Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014


Το σωτήριο έτος 1999, η Άννα άλλαξε. Από άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε γοργόνα. Αυτό έγινε, γιατί την προηγούμενη νύχτα είχε ευχηθεί με όλη την δύναμη της ψυχής της πως επειδή κουράστηκε να ζει με τους ανθρώπους θα ήθελε να γίνει ψάρι. ////////////// Όπως και έγινε. Ερωτευμένη με τα ναυάγια και τα κουφάρια των πλοίων κολυμπούσε ανάμεσα τους. Φύκια και σκουριά. Και ανεπαίσθητο τρίξιμο από την δύναμη των κυμάτων στον γέρικο σκελετό του καραβιού. Ψάρια πολύχρωμα άνοιγαν το στόμα τους και της έδιναν χαρά. /////////////// Είχε βαρεθεί τα τραγούδια των ανθρώπων, αυτό ειδικά που έλεγε στους στίχους του πως ήταν η γοργόνα η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου. Δεν είχε ερωτευτεί ποτέ της. Αλλά αγαπούσε εύκολα. ////////////// Μια νύχτα που το ασημένιο φεγγάρι φώτιζε τον βυθό, η Άννα- γοργόνα βρήκε ένα καινούργιο ναυάγιο. Κολύμπησε για ώρα μέσα του. Χτύπησε την ουρά της καθώς στριμώχθηκε για να χωρέσει στην πόρτα μιας καμπίνας. Καθώς κουνούσε την ουρά της δεξιά αριστερά για να διώξει τον πόνο, εντελώς ξαφνικά τον είδε. ///////////// Ένα λευκό αντρικό άγαλμα την κοίταζε κατάματα. ήταν υπέροχος. Τα μάτια του μπλε και το σώμα του σμιλεμένο με την πιο υψηλή τέχνη. Πόδια δυνατά και μακριά. Στόμα γεμάτο, πληθωρικό και μαλλιά με μικρές μπούκλες. Τον πλησίασε. Αυτός τρεμόπαιξε τα μάτια του. ΤΗς χαμογέλασε. Η Άννα έλιωσε. Κι εκείνος. (Πάρε με από εδώ, πάρε με μαζί σου), της είπε με παράπονο. /////////// Η Άννα υπομονετικά, τον κουβάλησε στην πλάτη της. Κι αυτός άρχισε να κοιτάζει όλα αυτά που δεν μπορούσε να δει για χρόνια κλεισμένος μέσα σε εκείνη την καμπίνα Κολυμπούσε αργά για να του δώσει χρόνο να προσαρμόσει τα μάτια του. Ένιωθε την ευτυχία του κάτω από το δέρμα της. Ερωτεύτηκαν με την ίδια δύναμη ο ένας τον άλλο. Κι ας μην μπορούσαν να κάνουν έρωτα παρά μόνο κάθε πανσέληνο, μόνο τότε τους δόθηκε η χάρη να γίνονται ξανά άνθρωποι αφού το ευχήθηκαν δυνατά... ////////////// Ήταν μια μικρή πικρή ειρωνεία της τύχης. Είχαν βλέπεις τόσο πληγωθεί από τους ανθρώπους που είχαν κάνει αυτήν την ευχή. Εκείνη να γίνει ψάρι κι αυτός άγαλμα. Όμως δεν είχαν ερωτευτεί ως τότε. /////////// Ας είναι. Αν ποτέ δεις καθώς κολυμπάς, μια γοργόνα και επάνω στην πλάτη της ένα άγαλμα , μην ξαφνιαστείς. Η γοργόνα δεν ήταν ποτέ αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου. Μια γυναίκα που ερωτεύτηκε αργά ήταν και είναι πάντα. (Ένα παραμυθάκι για τους ανθρώπους- ψάρια)

Ο φαλλός του Πρίαπου και ο Εωσφόρος Στο πικρό μου σαλόνι, κάθισαν ο Χριστός, ο Βούδας και ο Εωσφόρος. Στην μέση της παρέας τους βρέθηκε ο τελευταίος. Στον Χριστό έδωσα να πιει αίμα αντί για κρασί, στον Βούδα νούφαρα λιωμένα σε βροχόνερο και στον Εωσφόρο θειούχο σκεύασμα καυτής λάβας. Αφού κεράστηκαν, ζήτησα να τους αγγίξω μα χωρίς αποτέλεσμα. Δεν ήθελαν. Κανείς τους δεν στάθηκε στο γεγονός πως ήμουν ο Πρίαπος. Μόνο σαν ήρθε η ώρα, κατάλαβαν. Την ώρα που μου έφεραν μια μικρή μελαχρινή κοπέλα από την Ανδαλουσία. Ήταν η μόνη που μπορούσε να δεχτεί τον πριαπισμό μου χωρίς να φωνάζει. Δεν είχα πρόβλημα να την πάρω μπροστά τους, επάνω στο χαλί. Αυτή μούγκριζε γοερά. Σαν τέλειωσα της έδωσα ένα σκαμπίλι στα μεριά και την οδήγησαν οι σκλάβοι μου στην έξοδο. Η πρωτεύουσα της Χώρας, δεν υπήρχε όπως πριν χρόνια. Δεν υπήρχε πρωτεύουσα, υπήρχε μια επαρχία της μεγαλοαστικής Ευρώπης. Οι κυβερνητικοί ήταν κλεισμένοι σε ένα κάστρο στο κέντρο της πόλης. Καίγαμε τους αντιδραστικούς στην άκρη των τελευταίων προαστίων. Όσους βέβαια ήταν πολύ άρρωστοι από την ανέχεια, γιατί τους υγιείς τους χρησιμοποιούσαμε σαν δούλους. Κυκλοφορούσαμε στα ίδια στέκια και παίρναμε τα ίδια αεροπλάνα. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν πως πλέον χρησιμοποιούσαμε άλογα λόγω της αφόρητης μόλυνσης. Η πτωμαίνη ερχόταν από τα μακρινά προάστια και πολλές φορές έμπαινε με την κατεύθυνση του αέρα στα σπίτια μας από τα ανοιχτά παράθυρα. Επιπλέον οι αντιδραστικοί, από την έλλειψη πετρελαίου, τις νύχτες, έκαιγαν στους δρόμους μέσα σε σάπια βαρέλια τους ίδιους τους τους νεκρούς για να ζεσταθούν. Γι αυτό φέραμε καθαρόαιμα ΄΄αλογα και δίπλα στις κατοικίες μας χτίσαμε σταύλους. Τίποτε δεν ήταν όπως πριν δέκα χρόνια. Στην αρχή ανακαλύψαμε το μυστικό της οικονομικής κρίσης. Έπειτα κόψαμε την ιατροφαρμακευτική περίθλαψη και αναγκαστικά επιβίωσαν οι δυνατότεροι. Αυτοί ήταν κάτω από την κυριαρχία μας. Το σπουδαιότερο ήταν πως συνήθισαν πολύ γρήγορα την σκλαβιά τους. Σαν να ήταν στο d.n.a τους. Αυτοί που αντιδρούσαν το έσκαγαν και παρασιτούσαν κλέβοντας τις νύχτες. Έμεναν στην άκρη της πόλης. Εγώ δεν είχα πρόβλημα από την αρχή της λεγόμενης κρίσης. Είχα κλέψει όλο το κράτος σχεδόν βοηθούμενος από άτομα της παγκόσμιας πια κυβέρνησης. Τους δικούς μας τους λέγαμε κυβερνητικούς έτσι , για την τιμή των όπλων. Από αλλού έρχονταν οι εντολές. Ήμουν καλά λοιπόν και με τους έξω και με τους μέσα. Δεν τιμωρήθηκα ποτέ όπως κι όλοι οι φίλοι μου. Περνούσαμε υπέροχα. Μόνο τα τελευταία δυο χρόνια άρχισα να πλήττω θανάσιμα. Καταρχάς ο πριαπισμός μου ήταν η αιτία που μπορούσα να έχω μόνο μια κοπέλα. Αυτήν από την Ανδαλουσία. Καμμία άλλη δεν με δεχόταν. Όλες ούρλιαζαν από την τάξη μου. Κι εγώ δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ με αυτόν τον τρόπο.. Το άλλο θέμα που είχε να κάνει με την ανία μου ήταν οι συνεχείς επαφές μου με τα ίδια πρόσωπα. ίδια στέκια, ίδιοι άνθρωποι, ίδιες συζητήσεις. Τα είχα εξαντλήσει όλα. Η πολυτέλεια που μοιράζεται με τα ίδια πρόσωπα δεν φέρνει καμία χαρά. Μα πάνω από όλα ο έρωτας. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο ώστε να τακτοποιηθεί κάπως το θέμα της αντρικής μου φύσης. Δεν μπορούσα να κρατώ το μισό πέος μου έξω από τον γυναικείο κόλπο για να μην την πονέσω. Βρήκα λοιπόν από έναν φίλο μου που πολύ τα έψαχνε τα θέματα με τον μυστικισμό, ήταν μέλος μιας από τις πρώτες στοές στον κόσμο όταν ακόμη όλα ήταν αλλιώς, βρήκα λοιπόν ένα αρχαίο βιβλίο όπου διαβάζοντας κάποιες προσευχές επικλήσεις μπορούσες να καλέσεις όλες τις δυνάμεις του άλλου κόσμου και υποσχόμενος κάτι μικρό όπως ας πούμε ένα κέρασμα να τους ζητήσεις αυτό που ποθείς. Έκανα όλα τα απαραίτητα σχηματίζοντας έναν κόκκινο κύκλο αίματος από μια μικρή σκλάβα επτά χρονών, μπήκα μέσα και άρχισα την τελετή. Η αλήθεια είναι πως τα χρειάστηκα σαν είδα και τους τρεις να κάθονται στο σαλόνι. Εγώ είχα καλέσει μόνο τον Εωσφόρο. Ευτυχώς που είχα όλα αυτά που χρειάστηκαν και για τους άλλους. Πρώτος μίλησε ο Εωσφόρος. (Οφείλουμε να σε ευχαριστήσουμε για το κέρασμα, ασφαλώς θα ζητάς κάτι για να σπάσεις την αιώνια σιωπή μας, θα ζητάς κάτι ως αντάλλαγμα. Η τελευταία φορά που βρέθηκα με έναν κοινό θνητό ήταν όταν ζήτησε αιώνια δόξα και ζωντάνια ένας τραγουδιστής σας, της Ροκ, ο ΜΙκ Τζάγκερ. Συνάψαμε συμβόλαιο και ευχαριστηθήκαμε κι οι δυό...) Παραξενεμένος αρκετά άρχισα να παρουσιάζω το πρόβλημα μου. (Ξέρετε, υποφέρω από μια αφόρητη και τεράστια στύση, καμία γυναίκα εκτός μιας σκλάβας δεν μπορεί να ευχαριστηθεί μαζί μου κι εγώ έχω βαρεθεί αρκετά. Εκτός των ίδιων καταστάσεων και προσώπων είναι φρικτό να υποφέρω και στο ζητημα του έρωτα από αφόρητη πλήξη. Έπειτα και να ήθελα να την παντρευτώ , πράγμα πληκτικό επίσης διότι είναι αμόρφωτη και αστοιχείωτη, αυτό απαγορεύεται. Καταλαβαίνετε λοιπόν την δυσκολία της ζωής μου. ήθελα λοιπόν να μειωθεί το μέγεθος του πέους μου ώστε να συνάψω ερωτικούς δεσμούς με άλλες κυρίες της τάξης μου). Με κοίταξαν προσεκτικά και μετά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Έλαβε τον λόγο ο Χριστός. (Αγαπητέ μου καταλαβαίνω τον λόγο που μας φωνάξατε εδώ αλλά δεν κατάλαβα όλα τα άλλα. Ποια ήταν ακριβώς η δύναμη που σας επέβαλε να πάρετε μπροστά μας την μικρή σκλάβα και να έχετε μετατρέψει σε σφαγείο όλον τον Αρχαίο κόσμο; αυτό είναι πολύ σοβαρό για να μπορεί να μείνει ατιμώρητο..) (Μα δεν φταίω εγώ, έτσι τα βρήκα), ψέλλισα αντιλαμβανόμενος πως μάλλον είχα μπλέξει και χρειαζόμουν χρόνο ώστε να βρω έναν τρόπο να τους διώξω.Πως όμως, αφού αυτοί κάθονταν στο σαλόνι μου κι ήταν έξω από τον κύκλο ενώ εγώ μετά την συνουσία με την Ανδαλουσιανή σκύλα μπήκα χωρίς να καταλάβω μόνος μου μέσα στον κύκλο); Ψέλλισα φοβισμένα (Αν επιτρέπετε, πως κι ήρθατε όλοι μαζί; Εγώ μόνο τον Εωσφόρο ζητησα) Τότε μίλησε ο Βούδας. (Είναι απλό, μετά τον χωρισμό και τον διωγμό του ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο αποφασίσαμε να παρουσιαζόμαστε μαζί. Παρουσία κοινή, γιατί κατά τα άλλα άλλους βόλευε να μας χωρίζουν, εμείς είμαστε πάντα ενωμένοι. Ειδικά όμως, μετά το τέλος της Ευρώπης, η κοινή μας απόφαση ήταν πως θα είμαστε βαθιά ενωμένοι)... Ξαναμίλησε ο Εωσφόρος. (Ας είναι όμως αγαπητέ μου φίλε, η ώρα της κρίσης που θα έρθει από την μητέρα γη δεν ήρθε. Δεν θα κρίνουμε ούτε θα αποφασίσουμε εμείς για την κατάσταση σας. Θα κάνουμε λοιπόν αυτό που ζήτησες και μετά θα φύγουμε. Βγες από τον κύκλο και κλείσε τα μάτια σου, Θα περάσουμε όλοι από μπροστά σου και με ένα μας άγγιγμα θα σε επαναφέρουμε σε ένα φυσιολογικό μέγεθος). Μόλις το είπε όλοι σηκώθηκαν και χτύπησαν τα πόδια τους στην γη. Βγήκα από τον κύκλο και ξάπλωσα κλείνοντας τα μάτια μου.. Ένιωθα το μικρό τους χτύπημα των χεριών, το αεράκι από την κίνηση των δαχτύλων επάνω μου, και μια μικρή ηδονή με πλημμύρισε στην σκέψη πως θα μπορούσα πια να αλλάζω παρτενέρ στο κρεβάτι και να κάνω έρωτα χωρίς να δέχομαι αντιδράσεις υστερίας.. Μια ηδονή που κόπηκε απότομα σαν άνοιξα τα μάτια μου κει είδα το πέος μου σαν ένα τεράστιο φίδι να φτάνει στους αστραγάλους μου... Κόντεψα να πάθω συγκοπή και με έλουσε κρύος ιδρώτας. ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ Ούρλιαξα με όλες μου τις δυνάμεις. Αυτοί ήταν όρθιοι και έτοιμοι να φύγουν, ο κύκλος είχε σβήσει από μόνος του κι εγώ σηκώθηκα με κόπο όρθιος κρατώντας το τρομακτικό μου πέος για να μην το πατήσω. ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ, ΚΑΠΟΙΟ ΛΑΘΟΣ ΘΑ ΕΓΙΝΕ, ΜΗΝ ΦΕΥΓΕΤΕ, είπα κλαίγοντας. Και ο Εωσφόρος γύρισε στο μέρος μου μιλώντας αργά και σταθερά. (Αυτή είναι η αντίληψη σου φίλε μου για τον κόσμο, στην ουσία αυτή είναι, ένας τεράστιος φαλλός, μάθε λοιπόν να ζεις με αυτόν, μάθε να ζεις μόνος σου). Και με έναν καπνό κόκκινο και μοβ εξαφανίστηκαν όλοι... Κι έμεινα μόνος να κοιτώ τον εκτρωματικό φαλλό μου. Έκανα εμετό. Μου την είχαν φέρει...

Πολλές φορές, κοιτάζω κατά πρόσωπο την ελεγεία των εγκαυμάτων μου/ Με αγαπούν και μου το δείχνουν/ Θέλει στοργή κι ελευθερία να αγαπάς τις πληγές σου, κι αυτούς που στις έκαναν να μην θυμάσαι/ Και να παραμένεις ανυποψίαστος και δοτικός στον άλλο/

Φιλί σε απρόμαυρο (Αφιερωμένο) Μπήκε μέσα στο μπαρ και τίναξε την βροχή από επάνω της. Την αγαπούσε την βροχή, την λάτρευε, την άφηνε να την μουσκεύει και να την μουλιάζει. Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος είναι ηδονή σκέφτηκε, μπλεκόταν αυτή η μυρωδιά με του δέρματος της και του αρώματος μέσα από τα ρούχα της. Αυτός είδε μια γυναίκα να μπαίνει μέσα και ένας λεπτός μαγνήτης του έσκισε την σάρκα. Παρακάλεσε τις άγνωστες δυνάμεις να καθίσει δίπλα του όπως κι έγινε... Την έβλεπε στον καθρέφτη απέναντι του, μέσα στο ημίφως, η αύρα της λουζόταν από μια άγνωστη σε αυτόν τρυφεράδα.. Την μύρισε. Την είδε να ψάχνει για τον αναπτήρα της, της άναψε και χαμογέλασε καθώς του γουργούρισε σχεδόν<< ευχαριστώ>>. Το μπαρ έπαιζε θανατηφόρα τζαζ κάπου σε έναν λόφο κυκλωμένο από νεραντζιές. Το θαμπό φως του μαγαζιού τρεμόπαιζε σαν πεταλούδα. Η Billie άρχισε να ρίχνει γροθιές από βελούδο. Αυτός ένιωσε πως η άγνωστη αγαπούσε την πληγωμένη μοναξιά της φωνής της, πως την λάτρευε. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να συντονιστεί μαζί της, να την ψάξει σαν ανιχνευτής ναρκών. Την άκουγε, την έβλεπε, την ένιωθε. Δεν την ανέλυε τόσο ώστε να την χάσει.. Και ξαφνικά του ήρθε η παρόρμηση να της μιλήσει, έσκυψε λίγο κοντά της ώσπου η μυρωδιά των μαλλιών της τον κύκλωσε σαν φωτιά. <<Δεν θέλω να σε αναλύσω τόσο, ώστε να σε χάσω, είναι γνωστό πως ότι αναλύεται πολύ στο τέλος εξαφανίζεται>>, της είπε άφοβα. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν μιας τίγρης που όμως ήταν φιλική, το ίδιο και τα δικά της όταν γύρισε και τα κάρφωσε επάνω του. <<Κάπου σε ξέρω>> του είπε και κατέβασε βαθιά τον καπνό. <<Κι εγώ, είναι περίεργο αλλά σε ξέρω χωρίς να σε ξέρω, θέλω να πω>>... <<Σςςςς>>, του έκανε εκείνη. Είπες πως δεν χρειάζεται ανάλυση. Αρκεί που έχουμε την ίδια αίσθηση.. <<Θα με πεις τρελό αλλά θέλω να σε φιλήσω κι ας είσαι ονειροπαγίδα. Ήθελα να το κάνω μόλις μπήκες μέσα>>. Η γυναίκα κόλλησε κοντά του μετακινώντας το σκαμπό της με απαλές κινήσεις. Κι έκανε ότι αυτός στην αρχή χωρίς να το ξέρει.. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να συντονιστεί μαζί του, να τον ψάξει σαν ανιχνεύτρια ναρκών... Τον άκουγε, τον έβλεπε, τον ένιωθε. Κι ενώ σχημάτιζε μια πρώτη εικόνα των ανθρώπων μέσα από την εμπειρία και το ένστικτο της τώρα δεν σχημάτιζε κανένα ανάγλυφο και καμιά πεποίθηση. Ίσως συμφωνούν τα ζώα μέσα μας, αυτά που θέλουν να αγαπηθούν, σκέφτηκε. Και γιατί να συμφωνούν; Αναρωτήθηκε. Χρόνια τώρα έψαχνε τον εαυτό της μέσα στους άλλους. Εραστές εναλασσόμενοι , εραστές ανίσχυροι και εραστές υπαρκτοί ως διαβαθμίσεις του πέους. Στύσεις αργές και δυνατές. Στύσεις γρήγορες και αμφίβολες. Πίσω από τις στύσεις ο μύθος του άλλου μισού. Ένας μύθος που τον έπλαθε αργά αργά στο σακούλι της καρδιάς της.. Όπως έκανε κι ο άντρας δίπλα της, το ήξερε χωρίς να το ξέρει συνειδητά. Ήξερε πως οι άλλοι σαν ζόμπι τρέφονταν με το πάθος τους... Κι όταν οι ίδιοι εξαντλούσαν το πάθος τους από την ανία της ψυχής τους οι εραστές κι οι ερωμένες το έβαζαν στα πόδια. Δεν άντεχαν και πολύ... Έσκυψε κοντά του. Πρώτη φορά ενεργούσε τόσο γρήγορα, πρώτη φορά κάποιος άλλος την οδηγούσε σαν αυτόματος πιλότος... Κοιτάχτηκαν βαθιά ενώ η Billie συνέχισε σαν σαύρα να περιφέρεται επάνω στην μπάρα μπροστά τους. Η σαύρα ήταν κόκκινη και η γλώσσα της παλλόταν. τους έσπρωχνε με μια αλλόκοτη δύναμη να κολλήσουν. Χάιδεψε τα γόνατα της. Μια ζεστασιά οικειότητας την τύλιξε παντού. Κι ο πόθος με τα μετάξια του ξιφολογχούσε με την λογική και την αντίσταση. Πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του, χάιδεψε τον αυχένα της, μετά φίλησε το χέρι της, έπιασε να γλείφει τα δάχτυλα της παίρνοντας μια γεύση αρμύρας και γλύκας. Το ίδιο έκανε κι αυτή. Ένιωσε το πρώτο κύμα του πόθου να την τινάζει μακριά. Ο μπάρμαν ήταν απασχολημένος.. Τον φίλησε. Μαζί με την γλώσσα εκείνης της κόκκινης σαύρας άπλωσε μέσα στο στόμα του κρατήρες. Οι κρατήρες άνοιγαν.. Μαβιά και κόκκινα λουλούδια άνοιγαν μαγικά τους κάλυκες τους κάτω από την ηφαιστειακή μάζα. Ακατανίκητος πόθος. Εναλλαγές φιλιών και ανάσας. Εναλλαγές στην επιτάχυνση που ζητά ο λαγόνας να ξοδιάσει ενέργεια και να πάρει. Ακατανίκητος πόθος. Τα φιλιά άνοιγαν και προεκτείνονταν μέσα τους. Το σώμα από μέσα άρχισε να πονάει. Ζητούσε να κουμπώσει το ένα μέσα στο άλλο. Μέσα, όχι επάνω το ένα στο άλλο... Τα φιλιά έγιναν ένα. Το ένα δέσποζε στην αόρατη αρένα της σελήνης. Κόμποι και κλωστές άνοιγαν με ταχύτητα. Κόμποι. Κλωστές. <<Άνοιξε με, κάνε με ανίσχυρη και δυνατή>>. του ψιθύρισε μόλις ένιωσε πως το φιλί τώρα ήταν ασπρόμαυρο. Το φιλί ήταν ισχυρό και διέλυε κάστρα απόρθητα. <<Θα σε ανοίξω, θέλω να αγαπηθούμε>> , της είπε. Τώρα έτρεμαν κι οι δυο τους. Δεν είναι εύκολο δυο άνθρωποι να λένε και να εννοούν το ίδιο πράγμα. Πλήρωσε τα ποτά τους και την έβγαλε έξω αγκαλιάζοντας την με την στοργή ενός φτερωτού πλάσματος.. Μύριζε βροχή και νεραντζιές. Μύριζε η μυρωδιά τους..... Ο δρόμος πάσχιζε να τους φωτίσει με το μουντό ηλεκτρικό φως τους. Μα αυτοί έλαμπαν από μέσα τους..

Καμιά φορά, με τον πρίγκιπα μου παίρνουμε το φτυάρι του νεκροθάφτη και ξεθάβουμε τα πτώματα της λύπης μας. Τα κοιτάμε επιδοκιμαστικά. Έτσι κι αλλιώς χρειάζεται γενναιότητα να δεις τα πτώματα κατάματα. Έτσι κι αλλιώς χρειάζεται να αγαπάς πραγματικά τον εαυτό σου και τους άλλους για να επιτρέψεις να εισχωρήσει η αδιαπραγμάτευτη αλήθεια σε όλες τις κρυφές κοιλάδες σου. Λέω στο αντρικό μου alter ego, οι άνθρωποι συνηθίζουν να εμφανίζουν μόνο τα <<σκληρά τους μέρη>>, τα μαλακά τα αφήνουν σε μια κρύπτη για να μην τα δουν οι άλλοι και τους <<φάνε >>ζωντανούς -ναι, ξέρω καμιά φορά δεν χρειάζονται εισαγωγικά-.. Και τότε ο Πρίγκιπας μου εξιστορεί ιστορίες που μοιάζουν με τις δικές μου και τις δικές σου.. Πως κάθε άνθρωπος έχει μια προτίμηση σε κάτι από εμάς. Άλλος προτιμά τα μάτια, άλλος τα πόδια, άλλος τα χέρια, άλλος πάλι μόνο το φύλο μας. Έτσι, όλη η πόλη αγαπημένε μου, έχει γεμίσει πτώματα ζωντανά. Παρατηρείς να κρατούν στην αγκαλιά τους ένα πόδι, ένα μάτι, ένα μουνί, ένα πέος, ένα γόνατο και να προχωρούν βιαστικοί και χαρούμενοι. Χαρούμενοι που επιτεύχθηκε η απόλυτη απομόνωση του ανθρώπινου είδους...δια της εξαφάνισης των μαλακών μερών... Χτες, έλεγα στον πρίγκιπα μου πως στην εφηβεία με σημάδεψε ο Νικολαίδης, και σε απόλυτο φρικιαστικό βαθμό, η ταινία του (γλυκιά συμμορία). Στην γλυκιά συμμορία αγαπημένε μου, τέσσερις φίλοι που βρίσκονται εκτός του συστήματος που σου προανέφερα (αγαπώ το πόδι σου , αγαπώ μονάχα το φύλο σου κλπ) βρίσκονται μαζί, ενώνονται, αγαπιούνται και τελικά για να μην γίνουν μια σαπιοκοιλιά μέσα στον φάρυγγα της επωαστικής μηχανής των τεράτων σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Χρόνια πολλά ταξίδεψα στις ενδοχώρες των ανθρώπων παλεύοντας να βρω αυτήν την γλυκιά συμμορία. Πέραν των γνωστών, αίμα, σκατά και σπέρμα τα πράγματα είναι δύσκολα. Πάντα έθαβα προσεκτικά τα πτώματα, τα έπλενα με κρασί και τους διάβαζα κάτι στίχους. Μετά από χρόνια αυτά ξαναγύριζαν πίσω. Αλλά ήταν πια αργά. Είμαι αρκετά ακραίος τύπος, είμαι μια γάτα ή ένας σκύλος αλλά ξέρω να γίνομαι λύκος. Τις αγέλες τις γνωρίζω καλά κι έχω πρόβλημα με τα αρχηγηλίκια. Τώρα που ξεπέρασα τα μισά της ζωής μου βρήκα μέλη της γλυκιάς συμμορίας μου, είναι ο πρίγκιπας και τρία κορίτσια. Αυτό με ξεπερνά φυσικά καθώς και πως σιγά σιγά υπάρχει στον ορίζοντα υπόσχεση για πολύ περισσότερα. Και πάντα θα απορώ, πως αυτό δεν συνέβη στα χρόνια της νεότητας.. Λέγαμε λοιπόν χτες, βρισκόμενοι σε ένα μπαρ με όλες τις ντίβες και τους μοιραίους ηθοποιούς που μπήκαν στα όνειρα μας χωρίς ιδιαίτερες προσκλήσεις κολλημένους στους τοίχους και θανατηφόρα τζαζ -κοίτα πες σε κάποιους που δεν γνωρίζουν πως στην άθλια πόλη μας ακόμη υπάρχουν μαγαζιά που παίζουν τρομπέτες και σαξόφωνα-, λέγαμε λοιπόν πως η ζωή μας χρωστάει. Και οι δυο πληρώσαμε αρκετά, είναι θέμα ισορροπίας στο κάτω κάτω να γυρίσει η σκηνή που παίζουμε τις ζωές μας ανάποδα. Ανάψαμε μια φωτιά στο μυαλό μας πίνοντας και μιλώντας και ρίχναμε μέσα τα πτώματα. Κανένας ήρωας από εδώ και μπρος δεν θέλω να μυρίζει πτωμαίνη , κανένας να μην υπόσχεται τα πέραν της δύναμης του. Και να πει δυνατά και καθαρά εγώ γουστάρω το πόδι σου, εγώ το μάτι σου , όχι εσένα αλλά κάτι από εσένα. Δεν είναι εύκολο αγαπημένε μου να εκτίθεσαι με τα μαλακά σου μέρη... Ας υπάρξουν επιτέλους εκτιμητές και ικανοί να πηδάνε πάνω από φωτιές. Εξάλλου η μοναχικότητα κανέναν δεν έβλαψε, αυτό που βλάπτει είναι το άδειασμα από τις ταράτσες. Είναι τα φράγκα αλλά είναι και πως αυτοί που πέφτουν από ψηλά, πριν,,έχουν ήδη συνθλιβεί, γιατί εξέθεσαν τα μαλακά τους μέρη και δεν άντεξαν την μη αποδοχή και την αγάπη των άλλων.. Έχεις νιώσει να πέφτεις στο κενό ουρλιάζοντας και αλυχτώντας σαν λύκος που δέχτηκε σφαίρα; Έχεις νιώσει να πιάνεις πάτο στο πηγάδι και οι άλλοι να περνούν από επάνω σου κι όχι μόνο να σε φτύνουν αλλά και να σφυρίζουν αδιάφορα πως κανείς δεν αντιλήφθηκε τον φόνο; Ω! Απίστευτος ίλιγγος! Ηδονή μέγιστη. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει ακριβώς αν δεν έχει αναμετρηθεί με το χάος.. Κι η μεγαλύτερη ηδονή είναι, όταν έχεις αντέξει , κι όχι μόνο άντεξες γινόμενος χαμαιλέοντας αρκετές φορές, αλλά και σαν έγινες ένας γλυκός αλήτης που έχει μυρίσει από πριν πως πίσω από την καλτσοδέτα κρύβεται ένα αυτόματο στιλέτο.. Μα εσύ μονάχα προφυλάχτηκες, δεν μαχαίρωσες πισώπλατα όπως άπειρες φορές διδάχτηκες πως γίνεται αυτό στην δική σου πλάτη... Θα ξεχωρίσει κάποτε η ήρα από το σιτάρι. Μέχρι τότε θα κάνουμε γλυκιές συμμορίες που δεν θα χρειαστεί να σκοτωθούμε ούτε να σκοτώσουμε... Αυτά είναι τα αντάρτικα πόλεων κι όχι το άδειασμα ενός πιστολιού. Αυτά λέγαμε χτές. ύστερα πετάξαμε πάνω από τον εαυτό μας και τον κόσμο και κοιμηθήκαμε. Είχα έναν ύπνο ανάλαφρο και χωρίς εφιάλτες... (Του πρίγκιπα) Στον αδελφό μου. Αυτόν που έχουμε το ίδιο αίμα από διαφορετικούς γονείς..

Γυναίκες-νησιά, απλώνουν τα μακριά μαλλιά στους στην βροχή/ Μοιάζουν σαν ουρές νυφικών/ Κι ενώ περπατούν αγέρωχες, διαφαίνεται μια ύπουλη λαγνεία, στις φλέβες του λαιμού/ Κι ενώ το στόμα τους ,μισάνοιχτο την βροχή πίνει/ Σειρές πουλιών τις ακολουθούν άτακτα/ Ξεμακραίνουν από τον ουρανό και με γρήγορους ρυθμούς τις ακολουθούν/ Οι γυναίκες-νησιά απλώνουν τα μακριά μαλλιά τους στην θάλασσα/ Από τα νησιά, ήρθε στην πόλη, η θάλασσα, και χορεύει στα πόδια τους/ Ανεξάντλητη η ομορφιά, όταν μέσα σου την γυρεύεις συνεχώς, όπως το βρέφος το βυζί/ (Εικόνες στην βροχή)

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014


Τα μάτια του, είναι λίμνες που φωλιάζει η φωτιά, ήρεμες, μα σαν κινούμενη άμμος περιμένουν να ρουφήξουν το γλυκό φως της γαλήνης. Είναι τα μάτια ενός μονομάχου, που κινείται στα ατέλειωτα ενυδρεία των πόλεων. Τα μάτια του είναι μάτια ενός Σούφι κι ενός φλεγόμενου άντρα. Αντιφάσκουν. Μάχονται αντίρροπες δυνάμεις, μέσα τους, κραυγαλέα. Μάχονται σαν ερημίτες και πολεμιστές για ειρήνη. Παίζει μαζί τους με την σοφία ενός μάγου. Μα η ειρήνη δεν θα ρθει παρά μόνο σαν ρθει το τέλος της σάρκας. Τα μάτια του είναι παγίδες και σπονδές σε άγνωστες δυνάμεις. Αυτές που υπάρχουν μέσα του και όσες βρίσκονται μακριά του. Μάτια από νερό και φωτιά. Μάτια γεννημένα στις τρεις του Μάρτη. Μάτια ενός παιδιού άντρα. Τον Μάρτη, χρειάζομαι τα μέταλλα και τα υλικά ενός αλχημιστή. Για να τον μελετήσω, για να επεκτείνω τον εαυτό μου μέσα τους. Για να δείξω πόσο σαθρές είναι οι ακτίνες του θριάμβου μιας οχλαγωγίας της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Γιατί ο Μάρτιος δεν τρέφεται με ματαιότητες και ναρκισσιστικά πλέγματα. Διαχέεται μαγεία, διαδέχεται από μαγεία. Η μαγεία τρέφει τα παιδιά της με ύδωρ και μέλι. Αυτός ξαποσταίνει στην θάλασσα, ψάχνει την μητέρα του. Να της φιλήσει τα μαλλιά της και να γλυκοκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Τα μάτια του είναι μια συμπυκνωμένη διαύγεια, μα εκεί που πιστεύεις πως τα διάβασες εκεί και θα τα χάσεις. Ξέρουν να ξεφεύγουν, σαν τα τρένα στις τροχιές. Τα μάτια του είναι ενός αγνώστου. Μα κάπου ανατριχιαστικά γνώριμου με εμένα. Γελούν από μέσα τους με ένα απαλό τρέμουλο. Το τρέμουλο έρχεται σε εμένα χωρίς ιαχές. Χωρίς επιδείξεις περιττού πνεύματος, χωρίς επιδείξεις αντρισμού. Αδιαπραγμάτευτα. Ο άντρας ψάρι- μονομάχος, τώρα πετάει στα σύννεφα μέσα σε ένα αεροπλάνο. Αν κάποιος μου φέρει έναν χάρτη, κλείνοντας τα μάτια μου θα δείξω με το δάχτυλο μου σαν αυτόματος πιλότος σε ποιο σημείο βρίσκεται. Οι άνθρωποι αποτελούνται από σπασμένα κομμάτια μαγείας. Κι όλοι κατά βάθος ψάχνουν τα άλλα μισά τους ψάχνοντας στα μάτια τους. Ότι είναι γνήσιο θα ζήσει. Και θα μεγαλουργήσει αργά και με μια πικρή σταθερότητα.. (Η προσωπογραφία ενός βλέμματος) Αφιερωμένο

Πολλές φορές, κοιτάζω κατά πρόσωπο την ελεγεία των εγκαυμάτων μου/ Με αγαπούν και μου το δείχνουν/ Θέλει στοργή κι ελευθερία να αγαπάς τις πληγές σου, κι αυτούς που στις έκαναν να μην θυμάσαι/ Και να παραμένεις ανυποψίαστος και δοτικός στον άλλο/

Ρακένδυτος και μόνος, ήταν ο γέρος, στην γωνία της Ακαδημίας/ Άργησα να καταλάβω πως ήταν πεθαμένος/ Από τη τσέπη του παλτού του εξείχε ένα χαρτάκι , έγραφε, -κανείς δεν υπάρχει για σένα, αν δεν έχεις φράγκα- Σκέφτηκα, άραγε κανείς δεν τον αγάπησε; Και τότε πρόσεξα τις γυμνές του πατούσες, λευκές, σαν ορχιδέες πληγωμένες/ Ή θα μπορούσες να πεις και σαν μωρού/ Γιατί ο γέρος πριν πεθάνει ξανά βρέφος γίνεται/ Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και κοιτούσαν τον ουρανό/ Οι πεζοί έτρεχαν να προλάβουν τις εκπτώσεις, ένα τετράγωνο πίσω από τον γέρο ένα πολυκατάστημα γεμάτο/ Όταν ήρθε το ασθενοφόρο είχα προλάβει να διώξω από επάνω μου την ακαμψία μου μπροστά στον θάνατο/ Του είχα κλείσει τα μάτια για να μην ενοχοποιείται ο ουρανός/ Πρόλαβα να του πάρω το χαρτάκι και να το χώσω στην τσέπη μου/ Και καθώς χάθηκα στο πλήθος, χάιδευα τις λέξεις με τα χέρια μου, σαν να ήξερα το σύστημα των τυφλών/ Τυφλή κι εγώ αφού ζω ανάμεσα στους τυφλούς/ Μόνο το χαρτάκι θα θυμίζει τον θάνατο του/ Κι εκείνες οι λευκές πατούσες που μου θάμπωσαν τα μάτια.. Λευκές κι αθώες ήταν αγάπη μου, σαν ορχιδέες.. Ο γέρος

Η λύπη, είναι ένας κόμπος στον λαιμό, ένα κάστρο στην άκρη ενός γκρεμού που δέρνεται από μια άγρια θάλασσα, το κλειστό παράθυρο μιας φυλακής, αλλά είναι και εκείνο το ανεπαίσθητο χάδι στον θάνατο που τόσο χρειάζεσαι για να λατρεύεις την ζωή.

Πλαστές προσωπογραφίες, στον καθρέφτη σε κοιτούν, ματωμένες οι κόρες του χάους κι ατρύγητες από πάθος, από έρωτα, ντύνονται πένθος, δεήσεις κάνουν στους θεούς, να ξεχάσουν ζητούν, πόσο εκτεθειμένοι στο χάος είμαστε, και στην άβυσσο του ανθρώπου..

Ο τρομερός έρωτας της κυρίας Χ. για έναν σκοτεινό άντρα, δεν συγκινούσε κανέναν. Ο χλομός τρόπος της κίνησης των ποδιών της,στο πεζοδρόμιο, δεν έκανε κανένα βλέμμα να σκιρτήσει. Μόνο εκείνη έσκαβε μέσα της σαν γάτα για να μπορέσει να τον θάψει μακριά από το μυαλό της. Τρεμάμενες ημέρες γεμάτες απόγνωση, σκιές φλούδες του ήλιου πέφτουν στα μαλλιά της και την φωτίζουν. Υπάρχουν ψυχρές, και υπάρχουν μήτρες θερμές. Ο τρομερός έρωτας της κυρίας Χ. για έναν σκοτεινό άντρα, συγκινούσε μονάχα έναν φτωχό ποιητή που έμενε στο δώμα μιας γερασμένης πολυκατοικίας. Μόνο αυτός καταλάβαινε το πάθος της και έγραφε σελίδες πυκνογραμμένες, με ποιήματα, που έμοιαζαν με μαύρα άλογα. Ο ποιητής την ζητούσε όλη την μέρα, την ήθελε σαν δεύτερο δέρμα, την ήθελε κατάστηθα. Δάγκωνε τα σεντόνια του τις άγιες νύχτες, όπως έκανε ακριβώς κι αυτή. Αν ταυτόχρονα τους τραβούσαμε με μια κάμερα θα βλέπαμε να κάνουν ακριβώς τις ίδιες κινήσεις και τις ίδιες ώρες. Μια μέρα η κυρία Χ. θέλησε να βάλει ένα τέλος . Περπάτησε στην άκρη του μπαλκονιού και στάθηκε επάνω στα κεραμίδια. Το φεγγάρι άπλωνε κι έχυνε ασημιά μετάξια και ένας γάτος τσακωνόταν με έναν άλλο. Η γειτονιά βογκούσε από σιωπή. Ο ποιητής την είδε από απέναντι. Της φώναξε και έκανε κι αυτός το ίδιο, στάθηκε αιωρούμενος στην άκρη της ταράτσας. Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα, όσο μπορούσε να καλύψει η απόσταση. Μάτια από αίμα και φωτιές. Φωτιές. Χυμένα μέλια στα πόδια τους. Τα αστέρια τρεμόσβηναν και κάποιο από αυτά εμφανιζόταν στην χρονοτρύπα και άναβε τον δικό του θάνατο. Η κυρία Χ. έκανε πίσω, το ίδιο έκανε κι ο ποιητής. Χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο με ένα νεύμα. Η γυναίκα μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της και στάθηκε γυμνή μπροστά στον καθρέφτη. Άρχισε να ερωτεύεται την εικόνα της. Για πρώτη φορά κοιμήθηκε σαν πούπουλο. Γιατί επιτέλους ο τρομερός έρωτας της κυρίας Χ. είχε συγκινήσει κάποιον σπάζοντας την μονοτονία της μοναξιάς της.. (ο τρομερός έρωτας της κυρίας Χ.)

Θα προσέχω, χωρίς να προσέχω. Μιλούν δυνατά γύρω μας σάπια κρέατα, φορούν την στολή του λύκου και ουρλιάζουν. Μα μια μουσούδα και τα μουστάκια ενός ποντικού αχνοφαίνονται από κάτω της. Επιδείξεις ισχύος και δίπλα χαφιέδες να κοιτούν και να σφυρίζουν ανύποπτα. Και να ραίνουν λουλούδια στους χαμένους. Θα προσέχω, χωρίς να προσέχω. Σκύλοι κουρασμένοι, φυλάνε τα πρόβατα, στο μαντρί, στο τροχόσπιτο, στο μπαρ της γειτονιάς το σκουριασμένο. Ενθάδε κείται η ράχη της μπουρζουαζίας. Της αλητείας το βέλασμα, επωάζεται. Ενθάδε κείται η σπασμένη λεκάνη της αστικής λαγνείας. Θα προσέχω, χωρίς να προσέχω. Αυτός που με απειλεί με το μαστίγιο, επάνω του θα το στρέψω, γιατί το άδικο πονάει πολύ. Μα πιο πολύ πονάει πως το μαστίγιο το έχει ντυμένο και καλυμένο πίσω από γλώσσα μελιστάλακτη και ψεύτρα. Θα προσέχω, χωρίς να προσέχω. Έχω μάθει από παιδί τα σκατά να ξεχωρίζω ,εδώ σκατά κι εκεί αληθινοί άνθρωποι... Και καπου ανάμεσα η ζωή χαροπαλεύει ή να ζήσει προσπαθεί όπως της αξίζει.. ( Απειλή )

Ο πρίγκιπας μου είναι ένας μικρός θίασος, καταπίνει φωτιές και στήνει σκοινιά ανάμεσα στις πολυκατοικίες , επάνω τους να ακροβατήσει, να γλυκάνει τα αστέρια και την διάθεση αυτών που ασχημονούν στο όνομα της αγάπης. Ρίχνουμε τράπουλες στο τραπέζι από μαόνι, και εξηγούμε όλες τις αντρικές φιγούρες. Κάθε αντρική φιγούρα έχει μια πληγή, όπως ακριβώς έχει και μια γυναικεία φιγούρα. Όλες οι πληγές ήρθαν επάνω μας, μας ρούφηξαν αίμα αλλά και κάτι μας έδωσαν. Και κάτι μας πήραν πέραν των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ο πρίγκιπας μου όταν με βάζει πίσω στο αυτοκίνητο της επιστροφής με κοιτάει, εγώ δεν κοιτάζω ποτέ πίσω για να μην πετρώσω. Στην άρρωστη εποχή του τρόμου με ομορφαίνει η σκέψη των πλούσιων αισθημάτων, αισθήματα που δεν πάνε κι έρχονται. Με έχει στοιχειώσει , από παιδί μια σκέψη, ο ένας για τον άλλον. Κι όλοι για όλους. Δεν το αντέχουν όλοι, καμώνονται πως τάχα έχουν αληθινό ενδιαφέρον. Καθένας την δουλίτσα του, λένε, και βάζουν το κεφάλι τους κάτω από την ομπρέλα απομακρυσμένοι από την πηγή της αλήθειας. Ο πρίγκιπας μου είναι ένας μικρός θίασος, κουβαλάει κύκνους μαύρους και μπλε νούφαρα στα χέρια, μιλάει για πολιτείες μακρινές, φτιαγμένες από αγάπη και αλήθεια, εκεί οι ήττες δεν έχουν χρώμα , ούτε νόημα. Κάθε φορά που βρέχει, φορώ μεταξωτό φουστάνι, κάθε σταγόνα νερού επάνω μου λάμπει σαν σελήνη. Και πάντα μας ακολουθεί ένα κουτάβι. Μέχρι την στιγμή που θα έρθουν κι άλλοι στην παρέα μας, θα λέμε ο ένας για τον άλλον. Και θα είμαστε ένας μικρός θίασος. Κάπου εκεί αγγελόσκονη θα πέφτει στις πλάτες κι ένας Νοτιάς θα φέρνει στα πόδια μας καίκια.. Πες μου, αγάπησες ποτέ σου στα αλήθεια; Εσύ μικρή χάρτινη φιγούρα, που με κοιτάς , φορώντας τις δικές σου τις πληγές.. Ανάπαυση χρειαζόμαστε από το τόσο αίμα. Ένας υάκινθος με φιλά στο στόμα, όλα μυρίζουν την Άνοιξη που είναι να έρθει... (Ρίζες και μπουμπούκια)

Ημέρες υπό ματαίωση, ενώ δεν θέλαμε τίποτε άλλο παρά να αγαπηθούμε, κάπου σταματήσαμε θορυβημένοι. Ήταν ο κρότος από τα αστέρια που ήρθε επάνω μου, όταν την καλοκαιρινή νύχτα σε αναμετρούσα με τα θέλω μου. Μα τα έβαλα κάτω και τα έπνιξα σαν την Μήδεια για να μην τρομάξεις. Αλλά τελικά εσύ τρόμαξες, κάπου από την ένταση του πάθους μου, κάπου από μια αβεβαιότητα που σε τύφλωνε. Ύστερα τραβήξαμε δρόμο μακρύ γεμάτο αλάτι και πέτρα. Δεν ξέρω τι αγάπησες επάνω μου, εγώ αγάπησα πως ποτέ μου δεν σε βαρέθηκα. Ημέρες υπό ματαίωση. Αρκετές φορές πήγα μόνη μου εκεί στο μέρος της θάλασας που μιλούσαμε, θυμάσαι; ήταν μεσημέρι και ένιωθα να τρεκλίζω από την φωνή σου στα σύννεφα. Από τότε μετράω τους τρόπους που έχουν οι άνθρωποι για να αγαπηθούν. Η αλήθεια είναι πως γεμίζω ανία. Πως γίνεται να αγαπούν ανά τρεις μήνες, ανά τρεις μέρες. Πικρά μνημόσυνα στην αγάπη τους τους κάνω με μυστικό τρόπο. Μην πεις δεν βαριέσαι, έτσι είναι οι άνθρωποι... Εμείς ματαιώσαμε τους εαυτούς μας αλλά βαθιά αγαπηθήκαμε.. (Ημέρες υπό ματαίωση) Αφιερωμένο

Ημέρες υπό ματαίωση, ενώ δεν θέλαμε τίποτε άλλο παρά να αγαπηθούμε, κάπου σταματήσαμε θορυβημένοι. Ήταν ο κρότος από τα αστέρια που ήρθε επάνω μου, όταν την καλοκαιρινή νύχτα σε αναμετρούσα με τα θέλω μου. Μα τα έβαλα κάτω και τα έπνιξα σαν την Μήδεια για να μην τρομάξεις. Αλλά τελικά εσύ τρόμαξες, κάπου από την ένταση του πάθους μου, κάπου από μια αβεβαιότητα που σε τύφλωνε. Ύστερα τραβήξαμε δρόμο μακρύ γεμάτο αλάτι και πέτρα. Δεν ξέρω τι αγάπησες επάνω μου, εγώ αγάπησα πως ποτέ μου δεν σε βαρέθηκα. Ημέρες υπό ματαίωση. Αρκετές φορές πήγα μόνη μου εκεί στο μέρος της θάλασας που μιλούσαμε, θυμάσαι; ήταν μεσημέρι και ένιωθα να τρεκλίζω από την φωνή σου στα σύννεφα. Από τότε μετράω τους τρόπους που έχουν οι άνθρωποι για να αγαπηθούν. Η αλήθεια είναι πως γεμίζω ανία. Πως γίνεται να αγαπούν ανά τρεις μήνες, ανά τρεις μέρες. Πικρά μνημόσυνα στην αγάπη τους τους κάνω με μυστικό τρόπο. Μην πεις δεν βαριέσαι, έτσι είναι οι άνθρωποι... Εμείς ματαιώσαμε τους εαυτούς μας αλλά βαθιά αγαπηθήκαμε.. (Ημέρες υπό ματαίωση) Αφιερωμένο

Αυτή που ξεχειλώνει τον χρόνο, σκορπώντας τον ανάμεσα στο πουθενά και στο πάντα, αυτή λοιπόν η άγνωστη γυναίκα κάποτε μου είπε, κυρία να σας πω; η αγάπη είναι ένας σκύλος χωρίς αφεντικό. Μάλιστα, της είπα. Και δεν είπα κάτι άλλο.. Συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου για να μπορέσω να αντιμετωπίσω τις λύπες μου. Είναι κάτι ημέρες που είσαι τόσο λυπημένος που καμιά κυνικότητα στην σκέψη δεν μπορεί να αλαφρώσει το βάρος σου... Κι αυτό που μένει , είναι αυτή η αβάσταχτη ώρες ώρες αλήθεια της λύπης σου.. 4.46 μ.μ

Ελεύθεροι σκοπευτές, επάνω στις στέγες, απειλούν την ύπαρξη μας. Έτσι κι αλλιώς είμαστε ταπεινωμένοι από τους βάρβαρους καιρούς. Όταν ήμουν μικρή μου άρεσαν τα όπλα και η εξουσία. Εξαιτίας μιας ανάγκης μου να βρίσκομαι στο περιθώριο κι όχι για να εξαντλήσω μια ηλίθια δύναμη στους αδυνάτους. Γρήγορα το κατανόησα καθώς και την ευαρέσκεια και την ανάγκη μου να βρίσκομαι στην άκρη ή πίσω πίσω από ένα μεθυσμένο πλήθος. Είμαστε ο όχλος που φτιάχτηκε με άπειρη υπομονή που διαθέτει μια αράχνη. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν είναι για κανέναν. Ο ΩΧΑΔΕΛΦΙΣΜΟΣ και η παραίτηση από τα ανθρώπινα έχει μετατρέψει τις κοινωνίες σε αποικίες και εξουσιαστές. Σύγχρονα σκλαβοπάζαρα. Πέτυχαν πολύ σε κάτι οι σύγχρονοι Μεφίστοι. Σε ένα παγκόσμιο συμβόλαιο θανάτου κατάφεραν τούτο. Καθένας για την πάρτη του. Μην κοιμάσαι, κανείς ελεύθερος σκοπευτής δεν κυκλοφορεί στις στέγες για να σπάσει αυτό το παγκόσμιο συμβόλαιο υποταγής. Όλα υπάρχουν σαν ονειροπαγίδες... Ξέρουν αυτοί καλά με χειρουργική εξάσκηση να δουλεύουν τον ιστό τους. Αυτοί μια τεράστια αράχνη κι εμείς πιασμένα καλά στην κλωστή της μικρά έντομα. Μεθυσμένα από τον τρόμο και τον φόβο. Δεν υπάρχουν μανιφέστα όσο υπάρχει ο παρτάκιας.. θέλει χρόνια για να εκδιωχτεί αυτή η συμφορά της δικής μας ράτσας.. Ο ραγιάς ντύθηκε στα βελούδα και έσυρε τον χορό της νύφης. Μην ομιλείτε. Μην κρίνετε για να φοβάστε να μην κριθείτε.. Μην κοιτάτε, τα παρατεταμένα βλέμματα θα τιμωρούνται. Ο ανυπάκουος πρώτος να πετάξει την πέτρα ,ύστερα θα αναγκαστεί να την πετάξει στον εαυτό του. Μην συμπεριφέρεστε με τρόπους,εκτός της αγέλης. Και που είσαι; Αυτός που ευεργετήθηκε από εσένα είναι ο εχθρός σου. Και λοιπόν; Τι θες να κάνω; Προσπαθώ να ελευθερωθώ χρόνια από χίλιους δυο δαιμόνους.. Η αυτονομία μου θα είναι η αυτοκρατορία των αισθήσεων του ανθρώπου. Αυτό είμαι εκεί στο βάθος κάτω από την μάσκα του κτήνους.. Θέλω να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Ναι, Ασταμάτητα. Πιάσε μου το χέρι. Υπάρχουν πολλοί εκεί έξω ΠΟΥ ΘΈΛΟΥΝ ΤΟ ΊΔΙΟ. Κάποτε οφείλουμε να ζήσουμε ως άνθρωποι. ότι έκανε ο Τειρεσίας έκανε. ότι συνέβη στον Προμηθέα συνέβη. Να πάρει ο διάολος, η ιστορία επαναλαμβάνει τα βήματα της σπειροειδώς... Ας επαναληφθεί η ανάγκη του ανθρώπου. Όχι της μάσκας που οι άλλοι του φόρεσαν.. 23-1-2014

το χάος


Το τηλεγράφημα. Οι κολώνες της ΔΕΗ. Ένα παιδί χωρίς γονείς. Μια αυλή υπογείου διαμερίσματος παλαιάς κατοικίας. Ένας σκύλος μόνος, που φωνάζει τα μεσημέρια. Το ανικανοποίητο. Το παιδί ενηλικιώθηκε. Γράφει επιστολές σε άγνωστους παραλήπτες, τα αφήνει συστηματικά σε κάποια γωνιά του Ταχυδρομείου. Τις βρίσκει ένας απελπισμένος, στα πρόθυρα αυτοκτονίας. Διαβάζοντας τις, ξαναβρίσκει την αγάπη για ζωή. Ψάχνει απελπισμένα, κάθε ημέρα, τον άγνωστο ευεργέτη-συγγραφέα του, χωρίς αποτέλεσμα. Ο άγνωστος συγγραφέας έθεσε τέλος στην ζωή του. Ποτέ δεν ξεπέρασε την μνήμη ενός τηλεγραφήματος που διάβασε παιδί, πως ο πατέρας του έπεσε εν ώρα εργασίας σκαρφαλωμένος στις κολώνες της ΔΕΗ. Λίγο καιρό αργότερα πέθανε κι η μητέρα του από την καρδιά της. Μετά από μήνες σταματά ο παρ ολίγον νεκρός από αυτοκτονία να τον ψάχνει. Είναι καλά πια. Μια Κυριακή πηγαίνει σε μια κηδεία, χωρίς να ξέρει το γιατί, την προσοχή του, τραβά ένας τάφος λίγο πιο εκεί. Αφήνει ένα λουλούδι με συγκίνηση. Ποτέ δεν θα μάθει πως είναι ο άγνωστος ευεργέτης -συγγραφέας.

το μικρό ζώο της καρδιάς μου


Τυλίγω προσεκτικά, και με κινήσεις τελετουργικές, το ζώο της καρδιάς μου/ Να το χαρίσω θέλω, εκεί όπου ο Μάκβεθ θα συμφωνούσε/ Εκεί, που ο Μπωντλαίρ, θα χαμογελούσε/ Τα ζόμπι έχουν καταλύσει στο σαλόνι μου, διαβάζουμε μαζί και γελάμε/ Ύστερα παίζουμε, φτου ξεελευθερία, ύστερα παίζουμε, είμαστε φίλοι;/ Ύστερα μου μιλούν τις νύχτες για τα ερωτικά φαντάσματα που στοίχειωναν τις ώρες τους/ Στο σαλόνι τότε πέφτουνε κεράσια από το ταβάνι που ανοίγει/ Τρέχουν αστέρια και γαργαλούν τα άκρα μας/ Μια ερωτική ζάλη τριγυρνά ατέλειωτα, μούδιασμα τρυφερό στις απολήξεις των αγγείων μας/ Σε τούτες τις συνευρέσεις μας, θέση δεν έχουν αυτοί που ζουν την εποχή τους με δανεικά επιγράμματα, θέση δεν έχουν οι θεματοφύλακες της σκέψης χωρίς γνώση/ Τυλίγω προσεκτικά το ζώο της καρδιάς μου/ Ζητά να βρει ένα μικρό καταφύγιο/ Κλαίει σαν βρέφος σαν δεν το νιώσουν/ Φωνάζει δυνατά, σαν το ατιμώσουν με υποκριτικές ικανότητες / Η ζεύξις των ίππων κάτω από το παράθυρο μου το καθηλώνει/ Κι εκείνα τα ζόμπι που σου έλεγα πριν/ Φεύγει η ζωή μου μα και γεμίζει/ Από την ύπαρξη των ζόμπι και των αλόγων που με γοητεύουν φρενιασμένα/ Μην με σταματήσεις αν παραληρώ από ευχαρίστηση που κόβει τα γόνατα μου/ Βλέπω τον θάνατο στον πορφυρό του θρόνο/ Τον ξεγελάει αυτό το μικρό ζώο της καρδιάς μου και σε εμένα ξεχνά να έρχεται..

Οι δημόσιες σχέσεις είναι πόρνες, δίνουν και παίρνουν το αντίτιμο. Εξάλλου,οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αυστηρά ιδιωτικές. Δεν είναι το αμοιβαίο της δημόσιας έκθεσης, είναι η μη τήρηση των ιδιωτικών χαρακτήρων μιας αληθινής σχέσης..

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014


Εχτές ήμουν με έναν πρίγκιπα, χορεύαμε τραγούδια του ρεμπέτη. Καθώς γυρνοβόλαγα στην πίστα, σε σκεφτόμουν. Κάθε που σε σκέφτομαι, ένα καυτό κύμα μου αλλάζει προσανατολισμό. Όλα αλλάζουν σαν τριπάρεις την αρρώστια του έρωτα. Όταν αρρωσταίνεις έτσι, τα ποιήματα δεν σου μιλούν, τα πουλιά δεν ακούγονται στα δέντρα. Είσαι μακριά μα και τόσο κοντά. Καθίσαμε με τον πρίγκιπα σε ένα παγκάκι σε μια λυπημένη πλατεία. Αυτός ο πρίγκιπας είναι το αρσενικό μου alter ego, έχει μυαλό ξυράφι και μια καρδιά που την ακούνε οι σπουργίτες και μεθούν. Φυσικά με ξεπερνάει σε όλα αυτά και μ αγαπάει βαθιά όπως εγώ αυτόν. Σε σκεφτόμουν που λες και ήθελα να κεράσω όλον τον κόσμο αψέντι, να μεθύσει όπως μεθάω εγώ σιγά σιγά από εσένα. Σε αισθάνομαι. Σε μαθαίνω εκτός των αποτυχημένων γενικεύσεων. Σε ερωτεύομαι εκτός των γελοίων ερωτικών ανακάμψεων. Ζητώ ένα βαθύ λοξοδρόμισμα μαζί σου κάπου που θα ακούμε μια κουκουβάγια να μιλάει. Σε καταλαβαίνω εκτός των χειραψιών με τους εφιάλτες με την ήττα. Χόρεψα για σένα χτες. Σαν να σουν εκεί και με κοίταζες. Πόσταρα το βλέμμα σου απέναντι μου και έπιασα να χορεύω τα ποιήματα του ρεμπέτη. Και καθώς το αλκοόλ έπιασε να ανεβάζει ταχύτητα, ενώθηκε με την δικιά σου μέθη, αυτήν της σκέψης σου. Πως γίνεται να σκέφτεσαι κάποιον και να πίνεις αψέντι; Να ζεσταίνεσαι από έναν αόριστο ήλιο, μα είναι αόριστος ο ήλιος; Σε νιώθω. Αυτό. Με κρατώ για σένα. Με σκορπώ για σένα στα αστεροφαντάσματα της νυχτιάς. Είσαι εσύ αυτός, τώρα δεν ξεγελιέμαι. Με βεβαίωσε κι ο πρίγκιπας μου που δεν έχει βασίλειο εκτός από την δύναμη που έχει να αγαπάει. Θέλει αρχίδια να μπορείς να αγαπάς.. Εσύ το ξέρεις... (Διαίσθηση)

Το γραμμόφωνο βαρούσε το 45άρι, ο Διονυσίου έσβηνε το καντήλι του και το έσβηνε μαζί του κι ο Μιχάλης, πιωμένος όπως πάντα , το κεφάλι κάτω, το σαγόνι να αγγίζει στην αρχή του στήθους του και τα δάκρυα να πέφτουν ποτάμι. Έλεγε στην μικρή Έλλη, την κόρη του, λίγο πριν νιώσει πως τελείωνε το τραγούδι, ( Έλλη, βάλε παιδί μου πάλι από την αρχή το τραγούδι, ο μπαμπάς θέλει να το ακούσει ξανά). ΚΙ η Έλλη άρχισε να διαγράφει μέσα της το σχήμα της λύπης και του πόνου καθώς άκουγε τα λόγια και έβλεπε τον πατέρα της να κλαίει. Μισούσε το σχολείο και την δασκάλα, πρόλαβε να τα μισήσει στην Πρώτη Δημοτικού, είχε πετάξει την σάκα και έβλεπε τον πατέρα της να γίνεται ποτάμι. Ήξερε. Ήξερε γιατί το τραγούδι αυτό μίλαγε μέσα του, ήξερε και πως κάθε που έπινε ο πατέρας, δηλαδή κάθε ημέρα, γινόταν άλλος. Δεν ήταν πως φώναζε, ήταν πως γινόταν σαν ένα κουτάβι με λυπημένα μάτια. Τον έτρωγε ένα σαράκι. Αυτό το σαράκι ζήταγε κρασί, έπαιρνε την Έλλη στην ταβέρνα και της μάθαινε να ακούει Τσιτσάνη και Μάρκο, εκεί της μίλαγε για την ζωή μόλις το αλκοόλ κατέβαινε στο αίμα του. Η Έλλη δεν ήθελε να πονάει ο πατέρας της, δεν ήθελε να πονάει κανείς. Αλλά τώρα σε εκείνο το υπόγειο ήξερε πως η μητέρα της τον έδιωχνε, του είχε πει να μαζέψει τα πράγματα του σε μια καταραμένη καφέ βαλίτσα. Η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι φεύγει απ τα χείλη μου, ούτε αδελφός αγόρι μου δεν νοιάστηκε για σένα, άκουγε η Έλλη τα λόγια και τον έβλεπε να τα τραγουδάει και να σπαράζει σαν το ψάρι.. Και ξανά ο δίσκος να στροφάρει. (Πιο δυνατά παιδί μου), της είπε και σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει. Τον έβλεπε να φεύγει, τον ένιωθε να πονάει και ήθελε να τον ακολουθήσει με εκείνη την καφέ βαλίτσα... Η μητέρα της είχε δίκιο αλλά εκείνη δεν το καταλάβαινε αυτό, δεν την ένοιαζε αν έπινε ο πατέρας, την ένοιαζε που ο πόνος της φυγής του την χάραζε με ξυράφια. Η μητέρα της ήταν από ένα ορεινό χωριό γεμάτο πέτρες, φτώχεια και έναν πατέρα που έστειλε τα παιδιά του στα δέκα τους χρόνια στην Αθήνα να δουλέψουν , εκεί η Έλλη κάποτε, πολύ μετά άκουσε την φράση -μην πιστεύεις πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ευτυχισμένος, αυτό είναι ψέμα-. Είχαν ερωτευτεί παράφορα οι γονείς της στην Αθήνα, κάπου στην Πλάκα ήταν σαν γνωρίστηκαν κι εκεί και παντρεύτηκαν.. Η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι, τραγούδαγε ο Μιχάλης και χόρευε παραπατώντας.. Η μικρή χτυπούσε παλαμάκια όπως είχε δει να κάνουν τόσες φορές οι φίλοι του Μιχάλη στην ταβέρνα όταν σηκωνόταν να χορέψει.. Ξεσήκωνε κάθε του κίνηση και μετά τις έβαζε να τις κάνουν οι κούκλες της.. Ξαφνικά μπήκε η μητέρα της, τα μάτια της πετούσαν φωτιές, το υπόγειο έμοιαζε να είναι έτοιμο να σηκωθεί να φύγει πετώντας.. (Δεν ντρέπεσαι να πίνεις και να βάζεις το παιδί να σου χτυπάει παλαμάκια ενώ πρέπει να διαβάσει;) Του είπε και αμέσως τράβηξε τον δίσκο από το γραμμόφωνο, το γραμμόφωνο στρίγκλισε. Στρίγκλισε κι η Έλλη, αφηνίασε κι έπεσε επάνω στην μάνα της. (Δεν θέλω να διαβάσω, μισώ το σχολείο και την δασκάλα, εγώ θέλω τον μπαμπά μου), είπε και έπεσε επάνω στην μάνα της τραβώντας την από το φουστάνι. (Σςςςς, θα μας ακούσουν οι γείτονες, σκάσε, ίδια ο πατέρας σου θα γίνεις, άχρηστη). Ο Μιχάλης δεν μίλησε άλλο. Τρεκλίζοντας, μάζεψε τα πράγματα του και τα έβαλε στην βαλίτσα. Η μικρή φώναζε. Η ψυχή σαν χελιδόνι έφευγε από το σπίτι. Η ψυχή της έφευγε μακριά γιατί ο πα΄τέρας της ήταν η ψυχή της... Η ζωή που την μάθαινε, οι ιστορίες της Τρούμπας, τα ρεμπέτικα και το νησί, ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης κι η συννεφιασμένη Κυριακή. Κυριακή ήταν σαν έφυγε ο πατέρας από το σπίτι. όλη την νύχτα στο μαξιλάρι άφηνε σύννεφα από δάκρυα. Έμαθε με τον πιο άγριο τρόπο να θρηνεί βουβά. Από πείσμα για την μάνα της, από άμυνα για να μην γίνει πόνος όπως αυτός που είχε δει να πνίγει τον Μιχάλη εκείνη την Κυριακή.. Όταν την χτύπαγε με τον χάρακα η δασκάλα της δάγκωνε τα δόντια της, για να μην δει την ικανοποίηση στο βλέμμα της, να μην ακούσει το γέλιο της κοροιδίας των άλλων παιδιών.. Γιατί η Έλλη ήταν ήδη αλλού, ταξίδευε μέσα στην τάξη όπου ζήταγε η καρδιά της... Μα ποτέ ότι κι αν συνέβη δεν είπε μέσα της, εγώ μια μέρα θα σαν γαμήσω όλους, όπως της έλεγε ένας φίλος της που έκλεβε μηχανάκια. Και σαν ισορρόπησαν οι ζωές των γονιών της , πήγαινε όλο το Καλοκαίρι στο νησί κι έμενε με τον πατέρα, τον παππού και την γιαγιά της. Κι εκεί έβρισκε ξανά την ψυχή της.. Και τον πατέρα , που την μάθαινε τι σημαίνει αξιοπρέπεια και αγάπη, και τον παππού που όλο διάβαζε και μιλούσε με παραβολές. Από τον πατέρα της δεν έφαγε ποτέ ένα χαστουκι, αρκούσε ένα βλέμμα του για να της δείξει την διαφωνία του... Πολύ αργότερα ο Μιχάλης πέθανε. Αλλά η Έλλη ποτέ δεν ξεχνάει εκείνη την Κυριακή που της πήραν την ψυχή της...κι όποτε ακούει την συννεφιασμένη Κυριακή και το βρέχει φωτιά στην στράτα μου σηκώνεται και το χορεύει. Κάποτε ένας φλώρος με γραβάτα, κοιλιά τερατώδη και πούρο, της είπε πως οι γυναίκες δεν κάνει να χορεύουν ζειμπέκικα. Τον κοίταξε άγρια και του είπε πως αυτό θα έπρεπε να ισχύει για τα λαμόγια και τους φλώρους σαν και του λόγου του.. Η Έλλη συνέχισε να χορεύει κι ο χοντρός έβαλε στο ποτήρι του ουίσκι. Τις μισούσε κάτι τέτοιες γυναίκες.. Αυτός ήξερε πως όλες του την έπεφταν, είχε πολλά φράγκα και η φάτσα του μόστραρε στις κοσμικές σελίδες...

Ο πόλεμος είναι σε πλήρη εξέλιξη. Μία από τις συνέπειες του είναι να διστάζεις, εννοώ να διστάζεις να αρπάξεις από τα μαλλιά τούτο το κουφάρι που λέγεται ζωή. Κάποτε πήγα να δω μια τελετή , έτσι πίστευα πως θα είναι, να ξεθάβεις κάποιον, μετά από τρία χρόνια, μια τελετή. Στην πραγματικότητα αυτό που ξέθαψε ο νεκροθάφτης ήταν ένα κουστούμι με ακέραιη την πλάτη και το στέρνο, το φόρτωσε σε ένα καρότσι και τράβηξε να το θάψει για αλλού, καμία τελετή δεν συνέβη , μόνο τα κελαιδίσματα των πουλιών με επανέφεραν στην φρικτή πραγματικότητα. Η πραγματικότητα η δική μου ήταν πως έβλεπα να ξεθαύουν ένα κοτόπουλο. Ο θάνατος ήταν ένα κοτόπουλο. Ξαναπήγα στο Α κοιμητήριο για να ξαναδώ τους αγαπημένους μου. Ηθοποιούς και άλλους, μα και την ωραία κοιμωμένη, αυτήν που αγάπησε με φρικτό τρόπο ο Χαλεπάς και την έκανε αυτό το ολάνθιστο αριστούργημα. Επικαλέστηκα μια πρόφαση και της φίλησα το χέρι, το παγωμένο μάρμαρο με επανέφερε στην πραγματικότητα. Μετά πήγα να δω τον εγκαταλειμμένο τάφο του λατρεμένου μου συγγραφέα, αυτού που έζησε και έγραψε με πάθος. Εκεί ακριβώς θάφτηκε και ο πατέρας μου, ποιός θα το φανταζόταν; ένας φτωχός νησιώτης μαραγκός να θαφτεί στο Α νεκροταφείο ε; Μα αυτό συνέβη, γιατί ένας γνωστός που έφτιαχνε τα μάρμαρα στους τάφους, μας βρήκε μέσον για να θαφτεί εκεί, βλέπεις ο πατέρας θα έπρεπε να περιμένει μια εβδομάδα περίπου στον νεκροθάλαμο γιατί όλα τα άλλα ήταν γεμάτα... Έτσι ο ο Αντώνης ο Σερέτης κοιμήθηκε εκεί. ΜΕτά πήγα αυτό που έμεινε μέσα σε ένα κασελάκι στο νησί.. Στα λέω αυτά γιατί με επηρεάζει ο καιρός αυτός κι ο πόλεμος των ανθρώπων και σκέφτομαι λυπημένα, επίσης θυμάμαι το μούχρωμα των δακρύων... Χτες σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια μιλούσα με έναν φίλο που είχα να τον δω χρόνια. Τον είχαμε γνωρίσει στο νησί. Γνώρισε τον πατέρα , την γιαγιά και τον παππού μου. Αυτός ο αξιαγάπητος λοιπόν άνθρωπος μ]έχει μνήμη καταπληκτική, μου θύμισε σκηνικά που τα είχα χώσει σε μια Στέπα αγνώστου προέλευσης.. Έπινα το τελευταίο μου ποτό όταν πιάσαμε να μιλάμε για τον πολιτισμό. Γύρισε και μου είπε με την ηρεμία ενός Βούδα, (εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε πως επικοινωνία και πολιτισμός ξεκινούν από την γλώσσα. Γι αυτό έχουμε ξεχάσει τα αρχέγονα μας ένστικτα. Έχουμε κι άλλους τρόπους να επικοινωνήσουμε, δεν είναι μόνο ο λόγος). Σαφώς δεν είπε κάτι καινούργιο το παιδί αλλά μίλησε πολύ σωστά. Σήμερα με το κασκόλ στον λαιμό και τα χέρια στις τσέπες προχωρούσα στην Ακαδημίας και σκεφτόμουν... Μυριζόμαστε, γευόμαστε ο ένας τον άλλο; Ακούμε την συμπάθεια ή την αμοιβαία αντιπάθεια; Αυτό το αρχαίο ένστικτο σε ποια κρυμμένη πηγή βρίσκεται; ή μήπως δεν παρουσιάζεται για να μην μας φανερώσει πόσο αλήθεια ευάλωτοι είμαστε; Είμαστε το παν και το τίποτε σαν να στρίβεις το νόμισμα. Ανάμεσα στο χάος... Και στην τύχη.. Άκου με αγάπη μου, αυτός ο πόλεμος μοιάζει σαν εκείνο το κοτόπουλο που φαντάστηκα μπροστά στον τάφο.. Και η ζωή μοιάζει σαν το κουφάρι... Από εσένα θα ξεκινήσω μια μικρή κατάργηση του λόγου, από εσένα περιμένω τα περισσότερα για να ξεχάσω τα χαλάσματα και τους νεκρούς και τους χαμένους.. Εμείς ακόμη ζούμε...

Φθαρμένες οι μακέτες της πόλης μου/ Περπατώ στους δρόμους της, σαν εξόριστη/ Ταίζω τον κόσμο, χαμόγελα/ Κάποια από αυτά, επιστρέφουν σε εμένα ακόμη πιο πλούσια/ Γυρίζω τον διαβήτη, στα βήματα σου, χαρτογραφώντας/ Απροσπέλαστος είσαι, μα εύθραστος, αυτό υπογραμμίζω/ Στην κούτα που θα βάλω όλα αυτά που είναι για φύλαξη, θα γράψω , -προσοχή εύθραστον-. Τίποτε δεν πωλείται από τα φυλασσόμενα, μόνο η χώρα μου ξεπουλιέται/ Και σαν την σφίγγα τσιμπώ τους περαστικούς διαβάτες/ Μήπως ο ύπνος της πειθαρχίας ,αυτοβούλως, θανατωθεί/ Αλλά μπα, όλα είναι ρουτίνα σαν εμβατήριο προσκόπων/ Μόνο οι ερωτευμένοι θα επιζήσουν , να θυμάσαι.. (πρωινό )

ο γέρος


Ρακένδυτος και μόνος, ήταν ο γέρος, στην γωνία της Ακαδημίας/ Άργησα να καταλάβω πως ήταν πεθαμένος/ Από τη τσέπη του παλτού του εξείχε ένα χαρτάκι , έγραφε, -κανείς δεν υπάρχει για σένα, αν δεν έχεις φράγκα- Σκέφτηκα, άραγε κανείς δεν τον αγάπησε; Και τότε πρόσεξα τις γυμνές του πατούσες, λευκές, σαν ορχιδέες πληγωμένες/ Ή θα μπορούσες να πεις και σαν μωρού/ Γιατί ο γέρος πριν πεθάνει ξανά βρέφος γίνεται/ Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και κοιτούσαν τον ουρανό/ Οι πεζοί έτρεχαν να προλάβουν τις εκπτώσεις, ένα τετράγωνο πίσω από τον γέρο ένα πολυκατάστημα γεμάτο/ Όταν ήρθε το ασθενοφόρο είχα προλάβει να διώξω από επάνω μου την ακαμψία μου μπροστά στον θάνατο/ Του είχα κλείσει τα μάτια για να μην ενοχοποιείται ο ουρανός/ Πρόλαβα να του πάρω το χαρτάκι και να το χώσω στην τσέπη μου/ Και καθώς χάθηκα στο πλήθος, χάιδευα τις λέξεις με τα χέρια μου, σαν να ήξερα το σύστημα των τυφλών/ Τυφλή κι εγώ αφού ζω ανάμεσα στους τυφλούς/ Μόνο το χαρτάκι θα θυμίζει τον θάνατο του/ Κι εκείνες οι λευκές πατούσες που μου θάμπωσαν τα μάτια.. Λευκές κι αθώες ήταν αγάπη μου, σαν ορχιδέες.. Ο γέρος

Η λύπη, είναι ένας κόμπος στον λαιμό, ένα κάστρο στην άκρη ενός γκρεμού που δέρνεται από μια άγρια θάλασσα, το κλειστό παράθυρο μιας φυλακής, αλλά είναι και εκείνο το ανεπαίσθητο χάδι στον θάνατο που τόσο χρειάζεσαι για να λατρεύεις την ζωή..

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014


ια τίγρη ήρεμη, είμαι, όταν σε σκέπτομαι/ εσένα που δεν ξέρω τίποτε άλλο εκτός από το πρόσωπο σου/ Κι όμως, καλά μέσα μου, γνωρίζω όλες σου τις σκιές/ Και την δεντροστοιχία της καρδιάς σου/ Κι ενώ είμαι σαρκοφάγος , μόνο αυτήν δεν θα αγγίξω με τα δόντια μου/ Μόνο εσένα θα απολαύσω τρώγοντας/ Εσένα, που μου υποσχέθηκες, ένα παραμύθι θα μου πεις για γάτες/ Κι εγώ γάτα ήμουν, μα μέσα από την αναμονή σου γίνηκα τίγρη/ Πιο ήρεμη, από μια λίμνη σε νηνεμία γίνομαι, για να μην σε ταράξω/ Μην σε ταράξω με το πάθος μου/ Μα κι εσύ έτσι είσαι/ Ξέρω, ωκεανός από φωτιές είσαι και έρωτας/ Από αυτούς που σαν περνούν τραβούν τα χρυσόξανθα στάχια από την ρίζα τους/ Και τον συμβιβασμό δεν γνωρίζουν ούτε στο ελάχιστο/ Εσένα που δεν ξέρω τίποτε άλλο εκτός από το πρόσωπο σου βαθιά σε γνωρίζω/ Εκρίζωσε με πριν να χαράξω... ( Ερωτικό)

Γράφω γρήγορα, μιλώ αρκετά αργά ,εκτός κι αν έχει αρχίσει λίγο οινόπνευμα να ζεσταίνει τις φλέβες μου. Οι φλέβες στα χέρια μου είναι πράσινες, όχι μπλε, έτσι δείχνουν. Αυτόν τον χρόνο θέλω να με κάψω. Τούτο σημαίνει κάνω ένδοξους τους άλλους και συγχρόνως τον εαυτό μου. Φυσικά και φοβάμαι. Αλλά θα πάρω τις ευθύνες μου. Δεν χρειάζομαι πανοπλία ούτε πολλά πολλά. Τις αλήθειες μου και τα πάθη μου μόνο σε ένα δισάκι. Όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Από το δισάκι μου θα τα βγάζω ένα ένα και θα ανάβω φωτιές σε κύκλους μεγάλους. Μέσα στον κύκλο θα υπάρχει μια πεταλούδα, ένας σπουργίτης και ένα ερπετό. Μαζί τους θα είμαι κι εγώ. Πρέπει να ζήσω. Όσα έζησα δεν ήταν τίποτε. Θέλω να φτιάξω έναν κύκλο φωτιάς. Χωρίς στάχτες, χωρίς χρόνο. Είμαι άλλη. Ναι. Αποφάσισα να είμαι οι φόβοι μου... Από αυτούς θα ξεκινήσω την μεγάλη φωτιά. Όποιος με αγάπησε κι όποιον αγάπησα καλώς έχει. Μα τώρα, χρειάζεται να αγαπήσεις την φωτιά μου, τους φόβους μου. Ήδη ξεκίνησα το νέο μου ταξίδι, η Περσεφόνη περιμένει. Μα δεν έχει δει το δισάκι μου, αυτό που έχω κρατήσει από τον Αμοργίνο παππού μου. 3-1-2014

ερωτικό


Διέσχισε το πεζοδρόμιο και ένας πικρός βοριάς την χτυπούσε στο πρόσωπο. Προσπαθούσε να <<φανταστεί>> τα βήματα του Καρούζου και του Καραγάτση στην ίδια περιοχή, το μέτωπο τους, τα χέρια τους μέσα στις τσέπες και την ταραχή που έχουν, όσοι ταγμένοι είναι, να παρατηρούν. ΒΡήκε το νεοκλασικό διώροφο με το νούμερο 41, γκρίζο και πνιγμένο από μνήμες. Οι μνήμες ήταν κόρες με πολύχρωμα ρούχα. Από ένα ανοιχτό παράθυρο με ξεφλουδισμένα τα χρώματα τον άκουσε να παίζει πιάνο, ήταν η σονάτα, η σονάτα λυπημένη και διεγερμένη από την έκσταση ενός άγνωστου πένθους. Έπαιζε πολύ όμορφα. Τα κεραμίδια έσταζαν μια γλυκόπικρη αισθαντικότητα και τα περιστέρια φλέρταραν ασίγαστα. Πάτησε το κουμπί του κουδουνιού και η καρδιά της άρχιζε να βηματίζει νευρικά πίσω από το στήθος της. Τον είχε βρει μια φορά σε ένα μπαράκι, από τα λίγα στην πόλη που έπαιζαν θανατηφόρα τζαζ. Μόνο μια φορά είχαν βρεθεί, είχαν μυρίσει ο ένας τον άλλο, είχαν ακουμπήσει ελαφρά τους ώμους τους, είχαν κοιτάξει τα μάτια τους, είχαν αρχίσει να φαντάζονται το ανάγλυφο του έρωτα. Αλλά η έντονη επιθυμία ζητά σκληρά το αντίτιμο της για να αφεθεί. Μικροί φόβοι τους κύκλωσαν καθώς διαπίστωναν πόσο πολύ ίδια είχαν παίξει με την ζωή και τον έρωτα. Τους έρωτες.... Τυφλά ραντεβού χωρίς στύση , χωρίς τέλος και αρχή, τυφλά ραντεβού με λάβα που εξαντλείται εύκολα. Στις τουαλέτες στα όρθια, στα υπόγεια των καταγωγίων που σύχναζαν κι οι δυο χωρίς να ξέρουν, στα καφέ με την πικρή σοκολάτα, στο ποτό με την φλούδα από λεμόνι, στον κινηματογράφο με την ανάσα του διπλανού να βρωμάει όξινα και να χαλάει την μαγεία, όλα τα είχαν κάνει. Η επιθυμία άρχισε να βγάζει από το αόρατο καπέλο της τους φόβους και τα όχι και τα αν και τα γιατί, κι αν όμως; Κι αν ναι τότε πως θα ; Και όλα αυτά τα λάφυρα της απραξίας και της ατολμίας. Πέρασαν έξι μήνες όταν της έστειλε μήνυμα. Το διάβασε με τρεμάμενα δάχτυλα. Θα πήγαινε να τον συναντήσει, ναι, θα πήγαινε, χωρίς άρμα, χωρίς φόβο, χωρίς χρειάζεται, χωρίς κρυφά οπλοστάσια. Της άνοιξε από επάνω αγγίζοντας κι αυτός ένα κουμπί. Η σονάτα Τα μάτια του ήταν από μέλι και το χαμόγελο του επίσης. Είχε ένα παιδικό μειδίαμα στις άκρες των χειλιών του. Η Έλλη έλαμπε ολόκληρη που τον έβλεπε. Κι αυτός μαλάκωσε λίγο την έκφραση στο πρόσωπο του. Πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Αγκαλιάστηκαν. (ξέρεις εγώ)...άρχισε να του λέει. Αυτός της άγγιξε τα χείλη κάνοντας ένα παραταεταμένο ςςςςςςςςςςςςς, (μην λες τίποτε)... Φιλήθηκαν. Οι γλώσσες έκαιγαν καθώς έκαναν απαλούς κύκλους μέσα στο στόμα. Οι γλώσσες, ήταν πουλιά εκπαιδευμένα να μεταφέρουν μηνύματα. Τα μηνύματα έμπαιναν στο σώμα τους και γλύκαιναν την οργή τους, απάλυναν την λύπη για όλα, κρυπτογραφούσαν κωδικούς για ερμηνεία, άρχιζαν να μπαίνουν στις αρτηρίες και να μετακινούν έντονα το αίμα. Τα φιλιά ήταν αψέντι, το αψέντι έσπρωχνε τις κόρες της ηδονής να μετακινηθούν από την λήθη. Τα σώματα ταίριαζαν. Γδύθηκαν. Αγγίγματα από μετάξι και πυρωμένο σίδερο. Το αψέντι βολόδερνε λυσσασμένο. Τα στήθια της τον κοίταζαν σαν μάτια χυμένης βελουδένιας σάρκας. Τα φίλησε. Τα έγλειψε. Τα όπλισε. Κι αυτά άρχισαν να πυροβολούν. Έκαναν την Έλλη να βογκάει σαν γάτα. Κι αυτόν να ανασαίνει σαν να πέθαινε. Ο χρόνος εξαντλήθηκε, δεν υπήρχε, έσκασε σε ένα πυροτέχνημα. Υπήρχε η αφή, η γεύση, η οσμή, η όραση, η ακοή. Εμβοές ηδονικά χαιρέτησαν το σύμπαν, το σύμπαν ήταν ελεύθερο να τους δεχτεί. Καθώς μπήκε μέσα της βογκώντας, ψέλλισε, (ποια είσαι; Τι είσαι;) (ότι κι εσύ), μουρμούρισε αυτή και έπιασε ξανά τον ερωτικό θρήνο της γυναίκας που δίνεται ολότελα στον εραστή της... Την χτυπούσε με το παλλόμενο όργανο του και φανταζόταν να μπαίνει με αυτό στα μάτια της που τον ικέτευαν να μην σταματήσει, ήθελε να τα κάνει να χυθούν, τέτοια ήταν η ερωτική μανία του, κι αυτή ήθελε να κόψει το σώμα του στα δυο καθώς τον έσπρωχνε με τις πατούσες της γύρω από την μέση του. Δάγκωναν με την λύσσα ενός κτήνους ερχόμενου από την θάλασσα, ο ένας τον άλλο. Μέδουσες ρουφούσαν γλυκά το μεδούλι από τα οστά τους, γλυκές ανυπόφορες μέδουσες... Μυρμηγκιάσματα και τρέμουλο ερχόμενο από το μυστικότερο πέρασμα. Τα σώματα ταίριαζαν.. Αλλά ταίριαζαν και οι επιθυμίες τους. Η ηδονή ασυγκράτητη έφτασε στο ταβάνι. Στιλέτο και μετάξι. Αίμα. Λάβα και οπιούχα απόληξη. Χύθηκαν ο ένας μέσα στον άλλο. Η τελευταία μικρή ηδονή χάθηκε στην αγκαλιά τους. Και ξαναξύπνησε η οδύνη του θανάτου. Γι αυτό άρχισαν ξανά να γεύονται τον ίλιγγο του έρωτα. Του πιο βρόμικου και πιο καθαρού ένστικτου της ζωής. Της λύτρωσης και της γύμνιας. Μόνο, που εδώ, δεν συνοδευόταν από αυταπάτες... Κάπου σε μια άλλη χρονοδιάσταση είχαν πατήσει κάτω από αυτό το σπίτι ο Καρούζος και ο Καραγάτσης.. Το σπίτι το ήξερε γιατί είχε μνήμες, οι μνήμες ήταν κόρες με πολύχρωμα ρούχα... Το νούμερο 41 με το πιάνο και την σονάτα που έπαιζε αυτός που αρεσκόταν να μαζεύει τα μαλλιά του πίσω με ένα μικρό λαστιχάκι. Τα πιο απαλά μαλλιά που είχε χαιδέψει η Έλλη. Και το πιο βελούδινο δέρμα που είχε αγγίξει αυτός σε γυναίκα..

πέτρες


Η σύλληψη μου, από όσα μου είπαν οι γονείς μου κάποτε ,συνέβη σε ένα πέτρινο, ερειπωμένο χωριό σε ένα νησί των Κυκλάδων/ Το ίδιο ακριβώς συνέβη παλαιότερα και στον πατέρα μου/ Δεν είναι παράξενο λοιπόν που νιώθω μια απίστευτη οικειότητα και τρυφερότητα για τις πέτρες και τους βράχους καθώς και όλα τα ερείπια/ Μα αυτό που πιο πολύ αγάπησα, ήταν η ομορφιά που κράτησαν και κρατούν οι άνθρωποι που έγιναν ερείπια/ Που έζησαν στα ερείπια/ Αφόρητη αυτή η ομορφιά, στα μάτια μου διπλώνει και σαν ίριδα κατοικεί... Πέτρες

Διαίσθηση


Εχτές ήμουν με έναν πρίγκιπα, χορεύαμε τραγούδια του ρεμπέτη. Καθώς γυρνοβόλαγα στην πίστα, σε σκεφτόμουν. Κάθε που σε σκέφτομαι, ένα καυτό κύμα μου αλλάζει προσανατολισμό. Όλα αλλάζουν σαν τριπάρεις την αρρώστια του έρωτα. Όταν αρρωσταίνεις έτσι, τα ποιήματα δεν σου μιλούν, τα πουλιά δεν ακούγονται στα δέντρα. Είσαι μακριά μα και τόσο κοντά. Καθίσαμε με τον πρίγκιπα σε ένα παγκάκι σε μια λυπημένη πλατεία. Αυτός ο πρίγκιπας είναι το αρσενικό μου alter ego, έχει μυαλό ξυράφι και μια καρδιά που την ακούνε οι σπουργίτες και μεθούν. Φυσικά με ξεπερνάει σε όλα αυτά και μ αγαπάει βαθιά όπως εγώ αυτόν. Σε σκεφτόμουν που λες και ήθελα να κεράσω όλον τον κόσμο αψέντι, να μεθύσει όπως μεθάω εγώ σιγά σιγά από εσένα. Σε αισθάνομαι. Σε μαθαίνω εκτός των αποτυχημένων γενικεύσεων. Σε ερωτεύομαι εκτός των γελοίων ερωτικών ανακάμψεων. Ζητώ ένα βαθύ λοξοδρόμισμα μαζί σου κάπου που θα ακούμε μια κουκουβάγια να μιλάει. Σε καταλαβαίνω εκτός των χειραψιών με τους εφιάλτες με την ήττα. Χόρεψα για σένα χτες. Σαν να σουν εκεί και με κοίταζες. Πόσταρα το βλέμμα σου απέναντι μου και έπιασα να χορεύω τα ποιήματα του ρεμπέτη. Και καθώς το αλκοόλ έπιασε να ανεβάζει ταχύτητα, ενώθηκε με την δικιά σου μέθη, αυτήν της σκέψης σου. Πως γίνεται να σκέφτεσαι κάποιον και να πίνεις αψέντι; Να ζεσταίνεσαι από έναν αόριστο ήλιο, μα είναι αόριστος ο ήλιος; Σε νιώθω. Αυτό. Με κρατώ για σένα. Με σκορπώ για σένα στα αστεροφαντάσματα της νυχτιάς. Είσαι εσύ αυτός, τώρα δεν ξεγελιέμαι. Με βεβαίωσε κι ο πρίγκιπας μου που δεν έχει βασίλειο εκτός από την δύναμη που έχει να αγαπάει. Θέλει αρχίδια να μπορείς να αγαπάς.. Εσύ το ξέρεις... (Διαίσθηση)

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ο έρωτας και τα ανεπίσημα μπλουζ


Τα μπλουζ σέρνονται στο πάτωμα, μυρίζουν την αγιοσύνη αυτών που καψαλίστηκαν για τα καλά στην κόλαση. Δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο εκτός από την σωτηρία ενός παιδιού και το σπάνιο είδος των πουλιών που γελούν μακρόσυρτα. .......... Βαριέμαι αυτούς που θέλουν με όλη τους την δύναμη να αποδείξουν το οτιδήποτε. Βαριέμαι τα καλά΄παιδιά. Τα καλά κορίτσια που ερωτεύονται τους αλήτες μόνο και μόνο για να δανειστούν την αλήτικη καρδιά τους. Τα ηλίθια αγόρια που κυνηγούν δεξιά αριστερά την επιμήκυνση του μαραμένου πέους τους. ............ Ξεχειλισμένοι καβάλοι παντού. Και εσώρουχα με σπέρμα ηλιθίων που ιππεύουν στα φαντασιωτικά τους,λεσβιακά συμπλέγματα. ............ Μια ζάλη με γεμίζει, ο παλιός ο ίλιγγος με ξυπνά. Ανεβαίνω στην καρέκλα, με κοιτάς, φοράω ένα λευκό φουστάνι αντί για θάνατο, απαγγέλω, με ακούς, ένα μπλουζ σέρνεται ως τα πόδια μας, ανεβαίνει επάνω μας, με κρατάς, ο ίλιγγος ξεχύνεται, με παίρνει μαζί του, πάμε, πάμε σου λέω να φύγουμε μακριά, μονόφθαλμοι αυτοί μέσα σε πόρνες, αρσενικές ή θηλυκές, καμιά σημασία, ανάγκη να σώσουμε το χαμόγελο των παιδιών, και τον έρωτα εκείνον που ξαγρυπνά στο πλευρό μας κι εμείς δεν τον βλέπουμε, εμείς δεν ακούμε, μα εκεί είναι αυτός, ξαγρυπνάει για να κοιμηθούμε όμορφα. ............. Η παλιά πόλη έπεσε, όσα ήταν να θυσιαστούν θυσιάστηκαν σαν δαμάλια, με το αίμα τους πλύνανε τα χέρια τους σύγχρονοι Πιλάτοι, τους πέταξα ένα μαχαίρι μα αστόχησα, μόνο αυτοί ξέρουν, ως επαγγελματίες δολοφόνοι, μα δεν με νοιάζει αγάπη μου, ούτε φοβάμαι, κράτα με τώρα επάνω σου, σε ανασαίνω, και τους γενναίους και τους δειλούς λυπάμαι, τις θυσίες και τις αυτοχειρίες που ολοένα αυξάνονται, κράτα με εσύ, ακούς; Κράτα με. Όταν ενώνομαι, με το μέσα σου, παύω να μυρίζω τον θάνατο... (Ο έρωτας και τα ανεπίσημα μπλουζ)

Η καφέ αρκούδα


Προχωρούσαμε με την κόρη μου στο βουνό , και ο ήλιος, μας ζέσταινε την πλάτη, η μικρή με ακολουθούσε, και εγώ έψαχνα για φαγητό. Τα πουλιά και τα αγριογούρουνα μας είχαν ειδοποιήσει για αυτά τα πλάσματα που λέγονται άνθρωποι. Πρόσεχα πάντα που γυρνούσα.Τώρα περισσότερο που είχα παιδί. Γλείφαμε τις γούνες μας και γυάλιζαν στον ήλιο. Ξαπλώναμε ανάποδα και την είχα επάνω μου, μετά μας άρεσε να κατρακυλάμε και να φτάνουμε εκεί που υπήρχε μέλι. Βυθίζαμε το στόμα μας μέσα και νιώθαμε μια ατέλειωτη ευδαιμονία να μας γεμίζει. Ύστερα τρέχαμε στο ποτάμι και άρχισα να της μαθαίνω να πιάνει ψάρια. Της άρεσαν τα τραγούδια των πουλιών. Κάτω από τα δέντρα ξαπλώναμε και ακούγαμε με βαθιά συγκίνηση το ζευγάρωμα τους και τα τραγούδια τους. .......... Αλλά ας επανέλθω στους ανθρώπους. Έμαθα γι αυτούς από μια αδελφή μου που τους ξέφυγε , την είχαν φυλακίσει περνώντας της αλυσίδες και την χτύπαγαν ενώ με τον ήχο ενός ταμπούρλου την ανάγκαζαν να χορεύει όρθια στα πόδια της... Μου τους περιέγραψε με τα πιο άσχημα λόγια κι εγώ από τότε φοβήθηκα. Όμως μετά από κάποιον καιρό κάποιοι άνθρωποι που τους έλεγαν Αρκτούρο ή ανήκαν στην ομάδα αυτή με έκαναν να αλλάξω γνώμη. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Αυτοί μας πρόσεχαν, πρόσεχαν και έλεγαν πως πρέπει να προστατευτούμε σαν εξαφανιζόμενο είδος , έλεγαν πως η καφέ αρκούδα χρειάζεται προστασία και μας αγαπούσαν. Κάποιοι πολύ τολμηροί αδελφοί μας έτρωγαν από τα χέρια τους. Και εμείς είχαμε τόλμη και αυτοί που δεν φοβόντουσαν μην τους φάμε τα χέρια. Εκεί λοιπόν κάπου μπερδεύτηκα αλλά αποφάσισα απλώς πως δεν είναι όλοι ίδιοι και ξεμπέρδεψα με τις σκέψεις μου αυτές... .......... Η κόρη μου άρχισε να τρέχει για την φωλιά μας. Κάποια στιγμή σκόνταψε και άρχισε να κλαίει καθώς πόνεσε στα πόδια της. Την κράτησα αγκαλιά κι άρχισα να την γλείφω, σταμάτησε μετά από λίγο. Περπατούσα με το παιδί στην αγκαλιά μου και ήθελα λίγο ακόμη για να βρεθώ στην φωλιά μας. Πρώτα άκουσα ένα σούρσιμο στους θάμνους. Θάμνοι και φύλλα που τα πατούσαν πόδια ανθρώπου κι όχι κάποιου δικού μας. (Τι καλά, σκέφτηκα, θα είναι κάποιος από τον Αρκτούρο και θα μας δώσει φαγητό). Αλλά πολύ γρήγορα άκουσα και κάποιον άλλο θόρυβο. Ένας κρότος έσκισε τον αέρα κι ο αντίλαλος του ακουγόταν από το φαράγγι που ήταν απέναντι. Τα πουλιά πέταξαν μακριά τρομαγμένα. Μια μεταλλική λάμψη έφτασε στα μάτια μου, κράτησα την κόρη μου σφιχτά και άρχισα να τρέχω. (ΔΕν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι), θυμήθηκα. Έτρεχα και τους άκουγα να τρέχουν, πρέπει να ήταν δυο. Έσκιζα τους θάμνους με το βάρος μου. Η ανάσα μου κοβόταν. Το παιδί μου έκλαιγε, δεν μπορούσα να το ησυχάσω. Είδα την λάμψη των κυαλιών τους, την λάμψη της καραμπίνας τους. (Έχω παιδίιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι), τους φώναζα, (αφήστε με ,έχω παιδιιιιιιιιιιιιί). Λίγο ακόμη να φτάσω στην φωλιά μας. Αχ, να βαστήξω ακόμη, λίγο ακόμη, λίγο ακόμη. Έβλεπα πια την φωλιά από μακριά όταν ο κρότος έσκισε τον αέρα και ξανά τα πουλιά πέταξαν τρομαγμένα μακριά. Τότε ακριβώς αίμα άρχισε να τρέχει πάνω μου, το μονάκριβο παιδί μου έπαψε να κλαίει κι έγειρε άψυχο το κεφάλι του πίσω. Η γούνα του από καφέ έγινε κόκκινη, δεν πρόλαβα να το φιλήσω, δεν πρόλαβα να το δω να κυνηγάει τις πεταλούδες, δεν πρόλαβα καν να το εκπαιδεύσω στο κυνήγι της τροφής, δεν πρόλαβα να του δείξω πόσο απέραντη ήταν η αγάπη μου... (Σκοτώστε μεεεεεεεεεεεεεεεεεεε), τους φώναξα και στάθηκα ορθια στα δυο μου πόδια, κρατούσα το άψυχο κορμάκι της και ούρλιαζα . Όλα τα ζώα του δάσους με άκουσαν και κάλεσαν το ένα το άλλο σε συναγερμό. Με βρήκε η σφαίρα κατάστηθα, πέφτοντας κάτω δεν άφησα το παιδί μου από πάνω μου. Καθώς πέθαινα ζαλισμένη από το πόνο είδα τα σύννεφα να φτιάχνουν τα τελευταία σχήματα για εμένα. Μου φάνηκε σαν να είδα δάκρυα στον ουράνιο θόλο. Έπειτα το κάψιμο της πληγής μου σταμάτησε απότομα. Τους είδα να στέκονται από επάνω μου. Δεν ήταν από τον Αρκτούρο, 'ηταν αυτοί που λέγονται κυνηγοί. (Δεν είναι όλοι ίδιοι), σκέφτηκα και έκλεισα τα μάτια μου χωρίς να αφήσω από επάνω μου την μονάκριβη κόρη μου... Η καφέ αρκούδα ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΚΟΥΔΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΗ ΚΤΗΝΗ, ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ ΒΡΗΚΑΝ ΤΗΝ ΚΑΦΕ ΑΡΚΟΥΔΑ ΝΕΚΡΗ ΑΠΟ ΣΦΑΙΡΑ . ΣΦΑΙΡΑ ΕΠΙΣΗΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΚΟΥΔΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ. Είναι γνωστό, ο άνθρωπος περιφέρει την άθλια ύπαρξη του δείχνοντας με θράσος πως ο φόβος, του φόβου του θανάτου, αντί να τον ημερέψει, τον κάνει πιο άγριο και επικίνδυνο για όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου και φυσικά και για τον ίδιο τον εαυτό του...

Ερωτική επιστολή


Αγαπημένε μου Ζυλ, κάθομαι στην όχθη μιας λίμνης με νούφαρα και σε σκέπτομαι. Βασικά, κάθε ημέρα σε σκέπτομαι. Θυμάμαι την Μονμάρτη, ανέβαινα τα δρομάκια με τις μυρωδιές της, περνούσα πολύ τακτικά μπροστά από το σπίτι που έμενε κάποτε το <<σπουργιτάκι>>, έπαιρνα το μετρό και επισκεπτόμουν στην άκρη σχεδόν της πόλης τον τάφο του Μόρρισον και του άφηνα ένα λουλούδι. Τις νύχτες έπινα κόκκινο κρασί και την επόμενη ημέρα τα χείλια μου ήταν σαν βαμμένα. Δεν θυμάμαι ιδιαίτερα τους εραστές μου, θυμάμαι μόνο εσένα που δεν υπήρξες ποτέ εραστής μου. Η θέληση δεν αρκεί για να διώξω την σκέψη σου. Η μνήμη μου για σένα είναι ένας κόκκινος κρύσταλλος. Εκπέμπει φως και λάμψη σπάζοντας τα μάτια μου μέσα από τις χιλιάδες έδρες του. Αν αφεθώ στην σκέψη σου πονάω. Ο πόνος έρχεται επιτακτικά και σκίζει τις αντιστάσεις μου. Ο λαιμός σου προβάλλει από το μισάνοιχτο πουκάμισο και μου θολώνει τα μάτια. Είναι γιατί πιστεύουν πως δεν έχουν δει κάτι πιό ωραίο, δεν μπορώ να τα πείσω για το αντίθετο, μοιάζει εξουθενωτικό. Μαζί σου όλα ήταν αντίθετα από αυτό που είχε κάποια στιγμή ο Άλντους Χάξλευ, -είμαστε αλχημιστές από την ανάποδ稨Αγγίζουμε το χρυσάφι και το κάνουμε μολύβι.Αγγίζουμε τον καθαρό λυρισμό της εμπειρίας και τον καταντούμε λεκτικά ανάλογο με εντόσθια και βρομιές- Η σύντομη συνεύρεση μαζί σου, ήταν όλα αυτά, αντίθετα. Έγινα μαζί σου αλχημιστής, έγινα χρυσάφι, έγινες το πιο λυρικό ποίημα στο μαυρόασπρο τετράδιο μου. Μιλούσαμε με κωδικούς, ξέρω πως σε εκείνη την αίθουσα στην μέση του Παρισιού, σε εκείνη την αίθουσα που δίδασκαν την τέχνη της γλυπτικής, σε εκείνη την αίθουσα καταφέραμε χωρίς να μας καταλάβει κανένας, μιλούσαμε με κωδικούς. Εγώ έφτιαχνα έναν κύκνο κι εσύ διάβαζες ένα ποίημα που αφορούσε έναν κύκνο στο μπαρ που βρισκόμασταν όλοι τις νύχτες. Αυτό ήταν ότι πιο λυρικό θα μπορούσε να μου συμβεί στο μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου. Τα μάτια σου ήταν μαύρες λίμνες που κολυμπούσα μέσα τους πότε σαν έμβρυο και πότε σαν γυναίκα με μακριά μαλλιά που μπλέκονταν στα φύκια και βυθιζόμουνα απαλά στον βυθό τους. Ορκίζομαι πως είδα τον βυθό σου, εσύ δεν με πίστεψες, ποτέ δεν με πίστεψες... Απότομα απομακρύνθηκες από εμένα και οι κωδικοί σου μιλούσαν συνεχώς πως αυτό το λυρικό κομμάτι έκστασης και πόνου απλά το φαντάστηκα εγώ και μόνον. Κι όμως, ξέρεις καθαρά, πως οι εμπειρίες μου είναι τέτοιες, που δεν αφήνουν περιθώρια για φαντασίες που ανήκουν σε κάποιον αδαή από τις υποθέσεις των αισθημάτων. Ακόμη ξέρεις πως είμαι ευάλωτη σε ζητήματα ειλικρίνειας . Πέρασε καιρός πολύς, η πληγή δεν αιμορραγεί πια, αλλά η θύμηση σου με πληγώνει, είναι που ματαιώνεται με την ανυπαρξία σου η ομορφιά. Θρήνησα έναν χωρισμό που ποτέ δεν συνέβη κι όμως υπήρξε. Θέλω να πω ,πως αφού δεν υπήρξαμε εραστές δεν μπορεί να υπα΄ρξει χωρισμός. Κι όμως, εγώ θρήνησα με σπαραγμό την απώλεια της ύπαρξης σου από την ζωή μου. Το πάθος ματαιώνει την αναγκαιότητα της λογικής και το ξέρεις. Υπήρξες πάθος και έγινες μια κόκκινη λίμνη. Κι άλλοτε φωτιά που έκαψε ολόκληρο δάσος, άκουγα τα δέντρα να καίγονται και να κλαίνε, είδα τους τελευταίους σπινθήρες τους να χορεύουν σαν γλώσσες μικρών ερπετών. Προσευχήθηκα για εσένα στο σύμπαν, μεταμορφώθηκα σε θηλυκό άλογο της Ανδαλουσίας με λευκή χαίτη, έτρεξα ατέλειωτες εκτάσεις και είδα τις σημύδες και τα πεύκα να γελούνε στο ξέφρενο τρεχαλητό μου. Καθώς ετοιμαζόταν να με πάρει ο ύπνος δάγκωνα την λέξη αγάπη μου ανάμεσα στα δόντια μου, την έλεγα σε πλάσματα φανταστικά μήπως καταφέρω και στην μεταφέρουνε. Η Μονμάρτη βούλιαξε από τα βήματα μου. Οι εραστές μου ζητούσαν μια θέση στην ζωή μου κι εγώ δεν ζητούσα τίποτε. Αγαπημένε μου Ζυλ, Τώρα κοιτάζω τα νούφαρα που πλέουν, υπάρχει μια ανάσα του παγωμένου Βοριά γύρω μου και αρκετά παιδιά που παίζουν με πολύχρωμα μπαλόνια. Ξαπλώνω στο γρασίδι του πάρκου, ξεχωρίζω από όλα ένα κόκκινο μπαλόνι, αυτό θα ήθελα να είμαι για να πετάξω έξω από το παράθυρο του γραφείου σου και να σε δω . Να δω αυτόν τον υπέροχο λαιμό σου και τις κατάμαυρες λίμνες των ματιών σου, να βεβαιωθώ πως υπάρχει ακόμη η ομορφιά... Αυτό υπήρξες για εμένα, ο λυρισμός της ομορφιάς.. Δική σου, Ρουθ Δ.. (Μια ερωτική επιστολή)

μεσάνυχτα και κάτι


Στέκομαι στον σταθμό του τρένου με ένα φουστάνι που στάζει αίμα/ Έπρεπε να κάνω τόσους φόνους για να απαλλαγώ από την φριχτή όψη μου/ Έπρεπε να μην κοιτάξω πίσω μου/ Όχι από ένα βίτσιο, αλλά από μια βαθιά ανάγκη/ Με βλέπεις τώρα; Καπνίζω κοιτώντας το τρένο να φεύγει, το έχω φορτώσει με τόσα πτώματα/ Μα και στα πλοία που μπαίνω κρατώντας την αρχαία μου κόκκινη βαλίτσα, εκεί μέσα της κουβαλάω πάντα κάτι από τα αγαπημένα πτώματα/ Ένα μάτι με δάκρυ, ένα στόμα μισάνοιχτο, ένα χέρι με δαχτυλίδι ασημένιο/ Τώρα περιμένω κάποιον να σκοτώσει εμένα/ Εμένα και όλα τα πτώματα που αφάνισα/ Μα οι νεκροί γυρίζουν πάντα εκεί που τους άφησες/ Όπως ακριβώς κάνει και ο δολοφόνος τους/ Έχω σκουριά στην γεύση του φιλιού μου, μην με φιλήσεις/ Είναι και το φουστάνι μου που στάζει συνέχεια αίμα/ Κανένα μοιραίο πρόσωπο δεν πένθησε για καιρό/ Τόσες εξομολογήσεις δέχτηκα από τους νεκρούς μου/ Μην ξεχνάς, κάποτε έζησαν με την ένταση μιας πεταλούδας/ Μόνο τέτοιοι είναι οι νεκροί μου/ Η ψυχή δεν ταριχεύεται/ (Μεσάνυχτα και κάτι

ευχές


Από παιδί με γοήτευε ο έρωτας, οι πληγωμένες ιστορίες των <<σογιών>> και οι ήρωες των βιβλίων. Έπιανα τις κούκλες και τις έβαζα κάτω το πάτωμα και τους έβαζα ρόλους. Άνοιγε ένας άλλος κόσμος με χρώματα και αισθήματα που μεγάλωναν, άπλωναν, βάθαιναν το μέσα μου.. Από παιδί βασανιζόμουν από την ιδιαίτερη ευαισθησία μου, το Πάσχα σπάραζα με τον Χριστό που σταυρωνόταν στην τηλεόραση και τα Χριστούγεννα έκλαιγα που με έπαιρνε ο ύπνος και δεν προλάβαινα τον Άγιο Βασίλη , ήθελα να του πω ευχαριστώ για τα δώρα που έφερνε στα παιδιά. Παράλληλα όμως εκεί, στην Τρίτη Δημοτικού άρχισα να προφυλάσσω αυτήν την ευαισθησία μου , έβλεπα δηλαδή πως δεν μου έβγαινε σε καλό, δεν μπορούσα να την διώξω αλλά μπορούσα να την διαφυλάξω, έτσι έκανα παρέα με όλα τα πληγωμένα αγρίμια των άλλων τάξεων. Και φυσικά ερωτευόμουν συνέχεια, από το Νηπιαγωγείο ερωτευόμουν. Την ιστορία που υφαίνεται από μόνη της σαν ιστός ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα την ανακάλυψα από πολύ νωρίς.. Αυτό οφειλόταν στο ένστικτο μου και στην παρατηρητικότητα, έπειτα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός στα σόγια ικανών ανθρώπων, ήταν πολύ ικανοί στα ερωτικά δράματα και στις καρβουνιασμένες ιστορίες... Ακόμη θυμάμαι την αρρωστημένη ζήλια ενός θείου μου, που πήγε να βάλει φωτιά στο σπίτι του αρχίζοντας από τις κουρτίνες... Κι ενώ αυτό με φόβισε σαν παιδί άρχισε να πυροδοτεί την παρατηρικότητα μου και την αναζήτηση αυτών των μεγάλων αισθημάτων.. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα χλιαρά πράγματα, οι χλιαρές φιλίες και οι έρωτες.. Με γοήτευαν πάντα τα ζητήματα που αφορούσαν τα άκρα. Ο κινηματογράφος και το θέατρο που η μητέρα μου με πήγαινε από μικρή με τροφοδοτούσαν με σκέψεις και αισθήματα μεγάλα. Τα βιβλία ήταν ο δικός μου ναός και όχι αυτός των Κυριακάτικων επισκέψεων στις εκκλησίες φορώντας στενά παπούτσια όπου μόνο χασμουριόμουν... Αλλά και το παιδί μέσα μου ζητούσε τροφή, όπως αγάπη επικοινωνία, χαρά, δεν μπορώ να σου πω πως τα πήρα σε μεγάλες δόσεις, τότε ένα διαζύγιο των γονιών ισοδυναμούσε με μια μεγάλη σοβαρότητα και εγκράτεια από μέρους μου, και στην Αθήνα με την μητέρα, και στην Αμοργό τα καλοκαίρια με τον πατέρα μου.. Όμως έμαθα να παίρνω τις δόσεις ευτυχίας που 'ηθελα με τον δικό μου τρόπο... Τα δυστυχισμένα μου Χριστούγεννα ήταν όταν πλημμύρισε το υπόγειο που μέναμε και καταστράφηκε ο αρκούδος μου ο Νίνος, ακόμη κλαίω σαν σκέφτομαι την λούτρινη ομορφιά του κατεστραμμένη... Μπορείς να αντιληφθείς πόσες ιστορίες λέγαμε με τον Νίνο τις νύχτες σαν ψάχναμε για αγάπη και τρυφερότητα. Πόσες εκμυστηρεύσεις λιωμένης τρυφεράδας... Μισούσα το υπόγειο και τον βόθρο του.. Αυτό με στιγμάτισε σαν παιδί, ο χαμός του Νίνου και κάποιο άλλο γεγονός που το κρατώ για εμένα αν μου επιτρέπεις... Έπειτα διαβάζοντας το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι και τον παίκτη ξέχασα το γεγονός και άρχισα να χτίζω άλλα γεγονότα που εξυπηρετούσαν την φαντασία μου και την δημιουργικότητα μου.... Σιγά σιγά κατάλαβα πως η ζωή η ίδια είναι τέχνη κι ίσως η πιο δύσκολη από όλες... Ευχές σε όλους και όλες σας, με αγάπη Πόπη

Κάποτε με μετάξι, κάποτε με στιλέτο, προχωράμε μέσα στα τείχη των ανθρώπων, κάποτε πέρα από την συγνώμη χρειάζεται η βαθιά γνώση για να κατανοήσεις την φαρσοκωμωδία της ζωής. Αλλά τίποτε δεν θα καταφέρεις χωρίς αγάπη, χωρίς αλάτι, αίμα και σπέρμα, χωρίς την απέραντη διάθεση να χυθείς στο ποτάμι των αισθήσεων. Και κανένα δανεικό κουστούμι δεν θα σε βοηθήσει να υπάρξεις χωρίς να είσαι μια ακόμη περσόνα . Παρατηρείστε τις περσόνες, κάτω από τους ρόλους τους, υπάρχουν φωτιές που τους καίνε σιγά σιγά, σιγά σιγά και με πλήρη σταθερότητα... Κάποτε θα μαζέψουμε σε ένα δοχείο τις στάχτες τους... (τελευταίες ημέρες του απαίσιου 13

καζαμίας 2014


Τα τετράδια της μαγείας Η αθωότητα ενός διεστραμμένου Η πληρότητα ενός ανθρώπου σε γαλήνη Τα φετίχ στην καθημερινότητα Η ανάπαυλα μετά την μάχη στο βασίλειο των ηλιθίων Η έπαρση είναι κουτσή γριά και ξεδοντιάρα Η γυναίκα που παριστάνει το θύμα ενώ είναι πανέτοιμη να γίνει ο δεσμώτης ενός άντρα Ο ίλιγγος της αναμέτρησης μεταξύ δυο θηρίων που παίζουν τον ρόλο του ανθρώπου Το κιτς των υπερφίαλων Το χρήμα που όλα τα ντιλάρει και όλα τα προσαρμόζει επάνω του Η κακογουστιά των χυδαίων υπάρξεων Ο έρωτας που φωνάζει απελπισμένα στο αόρατο δάσος των αισθήσεων Η οργή της αδικίας μπορεί να γίνει το μεγαλύτερο άδικο Οι φτηνές δικαιολογίες Τα φιλιά που τρέχουν στις κρύες αίθουσες κάνοντας δημόσιες σχέσεις Οι δημόσιες σχέσεις είναι πόρνες γιατί οι σχέσεις είναι ιδιωτικές Η κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας με κομψότητα είναι ντροπή και αίσχος αλλά και απέραντη ηλιθιότητα Οι άντρες χωρίς λίμπιντο που πασχίζουν να την βρουν φλερτάροντας ταυτόχρονα με πολλές γυναίκες Η αξιοπρέπεια που έγινε μια φτωχή κοπέλα Η γλώσσα που σε πείθει όπως ο χορός ενός φιδιού επάνω στην μουσική ενός φλάουτου Να ακούς τις λέξεις, αλλά μην τις πιστεύεις από τα στόματα που τις μεταχειρίζονται με ευκολία σε ένα μεγάλο πλήθος Οι φίλοι χάνονται Έρχονται όμως άλλοι, ακόμη πιο ωραίοι και μοιραίοι Η ζωή πεθαίνει κάθε ημέρα αν δεν την ποθείς Ο πόθος να είναι βίωμα Και το πάθος να μεγαλώνει την διάρκεια της νύχτας Αν δεν πατήσεις πολλά σκατά δεν θα μάθεις να περπατάς με ψηλά το κεφάλι Δεν υπάρχει πολύς χρόνος Γι αυτό διώξε μακριά όποιον περισσεύει, αυτόν που δεν κολλάει με την αισθητική σου και τα πιστεύω σου Μην πιστεύεις αυτούς που υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν αξίες Είναι που θέλουν να βγάλουμε ο ένας το μάτι του άλλου Κύκλωπες να περπατάμε ανάμεσα σε κύκνους Να ρίχνεις ροχάλες εκεί που πρέπει αλλά και να λες σε αυτόν που το αξίζει πόση ομορφιά κουβαλά μέσα του Τα αληθινά όμορφα έργα υπάρχουν ακόμη Η καλοσύνη δεν υπάρχει στις θρησκείες και στους πολέμιους τους που ευαγγελίζονται την αποκλειστικότητα της Γεννιέσαι με αυτήν , δεν φυτρώνει ξαφνικά σαν μανιτάρι Είναι η αντίληψη που έχει κάποιος για τον κόσμο Ο κόσμος δεν είναι ο ένας, κόσμος είναι όλοι (Ο δικός μου καζαμίας για το 2014) Υγ Ναι, η ελπίδα σε σκοτώνει αλλά και χωρίς αυτήν φίλε είσαι ήδη νεκρός..

ερωτικ'ο


Μια τίγρη ήρεμη, είμαι, όταν σε σκέπτομαι/ εσένα που δεν ξέρω τίποτε άλλο εκτός από το πρόσωπο σου/ Κι όμως, καλά μέσα μου, γνωρίζω όλες σου τις σκιές/ Και την δεντροστοιχία της καρδιάς σου/ Κι ενώ είμαι σαρκοφάγος , μόνο αυτήν δεν θα αγγίξω με τα δόντια μου/ Μόνο εσένα θα απολαύσω τρώγοντας/ Εσένα, που μου υποσχέθηκες, ένα παραμύθι θα μου πεις για γάτες/ Κι εγώ γάτα ήμουν, μα μέσα από την αναμονή σου γίνηκα τίγρη/ Πιο ήρεμη, από μια λίμνη σε νηνεμία γίνομαι, για να μην σε ταράξω/ Μην σε ταράξω με το πάθος μου/ Μα κι εσύ έτσι είσαι/ Ξέρω, ωκεανός από φωτιές είσαι και έρωτας/ Από αυτούς που σαν περνούν τραβούν τα χρυσόξανθα στάχια από την ρίζα τους/ Και τον συμβιβασμό δεν γνωρίζουν ούτε στο ελάχιστο/ Εσένα που δεν ξέρω τίποτε άλλο εκτός από το πρόσωπο σου βαθιά σε γνωρίζω/ Εκρίζωσε με πριν να χαράξω... ( Ερωτικό)