Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018


Είναι πολλά που θέλω να σου πω, αλλά αυτός ο ήλιος μου απαγγέλει ένα σονέτο που φορά οπλές αλόγου. Θυμάμαι την ηλικία που υπήρχε εισπράκτορας στο λεωφορείο που μας πήγαινε στην θάλασσα. Τώρα μιλά μια ηλεκρονική φωνή αναγγέλοντας τις στάσεις. Αλήθεια, έχεις δει που υπάρχουν τα πρακτορεία αισθημάτων και πόσο διαφορετικοί είναι οι εισπράκτορες τους μεταξύ τους; Καθώς διασχίζω την πόλη κάνω πως δεν τους βλέπω, είναι αυτός ο ήλιος που με ζεσταίνει βλέπεις και ανθίζουν οι ελπίδες. Τις φτιάχνω μόνο μια αόριστη θετική υπόσχεση, δεν θε΄λω κάτι συγκεκριμένο. Τα όνειρα μου είναι πολλά στην διάρκεια της νύχτας, όταν έχουν άγχος τα ξεχνώ σε μια αποθήκη, στοιβάζονται σαν τσουβάλια που κρύβουν τρόφιμα. Μετά ακούω τα σονέτα , τις αυτοσχέδιες βόλτες των πνευστών και γαληνεύω. Δυσκολεύομαι να κάνω όνειρα, νομίζω πως τα όνειρα με κάνουν να λοξοδρομώ σε ένα αόριστο κάτι. Δεν θέλω κάτι, θέλω πολλά. Θέλω να μπορώ να είμαι οι οπλές του αλόγου, αλλά αν αφήσω αυτό το κάτι δεν θα μάθω ποτέ μου να καλπάζω καλά. Είναι πολλά που θέλω να σου πω , αλλά αυτός ο ήλιος φέρνει κάθε φορά ένα σπουργιτάκι στην βεράντα μου, τροχίζουμε με ελιγμούς τις φωνές μας. Πότε ένα πουλί, πότε ένα άλογο κάνουν την άφιξη μου στην γη λίγο πιο ζεστή. Με κρατούν γερά ,άλλοτε ιππεύοντας άλλοτε τραγουδώντας και πετώντας. Ξέρω πότε με σκέφτεσαι. Κι εσύ το ίδιο. Φυλάξου οταν θα δεις το απολιθωμένο δάσος, είναι άνθρωποι που δεν πέταξαν ποτέ, ειναι άνθρωποι -μηχανές. Ξέρουν μόνο να είναι εισπράκτορες

Κάπου μέσα σε ένα σύννεφο γιορτάζει σήμερα νοερά ο πατέρας, πληγές από σκέψεις χορεύουν γύρω, μα καθώς κάθομαι στον καναπέ που έχει πια γεράσει , τον ακούω, ακούω να λέει, -να προσέχεις παιδί μου, -προσέχω πατέρα, λέω, κι ύστερα ντροπαλά κοιτάζω το πάτωμα και σκιρτώντας από κάτι, σκέφτομαι , ποτέ δεν με ξέχασε ο πατέρας. Κι αμέσως ανοίγει το δωμάτιο σαν λουλούδι παρθένο, κανένα έντομο δεν το άγγιξε ακόμη.. -Μνήμη

Ο θεός να σε φυλάει από τους φίλους, είπε το άλογο στην γυναίκα κι εκείνη έπιασε το μάγουλο του και προσπάθησε να το γλυκάνει με ένα χάδι. Το χάδι ημέρωσε το στόμα του κι έπιασε να τραγουδάει ένα χαρούμενο τραγούδι. Έκρυψε η γυναίκα μια μικρή λύπη που της ήρθε από τα λόγια του και συγκεντρώθηκε στο τραγούδι. Μια μελωδία που βρέθηκε μέσα στο μούχρωμα ήταν ,και συναντούσε τα σταυροδρόμια της Σμύρνης. Γερά στην πλάτη της στάθηκε μια πεταλούδα,ένιωσε τότε μια κατάφαση των πάντων και γαλήνεψε. Ένα άλογο που τραγουδά Σμυρνέικα ,μια πεταλούδα ακίνητη στην πλάτη και μια γυναίκα δεν ήταν συνηθισμένο πράγμα. Γύρισαν κάποιες μαργαρίτες που ήταν καρφωμένες στην άκρη του δρόμου και άνοιξαν τα μάτια τους με έκπληξη, έπιασαν να χορεύουν μυστικά και το κάδρο έσβησε μόλις νύχτωσε πια.. -Πράγματα που σκέφτεσαι όταν βαριέσαι στην ουρά του Ο.Α.Ε.Ε για να κάνεις ανανέωση-

Μιλώ το όνομα σου ,όταν οι εγγαστρίμυθες σκιές μας , αποσύρονται στην ρέμβη τους.

Συναντιόμαστε στον δρόμο και κάνω πως δεν σε ξέρω. Επαναλαμβάνεις. Κι ας σαρώσαμε θύελλες. Η αλήθεια έγινε ζητιάνα κι εμείς δεν της δίνουμε πέρα από λίγα σεντς. .................................... Έτσι επιβιώνουν σήμερα οι άνθρωποι από την στιγμή που έσβησαν από την μνήμη το- δια ζώσης- χωρίς άνω και κάτω τελεία. ................................. Ο τόπος μας είναι ένας μαχαλάς όπου αυτός που τολμάει να πει την αλήθεια δημοσίως ,πρώτα σταυρώνεται ,και μετά σκοτώνεται. Σιγά σιγά και χωρίς να σκορπιστεί ούτε ένα αληθινό δάκρυ. Αυτό το ξέραμε από την αρχή, πριν την παιδική μας ηλικία. ................................. Από τότε που έγινες υβρίδιο, ο Λυκαβηττός με στενεύει. Με πνίξανε οι φιλοδοξίες σου, κάπως άκομψα και χωρίς καμιά σκέψη δεύτερη ,πουλήθηκες κι εσύ στις αγορές. Φόρεσες το πιό αθώο και γλυκό σου πρόσωπο κι άρχισες να μιλάς ατέλειωτα στους μελλοντικούς σου αγοραστές, τον χορηγό σου τον λυπήθηκα γιατί δεν ήξερε τι φρικτό είδος έγινες μετά την ένδεια της προηγούμενης ζωής σου. ................................ Τα λογίδρια σου ήταν αποτέλεσμα ενός κολάζ με εμμονές γεμάτες κορυφώσεις με λογοτέχνες, ζωγράφους , ποιητές , κινηματογραφιστές και πάντως όχι πολιτικούς. Αυτούς τους αντικαθιστούσες με τους φιλόσοφους. ..................................... Έπρεπε να με είχες ειδοποιήσει για τις επιλογές σου. Δεν είχα υποχρέωση να ξέρω που θα σε οδηγούσε εκείνη η γλυκόπικρη μελαγχολία σου, έπρεπε να παραδεχτείς πως οι φιλοδοξίες που έβλεπα στα μάτια σου ήταν αλήθεια. Τα άλλα ας τα άφηνες σε εμένα. ................................... 'Υστερα σε είδα να περιφέρεσα στον κόσμο με τις μνήμες μιας παράγκας που προσπαθούσε να γίνει ρετιρέ με χρώματα ώχρας ,κόκκινου και μπλε του κοβαλτίου. Ανίκανη ήμουν να δεχτώ αυτή σου την ήττα, κι όμως εσύ τώρα χαιρόσουν από την εφήμερη φήμη σου, χαιρόσουν που επιτέλους είχες έναν χορηγό καλοεκπαιδευμένο στις χορηγειες. ..................................... Όταν στο είπα άρχισες να πολεμάς την σκιά μου και να διαδίδεις για μένα πως πεθαίνω. Έγινες αυτός που έθαψε ένα μέρος από τα όνειρα μου. Αλλά κάποια στιγμή συνήλθα από την λύπη και προχώρησα. Αποχαιρέτησα το άδειο σου κουφάρι και συγχώρησα. Ας είναι ελαφρύς ο απόπατος που θα σε σκεπάσει, είπα από μέσα μου . ........................... Κάθε ημέρα βλέπω κι άλλα υβρίδια που σου μοιάζουν. Και η μνήμη συμπυκνώνεται όπως κι οι πληροφορίες. Γιατί ο μαχαλάς έχει πολύ ήλιο. Νιώθουμε τον ήλιο και ξεχνάμε τα βασικά. Πως το αίμα, τα σκατά και το σπέρμα εμπεριέχονται μέσα στον άνθρωπο. Τον άνθρωπο αφήσαμε πίσω. Τώρα συνομιλούμε με υβρίδια. Ελπίζω πως δεν θα τα αγαπήσουμε. Ύβρις

Ηχώ ένα σαξόφωνο. Ένας άντρας μέσης ηλικίας χτυπάει τα κλειδιά του. Οι ήχοι μπλέκονται αλύπητα μεταξύ τους μπροστά από την μπλε κουρτίνα. Τραβούν μπροστά τον χρόνο. Ο χρόνος μετατοπίζεται, ανοίγει για να φανεί το χάος σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Στέκομαι αμίλητη μπροστά σε αυτή την απλότητα. Και την κατάνυξη. Οι flappers χορεύουν με τον Francis Scott Fitzgerald , τα πνευστά τζαμάρουν με την ντραμς και το πιάνο κινείται στην μέση της σκηνής. Δεν γνωρίζω την ορθογραφία τους, νιώθω όμως την ορθότητα τους. Ηχώ ένα σαξόφωνο ενώ ταυτόχρονα σκέφτομαι λέξεις. Είναι στιγμές που θα πουλούσα στον διάβολο την ψυχή μου για να μπορώ μόνο να νιώθω κι όχι να σκέφτομαι. Να νιώσω ένα 24ωρο, κι όχι να το σκεφτώ. Η JAZZ είναι αυτό. Το να νιώθεις. Οι ήχοι καθώς μπλέκονται μεταξύ τους κι ανοίγουν τα πεδία αυτοσχεδιάζοντας ,είναι αυτό. Παύουν όσο διαρκούν τον αγχωτικό αιώνα, την αγχωτική ημέρα. Οι ώρες τρέχουν αλλά ενώ οι νότες επίσης τρέχουν κάτι παύει να κινεί την αγχωτική επίδραση της κορτιζόλης. Είμαστε ορμόνες και εικόνες λένε. Επιδράσεις και αλληλοεπιδράσεις. Λένε. Παλεύω να μην ξέρω τίποτε. Αλλά ακούγοντας τον ήχο μιας γάτας μέσα από το σαξόφωνο ξέρω πως ξέρω. Ξέρω πως άνθρωποι σαν τον Ντοστογιέφσκι δεν μπορούν να κοιμηθούν τα βράδια. Αναλύουν τον αιώνα μέσα σε δυό σελίδες, πως θα μπορούσαν να κοιμηθούν ήρεμα; Μοιάζει αδύνατον να σου πω το εν κατακλείδι. Ωστόσο ξέρω πολλούς που το λένε ατέρμονα χωρίς να λένε τίποτε. Φλυαρούν δίχως τέλος χωρίς να στιγματίζουν τα ουσιώδη. Το πιάνο πατάει γερά. Λέει τα ουσιώδη. Αλλά τα ξεχνάς την επόμενη ημέρα. Γιατί σε βομβαρδίζουν όσα ξέρεις. Όσο περισσότερα ξέρεις τόσο πιό πολύ εύθραστη γίνεται η αθωότητα σου. Παλεύεις με όλο σου το είναι να την διατηρήσεις γνήσια. Και λυπάσαι που δεν γεννήθηκες σε μια μελλοντική εκδοχή του ανθρώπινου είδους. Είσαι μόνος σου μπροστά στην ζωή και στον θάνατο. Οι ρωγμές και τα θραύσματα αυτοσχεδιάζουν γερά. Μπροστά στην σκοτεινή πύλη ακούω ένα σαξόφωνο. Φυσάει ένας Κρεολός αέρα ενώ ένας μαύρος ανοιγοκλείνει το στόμα του χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου. Μοιάζει να ξέρουν ακριβώς τι είναι ζωή και τι είναι θάνατος... JAZZ

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ Από την μικρή σου ηλικία ένιωθες ορφανός από γονείς, γι αυτό άρχισες να αναζητάς βιώματα πίσω από τις λεξεις. Ήσουν παιδί όταν αντιλήφθηκες πως η προσωπική ιστορία του ανθρώπου εμπεριέχεται στο μυαλό των πολλών μέσα από την ημερομηνία γεννήσεως, τους τίτλους σπουδών, στο αν είναι παντρεμένος ή όχι, έμαθες πως η επίσημη ιστορία μιας χώρας είναι γνωστή από το που και πότε έγινε η τάδε μάχη, πότε άλλαξε το πολίτευμα, πότε έγινε η τάδε καταστροφή κ.λ.π. ............................ Γεννήθηκες μια πολύ βροχερή νύχτα με τις στέγες της πόλης να ηχούν την ταχύτητα και το βάρος του νερού. Πιθανολογώ πως πρώτα άκουσες την βροχή κι ύστερα την φωνή της μητέρας σου. ............................ Δεν κρύωνες εύκολα, δεν το έβαζες κάτω εύκολα. Άφησες τον πόνο να ζήσει μέσα σου για να καταλάβεις τι σημαινει πονάω, το ίδιο έκανες με όσα ρήματα έμαθες . Τα επίθετα τα άφησες ελεύθερα να πέφτουν επάνω σου σαν τα βέλη των χαμένων λαών που κατοικούσαν στα δάση . .......................... Είχες μαζέψει βροχή από τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου σε μικρά μπουκάλια κι όταν αρχίσαμε να επικοινωνούμε χωρίς λέξεις μου τα χάρισες ένα ένα. ......................... Εσύ που αγαπούσες τις λέξεις γιατί έμαθες από νωρίς να ζεις μέσα τους ,χωρίς να στερηθείς την προσωπική σου ελευθερία. ......................... Ένα απόγευμα που ήρθα και σε βρήκα στην μισογκρεμισμένη μονοκατοικία που έμενες , άνοιξες το παράθυρο για να ακούσουμε την βροχή , επίσης ακούγαμε την Νίνα Σιμόν και μιλούσαμε πίνοντας ένα ημίγλυκο κρασί της Σαντορίνης καθισμένοι αντικριστά σε ένα μπλε στρογγυλό τραπέζι, μιλούσαμε με λέξεις, με νότες, με ήχους και με τα μάτια. Κάποια στιγμή είδα μια σειρά από σαλιγκάρια να τσουλάνε υγρά επάνω στο τραπέζι μας, σαλιγκάρια στο πάτωμα, τους τοίχους, στο μπάνιο, μια μοναδική συναυλία από βροχή και τον ιδιωτικό τους περίπατο με κέρδισε κάνοντας με θεό για μερικά δεύτερα. ........................ Κάναμε ατέλειωτους περιπάτους στο πρώτο κοιμητήριο πολύ πριν αυτό γίνει μόδα. ........................ Καναμε εχθρό μας την μόδα, η μόδα χρησιμοποίησε χωρίς οίκτο τις λέξεις για να φτιάξει ειδικούς κώδικες να επικοινωνούν μεταξύ τους κάποιοι τάχα ίδιοι άνθρωποι κι επίσης χρησιμοποίησε την τέχνη φέρνοντας την στα σαλόνια και τους οίκους πώλησης σέρνοντας την σαν πόρνη πολυτελείας. Οι άνθρωποι για φαντάσου, μου έλεγες, αναπαράγονται με βάση την κοινή τους αγάπη στην μόδα φτιάχνοντας μια απρεπή στο ανθρώπινο είδος συνθήκη. Το χειρότερο είναι πως έκαναν μόδα τις εποχές που το ανθρώπινο είδος επαναστάτησε απέναντι στην εξουσία, από τότε η επανάσταση αναπαριστάται στα βιβλία, τις ταινίες και την μουσική, ........................ Όταν ένιωσες πως δεν μπορούσες να ζεις άλλο με τους ανθρώπους σε αποχαιρέτησα χωρίς ούτε ένα δάκρυ για να μην πληγωθείς. Δεν ήξερα που θα πήγαινες κι ούτε σε ρώτησα. ...................... Δέκα χρόνια τώρα παραλαμβάνω με το ταχυδρομείο μπουκαλάκια από βροχή, άλλοτε ποτάμια κι άλλοτε θάλασσα. ...................... Τα τοποθετώ σε ένα ράφι δικό τους . Και θυμάμαι να γυρεύω τους ανθρώπους πίσω από αυτά που λένε. Αγαπώ την βροχή μέσα από εσένα, εσένα που εφευρίσκω κάθε ημέρα για να αντέχω να ζω και να επιμένω.