Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Ο ίλλιγγος της Ελένης σε έκσταση

Ήρθε πάλι η Ελένη,
με ξύπνησε καθώς είχα ήδη αφήσει τα φτερά του ύπνου μου, δανεικά κι άκομψα,
την είδα να κάνει τραμπάλα πάνω από τον κόσμο
ο κόσμος μέσα στο παν,
ένα φίδι καθώς δαγκώνει την ουρά του
μεσίστιες σημαίες οι γυναίκες, πονετικές αρκετά όσο να σπάσουν τα κουκούλια των πικραμύγδαλων.
Δεν κουβαλούσε ψυχρές επιρροές από την σήψη που κουβαλούν άνθρωποι-εμπορεύματα,
έμποροι των εθνών βαστώντας ψίχουλα αφιονισμένα,
πραματευτές από τα βάθη της Ανατολής μου είπε συνάντησαν την πονηριά της Δύσης.
Κάθησε στα πόδια μου σαν γάτα καθώς ξεσφράγιζα τον τελευταίο ύπνο απ τα μάτια μου.
Χλαλοές νερών μέσα στα μάτια της
αδίκαστοι οι εραστές που την ξεπουλούσαν πάλι κάτω από το παράθυρο μου,
μούγκριζε αυτό πίκρα ασάλευτη,
μην στάζεις άλλο νερό της είπα, θα γίνει υδρομαντείο πάλι ο φόβος σου,
θα τον βρούν αυτοί και θα κάνουν μαντείες,
θα τις πουλάνε έπειτα στα σκλαβοπάζαρα σαν σπάνιο είδος.
Απαθής η διαφάνεια στο δέρμα της έχασκε, αστρικά σιωπηλά καλοκαίρια,
κάτω από τεράστιους κλίβανους να καίνε ηδονές κι οδύνες μεταφέροντας στα σώματα των ωραίων ζώων,
αχ! Αναστέναξε η μονάκριβη, πόσο ωραίο ζώο μπορεί να γίνει ο άνθρωπος όταν θέλει.
Χόρευε με τα χέρια της σαν βεντάλιες
φανερώνοντας μάτια κρεολής αιματοκαμωμένα,
θέλω να πιώ όλες εκείνες τις ουσίες που θα καθιστούν το πνεύμα μου μονίμως μεθυσμένο,
να αντέξω γυρεύω λίγη κατανόηση,
λίγη ελπίδα και φως.
Και χόρευε καλώντας ξανά τον Μεφίστο,
αυτός  πάλι έπαιζε με τις φούστες των γυναικών, έριχνε ζάρια ποιά θα σταθεί ως πιό όμορφη,
να την καθήσει στα γόνατα του και να πιεί χυμούς και δόξες ερωτικές,
να πλυθεί πάλι ζητούσε σε πλάνες.
Πουλιά γίνηκαν άφωνα καθώς κοίταξαν το θέαμα,
εγώ με τον Μεφίστο αγκαλιά καταπίναμε αέρα αχόρταγα, λες και μόλις βγήκαμε από τον βυθό της θάλασσας,
ανοίγανε χοάνες στα μέλη μας τα μουδιασμένα,
μας έπιναν, μας έταζαν κόσμους νεανικούς και γλυκούς τόσο που δεν αντέχονταν.
Το σπέρμα του Μεφίστο κύλησε σαν το ρετσίνι του πεύκου,
πικρό και σαν τεθλασμένη γραμμή, τι παράξενο θέαμα,
λιγωτικό κι αποτρόπαιο ίσως στα μάτια τα ανθρώπινα.
Ελένη πάλι, να τρελαίνει όλα τα βίτσια αφαιρώντας την τελική κοντυλιά τους.
Με ορμή αλόγιστη,
λευτερώνοντας μυστικά γητειάς και ξόρκια,
λυτρωμένοι εμείς από το πλήθος η ανώτατη τάξη ξανά σε ερασιτεχνισμό,
λυτρωμένοι εμείς από τα προς σε πώληση,
τίποτε δεν έχουμε να πουλήσουμε, μήτε διαμάντια, μήτε πετρέλαιο,
ούτε τον έρωτα να πουλήσουμε λαθραία σαν επιβάτες ενός αεροπλάνου σε πτώση,
πτώση,
κατάπτωση του ζήλου μας ποτέ.
Ελένη ξανά, θωπεύει τις πληγές μας που τρεχαν τρελαμμένα ζουμιά πυώδη,
μολυσματικές γάγγραινες,
μακριά εμείς πάνω σε πλοίο,
γεμάτος ο ουράνιος θόλος αστρισμούς, κεραυνούς με φωτιές ως πύρινες γλώσσες,
μακελειό οι τάξεις των ανθρώπων, ταξικές και τοξικές φλύκταινες που ξερνούν μίσος κρύο.
Η κάψα του θερινού τοπίου όμορφη και πιό ζωντανή από ποτέ,
η Ελένη μου πάλι κερνά κόκκινο κρασί τον Μεφίστο να τον ζαλίσει,
να τον κάνει να αφήσει φως και αντρισμό να τον φορέσουν πάλι οι άντρες.
Κι αυτός εκεί να παραδέχεται την ήττα του
να μπήγουμε τις γλώσσες μας στο στόμα του να τον τρελαίνουμε ακόμα,
η Ελένη φορά λευκά πέπλα, με κυματισμούς στο ύφασμα, μαλλιά χρυσόξανθα σαν στάχυα,
με τα μάτια της κρεολής σημαίνοντα παλάτια,
χορεύω μαζί της γράφοντας σε πλήρη έκσταση,
αυτός ο κόσμος μπορεί να μην αλλάζει πάντοτε,
όμως θυμάται πότε πότε το περασμένο μεγαλείο του,
μοιάζει σαν τα βότσαλα που αφήνουν φωνές μικρές σαν αποσύρεται η θάλασσα για μέσα,
μοιάζει σαν το φως το γλυκό της αυγής μετά από ξενύχτι άγριο
σαν το αγρίμι-γυναίκα που ψάχνει την ολοκλήρωση δίχως αφέντες,
γράφω με ζωντάνια πάλι,
το δωμάτιο οσμίζεται τα πάθη μου,
φωταγωγημένα αυτά ενώνονται με της Ελένης κι αυτού που ακόμη άγνωστο είναι,
φτιάχνουν τρύπες στους τοίχους,
οι τοίχοι νοτισμένοι ανθίζουν άνθη σπάνια,
ω!
Πόσο όμορφος ο κόσμος όταν ο άνθρωπος ξυπόλητος γυρνά, σαν ταξιδιώτης επιμονος στην ομορφιά,
μαέστρος στην άσκηση της γοητείας,
πλήρης αυτή όταν ο άνθρωπος συναντά ξανά το ζώο μέσα του,
αυτό το μελαγχολικό ζώο που θέλει να ενώσει την μοναξιά και την φύση του
με ένα πνεύμα αθάνατο,
μοναδικό, γεμάτο χυμούς,
υψωμένο πάνω από όλα που είναι προς πώληση
ή με τέχνη επίπλαστη και φτηνή που κουβαλά το ψέμμα,
το ψέμμα το κιτς και το αχόρταγο κατακίτρινο γεμάτο χολή.
Πάλι η Ελένη,
εκστατική κι αληθινή πιό πολύ από ποτέ,
βυθισμένη στον ίλλιγγο,
τραμπαλίζεται τώρα ξανά πάνω από τον κόσμο,
δες με! Ακόμη εγώ μαζί της χορεύω!
Καίω από την φωτιά,
μαζί της αγριεύω!

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Φιλιά από jazz

Είναι η ανάγκη ή ο έρωτας;
Σκέπτεται το προιστορικό γυναικείο τέρας
καθώς κρεμάει φιλιά σε έναν άντρα από νερό
Ο άντρας ανασαίνει με βία καθώς έξω από την γυάλινη βιτρίνα περνούν βιαστικά
οι τελευταίοι ξενύχτηδες,
καθώς το τέρας τον μυρίζει ακούγεται στο μπαρ jazz,
σκοτεινά σαξόφωνα αφήνουν πόθους σε υγρά κρύσταλλα
ρούχα πέφτουν θροίζοντας ήχους βαρείς μιας επίσημης ερωτικής έξαψης
έναρξης των μυστηρίων
Το τέρας με την δύναμη του πόθου του τον μεταμορφώνει σε δαίμονα
μάλλον περισσότερο η διαίσθηση που φέρει στα κύτταρα της πιάνει την κρυμμένη
ιδιοσυγκρασία του
Ραφιναρισμένο υπόγειο ένστικτο οδηγεί τον άντρα από νερό
στον ιδιωτικό της κήπο,
λιθόστρωτος γεμάτος άπειρα βότσαλα αυτός και στο βάθος συντριβάνια με χρώματα
Οχι, αυτήν την φορά δεν θα χτίσουν έναν μύθο σε αυτόν τον έρωτα
θα αφήσουν την ανάγκη να περιγράψει κομψά μέσα στα δόντια της
την ορμή που χει το ποτάμι
φτάνοντας εκεί που ένα φεγγάρι ματωμένο φτύνει τα ασήμια του
σαν φίδι που αποχωρίζεται το δέρμα του
Επιτάχυνση γυμνή σε καλέσανε
για ένα φιλί από jazz κοκκινόμαυρο
συναντιέται η επιθυμία με μια νότα,
μαλακά γλυκά όπια που τρέχουν πίσω από κείνο το μέρος
ενός νωτιαίου μυελού που θέλει συνέχεια λιακάδες

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Μανταλωμένο το παράθυρο

Μαχαίρι και χαρτί μπροστά στο άδειο τραπέζι από αντικείμενα.
Πόσο ωραία ντύνει πάντα η ψυχή το σώμα της
σκέπτεται η γυναίκα μέσα στο μπλε, αγαπημένο της χρώμα.
Η ανία φορά χιλιάδες στόματα και ταίζει τον καιρό του ύπνου,
αλαφροίσκιωτα παιδιά οι τελευταίοι των ρομαντικών.
Λύνει τα μαλλιά της σε σκάλες,
ανεβαίνουν διψασμένοι οι κρυμμένοι εραστές
φτάνουν πιό ψηλά από κείνο το κρεμασμένο σύννεφο.
Δεν υπάρχουν απαντήσεις όταν ξέρεις μονάχα να ρωτάς,
είπε ο ένας από αυτούς, γενναίος μέσα στην αλήθεια του,
δεν υπάρχει ομορφιά αν το μόνο που ξέρεις είναι να την φαντάζεσαι,
είπε ένας άλλος λεπτός στους τρόπους και στον τρόπο που έβλεπε.
Πήραν το χαρτί όλοι μαζί
κι άρχισαν να χαράζουν με το μαχαίρι πάνω του ,ανάλαφροι από προθέσεις,
μελετούσαν πιά όλα αυτά που μπορούν να πιάσουν κι οι πέντε αισθήσεις, πράγμα δύσκολο.
Και μέσα σε όλα άνθισε και μια νέα αίσθηση, πρωτόπειρη
σαν την παρθένα που ναι έτοιμη από καιρό.
Κι όταν όλα έγιναν κατά πως έπρεπε, το χαρτί πήρε τον δρόμο για κείνο το σύννεφο,
αυτό που λοξοδρόμησε από τα υπόλοιπα,
άφησε πίσω του μια μέθεξη που βαριά δεν ήταν στο συκώτι,
ούτε στην καρδιά,
αυτά είχε προλάβει να σημαδέψει πριν το μαχαίρι κι ανύπαρκτος ο έρωτας,
φυγάς ο έρωτας από τις τόσες λέξεις που τον σπάραξαν σαν θεριά και σαν μάγοι.
Το δωμάτιο μύρισε άνθρωπο και άπλωσε σαν λίμνη εκστατική, με κατακόκκινα νούφαρα.
Κρατάτε τις λέξεις εσείς, εγώ θα μείνω στην λίμνη, είπε η γυναίκα από μπλε
και χάθηκε εντός της...

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

(συν)αισθηματική κατάσταση [24]

Περπατούν στα στενά της πόλης και γύρω τους κι ανάμεσα τους χορεύουν κόσμοι αλλιώτικοι. Τρέχουν ιππότες, πριγκίπισσες σε κάστρα με δροσουλίτες έτοιμους για χτίσιμο ποίησης σε πέτρινα σκαλοπάτια. ( Πόσο καιρό είχα να συναντήσω καλοσύνη), αναρωτήθηκε εκείνη καθώς έπαιζε μαζί του. Κάποιος αν τους έβλεπε θα σκεφτόταν το απλό, την άφεσή μας στις σχέσεις και τον λόγο αυτής της διάθεσης. Η καθυστέρηση του αναπόφευκτου και πόσο μάταιη είναι η ύπαρξη μόνη της. Άλλαξαν τα ονόματα τους τα κοσμικά. Ιππότης ήταν πιά αυτός και ξωτικό εκείνη.
 Ο κόσμος ήταν μια λίμνη με νούφαρα λευκά, μπορούσαν να τον ενώσουν με τον Νείλο, να τον ενώσουν με την Δρακόλιμνη. Να τον σπρώξουν πέρα από τα μάτια τους. Εκεί μέσα βρίσκουν ανάλαφρα και διόλου εκβιαστικά, στοιχεία του δικού τους μικρόκοσμου. Τρίζει με τέχνη ο υφαντόκοσμος τα πέπλα του, η ψυχή ανοίγει τα σεντόνια της και απαλάσσεται από τις τοξίνες της έλλειψης της καλοσύνης και της ομορφιάς...

(συν)αισθηματική κατάσταση [23]

Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω, παίζει πιάνο. Η βαριά πράσινη κουρτίνα, αφήνει το φως να τον ακουμπά σε ένα μέρος του δεξιού ώμου και στα δάχτυλα. Περίεργες λάμψεις περνούν από τα μάτια του καθώς παίζει μια φούγκα δακρύων και γαλήνης. Εκείνη κόβει τον χρόνο σε κομμάτια. Μέσα της αυτός ο άντρας σκάβει έδαφος με νύχια λιμαρισμένα σε μετάξια, θέλει κάπου να βρεί αν έχουν συναντηθεί σε άλλον χρόνο. Ο χρόνος κι ο χώρος μπλέκουν τρυφερά στην άβυσσο του έρωτα, σκέπτεται εκείνη καθώς τώρα τα δάχτυλα του τρέχουν στα υγρά πλήκτρα πιό γρήγορα, σαν λευκά άλογα... Εκείνος, καθώς ο ήλιος της ζεσταίνει τον λαιμό, μυρίζει το χτεσινό της άρωμα καθώς αυτό, τον κυκλώνει αποσπασματικά. Τώρα το πιάνο του μοιάζει σαν εκείνον τον νερόλακο που έβλεπε παιδί και τον φανταζόταν γεμάτο αστέρια. Εκείνη γέρνει επάνω του μαλακά, τον χαιδεύουν ανάλαφρα ξανθά τσουλούφια. Εκείνο το καρύδι του φόβου σπάει σιγά σιγά και για τους δυο. Σύντομα θα ενωθεί με τα παγόβουνα και θα λιώσει στην Αρκτική.
-Μαγεύομαι μαζί σου γιατί μαθαίνω από την αρχή να μην έχω επιδιώξεις, του είπε στο αυτί, σκορπώντας τις λέξεις σιγά για να μην τον βγάλει από τα πλήκτρα...

Αυτός της φίλησε τα δάχτυλα χαλαρώροντας λίγο τον κόμπο της νότας.
Υπάρχει άκρατος ο κίνδυνος να αντιλαμβάνεσαι τον ήλιο δίχως εγωιστικές φλυαρίες, σκέφτηκε και συνέχισε ανοίγοντας τώρα την αλυσίδα της μουσικής σε ουράνια μελωδία.
Η γυναίκα απομακρύνθηκε από κοντά του, στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και συνέχισε να τον κοιτάζει...Υπάρχει ένας διάβολος που σκορπάει την ζωή μας με τέτοιον τρόπο επισημαίνοντας άτακτα συμπτώσεις που αυτό τελικά γίνεται τέχνη κι έρωτας, σκέφτηκε. Και καθώς τα σκεφτόταν αυτά 'κείνο το γνωστό φτερούγισμα της ευγνωμοσύνης πέταξε στο στήθος της και παρέλυσε όλο το σώμα.
 (Θεέ μου, ο κόσμος γίνεται κάλλιστος), είπε δυνατά και συνέχισε να τον βλέπει και να τον ακούει επάνω στο πιάνο σαν έναν φωταγωγημένο πίνακα...

(συν)αισθηματική κατάσταση [22]

Διψασμένη η φωνή της Μαρίας, πανώρια σαν σπαθί αρπάζει τον κόσμο, τον κλείνει πίσω από τον λάρυγγα και τον μεταβιβάζει στα κλειστά τοιχώματα της σιδερένιας αορτής. Κι όλος ο κόσμος σφιχτά δεμένος σε ένα ξεψύχισμα των πορφυρών αγγέλων εξαϋλώνεται. Μείνε κοντά μου Μαρία, σε έχω ανάγκη περισσότερο από ποτέ...

(συν)αισθηματική κατάσταση [21]

Το πρόσωπο της μισό στο φως, το άλλο μισό βουτά σε σκιές. Εκείνος έχει τα χέρια του στον αυχένα του, τεντώνει το καθισμένο κορμί του πίσω. -Υπάρχουν έρωτες που ξεκινούν και καταλήγουν στο κεφάλι κι άλλοι στην καρδιά. Είπε εκείνη προσέχοντας ένα καινούργιο νευρικό τικ στην άκρη του ματιού του. - Ναι, κι άλλοι που ζουν μονάχα από το αίμα. Έχουν την ζωντάνια του κόκκινου υγρού κι όλες του τις ιδιότητες. Πιό ύπουλη αρρώστια από αυτήν, όταν αρρωστήσει το αίμα δεν ξέρω, απάντησε εκείνος. Κοφτά, σέρνοντας τις λέξεις με την γλώσσα του.
 -Αν σταματήσουμε να ζούμε με την καρδιά και λεπτό σαν δέκτη το κεφάλι, θέλω να πούμε αντίο χωρίς να πούμε αυτήν την λέξη, απλά να ανοίξει ένας από τους δυο την πόρτα και να φύγει. Του είπε απαλά. Αυτός έπιασε το πρόσωπο της στα χέρια του και κυρίεψε τα μάτια της κοιτώντας τα. -Ζούμε κι οπλίζουμε τους φόβους μας κάθε ημέρα με όλα γύρω μας. Δεν χρειάζεται να γεμίζουμε με δηλητήρια αυτόν τον έρωτα. Αυτός ο έρωτας είναι το καταφύγιο μας, τον χρειαζόμαστε για να είμαστε ζωντανοί. Την έφερε επάνω του. Άκουσε το λεπτό σύρσιμο του ρούχου της πάνω στα πόδια του. Τα μαλλιά της να τρίβονται στο μάγουλο του. Γι' άλλη μια φορά η αφή της τον συγκλόνισε, όμως πέραν αυτού η καρδιά του μαλάκωνε, μεταμορφωνόταν σε ένα μικρό στολισμένο θερμοκήπιο από ήλιους. Το να βιώνεις τον έρωτα μόνο με μια ιδιότητα είναι σαν να περπατάς σε μισόφωτο δωμάτιο, σκέφτηκε. Από το απέναντι ανοιχτό παράθυρο κάποιος έκανε πρόβα παίζοντας ηλεκτρική κιθάρα. Μια νότα μπήκε στο μυαλό του ενωμένη με την αφή της, ήχησε δυνατά μέσα στο κεφάλι του.Ένιωθε τόσο έντονα την ζωή μαζί της, σκέφτηκε πόσο ιδαίτερα κινούν τα κορμιά τους οι μουσικοί κι οι χορευτές...Υπάρχει ένας τρόπος παράξενα γοητευτικός, σκέφτηκε... Οι μουσικοί κι οι χορευτές...

(συν)αισθηματική κατάσταση [20]

-Οι ιδιοφυίες έχοντας την θνητότητα της ύπαρξης τους, για να φτιάξουν έργα αθάνατα, φεύγουν από το δικό τους μάτι και καταδύονται στην ανθρωπότητα που βρίσκεται απλωμένη μέσα τους. Είπε η Μ. και συνέχισε να τριγυρνά στο δωμάτιο κρατώντας ένα φλυτζάνι με αχνιστή σοκολάτα. Εκείνος διάλεξε ένα δίσκο από βινύλιο. (Μότσαρτ). Άνοιξε το παράθυρο και κάθισε στο περβάζι του αφήνοντας τον ήλιο να του χαιδεύει τον σβέρκο. -Τι έχω πάθει με σένα, μου λες; Αγαπώ αυτά που λες, αγαπώ κι αυτά που σε κάνουν να τα λες. Υπάρχουν πράγματα που σε κεντρίζουν, που σε κάνουν να εκφέρεις αυτά τα λόγια, αυτά τα αδιόρατα, αγαπώ πιό πολύ. Μα και ταυτόχρονα, είσαι τόσο απαραίτητη που ευχαρίστως θα συναντούσα μια άλλη μόνο και μόνο για να πείσω τον εαυτό μου πως δεν μου είσαι απαραίτητη. Η Μ. χαμογέλασε, άφησε την σοκολάτα στο τραπέζι και τέντωσε τα χέρια της επάνω. -Ο έρωτας, προσπαθούσα εντέχνως να σου πω πριν, είναι έργο αθάνατο. Είπε, κι άρχισε να χορεύει κάνοντας κινήσεις μπαλαρίνας. (Είναι απίστευτο πόσο μαγικό μπορεί να είναι ένα πρωινό), σκέφτηκε εκείνος και την κοιτούσε γελώντας. Κι εκείνη την στιγμή ένιωσε να αφήνει κομμάτια από τα συναισθήματα του ελεύθερα και αυτά να ενώνονται με την ανθρωπότητα. Ένιωσε να διαιρείται δηλαδή σε άπειρα μέρη και μια έξαψη ευγνωμοσύνης τον πλημμύρισε.
 Κατάλαβε απόλυτα αυτό που του είπε στην αρχή της κουβέντας της η Μ. Μα είναι ιδιοφυής ένας ερωτευμένος ή απλά είναι ιδιοφυής ο έρωτας αναρωτήθηκε. Εκείνη την στιγμή έβλεπε τις μπούκλες των μαλλιών της να γυρίζουν σε στροφές σαν δερβίσηδες. Ένιωσε απλά ευτυχισμένος... Άλλο είναι η ευτυχία του ενός κι άλλο αυτή των δύο, σκέφτηκε...

(συν)αισθηματική κατάσταση [19]

Κόμποι κόμποι, μεταξωτοί φτιάνουν το κομπολόι της λύπης. Μην είσαι άτρωτος αγάπη μου, με τα χέρια σου παίξε ζωηρά. Παιδί-ελάφι γίνε ξανά, γύρνα στο στέρνο σου, μετακίνησε τους κόμπους και χρωμάτισε τον βαρύ ουρανό. Θα ξαναρθούν ήμερες οι στιγμές να σε επιβραβεύσουν με ένα βελουδένιο ηλιοβασίλεμα. Με χάδι γατίσιο και ευθύ. Γίνε ένας μοναχός στο Θιβέτ, γίνε ξανά έρωτας...

(συν)αισθηματική κατάσταση [18]

Βρέθηκε ακόμη για μια φορά σε μια αίθουσα φιλοξενίας της τέχνης. Σε μια νοητή ευθεία απέναντι της βρισκόταν ο "καλλιτέχνης". Φορούσε ένα ύφος βαρύ και μισομεθυσμένο. Κι ενώ είχε μια φρικτή ζέστη στην αίθουσα, αυτός φορούσε ένα μαύρο παλτό. Κρεμασμένες στο μπράτσο του νεαρές πεταλούδες που λοξοδρομούσαν μεταξύ κουλτούρας και αστικών σαλονιών. Προσπάθησε να βρεί κάτι το ερωτικό στην ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει ανεκτικότητα σε μια ατμόσφαιρα αν δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο ερωτικό. Όμως έβλεπε τους ανθρώπους τυλιγμένους σε μια γκρίζα φούσκα. Ξαφνικά από το βάθος της αίθουσας ακούστηκε Βάγκνερ, ένα άρμα σε συμφωνία και κομμάτι ανσάμπλ με τον θάνατο. Το δέρμα της σηκώθηκε ανυπότακτο. Ταυτόχρονα είδε τον "καλλιτέχνη" να επιχειρηματολογεί για το έργο του με γλώσσα ταχύτατη και περισσή σε έπαρση. (Φτωχέ τράγο, τι έργο ωραίο να κάνει κάποιος όταν επιχειρηματολογεί τόσο για την τέχνη του), αναρωτήθηκε κι έκλεισε τα μάτια της. Ο Βάγκνερ εισέβαλλε με το άρμα του μέσα της και κατέλυσε κάθε της κύτταρο. Περπάτησε στην αίθουσα και αισθάνθηκε να χάνεται σε μια κόκκινη χλόη από αίμα...

(συν)αισθηματική κατάσταση [17]

Περπατούσαν πιασμένοι από το χέρι, την ανηφόρα του Λυκαβηττού. Εκείνη μύριζε την ζεστή του μυρουδιά, έμοιαζε σαν ξύλο βουτηγμένο σε λιβάνι. Κι αυτός με μάτια κάρβουνα, την κοίταζε πότε πότε αφηρημένα σαν παιδί και πότε σαν ενήλικας ερωτευμένος. Τότε η γυναίκα άνοιξε τον θώρακα της με τα νύχια της. Ξεπήδησαν από μέσα του ένα μαύρο κι ένα λευκό χελιδόνι. Εκείνος κυριεύτηκε από πάθος πρωτόγνωρο και όταν έφτασαν σπίτι ζωγράφισε την σκηνή. Αυτό που έφτιαξε ήταν ο πιο ποιητικός του, ανθρώπινος πίνακας. Υπήρχε η αφαιρετικότητα και όλα τα θέλγητρα που υποτάσσουν την θέληση στην καρδιά. Μόλις τον τελείωσε, έσκυψε και φίλησε τα πόδια της. Κι εκείνη χαμογέλασε που ελαφρύτερη ένιωθε, δίχως τα δυο χελιδόνια που άφησε λεύτερα στην ανηφόρα του Λυκαβηττού...

(συν)αισθηματική κατάσταση [16]

(Δεν χρειάζομαι αλήθειες, μόνο μικρά ψέμματα που καλύπτουν την σκληρή πραγματικότητα), της είπε ένα πρωί παγωμένο. Η πρωινή υγρασία έκανε τα φτερά των πουλιών να τρέμουν. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε προσεκτικά. Με δύναμη έκαναν την εμφάνιση τους νέες ρυτίδες γύρω από τα μάτια του και μαύροι κύκλοι. Έφτιαχναν έτσι σκληρό, το πρόσωπο. (Πάλι δεν κοιμήθηκες); είπε με ένα λεπτό ενδιαφέρον στην φωνή της. Και συνέχισε. (Έδιωξες όλους όσους μας αγαπούσαν, μακριά μας, με τις σκληρές σου τακτικές.) Και κοίταξε γύρω της τα άκομψα γλυπτά του, είχαν χάσει από καιρό την λάμψη τους, ακόμη και στα έργα του φερνόταν σκληρά και άκομψα. ( Τα συναισθήματα θυσιάζονται για την αλήθεια, αυτό είναι η τέχνη, εσύ το ξέχασες μαζί με άλλα πολλά). Εκείνη την στιγμή, ένα γκρίζο περιστέρι πέταξε έξω από το παράθυρο. Αυτός το κοίταξε αφηρημένα. Έπειτα θυμήθηκε πως άρχισε να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια της νεκρής μητέρας του, αυτά που τόσο είχε μισήσει κάποτε, μα, από πότε αυτό του συνέβαινε; αναρωτήθηκε κι ένα δάκρυ ξεπρόβαλλε στην άκρη του δεξιού ματιού του.. Έξω τώρα έπιασε να ρίχνει χιονόνερο...

(συν)αισθηματική κατάσταση [15]

Μέσα στο χάος λαμπερή προβάλλει η δημιουργικότητα. Είτε αφορά στα θέματα του έρωτα, είτε σε θέματα που αφορούν τέχνες. Αδύνατον όμως να ζήσω μέσα του για πολύ. Χρειάζομαι να ξέρω που αναπαύονται οι ιδέες μου ή που τρέχουν σαν ζώα στο ξέφωτο. Αγρυπνά πάντα μέσα του το πνεύμα μου, όμως δεν μπορεί για πολύ εκτός μιας αυτόματης γραφής ή πλασμάτων που αγγίζω το σχήμα τους το ανάγλυφο. Το ίδιο δεν μπορώ να υπάρξω σε κανόνες, είτε αυτοί αφορούν έργα, είτε ανθρώπους. Είναι γοητευτικός πάντα ο κανόνας που αφορίζει τον επόμενο, όμως ζητώ την αρμονία και την τάξη της ομορφιάς που υπάρχει στα αρχαία αγάλματα...Εκεί βρίσκεται η ομορφιά, στα μάτια των αρχαίων αγαλμάτων και στα μέλη τους που κομψά σκορπίζουν ευδαιμονικά τα σχήματα..

(συν)αισθηματική κατάσταση [14]

Νιώθω από εσένα, όλα που μου περιγράφεις. Αυτά που με επιμέλεια μου κρύβεις κι αυτά που τονίζεις χτυπώντας με την γλώσσα τις συλλαβές τους. Αυστηρά παραγγέλματα οι ματιές που μου ρίχνεις πλάγια. Μου αρέσει να κάθομαι να σε ακούω και να φτιάχνω ρόλους. Να φτιάχνω δάση από αισθήσεις και άγονα μέρη. Ο πιό όμορφος ρόλος που φτιάχνω, είναι αυτός του νομάδα. Αυτό που διαφέρει είναι πως αντί για ζώα μετακινώ συνέχεια τις λέξεις σου για να ταίσω. Είναι κι αυτό μια συγκλονιστική όψη της ζωής. Η ζωή χωρίς την ματιά της τέχνης θα ήταν μια μαύρη τρύπα φερμένη από ένα άγνωστο σκληρό κόσμο...

(συν)αισθηματική κατάσταση [13]

Στις άγνωστες συνομιλίες του ποιητή με την ανυπαρξία, εκεί στάθηκε. Κι αυτά που βρήκε ήταν λέξεις στολισμένες με χρώματα άγνωστα. Σελίδες γεμάτες αμαρτίες και αγιοποίηση. Όλες οι αμαρτίες του έγιναν σύμβολα και έννοιες φθαρτές. Γιατί όλα αυτά, αν δεν σημάδεψαν την ζωή αυτού που τα διαβάζει, τίποτε δεν είναι. Γι' αυτό εκείνος ποτέ δεν θέλησε να απαγγείλει τους στίχους. Μονάχα να ζεί όπως του όριζε το μέσα των ματιών του. Πίσω από τα αόρατα κάγκελα μια φωνή τραγουδάει με νότες λανθάνουσες. Αυτό το λάθος ήταν οι μικροί ορισμοί της ανυπαρξίας του. Θυμάμαι όταν τον είδα είχε βροχή στα χέρια του...

(συν)αισθηματική κατάσταση [12]

Περπατούσε κι ο δρόμος άρπαζε χρώματα. Κάτι από κόκκινους λαγόνες, κάτι από ένα χλωμό μεταξένιο λευκό στους γλουτούς. Κάτι από κάρβουνο στα μάτια. (Υπάρχουν άνθρωποι που καθώς περπατούν ξύνουν ολόκληρες ιστορίες στο πάτωμα. Είναι συνήθως πλάσματα που δεν έχουν παραδώσει το πνεύμα τους στην ανία). Περπατούσε και οι οδηγοί δεν χτυπούσαν τα δάχτυλα νευρικά στο τιμόνι. Γιατί μια λεπτή αύρα τους φυσούσε στο πρόσωπο μπαίνοντας ξαφνικά από το παράθυρο.(Υπάρχουν άνθρωποι που σηκώνουν στα χέρια τους την ευαισθησία που έχει ένα χαρτί που σκίζεται στα δυο μαζί με το πρωινό ξύπνημα ενός λουλουδιού που ευωδιάζει άγρια)...

Μια συνηθισμένη ημέρα

Καθώς τακτοποιούσα λίγο από το χάος μέσα μου
γράφοντας,
μια ηλιαχτίδα ήρθε και στάθηκε στην μέση του δωματίου.
Και κάθε τι από τα πράγματα που βρίσκονταν γύρω μου χαμογέλασε,
αυτό μου φάνηκε φρικιαστικά όμορφο και μοναδικό.
.....
Τα βιβλία φώναζαν ανοίγοντας τα φύλλα τους με θόρυβο,
('ολες οι θρησκείες είναι υπόθεση μιας ημέρας).
.....
Ο παλιατζής κάτω από το παράθυρο μου, διαλαλούσε την πραμάτεια του,
σκέφτηκα κάπως θλιβερά,  πόσο γυαλίζουν τα παπούτσια στα πτώματα πριν τα χώσουν στο χώμα,
πόσο εύκολα ξοδεύουν δάκρυα όχι για τον χαμένο μα για τις δικές τους απώλειες οι ζωντανοί.
.....
Και καθώς έγραφα εμπρησμοί συνέβαιναν στο δεξί ημισφαίριο του μυαλού μου.
.....
Ένας θρόμβος  από το αίμα μου
 ήρθε και στάθηκε πάνω στην ηλιαχτίδα
κι έγινε ήλιος λαμπρός.
....
Ο ήλιος αυτός μου θύμισε πόσο ανώνυμο αίμα είχε χυθεί
και πόσο ακόμη θα έτρεχε στους δρόμους.
....
Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο, απαντώντας στην κλήση είχα την ατυχία να μιλώ με
ένα πρόσωπο υποχόνδριο,
είχε έτσι γίνει γιατί μελετούσε τα μικρόβια στο μικροσκόπιο για χρόνια,
μιλούσα άτονα και βαριεστημένα και ταυτόχρονα σκεφτόμουν,
σκεφτόμουν πως όλα γύρω και μέσα μας είναι αντανάκλαση,
έτσι λοιπόν ξέροντας τόσο πολλά για εμένα ήξερα και για τους άλλους.
....
Κι όταν στάθηκα έπειτα ξανά μπροστά στο χαρτί
είπα στον εαυτό μου, ή μάλλον τον ερώτησα,
μπορείς να σκέφτεσαι με την καρδιά και να νιώθεις με τον εγκέφαλο σου;
....
Και φυσικά αντί απάντησης κράτησα ένα κενό,
το κενό αυτό στάθηκε ανάμεσα σε μένα και στο χαρτί,
άρχισαν τότε όλοι οι αδικημένοι αγαπημένοι μου νεκροί
να έρχονται απρόσκλητοι και να κάθονται δίπλα μου,
γέμισε τότε το δωμάτιο γιασεμί
κι ένα ψυχρό αεράκι κάθισε πάνω στα μάγουλα μου.
Και γέμισε το πρόσωπο μου ασυγκράτητα δάκρυα,
είναι στιγμές μέσα στην ημέρα που δεν αντέχω να με βλέπω να ζω
αυτήν την ζωή που δεν αντέχεται ούτε από εμένα,
ούτε την άντεξαν αυτοί που τόσο πολύ αγάπησα κάποτε....

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η ουτοπία με το χρώμα μπλε

Ο ζωγράφος άπλωνε χρώματα στο τελάρο του δίχως αντικείμενο
φρόντιζαν αυτή την υπόθεση όλες οι αισθήσεις του,
σαν να τον φώτιζαν χιλιάδες κεριά τα μάγουλα του,
τα  χέρια του τρεμάμενα από την αναμονή του αποτελέσματος.
....
Την ίδια ώρα ένας γλύπτης λάξευε με αρμονικές γραμμές ένα λευκό μάρμαρο
απέναντι του μια γυναίκα είχε αναλάβει το ύφος στο σώμα της,
ήταν από τις γυναίκες που η έκφραση υπήρχε ως αρχέγονο στοιχείο στην σάρκα
κι όχι στο βλέμμα της
.....
Κάπου αλλού, μακριά ,ένας άντρας έφτιαχνε λέξεις στο χαρτί
αποκωδικοποιώντας συναισθήματα και σκέψεις που σαν άσπρα σύννεφα ταξίδευαν πάνω από το κεφάλι του,
το αποτέλεσμα δεκάδες τσιγάρα στο τασάκι και μια ηδονή
που ερχόταν ανυψώνοντας το πνεύμα του,
αυτός πάλι είχε ξεχάσει πως δυο ημέρες ήταν νηστικός
.....
Στην πόλη που έμοιαζε τρύπια από πληγές, από πέτρες και φωτιές της χτεσινής νύχτας,
κάποιος άλλος μέσα σε φιλμ κατέγραφε γεμάτος έξαψη
έναν γέροντα άστεγο καθισμένο στο παγκάκι αγκαλιασμένο με έναν σκύλο
.....
Κι ένα ζευγάρι ξεδίπλωνε την ίδια ώρα,
όλα κείνα τα πάντα και ποτέ,  που χρειάζεται καθώς αυτοί βέβαια πίστευαν, ο έρωτας
για να ναι τάχα ξεχωριστός,
να είναι σαν ένα βουνό απάτητο και τρυφερό
.....
Την ίδια ημέρα και πριν τα μεσάνυχτα,
κυρίες και κύριοι μοντάριζαν ρόλους, ψυχροί και ντυμμένοι άψογα ,με ρούχα της πόλης.
Κι αυτοί ήταν τρισάθλιοι εραστές χωρισμένοι σε μονάχα δυό μέτωπα των ηδονών,
καθώς η ηδονή γι αυτούς ήταν ή σαδισμός ή μαζοχισμός.
Πίσω από την οθόνη της τηλεόρασης εκτελούσαν τον ρόλο του εκφωνητή των ειδήσεων
η τέχνη τους υπήρξε πάντα ως ξεχωριστή στην μια της δυνατότητα.
Την καλλιέργεια που σαν πανώλη εξαπλώνεται στον πλανήτη γη κι ολοένα ανεξέλεκτα.
Το να καθιστάς τους ανθρώπους δυσαρεστημένους από την μοίρα τους,
τι τραγικό! Και δίχως να υπάρχει το αρχαιοελληνικό στοιχείο της τραγωδίας,
άρα και δίχως την δυνατότητα της κάθαρσης!
.....
Τότε ήταν που πήρα το καράβι κι έφυγα για τα ελληνικά νησιά,
έμεινα εκεί ώσπου τα μαλλιά μου έγιναν λευκά μπαμπάκια,
κι η παρέα μου ήταν ένας γάιδαρος, ένας σκύλος
κι ένας καπετάνιος που χε αφήσει από χρόνια τα μακρινά ταξίδια,
κι αυτό για να γίνει ψαράς με ένα μπλε καίκι.
Κι αν ο κόσμος χαλούσε κι είχα δυνατότητα κάποιους να σώσω,
αυτούς νιώθω θα διάλεγα,
τον καπετάνιο-ψαρά,
τον γάιδαρο και τον σκύλο.
....
Κι έναν ωραίο ορίζοντα μακρινό μεταξύ θάλασσας κι ουρανού,
να υπάρχουν οι τέχνες από την αρχή εκτελώντας τον αιώνιο ρόλο τους.
Να ανυψώνει ο άνθρωπος το πνεύμα του σαν λευκός καπνός
αφού πριν έχει ταίσει το σώμα του
με όλες τις γήινες τροφές,
τις γήινες ηδονές του...

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Ο κυνισμός μετά την ελπίδα

Σε βλέπω να στέκεσαι μπροστά μου, με μια λύπη,
ίσως την ίδια που κρατά μια ταίστρα ενός πεθαμένου ζώου
Να θες να αποσυμφορήσεις την κίνηση των τοξινών στον δρόμο μιας πνευματικής χαμηλής κατάστασης
Μιλάς στον εαυτό σου αποδυναμώνοντας όλες σου τις σκιές
Περπατάς και νιώθεις πως περιβάλλεσαι από ένα πέπλο αόρατο
πιστεύοντας πως κανείς δεν σε βλέπει,
αυτό πιστεύει κι ένα παιδί που κλείνει τα μάτια του
Σκάβεις βαθιά με  τα ίδια κατά βάθος αντικίνητρα,
στοχάζεσαι ατέλειωτες εκτάσεις από ελπίδες,
ίσως το να μην ελπίζεις πια να ήταν ωραίο για τις βόλτες σου
ωραίο για τις αναμονές
Όταν οι αναμονές για την ωραιότητα γίνονται πάθος, τότε παύει το μυστήριο που κρύβουν αναμένοντας
Κι η λύπη, μια νύφη σε αναβρασμό, θα σε πετάξει σε κάποια ακτή όπου σκουπίδια θα πετούν τα ανθρώπινα σκουπίδια
Δεν θα υπάρχουν γλάροι να ταίσεις με χέρι σταθερό
φοβάμαι κι ούτε ένας καθαρός ορίζοντας να βλέπεις
Φόρα τον εαυτό σου και πάψε να με κοιτάς, ικετεύοντας,
πότε θα φανούν αυτά που διψούν τα μάτια σου
τα χέρια σου να ψαχουλέψουν άγρια αυτό που ποθεί η καρδιά σου
Μπορεί οι τιμές να ανέβηκαν στις τροφές
αλλά είναι εξευτελιστικά φτηνές σε αυτά που αφορούν τα ανθρώπινα...

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Η τραγιάσκα του παππού μου

Ο παπούς μου από το νησί ήταν ψηλός κι ευθυτενής όσο μπορεί να ναι ένας μεγάλος άνθρωπος
Φορούσε τραγιάσκα κι ένα γιλέκο που αργότερα το ζήλεψα
Μιλούσε συνεχώς με ιστορίες και παραβολές
με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο ξόρκιζε τον θάνατο που έτρεχε στα νησιά
ειδικότερα ο Χειμώνας στα νησιά μπορεί να περιγραφεί σαν θάνατος, σαν ακτινογραφία της μοναξιάς
Η γιαγιά μου ήταν από αυτές τις γυναίκες που θα έλεγες δαιμονικές
ακούραστη πάντα κι άυπνη.
Αυτός, το μόνο που ήθελε, μια ήρεμη γωνιά για να διαβάσει ήσυχος
Όταν ήμουν παιδί φυσικά δεν με απασχολούσε  ο θάνατος
πίστευα πως θα ζούσα αιώνια,
ώσπου να μεγαλώσω ,του έλεγα, θα έχουν βγάλει το χάπι της αιώνιας νιότης
Κι αυτός σκεφτικός μου απαντούσε με μια γραμμή θλίψης ανάμεσα στα μάτια,
και κάτω από την τραγιάσκα του ο αγώνας να ζεί  ειρηνικά φαινόταν με λαμπρότητα,
αυτό ποτέ δεν θα το κάνει ο άνθρωπος παιδί μου,
ο άνθρωπος αιώνια μάχεται τον εαυτό του και μετά τους άλλους
Όταν ο παππούς μου έλειψε και κύλησαν τα χρόνια κατάλαβα τι ήθελε να πει
με κείνη την φράση του
την στιγμή που το πνεύμα ανυψώνεται το σώμα γονατίζει
Χρόνια τώρα βλέπω τους ανθρώπους να  περπατούν με το σώμα τους όρθιο
Χρόνια τώρα το βυζί του κόσμου στάζει αίμα
κι εμείς με ματωμένο στόμα δήθεν μεταλαβαίνουμε ψωμί και κρασί,
στην πραγματικότητα μεταναστεύουμε παντού φόβο και θάνατο,
απλό το διάγγελμα του ανθρώπου από την πρώτη του ύπαρξη,
για δες! 

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΓΥΜΝΟΣΑΛΙΑΓΚΑΣ

Οι προφητείες που μιλούν για το τέλος του ανθρώπου
πάντα είναι επίκαιρες από το βάρος του,
τα βήματα σου αχνιστά σε καπνούς τέλευσης.
Τι σημασία έχει αν με άλλες λέξεις λέμε το ίδιο πράγμα
εσύ σαν περσόνα με μυστήριο και μια σνομπ διάθεση,
εγώ σαν σκέψη αυτόματη και δίχως φτιαξιά επίσημη ακάλεστη στην λίστα αναμονής.
Δεν περιμένω τίποτε πιά ούτε καμώνομαι πως γνωρίζω τα περισσότερα.
Ρολόγια που σταμάτησαν στο ίδιο σημείο
σε κίνηση μετωπική τα δυο άκρα μας,
σε πλατεία ανήλιαγη και απροσδιόριστη η μιλιά μας.
Σε αφήνω να μιλάς γιατί οφείλω έτσι να κάνω,
όταν έρθει όμως ο χιονιάς μην ζητάς να ζεστάνω το στόμα σου,
μην ξανακάνεις αναφορές γιατί μας βρήκε το τέλος,
αυτό πάντα βρίσκει τον δρόμο του,
εκείνο που πάντα ακουμπά σε δυσκολία είναι η αρχή
και ανύπαρκτο το τέλος του εγωισμού, μοιάζει σαν οχυρό του θανάτου.
Παράξενο που όταν ο άνθρωπος οσμίζεται την ζωή τελικά πράτει μονάχα θάνατο,
άφησε το εργαστήριο που μελετάς την κίνηση των αστέρων
και κάνε μελέτη το γιατί αυτό συνεχώς συμβαίνει .
Τι να συμβαίνει άραγε σε αυτό το ον που η φωνή του και τα πουλιά τα κάνει σιωπηλά
και σε  αυτόν που του μοιάζει του φτιάχνει σταυρούς
κι εμπόδια ατέλειωτα στον λαβύρινθο της μικρής ζωής;
Μικρή είναι η ζωή και σήμερα,
αύριο ίσως να μην υπάρχει,
απέραντα τα νεκροταφεία ησυχάζουνε, τις ματαιοδοξίες κάνουν πέρα,
κι ακόμη κι αν έναν τάφο τον κάνεις λαμπρό, αυτός που έφυγε μάτια δεν έχει να τον δει.
Το τέλος της ανθρωπότητας το πιό επίκαιρο
το μόνο κοινό στους αιώνες που κύλησαν μακριά,
σαν κυλιόμενες πέτρες,
όμως αυτό ακριβώς κανείς δεν ακουμπά,
όλοι ασχολούνται με μια ζωή κατά φαντασίαν ζωή,
παράξενο που μοιάζει!
Και τούτο ακόμη τραγικά επίκαιρο
μέσα στο λιβάδι που χορεύουν λύκοι φορώντας στολή αμνού προς διάθεση μιας αγοράς φτηνής
κι ίσως απόλυτα χυδαίας...

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Άτιτλο

Mατώνουν οι λέξεις, τραβούν για την θάλασσα σαν κόκκινα πρόβατα
Τις τραβάω όσο παίρνει με μια λεπτή κλωστή
Έπειτα τραβούν τον άγριο δρόμο
επιστρέφοντας μετά από ένα δείπνο που υιοθετεί ένας μύστης,
λανθασμένες κρεπάλες κάτω από τον ουρανό,
νότες σβησμένες με μοσχολίβανο,
λερές απόψεις ενός κουρασμένου αστού,
δωμάτιο που περπατά στην άκρη των δακτύλων του.
Ρουφάω καπνό κι αφήνω δαχτυλίδια στο ταβάνι,
γράφω με κάρβουνο που μετά θα το περάσω στα μάτια μου,
μήπως θυμηθώ έτσι σκέπτομαι την τελευταία ετοιμασία της μούμιας στην έρημο.
Το Παρίσι βάφει το στόμα κόκκινο από το κρασί των αμπελώνων του
η Αγγλία πίνει τσάι μετά από μια βροχερή ημέρα φτιάχνοντας λίγη πόζα
το Άμστερνταμ κάνει ποδήλατο καπνίζοντας χόρτο
κι οι αποικίες πάλι περιμένουν την έναρξη των εργασιών με το βουλοκέρι του σκλάβου.
Κι εγώ πάλι αναπολώ τον ήλιο να παίζει στα μαλλιά μου,
το πλοίο να περιμένει στο κατάστρωμα μια κιθάρα κουρδισμένη να φτιάχνει τόξα,
τον έρωτα να κολυμπά στο Αιγαίο δίπλα στα δελφίνια χωρίς να ξέρει που θα τραβήξει,
που θα φυσήξει ο αέρας,
δίχως πυξίδα, δίχως προσδιορισμό αφού όλα αντιστέκονται.
Όλα αλλάζουν,
μόνο οι λέξεις τραβούν μια πορεία επισημαίνοντας αυτό που είναι άγνωστο,
αδιάβαστο ακόμη,
εκτός από κείνα τα παιδικά μάτια που θυμάμαι πότε πότε να φοράω,
χωρίς να βρίσκω όμως και εκείνον τον ωραίο ενθουσιασμό,
οι κόσμοι όλοι γυροφέρνουν πάνω από το στόμα που έχει ο ουρανός
και γύρω από το ατέλειωτο χρώμα που κουμπώνει η θάλασσα, αυτή η ταξιθέτρια των ματιών,
αυτή ακόμη επισημαίνει το μικρό σημείο του Νότου
που κοιμάται,
κοιμάται καθώς ατέλειωτοι εφιάλτες κάνουν τις λέξεις φτωχές μπροστά στο τέλος,
τι είναι οι λέξεις μπροστά στο θέαμα ενός άστεγου,
μπροστά στο πεινασμένο στόμα ενός παιδιού...
Στο μεταξύ ολοένα βρέχει κι η βροχή ζωγραφίζει ήχους στην άσφαλτο
ενώ η εξοχή αναμένει το καλοκαίρι πιό βαριεστημένη από ποτέ.... 

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Χειραψίες δίχως υποστολή

Μέσα σε παχιές συμβουλές ατέρμονα μην την ξοδιάζεις την ζωή΄
Όλοι περιφέρουν γνώμες και απόψεις περί του ζειν ασφαλώς και ησύχως
Ωσπου να αλλάξεις το πλευρό θα χουν αλλάξει γνώμη πάλι
....
Κρατούν  σημαίες, άλλοι σχολές σκέψης και ποίησης ,άλλοι εικόνες αγίων
άλλοι μιλούν σαν τον φαφλατά που κάνει φασαρία στα σκυλάδικα τα παλιά, του Σαββάτου
....
Στα σανατόρια τα μεταπολεμικά πολλοί πέθαναν σημειώνοντας τα γεγονότα του θανάτου
Στα σαλόνια των αστών πολλοί μαζεύονταν μιλώντας για τις τέχνες
όμως λίγοι από αυτούς ήξεραν την τέχνη του ζειν επικινδύνως
μια τέχνη είναι κι αυτή, αγνή , από παράσιτα δεν ξέρει, μόνο από υπερβολή πάσχει μέσα σε πραγματικότητες
.....
Γυρίζω με τα μάτια μου τον κόσμο όλο
το μάτι μου το καλό αντίκρυ από το κακό,
να βλέπω θέλω, να αγγίζω με τα χέρια μου,
κι αν ήταν δυνατό, πολλές φορές θα ήθελα τίποτε να μην ακούω πια,
τα αυτιά μου να τα χα στην τσέπη μου ή πότε να τα φορούσα σαν χίππικα κολιέ
ακόμα και σαν κομπολόι στην ουρά ενός ψαριού θεόρατου
....
Ανθρωποσύναξη στην σπηλιά τεράτων σε κουράστηκα
....
Η γλώσσα λέει πολλά, τρέχει, πριν σκεφτείς ποιά θα ναι η επόμενη σου κίνηση
σε αυτόν τον ερημωμένο κόσμο
...
Διατάσεις, επικύψεις από ανδρείκελα σε μαυροπίνακα αδιάσειστο
σας κουράστηκα,
τρέχω εκεί που ο λαιμός σας σπασμένος δεν μπορεί να ξεγελάσει άλλο τον χρόνο,
ο χρόνος είναι πολύτιμος,
τις συμβουλές και τις παραινέσεις κρατείστε για τον εαυτό σας,
στολίστε τα κυριακάτικα ανθοδοχεία σας με αυτές
...
Και κάντε λίγο πέρα, καθώς προτιμώ την απόλαυση ενός περίπατου μοναχικού σε πάρκο όμορφο
Να μην ακούω
μόνο να βλέπω και να αγγίζω όλα αυτά, που απαραίτητα μου είναι,
απαραίτητα μου είναι να αγναντεύω έναν ορίζοντα δίχως όρια,
να χορεύουν άνθρωπος και πουλιά σε ένα γυμνό τοπίο
μόνο ένα φεγγάρι παρέα μου λιτό και δακρυσμένο
και μια συντροφιά από τρελούς και διψασμένους
για κείνη την ζωή που χαράζει μονοπάτια κοφτά κι απότομα
υμνώντας με λεπτότητα το ζειν επικινδύνως.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Το πιό ευγενικό πορτρέτο

Σε βρήκα πάλι,
αναθεώρησα πικρές στιγμές με ζεστά λόγια
Τίποτε δεν υπάρχει αν δεν το αγάπησες και δεν το άφησες λεύτερο
έρχεται μετά πάλι μπροστά σου σαν θάλασσα
έρχεται με την μορφή των θεών στο τζάμι ενός πύργου
Έπιασα να ανατέλλω,
με βρήκες πάνω που είχα σύρει πάνω μου λίγο κόκκινο του ήλιου σαν χαίρεται
μου έσταξες ξανά την αγάπη που ήθελα για να ξανααισθανθώ δυνατή και αφοπλιστικά αληθινή
Κι όταν βρήκα ξανά τον ρυθμό μου στον δρόμο
φόρεσα άλλα μάτια και χαμογέλασα
Σε βρήκα πάλι
και ξέρω πια καλά πως αυτό συμβαίνει σπάνια, γιατί το ορίζω σαν το θαύμα
Βγήκα στον δρόμο κι αντίκρυσα τους άστεγους να κοιμούνται πίσω από κούτες -οδοφράγματα
είδα ξανά αυτήν την γνωστή αθλιότητα της πόλης να μου πιέζει τα σωθικά
Αλλά σε βρήκα πάλι,
μου μετάγγισες δύναμη κι ευγένεια, αυτήν που είχα για λίγο ξεχάσει
είχα βαθιά επιθυμήσει
από την απουσία της είχα λυγίσει σαν δέντρο λαβωμένο ανεπανόρθωτα
Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος για να νιώσει την ζωή σαν διεγέρτη μέγα
Ένα τσιγάρο δρόμο και μια αγκαλιά
και μάτια να κοιτάζουν τα δικά του καταννοώντας τα πάθη και αυτά που αισθάνεται
Κι όταν πήρα τον δρόμο του ύπνου είχα ξανά ένα χαμόγελο
Μαζί του ξύπνησα κι ένιωσα ξανά απίστευτη την ευγνωμοσύνη
Κι έπιασα να ζωγραφίζω ένα πορτρέτο
το πιό ευγενικό που μου δωρίστηκε ποτέ

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Το άφωνο

Ξύπνησα μια νύχτα άγρια και γυμνή από αστέρια

στην μέση ενός άγνωστου δρόμου με παγωμένη θάλασσα

στην άκρη ενός ενυδρείου θολιασμένου

ψάρια-άνθρωποι γύρω μου να φωνάζουν απελπισμένα,

έβγαλα το δέρμα μου από τα μάτια κι ακόνισα μια μαύρη σιωπή.

Στο φεγγάρι που γελούσε με δόντια ασημένια έτρεχε άφθονο το αίμα,

η πόρτα του σπιτιού μου μόνη, το παλιό κλειδί αλαφιασμένο, πληγωμένο,

έτρεχε η σκουριά κι η νύχτα ασταθής και πικραμένη,

με είχαν πουλήσει σαν ένα αντίγραφο ανθρώπου,

όσο κι αν ούρλιαζα σημάδι κανένα ,από μια άχαρη αγωνία,

από ανύπαρκτο θόρυβο σε ένα βαθύ πηγάδι.

Μιλώντας με τους ανθρώπους-ψάρια κατάλαβα πως είχαμε την ίδια μοίρα,

κι ότι έμενε από εμάς,

ένα πιστό αντίγραφο ανθρώπου τυλιγμένο με ένα χαρτί πολυτελείας,

με ένα χαρτί πολυτελείας....



Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Η ΠΡΟΒΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Ντύθηκα μια απόφαση σκληρή και βγήκα έξω απ το σπίτι
βρέθηκα σε ένα μπαρ που σύχναζαν λύκοι
κάπνιζαν κι έπιναν λιγότερο από εμένα
εγώ ήδη ένιωθα το βλέμμα μου αλλαγμένο καθώς έτρεχα το μάτι μου στα χέρια τους,
τα κρύα τους πρόσωπα καθώς με κοιτούσαν.
....
Πικρές εξομολογήσεις σε γεμάτα τασάκια
η Billie  τραγουδούσε με πάθος και  με έκανε να γέρνω πάνω από την καρέκλα μου,
οι στίχοι ήταν ζαλισμένοι από το κρύο και απ τα τσιγάρα.
....
Τράβηξα μαζί με καπνό κάποιες σκέψεις μου σε μάκρος
σχηματίζοντας δαχτυλίδια στο ταβάνι,
έξω από τα τζάμια περπατούσαν βιαστικά άνθρωποι μόνοι.
....
Και καθώς έβλεπα τους λύκους θαμώνες να πίνουν και να μιλούν δυνατά
έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελά σαρκαστικά στην σκέψη γιατί δεν έμπαινα κι εγώ στον κύκλο των λύκων,
γιατί κι εγώ δεν έστελνα στον διάολο την ευγένεια και την λεπτή αντίληψη στα πράγματα,
γιατί δεν κοιμόμουν ένα βράδυ υγρό και να ξυπνήσω άλλος άνθρωπος.
....
Μα είδα πως αυτό θα ήταν αδύνατον,
και το μόνο που θα έμενε θα ήταν η σκληρή μου απόφαση,
αυτή,
πως από τον λύκο θα κρατούσα μόνο την μοναχικότητα...