Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Αυτός ερχόταν μέσα στο μεσημέρι που ήταν καυτό,
ανέβαινε τις απότομες στροφές του δρόμου και η ανάσα του κοβόταν απότομα.
Περπατούσε πάντα αφηρημένος, πότε πότε σφύριζε ανέμελα.
Τον έβλεπε εκείνα τα μεσημέρια που απάλαινε η θάλασσα και η αρμύρα της έφτανε στο στόμα.
Ερχόταν κι έπαιρνε το κεφάλι του στα χέρια της και το ακουμπούσε στο μπούστο της. Έπαιρνε τα πυκνά του μαλλιά στα δάχτυλα της ...και τα τράβαγε ελαφρά, όσο να ακουστεί εκείνο το τρίξιμο της τρίχας. Έμπαινε στα μάτια του και τον άφηνε να την ξεκλειδώνει, καμμιά φορά ο έρωτας είχε μια μορφή ικεσίας, άλλες πάλι την κοιτούσε σαν να την διέταζε να ανοίξει τα πρώτα κουμπιά του ρούχου της, έπειτα συνέχιζε μόνος του περνώντας τον λαιμό της με υγρά φιλιά.
Έπειτα ήρθε η ώρα της φυγής, η εποχή εκείνη ήταν γεμάτη από πολεμικά γεγονότα. Όταν ανέβηκε στο πλοιάριο δεν την κοίταξε δεύτερη φορά. Της είχε υποσχεθεί όμως πως θα επέστρεφε ζωντανός, όπως κι έγινε μετά από τέσσερα χρόνια.
Εκείνα τα τέσσερα χρόνια αυτή είχε κόψει κοντά τα μαλλιά της, φύλαγε την θηλυκότητα της μόνο για εκείνον, ήθελε αυτό να το νιώσουν όλοι έντονα...
όταν την σήκωσε στα χέρια του ο κόσμος άρχισε πάλι να αναπνέει από μέσα τους, την γέμισε με λάφυρα, την έντυσε στα μετάξια και της άπλωσε αρωματικές κρέμες στο σώμα.
Έπειτα την ακούμπησε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, η θάλασσα ελαφριά, ένας αέρας πνιγμένος πέρασε επάνω τους, το φεγγάρι ήταν ένα ασημένιο καρπούζι, φώτιζε τα μάτια τους την ώρα που άρχισαν να μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλο.
Στην αρχή προσεκτικά κι επίμονα, μετά έντονα και βαθύτερα, εκείνη η σμίξη της σάρκας ευωδίαζε ως τα πρώτα βράχια της ακτής που έχασκε κάτω από το σπίτι.
Δεν πολεμούσαν ψυχή και σώμα για να ξεχωρίσουν.
Υπήρχε πάντα μια κοινή κλωστή που θαρρείς τους έδενε με το σύμπαν, αυτό το ένα που έβγαινε από την ένωση τους μπορούσε να αντιμετωπίσει την φωτιά και το μίσος, ήταν μια ασπίδα και για τους δύο.
Εκείνη την περίοδο, στην γη που τους φιλοξενούσε, αναπτυσσόταν το εμπόριο μέσω της θάλασσας, ο πόλεμος της φωτιάς είχε αρχίσει.
Ο θάνατος συνέβη μια μέρα που είχε δει τα δόντια της να πέφτουν σε ένα σκοτεινό όνειρο. Το νέο της το χε φέρει ο καλύτερος του φίλος, αυτός που τον ήξερε από παιδί.
Το καστρόσπιτο αυτή το βαψε μαύρο, για δέκα ημέρες δεν ξαναμίλησε ποτέ, την εντέκατη δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, είχε μάθει μαζί του να μην την νοιάζει ο θάνατος...
Κι έσβησε απλά και γρήγορα, σαν ένα κύμα που φτάνει στην ακτή...
Αυτό ήταν ένα μέρος της ζωής τους, ξανάγιναν ζευγάρι στην επόμενη, πιό σύγχρονη μα κι άγρια,καλά μαθημένη στην προδοσία των ανθρώπων αυτή, πολιτισμοί άλλοι στο μεταξύ είχαν ξημερώσει και θεραπείες σε αρρώστιες δύσκολες είχαν βρεθεί....
Από ανάγκη ήταν μαζί, από ανάγκη, κι αυτή η αόρατη κλωστή που δένει την ζωή με το σύμπαν ξανά εκεί, μια αιώρα πάνω από την άβυσσο....
Με ρόδα της Σιένας είχε ζωστεί ένα παιδί της
Αφροδίτης, στο στήθος του σαν σφαίρες,
κρέμονταν,
κι από τα μακριά μαλλιά του.
Μια νύχτα που κουβαλούσε μέσα του και τα δυό φύλα του ανθρώπου,
αποφάσισε να τα μοιράσει δίκαια σαν φύλλα τράπουλας
επάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι,
μάχονταν κι έκρυβαν τις ιδιότητες τους όλη νύχτα.
Αυτό που νόμιζε ο άλλος πως ήταν, δεν ήταν,
κι αυτά που υπήρχαν, κανείς δεν είχε ... κουράγιο να τα δεί στο μάτι το τρίτο.
Κι εκείνο το γλυκόπικρο παιδί της Αφροδίτης,
που πάντα έφερε στα μάτια του ανάμεσα ,το μάτι που ήξερε να βλέπει,
άφησε τα φύλα μόνα τους.
Κι όταν η κουκουβάγια φώναξε, με φωνή πνιγμένη από την γλύκα
της περασμένης μάχης τους, καθώς τους είχε δει πως αντιμάχονταν,
με αρχαιοπρεπείς ασπίδες και ντροπή της άγνοιας,
αυτή που σχεδόν όλα τα γνώριζε,
δίπλα στο βυζί της Αθηνάς της μεγαλοπρεπούς,
της αδάμαστης,
είπε σε ένα τραγούδι που μουρμούριζε χρησμούς και λόγια παιδιών,
ούτε παράδεισος υπάρχει,
ούτε έρωτας πίσω από κλειστά παράθυρα,
σπίτια της σιωπής απέραντα σαν τάφοι στην έρημο,
τα ύψιστα υπάρχουν στο να μην είσαστε αυτό που είσαστε,
σε κείνο το κενό που χρειάζεται να βρείτε εκτός των εαυτών σας,
τότε ίσως να υπάρξει η αντίληψη πως ο παράδεισος κι ο έρωτας κάθε μέρα φεύγουν και χάνονται,
μαζί με την αιωνιότητα σκορπάνε την σκόνη τους στα πέρατα,
κι ο ίλιγγος της ανυπαρξίας, θα σαλεύει ,όσο γύρω γύρω γυρνάτε
μόνο από τον εαυτό σας,
τι πρόσωπο τραγικό είναι ο άνθρωπος!
Τόσο μόνος με την υπόσχεση ευτυχίας στα κύτταρα του...
Ξεχνάς, φαίνεται..
όχι, δεν ξεχνώ τα βασικά, η αλήθεια είναι πως μεγάλωσα βέβαια και είμαι επιρρεπης στην αμνησία,
όχι όμως στην αναλγησία..
Πέρασαν από πάνω μας τόσα,
χωριά στα νησιά κι η πόλη που ήταν πένθιμη και εχθρική στα πάντα μας.
Μέσα σε τόσους αχυράνθρωπους πάντα βρίσκαμε τρόπο, να βρέχουμε όμως τα μάτια μας..
Τώρα κάπως κουρασμένοι, λίγο νικημένοι σαν πικρόγλυκοι
θα κατεβάσουμε λίγη ψημέ...νη ρακή,
να γλυκάνουμε το λαρύγγι μας που στάθηκε μέσα στην συγκίνηση
της στιγμής,
υπάρχουν οι εξομολογήσεις που ναι σαν σφραγίδες ανεπίσημες
μέσα σε μια φανερή επισημότητα.
Κι άντε πάλι να αποδείξουμε πως ο χρόνος έχει κάτι ωραίο και για εμάς,
θυμάσαι;
Εμείς είμασταν που πετούσαμε μέσα σε τόση ομορφιά,
κολυμπούσαμε σαν χαριτωμένα σπερματοζωάρια,
χωρίς να ξέρουμε τότε πως μέσα σε άλλους θα γυρεύαμε
στίγματα χαράς,
ο Ροδόπουλος πάλι, μόλις τώρα γέλασε,
είπε να σου πω πως ότι χάνεται από ζωή κερδίζεται σε τέχνη,
και καγχάζοντας του έτριξα τα δόντια μου και του πα φάε σκατά.
Κι όμως, ποτέ δεν είναι λίγος αυτός που αγαπήθηκε κι αγάπησε πολύ,
έτοιμοι φυσικά πάλι να ηττηθούμε μέσα στους αχυράνθρωπους,
ζητούνε αποδείξεις και πειστήρια,
μην φοβάσαι,
ποτέ δεν θα με δώσω έτσι αναίμακτα..
Κάποτε που θα λειψουνε οι άνθρωποι
οι σκύλοι θα μιλούνε ανθρώπινα
κι αυτό που θα θυμούνται από αυτούς
είναι πως λίγοι άνθρωποι μπόρεσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο σαν σκύλος,
ηταν που ο ορισμός του σκύλου νόμιζαν πως αφορούσε κατωτερότητα,
ω, μα πόσο κουραστικός είναι ο άνθρωπος κι ανιαρός
θα λένε οι σκύλοι,
κι όμως πάντα θα ψάχνουν μην φανεί κάποιος άνθρωπος..
έτσι είναι βλάκα, οι σκύλοι...
Δεν γνωρίζω άλλη γεννέθλια γιορτή
εκτός της Εκάτης,
της Ιφιγένειας, που πάντα ορίζεται ως επίσημη εορτή,
σκέψου τι κάνουν εκτός από εμάς εκείνοι οι θεοί
να ασχολούνται με τα πάντα,
να,
κείνο που θα ορίσει ως τελευταία μέρα, αυτήν που εμείς θεωρούμε, φαντάσου,
ως την πρώτη μας,
αρκετά λέω,
το φως έκαψε πια τα μάτια μου...
Καθώς τα μάτια αρπάζουν το κενό
κι ο κόσμος επιστρέφει πίσω τις μορφές του,
η ποίηση ,κατακόρυφα φωνάζει,
αφήνει τα μαλακά της πρόβατα στο δωμάτιο
κι ο τύπος στο λιμάνι κόβει βόλτες φορώντας ένα λεπτό τσιγάρο
δίπλα στο αυτί του,
μέσα σε ένα κόκκινο χαρτί έγραψαν το αντίο οι εραστές που έμεναν στην γειτονιά την κάτω,
το βρήκε η γυναίκα σε ένα πλατύσκαλο, το διάβασε,
και γιατί ήξερε να φεύγει ,πάντα έτσι έκανε, έφυγε πάλι κρατώντας το,
γι αυτό το κενό πλάτυνε
και τα ποιήματα γονάτισαν ώσπου να ανέβουν ξανά...
Πέτα τα φθαρμένα, τα λερά, τα στοιβασμένα
σε μια γραμμή τεθλασμένη,
αγγεία που κόπτονται για σένα
και χήνες περπατώντας στην αμμουδερή ακτή σου φωνάζουν,
πίσω τους ένας παλιός άντρας με ένα ραβδί,
αρμυρίκια σε συστοιχία δοξάζουν χαιδέματα,
ακόμη κι αυτά εκλείπουν, σαν την θέληση,
αυτήν που κραδαίνεις στην καρδιά σου ενώ πορεύεσαι
σε ένα τοπίο σκληρό στην πατούσα, στεγνό,
ριγανισμένο,
... ξέρεις αυτοί που μας βλέπουν κρατούν μικροσκόπια,
την ματιά μας αν έχει αλήθεια κι αρχαία ομορφιά θέλουν να ξέρουν,
αποδείξεις δεν βγαίνουν σε αυτό που υπάρχει,
είτε υπάρχει, είτε όχι αυτή,
αυταπόδεικτη σαν τον θεό που υπάρχει μέσα σου,
υπάρχει,
κι όταν υπάρχει έρχεται όταν είσαι μέσα,
στην αρχαία σπηλιά,
της κοσμογονίας,
της απλής σοφίας των πουλιών,
στο τρέμισμα των πουλιών,
αν ήταν να πεθάνω,
εδώ στις Κυκλάδες να με κάψετε....
Και μίλα μου, θεέ ,
για τα πλάσματα κείνα που νιώθουν βαθιά το ένα το άλλο,
δίχως τις παρυφές τις ακίνητες,
σαν η ώρα σημάνει, μαζί θα δούν το αποσπέρισμα,
ήταν σαν όλη την μέρα μαζί να περάσανε
κι όμως κανείς δεν άκουσε την φωνή του άλλου στο αυτί του

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Μελισσάνθη

Τα πρωινά ραμφίζει τα πουλιά, τις νύχτες ταξιδεύει,
είναι της Μελισσάνθης ,η ύπαρξη ,της άθικτης.
Ένας νόστος αέρας μετακινεί τον χιτώνα στα πόδια της,
χαιδεύει τα βελούδα των βλεφάρων,
κάνει τους άλλους να αναρωτηθούν πόσο θωπευτικές κινήσεις
μπορεί,
να συλλάβει ένα βλέμμα,
ενέδωσε σε πειρασμούς φρενήρεις
... κι ενδίδει.
Μα καθώς πίσω από το παράθυρο ακούει την θάλασσα,
εκεί την κοιτά μέρα νύχτα η μοίρα, την έταξε να ζήσει έξω από κάδρα που κρατούν απλές τελείες και γραμμές.
Και παραμένει ως άθικτη, προκαλεί τις θεότητες να κάνουν μελέτη,
πως γίνεται από μετασονύχτιες πράξεις και έρεβη, αυτή,
αυτή, να παραμένει ως άθικτη.
Μα είναι αυτό που σκέφτηκε από τότε που ήταν παιδί,
όλα αυτά που εισχωρούν μέσα στο ανάγλυφο της ψυχής
γρήγορα κινούνται κατά την θέληση του πεπρωμένου.
Η ανάγκη οργανώνει το μυστήριο,
εκεί θα πάψει για λίγο η γνώση να μετακινεί τα αόρατα βουνά της θέλησης,
των πεποιθήσεων,
αυτό που υπάρχει σήμερα αύριο δεν θα είναι,
κι είναι ατράνταχτη η υπομονή της ανάγκης της.
Γι αυτό η Μελισσάνθη από παιδί περιμένει τον άθικτο,
από ανάγκη θα του αφιερωθεί και θα γίνει ιέρεια,
μέλι θα σωρεύει στα μάτια της και θα γίνουν κίνηση κι ανάπαυση,
για κείνον που από τα κάστρα του, θα ρθεί και θα φανεί,
από την πρώτη στιγμή η ίδια ανάγκη.
Η αλήθεια και το ψέμα είναι φραγμοί, αν τα αντιστρέψεις στην κατεύθυνση, το ίδιο θα δείχνουν σαν στόχος,
ένα κενό που πνίγεται από το πρωτόλειο της ύπαρξης,
αυτή είναι η ανάγκη,
της Μελισσάνθης που είναι άθικτη,
ραμφίζει πουλιά τις μέρες,
τις νύχτες ταξιδεύει,
με γόνατα από μικρές πέτρες με φίλντισι,
με στόμα που κι οι θεοί όταν κοιμάται επισκέπτονται,
να πιπιλήσουν σαν βρέφη το μέλι της,
κι ύστερα να πετάξουν στην μακρινή τους σπηλιά,
να φτιάξουν νέους Προμηθέες,
μα η φωτιά της ανάγκης θα είναι άθικτη όσο υπάρχει η ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ...

,,,,

Η λεπτής ομορφιάς ,στάση στον ύπνο ήταν κοινή,
ένας άντρας και μια γυναίκα κοιμούνται όπως τα έμβρυα
Ανάμεσα τους η πόλη που καίγεται από το θέρος
Κι οι άνθρωποι σε αποχαύνωση
Αυτή ονειρεύεται τώρα πως περπατά στο νησί ξυπόλητη,
πλάι σε ένα λευκό άλογο που πάνω του χαίρεται ένας χρωματιστός παπαγάλος,
αυτός πάλι κοιτάζει μέσα στο όνειρο την ανία της ζωής του,
αυτήν την ανία που υπάρχει σαν κοιτάς ...με την μεγαλύτερη διαύγεια τα μέσα σου και δεν μπορείς να τα αλλάξεις.
Οι ανεπαίσθητες συσπάσεις των προσώπων τους,
αν μπορούσες να διαβάσεις,
είναι ο πόθος που ξύπνησε απότομα,
πια δεν θα κοιμηθεί ποτέ.
ποτέ,
ποτέ,
μόνο αυτοί οι δυό θα προσποιούνται πως κοιμούνται,
είναι παράξενοι οι άνθρωποι ώσπου να γίνουν γνώριμοι..

...

Της μιλάει, την σφίγγει επάνω του
προσπαθεί να της πει πως τα φύλα των ανθρώπων και τα φύλλα των δέντρων δεν είναι ίδια στο σχήμα,
τρέφονται όμως με χυμούς.
Ο ουρανός από πάνω τους, διάπλατος και κόκκινος.
Η γυναίκα είναι αισθήτρια, αυτός συλλέκτης αισθήσεων μέσα από ψευδαισθήσεις.
Αυτή ξέρει πως όταν την φιλήσει η γλώσσα της θα είναι πικρή.
Την φιλάει,
τώρα αυτή σκέφτεται πως θα θελε με όλ...η της την καρδιά
να ανατινάξει ένα παγκόσμιο δικαστήριο,
τις τράπεζες,
να γίνει ακτιβίστρια, να ανεβεί στην κορυφή ενός βουνού και να ουρλιάξει.
Καθώς αυτός την αφήνει κάτω από το μικρό της σπίτι,
εκείνη τώρα σκέφτεται,( ζούμε την εποχή της ησυχίας πριν την καταιγίδα).
Και καθώς ανεβαίνει με τις σκάλες ένα μικρό ζώο ξεγλιστρά
μέσα από τα μάτια της,
θα το ταίσει όταν νιώσει έτοιμη...

Χάρολντ

Ο Χάρολντ έγραφε ποιήματα
αμοιβαίες υποσχέσεις σε χαρτί κίτρινο,
όταν έφυγε από το σώμα του ήταν γιατί αγάπησε βαθιά μια γυναίκα κόκκινη.
Η γυναίκα τον είχε δει σε κάποιο όνειρο της ένα βράδυ ήσυχο.
Στο νησί που το θυμάρι μιλούσε με αστρισμούς γερμένους
τα όνειρα πάντα έβγαιναν αληθινά.
Τι είναι η αγάπη εκτός από μια απεικόνιση ενός ορατού σύμπαντος
με τι μοιάζει ο έρωτας εκτός από άλογα λευκά κα...ι μαύρα.
Τώρα ο Χάρολντ είναι νησί,
ταξιδεύει ανάμεσα σε άλλα νησιά,
πίνει λευκό κρασί και την γυναίκα και μια σταγόνα ευτυχίας κυλά
στα γόνατα.
Οι αμοιβαίες υποσχέσεις στο χαρτί πήραν δρόμο,
έγιναν ρίμες στο κορμί της,
να τις βλέπουν τα φτερωτά πλάσματα και να έρχονται,
διανύοντας χιλιομετρικές αποστάσεις,
διανύοντας σπασμένα φτερά αγγέλων.
Να λαξεύονται τα βράχια μόνα τους,
να δίνουν αλάτι σε κάποιον μοναχικό βαρκάρη.
Να γίνεται ανάγλυφο το σχήμα της ομορφιάς,
να μην υπάρχει πολυπλοκότητα στους ανθρώπους,
αυτός που σαν αγαπήσει δεν ξεχνά να συμπονά τους άλλους
δεν έχει σκιά,
έχει μόνο ίσκιο να απαλαίνουν οι πίκρες των ανθρώπων....

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

....

Νοστάλγησα το τίποτε,
να μην είμαι, να μην ξέρω, να μην ζητώ,
μόνο να βλέπω πίσω από αυτά που επιμελώς κρύβονται,
μα αν δεν ήξερα πως θα καταλάβαινα πως είναι κρυμμένα,
όχι, τίποτε,
ένα μπλέ τίποτε ή ίσως και λίγο κόκκινο,
μια διάθλαση φωτός στο μαύρο
ένας στεναγμός κάτω από το παλιό δέντρο,
λίγο ρετσίνι, ένα πουλί που τραγουδά σαν ξενιτεμένος καημός,
νοστάλγησα το τίποτε,
... δεν μπορώ να αντέχω τα τόσα είναι,
τα τόσα είμαι,
τίποτε δεν είναι, δεν είσαι,
όλα είναι φυσικές παροχές που θα λήξουν,
θέλω να μπω στο τίποτε, να αρχίσω να αναπνέω με βράγχια,
πολλές φορές δεν θυμάμαι τι είμαι ή ποιά, ίσως μια καλή αρχή αυτή είναι για να βάλω σημάδια...
Κανείς δεν ασχολείται πια με αυτούς που γράφουν ενώ τα φιλιά τους είναι τόσο γλυκά όπως μια λεπτή πρόγευση του θανάτου,
αυτό που κατακυριεύει τους πάντες είναι η εμμονή τους στην ζωή, μα ποιά ζωή,
αν τους σπάσεις όλα τα κόκαλα τι θα πει ζωή δεν θα ξέρουν...

Ροδόσταμη

Εννιά ήταν οι χορεύτριες κάτω από το πικρό λυκόφως
μα από όλες η Ροδόσταμη ξεχώριζε,
από την κνήμη, τον αστράγαλο της αντλούσαν οι άλλοι φως.
Ο παρατηρητής, διέκρινε καθαρά πως με μια μοίρα ευγενική ήταν δεμένη,
σαν γύριζε ανάμεσα στις άλλες το φως κύκλωνε την σκηνή,
κι αυτός που έγραφε με κόκαλα και αίμα σκεφτόταν όλα που αφορούν το ποίημα,
τι άλλο να ταν άραγε εκτός της αυστηρής διαλεκτικής των αντιθέσεων το ποίημα,
τι άλλο ο χορός, εκτός της βαρύτητας και της πτητικότητας
του σώματος.
Είχε πολλές φορές ραγίσει τους αστραγάλους της
για να καταφέρει να φέρνει τούτο το θάμπος στα μάτια
και τις σκέψεις της ψυχής για τον παράδεισο και την κόλαση.
Η ιδιωτεία η αυστηρή στην τέχνη πάντα γεννά θεμέλια γερά,
τα νιώθουν, παρά τα βλέπουν οι θεατές,
μπορείς και να πεις πως φτερά ανάλαφρα φυτρώνουν στις πλάτες,
πρώτα σε αυτούς που είναι κομμάτια της τέχνης
κι έπειτα σε αυτούς που παρακολουθούν τα γινόμενα,
κι αυτό που είσαι με αυτό που δεν είσαι αλλάζουν δρόμο
και κατεύθυνση.
Εννιά ήταν οι χορεύτριες , η Ροδόσταμη ήταν η έβδομη,
το λυκόφως πικρό και ο κόσμος απέραντος,
τόσο, που μπορείς να πεις πως μέσα σε ένα κοχύλι χόρευε η κοπέλα,
κι οι ήχοι που άκουγε κουμπώνανε στα μέλη της,
προεκτάσεις στην άβυσσο και στον έρωτα άπλωναν τα αόρατα κλαδιά τους

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

η επιστροφή της αγριόχηνας

Καθόταν σε μια υπέροχη βεράντα κι έγραφε ο Ιάσονας, ήταν πρωί, σχεδόν μεσημέρι για τους κατοίκους του νησιώτικου χωριού.
Ο φούρνος είχε σκορπίσει ήδη μυρωδιές, οι βοσκοί σηκώθηκαν από το χάραμα να πάνε τα κατσίκια για βοσκή και το μπακάλικο της Λόζας ήταν ανοιχτό από τις 6.
Η βεράντα στεκόταν πάνω σε μια καμάρα που δέσποζε το νυχτολούλουδο και το γιασεμί και... μπορούσες να δεις μακριά την θάλασσα που έβραζε, έβραζε ο τόπος από την ζέστη, το λευκό των σπιτιών σαν να εξατμιζόταν στην θολή ατμόσφαιρα.
Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση από το απέναντι σπίτι, σχεδόν αγκάλιαζαν το ένα το άλλο, είχε δει χτές μια πανέμορφη γυναίκα να στέκεται στο μπαλκόνι και να κοιτά μακριά την θάλασσα.
Του άρεσε να παρομοιάζει τους ανθρώπους με την μορφή των ζώων, ανάλογα των ματιών, του σχήματος του σώματος και πάνω από όλα ανάλογα του σχήματος της κίνησης τους.
Τώρα μπορούσε να την δει απέναντι του να ζωγραφίζει σε ένα καβαλέτο, άφησε την μυσταγωγία των ηρώων του κι άρχισε να την παρατηρεί. Ένιωθε μια υπερένταση στις κινήσεις της και κάτι άπιαστο, κάτι που ξέφευγε από την παρατήρηση του ματιού.
Τον κοίταξε κι αυτή, κι έπειτα σαρώθηκε πάνω στο καβαλέτο της. Δεν ήταν μικρή, έφερνε πάνω της την γοητεία μιας παλιάς πόλης. Μαλλιά σπασμένα σε σκάλες πιασμένα ψηλά, λαιμός μακρύς και υπερήφανος σαν νότα μεθυσμένη από κάποιο σονέτο που ξέφυγε από τις άλλες.
Ναι, όλα πάνω της ήταν άπιαστα, φευγάτα κι αυτό τον διέγειρε όπως συνήθως του συνέβαινε με τα άπιαστα των ανθρώπων...
Ο λαιμός της σκυμμένος δέσποζε μαζί με των μακριών δαχτύλων της. Καθώς την κοιτούσε τόσο βεβαιωνόταν για την παρομοίωση του με κείνη της αγριόχηνας.
Φαντάστηκε να στέκεται πάνω της και να πετούν πάνω από την θάλασσα να κάνουν μαζί εναέριες τομές στα σύννεφα σκορπωντας τα άτακτα, να περνούν ανάμεσα τους γελώντας και να ελλίσονται άτακτα και ιλιγγιώδη...
Ο έρωτας της θα πρεπε να είναι δυνατός και λεύτερος. Και πιό πολύ οι κινήσεις της ,παρά οι κραυγές, πιό πολύ ένα δόσιμο βαθύ μα και φευγαλέο, γεμάτος αντιθέσεις, σφιγμένος γερά πάνω στα στοιχεία του αέρα και του νερού.
Βλέπεις έγραφε και συνήθιζε να παραμελεί την αντίληψη του στους ανθρώπους μέσω της λογικής. Οι λεπτομέρειες επάνω στην παρατήρηση τον πήγαιναν αλλού, μακρύτερα από τα συνηθισμένα.
Τώρα αυτή τον κοίταξε, άφησε ένα χαμόγελο που φώτισε τα μάτια της, είχε καιρό να δει να γελούν και τα μάτια, τον κοίταξε έντονα και μετά έσκυψε ξανά στα σχήματα και στα χρώματα.
Ναι, έμοιαζε σαν μια αγριόχηνα που χε ξεφύγει από το κοπάδι και τώρα βούλιαζε ασύστολα σε μια πρωτόγονη ελευθερία. Τον κατέκλυσε η επιθυμία να την γνωρίσει.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο κι έβαλε την Μαρία να αρχίσει να τραγουδά επάνω σε μια λυπημένη όπερα, έμοιαζε με θρίαμβο θλίψης και κάλεσμα σε αγγέλους που χαν πρώτα ερωτευτεί βαθιά και μετά έπεσαν από τον ουράνιο θόλο που ξέρναγε αίμα και λάσπη.
Σαν αυτή, που αφήνουν πετώντας οι αγριόχηνες πληγωμένες από σφαίρα κυνηγού, πετούν άτσαλα προσπαθώντας να νικήσουν τον θάνατο μα γρήγορα πέφτουν στην γη αφήνοντας διαλυμμένα φτερά και σινιάλα θανάτου να σωθούν οι επόμενες...
Η γυναίκα παραξενεμένη, τίναξε απότομα το κεφάλι της στο μέρος του, στάθηκε λίγο αναποφάσιστη και έπειτα έπιασε να ζωγραφίζει σαν τρελή, η Μαρία συνέχιζε να απλώνει ιλίγγους μεταξύ ουρανού και θάλασσας, πουθενά στεριά, μόνο ο θριαμβικός τόνος του ιλίγγου...
Μετά από ώρα σταμάτησε και τον κοίταξε, αυτήν την φορά το βλέμμα της έπιανε βελούδα και μαγνήτες μαύρους....
-Και τι δεν θα δινα να έβλεπα αυτό που αφήνει στο καβαλέτο σας αυτή η αφοσίωση σας, της φώναξε και ήρθε κοντά στην κουπαστή της βεράντας του...
-Μάλλον έχουμε την ίδια αφοσίωση, του είπε γελώντας κι άφησε ένα γέλιο σαν νερό γάργαρο..
-Ναι, αλλά αυτό πιο πολύ με κάνει να επιθυμώ να δω, της απάντησε χωρίς να κρύβει μια έξαψη...

Σήκωσε στο μέρος του το καβαλέτο της, θα το πω ( η επιστροφή της αγριόχηνας), φώναξε γελώντας κι αυτός με λυμμένα γόνατα είδε στον καμβά τα γνώριμα πουλιά να διασχίζουν έναν γαλάζιο ορίζοντα, μερικά από αυτά είχαν αίμα στα φτερά τους....
Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε που σκέφτηκε πως υπάρχουν σύντροφοι στην ζωή εκτός ενός ερωτικού συμπόσιου κια τον διαπέρασε μια ανατριχίλα σαν καυτή κινούμενη άμμος.....

Η υγρή αίθουσα

Κάποιος που ανήκει στο ζώδιο της γης, έλεγε σε έναν σκορπιό πως ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, ο σκορπιός πάλι του απάντησε πως άνθρωπος είναι αυτό που απομένει μετά το τέλος των σχέσεων αυτών..
Κάπως απλά σου περιγράφω τα αποφθεύγματα των ανθρώπων μέσα στο 2012, εντάξει είναι και η σχέση του ανθρώπου με την μουσική, τα τσιγάρα και το αλκοόλ. Και να μην υπάρχει η συμπόνοια και το ενδιαφέρον σαν περίσσευμα, αλλά σαν ανάγκη.
Αρκετή ώρα πάνω από τα δωμάτια με τα βιβλία, βρίσκεται ένας άνθρωπος που συμπαθεί των Εωσφόρο, βρίσκεται σε μια μεγάλη αίθουσα που έχει γύρω γύρω της γυαλί, ο άνθρωπος αυτός γράφει σκυμμένος σε ένα τραπέζι ενώ οι νεκροί κοιμούνται στον Δελμούζα.
Είναι ένας άντρας τεράστιος και πανέμορφος. Γράφουν κι αυτοί, μην νομίζεις...
Τώρα γύρω του δυό ζευγάρια μοιράζονται θωπείες και φιλιά, κανείς δεν ξέρει αν έχουν διάρκεια μιας ημέρας, μιας ώρας, μιας νύχτας.
Μόλις σηκώνει το κεφάλι του στην απέναντι μεριά της αίθουσας βλέπει μια γυναίκα με ξυράφια στα μάτια να γράφει κι αυτή και να τον κοιτάζει..
Της κάνει νόημα κι όταν λαμβάνει την κατάφαση πηγαίνει στο τραπέζι της. Δεν χρειάζονται εξηγήσεις, μόνο απορίες έχουν και γυρεύουν κάτι όμορφο που θα κάνει λίγο το αγρίμι μέσα τους να γλυκάνει, κι οι δυό εξάλλου γράφουν.
-Από κάτω μας αναπαύεται ο Κάφκα που ένιωθε κατσαρίδα γιατί ήταν πολύ ανθρώπινος, έγραψε κι αφορισμούς, πολύ λίγο χρησίμεψαν στους άλλους, της είπε ανεπιτήδευτα.
-Έχεις δίκιο, όμως εδώ και ώρα μου έχουν σπάσει τα νεύρα από αυτό το γελοίο ζευγάρι, πίσω μας ,που μιλάει μισά αγγλικά, μισά ελληνικά, μου θυμίζουν πως έτσι συνηθίζουν να κάνουν κάτι κολεγιόπες που τον παίζουν από συνήθεια, αυτοί είναι μεγάλοι, τι διάολο, του είπε και αυτός παρατήρησε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στα μάτια της.
Ήταν πολύ γοητευτική, ήταν γυναίκα που ξεχύλιζαν τα θηλυκά στοιχεία, θα του άρεσε να τα βγάλει ένα ένα από τα μεγάλα τους δωμάτια.
-Είσαι ιδιαίτερα όμορφη, ξέχνα τους, μπορούμε να ασχοληθούμε με εμάς.
-Πες μου τότε αν ξέρεις, αν ήσουν ευτυχισμένος σε πληρότητα θα έγραφες, θα άκουγες τον Κάφκα να βηματίζει νευρικά τις βρώμικες νύχτες;
Αυτός παραξενεύτηκε, είχε καταλάβει πως η γυναίκα δεν ανήκε στην γνωστή κατηγορία κάλλος-κάλος, αλλά τώρα έμπαιναν απότομα σε μέρη απόκοσμα και απολύτως ιδιαίτερα...
-Δεν ξέρω να σου πω, αλήθεια, αυτό το χω σκεφτεί πολλές φορές αλλά δεν έχω απάντηση, μα κι η ευτυχία πόση διάρκεια να έχει; Ε κάποτε θα σταματήσει, οπότε...
-Μάλλον θα ναι βαρετό να σου πω πως έχεις δίκιο, του είπε ενώ τώρα τραγουδούσε μελένια σχεδόν, το μιγάδικο βελούδο της Sade...
-Mην με παρεξηγήσεις αλλά μου αρέσεις πολύ, της είπε και χάθηκε στα ξυράφια των ματιών της, έπειτα στο ντεκολτέ της, στα πόδια της που ήταν σταυρωτά. Ήθελε τελείως ξαφνικά να διεγείρει όλο της το είναι, ξύπνησε μέσα του εκείνο το ζωώδες που συνήθως βαριέται περιμένοντας πίσω από τις γέρικες συστάδες των θάμνων.
-Κι εσύ μου αρέσεις, από την πρώτη στιγμή σαν άντρας αλλά και γιατί δεν φοβάσαι, οι άντρες με φοβούνται, οι περισσότεροι δηλαδή..
-Λογικό είναι μωρό μου, γέμισε ο κόσμος κάλλος-κάλο, μου αρέσει να το λέω έτσι. Περίσσεψε ανασφάλεια και ψυχρότητα. Οι γυναίκες δεν ανάβουν πια, καπνίζουν περιμένοντας την πρώτη στήση.
-Και οι άντρες; Γιατί τρέχουν σαν ψάρια κι εξαφανίζονται θολώνοντας τα νερά αφού μια γυναίκα τους αρέσει; Πως γίνεται να μην κυνηγάνε πια;
- Γιατί μωρό μου τώρα κυνηγάνε οι γυναίκες..
-Άτσαλα...
-Ναι, άτσαλα και γραφικά θα έλεγα κι εγώ, της είπε
Έσκυψε κοντά της, μύρισε αυτό που υπήρχε κάτω από το δέρμα της. Ήταν από αυτούς που ήξεραν πως το κάθε άρωμα μυρίζει διαφορετικά σε κάθε γυναίκα, ήξερε αυτό που έκανε την κάθε γυναίκα να ξεχωρίζει.
Ήξερε πως αν ήταν απέναντι τους ο Μποντλαιρ θα τον έσπρωχνε πάνω της, μέσα της, θα ζήλευε θανασιμα, ο Πόε δεν θα είχε πιεί ολόκληρη θάλασσα σε εκείνο το καταθλιπτικό σίγουρα πολιτικό καφενείο, ο Ζίντ θα το ξανασκεφτόταν...
Εκείνη πάλι,ήταν σαστισμένη, ένιωθε πως αυτή η αντρική παρουσία άρχισε να την επηρεάζει σε απίστευτο βαθμό,
καθώς της μιλούσε τον θαύμαζε, ένιωθε να αφήνεται επάνω του, να λευτερώνει την σάρκινη γυναίκα από τα δεσμά της, να αρχίσει τόσο γρήγορα να τον ερωτεύεται...
Την τράβηξε έξω, έξω ήταν μια τεράστια ταράτσα στρωμένη με λευκό μάρμαρο, από πάνω τους κάποια αστέρια προσπαθούσαν διχως επιτυχία να θυμίσουν την ύπαρξη τους.
Την φίλησε, ένα φιλί που άνοιγε σε πολλούς τόνους, ένα φιλί που ανταλλάσουν ψυχές που υπερίπτανται ψηλότερα από τους άλλους. Κάποια κύτταρα κατάπιναν τα άλλα υπενθυμίζοντας πως ο κόσμος είναι αβέβαιος μέσα σε αυτό το έκθαμβο ρίγος, μέσα σε αυτήν την έκσταση που πολεμούν το σώμα και το πνεύμα.
-Δώσε μου την κιλότα σου, της είπε και τα μάτια του παλινδρομούσαν ραγισμένα από το τόσο θερμό φως.
Αυτή τράβηξε το εσώρουχο της σαν υπνωτισμένη γάτα και του το έδωσε.
Αυτός μύριζε ήδη εκείνο που είχε μυρίσει κάτω από το δέρμα της.
Όταν κοίταξε τα μάτια της σκέφτηκε πως μπορούσε να τελειώσει απλά κοιτώντας τα, και ταυτόχρονα σκέφτηκε πως ναι, ο πόθος είναι πάντα αιλουροειδές σε επίθεση...
Ανοίγει το παράθυρο ενός φτηνού ξενοδοχείου,
το δωμάτιο φτύνει κίτρινα ξέφτια χρώματος,
καθώς τα πνευμόνια της ανοίγουν ,μυρίζει ζεσταμένη θάλασσα,
αποχωρητήρια και χτεσινό οινόπνευμα,
το απόγευμα ντύνεται χρώματα
ένας σκύλος περνά κάτω από το παράθυρο με την ουρά στα σκέλια,
από ένστικτο σηκώνει το κεφάλι του και την κοιτάζει,
μετά ξεμακραίνει,
μια βάρκα βγαίνει από το λιμάνι και ακούγονται τραγούδια μάλλον ρεμπέτικα,
η νύχτα που θα ρθει θα την βρεί εξαντλημένη,
η μοναχική ζωή πολλές φορές εξαντλεί,
είναι η ίδια που έχει ένας άντρας στο διπλανό δωμάτιο,
δεν έτυχε να τον δει ποτέ,
αν τον έβλεπε θα τον λάτρευε,
τρέχει στην παραλία γυμνός την νύχτα,
υπάρχουν αυτά που ποτέ δεν θα τα δεις γιατί δεν έτυχε
κι είναι αυτό το αιώνιο κενό που φωνάζει μέσα μας,
σαν μια στάση που ζητά ο πελάτης σε μια πόρνη ένα βράδυ γέρικο

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

μάτια που πλέουν, ανυποχώρητα μοιάζουν στην θάλασσα
γνωρίζουν πως γέρικες είναι οι υποχωρήσεις
τις ανιαρές πεποιθήσεις των αστών,
την παγωμένη βλάστηση των αρκτικών λουλουδιών την ξέρουν
Σαν ντύθηκες αυτά τα μάτια με βρήκες στο πέλαγος
Είχα ραγίσει λίγο από τα όχι μου
Ο βράχος κοφτός έτρωγε την σπλήνα
Δεν φοβηθήκαμε να αντικρύσουμε από άλλη θέση πια τα φτηνά θεάματα
... Την υπόφυση της δειλίας την ματώσαμε με δάκρυα ζεματιστά
Ένας αέρας χάιδευε τα μεσονύχτια σου
Τα νωθρά μεσημέρια μου
Κι ένα ξωκλήσι κάπου εκεί περίμενε ανυπόμονα ένα κερί
Και πιάσαμε την μελέτη στα εγκλήματα που δεν πρόλαβαν να κάνουν οι ευγενείς, τις ηρωικές ζητωκραυγές των όχλων
Συνέβη τότε να αντιληφθώ τον κόσμο δίχως παραλλαγές
Κι εσύ πρόλαβες να με γνωρίσεις έξω από τα σώματα τα αδιατίμητα
Η χειραγώγηση των παθών είναι φλύκταινες,
είπες
κι ήταν αυτός ο λόγος σου που με έντυσε στα πορφυρένια χρώματα
Αγαπηθήκαμε από την αρχή
κι ας μην κράτησε αυτό παρά ένα καλοκαίρι
Ξέραμε όμως βαθιά πως το πρώτο μας δέρμα το πετάξαμε
Το βρήκε μια μητέρα-ψάρι κι έντυσε το παιδί της
Κι από τότε σταμάτησαν να υπάρχουν γοργόνες
μονάχα αυτό το παιδί που φορούσε το δέρμα μας...
Είναι κάτι παράξενες νύχτες, που πριν κοιμηθώ,
δίπλα μου κάθονται φαντάσματα
Μου διηγούνται λυπημένα ιστορίες για πόλεις που κάηκαν,
άλλες από πόλεμο άλλες από πυρκαγιά γκριζοκόκκινη,
στέκομαι βουβά και ακούω το κλάμα τους το απαλό,
τρέμουν λίγο, οι γραμμές στο στόμα
τους
Ένα από αυτά, κρατά το κουφάρι ενός άντρα που ήταν πανώριος,
... αλύπητος στις μάχες των ανθρώπων,
μα ήρθε η στιγμή του να αρχίσει να γράφει ποιήματα
και σαν έγινε αυτό την ζωή του 'εδωσε στον θάνατο,
με ένα περίστροφο που κόλλησε στον κρόταφο
Μεθυστικές κρύπτες στους τοίχους τότε ξερνούν λιβάνι,
σκέπτομαι όλους αυτούς που χάθηκαν,
μα πιό πολύ σαν γυναίκα λυπάμαι τις γυναίκες που για πάντα τους έχασαν,
και σαν παιδί κλαίω για τα παιδιά τους
Κινώ τότε τα νήματα μου στον καθρέφτη και κοιτάζομαι,
είναι άραγε η δύναμη του θανάτου ή η ζωή που μαζί τους κάποτε έζησα που με κλονίζει;
Και το δέντρο που στις ρίζες του στέκομαι αβέβαιο μοιάζει,
αναρωτιέμαι δυνατά αν αξίζει τον κόπο η ζωή που χάνω αναλογιζόμενη ή αν αξίζει που τις άλλες τόσο έντονα συναισθάνομαι,
άβυσσος θα μου πεις, είναι η ζωή του κάθε ανθρώπου...
Φτερά, νήματα, στάχτες και αίμα σε αυτό το ανάμεσα της ζωής και του θανάτου...
Μια δίνη την πέταξε έξω από το σώμα της, αυτός την κυνηγούσε αλαφιασμένος, χρώματα γύρω και έντομα παράξενα, με φωσφορίζουσες ουρές και φτερά πράσινα, έτρεμε η λίμνη, δεν ήταν πια αρυτίδωτη, από πάνω της νούφαρα ανοιγόκλειναν θυμωμένα τα πέταλα τους, η κουκουβάγια αδιαπραγμάτευτη έβγαζε λόγους ,να σπάσει προσπαθώντας αυτό το μυστήριο που έπιανε βέβαια με το ένστικτο της, τα δέντρα άφηναν χυμούς νυ...σταγμένα αρκετά από ύπνο βαθύ και διαρκές, η νύχτα πάλευε, πάλευε η νύχτα να ξεμπροστιάσει την ημέρα που με το φως της έσβηνε τα μυστήρια, τώρα ο άντρας είχε καταφέρει να πιαστεί από τις κραυγές της γυναίκας που προκάλεσε ενώνοντας την μαζί του,δίνες καυτές τους πέταγαν επάνω στον πυρήνα ενός πορτοκαλί χρώματος, έγινε μετά κόκκινο, μπήκε ένα σπασμένο κίτρινο, ένα αχνό πράσινο, οι δίνες αυτές έρχονταν από την σπασμένη παλλίροια, έσμηγαν με τα χρώματα, με τις φωνές των ανθρώπων και των εντόμων, των δέντρων, καθώς όλα είχαν ξυπνήσει πια, μεταπηδώντας τις δυνάμεις τους μέσα στον άντρα και στην γυναίκα, δεν ήταν μόνο η σωματική έκσταση που άφηνε στην ατμόσφαιρα θειάφια και λιβάνι, ήταν η συμπαγής δύναμη της ένωσης, αυτή η αγωνία σαν της γέννας, να μην φύγουν ο ένας μέσα από τον άλλο, δεν ήταν το προσφιλές και απόλυτα φιλόξενο και οικείο περιβάλλον των σωμάτων, ήταν ο φλοιός του μυαλού που άνοιγε, άνοιγε ολοένα να υποδεχτεί τα άγνωστα, τα αβυσσώδη, ο διωγμός της λύπης, της μοναχικότητας, η έρευνα του θαύματος που υπομόνευε σε εκείνη την σπηλιά με τις νυχτερίδες τις κρεμασμένες σαν τσαμπιά σταφύλια, αυτή η καυτή αίσθηση τώρα που άφηνε το ασφαλές του εγώ απ έξω, τα όρια που άνοιγαν με ταχύτητες σπασμένες, ο κριός έξω από την λίμνη που φώναζε κι αυτός καθώς ήθελε να μπει μέσα στους ανθρώπους, δίνες, δίνες ατέλειωτες κοφτές, μετά μακριές, μετά απότομες, σάρκινες, μαύρο και κόκκινο, και μετά ενωμένες οι ανάσες έγιναν μια, μια πια, τράβαγε, τράβαγε μπροστά, μετά ξαναγύριζε πίσω, η νίκη του φλοιού στο σώμα, και το σώμα λεηλατημένο από μια ατέλειωτη ευτυχία, διασαπσμένη σε μικρότερες ευτυχίες, τι πάει να πει ευτυχία, φως, το φως τώρα έλαμπε στα πρόσωπα, οι φλέβες έλαμπαν, τα στόματα πρησμένα, διακλαδωμένα σε ένα φιλί, το σύμπαν που άνοιγε πια, άνοιγε, τους διοχέτευε ενέργεια, τους μοίησε στο πρωτόγονο, έγιναν ξανά έμβρυα, μα γρήγορα βυθίστηκαν το ένα μέσα στο άλλο, καινούργια υγρά, κοιλιά και βλένες, με κλειστά μάτια άκουγαν τον κόσμο να περισπάται, να διαθλάται και να χάνεται στο φως, ζωοοδότης ήλιος μέγας, τρισμέγιστος, ακολούθησε η λίμνη κι όλα τα πλάσματα, όλα το ένα μετά το άλλο και έλαμψε ένας νέος κόσμος που φώναζε δύναμη, θρίαμβο κι αγάπη, αγάπη από την αρχή ώσπου σπασμένος μπήκε σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ένας καινούργιος κόσμος υγρός που μετά έγινε στέρεος...
Την κοιτάει, τα μάτια της πετούν μίσος, αυτό φαίνεται ολοκάθαρα, πιστεύει πως θα της αρπάξει τον αγαπημένο, ποιός αγαπημένος που αυτός κοιτάζει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτήν.
Την προσπερνά και κοιτάζει τον δρόμο μπροστά της. Έχει μια κολασμένη κίνηση ενώ η Ρίτα αρχίζει να γνέφει στα μαύρα πουλιά τραγουδώντας για την προδοσία.
Είναι ωραίες τέτοιες εναλλαγές σκέφτεται, μετά από κάποια ώρα ...ζητάς να μιλήσεις σε αυτά τα μαύρα πουλιά ή να τα δεις νοερά μπροστά σου μέσα από φωνές χαρακτηριστικότατες.
Καπνίζει με μανία σκεπτόμενη πως η ζωή τραβά την κατηφόρα κι όχι την ανηφόρα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή που πάει να ανοίξει την πόρτα της λύπης έρχεται αυτός και κάθεται δίπλα της.
Είναι ψηλός κι ωραίος, γυμνασμένος όσο να θυμάται κανείς την διαφορά ενός άντρα από κάτι που του μοιάζει. Με μάτια που κόβουν αλύπητα μα ΄λίγο μετά γίνονται μελένια. Είναι μυστήριος, τον περιβάλλει μια αύρα μυστηρίου, ίσως ένας άγγελος του ψιθύρισε κάποτε πως να κάνει τις γυναίκες να τον ερωτεύονται.
Σαν περασε η ώρα κουβεντιάζοντας του το είπε. Αυτός πέρασε το χέρι του στο μάγουλο της.
- Ξέρεις πως αυτό ισχύει και για σένα αν φυσικά προσδιοριστεί αυστηρά πως ισχύει για μένα
- Ας πούμε πως ισχύει, είπε εκείνη, πως νιώθεις με αυτό; Εννοώ που είναι όλα εύκολα, δεν θέλεις κόπο να κάνεις την γυναίκα να σε αγαπήσει
- Έλα τώρα, να με αγαπήσει; άλλο ο έρωτας, άλλο η αγάπη. Στο κατω κάτω έχω καταλάβει πως υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν μόνο για να τους ερωτεύονται, μέχρι εκεί, δεν πάει πιό κάτω όμως. Αυτό βέβαια δεν ξέρω να πω αν ισχύει και για σένα, θα έλεγα πως εύκολα αγαπιέσαι.
-όχι δα, έκανε εκείνη και φύσηξε τον καπνό της σε μικρά δαχτυλίδια, τα ξανθά μακριά μαλλιά της έπεφταν σε σκάλες.
Αυτός τώρα έβλεπε το στόμα της, το πάνω χείλος επεκτεινόταν πιό πολύ από το κάτω, σαν παιδικό πείσμα, η μύτη της μικρή και θρασύτατη. Δεν ήθελε να διασχίσει το στόμα της με την γλωσσα του, ήθελε να μπει ολόκληρος μέσα του, σαν να ταν καραμέλλα που θα λιωνε σιγά σιγά στην κόκκινη κοιλότητα, θα τον δάγκωναν τα δόντια της απαλά και μετά βίαια.
- Σε θέλω, της είπε κι η φωνή του έσπασε
- Μιλούσαμε για αγάπη, του είπε και έσπασε λίγο την άκρη του στόματος της σε χαμόγελο μικρό
-Άσε την αγάπη, τώρα μιλάμε για έρωτα, της είπε και έσφιξε το χέρι της στο δικό του.
Την διαπέρασε ένας ηλεκτρισμός καυτός, καιρό είχε να το νιώσει αυτό.. Αλλά ήθελε να τον τραβήξει, να παίξει μαζί του και να τον πάει σε κάτι λιγότερο γνώριμο.
- Θες να με αποπλανήσεις κι άλλο της είπε, εγώ σου παραδίνομαι εύκολα. Ωραία λοιπόν, δεν με νοιάζει και τόσο το θέμα της αγάπης, μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό. Όπως κι εσύ...
- Δεν έχεις δίκιο, κουράστηκα χωρίς αυτό, εξάλλου συνεχώς τα ίδια βλέπω παντού, ίδιες καταστάσεις, ίδια πρόσωπα....και ναι, μου φαίνεται μισό το ποτρέτο μου
-Ε, οχι βέβαια, υπάρχουν πορτρέτα ολόκληρα από την γέννα τους.
Εκείνη στην στιγμή ο μπάρμαν έβαλε στο πλατό την κυρία των μπλούζ. Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά πίσω και τον άφησε να της ανάψει το τσιγάρο
Όταν είδε τα μάτια του κοντά στον αναπτήρα του την τύλιξε η φωτιά τους... Αυτός διαπερνούσε ήδη την πλάτη της με βέλη καλοακονισμένα.
Έβαλε το χέρι του στο γόνατο της, πέρασε με χάδι γλυκό τα κόκαλα της, έπειτα ήρθε πίσω, έπιασε την αρχή του ιδρώτα της, έσφιξε το γόνατο στο χέρι του σαν να ήταν σπουργίτης.
-Μόνο αυτό να θυμάσαι, της ψιθύρισε, αν έχεις κάποιο ταλέντο φρόντισε να μην το κάψεις, τους άλλους κάψτους ανελέητα, ξεκίνα από εμένα...
-Θα το θυμάμαι, απάντησε γελώντας κι ήρθε πιό κοντά του.
Όταν κόλλησαν τα πόδια τους η φωτιά ήρθε και στον μπάρμαν.
Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ολόκληρα πορτρέτα από την γέννα τους, σκεφτόταν εκείνη καθώς ο άντρας φύσαγε τον πόθο του δίπλα στον λαιμό της.....
Η παλιά πόλη, κάτω από τις αρχαίες φολίδες του δέρματος της
και τις πέτρες ,ανεστορούσε την ζωή,
αν μπορούσε, θα φόραγε τα σεντόνια πάνω της
των εραστών και των παιδιών,
και σαν τοξότης θα έστελνε στον ουρανό κείνες τις μαρμαρένεις κόρες , να σωθούν από την άγρια όψη των ανθρώπων,
να θυμούνται αυτές την δύναμη που χει ο έρωτας και η αθωότητα
της πρώτης σύλληψης του έργου πάνω στο μάρμαρο,
τώρα το... μάρμαρο εξυμνείται αδικημένο στις αίθουσες των μπουρζουάδων και λοιπών, ερημωμένων από τον θαυμασμό στα πράγματα,
αυτό που λέγεται ζωή αφύλακτο στέκει μα κι άφαντο
Πανοπλίες φορούν αυτοί, μα αθέατες είναι στα γαλάζια μάτια των αγγέλων,
στέκεται η παλιά πόλη και θυμάται πόσες φωτιές διέτρεξαν την ραχοκοκαλιά της,
πόσες φορές χρειάστηκε να στείλει τις γκριζόμαυρες στάχτες της
σε όλα τα σημεία των οριζόντων,
μα ύπνος βαθύς έχει αρπάξει την ανθρωπότητα,
μοιάζει σαν ένας γίγαντας που ήπιε διπλάσιο από το βάρος του κόκκινο κρασί και ροχαλίζει τώρα με το ένα μάτι ανοιχτό...