Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Η Σαίτα και ο Επιθεωρητής

Οταν ημουνα παιδι, πηγαινα τεταρτη δημοτικου, μου συνεβη κατι που μου ρθε να το μοιραστω μαζι σας.
Ο δασκαλος μας ηταν ενας τυπος που μυριζε ασχημα, ο ιδρωτας του ηταν και κατι πισω απο τα ματια .. επισης μιλουσε κι εφτυνε. Χοντρες σταγονες σαλιου επεφταν πανω μας οποτε ηταν πανω απο τα κεφαλια μας.
Μια μερα μας ανακοινωσε πως θα ρθει ο επιθεωρητης να δει την ταξη μας και την γενικη προοδο μας..
Ακουγα τοτε την λεξη προοδο και μου σηκωνοταν η τριχα σαν της γατας.
Καθε μερα για δυο βδομαδες μας ελεγε το ιδιο. .να προσεξουμε εκεινη την ημερα, επρεπε να δωσουμε την καλυτερη εικονα, τα σαινια ετοιμαζαν κιολας την παρουσια τους. Περιμεναν την τελικη σκηνη.
Εγω παλι βαριομουνα, κοιταγα εξω απο το παραθυρο κι εφτιαχνα ηρωες και ιστοριες να κυλησει ο χρονος
ή μουτζουρωνα τα τετραδια, αιωνια διαμαχη με την μητερα μου και με τον δασκαλο..
Η μερα εκεινη ηρθε, ο δασκαλος εκανε τις συστασεις, ο επιθεωρητης ηταν αντιαισθητικος και φαφλατας,
περνουσε διπλα μας στα θρανια κι ενοιωθα σαν να μου κλειναν την ανασα σε ενα κουτακι. Δεν μπορουσα ουτε να γελασω, ουτε να ΄μαι σοβαρη. Προσπαθησα να σπασω την μονοτονια μου πειραζοντας την διπλανη μου. Φορουσε σιδερακια και χοντρα γυαλια, σκεφτειτε, κοθορνους γυαλια και θα στε μεσα..
Μου κανει ςςςς κι αρχισε να προσεχει πιο πολυ μπροστα της, δασκαλο και επιθεωρητη. Αυτο με εκανε πιο εξαλλη, γαμοτο σκεφτηκα, ουτε την Αντιγονη δεν μπορω να κανω να γελασει, τι διαβολο κανουμε εδω, στιβαγμενοι σαν κοτοπουλα, κι αυτοι οι δυο τι κανουν δηλαδη;
Επιθεωρηση,προοδος των μαθητων,. Μπλιαχχχχχχχ
Μα ακομη κι οι πιο ζωηροι, τα αγορια τερατα της ταξης, μοκο, τιποτα, ουτε ενα πνιγμενο κιχ.. μοκο.
Οι δε σαινηδες ξεσαλωσαν, δωστου να τους ρωταει ο δασκαλος και να σηκωνουν τα χερια, κυριε, κυριε εγω. Κι αυτος επαιρνε τα πανω του και τους ξαναρωτουσε, επιλεκτικα και δωστου αυτοι, σας μιλαω για μαχη σωμα με σωμα..
Ειναι πολυ ανεβασμενο το επιπεδο της ταξης σας κυριε... αποφανθηκε ο επιθεωρητης, χαιρομαι ιδιαιτερα.
Δεν ξερω τι με επιασε τοτε, μαλλον μου την εδωσε το γκετο των σαινηδων και η ζελεδενια χαρα του δασκαλου, δεν ξερω.
Πιανω και φτιαχνω μια σαιτα με πολυ σταθερα χερια, η διπλανη μου βρηκε την φωνη της ξαφνικα..
μην κανεις καμμια βλακεια, μολις μου το πε, ημουνα πια σιγουρη τι ηθελα να κανω..
Με πολυ σταθερα χερια την τελειωσα, μια ανασα και φρουυυυπ την πεταξα επανω.
Η ομορφη σαιτα μου προσγειωθηκε πανω στο κεφαλι του επιθωρητη, δεν ειχα και τετοιο στοχο..
Ολοι ξεσπασαν σε γελια, δυνατα γελια, ενοιωσα τοση χαρα, τοσο μεγαλη, κοιτουσα τα σαινια που ειχαν κατεβασει τα μουτρα, τον δασκαλο που ειχε γινει κατακοκινος, τον επιθεωρητη που ετρεμε ολοκληρος να ψελιζει.. λυπαμαι για την ταξη σας κυριε Μ..., λυπαμαι και θα το αναφερω, επιτελους ειχε διαταραχτει αυτη η τελειοτητα, αυτη η σιωπη.., ενοιωθα θεος, ενοιωθα πως μιλησα κι εγω κι ειπα οσα ηθελα να πω πολυ καιρο πριν..
Ομως ο δασκαλος εννοειται αρχισε να ρωταει, ποιος το εκανε αυτο στον κυριο επιθεωρητη, ποιος, να σηκωσει το χερι τωρα. Νομιζω χρειαζεται παραδειγματικη τιμωρια συμπληρωσε ευχαριστημενος κι ο αλλος αρχοντας της βλακειας. Η διπλανη μου με ειχε δει, μην φοβασαι μου ειπε, δεν θα πω τιποτα.
Ο δασκαλος ουρλιαζε τωρα, πειτε γρηγορα ποιος το εκανε.
Μια απειλη ηρθε και φωλιασε στην καρδια μου, τι τους ανακατευε τους αλλους σκεφτομουνα κι αυτο θεριεψε οταν ακουσα τα τελευταια λογια..
Πολυ καλα, τοτε, αφου δεν λετε τιποτα, θα αποβληθειτε ολοι για μια ημερα, επιπλεον θα ρθειτε με τους γονεις σας ενας ενας.
Η καρδια μου εκανε σοου τρελης απογειωσης, η παροιμιωδης ψυχραιμια μου εξατμιστηκε..
Σηκωσα το χερι, δεν θα πληρωναν αλλοι για εμενα. Εγω κυριε, εγω κυριε την πεταξα, ειπα και σηκωσα το κεφαλι οπως οι ηρωες του σινεμα και καλα υπερηφανη και σιγουρη κι ας πηγαινε η καρδια μου να σπασει..
Εσυ παιδι μου; ειπε πρωτος ο δασκαλος, αυτος την ανια μου την ειχε βαπτισει βλεπετε ησυχια, ησυχο παιδι σου λεει..
Τσ τσ κοριτσι πραγμα, απεφανθη ο αλλος μεγαλοστομος.
Δεν ξερω τι να πω, ψελισε ο καημενος ο Μ..., ειναι το πιο ησυχο παιδι της ταξης.
Ναι, αλλα αυτο δεν την εμποδισε να διαπραξει αυτο το πραγμα ειπε κι ο αλλος σηκωνοντας τους ωμους.
Λυπαμαι παιδι μου, ανακοινωσε ο δασκαλος, μια ημερα αποβολη και θα ρθεις με την μητερα σου αυριο.
Μαζεψα τα πραγματα μου και κρατουσα τα δακρυα μου, ειδα την λυπη στα ματια των συμμαθητων ΜΟΥ, εκλεισα μαλακα την πορτα και πηγα στις βρυσες να ριξω νερο πανω μου..
Θυμαμαι, επλενα το προσωπο μου λες και προσπαθουσα να διωξω ολη την βρωμια της γης, κανεις δεν με πλησιασε στο διαλειμμα εκτος των αγοριων που ειχαν παρει πριν απο μενα αλλες αποβολες.
Μπραβο ρε Ποπη μου ειπε ο Α.., καλα εκανες και σηκωσες το χερι.. θα την τρωγαμε ολοι.
Κανεις αλλος δεν μου μιλησε για μια ολοκληρη βδομαδα, μονο τα παιδια αυτα κι εγω απο τοτε προβληματιστηκα στο εξης..
Επαιρνα σοβαρα τον εαυτο μου ή τους αλλους τελικα;
Παντως μην νομιζετε, δεν αλλαξα απο τοτε, απλα απαντηση δεν εχω δωσει ακομη.. κι ισως ουτε προκειται....

Κυκλαδίτικη κορυφή, στα πιο ψηλά σημεία

Τους αρεσε να αλλαζουν προσωπα και να διατρεχουν τον πυρηνα της πραγματικοτητας,
προσαρμοζονταν αναλογα με τις στιγμες και πιο ψηλα πετουσαν.
Αλλοτε αετοι αφημενοι στην δυναμη του αερα διεσχιζαν την ραχοκοκαλια του πιο μεγαλου υψους,
αλλοτε αγρια θηλαστικα που γρηγορα χορταιναν, αλλοτε σαν μικρα τρωκτικα ετρωγανε το σαπιο,
ητανε λιγοι αυτοι που την δοκιμασια αντεχαν.
Ενωναν τις πατουσες τους με την πλατη στον ηλιο κι αφηνονταν στο πεταγμα,
ή τα χερια ανοιγανε σε μιαν ηδονοβλεψια διχως να βαθυστοχαζονται την στιγμη της κατακτησης,
αυτη που την ελευθερια θα τους στεριζε στο πιο ψηλο επανω.
Τι δυνατο το λευτερο, τι περηφανια, τι ομορφη η στιγμη τους,
πως μακρια ακουγονταν οι φωνες των αλλων, ποσο ομορφο το απροσδιοριστο.
Επειτα με ενωμενα ολα τα ακρα τους με αγκαλιασμενα ματια, λαμπυριζανε την τεχνη της σαγηνης.
Λυτρωμος ετουτες οι στιγμες κι ολοτελα καθαριες, εδω δεν παιζαν σκαρτα τα νοηματα μα ουτε οι αισθησεις,
εδω μετρουσε η νοηση, η παναρχαια αγαπη, ετουτο δεν ξερει το αδικο μα ουτε αδικιεται..
Ετουτο ειν το μαγικο, η δυναμη του ανθρωπου, αυτου που προσαρμοζεται χωρις να χανει το γνησιο του,
διχως και να τυφλωνεται απ τον εγωισμο του, που θελει να κατακτησει διχως να κατακτηθει, αυτος είναι για αποριψη, διχως καμμια σκεψη..
Εδω ψηλα για δες την θαλασσα που ωραια κροταλιζει, για δες τα συννεφα τα σχηματα πως παιζουν,
εδω ειναι η παρελαση βαθιων συναισθηματων, εδω ειναι ολοι οι θεοι κι εδω μας καραμελωνουνε,
εδω και να πεθανουν οσοι ομορφα κι ελευθερα αφηνονται σε μια στιγμη,
εδω και να φωναξουν, ειναι ομορφη η φτιαξια του μικρουλη τουτου κοσμου.
Ομως για δες, ποσο τεραστια την νοιωθεις την ψυχη σου, ποσο ασημαντα σου φαινονται και ποσο δεν σε χωρουνε, ειναι η πιο ηρεμη στιγμη, αυτη του ευτυχισμενου....

Αμηχανία

Οι μυρουδιες στο δωματιο επνιγαν τοσες σκεψεις, πνιγμενα βαζα,
ανασφαλεια σε εκωφαντικο ρυθμο, γυρευε να ριξει τα πεπλα της κυριαρχιας τους.
Δεν ελεγαν τιποτα, αυτο ηταν μια παγωμενη επιφανεια στον τοιχο,
ηταν μια προφαση να αποσυρθουν στη μοναξια τους, πισω, απο κει που ξεκινησαν, πιο πισω,
η αρετη της διαστροφης τους δεν επετρεπε να ξηλωσουν το προπετασμα.
Ρουφουσαν τα ματια το ενα το αλλο ωστοσο, μυριζαν την αιτια της συναντησης.
Γεννετησια ηταν τα αιτια, η σπηλια της ελξης παχνιζε την υγρασια, ματωνε ο ποθος,
σπιθιζαν τα οργανα και φωναζαν να βγουν απο τα σωματα, να χορεψουν μονα στη βροχη.
Η διαστροφη κροταλιζε ομως,πιο δυνατη, ο εγωισμος απλωνε τα φιλτρα,
κανεις και τιποτα δεν γυριζε στην μυηση, την αρχεγονη, την μυστικη..
Βουβη η βροχη εξω, λυπηθηκε κι αυτη και ξαφνιαστηκε,
πηρε ενα ρυθμο να γλυκανει την εικονα,
να σκορπισει τα αρωματα, να τα μοιρασει να μην ειναι εντονα κι ενοχλουν,
τα πλασματα απαλυναν αλλα κρατουσαν ακομη την αποσταση,
εμποδιζε βλεπεις που ολα με το φως της σεληνης βλεπαν,
η σεληνη εχει μαγικο φως, μα δεν τα φωτιζει ολα.
Εκεινη φορουσε ενα φορεμα στο χρωμα κατακαθι του κρασιου,
αυτος το ιδιο χρωμα ενα φουλαρι στο λαιμο.
Περασαν οι στιγμες,αυτος εφυγε, εκεινη αρχισε να στροβιλιζεται σε χρυσοσκονη,
το σωμα της ελαμπε απο οργη κι εκεινος ελαμπε απο πονο.......

Η Τοσοδούλα και το Σανταλόξυλο

Το δωματιο γεμιζε χρωματα οταν την εβρισκε κι ενωνοταν μαζι της, τα σωματα φιδια που εψαχναν τον θεο και για λιγο τον έβρισκαν,
οταν εφευγε εκεινη για την αλλη πολη το σωμα του πονουσε.
Χρειαζοταν την φωνη της για να μιλαει, το σωμα της για να κινειται, τις ιδεες της για να φανταζεται.
Εκεινη δεν εδειχνε τοση εξαρτηση, του ΄δινε το παθος της σε ολες τις αρχεγονες κλιμακες των ανθρωπων,
κοιταγε τα ματια του κι εστηνε μαγικους χορους στις αισθησεις της, αλλαζε τα παιχνιδια της ελξης σε χιλια προσωπα, καθε φορα κι ενα αλλο.
Ηξερε πως καποτε θα τελειωνε, ετσι γινοταν, ετσι λεγαν ολοι, απλα περιμενε και ρουφουσε την μαγεια.
Μια μερα που εκεινη παλι εφυγε για την αλλη πολη, εκεινος αρρωστησε, καταλαβε πως αυτο το πραγμα
ηταν πια εξαρτηση, ηταν εμμονη, ηταν κατι που δεν τον αφηνε να αναπνευσει ελευθερα, εκεινος που ηταν
δυνατος τωρα περιμενε να την δει για να σταθει στα ποδια του, αυτος ο ενας, ο αγριος,ο μοναδικος.
Οπου το λεγε τον συμβουλευαν να χαλαρωσει, να νοιωθει ελευθερος και να αφεθει.
Να αφεθω; και που να παω, αναρωτιοταν, δεν εχει τελος η επιμονη της σκεψης μου, δεν σταματαω να την σκεφτομαι. Αν καποιος αλλος την γητεψει, αν αλλος την κανει δικια του;
οχι, οχι, τρελαινοταν στις μαυρες σκεψεις που σαν ορνια τον εσκιζαν καθε μερα.
Αποφασισε να της μιλησει, περιεγραψε με χρωματα την ζωη μαζι της, θα χε την αγκαλια του μαξιλαρι στον υπνο της, θα ΄ταν τα χερια του η ζεστασια της, η αγαπη του ασπιδα της..
Ασπιδα; αναρωτηθηκε εκεινη, αυτην την φτιαχνουμε μονοι μας ετσι κι αλλοιως. Μονοι μας γεννιομαστε, μονοι μας πεθαινουμε. Την δικη του ασπιδα ο καθενας την φτιαχνει με τις πραξεις του, αυτες ανακατευονται με τις πραξεις των αλλων και αυτο που μενει το κανεις εσυ ο,τι θες, το μπολιαζεις και βγαινει αυτο που θες να κρατησεις, αυτο που ειναι η δυναμη σου στο περασμα του χρονου, αυτο που υπερασπιζεται τον αερα γυρω σου,.. Πως θα σαι εσυ η ασπιδα μου; δεν γινεται..
Θα μεινεις μαζι μου, της ειπε. Και την τραβηξε πανω του.
Πηγε εκεινη να αφεθει στη στιγμη και να γινει μια εικονα απο παθος αλλα εκανε πισω.
Ασε με να μαι ελευθερη, να ανταμωνουμε αβιαστα κι αθωα, αν μεινουμε μαζι θα χαθει το αθωο, θα γινει συνηθεια, η μυρωδια μας δεν θα μενει στην ατμοσφαιρα γυρω μας γιατι θα χει κολησει στα σεντονια,
τα φιλια μας θα περιμενουν ενα γνωστο δρομο και δεν θα ψαχνουν με μανια να ανταμωσουν.
Εκεινος το αποφασισε μεσα του, το ξερε απο καιρο.Την επεισε να κοιμηθουν μαζι κι οταν εκεινη χαθηκε στα συννεφενια ονειρα, σηκωθηκε κι εψαξε με γρηγορες κινησεις μες το παλιο μπαουλο..
Βρηκε το παλιο κιτρινο πια χαρτι, πηρε μια ανασα κι αρχισε να λεει τα λογια της ληθης.
Λογια της μεταμορφωσης, λογια μυστικα θεοσκοτεινα, λογια που απο την αβυσο ξεθαφτηκαν.
Ηρθε απο πανω της, τα λεγε κι η καρδια του χτυπαγε σαν του αλογου που δεν τιθασευεται, σιγα σιγα ειδε την μεταμορφωση, εγινε μικρουλα, πολυ μικρουλα. Οταν εκεινος ηθελε θα γινοταν κανονικη γυναικα,
μεχρι τοτε θα ταν μια μικρουλα που θα χωραγε στην παλαμη, εκεινος θα οριζε το μεγεθος, αναλογα με τις στιγμες και τις επιθυμιες.
Μια τοσοδουλα που αν εφευγε μακρια, κινδυνευε να πατηθει απο περαστικου το ποδι, ή αν σκαρφαλωνε δεν θα μπορουσε πολυ μακρια να παει.
Την τυλιξε σε ενα μαντηλι και τη χαζευε ωρα πολυ, μαγεμενος, η ανασα σηκωνε το στηθος της και τα μαλλια της απλωμενα σε μια χρυση βενταλια χρωματιζαν την απελπισια του και την ημερευαν..
Την ακουμπησε με προσοχη στο κομοδινο, διπλα και κοιμηθηκε γαληνια κι αχορταγα.
Το ξημερωμα την βρηκε να φωναζει κι η μικρη φωνουλα δεν ακουγοταν, ξεπνοα ακουγοταν ενας ψιθυρος, μονο τα πουλια ακουγαν τον μικρο θρηνο, μονο μια πεταλουδα που αλλαξε πορεια εξω, στο παραθυρο, φοβισμενη απο το μοιρολοι της απογνωσης.
Κοιτουσε τα αντικειμενα, τεραστια μπροστα της, ο κοσμος μια απειλη που μονο φοβο ειχε..
Επειτα εκεινος ξυπνησε, την πηρε στην παλαμη κι εκεινη το καταλαβε, ενοιωσε πως εκεινος αυτο το ειχε κανει... δακρυα στολιζαν την μικρη, διαφανη επιδερμιδα, το μικρουλι στομα ψελιζε τωρα και δεν φωναζε ενα γιατι...
Εκεινος δεν καταλαβαινε, ειπε τα λογια κι αμεσως την εκανε γυναικα. Επιασε να την χαιδευει, εψαχνε να βρει το κλειδι για να την ξανανοιξει, δικη του να την κανει, να αφησει μεσα της πνοη, πνοη απο την δικη του.
Στην αρχη ηταν δυσκολο, αλλα εκεινη αφησε τις αντιστασεις , τον αγαπουσε βλεπεις τοσο πολυ, που δεν μπορουσε η ψυχη να μην βγει απο το σωμα της και να μην τον ανταμωσει..
Αυτο γινοταν για καιρο, αρχισε να μην βγαζει ομως πια τα μεγαλα της τα μυστικα, αυτα που ειχε σαν γυναικα, τοτε που τον ξελογιαζε σαν μαγισσα και σαν του ουρανου μητερα. Αρχισαν να μην ταξιδευουν ο ενας μες τον αλλο, αρχισε ο ερωτας να γινεται πηγαδι, πηγαδι μυστικων, πηγαδι παραπονων...
Κι εκεινος το καταλαβε, μεγαλο λαθος ειχε κανει και τωρα πια τα παλια φιλια ,πληγες γινηκαν που ματωναν ολοενα..
Η γυναικα ανακαλυψε, με το αρχεγονο ενστικτο της, ειδε το χαρτι και διαβασε ταραγμενη. Σκεφτηκε δεν μπορει, ξορκι θα υπαρχει, υπαρχει παντα το αντιθετο σε καθε ξορκι μεσα. Το ειδε, μα, ταραχτηκε, της πεσαν τα φτερα της.
Το ξορκι ελεγε πως αν εκεινη το κανε αυτος για παντα θα χανοταν. Μια λεξη αν ελεγε, αυτος επομενη μερα δεν θα ζουσε. Και τι ζωη θα ητανε αν επεμενε να ζει με τετοιον τροπο; να εξαρταται απο αυτον;
να τον σκοτωσει; μα αν τον σκοτωνε; τι ζωη θα ζουσε μες σε ξενα σωματα; θα τον εψαχνε συνεχεια γιατι αλλον δεν θα βρισκε σαν αυτόν, αυτο σιγουρο το ειχε.
Την πηρε την αποφαση, βρηκε ολο το κουραγιο που προγιαγιαδες εφυτεψανε σε τουτη την γυναικα.
Σκαρφαλωσε στο κρεβατι τους και πηδηξε, με μια πνοη πηδηξε, προλαβε κι ειδε τη ζωη να τρεχει μπροστα της, ολους που κακο της εκαναν για παντα συγχωρουσε, τελος αφησε αυτον, ευχηθηκε με ολη την ψυχη της, αν αλλην εβρισκε ξανα το ιδιο λαθος να μην ξαναδιαπραξει..
Εκεινος μπηκε σπιτι το μεσημερι, οσμιζοταν κατι ασχημο απο την ωρα που ξυπνησε, γι’ αυτο, γι αυτο ετρεξε να την βρει και να της πει πως το μετανοιωσε, πολυ καιρο την εψαχνε ετουτη την αληθεια, πηρε καιρο, αλλα την ειχε βρει βαθια μεσα του.. τωρα δεν φοβοταν, θα την ελουζε με ξυλο απο σανταλοξυλο καινουργια αρχη να κανουν, τωρα θα της ελεγε πως ηξερε να αγαπαει..
Εφερε το μυστικο παναρχαιο αντιξορκι που μονο ενας καλογερος εφυλαγε στο σεντουκι..αν τετοιο κακο γινοταν, αυτος ηξερε να το λυσει..
Ειδε πρωτα το κιτρινο χαρτι, μετα την λιμνη απο αιμα, πεθαινοντας εγινε και παλι απο μονη της κανονικη γυναικα.. και μυριζε σανταλοξυλο, το χε εκεινη, βρει, με κοπο στο μαξιλαρι ειχε αφησει, ηταν βλεπεις ακομη μικρη,μικρη σαν τοσοδουλα, κουραστηκε ως εκει να του το αφησει, τις νυχτες τους τις ομορφες
να του τις θυμιζει...

Αυτό που δεν υπήρξε

Στα λογια που δεν ειπαμε ειναι η αληθεια, μαρμαρωσαν και σαπισαν σαν τα παλια λουλουδια,
εγω κρατησα την περηφανια και καποιο εγωισμο μου γιατι η πληγη ηταν νωπη κι ειχε ακομη αγκαθια.
Συναντησα την μνημη σου ενα παγωμενο βραδυ και πικρα ενοιωσα οταν καταλαβα πως μονο συναντηθηκαμε χωρις να συστηθουμε.
Τοσο καιρο τι λεγαμε,
ισως ναρκισευομασταν μια εικονα, ισως ενα αρωμα, μια φορτισμενη λεξη που μεσα της χορευαμε,
ισως ενα παραξενο πρωι που η τρυφεροτητα ειχε μια μυρωδια πρωτογονης επαφης μα κι εκεινη φευγαλεα.
Ειναι οι αληθειες που δεν βρηκανε το δρομο τους και αλλαξοπιστησαν,
πηρε η ζωη τον δρομο της κι εμεις περπατησαμε μοναχοι, πικροι, μονοχνωτοι σαν κουρασμενοι,
σαν ηττημενοι στρατηγοι, σαν ξεχασμενοι ποιητες, σαν λυκοι μεσα σε κοπαδι.
Και φοβομαστε μην ξαναερθει η στιγμη που λογια δεν θα πουμε και το χαμογελο θα ναι σαν ζωγραφια
σε μια χαριτωμενη μαριονετα ή ενα κλειδι σε κλειδαρια που πλεον δεν θα ανοιγει.

Τρίζουν επικίνδυνα

Τα ονειρα μας τριζουνε καθως η σκονη της ληθης τα καλυπτει απαλα και τα διωχνει.
Ερχονται μεσα σε ενα μπαρ γεματο καπνο και φωνες ακαταστατες,
ερχονται σε ενα βλεμμα που διασταυρονομστε στον απεναντι δρομο,
ερχονται οταν μακαριζουμε την τυχη των αλλων και τρωμε τη γλωσσα μας με μικροτητα.
τριζουν οταν προσπερναμε την ευκαιρια γιατι υπερισχυει η αναστολη μας και ο φοβος.
Ειναι εκει στον καθρεπτη μπρος μας οταν παμε να χαμογελασουμε και κατι δεν μας αφηνει.
Τριζουν επικνδυνα οταν θυμομαστε την πρωτη νιοτη,τοτε που καναμε χαρτινες βαρκουλες και τις ριχναμε σε μια λιμνη, ειναι εκει, φωναζουν γιατι δεν τους δωσαμε οραμα κι αξια,
μονο αγναντευουμε τις νεες ημερες διχως παθος και την καρδια να χτυπαει σαν τρελη γιατι,
γιατι δεν δινουμε στον εαυτο μας μια δευτερη ευκαιρια.
Μας στοιχειωνουν και μας απειλουν πως ετσι θα κανουμε και σε αυτους που ερχονται τωρα,
τους νεους που κατι περιμενουν.
Βασανιστικα τα ταξιδια που μας αναγκαζουν να κανουμε πισω,,να κοιταξουμε με συμπαθεια τις τρικλοποδιες
και τον φοβο,αυτον που μας καρφωνει στη γη και δεν αφηνει τον νου να παει μπρος καπου αλλου,
εκτος απο αυτο που συνηθισαμε και μας βολευει.
τριζουν επικινδυνα,μας δειχνουν τα δοντια τους και περιμενουν,σαν μια γεννα με πιο πολυ πονο απο τον φυσικο....

Χορεύοντας μπάλο μ' ένα ξωτικό

Μετα απο την βροχη περπατουσα στο παρκο αμεριμνα και μια παραξενη διαθεση με επιασε, ενα αισθημα πληροτητας κι ευτυχιας, μια γαληνη τοσο εντονη που μου θυμισε την ανεμελη εποχη της παιδικοτητας. Άρχισα να σφυριζω και να περπαταω γρηγορα αλλα με μικρα βηματακια. Κατι μυριζε ομορφα αλλα και κατι γλυκο αρχισε να κολαει στα χερια μου. Λεω γλυκο γιατι το δοκιμασα κι ηταν.. ροζ σαν το μαλλι της γριας, ροζενια κρυσταλικη ζαχαρη. Λεω παει, τρελαθηκα σκεφτομαι παραξενα πολλες φορες τωρα εχω και παραξενες γευσεις απο το πουθενα, παει το χασα, καλυτερα να παω σπιτακι μου να ηρεμησω. Στο μεταξυ δωστου να περπαταω σαν βλαμενο, μικρα βηματα χοροπηδηχτα, μα δεν μπορουσα και να σταματησω. Τοτε ακουω μια φωνη μικρουλα και τσιριχτη, ενα πλασματακι μπρος στα ματια μου μου βγαζε την γλωσσα και με κοροιδευε. Ενα μικρο ανθρωπακι με ματια σαν το χρωμα του βυθου, γελαγε και με πειραζε. Ε του ειπα οταν μου τραβηξε τα μαλλια, τι κανεις;
Σου δινω λιγη ζαχαρη μωρε τι κανω; κακο ειναι; ολο πικρες σκεψεις κανεις κι ολο σοβαρη εισαι. Δεν βαρεθηκες; στο τελος γινεται κακογουστο, δεν το βλεπεις; και δωστου να πηδαει στο υψος μου, δωστου να μου σφυριζει και να μου τραβαει τα μαλλια. Χα χα εισαι κουραστικη μου λεει. Αρχισε να με τσαντιζει αλλα ειχα και την περιεργεια να δω τι θελει, απο που ηρθε, τετοια πραγματα. Σαν να διαβασε την σκεψη μου στεκεται μπροστα στο προσωπο μου και μου ξαναλεει. Λιγο χρωμα παραπανω δεν βλαπτει, τι σε νοιαζει απο που ερχομαι μωρε και τι θελω; εγω γουσταρω να παιξω μαζι σου, να χορεψουμε λιγο. Απορησα. Καλα σε ολη την πολη εμενα βρηκες ρε καλο μου; ασε με δεν ειμαι για τετοια.
Μπα και για τι εισαι; ωχ μωρε πολυ σοβαρα παιρνεις τον εαυτο σου το ξερεις; ελα μωρε να χορεψουμε, ελα. Εβγαλα τα χερια απο τις τσεπες κι αρχισα να το διωχνω, τιποτα αυτο, εκει. Ελα ρε μετα την βροχη ειναι ωραιαααα, αρχισε να φωναζει. Στο μεταξυ κατι εκανε με τα χερια του κι οποιος περνουσε απο διπλα μας δεν μας εβλεπε. Ελα, μου βγαλε την γλωσσα, μην εκτεθεις φοβασαι; οριστε, δεν μας βλεπει κανεις. Το πραγμα ειχε φυγει πια απο τον ελεγχο μου, ασε που ειχα πια την φυσικη περιεργεια να δω, τι διαολο χορο ηξερε αυτο.
Πως να χορεψω του λεω; τι χορο ξερεις; μην νομιζεις εγω δεν ξερω και πολλα πολλα.
Ου το πιο ευκολο ρε μου λεει. Ακου, θα διωξεις καθε σκεψη απο το μυαλο σου, ο,τι ξερεις κι ο,τι θα θελες να ξερεις, μετα θα μυρισεις την γη τωρα που ειναι βρεγμενη, θα σκεφτεσαι μονο αυτο. Μετα θα αφησεις το σωμα σου ελευθερο σε μενα. Διωξε αναστολες και φοβους, μην νοιαζεσαι για τιποτα και για κανεναν. Εσυ θα συγκεντρωθεις σε μενα, μολις λεω φλουρπ θα λυγιζεις τα γονατα και αστο σε μενα. Κι αν δεν μπορεσω ; ρωταω εντρομη.
Μου ξαναβγαζει την γλωσσα κανοντας θορυβο φρουπ φροπ. Χα χα θα σου βαλω κακο βαθμο μωρε, ωωω ελα γιατι θα φυγω. Μου απλωνει τα χερια και χρουπ με σηκωνει ψηλα, στην αρχη με ταρακουνουσε ατσαλα και πηγαινα σαν ελατηριο τεντωμενο, μετα χαλαρωσα κι αποτομα παηραμε υψος, ελα πες πως χορευουμε μπαλο μου λεει, με αφησε εκει 2 μετρα πανω απο το παρκο, θεε μου σκεφτηκα θα με πιασει υψοφοβια, μαμα κι αποτομα εχανα υψος, αλλα ευτο με επιασε αμεσως και ξαναρχιζαμε. Δεν θα σκεφτεσαι τιποτα ρε μου ειπε, δεν σαφηνω αν δεν το πετυχουμε. Ξανα εγω, 2,3 μετρα πανω απο το παρκο. Μια ευδαιμονια με πλημυρισε, ενα γελιο, τοσο πολυ γελιο, σας λεω ολα μου φανηκαν ασημαντα και γελοια, ενα κυμα εκστασης θαρρεις με συνεπηρε, ξεχασα αδικιες, κακιες, μιζεριες, απωθημενα, τιποτα, γαληνη κι ευτυχια ηταν στο κεφαλι μου. Φως απο παντου, φως και χρωμα. κοιταζομασταν στα ματια και κυκλωναμε ρυθμικα ο ενας τον αλλο, απομακρυνομασταν σαν αερας, μολις πλησιαζαμε, δωστου γελιο παλι και χορος. Σωμα ελαφρυ σαν πουπουλο, χερια που μακραιναν και κονταιναν αναλογα με την κινηση. Βγαζαμε την γλωσσα ο ενας στον αλλο και δωστου τσιριμπουμ χουπ ο ωραοτερος χορος της ζωης μου. Ηταν τοσο μικρο πλασμα κι ομως, ενοιωθες πως εχεις εναν γιγαντα απο την ασφαλεια που σου δινε.
Δεν ξερω ποση ωρα χορευαμε, παντως οταν κατεβηκαμε ηταν πια απογευμα, πως κυλησε ο χρονος, δεν καταλαβα τιποτα. Θελω να ρχεσαι συχνα να με βρισκεις του λεω, μου δινεις τοση χαρα. Ανοιξε τα κατακοκινα χειλια του σε ενα τεραστιο χαμογελο, μου χαιδεψε τα μαγουλα κι αμεσως ενοιωσα παλι την κρυσταλικη ζαχαρη στο στομα. Εγω ειμαι ελευθερο ρε, δεν μπορω να μαι και κολητα σου, ε τωρα το ξερεις, θα θυμασαι αυτα που σου ειπα.Θα τα καταφερνω; ρωτησα με την ψυχη στο στομα. Ναι ρε δεν ξεχνιεται αυτο. Ειναι σαν το ποδηλατο, το ξεχνας; δεν το ξεχνας.
Μου στειλε ενα συνεφο ζαχαρης που ειχε ολα τα χρωματα του ουρανιου τοξου και φωναξε. Πρεπει να φυγω τωρα, εχω κι αλλους σαν εσενα, μην ξεχνας ο,τι ειπαμε, καθως απομακρυνοταν αρκετα απο τα ματια μου μου είπε. Πες το και στους αλλους ρε, μπορει να πιασει, σε ξερω εσενα θα το πεις αμεσως ε;
Κι αμα θελουν να πεταξουν κι αυτοι πως θα γινει καλε αφου δεν θα σαι εσυ; πως θα πεταξουν;
Χα χα, νομιζεις εγω σε εκανα και πετουσες; χα χα κι εβγαλε την γλωσσα. Ειναι θεμα αυθυποβολης ρε οπως το λετε εσεις εδω, μονη σου το κανες.
Οταν εφυγε δεν ηξερα τι να νοιωσω και τι να σκεφτω.... αρχισα να γελαω μονη μου, με ειδαν δυο τρεις κουνησαν το κεφαλι κοροιδευτικα και μαζευτηκα. Αμεσως θυμηθηκα ομως το ξωτικο, αι σιχτιρι, θελω να γελαω, θα γελαω, αι σιχτιρ, ο,τι θελω θα κανω , πειραζει κανεναν;

Αν ρευόταν η ατμόσφαιρα

Αν ρευτει η ατμοσφαιρα χιλιαδες μικρα και μεγαλα λαμογια θα εκτιναχτουν μπρος στα ματια σας. Ειναι οι παλιοι σας φιλοι που οταν δηλωνετε την περηφανια σας να μην γλειψετε η να στηθειτε στα τεσσερα σας κανουν κατηχηση πως δεν ξερετε να ελισσεστε, περιφερουν το πτυχιο καποιου πανεπιστημιου λες και κατοχυρωσαν την πατροτητα της εξυπναδας τους απο το ιδιο το συμπαν. Κανουν αρπαχτες σαν τρελα, το μυαλο δουλευει ακουραστα κι εχουν πια μαθει καλα την τεχνη του γλυψιματος και της απειλητικης αμυνας. Τα λαμογια του δημοσιου, Δεη, Οτε, κανουν εργασιες στο δρομο σας και αφηνουν τρυπες ανοιχτες για 3 βδομαδες, οταν πας δε να τους ρωτησεις τι γινεται τα ριχνουν ο ενας στον αλλο. Τα λαμογια συνδικαλιστες αναπτυσσουν το μακρος της γλωσας τους αναλογα με τα προσωπα και τις θεσεις, αποκτουν εξουσια στη θεση της εξουσιας αναλογα με την περισταση. Αφήστε τα μεγαλα λαμογια με τις αναληψεις εργων που μαθαινουν την κατανομη της μιζας και την μοιρασια της. Μηπως να πιασουμε τα λαμογια δημοσιογραφους που ηδονιζονται να φερνουν το φιδι της κρισης μες στο σπιτι σας με ενα απειλητικο χαμογελακι πισω απο το στημενο σοβαροφανες υφος, το μονο που μενει ειναι να μας αποδειξουν την ματαιοτητα της ζωης μας και να μοιρασουν περιστροφα χερι με χερι. Μια κριση που δημιουργησαν καποια αλλα λαμογια, αυτα που ζουν σε καποιες χωρες που μιλουν για μας με τα καλυτερα λογια και κανοντας τα καλυτερα για την μικρη μας χωρα. Λαμογια ηθικολογοι που κανουν οργια και κανουν κριτικη για την συμπεριφορα σας ή τις ερωτικες σας επιδοσεις, μπορει να θυμηθειτε καλοπροαιρετους φιλους σας ή συγγενεις.
Λαμογια δικηγοροι που βοηθουν τους δολοφονους να βγαλουν το καλυτερο προσωπο, τον παραστρατημενο ηρωα, αλλοτε Κουρκουλο αλλοτε Ξανθοπουλο μοιραζουν το χρημα σε λαμογια δικαστες και τους βγαζουν εξω αθωους που στηνουν λαμογια επιχειρησεις και συνεχιζουν να υπαρχουν αλλοτε στο φως της μερας ή αλλοτε στο φως της νυχτας. Απαγωγεις, δολοφονοι, έμποροι ναρκωτικων, οπλων, σαρκας, για ολους υπαρχει το λαμογιο δικηγορος.
Λαμογια ακαδημαικοι, κλεβουν τα λεφτα προγραμματων, κοιμουνται με τους φοιτητες τους, κλεβουν τις εργασιες τους και τις προσθετουν στο τεραστιο εργο τους... Λαμογια πολιτικοι, εδω δεν αξιζει να μεινουμε ουτε για λιγο. .Λαμογια σχεσεις παντου γυρω σας. Φιλοι που σας αγαπουν οσο ειστε κατω, γινονται οι καλυτεροι φιλοι με αυτους που σας εβλαψαν και δεν θυμουνται το γιατι την στιγμη που εχουν να κερδισουν απο αυτους. Εταιρειες, γαμοι λαμογια πουτανες και νταβατζηδες μοιραζονται την τελεια αγαπη μπρος στο φως και αμωσταυριζονται σπιτακι τους μπρος στην φιλιπινεζα η τον πιστο σκυλο. Λαμογια βιβλια που ψυχαγωγουν γυριζοντας σε μια στείρα κι ανυπαρκτη πραγματικοτητα. Λαμογια σεναρια που εχουν τους ηρωες σε σπιτια που τα βλεπετε στις σελιδες ενος διακοσμητικου περιοδικου κι αναρωτιεστε που ζειτε.
Λαμογια τεχνη οταν μιμειται ξερα κατι αλλο και δεν εχει την δικη της δημιουργικη υπογραφη και μηνυμα.
Ή οταν κλεβει την δημιουργια του αλλου που σαν ασημος δεν μπορει να επηρρεασει για την αυθεντικοτητα του γιατι ποιον θα πιστεψει κιολας η κοινη γνωμη ε; Η λαμογιο πολλες φορες κοινη γνωμη αφου κι αυτη γινεται ενας χαμαιλεοντας και δεν την πιανεις πουθενα. Η αληθεια ειναι πως δεν τελειωνει ο καταλογος, οπως σας ειπα ειναι ατελειωτος. Ετυμολογικα η λεξη σημαινει απατη, κομπιναδορος, αυτος που φερνεται σκαρτα σε σχεσεις, φιλια, δουλεια, ο φευγατος αυτος που δεν αναλαμβανει υποχρεωσεις κι ευθυνες, ο αοριστος. Κι οπως αναφερει ο μεγας Πετροπουλος λαμογιο ειναι αυτος που ειναι ο κραχτης του παπα, αυτος που κερδιζει οταν ερθει σε συνενοηση μαζι του, αυτος που θα δημιουργησει το ερεθισμα για το παιχνιδι.
Κι εμεις τι κανουμε; μμμμ αν σταματουσαμε λιγο ο καθενας την μικρη του λαμογια; αν δεν συμετείχαμε με την σταση μας στην γενικη κατασταση; αν ξυπνουσαμε με την αισθηση εκεινη που ειχαμε εφηβοι; αν ψαχναμε τα ομορφα εκεινα συναισθηματα που δεν υπηρχε παρακμη και γκριζο αλλα φουξια, ροζ, κοκκινο κι ολα τα υπολοιπα; Δεν ξερω για εσας αλλα εγω οσο μπορω θα αντιστεκομαι, θα ονειρευομαι ενα καθαρο γαλαζιο ουρανο με μια ομορφη γη. Και παρακαλω να μην ρευτει η ατμοσφαιρα γιατι πρεπει εκτος απο κακογουστα να βρωμανε κιολας τα χιλιαδες λαμογια... Εσεις τι λετε;

Μπουρμπουλήθρα

ηθελα να μουνα μες σε μια μπουρμπουληθρα. Να πεταξω ψηλα χωρις αποσκευες, χωρις προορισμο, να βλεπα λεει τα πιο χρωματιστα πλασματα, μικρα τοσοδουλικα, να χωρουνε στην παλαμη.
Αχ, να περναω διπλα στα συνεφα και να βλεπω απο ψηλα ποσο μικρα και τιποτενια τα προβληματα, ασημαντες οι μικροτητες, μηδεν οι παρεξηγησεις. Μηδεν στο κοντερ των εξελιξεων, μηδεν στον χρονοδιακοπτη. Πεταω, πεταω, τοσο αναλαφρα, ενα φρουυ κι εφυγα πιο ψηλα ,πιο ψηλα, πιο ψηλα.
Ολα τα χρωματα του ουρανιου τοξου μπρος μου, χορευω και με αλλα πλασματα μες τη μικρη μου φουσκα. Ειμαστε πολυ αερινα κι ευθραστα πλασματα, ανοιγουμε το μικρο μας στομα και βγαζουμε χρωματα, ολα τα αρωματα των λουλουδιων επισης, ολα εμεις τα χουμε. Ειμαστε φινα κι αθωα σαν παιδακια, ποσο ομορφα, ποσο αναλαφρα, ποσο βελουδινα σαν πνοη αερα στο προσωπο μας.
Αχ αστους να λενε πρεπει να διαφυλαξω την φαντασια μου, να αντισταθω στα πρεπει και στα επιθυμω και στα καθηκοντα. Πολλες φορες την μερα θα αποσυρομαι και θα μπαινω στην μικρη μου μπουρμουληθρα, να παιρνω ανασα και μετα να ξαναερχομαι εδω.

Η Φιλία

Ειχε ενα αλογο που ανεβαινε συνεχεια πανω του και κανανε διαδρομες, ο σκυλος του τους ακολουθουσε. Καθε μερα πηγαιναν καπου αλλου. Ποτε δεν πληττανε ολοι μαζι.
Ενα βραδυ εκεινος πηγε στην παραλια, τοτε ηρθε εκεινη τυλιγμενη μεσα σ ενα πεπλο γοητειας. Αναψε φωτια για να την ζεστανει, αυτη χαθηκε στα ματια του και κυλησε η νυχτα χωρις να το καταλαβουν.
Αυτο εγινε 3 μερες, την τεταρτη ματαια την περιμενε, πηρε το αλογο και τον σκυλο του και πηγαν μακρια.
Καθησαν κατω απο ενα πλατανι, εκει το σκυλι την μυρισε σε μια διπλανη ταβερνα, πηγε κοντα της και αυτος που την χαιδευε στο κεφαλι το κλωτσησε μακρια της. Το σκυλι βρηκε το αλογο, του ειπε τι συνεβη, εκεινος πετουσε πετρες στο ποταμι, δεν καταλαβε την συνωμοσια των ζωων. Τα δυο τους τωρα αρχισαν να τον προκαλουν για να φυγουν μακρια απο αυτο το μερος.
Το αλογο σηκωνοταν στα ποδια του και καλπαζε μακρια, ο σκυλος εφερνε πετρες και τον αναγκαζε να του τις πετα. Ετσι χωρις να το καταλαβει πηγανε μετα απο ωρα στο σπιτι τους. Ο σκυλος εγλειψε το αλογο κι εκεινο ανεβοκατεβασε ευχαριστημενο το κεφαλι, μετα απο καιρο εκεινος σταματησε να στεναχωριεται. Απολαμβανε την παρεα των ζωων του που με καποιο παραξενο τροπο ειχαν γινει πολυ ζωηρα και πιο παιχνιδιαρικα απεναντι του. Ολα ειχαν γινει οπως πριν, πολυ καιρο πριν, δεν προλαβε να γινει πληγη η καρδια του εξαιτιας τους, το διαισθανοταν περισσοτερο παρα το ξερε...

video clip

Ο χρονος ηταν ακινητος καθως κοιτουσαν τους σκοτωμενους, ενα παιδακι εβγαλαν απ τα συντριμια.
Τι συγκινητικο ελεγαν μεσα τους, να η ελπιδα της ζωης, οι δημοσιογραφοι οργιασαν γραφοντας για το νεο, οι κυβερνητες το σχολιαζαν στις τηλεορασεις και τα νεα ταξιδεψαν παντου.
Η επομενη μερα τους βρηκε πιο ενωμενους και πιο αισιοδοξους. Θα ξαναφτιαχναν την πολη, την χωρα, τα ονειρα τους ,θα γινονταν παλι δυνατοι. Ολα αυτα απο ενα παιδακι που ανα μια ωρα εδειχναν κατοπιν συνενοησεως τα καναλια με την εξουσια, απο ενα μικρο χαμογελο για την σωτηρια, αυτη η προσωπικη σωτηρια τωρα γινοταν εθνικη.
Σε μια βδομαδα ειχαν γλυψει τις πληγες τους και ολοι ονειρευονταν την νεα αυτοκρατορια. Ο Tζιμ ειχε χασει ολη την οικογενεια σ' αυτον τον πολεμο, την γυναικα της ζωης του, τον αγαπημενο του φιλο, τα ονειρα και την διαθεση για ζωη. Δεν ηθελε να ξαναζησει χωρις ελπιδα για το αυριο και δεν ηθελε να ξαναζησουν ετσι και ολοι οι αλλοι. Αγναντευε το τιποτα καταχλωμος οταν ειδε στο βραδινο δελτιο την εικονα του μικρου του αδελφου, ειχε σωθει λεγανε απο την τελευταια αιματοχυσια. Γουρλωσε τα ματια οταν ειδε την εικονα του να γινεται συμβολο για αυτους. Αυτους που τον ειχαν γραμμενο,τους δικους του καταδικασμενους στο περιθωριο. Τωρα ειχαν τον αδελφο του ομηρο για τη δικη τους σωτηρια. Με αδειο βλεμμα ετρεξε στο νοσοκομειο,τον αφησαν να μπει στο δωματιο αφου εξηγησε στους μπασταρδους ποιος ηταν. Το παιδι τον αγκαλιασε φωναζοντας. Ο Τζιμ πυροβολησε, το παιδι προλαβε να εκπλαγει και μετα αυτοπυροβοληθηκε πριν οι αθλιοι προλαβουν....