Τρίτη 5 Μαΐου 2015


. Όταν ξύπνησα, οι νεραντζιές ήδη είχαν κάνει κομιστή την όσφρηση μου, τα ασπρόρουχα στις ταράτσες έλαμπαν καθαριότητα, οι γάτες ξάπλωναν στα καπό των αυτοκινήτων κι εγώ είχα ξυπνήσει για τα καλά. Τόσο, ώστε να καταλάβω με όλες μου τις αισθήσεις πως είχα ξεκολλήσει από τον πλακούντα μου και μετανάστευα για άλλους κόσμους, άλλους κήπους κρεμαστούς, άλλους υπόγειους δρόμους που το αίμα ενώνεται με το σπέρμα, άλλους πλανήτες και ήδη είχα συναντήσει κι άλλους οδοιπόρους, πολλούς θα έλεγα ατρόμητα.. Μα πιο ατρόμητο είναι να ζητώ απεγνωσμένα να γνωρίσω κι άλλους, τώρα που έχω ξυπνήσει για τα καλά και φόρεσα το μπορντό βελούδινο φόρεμα μου, αυτό, πάνω από τα γόνατα, τώρα που φόρεσα τα σανδάλια μου με τα πολλά ασημένια τρουκς, τώρα ακριβώς που μια λίμνη με νούφαρα έρχεται στο στόμα μου και το βάφει διάχυτα με χρώμα, τώρα ακριβώς φωνάζω πως ήρθε η Άνοιξη. ΚΙ εσύ ,που είσαι τόσο μακριά έρχεσαι κοντά μου , με σηκώνεις στα χέρια και χαμογελαστός με βάζεις επάνω σε ένα νούφαρο, με σπρώχνεις μαλακά και ξέρω πως είσαι έρωτας, εκεί ακριβώς, θυμάμαι πως ζητώ κι άλλους οδοιπόρους, κι εκεί ακριβώς σου λέω, θέλω να ζήσω όπως τις στιγμές που ο έρωτας τρυπάει τα πνευμόνια, την καρδιά, όπως την στιγμή που χιλιάδες Χριστοί φίλησαν τους Ιούδες, όλα τα θέλω, μα πάνω από όλα θέλα να αγαπώ και να αγαπιέμαι.. -Τρυπάει η Άνοιξη τα μάτια- υγ. αφιερωμένο, στην αγαπημένη Μαρία Πετρίτση και το βιβλίο της {Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει Ευγένιος στη θέση του Αρανίτση]. Είναι τόσο όμορφο να γνωρίζεις ωραίους ανθρώπους

Όταν γεννήθηκε ο Mick Jagger, η παγκόσμια λογοτεχνία ,βρήκε τον ήρωα της να ζει έξω από τις σελίδες του πυκνογραμμένου μυθιστορήματος του Όσκαρ Ουάιλντ, η εργατική συνοικία της Αγγλίας γέννησε τον Ντόριαν Γκρέυ κι οι νεολαίες του κόσμου τον ερωτεύτηκαν. Δεν ήταν μόνο τα πλούσια σε σάρκα χείλια του, η ζωντάνια, η εκρηκτική του σεξουαλικότητα που έκανε τις κοπέλες να ματώνουν από πόθο και τα αγόρια να ξεπατικώνουν τον χορό του, ήταν αυτό που μόνο όσοι λάτρευαν την λογοτεχνία είδαν καθαρά, είδαν δηλαδή να κάνει το νέο του συμβόλαιο ο Ντόριαν- Μικ με τον Μεφίστο και το Ροκ Εντ Ρολλ να απογειώνεται... Κι είδαν το αρσενικό μαργαριτάρι να βγαίνει μέσα από μια κόκκινη θάλασσα και να επωάζει τις αρχέγονες δυνάμεις του με το χάος, γι αυτό η τόση του αυτοπεποίθηση έκανε να σκιρτούν βασιλιάδες και βασίλισσες, δεν ήταν μια απλή αυτοπεποίθηση, ήταν οι ενωμένες δυνάμεις του Ποσειδώνα με τον Άρη και την Αφροδίτη.. Όταν γεννήθηκε ο Μικ στέναξε οδύνη και ηδονή εκείνο το στενό δρομάκι της Αγγλίας. Ο Νάρκισσος βούλιαξε με τα πόδια του δεμένα με πέτρες στον αιώνιο ποταμό όταν είδε πόσο γελοίος ήταν μπροστά του και μικρός σαν ένα πετραδάκι στον πάτο μιας λίμνης. Όταν η μουσική ενώθηκε με την σεξουαλικότητα οι φτέρνες δεν ακουμπούσαν στην γη, τα αρχαία κτήνη ενώθηκαν με τα ανθρώπινα όντα ίσα ίσα για να αποστάξουν τις δυνάμεις τους στους χορούς που έκανε τραγουδώντας και κανοντας τα πλήθη να στάζουν ηδονή και πόθο.. Η μουσική αναπαριστά όπως κι η λογοτεχνία, είναι οι πλέον αναπαραστατικές μορφές τέχνης.. Η δημοσιότητα ήταν πια η σκιά του, η ζωή του χίλες ζωές μέσα κι έξω από τον καθρέφτη. Ποιος δεν μπορεί να τον φανταστεί σε ένα όμορφο σύμπλεγμα με τον David και να κοιτιέται στον καθρέφτη; Δεν υπήρξε ποτέ ανούσιος κι η ζωή του αποτελεί την οργιώδη μυθοπλασία του Ντόριαν.. ΜΈσα κι έξω από τον καθρέφτη.. Όμως τώρα που πρόλαβε και έδωσε συναυλία στο τοίχος του Ισραήλ, τώρα που έζησε με τερατώδη χρηματικά ποσά κι έκανε έρωτα σαν γυναίκα και σαν άντρας, πάει να πει πως άγγιξε την θεότητα, τώρα είναι η στιγμή που θα ήθελα διακαώς να μιλήσω για λίγο μαζί του. Να του γράψω σε μικρά ποστ και να τα κολλήσω στο ψυγείο του πως το ροκ εντ ρολλ δεν συμβιβάζεται για τα φράγκα και την δόξα, να του πω πως εξακολουθώ να ανατριχιάζω όταν βλέπω τις συναυλίες του, πως καθόρισε την τρυφερή μου ηλικία, αλλά τώρα που ο Μεφίστο πήρε αυτό που ήθελε πίσω, πόσο μόνος άραγε να νιώθει, πόσο δυνατός να αγγίξει την άβυσσο που φωνάζει από κάτω του με έναν δυνατό ίλιγγο, αυτός που κοίταξε την άβυσσο νέος, χωρίς τρόμο, αλλά με θράσος, τι γνώμη έχει γι αυτόν τον κόσμο κι αν κατάλαβε τελικά πως ο ίδιος αποτέλεσε ένα μέρος του παλιού όμορφου κόσμου... Κι αν κατάλαβε πως ήταν ο ίδιος μέρος εκείνου του όμορφου κόσμου γιατί έδωσε εκείνη την γαμημένη συναυλία αφού αυτό αποτελεί μέρος αυτού του νεου, ανήθικου, άθλιου άδικου κόσμου, να μου πει αν ακούει τις νύχτες τον Μεφίστο να του φωνάζει, ε Μικκκκκκκκκκκκκκκκκκ ε Μικκκκκκκκκκκκκκκκκκκ και να νιώθει τόσο ανυπεράσπιστος και μόνος.. Ανάβω τσιγάρο κύριε Μικ, κάπνισε με.. -De Profundis, Mr Mick Jagger-

Η θάλασσα πνίγεται από την αρχαία σκουριά του αίματος , ο θεός παίζει σκάκι με τον Χριστό, τον Μωάμεθ, τον Αλλάχ , ενώ ξερνάει θειάφι και λιβάνι, ενώ ξερνάει φωτιά, ενώ ο θεός του πρόσφυγα πεθαίνει, ενώ η γυναίκα από την Συρία γεννάει ένα νεκρό βρέφος, ενώ ο θεός την βομβάρδισε λίγο πριν, κι όλοι οι θεοί ξενυχτούσαν για να λύσουν το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης, για να βρουν ένα άλλο, για να λύσουν το θέμα του πρόσφυγα μιας και ο θεός που τον προστάτευε μετανάστευσε κι αυτός για άγνωστες πατρίδες, κι ενώ είναι αδύνατον να αγαπηθούν ένας άντρας και μια γυναίκα γιατί ξέχασαν πως γίνεται αυτό, ενώ ο θεός διαβάζει εφημερίδα, ενώ η αρχαία σκουριά του αίματος κατεβαίνει στην θάλασσα με το σχήμα του φιδιού, ενώ το φίδι τρώει ένα κόκκινο μήλο, ενώ ένας άνθρωπος ψάχνει μέσα στην θάλασσα τον αδελφό του μέσα στα επιπλέοντα πτώματα, που ο θεός τα κοιτάζει με μια άσπλαχνη τρυφερότητα, ενώ ο θεός μετατοπίζεται όποτε βρέχει, ενώ απειλεί να κάψει τις άπιστες πόλεις, ενώ οι άπιστοι μετατοπίζονται κάτω από την αόρατη συνέλευση των θεών, κάτω από το άγρυπνο μάτι του ενός και μέγα θεού, ενώ ένας κόκκος άμμου από εμένα και εσένα παλεύουν μέσα στην ανθρωποκαταιγίδα, ενώ ο Αϊνστάιν κοιμάται θυμωμένος και μετανιωμένος αφού δεν πρόλαβε να πει όσα ήθελε για τον καπιταλισμό, ενώ ο Λένιν κοιτάζει το τέλος ενός αγαλμάτινου ομοιώματος του, πεσμένο στις πλατείες, ενώ ο θεός αποχαιρετά τον σοσιαλισμό και καλωσορίζει το χάος, ενώ ο θεός δεν με αφήνει κι εμένα να με συγχωρέσω που πίνω την σιωπή μου κοιτάζοντας την αρχαία σκουριά του αίματος, ενώ οι δεσμεύσεις του περί της ελευθερίας μου καταπατούνται από το δορυφορικό του μάτι, ενώ αποφασίζει για τους αιώνια φυλακισμένους γράφοντας ανήθικους νόμους ηθικής, ενώ όλοι πνιγόμαστε από την αγάπη του θεού μας, ενώ πια ο θεός είναι ο θεός όλων και πνίγεται στα φράγκα, ταλαιπωρείται από τα νεφρά του και το στομάχι του τρώγοντας , εμείς εδώ τελειώσαμε με τους θεούς, ταλαιπωρημένοι ψάχνουμε να βρούμε τον αληθινό εαυτό μας, τελειώσαμε με τους θεούς πολύ πριν γεμίσει η θάλασσα με το αρχαίο αίμα, τελειώστε με τους θεούς, αρχίστε με τους ανθρώπους... {Ακατάπαυστο το αρχαίο αίμα της σκουριάς}

Oι σπάνιες ώρες που πετούσε πάνω από την πόλη, ήταν όταν θυμόταν πως κάποτε είχε αγγίξει το στέρνο του ουρανού, κάπου σε ένα θολιασμένο όνειρο από το ποτό και τον καπνό και τις κουβέντες.. .Αυτό σκεφτόταν, καθώς εκείνος της άναψε το τσιγάρο. Ο άντρας με την μαύρη καμπαρντίνα την κοιτούσε σαν χαμένος, καθώς εκείνη δεν μιλούσε , μονάχα κοιτούσε προς το μέρος της πόρτας. -Ξέρεις, κάποιος που είχε κάνει φυλακή, μου είπε πως από τότε δεν μπορεί να κοιμάται με κλειστή πόρτα, πάντα χρειαζόταν να την βλέπει ανοιχτή για να είναι έτοιμος να φύγει. Έτσι του είπε και φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού . -Τον αγαπούσες αυτόν που στο είπε; είπε αυτός σχεδόν ψιθυριστά. -Πολύ, όλους τους φυλακισμένους τους αγαπώ, δήλωσε αυτή με στόμφο υποδειγματικό.. -Γιατί; -Γιατί μοιάζουμε, αρκετά μετά το τέλος της εφηβείας μου νιώθω κι εγώ φυλακισμένη. -Μα γιατί; ρώτησε εκείνος και άναψε τσιγάρο νοιώθοντας μια αδιόρατη λύπη. -Γιατί από τότε κατάλαβα πως δεν είμαι αθάνατη και άρχισα να παίρνω σοβαρά τον εαυτό μου και τους άλλους, αυτό με καθιέρωσε στα μάτια μου σαν κομμάτι μιας παγωμένης θλίψης.. -Μα είσαι μια πολύ όμορφη γυναίκα, αυτό και μόνο σε βοηθάει σε όσα θες να κάνεις δικά σου, σε όσα θες να γνωρίσεις.. -Είναι σχεδόν απλοικό αυτό που λες και σκέψου πως δεν θέλω να κάνω τίποτε δικό μου, κανέναν επίσης δεν θέλω να κάνω δικό μου. -Τι πραγματικά θέλεις; -Θέλω κάποιος να μου δείξει και να μου αποδείξει πως μπορεί να με κάνει δικιά του, θέλω να έχει όλους του επιθυμητούς μου λόγους για να με κάνει δικιά του. Από καιρό έχω καταλάβει πως οι πεταλούδες χορευουν γύρω από το φως, αυτό συχνά, τις κάνει να καίγονται. .Αυτό πολλές φορές κάνει τους άλλους να θέλουν να τις κάψουν, προσφέρει αφάνταστη ηδονή το κάψιμο μιας γυναίκας ή μιας πεταλούδας στο φως.. -Μπορώ να αγγίξω τα μαλλιά σου; την ρώτησε σχεδόν ανυπόμονα. -Κάνε το. Του είπε, και καθώς αυτός περνούσε τα χέρια του γύρω από το κεφάλι της σκεφτόταν πόσο γρ'ηγορα θα το έβαζε ο ίδιος στα πόδια. Λίγες μέρες συναναστροφής, και θα καταλάβαινε πόσο δύσκολα μπορεί κανείς να συναισθανθεί κάποιον που νοιώθει φυλακισμένος, φυλακισμένος, από την ασίγαστη αγάπη του για την ελευθερία και το δέσιμο με όλες τις άσχημες και όμορφες μνήμες της ζωής του. Και πόσο απίθανο είναι να καταλάβει ,πόσο αυτοκαταστροφικός είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, πόσο απίθανα σπάνιο, είναι να συνδέσει την ανθρώπινη ομορφιά με εκείνη της πεταλούδας... -Οι όμορφοι άνθρωποι, όμορφα καίγονται
. Το κενό μεταξύ των φιλιών, είναι οι έρωτες που κοιμήθηκαν μέσα σε μια χρυσή σκόνη Τα αγγίγματα που δεν ευωδίασαν είναι αυτό ,που δεν έπρεπε να γίνει Η εξέλιξη των γεγονότων που ατόνισαν, ήταν η μοίρα που πήρε αποφάσεις Κι όσα δεν είπαμε είναι τα ελάχιστα αυτά λόγια που σου λέω. Το να θυμάσαι κάτι που σε θλίβει είναι ένα είδος αυτοτιμωρίας, πολλοί μπερδεύουν την ενοχικότητα με την αυτοτιμωρία, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οι ημέρες μου είναι εμφανώς καταβεβλημένες, γι αυτό δεν αναιρώ τίποτε από τις σκέψεις μου, οι σκέψεις μου δεν έχουν κινητήρια δύναμη, δεν έχουν προθέσεις, είναι σαν πληγωμένα πουλιά που πέφτουν ζαλισμένα επάνω στα τζάμια και σκοτώνονται. Έχουν περάσει χρόνια, κι εγώ ακόμη σε θυμάμαι... -Ο χρόνος στο αυτόφωρο-

Ώρα πρωινή, διάβασα πως ο ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά ,ένα σούρουπο. Οι κοιλάδες και τα ηλιοτρόπια ξεχύθηκαν από τα κάδρα τους και ριζώσανε λίγο πιο κάτω από τον λαιμό μου, αιωρήθηκαν εκεί κάπου, και έμειναν στο κέντρο της καρδιάς μου. Και καθώς κατέβαινα τον αγαπημένο μου λόφο, κάποιος άγνωστος με ρώτησε για έναν δρόμο της πόλης, άρχισα να του εξηγώ, και να του δείχνω την κατεύθυνση, τότε άρχισαν να φεύγουν από το στόμα μου οι ζωγραφιές του , ήλιοι καμαρωτοί έκρυβαν μια λύπη. Ο άγνωστος φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. ////// Ώρα απογευματινή, κατέφτασα σε άγνωστο προορισμό μιας και εμπιστεύτηκα μονάχα τους τα πόδια μου. Και σκέφτηκα, προς τι ο τρόμος του αγνώστου άντρα, ηλιοτρόπια του έγνεφαν νωχελικά κι όχι θηρία. ////// Ώρα βραδινή ,πιάστηκα στα βιβλία μου, έβαλα τους άγιους του μπλουζ να παίζουν στο πικ- απ, και η ψυχή μου ξαφνικά σκοτείνιασε. Ήταν από την έλλειψη της ομορφιάς γύρω μου, ήταν η δερματική ασθένεια που με είχε καταβάλει και η αγνωμοσύνη των ανθρώπων. Και η εσωτερική αγωνία μου, για σκέψου, πόσοι ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ αυτοπυροβολούνται κάθε ημέρα ,χωρίς να μας δίνεται δυνατότητα, να το μάθουμε... Και μάτωσα δίχως λόγο, στάθηκα στον καθρέφτη και κοίταξα ξανά τα σημάδια της ερυθρότητας. /// Υποφέρω από δερματικό νόσημα που θα γιάνει με την αντιβίωση, είπε ο γιατρός.. Μα εγώ ξέρω, είναι η έλλειψη της ομορφιάς και οι τόσοι αυτοπυροβολισμοί που με ξεκουφαίνουν, κι εκείνα τα ηλιοτρόπια που κατάπια τόσο λαίμαργα... -Ροδόχρωμα ηλιοτρόπια-

Μιλούσες πολύ, οι λέξεις σου, κομμάτια με μελάνι κόκκινο , χάραζαν έναν κύκλο στο πάτωμα, πράγμα απογοητευτικό, γιατί τον ήξερα καλά, ήξερα την διαδρομή και την κατάληξη του. Μιλούσα πολύ, ήταν που ήθελα να κρύψω το πεινασμένο ζώο που φωλιάζει μέσα μου, σου έγνεφε κι εσύ δεν το έβλεπες. Σκέφτηκα πως μας χώριζαν οι λέξεις και η όραση, όταν σκέφτηκα πως υπάρχουν εκείνα που μας ενώνουν, αισθάνθηκα κουρασμένη να τα ψάξω. Δεν υπήρχε λόγος, η ζούγκλα της πόλης μοιάζει ανίκητη, ανίκητη κι η θέληση μου να τρέξω επάνω της και να χυθώ στην λάβα της. Όταν έφυγα από κοντά σου, θυμήθηκα γιατί εκείνους τους ποιητές τους είπαν καταραμένους, από κάτι υπέφεραν που ζητά την πλήρη εξύψωση μετά από αιματώδεις διαδρομές υπόγειες.. Κι αναθάρρησα.. {Απόσταση}