας τα άνθη που είχαν πέσει στα μαλλιά σου, μπούκλες μελιές , γεμάτες ποιήματα και τραγούδια με φυσαρμόνικες. Θεέ μου , διερωτήθηκα πως γίνεται να σε πονούν έτσι οι νεκροί; Με κράτησες αγκαζέ και με έσπρωξες να περπατήσω δίπλα σου. Γύρω μας η βοή από τον κόσμο σε μια πορεία χωρίς σκοπό, έτσι ανερμάτιστοι και πικροί καταπίναμε το αίμα μας από την δαγκωμένη γλώσσα μας. Σε έσπρωξα, φύγε μακριά, φώναξα, αυτός ο κόσμος άλλαξε. Μας έπνιξε ο φανατισμός κι η ανοχύρωτη πόλη που κατάπιε τα σπίτια με τους ανθρώπους τους, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς τους ρουφούσε το άγχος. Κι εσύ αποφάσισες να φύγεις τραγουδώντας στίχους και ιστορίες για χαμένες ψυχές. Κι ένιωσα ντροπή και μοναξιά ατελείωτη. Δεν είχαμε να φάμε τίποτε πια ο ένας από τον άλλον. Μονο μια λερή απόγνωση πως κάποτε υπήρξαμε, Μάρτυρας μου η σκιά μου και το φως που με αφάνιζε, σε αγαπούσα. Σε αγαπώ ακόμη. Κι ας με κατασπάραξες πρώτος χωρίς την απόλαυση της γεύσης και της επίγνωσης. Πως έτρωγες έναν άνθρωπο κι όχι ένα λείψανο που απλά σου δόθηκε σαν μια αγοραία υπόσχεση. Κι ας είχα σκάψει την γη πενθώντας σε. Εσύ, ούτε μια σταλιά πένθος δεν κράτησες για εμένα. Ούτε λίγη ντροπή που δεν θυμόσουν το όνομα μου αλλά διέτρεξες τόσα χιλιόμετρα για να με βρείς. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Πιο νεκρή από τους νεκρούς. Κλώτσησα μια γόπα τσιγάρου στον δρόμο κι έφυγα.