Κυριακή 17 Ιουνίου 2018


Με κοιτούσες με μάτια αλύγιστα, μετρούσες τους παλμούς της ανίερης ησυχίας Ήταν η ησυχία που σε αναγκάζει να ξημερώσεις μαζί με το πρώτο φως Γύρω μας ο παλιός κόσμος βυθιζόταν στο ηφαίστειο της Σαντορίνης Γύρω μας ο ήλιος ξερνούσε χολή Μετά τράβηξα για την Αμοργό μόνη, είχα έναν παπαγάλο για να μιλάει στους άλλους αντί για εμένα, του είχα μάθει όλες τις λέξεις που μιλούν οι μεθυσμένοι.. σε αγαπώ για πάντα, μου αρέσεις, είσαι μοναδικός... Πήρα το πρώτο δρομάκι και γύρισα κατά την Δύση, ύστερα κοίταξα προς την Ανατολή Δεν είχα οράματα, δεν είχα παρά συμπόνοια για ότι παίρνει μαζί του ο μέγας Αφέντης, αυτός με το δρεπάνι, μα εκεί στην Αμοργό , μια νύχτα γαλήνης, ήρθε η Αποσπερίτισσα η Αφροδίτη, είχε χιλιάδες αστέρια στα μαλλιά και τα μάτια της έσταζαν βύσσινα, με δίδαξε, χωρίς να με χαλιναγωγήσει, μέρες ατέλειωτες και νύχτες, μου είπε πως οι όμορφοι άνθρωποι είναι όμορφοι, ώσπου να πεθάνουν, μου είπε πως η νεα ημέρα παίρνει το χρώμα που της δίνεις, έτσι, σιγά σιγά ,ημέρεψα χωρίς να γίνω χώμα, άρχισα να σκέφτομαι και να αισθάνομαι όπως στην πρώτη μου νιότη, τότε που οι αγέρηδες των νησιών κατοικούσαν στο λευκό μου ρούχο, και σε ξέχασα, σε ξέχασα, μάρτυς μου ο Αυγερινός πως σε ξέχασα, και σε συγχώρησα , ο παλιός κόσμος έφυγε μαζί σου αλλά αυτά που έμειναν τα κουβαλώ εδώ, εδώ, για μένα... { Εναρμονιση

Οι μητέρες οι πέτρινες, φτιάχνουν κουκούλια και τυλίγουν τα παιδιά τους. Μέσα σε πένθιμη ατμόσφαιρα τα κοιμίζουν με νανουρίσματα της Μήδειας. Τα κουκούλια έχουν φόβους - τέρατα, ξεδιπλώνουν ιστορίες για να μην μπορούν τα παιδιά να κοιμηθούν. Ο 'υπνος να γίνεται ωδή στην αυπνία. Αργότερα η Μήδεια θα συγχωρεθεί, αλλά τα κουκούλια θα είναι μέγγενη στα μάτια του κόσμου. Όλα αυτά τα κουκούλια έκαναν τον Χαλεπά να πελεκάει μάρμαρα μέρα και νύχτα.. Τον Μποντλαιρ να χάνεται σε βιβλία γράφοντας για μια κρεολή. Και τους ευαίσθητους να γίνονται δέκτες και να λύνουν αινίγματα που μπλέκονται με τον χωροχρόνο ξέροντας πως τα μεταφυσικά είναι απολύτως φυσικά. Στον κόσμο των ανθρώπων δεν ξέρεις ποιον να πρωτοσυγχωρέσεις. Τον εαυτό σου που αφέθηκες ή αυτούς που διατηρούν το δικαίωμα να χαλούν τα όνειρα σου;

Όταν είμαι στην πόλη κι ενώ περπατώ κι ενώ βρίσκομαι με αγαπημένα πρόσωπα ,βλέπω σχεδόν μπροστά μου τους στίχους του Τζελαλαντίν Ρουμί ,τότε γίνομαι ο περιστρεφόμενος δερβίσης που κινείται μεταξύ ουρανού και θάλασσας. Κοιμάμαι σαν στίχος του και ξυπνώ μέσα σε μια θάλασσα που έχει εγκατασταθεί στο δωμάτιο μου. Τότε αντιλαμβάνομαι πως μια ημέρα μπορεί να είναι μια αιωνιότητα. Οι λέξεις που την περιγράφουν είναι ευγνωμοσύνη για την λήθη του θανάτου και την ιερουργία της ύπαρξης. Απλα πράγματα, όπως η βόλτα στο πάρκο, κουβέντες με ανθρώπους άγνωστους που έχουν σκύλους, φωνές πουλιών που σε κάνουν να νιώσεις παιδί, δρομάκια με δέντρα που διαχέεται το μωβ χρώμα, χελιδόνια που ανακαλύπτεις να φτιάχνουν τα σπίτια τους στις γωνίες ενός παλαιού μπακάλικου, αγορά βιβλίων , πέρασμα από την Φωκίωνος και ξαφνικά να σε φωνάζει ένα πολύ όμορφο πλάσμα-ξωτικό με κόκκινα μακριά μαλλιά, -η Κορίνα- και να σε αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που αισθάνεσαι ανθόκηπος , να περνάς από κάποια παλιά ταβέρνα και να λες πως θα ήθελα να πιω ένα κρασί έξω σήμερα και το βράδυ να βρίσκεσαι χωρίς να έχεις κάνει κάτι εσύ γι αυτό, με κρασί και αγαπημένους φίλους . Λατρεμένους φίλους! Πόσο δύσκολο και πόσο εύκολο είναι να γίνεσαι ένας περιστρεφόμενος στίχος!

ίσως αν ζούσε η Μέριλιν να τραβούσε από επάνω της εκείνο το μεταξωτό λευκό σεντόνι και να το πέταγε στα σκουπίδια, το σανελ νούμερο πέντε να το άδειαζε στον τοίχο ζωγραφίζοντας μια μοναξιά που θα την κοιτούσε στον καθρέφτη. Και ελεύθερη από περσόνες και άθλιους έρωτες να αναγνώριζε στον Ντι Μάτζιο το δικαίωμα της αφοσίωσης και της αγάπης. Το φάντασμα της μητέρας, να το έδιωχνε στην έρημο της Αριζόνας καθιστώντας τον εαυτό της απαλλαγμένο από ενοχές και διπολικές διαταραχές. Και θα ζούσε τα γενέθλια της σήμερα σβήνοντας τα κεράκια σε μια τούρτα με μεγάλα καραμελωμένα αμύγδαλα. Αλλά ο χρόνος αδέκαστος είναι και πλανεύει τις αρετές των ανθρώπων όταν οι ρωγμές βγάζουν νύχια προς τα μέσα. .......................................................... Ο Μίκι δεν θα σκορπιζόταν άχαρα σε παραμορφωτικές πλαστικές , αναγκαστικές μετά από πολύωρες μάχες στο μποξ με τον εαυτό του,κι η άγρια ορχιδέα του θα τον αγαπούσε μέχρι θανάτου. Κι οι ειδήμονες και μη , δεν θα αποθέωναν αργά το ταλέντο του. Αλλά τα πάθη είναι άγρια και εξημερώνονται στην ιδιωτική προσωπική κόλαση- αφού ο έχων αυτά -δεν θα παραχαράξει την ιστορία του βγαίνοντας όρθιος από τον κύκλο της φωτιάς. ............. Όλοι βασανιζόμαστε από τους προσωπικούς μας δαίμονες. Άγια η στιγμή που θα παίξουμε τράπουλα μαζί τους μια νύχτα με γεμάτη σελήνη και θα τους φτύσουμε στα μούτρα τον άσσο μπαστούνι. ................................. Κι ύστερα δεν θα αναζητούμε τα τσιτάτα των μεγάλων που εμείς ονοματίσαμε έτσι για να βολευόμαστε πως είμαστε μικροί και κλεισμένοι στην βολική κοιλιά της μιζέριας, ούτε τις πόζες τους και την εφήμερη ζωή τους. Η ματαιοδοξία δεν θα ράγιζε τις στιγμές μας.. .............. Η ζωή μας δεν θα διακατεχόταν από δυσθυμία και δεν θα περπατούσαμε στα γόνατα. Κι όρθιοι και γεμάτοι οργή για τα άδικα και τα παράλογα , θα βγαίναμε στους δρόμους απλώνοντας το αίμα μας στους δρόμους, για να δουν τα λάθη οι επομενοι και να μην βλάψουν οι επόμενοι τους επόμενους. ................ Η ανθρωπότητα βρίσκεται στις κίτρινες φολίδες της αυπνίας και τα όνειρα της είναι γεμάτα εφιάλτες. Μια παγκόσμια διπολική διαταραχή στέλνει τους ανθρώπους στα επειγοντα, αλλά κανείς δεν θα υπάρχει εκει για να προστρέξει, γιατί γι αυτό η μεγαλύτερη δύναμη και ίαση ειναι μονο ο ένας για τον άλλον.

Πολλές φορές, τις ώρες που τσακίζομαι από τις μνήμες αναλογίζομαι πότε ένιωσα το πρώτο δέος διαβάζοντας ποιήματα μέσα από το άλγος και την ευδαιμονία της ζωής. Γυρίζω σαν δερβίσης στις ταβέρνες που με πήγαινε ο πατέρας μου και άκουγα ρεμπέτικα ενώ αναρωτιόμουν, γιατί τον έναν τον έλεγαν Τσιτσάνη και τον άλλον Μάρκο. Πριν πάω καν στο σχολείο, είχα αποφασίσει πως όταν μεγαλώσω θέλω να με λένε με το μικρό μου όνομα. Όταν έμεινα στο υπόγειο κι ο πατέρας είχε ήδη φύγει στο νησί, πολεμούσα την μνήμη του προσώπου του που μου έφερνε πόνο από την απουσία, αραδιάζοντας παιχνίδια σε μια κουρελού στην αυλή και στήνοντας παραστάσεις με αυτοσχέδιους διαλόγους. Καθώς σήκωνα τα μάτια στον ουρανό οι όγκοι των πολυκατοικιών με έκλειναν ψυχικά και ο ηλιος δεν μου παραδινόταν εύκολα. Οι κυρίες στο ρετιρέ, τίναζαν τα χαλιά τους και οι σκόνες έπεφταν επάνω μου, η μια από αυτές κάποια ημέρα, επισήμανε στην άλλη την προσοχή πως ένα παιδί είναι καθισμένο κάτω στην αυλή κι έτσι διαπίστωσα πόσο αόρατοι γίνονται κάποιες φορές οι άνθρωποι όταν μένουν στα υπόγεια... Αλλά ο κόπος που έκανα για να δω τον ήλιο, μου έφερνε στην καρδιά ένα ποίημα που γέμιζε με σθένος κι αισιοδοξία αυτόν που προσπαθούσε να βρει το φως μέσα στο σκοτάδι. Από παιδί εκτίμησα όσους υπερέβησαν εαυτώ στις αντίξοες συνθήκες και διατήρησαν την ακμή και την καθαρότητα της καρδιάς τους. Τα επόμενα ποιήματα ήταν στιγμές αντίδρασης στο ασφυκτικό περιβάλλον του σχολείου συνειδητοποιώντας -όχι χωρίς πόνο- πως η ζωή είναι ένα σύστημα με κανόνες κι όταν κανείς τους υπερβεί και δεν θέλει να γίνει ομοιόμορφος με τους υπόλοιπους τιμωρείται παραδειγματικά προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων. Τα μπλε του κοβαλτίου ποιήματα, τα διάβασα στην τραγιάσκα του παππού και το λευκό μπλουζάκι του πατέρα που με έβαζε να του σηκώνω τα μανίκια ένα εκατοστό. Η ομορφιά, η αγνότητα των παραβολών του παππού και η εσωτερική ειρήνη του πατέρα με τους προσωπικούς του δαίμονες ήταν τα ποιήματα που με στήριξαν γερά στην ολισθηρότητα μιας ανηφόρας που δεν διαφαινόταν το τέλος της. Μεγάλωσα πολύ ώστε να μπορέσω να καταλάβω την έννοια της ευγνωμοσύνης και την δυνατότητα να σπας την ζωή σου σε χρονικές περιόδους και να την περιγράφεις εντός σου σαν ποιήματα. Και μπορώ να χαίρομαι βαθιά που αποκήρυξα από νωρίς το εσωτερικό αλαζονικό μου ζώο- όχι χωρίς κόπους και θυσίες. Τώρα, κάθε ημέρα, εδώ και χρόνια ,αποκηρύσσω από την ζωή μου άλλα παρόμοια ζώα. Χάρισα αρκετό χρόνο σε αυτά, χάνοντας τον δικό μου. Αλλά ότι έρχεται ,δεν έρχεται τυχαία στην ζωή, έχει λόγο και θέση.. Πριν κλείσω τα μάτια μου θέλω να προλάβω να πω ευχαριστώ στα πάντα, στις ήττες, στις νίκες ,στην ζωή και στους ανθρώπους. Κι ίσως να χυθώ σε έναν μπλε κοβάλτινο ύπνο , με λέξεις που θα προέρχονται από ακουαμαρίνα και θα μου διηγούνται από την αρχή την ζωή μου σε αποσπάσματα που θα βρέχονται από νερό.. αυτοβιογραφίες

Ο πατέρας τώρα εχει λευκά χέρια Μου μιλάει και ακούω την συγκίνηση Είναι μέρες που κινούμαι ανάμεσα στο πλήθος και βλέπω λευκά χέρια φυτρωμένα στους ώμους μου Λέω, είναι ο πατέρας μου που κινείται μαζί μου στον κόσμο κι ας είναι αόρατος..