Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Χρόνος παρελθούσης τροχιάς-τροχοπέδης

Oι παράτες των πεσμένων ερώτων στον δρόμο
χάσκουν με πεινασμένο στόμα.
Στο λιμάνι το μονιασμένο με την θάλασσα μοναχικές γυναίκες τους κλαίνε,
γυρεύουν εκδίκηση
σαν πρόσωπα κάνουν τραγικά, μα δεν διαθέτουν τραγικότητα.
Ο τραγικός άνθρωπος μόνος τραβάει,
σιωπηλός σαν ένα πουλί μαύρο με αρκετό κόκκινο.
Περπατά στα συντρίμια κι είναι αδύνατον να ακούσεις τους λυγμούς του,
μόνο να τους διαισθανθείς από τα μάτια του.
Λυγίσαμε όλοι από γελοίους έρωτες.
Ας είναι!
Χρειαζόταν να τους ζήσουμε για να εξελιχτούμε σαν πορτρέτα που είναι από αίμα,
σάρκα, μυαλό και ψυχή.
Δώσε τους ημερομηνίες λήξης σαν τα φάρμακα,
από 3 ως 6 μήνες είναι στην ακμή τους.
Μετά καταρρέουν σαν τα ώριμα φρούτα.
Είναι αδύνατον όμως να τους κλαίς σαν να ταν κάτι άλλο από αυτό,
ένα ώριμο φρούτο.
Ήταν σε ένα μου χτεσινό όνειρο που με επισκέφτηκαν όλοι μου οι πεθαμένοι.
Μιλήσαμε θυμάμαι καθαρά για τέτοια ζητήματα..
Κι ο παππούς μου σε μια άκρη ενός τραπεζιού ντυμένου λευκά γελούσε σαν παιδάκι.
Μπορεί να αργούν οι αληθινοί έρωτες μα κάποτε έρχονται.
Σαν τους συναντήσεις, πιό πολύ, μια ήρεμη πληρότητα θα ζήσεις
και μια δαγκωματιά τρυφερή στο πλευρό,
αυτά είπε και αμέσως χάθηκε.
Σαν από μηχανής θεός, έμεινε η σκόνη του γύρω μου.
Ξύπνησα με την μυρωδιά του στο πνευμόνι μου.
Ναι, είπα, τώρα ξέρω.
Ας μην μπερδεύουμε τα πάθη με το πάθος...

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Η μύγα

Κάποτε τα αγάλματα είχαν χρώματα,
της άνοιξης, του καλοκαιριού,
της 'ωχρας και του κόκκινου,
οι ίριδες των ματιών δεν έπαυαν να σε κοιτούν,
να παρακολουθούν τις κινήσεις σου στο απομεσήμερο
ή στο βραδινό του ουρανού το μίλημα.
Έπειτα ήρθε η βροχή και για αιώνες τα ξέπλυνε,
λευκά μάρμαρα έγιναν και ακίνητα.
Κι όμως, κάθε φορά που αφήνομαι στο κοίταγμα τους
συνεχίζουν να μιλούν μέσα από την γαλήνια ...
σιωπή τους.
Θριαμβευτές αυτά,
κι εμείς όλοι, ταπεινοί ονειροπόλοι, κι αυτό για όσους μπορούν να ονειρεύονται.
Με λεπτούς ποιητικούς αφορισμούς κάποιοι προσπάθησαν
να ξεκουμπώσουν τα μάτια των αγαλμάτων,
ήταν που στο βάθος αναζητούσαν το χάδι και την συμπόνια.
Ίσως ο άνθρωπος αυτό να αναζητά στα βάθη των αιώνων,
κατανόηση και τρυφερότητα.
Μα καθώς βλέπω στις γραμμές του σώματος,
στο πρόσωπο, στην στάση των μαρμαρένιων φίλων,
ακούω όλα τα δάκρυα, τα χαμόγελα που έσταξαν κάποιοι
χωρίς οχλαγωγίες,
περιττές λέξεις,
όλα αυτά τα πληθωρικά στοιχεία που μια γύμνια
του τοπίου θέλουν να καλύψουν,
ή να κρύψουν ένα άδειο σαρκίο, ορφανό από κόπο,
από ενδιαφέρον,
από την αναζήτηση του σκοπού του ανθρώπου στο σύμπαν.
Κι αυτή η μύγα που ατέλειωτες περιπολίες κάνει στο δωμάτιο
μου θυμίζει πόσο ατελής είναι ο άνθρωπος
καθώς εκνευρίζεται από μια τόση δα μικρή περιπολία....
Ο τόπος που γεννήθηκαν οι αμφιβολίες.
Η ειμαρμένη.
Η γυναίκα.
Ο απόμακρος άντρας.
Οι ερινύες.
Ο χορός ο αιώνιος της πεταλούδας κυκλωμένης από την αράχνη.
Τα σημειώματα.
Βορινός αέρας.
Η επιφύλαξη.
Οι ώρες που φεύγουν.
...
Η δίψα.
Η τροφή.
Ανέβασμα στις σκάλες.
Τρεχαλητό.
Αγωνία.
Σούρουπο.
Ύπνος, ο αιώνιος.
Η ανία.
Κι οι συμβουλές να πέφτουν στο πάτωμα σαν δαρμένοι σκύλοι...
Η αυριανή ημέρα είναι μια άλλη μέρα, όχι όμως όταν φορά το ρούχο της προηγούμενης.
Σιωπή
Η βόλτα που δεν κάναμε, με γυμνά πόδια στις πέτρες,
αυτά που είπαμε, τα άκουσε ο βασιλικός και τα εξομολογήθηκε
σε μια γραία με χαμόγελο παιδιού,
εκεί στο σκαλοπάτι που ή πρώτη αγάπη έγνεφε με ένα δάχτυλο
στην σκανδάλη,
εκεί, κάτω από ένα παλαιό δέντρο, με τα πουλιά να κοιμούνται ησυχασμένα,
εκεί, μου είπες μια ιστορία,
για μια γυναίκα που είχε αρχοντικούς τρόπους κι άσχημο τέλος,
εκεί ενώ ήμουν ρ...
ιγμένη πάνω σου,
ακούσαμε το πλοίο να φτάνει,
ξημερώματα Δευτέρας,
θα έμπαινες μέσα και θα έφευγες,
δεν ήταν η λύπη της φυγής σου,
ήταν που είχα αποφασίσει να λυπάμαι,
για όλα αυτά που κάποτε θα τέλειωναν,
όπως το τέλος εκείνης της γυναίκας...
Στο μεταξύ ενώ στο καράβι έμπαινες,
ένα σπίτι υποδεχόταν έναν νέο άντρα από μια ξένη Χώρα,
η γειτονιά μοσχοβολούσε ψάρια στο τηγάνι
κι αν είναι δυνατόν,
κάποιος πίσω από ένα παραπόρτι διάβαζε δυνατά Άμλετ,
έπιασε να φυσά δυνατά κρύος αέρας,
μου φερνε τα μαλλιά μέσα στα μάτια,
να ζεί κανείς ή να μην ζεί άκουγα σαν μέσα σε ζάλη,
να ζεί, είπα ,μα τίποτε να μην περιμένει,
το τέλος είναι πάντα γνωστό
και η ζωή τόσο αβέβαιη...
Ανάψτε σήμερα τον κόσμο!
Χορέψτε πάνω στις φλόγες σαν να είσαστε η σκιά σας,
ίσως καιγόμενοι να βρείτε
τι φταίει και τον εαυτό σας δεν τον νιώθετε αδελφό σας,
αυτό το όστρακο της σάρκας ίσως κουραστεί να σας μιλάει με
μια γλώσσα μέσα σας ξένη,
ξένη...
Ανάψτε τον κόσμο!
Ίσως κουραστεί πια η αλήθεια να νιώθει κυνηγημένη...
Το δέντρο δακρύζει.
Η φωτιά γελά πάνω από την στάχτη του.
Θυμίζει τις γυναίκες που βιάστηκαν την στιγμή που η ιστορία κύλησε στην λίμνη που κολύμπαγαν γουρούνια.
Η μητέρα γη κουράστηκε.
Καύσωνες σέρνονται από την Αφρική.
Ο άνθρωπος εξαφανίζεται με ρυθμό σταθερό.
Τα ζώα μέσα από τις φωτιές τον βλέπουν και τον κλαίνε.
Σαν παραδερμένες, μικρές θεές, αισθάνονται την ήττα του.
Το αλάτι ετοιμάζεται να τ...
ον υποδεχτεί ξανά στην άβυσσο.
Τίποτε δεν έκανε όσο έζησε να την γλυκάνει.
Οι θαλασσινές ωδές θα αλλάξουν το επίγραμμα.
Και σαν οι κραυγές του θα καταπίνονται από το νερό η φωτιά
ολοένα θα εξαφανίζει το είδος του.
Άδικο για τα πλάσματα που μαζί του μοιράστηκαν γη και ήλιο

Το ψωμί της Αστάρτης

Την είδαν σαν σφραγίδα σε δαχτυλίδι βασιλικό.
Στα μάτια των ερωτευμένων αιώνια ,σαν ξόρκι της αθανασίας.
Τρυπούσαν τους μηρούς των γυναικών τα ακόντια,
κομήτες έπεφταν γύρω τους γαλάζιοι,
αστρόσκονη και ήχος του πολέμου.
Το στρείδι κοιτάς,
όχι το μαργαριτάρι που κρύβεται μέσα του,
στον πόνο επιμένεις κι όχι στην ίαση.
...
Μα το ψωμί που κουβαλά η Αστάρτη το αφήνει έξω από τις πόρτες.
Κι είναι η ανάγκη να βλέπεις τον κόσμο γλυκό
μέσα σε ένα πρόσωπο.
Ωραίο κι ευγενή.
Την είδα στον ουρανό να ξεχωρίζει σαν ασημιά φωτιά.
Σαν βασίλισσα κοιμωμένη σαν σφίγγα,
γύρω της χρυσός και κέδρος,
άυπνοι στρατιώτες να φυλούν την μούμια της.
Από πόρτα σε πόρτα η αναμένοντας.
Άκουγαν γι αυτήν τα παιδιά,
οι γραίες την μίλαγαν στα στόματα τα πικρά τους.
Κυνηγημένη κι αγαπημένη...
Πως γίνεται αναρωτιέσαι να κυνηγούν μακριά αυτό που αγαπούν.
( Κράτα με), είπες και μου χάρισες εκείνο το σφραγισμένο δαχτυλίδι...
Το ζήλεψε κι ο Δίας, άστρο της γοητείας αυτός.
Το πήρε από εμένα ξεγελώντας με ,με προσωπείο της αθωωότητας.
Μα έμεινα δίπλα της να μοιράζουμε ψωμί από πόρτα σε πόρτα..
Όποτε μπορώ.
Όταν την βλέπω.
Κι ο πόλεμος των φύλων ο αιώνιος, ο φόβος ο μέγας...
(Να με βλέπεις στον ύπνο σου σαν το πιό λεπτό όνειρο), είπες.
(Θα σε βλέπω), σου είπα, ( είναι καρμικό)...
Ψωμί της Αστάρτης το γλυκύτερο, 'οσο το γεύεσαι τόσο καταλαβαίνεις κάτω απ το δέρμα σου πως μέσα στο στρείδι είναι το μαργαριτάρι..
Και η Αστάρτη στην θάλασσα διασχίζει το νερό παλεύοντας,
πότε σαν θεά, πότε σαν μια απλή γυναίκα...

....

Δεν ήξερες αν ήταν γυναίκα ή άντρας
σαν κοίταζες το πρόσωπο,
μα μύριζες την θηλυκότητα της, αν κοντά της βρισκόσουν,
αγαπούσε να φορά ένα λευκό λεπτό φουστάνι
με κόκκινα κουμπιά μπροστά,
καθώς ανέβαινε τον λόφο τα ήρεμα απογεύματα,
ο ήλιος με ένα απαλό χάδι του έδειχνε την γύμνια των μηρών,
και καθώς θρόιζε το ρούχο ακουμπώντας πότε πότε
στα χαμομήλια που στεκαν μόνα και ντροπαλά,
ένα ελαφρό κοκκί...
νισμα έπαιρναν τα μάγουλα,
ένας σκύλος την ακολουθούσε πιστά,
κι έμοιαζαν ξαφνικά τα διπλανά νησιώτικα χωριά να παίρνουν
από την λάμψη της,
έλαμπαν τα μάτια της, σαν του ζώου,

ένας άντρας την περίμενε στην κορυφή κείνου του γυμνού λόφου,
όσο τον πλησίαζε τα μάτια της πετούσαν αστραπές,
τότε δεν αναρωτιόσουν αν ήταν άντρας ή γυναίκα,
γυναίκα ήταν,
κι έλαμπε σαν το ωραιότερο των πλασμάτων,
ήταν ο έρωτας και το ήσυχο απόγευμα
που ξεχώριζε ο κόσμος των ανθρώπων,
και γινόταν όσα χρειάζεται στην πραγματικότητα αυτός ο κόσμος,
λίγη αλήθεια και πολύ από έρωτα...

Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Η γυναίκα, απελευθερωμένη πια από τα όνειρα,
περιορίσιμα αυτά και τέρατα αρκετές φορές εγωιστικά,
γδύθηκε και άρχισε να κυλά μέσα σε ότι υποσχόταν ζωή,
τις σκέψεις της πολλές φορές τις έκανε τροφή στα πουλιά...
Ανένδοτη λοιπόν και χωρίς την προσμονή
οποιουδήποτε γεγονότος που υποσχόταν ευτυχία,
μπήκε σε μια νέα τροχιά ζωής που θύμιζε πολλές φορές
την απεριόριστη χαρά που κρύβουν βαθιά τα ζώα

Τα αγάλματα

Κάποτε τα αγάλματα είχαν χρώματα,
της άνοιξης, του καλοκαιριού,
της 'ωχρας και του κόκκινου,
οι ίριδες των ματιών δεν έπαυαν να σε κοιτούν,
να παρακολουθούν τις κινήσεις σου στο απομεσήμερο
ή στο βραδινό του ουρανού το μίλημα.
Έπειτα ήρθε η βροχή και για αιώνες τα ξέπλυνε,
λευκά μάρμαρα έγιναν και ακίνητα.
Κι όμως, κάθε φορά που αφήνομαι στο κοίταγμα τους
συνεχίζουν να μιλούν μέσα από την γαλήνια ...
σιωπή τους.
Θριαμβευτές αυτά,
κι εμείς όλοι, ταπεινοί ονειροπόλοι, κι αυτό για όσους μπορούν να ονειρεύονται.
Με λεπτούς ποιητικούς αφορισμούς κάποιοι προσπάθησαν
να ξεκουμπώσουν τα μάτια των αγαλμάτων,
ήταν που στο βάθος αναζητούσαν το χάδι και την συμπόνια.
Ίσως ο άνθρωπος αυτό να αναζητά στα βάθη των αιώνων,
κατανόηση και τρυφερότητα.
Μα καθώς βλέπω στις γραμμές του σώματος,
στο πρόσωπο, στην στάση των μαρμαρένιων φίλων,
ακούω όλα τα δάκρυα, τα χαμόγελα που έσταξαν κάποιοι
χωρίς οχλαγωγίες,
περιττές λέξεις,
όλα αυτά τα πληθωρικά στοιχεία που μια γύμνια
του τοπίου θέλουν να καλύψουν,
ή να κρύψουν ένα άδειο σαρκίο, ορφανό από κόπο,
από ενδιαφέρον,
από την αναζήτηση του σκοπού του ανθρώπου στο σύμπαν.
Κι αυτή η μύγα που ατέλειωτες περιπολίες κάνει στο δωμάτιο
μου θυμίζει πόσο ατελής είναι ο άνθρωπος
καθώς εκνευρίζεται από μια τόση δα μικρή περιπολία....
Ο τόπος που γεννήθηκαν οι αμφιβολίες.
Η ειμαρμένη.
Η γυναίκα.
Ο απόμακρος άντρας.
Οι ερινύες.
Ο χορός ο αιώνιος της πεταλούδας κυκλωμένης από την αράχνη.
Τα σημειώματα.
Βορινός αέρας.
Η επιφύλαξη.
Οι ώρες που φεύγουν.
...
Η δίψα.
Η τροφή.
Ανέβασμα στις σκάλες.
Τρεχαλητό.
Αγωνία.
Σούρουπο.
Ύπνος, ο αιώνιος.
Η ανία.
Κι οι συμβουλές να πέφτουν στο πάτωμα σαν δαρμένοι σκύλοι...
Η αυριανή ημέρα είναι μια άλλη μέρα, όχι όμως όταν φορά το ρούχο της προηγούμενης.
Σιωπή

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Ο Ήττος

Είχε έναν αδελφό, τον έλεγαν Ήττο,
στα περισσότερα υπήρξε αποτυχημένος και απροσάρμοστος.
Κάθε που το φεγγάρι γινόταν κόκκινο αυτός κοίταζε τις φλούδες
του να ανοίγουν, τοίχους μεγάλους να στηρίζουν τις όψεις του,
και τα θεμέλια να είναι σαθρά.
Συνήθιζε από μικρός να ερωτεύεται,
να ονειρεύεται πίσω από αυτά που υπάρχουν,
να μαζεύει εικόνες με τις αόρατες κεραίες του, να καταπίνει αχόρταγα αέρα.
Και με μια βάρκα διέσχιζε τις θάλασσες,
χόρευε στις ακτές τις απόμερες ακέραιος μέσα στις ήττες του.
Οι άλλοι γύρω του έτρεχαν να νικήσουν, να κατακτήσουν,
να φανούν σαν ένα χρυσό ολόγραμμα, να κοιμούνται σε κρεβάτια πολυτελή,
να συνουσιάζονται με κενές γυναίκες, γεμίζοντας πρόσκαιρα το κενό,
το μεταξύ της κεφαλής και της καρδιάς.
Είχε έναν αδελφό, τον έλεγαν Ήττο,
έμαθε καλά το μάθημα της ζωής, πως ποτέ δεν τέλειωνε το μάθημα,
τα ζώα τον λάτρευαν, η φύση τον δεχόταν στα σπλάχνα της ως παιδί της,
κι όταν μια μέρα γνώρισε την γυναίκα που δεν θέλησε ποτέ να τον αλλάξει
μαζί της έζησε σε έναν κορμό δέντρου με ρίζες διάσπαρτες.
Μέσα σε δάσος που είχε καεί κάποτε, τα πολύ παλιά χρόνια,
το έλεγαν πέτρινο,
όμως το έφτιαξαν ξανά ως είχε,
πουλιά ήρθαν, το κατοίκησαν, ζώα του δάσους στην αρχή δειλά,
μα έπειτα όλη η πλάση έπιασε παλμό καρδιάς και άνθισε, βλάστησε,
έγινε πανώρια...
Κι όταν όλο το ποταπό παιχνίδι της νίκης από άνθρωπο σε άνθρωπο τέλειωσε
γιατί η γη βαρέθηκε πιά κι άρχισε να τινάζει από τις φλούδες της τους αχάριστους,
έμεινε ο ήττος με την γυναίκα του σε εκείνη την απομονωμένη γωνιά του χρόνου,
έζησε έτη πολλά και θερμά,
κι εκείνο το φεγγάρι το κόκκινο δεν άνοιγε πιά, ήταν μια εικόνα στον ουρανό ζωντανή
και παλλόμενη,
κι η καινούργια ζωή δεν είχε νίκες και ήττες,
οι νέοι άνθρωποι που έγιναν από την γενιά εκείνη είχαν όρια,
που άρχιζε η ψευδαίσθηση κι η πραγματικότητα καλά ήξεραν.
Ο ήλιος δεν ξέχναγε το καθημερινό του φως
και οι άνθρωποι ποτέ την καλημέρα...

( ένα απόλυτα απλοικό παραμυθάκι για μεγάλα παιδάκια)...

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕ ΤΟ ΝΕΡΟ

Σαν την αρχαία ιέρεια, ανάμεσα σε λυκήθους,
κοιτούσε τα πορτρέτα, άλλα φορούσαν πετρώματα σπάνια,
άλλα τυλιγμένες γλώσσες είχαν, σε άγριους φυκιώνες.
....
Τους έδινε ένα ποτήρι νερό να πιούν και κοιτούσε βαθιά,
αιωρούμενη ανάμεσα στην πραγματικότητα
και σε αυτήν που η γνώση η βαθύτερη φανερώνει τα κρυφά
...
Δεν ήταν η στάση του σώματος τους,
δεν ήταν οι τρόποι, αυτά που έλεγαν,
εξάλλου είχε γνωρίσει καλά κάποιον που ξεγελούσε και την μηχανή της αλήθειας..
....
Τα μάτια παρατηρούσε κι έπειτα το ποτήρι,
στον πάτο του φανερώνονταν σαν σχήματα και λέξεις ,
αυτά που είχαν ορμητήριο το υποσυνείδητο.
.....
Είχε ενδιαφέρον, ο τρόπος τους  να κρύβονται,
όποτε οι αλήθειες τους χτύπαγαν στα κόκκαλα.
.....
Και φυσικά ζητούσαν και χρησμούς όποτε καίγονταν από τις επιθυμίες..
.....
Πότε λεφτά και πότε έρωτες..
.....
Το σκληρότερο ,δεν ήταν, που κανείς δεν κρατούσε στήγματα ευγνωμοσύνης,
εξάλλου ήξερε την φύση την ανθρώπινη, πόσο καλά κρατούσε το ένδυμα της αχαριστίας,
ήταν που εκείνη γνώριζε τις εξελίξεις όποτε από τους χρησμούς έφευγε
και με τις ζωές τους συνδεόταν.
....
Έμαθε καλά την δύναμη της υπομονής,
της στωικότητας,
μα πάνω από όλα συγκέντρωνε την γνώση στα ανθρώπινα,
οι πράξεις παρόμοιες ήταν, απλά άλλαζαν τα πορτρέτα...
.....
Κι έμεινε η γυναίκα ανάμεσα στις λυκήθους,
με το ποτήρι το αρχαίο κρατώντας να περιμένει.
....
Ποιός από τα ειδωμένα, τα ειπωμένα θα ξεφύγει,
αυτόν, όταν θα γνώριζε, το ποτήρι εκείνο θα έσπαζε σε χίλια κομμάτια...
....
Πέρασαν αιώνες, 'ίσως να περάσουν κι άλλοι τόσοι,
τώρα η γυναίκα φορά στο πρόσωπο μια μάσκα λιονταριού  από χρυσό,
αναπαύεται κοντά στους πεθαμένους,
με τα νομίσματα στα μάτια που πια είναι τρύπες,
τους μιλά, τους νανουρίζει,
ακούει τα κατορθώματα τους τα λαμπρά,
μα στεγνή πια, σαν κυνική, καταλαβαίνει,
δεν αρκεί να ανέβεις στην πλάτη του λιονταριού,
είναι σημαντικό να ξέρεις από αυτήν να κατέβεις
δίχως νυχιές, δίχως πληγές,
χωρίς την έπαρση του κυνηγού-θηρίου ανάμεσα σε τόσα λυκοπρόβατα...

Η ΣΙΜΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ

Παράξενο κορίτσι ,η Σιμόν, από παιδί ήταν,
και σαν μεγάλωσε αποφάσισε να αγοράσει ένα φίδι για συντροφιά.
Το είχε σε ένα κλουβί κι όταν ερχόταν σπίτι το βγαζε να κάνει βόλτες.
Το φρόντιζε, το αγαπούσε με τέτοια μανία, σαν να θελε
να ξορκίσει μακριά όσα της έλεγαν για τα φίδια...
Κι ένα βράδυ αποφάσισε μαζί του να κοιμάται, προσέχοντας και την ανάσα της, μην τον ύπνο του ενοχλή...
σει.
Κι όλη την μέρα στην δουλειά την ώρα που θα το αγκάλιαζε σκεφτόταν.
Δεν πίστευε η Σιμόν στο κρύο αίμα, κόντρα της άρεσε να πηγαίνει
στις τρέχουσες θεωρίες μα και τις παλαιές τις θεωρούσε δογματικές.
Έπειτα από καιρό, στον κοινό ύπνο, παρατήρησε την στάση που είχε το φίδι κοιμόμενο.
Σαν η Σιμόν έπαιρνε την στάση του εμβρύου,
το ίδιο αυτό έκανε.
Σαν τεντωμένο τόξο το κορμί της ήταν, το ίδιο και στο φίδι συνέβαινε...
Η Σιμόν τρελαμένη από χαρά για την μίμηση του ερπετού
περισσότερο το αγάπησε,
ιδιαίτερα ευφυές πίστεψε πως ήταν..
Κι άρχισε να λέει την εμπειρία της σε όλους, να αλλάξουν την πεποίθηση για το κρύο αίμα του και την παράξενη φύση του.
Μα κάποιος που ήξερε καλά, αυτά που αφορούσαν τα ζώα ,της συνέστησε το φίδι να διώξει μακριά.
Εκείνο που συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν πως αυτό την μέτραγε καθημερινά,
πότε θα την έφτανε για να την φάει υπολόγιζε...
Και η Σιμόν προδομένη ολοκληρωτικά το έδιωξε..
Και άρχισε να ψάχνει στους ανθρώπους ,ανάμεσα ,αυτά που θα την εξύψωναν και θα την έκαναν ολόκληρη.
Και είδε με τρόπο βαρετό και απόλυτο ανθρώπινα ερπετά,
μετρούσαν κι αυτά την στιγμή που θα χόρταιναν από αυτήν,
και τι παράξενη διαπίστωση..
Αχόρταγοι ήταν...
Η Σιμόν η περίεργη στα γούστα..

(ένα αληθινό παραμυθάκι)

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Το παράθυρο του κόσμου δεν χωρά την ασχήμια,
την βλακεία και την ασφυξία που προκαλούν οι ανθρωπόμαζες.
Αν μπορείς φεύγεις μακριά.
Όμως αν νιώθεις αδυναμία να σταθείς μόνος σου, να ξέρεις,
δεν είναι ίδια όλα τα βυζιά που έθρεψαν παιδιά.
Κι όσο ιερή  κι αν είναι η μητρότητα στάσου και δες..
Παιδιά με ανθρώπινη μορφή μα μέσα τους είναι φίδια.
Όσο στέκεσαι ανάμεσα τους ,ξέρε, κάτι θα πάρεις από την μορφή τους.
Διέθεσε συμπόνια μα ως εκεί.
Κοίτα..αν μια πέτρα ρίξεις στην αρυτίδωτη θάλασσα θα αλλάξεις την ηρεμία της.
Φόρα τους εαυτούς σου και πέτα.
Άλλαζε τα δέρματα σου, κάποτε θα υπάρξει το ένα, το μοναδικό που θα φορέσεις κι άλλα δεν θα ζητάς.
Πλήρης και τρυφερός μέσα στην ολότητα σου.
Θα μπορείς έτσι να αντιληφθείς την μοναχικότητα δίχως τον πόνο της.
Και πως υπάρχουν σύμπαντα αχαρτογράφητα.
Η γνώση μόνο κι η αγάπη να ορίζει τα διαμάντια της.
Αυτά είναι μερικά από αυτά που ένας αναχωρητής ψιθυρίζει στην καρδιά μου.
Τα ακούνε όλα μου τα όργανα και κολυμπάω.
Θα βουλιάξω για λίγο μα θα ξαναανέβω στην επιφάνεια.
Όσο μπορούν τα μάτια μου θα βλέπουν..
Ή θα πετάω ή θα κολυμπώ.
Αυτός ο κόσμος δεν είναι ένας..
Αλλοίμονο σε αυτόν που θα δοθεί στον άλλο κόσμο σαν Κύκλωπας
ή σαν μισότυφλος,
δογματισμοί τρέφουν τέρατα.
Κρίμα κάθε άνθρωπος να υπάρχει σαν ένα δόγμα...

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Η απλότητα της ομορφιάς

Ωραία η γυναίκα, δίχως την σκοτεινή αμφιβολία στα μάτια της
αν είναι όμορφη,
αν οι άλλες γυναίκες, είναι σφετεριστές κίβδηλης αγάπης,
ή αν οι άντρες από αυτήν το μόνο που βλέπουν είναι η φτιαξιά της.
Καθώς το σανδάλι σκύβει για να δέσει γλυκός καημός τα στήθια της
η γραμμή του λαιμού της ένα στητό τόξο,
τα σπινθίσματα των άστρων στην ποδιά της,
ο απαλός κρότος των βημάτων της
το θρόισμα του φουστα...
νιού δίπλα στον ήχο της παλιάς βρύσης.
Η επιμέλεια του ανάματος της λάμπας πετρελαίου καθημερινή απόλαυση,
ο φθόνος των άλλων μακριά της με την συγχώρεση,
καθώς στέκει μπροστά στον παλιό μπρούτζινο καθρέφτη
και κάνει μια κίνηση να φτιάξει τα μαλλιά της,
τι χάρη,
πόσο απλά κλυδωνίζεται ο έρωτας στο μάτι το δεξί της ομορφιάς.
Τραγουδά ένα τραγούδι που ακούει από την απέναντι ταβέρνα
η ωραία γυναίκα,΄πίσω από τα χείλια της εκατό τριαντάφυλλα ακυβέρνητα,
ανοιγοκλείνουν δίχως βιάση όλα τους τα στόματα,
και καθώς τα πόδια της μέσα στα σανδάλια υπομένουν την δίχως γύμνια τους,
γλυκά τα χτυπά στο τσιμεντένιο πάτωμα με τον ήχο,
η πραγματική ομορφιά είναι αυτό που σε κάνει
να παραδοθείς δίχως μάχη,
κι ούτε δεύτερη σκέψη,
είναι αυτό το μικρό ψιθύρισμα των αισθήσεων που απλώνουν,
απλώνουν σβήνοντας όλα τα άλλα,
μόνο ο θαυμασμός,
μόνο η ανεπιτήδευτη εξύψωση του σώματος σου
καθώς αντικρύζεις και γεύεσαι δίχως την γεύση του πρώτου λάθους,
της πρώτης μεταμέλειας,
έχει γνώση η ομορφιά κι αγνώμων ποτέ δεν είναι,
σαν το χέρι της ωραίας που χαιδεύει τώρα απαλά
τα χέρια των γέρικων προσώπων που τους έψησε το δέρμα
τούτος ο καυτός ήλιος που υπάρχει στις
Κυκλάδες...
Δεν μπορεί να ξεχάσει πως ωραίοι στο μάτι το αχόρταγο ήταν κι αυτοί κάποτε....
Υδρόμελο,
πίνω,
σου δίνω να διψάσεις...

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Δημοσίως...

Ανάποδα με πάνε, ανάποδα
κοιτώ τις περασμένες μου ζωές, ω, παντού κάτι αναπάντητο
και πως αλλιώς να ήταν οι κλωστές μου, σπασμένες,
μα δεν πειράζει
το φως ανάμεσα στα μαλλιά σου τρώω και υπομένω,
μικρό παιδί της άγονης,
της ανατολής φρύγανο, ρίγανη, σκύψε τώρα,
βαθιά ηδονή ο χτύπος της αναχώρησης μου,
αύριο τίποτε,
αν θες να με δείς, στο πρώτο χτυποκάρδι ενός ερημικού αλόγου,
άλογο θα πεις κι έρημο;
Μα ναι,
έτσι συμβαίνει όταν όλα τα παίζεις στην θάλασσα του Αιγαίου,
κι αυτό που κοιτάς ένα σπρόμαυρο φίλμ.
Σε κοιτάει κατάματα,
δεν με νοιάζει,
είναι αυτό που με τρελαίνει, είναι ότι προσπάθησα
κι αυτό τελικά μένει...

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Με ρόδα της Σιένας είχε ζωστεί ένα παιδί της
Αφροδίτης, στο στήθος του σαν σφαίρες,
κρέμονταν,
κι από τα μακριά μαλλιά του.
Μια νύχτα που κουβαλούσε μέσα του και τα δυό φύλα του ανθρώπου,
αποφάσισε να τα μοιράσει δίκαια σαν φύλλα τράπουλας
επάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι,
μάχονταν κι έκρυβαν τις ιδιότητες τους όλη νύχτα.
Αυτό που νόμιζε ο άλλος πως ήταν, δεν ήταν,
κι αυτά που υπήρχαν, κανείς δεν είχε ...
κουράγιο να τα δεί στο μάτι το τρίτο.
Κι εκείνο το γλυκόπικρο παιδί της Αφροδίτης,
που πάντα έφερε στα μάτια του ανάμεσα ,το μάτι που ήξερε να βλέπει,
άφησε τα φύλα μόνα τους.
Κι όταν η κουκουβάγια φώναξε, με φωνή πνιγμένη από την γλύκα
της περασμένης μάχης τους, καθώς τους είχε δει πως αντιμάχονταν,
με αρχαιοπρεπείς ασπίδες και ντροπή της άγνοιας,
αυτή που σχεδόν όλα τα γνώριζε,
δίπλα στο βυζί της Αθηνάς της μεγαλοπρεπούς,
της αδάμαστης,
είπε σε ένα τραγούδι που μουρμούριζε χρησμούς και λόγια παιδιών,
ούτε παράδεισος υπάρχει,
ούτε έρωτας πίσω από κλειστά παράθυρα,
σπίτια της σιωπής απέραντα σαν τάφοι στην έρημο,
τα ύψιστα υπάρχουν στο να μην είσαστε αυτό που είσαστε,
σε κείνο το κενό που χρειάζεται να βρείτε εκτός των εαυτών σας,
τότε ίσως να υπάρξει η αντίληψη πως ο παράδεισος κι ο έρωτας κάθε μέρα φεύγουν και χάνονται,
μαζί με την αιωνιότητα σκορπάνε την σκόνη τους στα πέρατα,
κι ο ίλιγγος της ανυπαρξίας, θα σαλεύει ,όσο γύρω γύρω γυρνάτε
μόνο από τον εαυτό σας,
τι πρόσωπο τραγικό είναι ο άνθρωπος!
Τόσο μόνος με την υπόσχεση ευτυχίας στα κύτταρα του...
Κάποτε που θα λειψουνε οι άνθρωποι
οι σκύλοι θα μιλούνε ανθρώπινα
κι αυτό που θα θυμούνται από αυτούς
είναι πως λίγοι άνθρωποι μπόρεσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο σαν σκύλος,
ηταν που ο ορισμός του σκύλου νόμιζαν πως αφορούσε κατωτερότητα,
ω, μα πόσο κουραστικός είναι ο άνθρωπος κι ανιαρός
θα λένε οι σκύλοι,
κι όμως πάντα θα ψάχνουν μην φανεί κάποιος άνθρωπος..
έτσι είναι βλάκα, οι σκύλοι...
Καθώς τα μάτια αρπάζουν το κενό
κι ο κόσμος επιστρέφει πίσω τις μορφές του,
η ποίηση ,κατακόρυφα φωνάζει,
αφήνει τα μαλακά της πρόβατα στο δωμάτιο
κι ο τύπος στο λιμάνι κόβει βόλτες φορώντας ένα λεπτό τσιγάρο
δίπλα στο αυτί του,
μέσα σε ένα κόκκινο χαρτί έγραψαν το αντίο οι εραστές που έμεναν στην γειτονιά την κάτω,
το βρήκε η γυναίκα σε ένα πλατύσκαλο, το διάβασε,
και γιατί ήξερε να φεύγει ,πάντα έτσι έκανε, έφυγε πάλι κρατώντας το,
γι αυτό το κενό πλάτυνε
και τα ποιήματα γονάτισαν ώσπου να ανέβουν ξανά...
Και μίλα μου, θεέ ,
για τα πλάσματα κείνα που νιώθουν βαθιά το ένα το άλλο,
δίχως τις παρυφές τις ακίνητες,
σαν η ώρα σημάνει, μαζί θα δούν το αποσπέρισμα,
ήταν σαν όλη την μέρα μαζί να περάσανε
κι όμως κανείς δεν άκουσε την φωνή του άλλου στο αυτί του

ο συναισθητικός

Ο ποιητής στην αποβάθρα του απόμερου λιμένα
έτρωγε χρώματα, κι από την μουσική έκοβε λουρίδες
τις έκανε πανιά να τρέχουν τα μάτια του εύκολα.
......
Έβλεπε καθαρά κείνους που ερωτευμένοι ήταν με τον έρωτα
κι ανά τρίμηνο έταζαν στον εαυτό τους να δοξάσουν εαυτούς,
ω,
τι μάταιη η προσπάθεια, όταν ο στόχος γίνεται ο άνθρωπος,
...
ιδού ,ευθεία βολή και πλάνη,
η επιτυχία της ρίψης ανία έπειτα κι αμφιβολία και αρρώστια του καμάτου.
.....
Εκεί, στην αποβάθρα, χλωμός, ατένιζε στον ευθύ ορίζοντα
τους πειρατές να φορούν το άγριο και το παράνομο μαζί σε μια ματωμένη αυγή,
στην βίγλα που έπεσε ένα παιδί κοιτάζοντας τους να ρχονται,
έτρεξε να ειδοποιήσει για τον ερχομό τους,κι έπεσε ,από ψηλό βράχο, κάτω,
σαν λαβωμένο πουλί,
και το είπαν το σημείο ,Μυρίζοντα ,γιατί όπου έφτασε το αίμα του
μοσχοβόλησε...
....
Γύρω από την θάλασσα τα εγκλήματα της πίστης σαλεύουν
μαρτυρίες των ευνούχων από στοργή.
.....
Πετούν επάνω του οι γλάροι κι οι αετοί της κορυφογραμμής
κι η τρυφεράδα του ανυψώνει τα χέρια της
.....
Του αρπάζει τα σπλάχνα,
τα ανακατεύει, τα ξύνει, τα χαιδεύει με οξύ,
να καίγονται,
μαζί τους καίγεται κι ο ποιητής από βαθύ και καθαρό έρωτα.
.....
Ο απόλυτος συναισθητικός κόσμος στις Κυκλάδες κουρνιάζει,
τρώς χρώμα και μουσικές,
στην πρώτη πορτοκαλοκόκκινη δοξαριά του βιολιού,
πέτα τα ρούχα σου,
χόρεψε σαν αρχαίος στην άκρη των βράχων,
κείνος ο ξεχασμένος θεός θα ξεφύγει από τα ερημοκκλήσια και θα μπεί μέσα σου
......
Τότε θα δείς την τεράστια καμπούρα στην πλάτη του ποιητή
να μαλακώνει από τα βάσανα και την κατάρα, να μιλά για όσα βλέπει,
θα αλλάξει το σχήμα σου και σαν φτερό θα χορεύεις στην ράχη του,
με την γλυκύτερη οδύνη βαπτισμένη σε αρχέγονη ηδονή...

τα χέρια της

Αγαπούσε τα χέρια της, μπορούσε αφήνοντας το άγγιγμα τους
πάνω του, να ταξιδέψει σε πολλά και απίθανα τοπία,
ηρθε μια μέρα που τα κόκαλα της άρχισαν να μικραίνουν,
να μικραίνουν
ώσπου εξαφανίστηκαν μαζί με την μορφή της,
κι έμειναν μόνο τα χέρια της.
Τα έβαλε σε ένα μπλε κουτί δίπλα στο κομοδίνο του.
Και κάθε που τον έπαιρνε ο ύπνος ,
το κουτί άνοιγαν, τα χέρια της,
κι αφού τον χάιδευαν όλη νύχτα έπειτα κοιμόνταν δίπλα του,
μόλις ξημέρωνε έμπαιναν σιωπηλά στο κουτί το μπλε,
τα χέρια της...
Ο τρόπος που ενέδιδε η Κλέλια στον έρωτα είχε μια υστερική ορμή. Έμπαινε με όλη της την δύναμη σε ένα πορτρέτο αντρικό, είχε την διάθεση μιας γυναίκας από την Ανατολή και την ιδιοσυγκρασία ενός εξερευνητή
Η ορμή αυτή έπρεπε να συνδυάζεται με την ανακάλυψη.
Όταν έβλεπε εκείνα τα γκριζόμαυρα στίγματα ηλιθιότητας και τους άκομψους τρόπους σε έναν άντρα που ως τότε είχε τραβήξει το ενδιαφέρον της, έφε...
υγε μακριά.
Ας πούμε άκομψο θεωρούσε την αδυναμία κάποιου να πει την λέξη, ευχαριστώ, επίσης άκομψη θεωρούσε την έπαρση, υπήρχαν πολλά τέτοια λεπτομερειακά στίγματα που την ωθούσαν μακριά.
Συνήθιζε να βρίσκεται πάνω από ένα φαράγγι, εκεί μικρή έβλεπε τον εαυτό της να πετάει, αυτή η διάθεση για πτήσεις την συνόδευε για χρόνια, είχε έναν τρόπο να απομακρύνεται από την πραγματικότητα όταν φτώχαινε σε εικόνες, πετούσε πάνω από αυτά που μπορούσαν να της χαλάσουν την αισθητική αντίληψη που είχε για την ζωή. Δεν παραγνώριζε την πραγματικότητα, δεν την αλλοίωνε, την διάβαζε με αντικειμενικότητα και την σφαιρικότητα ενός άντρα.
Το να πετά και να φεύγει η Κλέλια ήταν απολύτως συνηθισμένο, το ασύνηθες θα ήταν να βρεί ρίζες και να μείνει κάπου.
Κάπου μέσα της βρισκόταν ένας ερημίτης, την συμβούλευε πότε και πως θα διώξει όλες εκείνες τις ακάθαρτες σκέψεις που είχαν εξάρτηση, μανία, μίσος, ζήλεια, όλα αυτά τα έδιωχνε μακριά, σε μια φωτιά που τα έκαιγε χωρίς να την επηρεάζουν...
Άνθρωποι σαν την Κλέλια είχαν κατανόηση για τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα, όμως ελάχιστοι είχαν δείξει κατανόηση γι αυτήν, ακόμη κι αυτό προσπαθούσε όμως να το κάνει σοφία κι όχι απωθημένο
Γεμάτο το φεγγάρι, έγδερνε κλωστές ασημιού και έστελνε στα κεφάλια να τα στολίσει με το φως του. Οι ταξιδιώτες της νήσου έστεκαν σε ένα μπαράκι ανοιχτό, ψηλά σε ένα βουνό που αγνάντευε την θάλασσα.
Μυσταγωγία ξαφνική, μουσική φερμένη από την Υεμένη.
Κορίτσια με μέση λεπτή κινούσαν την λεκάνη τους βουτηγμένες στην ύπνωση της Ανατολής, η νήσος ριγούσε από το βούλιαγμα των εραστών των υποψήφιων στ...
α αγκαλιάσματα.
Σε ένα πεζούλι με κουρελούδες καθόταν η Άσπα και μιλούσε με φίλους της ενώ ο χτύπος του τύμπανου έμπλεκε με κάποιες νότες της καρδιάς της.
Κάπου η καρδιά μετατοπιζόταν μέσα της και γινόταν στρογγυλή κι αυτή όπως το φεγγάρι, το κρεμασμένο ανάμεσα στην γη και στον ουρανό, κάπου μετατοπιζόταν κι οι συζητήσεις γύρω της.
Η Άσπα καλούσε μέσα της τις ιέρειες, να χορέψουν τον χορό της σελήνης, η Άσπα μπορούσε τώρα να κρυφτεί στην πιό κρυμμένη φλούδα του κόσμου, εκεί φύλαγε την μουσική της και την κίνηση του αρχαιότερου κόσμου.
Εκείνη την στιγμή που αποσύρθηκε από όλους και κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί την φυγή της, εκεί που η ίδια με τις ιέρειες χόρευε πετώντας στο χώμα έρωτα και κομμάτια ΄του, εκείνη την στιγμή μια γάτα ήρθε δίπλα της και κουλουριάστηκε πάνω στα πόδια της.
Η γάτα θέλει χάδι και προσοχή, σκέφτηκε και κοίταξε το ζώο βαθιά στα μάτια, σαν να της χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του , ψιθύρισε στο αυτί της γάτας, (Αστάρτη) κι αυτή άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
Και κομμάτια έφυγαν γης από την Αίγυπτο, κολύμπησαν γρήγορα με το ρεύμα κι έφτασαν στην Αμοργό, μπήκαν το ένα μέσα στο άλλο, έγιναν μια μπάλλα ενεργειακή που έφτασε στα χέρια της Άσπας, ένοιωσε την μπάλλα να κινείται σαν αύρα στα δάχτυλα, η γάτα κοιμήθηκε πια κι η Άσπα απαλλαγμένη από όλους
άρχισε να κινεί τους λαγόνες της πάνω από την θάλασσα, εξαυλωμένη κι ωραία χωρίς προσπάθεια, χόρευε με τις ιέρειες και την μουσική της Ανατολίας.
Αιωρούμενη πάνω από το νερό.
Μυσταγωγία.
Η συμφωνία η μυστική, της ομορφιάς ,έκαιγε τα μάτια...
Το μισό κομμάτι της Άσπας βρισκόταν στην Αίγυπτο.
Κι ένας έρωτας άστραφτε πάνω στην ακύμαντη θάλασσα, έγνεφε μυστικά, έλαμπε στα μάτια της, περισσότερο από ποτέ.
Αν ήξερες να κοιτάς θα έβλεπες, πίσω από τα βλέφαρα πάντα...