Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018


Ενοικιάζονται άνθρωποι. Για ένα ποτό σε μη φωταγωγημένο μπαρ. Για κουβέντα μετά από μια παράσταση. Για φεγγαροχυσίες σε αμμουδένιες ακρογιαλιές. Όπου άνθρωποι δεν περιγράφονται σάρκινες μηχανές με ορμόνες πνιγηρές και αυτοεξόριστες. Με ψυχές κρεμασμένες στα κάγκελα. Με εγώ από ατσάλι. Δίχως τύψεις, αιωνίως κάνουν περιφορές των <<λανθασμένων>> παθών τους. Συμπλεγματικοί κι αιώνια σοφοί μέσα σε πλήρη ψυχική αποκαθήλωση. Νιρβάνες μέσα σε αδήλωτες μάχες. Ενοικιάζονται άνθρωποι. Ελευθέρας βοσκής , για πάντα αιρετικοί. Αδήλωτοι είναι, από παιδιά. Χωρίς τρόπαια. Γυμνοί από πρέπει , γεμάτοι από ίσως, χωρίς βεβαιότητες . Όπου άνθρωποι, λογίζονται σπαραγμένες καρδιές, ταπεινοί δίχως να ειναι ταπεινωμένοι. Ευεργετημένοι κι ευεργέτες ευαίσθητων στιγμών. Κεριά αναμμένα δίπλα σε παλαιά σεντούκια με κρυμμένους θησαυρούς. Γνωρίζοντες άριστα την γραμματική του βιωμένου βίου και ουχί μόνο των λέξεων που τον περιγράφουν. Ρήγματα. Κυλιόμενες πέτρες. Λέοντες, σιωπηλά αναμένοντας την ανατολή. Είδος δυσεύρετο. Είδος σε έλλειψη. Είδος για νέες επικηρύξεις. Με πληρωμένα συμβόλαια θανάτου ομαδικά. Κατά γειτονιές, κατά πρωτεύουσας, κατά παρεών,κατά χώρας, κατά χωρών. Τους βρήκα καθώς άνθιζε ένα νέο σύμπαν εντός μου και πέθαινε το παλαιό. Χωρίς νεκρά όνειρα. Χωρίς αυτοτιμωρίες από την έλλειψη. Δεν θα στους δώσω. Δεν θα τους πω. Θα διατηρήσω την ανωνυμία τους κι ας λες πως όλα ενοικιάζονται. Δεν θα σου τους δώσω... - Το ανήσυχο -

Φυσικά και τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε πριν ακόμη τον γνωρίσει. Ένιωθε μια άγρια ελευθερία όταν τον έβρισκε στην κίτρινη σοφίτα. Τα κεραμίδια έσταζαν βροχή όταν έφευγε από κοντά του.Ο δρόμος που περπατούσε μετεωριζόταν μαζί της. Μαζί του μάθαινε πόσο ωραία ήταν η ζωή. Η μαγεία ήταν ένα από τα συστατικά αυτής της αγάπης. Γι αυτό, για να μην χαλάσει αυτή η μαγεία ,αυτή η αγάπη για να μείνει στον χρόνο άφθαρτη, αποφάσισε να φύγει. Κι έζησε ανάμεσα σε εκείνους που δεν ήξεραν από ανθρωπογεωγραφία . Κι όταν τους μιλούσε για εκείνη την αγάπη αυτοί ένιωθαν κάτι μελό . Μα δεν συμβιβάστηκε, δεν έκανε τα μάτια τους δικά της. Και στον καθρέφτη της ο θάνατος δεν την φόβιζε. Είχε γίνει με κάποιον τρόπο αθάνατη χωρίς να είναι το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Γιατί, φυσικά και τον αγαπούσε. - Ένα μέρος της αγάπης-
Υπάρχει πάντα μια μεγάλη τρύπα, ένας υπόνομος της γης με υπολείμματα από όλα τα είδη. Ζέχνει μέσα σε μια ασφυκτική ατμόσφαιρα που είναι υπερφίαλη. Την έχουν εντοπίσει αυτοί που ζουν στο όριο κάτω από την φτώχια, οι τρελοί κι οι ποιητές που έζησαν περιφρονητικά από την μπουρζουαζία ενώ αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον. Ίσως γιατί δεν ήταν επικίνδυνοι πια. Μετά από όλα τα αντίο που λένε οι άνθρωποι κι ύστερα θα σκέφτονται ο ένας τον άλλον έντονα, σε αυτό το διάστημα η τρύπα καραδοκεί , πεινώντας για τις άδικες πράξεις τους. Ο πλανήτης, γκαν,γκαν μπαμ,μπαμ περιμένει να ζωντανέψει κάνοντας έναν καινούργιο πόλεμο. Εσύ κι εγώ εντυπώνουμε μέσα μας όλη αυτή την δίψα και πονούμε φριχτά. Είμαστε θραύσματα χωρίς αγκυλώσεις. Διαβάζουμε τους σακαταμένους πνευματικά από την υπερβολικά αρρωστημένη έπαρση κι απορούμε πως ο πλανήτης δεν έχει γυρίσει ανάποδα. Όλα τα Εγώ βροντούν με στόμφο τα γραφεία απόφάσεων και πλένουν τα χέρια τους στο αίμα, ενώ ταυτόχρονα κάνουν νηστείες σωματικές για να δικαιολογήσουν τους κρότους και τον θάνατο. Εσύ κι εγώ, γκαν , γκαν , μπαμ, μπαμ ,έχουμε τον δικό μας πόλεμο. Ποιός θα πει πρώτος συγνώμη, ποιος φταίει και ποιος κοιτάζει με εξόφθαλμο βρογχοκήλη. Άκου, ο ουρανός βροντάει ,και καθώς βρέχει, βρέχει παπαρούνες. Κάποιος πολύ παλαιός άνθρωπος που <<διάβαζε>> που είναι το νερό, τι καιρό θα κάνει, και τις μοίρες, είχε πει πως κάθε παπαρούνα είναι αδικοχαμένο αίμα. Εσύ κι εγώ, γκαν, γκαν, μπαμ και μπουμ. Μέσα σε έναν κόσμο απροφύλαχτο ,δεν ακούμε ο ένας τον άλλον , κάνουμε μαθήματα ηθικής με υπομνήματα και σημειώσεις, αυθαιρετούμε εναντίον των υπερευαισθητων και παράγουμε αδρεναλίνη και κορτιζόλη. Τα μνήματα πληθαίνουν. Κι η τρύπα μεγαλώνει, σε λίγο θα ζούμε μέσα της, Εμείς. Οι άλλοι θα ζουν σε μεγάλες, προφυλαγμένες με σύρματα, αστικές ζώνες. Με δέντρα ψηλά που θα γλείφουν τα τεράστια σπίτια τους. Το πιθανότερο είναι να επιζήσουν μόνο αυτοί κι οι κατσαρίδες. Αγάπη μου, στο βάζο μιλούν τα νεκρά λουλούδια,και τα κάδρα στους τοίχους γίνονται τα καντηλάκια των νεκρών. Δεν τα ανάβουμε εμείς -ξεχασμένοι στην δίνη μας, ανάβουν μόνα τους για να θυμάσαι. Για να θυμάμαι. -Η φριχτή πολυτέλεια του αίματος- υγ. κάτι που θέλει πολλά να πει αλλά δεν λέει τίποτε γιατί όλα είναι γνωστά.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ Από την μικρή σου ηλικία ένιωθες ορφανός από γονείς, γι αυτό άρχισες να αναζητάς βιώματα πίσω από τις λεξεις. Ήσουν παιδί όταν αντιλήφθηκες πως η προσωπική ιστορία του ανθρώπου εμπεριέχεται στο μυαλό των πολλών μέσα από την ημερομηνία γεννήσεως, τους τίτλους σπουδών, στο αν είναι παντρεμένος ή όχι, έμαθες πως η επίσημη ιστορία μιας χώρας είναι γνωστή από το που και πότε έγινε η τάδε μάχη, πότε άλλαξε το πολίτευμα, πότε έγινε η τάδε καταστροφή κ.λ.π. ............................ Γεννήθηκες μια πολύ βροχερή νύχτα με τις στέγες της πόλης να ηχούν την ταχύτητα και το βάρος του νερού. Πιθανολογώ πως πρώτα άκουσες την βροχή κι ύστερα την φωνή της μητέρας σου. ............................ Δεν κρύωνες εύκολα, δεν το έβαζες κάτω εύκολα. Άφησες τον πόνο να ζήσει μέσα σου για να καταλάβεις τι σημαινει πονάω, το ίδιο έκανες με όσα ρήματα έμαθες . Τα επίθετα τα άφησες ελεύθερα να πέφτουν επάνω σου σαν τα βέλη των χαμένων λαών που κατοικούσαν στα δάση . .......................... Είχες μαζέψει βροχή από τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου σε μικρά μπουκάλια κι όταν αρχίσαμε να επικοινωνούμε χωρίς λέξεις μου τα χάρισες ένα ένα. ......................... Εσύ που αγαπούσες τις λέξεις γιατί έμαθες από νωρίς να ζεις μέσα τους ,χωρίς να στερηθείς την προσωπική σου ελευθερία. ......................... Ένα απόγευμα που ήρθα και σε βρήκα στην μισογκρεμισμένη μονοκατοικία που έμενες , άνοιξες το παράθυρο για να ακούσουμε την βροχή , επίσης ακούγαμε την Νίνα Σιμόν και μιλούσαμε πίνοντας ένα ημίγλυκο κρασί της Σαντορίνης καθισμένοι αντικριστά σε ένα μπλε στρογγυλό τραπέζι, μιλούσαμε με λέξεις, με νότες, με ήχους και με τα μάτια. Κάποια στιγμή είδα μια σειρά από σαλιγκάρια να τσουλάνε υγρά επάνω στο τραπέζι μας, σαλιγκάρια στο πάτωμα, τους τοίχους, στο μπάνιο, μια μοναδική συναυλία από βροχή και τον ιδιωτικό τους περίπατο με κέρδισε κάνοντας με θεό για μερικά δεύτερα. ........................ Κάναμε ατέλειωτους περιπάτους στο πρώτο κοιμητήριο πολύ πριν αυτό γίνει μόδα. ........................ Καναμε εχθρό μας την μόδα, η μόδα χρησιμοποίησε χωρίς οίκτο τις λέξεις για να φτιάξει ειδικούς κώδικες να επικοινωνούν μεταξύ τους κάποιοι τάχα ίδιοι άνθρωποι κι επίσης χρησιμοποίησε την τέχνη φέρνοντας την στα σαλόνια και τους οίκους πώλησης σέρνοντας την σαν πόρνη πολυτελείας. Οι άνθρωποι για φαντάσου, μου έλεγες, αναπαράγονται με βάση την κοινή τους αγάπη στην μόδα φτιάχνοντας μια απρεπή στο ανθρώπινο είδος συνθήκη. Το χειρότερο είναι πως έκαναν μόδα τις εποχές που το ανθρώπινο είδος επαναστάτησε απέναντι στην εξουσία, από τότε η επανάσταση αναπαριστάται στα βιβλία, τις ταινίες και την μουσική, ........................ Όταν ένιωσες πως δεν μπορούσες να ζεις άλλο με τους ανθρώπους σε αποχαιρέτησα χωρίς ούτε ένα δάκρυ για να μην πληγωθείς. Δεν ήξερα που θα πήγαινες κι ούτε σε ρώτησα. ...................... Δέκα χρόνια τώρα παραλαμβάνω με το ταχυδρομείο μπουκαλάκια από βροχή, άλλοτε ποτάμια κι άλλοτε θάλασσα. ...................... Τα τοποθετώ σε ένα ράφι δικό τους . Και θυμάμαι να γυρεύω τους ανθρώπους πίσω από αυτά που λένε. Αγαπώ την βροχή μέσα από εσένα, εσένα που εφευρίσκω κάθε ημέρα για να αντέχω να ζω και να επιμένω.

Σχεδόν πάντα παίρνω το τραίνο αντί του μετρό. Αγαπώ την βραδύτητα των εικόνων και τον ήρεμο ήχο των συρμών του τραίνου ,αντί της βουής του μετρό. Διάβαζα ,όταν ένιωσα κάποιον να με κοιτάζει ,καθισμένο απέναντι μου. Είχε μάτια υγρά σαν χυμένο βελούδο με μπλε του κοβαλτίου, μακριές πυκνές βλεφαρίδες τα σκίαζαν και οι άκρες του στόματος του ανέβαιναν ελαφρά φτιάχνοντας ένα υποψιασμένο χαμόγελο. Αμήχανη κοίταξα τα δάχτυλα του, μακριά και λεπτά σαν των αγίων στα εικονίσματα, φορούσε ένα βραχιολι από κόκκινη κλωστή στο δεξί του χέρι, κρατούσε την ασκητική του Καζαντζάκη. Αναρωτήθηκα τι να βρίσκεται κάτω από το δέρμα του, ποιά όντα είχε συναντήσει στο διάβα του κι αν τον μαστίγωσαν άγρια ή τον είχαν θωπεύσει με αγάπη. Έγερνα προς το δεύτερο. Ο διπλανός μου σηκώθηκε για να κατέβει στην επόμενη στάση , κοίταξα έξω από το παράθυρο την πόλη που είχε τυλιχτεί σε μια γκρίζα εσάρπα αφήνοντας το φως να υπονοηθεί. Μου αρέσει αυτή η ατμόσφαιρα, μου θυμίζει πάντα μια εξέγερση που θα συμβεί αλλά τελικά αναβάλλεται. Ένοιωσα πως κάποιος άλλος κάθισε δίπλα μου και ταυτόχρονα μύρισα έντονα την οσμή πεύκου. Μια δροσιά ήρθε και με τύλιξε κάνοντας με να νοιώσω ευγνωμοσύνη αυθόρμητα. Είναι αυτός, με κοιτάζει και τείνει το χέρι στο δικό μου. -Καλημέρα, καλό μήνα. Είπε έτσι απλά ,και διερωτήθηκα αν είχε ένα τόσο ελεύθερο και άνετο πνεύμα ή έπασχε όπως οι περισσότεροι από κάποια ψυχική διαταραχή, εξάλλου είχε αποδειχτεί περίτρανα πως διαθέτω έναν τέτοιο μαγνήτη. -Καλημέρα, επίσης. Είπα και σπρωγμένη από το ένστικτο της επιβίωσης τον απέφυγα και κοίταξα ξανά ,έξω από το παράθυρο. -Δεν θα φύγω τόσο εύκολα μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι το άγνωστο, είπε και μου ακούστηκε σαν φράση που είχε θράσος αλλά το ύφος κι ο τόνος του δεν μου το επιβεβαίωναν αυτό. -Συνηθίζεις έτσι εύκολα να πιάνεις κουβέντα μέσα στα τραίνα; Ρώτησα με κάποιο ράγισμα στην φωνή μου άθελα μου. Ήθελα να με πείσει πως όχι, δεν το συνήθιζε, έτσι ξαφνικά. Κάτι ράγιζε μέσα μου αυτός ο άγνωστος, διαισθανόμουν πως αν αφηνόμουν ελεύθερη, θα με άνοιγε, είναι χρόνια τώρα που κρύβομαι μέσα σε ένα καλά διατηρημένο καύκαλο προστασίας. -Ασφαλώς και όχι. Απλά, ένα παιδί μέσα μου με σπρώχνει να κάνω βήματα που δεν συνηθίζονται . Δεν μου χρειάζεται εξάλλου να κάνω πράξεις και κινήσεις προκαθορισμένες. Στο άγνωστο και στο ρίσκο ,παίρνει κανείς ζωή. Τον κοίταξα ταραγμένη, μιλούσε για εμένα ή γι αυτόν; Τα μάτια του ήταν σταθερά στραμμένα στα δικά μου. Έβλεπα αυτό το μπλε που κανένας ποιητής δεν είχε περιγράψει με ακρίβεια παρά μόνο ο Πάμπλο Πικάσο κι η μητέρα φύση στις διαφορετικές μεταξύ τους λουρίδες της θάλασσας . -Δηλώνω γοητευμένος και ζητώ να πάμε να πιούμε ένα φλυτζάνι γνήσια σοκολάτα σε ένα μικρό καφέ ακούγοντας Μάιλς Ντέιβις κι ίσως ολόκληρο το αλμπουμ του Kind of Blue. Μάλλον μαγνητίστηκα όπως γίνεται στα φίδια που χορεύουν ακούγοντας φλάουτο. Δεν άφησα περιθώρια άρνησης στον εαυτό μου. -Ναι, θα το ήθελα, ευχαριστώ, είπα και χαμογέλασα. -Επιτέλους χαμογέλασες, άλλαξε το πρόσωπο σου , να συστηθώ , Μάρτιος . Είπε και το άρωμα του πεύκου τύλιξε το χέρι μου καθώς ήδη έπιασε το δικό μου και το έσφιξε δυνατά. Έξω ,η γκρίζα εσάρπα της πόλης αποσύρθηκε και φάνηκε υπέρλαμπρος ο ήλιος.

Υπάρχουν ημέρες που μας αγγίζουν με την ίδια τρυφερότητα που θα αγγίζαμε ένα κοιμισμένο πουλί

Μια άγουρη Άνοιξη σε βρήκα, κι εσύ έγινες καυτό Καλοκαίρι άναβα καρβουνάκια ευλαβικά και σε διάβαζα, κι όταν ξυπόλητοι γδέρναμε την άμμο φώναζες το όνομα μου, ντρεπόμουν από την τόση ευτυχία κι έκανα θελήματα στους ανήμπορους, να μην είμαι άδικη με τους δυστυχισμένους. Κι ένας ήλιος μούδιαζε τα κόκκαλα μου μαζί με το άρωμα σου που το έφερνε η θάλασσα.

Πολλές φορές αναπνέω μέσα από τον πνεύμονα ενός αγριόκυκνου, βυθίζομαι τότε αργά ,μέσα στην λίμνη κάποιου άλλου κόσμου, χωρίς λέξεις, κόμματα άνω και κάτω τελείες. Γνωρίζω καλά την ευωδιά της περιφοράς του επιταφίου όλη η ανθρωπότητα είναι ένας εν δυνάμει επιτάφιος, πέφτει στα γόνατα μυρίζοντας μονο την αγωνία του σκοτωμένου αίματος. Κι εγώ θέλοντας να σώσω την καρδιά μου ματαιώνω το μέσα μου παραλήρημα. Διαστέλλομαι και συστέλλομαι μέσα στον αιμάτινο θρόμβο μου, χωρίς φωνές και υποδείξεις. Να με σώσω ζητώ , να σώσω κι εσένα. Θυμάμαι τον Βαμβακάρη, φορούσε την φανέλα του παππού μου, αυτήν την φανέλα που φορούν όλοι οι νησιώτες. Και θυμάμαι πως είμαι άνθρωπος. Κι αρπάζομαι από εκείνον τον πνεύμονα και κολυμπώ στην αγριόλιμνη. Δίχως κοπάδια και τρόπους ψεύτικους -γιατί ξέρω πως στο τέλος τα αντίτιμα της επιτήδευσης είναι διπλά-. Ο Μάρκος επιδρά επάνω μου καταλυτικά. Αγιάσματα εκβάλλουν ασυγκράτητα εντός μου . Ότι δεν σώζεται να το καταστρέψουμε αγάπη μου. Να κατορθώσουμε να μιλούμε δίχως λέξεις. -Λαύριο-

«Είχα βαρεθεί τις παλιές στερεότυπες αρμονικές διαδοχές και σκεφτόμουν ότι θα υπήρχε κάτι άλλο. Μερικές φορές μπορούσα να τ’ ακούσω στο κεφάλι μου, αλλά δεν μπορούσα να το παίξω. Λοιπόν, εκείνη τη νύχτα ανακάλυψα ότι με το να χρησιμοποιώ σαν μελωδία τα υψηλότερα διαστήματα μιας συγχορδίας και υποστηρίζοντας τα με τις κατάλληλες αρμονίες, μπορούσα επιτέλους να παίξω αυτό που άκουγα μόνο στο μυαλό μου.» Είχε πει ο Τσάρλι Πάρκερ. Αυτό μου είπες την χτεσινή νύχτα ενώ πίναμε κόκκινο κρασί σε ένα μπαρ που έπαιζε Be Bop. Ο άνθρωπος- πουλί μας υπενθύμισε πως είχαμε μπροστά μας ένα ναρκοπέδιο γεμάτο από τις ήττες μας. Έπρεπε να πληρώσουμε τις οφειλές μας. Ακούγαμε μουσική κι οι ήχοι απομονώνονταν κι έμπαιναν μέσα μας καταλαμβάνοντας διαφορετικά ζωτικά όργανα. Η σύγχρονη ντρόγκα είναι ο καπιταλισμός , μουρμούρισες αργά. Αν το έβλεπα σε ταινία θα γελούσα, αλλά τώρα μου ήταν αδύνατον. Οι κενές θέσεις εργασίας , τα νεκρά εργοστάσια, οι ηλίθιοι των εθνών κι οι απρόσωπες μητέρες εταιρείες γελούσαν κάθε μέρα σε βάρος μας. Ήθελα να ακούσω μουσική χωρίς να σκέφτομαι. Στο είπα. Σου είπα να σωπάσουμε. -Μπορούμε τότε να ακούμε θαυμάσια μουσική μόνοι μας στο σπίτι. Είπες. Τράβηξα ρουφηξιές από το τσιγάρο μου κι έμεινα να κοιτάζω τα είδωλα μας στον καθρέφτη. Χλωμά είδωλα με τονισμένα ζυγωματικά και βαμμένα με καζάλ μαύρο μάτια. Πάντα έβαφες και τα δικά σου κι ας ήσουν άντρας. Οι φιγούρες μας εξαυλώνονταν μπλεγμένες σε καπνό και πνευστά, τα σπλάχνα μας άλλαζαν δομή. Σαν να προσπαθούσαν να διώξουν τις τοξίνες που τα φορτώσαμε χρόνια τώρα. -Αρκεί να σε αγαπώ; Σε ρώτησα. - Όχι πάντα, απάντησες. Το στόμα σου ήταν βρεγμένο, έπιασες να μιλάς για τον Κορτάσαρ, την Κούβα και τον Τσε. Ένιωσα μια ατέλειωτη, μεγαλειώδη ευγνωμοσύνη. Ο τρόπος που μιλούσες για αυτά ήταν αγνός και δεν πάσχιζε να αναδείξει τίποτε, απλά περιέγραφες με λεξεις στιβαρές , γεμάτες υγεία. Η ομορφιά που τύλιξε το σώμα μου από μέσα δεν είχε νευρικότητα. Απαλά και ηδονικά σχεδόν απαλλάχτηκα από τις σκέψεις που με ακινητοποιούσαν. -Θα μπορούσα να γίνω ένα με τον ρυθμό που χτυπάει η γη τα πόδια της, σου ειπα. Με κοίταξες χαμογελώντας. Μου αρέσει που δεν έχεις κόψει τα μαλλιά σου. Που μικρές μπούκλες καταλήγουν στα δάχτυλα μου όταν τα πιάνω. Που τα μάτια σου είναι φωτιές και θυμίζουν την λάμψη των πυγολαμπίδων. Ο τρόπος που καις τα τσιγάρα σου κρατώντας τα τόσο ιδιαίτερα. Χαλαρωμένη και ξεχνώντας την αγωνία όλου του κόσμου ήπια κι άλλο κόκκινο κρασί. Σε χάιδεψα στον ώμο. Ύστερα κοίταξα στον καθρέφτη απέναντι μας. Ενώ ο Τσάρλι Πάρκερ φυσούσε μέσα μας είδα με τρόμο πως ήμουν μόνη μου. Θυμήθηκα πως πέθανες εδώ και χρόνια. Κι έγινα εκείνο το ξεχασμένο σαξόφωνο σε ένα ταξί της Αμερικής. Αυτό που φυσούσε τώρα μέσα στο κεφάλι μου... Be Bop υγ στην μνήμη του Charlie Parker Jr.,( 29 Αυγούστου 1920 - 12 Μαρτίου 1955)