Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Η Ισμήνη της θάλασσας

Το σύμπλεγμα των κορμιών στην αμμουδιά , πέτρινο κάστρο,
οι επιθυμίες που τους έλουσαν καυτή χρυσοπόρφυρη βροχή,
βοή ανεξέλεγκτη στους φοίνικες,
πέρα από εκεί το δάσος της Ισμήνης,
νερά και δέντρα που σαλεύουν ήρεμα μέσα στην αρμονία,
κολυμπά η Ισμήνη βρέχοντας τα φτερά και τα μαλλιά της,
κολυμπά ο εραστής της μέσα της,
αχαλίνωτα,
ωραία όπως το πρωινό με βροχή σε μια πόλη μυθική, αρχαία.
Η Ισμήνη βγάζει τα λέπια της, τα  δίνει στα χέρια του ως προσφορά, σαν σπονδή στους εχθρούς
ανασαλεύει η κόρη, γίνεται ένας κύκνος λευκός,
κι αυτός μαύρος κύκνος με μάτια κόκκινα την κοιτάζει βγάζοντας ήχους κρυμμένους
βαθιά στην σπηλιά την παλιά, την αδιασάλευτη,
με την θάλασσα ατάρακτη, αρυτίδωτη, μελένια στην όψη.
Μονάχα τα κύματα του έρωτα ορίζουν τα πέρα από τον χτεσινό τάραχο της ανόθευτης επαφής,
οι κύκνοι-άνθρωποι ένα ορατό σύννεφο σκορπισμένο στην ατμόσφαιρα που λάμπει,
λάμπει σαν ένα παιδί που χόρτασε φως,
σαν ένα μεσημέρι μεθυσμένο.
Μεταμορφώθηκε η Ισμήνη ξανά σε γυναίκα
κι ο μαύρος κύκνος σε άντρα γενναίο,
όλος ο κόσμος έσταξε ευδαιμονία και σοφία ακούραστη,
οι ημέρες οι παράξενες φυγαδεύτηκαν
έμεινε ο έρωτας εκεί να κοιτάζει με μάτια λάγνα κι αφρόντιστα στην επιτήδευση,
σαν ένα ποίημα που υπάρχει χωρίς την υστερία που βγάζουν κάποιες φορές
οι πολλές και βαριές λέξεις...

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

...

Κεντούσε στο στήθος του τις πεταλούδες που ζητούσε από παιδί
να φορέσει στα χέρια της,
φυσικό να ζηλέψουν η κοιλιά, τα πόδια του, τους ζήτησε τότε ντροπαλά, να πάρουν τον δρόμο για όλο το σώμα του,
ενας κήπος ήρεμος άνθισε και φύσηξε εκείνη έναν νοτιά
κι όλο το τοπίο άνοιξε τα μάτια του σαν θάλασσα...

ο πάγος της γάτας

Ο πάγος της γάτας ) Έσπαζες τον πάγο της λίμνης σαν να σουν μεσαιωνικό μάτι
έσπαζες δίπλα μου τον πάγο του λόγου
κι ήρθε μια θερμότητα δοκιμασμένη και μας ήπιε,
μακριά έσκουζε ο θάνατος σπάζοντας τα δόντια του,
το έρεβος αρκετά κοντά να μυρίζει σαν γάτα,
... ο έρωτας τυλιγμένος με μια λεπτή καμπαρντίνα άνθιζε στόματα και σάλιο,
αυτό που χει η γάτα στην γλώσσα και ξύνει με απαλότητα σαν γλείφει το δέρμα,
δεν καταλαβαίνω αυτά που λες, όμως τα νιώθω, σου είπα κρατώντας το βάδισμα
του μικρού αιλουροειδούς,
ίσως πιό σημαντικό αυτό και σπάνιο μου είπες,
ενώ, εκείνη την στιγμή η γερόντισσα μάντισσα σήκωνε το φουστάνι της κι έπιασαν
να βγαίνουν λουλούδια και πληγές,
πουλιά με ανθισμένα ράμφη οδηγούσαν ξέρεις,
να, σε εκείνο το νησί που καμμιά φορά ορίζεται σαν θάνατος,
ή σαν εξορία ,ή, τοπίο που ο ήλιος πάντα καίει.
Τράβηξα κατά εκεί αφήνοντας ίχνη από μικρές πατούσες στο λιμάνι,
γάτες χαρούμενες άφηναν πίσω τις πικρές μαντείες,
με παρέσυραν κι εμένα να δοκιμάσω έρωτα γράφοντας λέξεις σε ένα γράμμα,
ήθελα που λες να το δώσω στους γονείς μου,
όταν τους το προσέφερα με ένα λεπτό γρύλισμα,
έμειναν σκεπτικοί και μου είπαν,
έχουμε ξεχάσει την ανάγνωση.
Κι εγώ με αυτοσχέδια συναισθήματα έμεινα μια παγωμένη γάτα
στο περβάζι ενός παράθυρου,
σε φώναξα δυνατά μα κάτι σε εμπόδιζε να ακούσεις,
φθόνησα τότε την πονηράδα των μυρμηγιών....
Κι ακόμη περισσότερο τους οιωνούς σαν γίνονται λουλούδια αντί για τοπία παγωμένα,
γιατί να υπάρχει τόσος πάγος

...

Ερωφίλη, στάξε βροχή χρυσή μέσα στον καθρέφτη
να δει ο Δίας μέσα στην αχλή ατμόσφαιρα να γελαστεί,
ύστερα πιάσε με από το χέρι
σε ένα πυκνό δάσος πήγαινε με, απέραντες να κυνηγάω σκιές...
Μέσα σε χίμαιρες λάμπουν ξανά τα μάτια μου...

Η λήθη


Λήθη
Η λήθη της ημέρης με βρήκε με το ένα μου μάτι κλειστό
για δες,
σαν κείνου του αδέσποτου σκύλου στην γωνία της γειτονιάς.
Φυσούσε σταγόνες αίματος ο αέρας,
... ριπές αυνανιστικές, ανοησίας, σημειώματα γέρων που την νιότη φθονούσαν,
βλέπεις δεν έγινε να ναι πάντα νέοι.
Δασκάλες με ράπιζαν με χάρακες-κάτοπτρα, παυσίλυπες και ράθυμες ήταν αυτές,
για δες,
σαν όρνια που υποβάσταζαν κάτω από την μασχάλη έπαρση κι επίδειξη δύναμης,
για δες,
απέραντα οχυρά μιας βίας εσωστρεφικής.
Όρμησα στα παράθυρα και φύτεψα μάτια,
να βλέπουν να ακούνε όλα που γίνονται, να τα ιστορούν,
μα είναι η λήθη πιό μεγάλη δύναμη,
σήμερα σε γνωρίζω, αύριο δεν θυμάμαι τίποτε.
Όταν επιτέλους άνοιξε και το άλλο μου μάτι φύτεψα στο δωμάτιο μια αμυγδαλιά,
να την μυρίζω, να μπορώ να παίρνω μέρος στην ανανέωση,
να ορίζω το μέσα μου σε μια φυγή, να φεύγω πάντα,
να φεύγω,
μακριά από ότι δεσμευτικά ζητά τον αέρα στην ανάσα μου
και στην καρδιά μου πάντα...

Άνω κάτω


Κάτω από την ενδοχώρα της πόλης, μπαλκόνια με ρούχα ριγμένα άτακτα
άνθρωποι όλων των φυλών κρεμασμένοι πάντα στα κινητά τηλέφωνα,
δεν είναι η πολυμορφία,
είναι το άτακτο αυτής της σύναξης που εμποδίζει κάποιο χαμόγελο να γύρει δίπλα σου,
στιγμές που πεινάς για ανθρώπους μα δεν μπορείς μέσα στο χάος να τους βρείς,
... να ανταμώσεις λέξεις και βλέμματα,
ασπρόμαυρη η Πατησίων κι άσχημη, άχαρη,
κούτες άστεγων περιφρουρημένες από τρέλα,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Κι η πόλη μου ξένη κι αυτή, ξένος κι εγώ αλλά για πρώτη φορά τόσο ξένος...
Θεωρίες θηρίων δυναστεύουν το σάλιο μου,
δεν έχω να τους φτύσω,
προτιμώ έναν σαλίγκαρο να δροσίσω με την έννοια μου,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Με φοβίζουν τα στρατόπεδα, πάντα με φόβιζαν,
όπως τότε που ήμουνα παιδί με φόβιζαν τα λιοντάρια στο τσίρκο να περνούν ανάμεσα στις φλόγες και με λυπούσαν βαθιά τα μάτια τους..
Που είσαι, πως θα ρθείς;
Ένα ατέλειωτο στρατόπεδο είναι η πόλη μου, η χώρα μου,
εκεί πίσω από τα συρματοπλέγματα σε βρίσκω και σε αφήνω,
γύρω μας θεριά ανήμερα οι άνθρωποι, αρχίζουν θεωρίες διάσωσης,
πικρό αυτό το μάθημα και άκαρπο,
σαν δέντρο καμμένο βρίσκεται ανάμεσα σε όλους μας,
που είσαι; πως θα ρθείς;
Φύλαξε μου λίγο νερό από τα μάτια σου,
το θέλω να πλένω την ντροπή μου εδώ που βρέθηκα,
πέρασε η πρώτη εποχή,
πάει κι η δεύτερη...
Η τρίτη τώρα σαν παρέλαση ξοδεύει τα όνειρα μας,
κι όμως έχω τόσα να σου πω,
τόσα να ονειρεύομαι με ανοιχτά τα μάτια,
που είσαι; μην χάνεσαι...

Σκιώδες περίγραμμα

Το στόμα σου μια κόκκινη σκιά στον δρόμο
Καθώς στο μέρος μου έρχεσαι τα χέρια μου σηκώνουν
ένα μαύρο αστέρι, το φορώ στον δεξί μου ώμο
Τα δέντρα ησυχασμένα μας κοιτούν
Ο δρόμος κρύβει φωνές στα πίσω του δωμάτια
Κι αυτό που πάντα γίνεται όταν σε βρίσκω
είναι πως αποσύρομαι από εμένα ψάχνοντας έναν ήλιο να σου δείξω
Οι γραμμές του έρωτα μοιάζουν σαν επικίνδυνες προεκτάσεις
σαν τροφές που πάιρνουν τα πουλιά στο στόμα τους για να ταίσουν τον ουρανό
Κι εσύ πάντα έχεις στον νου σου τον θάνατο
Κι εγώ φοβάμαι πως θα ρθεί μια ημέρα που θα σου συμβεί
δεν είναι για μένα,
για σένα είναι
Κι ας ξέρω κατά βάθος πως είμαι κι εγώ το ίδιο σκοτεινή...
Νύχτες πανσέληνες θα αφήνω το κεφάλι μου στα χέρια σου,
έτσι μαθαίνει ο πόνος να φεύγει πληγωμένος
σαν την ζωή που ξοδεύει τους ανθρώπους της μέσα σε ένα πολύκοσμο τρένο
Μυρίζεις τόσο έρωτα και θάνατο,
μοιάζει αφύσικο να προσπεράσω κάνοντας πως δεν σε μύρισα...

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

....

Τον κούραζε ο έρωτας πίσω από τις κλειστές κουρτίνες μιας δαντέλας
οι γυναίκες που έξω από τα σκέλια τους άλλο δεν είχαν
οι άντρες οι κουρασμένοι, πριν καν δοκιμάσουν να αφήσουν κάτι από αυτό που επιμελώς
κρύβεται στην πλάτη τους,
βράχος η καρδιά τους και όψιμη μια λύπη να κρύβεται κι αυτή σε άχαρα γέλια,
... κινήσεις αδέξιες που παράγουν ανία και φθόνο.
Καθώς κατέβαινε τον δρόμο με μάτι βαρύ από νερό, την είδε να περπατά,
αγέρωχη και σαν ένα άτακτο ελάφι που χάθηκε από την μητέρα του.
Της έδειξε πόσο θαμπώθηκε, εκείνες οι λεπτές ηλιαχτίδες που φώτιζαν το πρόσωπο,
τα στήθια της περιστέρια λευκά και ήρεμα,
ρούφηξε τα δάχτυλα της ένα ένα,
τα πιπίλισε σαν να ταν κόκαλα αγίων ,
συρφερτό οι αισθήσεις παλινδρόμησαν, ύψωσαν ανάστημα,
μπήκαν σαν άτακτοι στρατοί απόλαυσης,
μα λίγο λίγο έβγαζε ο έρωτας την εγωστική πανοπλία του,
φυγάδευσαν μαζί τα περιττά, αποκαίδια άχρηστα άλλων ερώτων,
απανθρακωμένα πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες τις βαριές,
ωμός πάντα ο νέος έρωντας και φιλήδονος πιό πολύ από ποτέ.
Χώρες από νερό,
κουρνιασμένα κορμιά στο δέντρο της ένωσης,
έγιναν όλα τραγούδι και έρωτας,
πάντα αυτός να υπάρχει πριν τον άνθρωπο.
Κι έτσι δίχως περιφρονήσεις ξεκίνησε βαρύ κι ανάλαφρο ετούτο το ταξίδι,
η σάρκα που ενδύεται το πετσί της άλλης,
και το αίμα πάντα γενναία να χτυπά το τύμπανο του αρχαίου χορού,
αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως άνθρωπος,
αυτός ο πιό έμπειρος εραστής
κι ο πιό ωραίος...

ατιτλο

Τον κούραζε ο έρωτας πίσω από τις κλειστές κουρτίνες μιας δαντέλας
οι γυναίκες που έξω από τα σκέλια τους άλλο δεν είχαν
οι άντρες οι κουρασμένοι, πριν καν δοκιμάσουν να αφήσουν κάτι από αυτό που επιμελώς
κρύβεται στην πλάτη τους,
βράχος η καρδιά τους και όψιμη μια λύπη να κρύβεται κι αυτή σε άχαρα γέλια,
... κινήσεις αδέξιες που παράγουν ανία και φθόνο.
Καθώς κατέβαινε τον δρόμο με μάτι βαρύ από νερό, την είδε να περπατά,
αγέρωχη και σαν ένα άτακτο ελάφι που χάθηκε από την μητέρα του.
Της έδειξε πόσο θαμπώθηκε, εκείνες οι λεπτές ηλιαχτίδες που φώτιζαν το πρόσωπο,
τα στήθια της περιστέρια λευκά και ήρεμα,
ρούφηξε τα δάχτυλα της ένα ένα,
τα πιπίλισε σαν να ταν κόκαλα αγίων ,
συρφερτό οι αισθήσεις παλινδρόμησαν, ύψωσαν ανάστημα,
μπήκαν σαν άτακτοι στρατοί απόλαυσης,
μα λίγο λίγο έβγαζε ο έρωτας την εγωστική πανοπλία του,
φυγάδευσαν μαζί τα περιττά, αποκαίδια άχρηστα άλλων ερώτων,
απανθρακωμένα πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες τις βαριές,
ωμός πάντα ο νέος έρωντας και φιλήδονος πιό πολύ από ποτέ.
Χώρες από νερό,
κουρνιασμένα κορμιά στο δέντρο της ένωσης,
έγιναν όλα τραγούδι και έρωτας,
πάντα αυτός να υπάρχει πριν τον άνθρωπο.
Κι έτσι δίχως περιφρονήσεις ξεκίνησε βαρύ κι ανάλαφρο ετούτο το ταξίδι,
η σάρκα που ενδύεται το πετσί της άλλης,
και το αίμα πάντα γενναία να χτυπά το τύμπανο του αρχαίου χορού,
αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως άνθρωπος,
αυτός ο πιό έμπειρος εραστής
κι ο πιό ωραίος...

Μικρή κίνηση

Τον κούραζε ο έρωτας πίσω από τις κλειστές κουρτίνες μιας δαντέλας
οι γυναίκες που έξω από τα σκέλια τους άλλο δεν είχαν
οι άντρες οι κουρασμένοι, πριν καν δοκιμάσουν να αφήσουν κάτι από αυτό που επιμελώς
κρύβεται στην πλάτη τους,
βράχος η καρδιά τους και όψιμη μια λύπη να κρύβεται κι αυτή σε άχαρα γέλια,
... κινήσεις αδέξιες που παράγουν ανία και φθόνο.
Καθώς κατέβαινε τον δρόμο με μάτι βαρύ από νερό, την είδε να περπατά,
αγέρωχη και σαν ένα άτακτο ελάφι που χάθηκε από την μητέρα του.
Της έδειξε πόσο θαμπώθηκε, εκείνες οι λεπτές ηλιαχτίδες που φώτιζαν το πρόσωπο,
τα στήθια της περιστέρια λευκά και ήρεμα,
ρούφηξε τα δάχτυλα της ένα ένα,
τα πιπίλισε σαν να ταν κόκαλα αγίων ,
συρφερτό οι αισθήσεις παλινδρόμησαν, ύψωσαν ανάστημα,
μπήκαν σαν άτακτοι στρατοί απόλαυσης,
μα λίγο λίγο έβγαζε ο έρωτας την εγωστική πανοπλία του,
φυγάδευσαν μαζί τα περιττά, αποκαίδια άχρηστα άλλων ερώτων,
απανθρακωμένα πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες τις βαριές,
ωμός πάντα ο νέος έρωντας και φιλήδονος πιό πολύ από ποτέ.
Χώρες από νερό,
κουρνιασμένα κορμιά στο δέντρο της ένωσης,
έγιναν όλα τραγούδι και έρωτας,
πάντα αυτός να υπάρχει πριν τον άνθρωπο.
Κι έτσι δίχως περιφρονήσεις ξεκίνησε βαρύ κι ανάλαφρο ετούτο το ταξίδι,
η σάρκα που ενδύεται το πετσί της άλλης,
και το αίμα πάντα γενναία να χτυπά το τύμπανο του αρχαίου χορού,
αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως άνθρωπος,
αυτός ο πιό έμπειρος εραστής
κι ο πιό ωραίος...

ατιτλο

Τον κούραζε ο έρωτας πίσω από τις κλειστές κουρτίνες μιας δαντέλας
οι γυναίκες που έξω από τα σκέλια τους άλλο δεν είχαν
οι άντρες οι κουρασμένοι, πριν καν δοκιμάσουν να αφήσουν κάτι από αυτό που επιμελώς
κρύβεται στην πλάτη τους,
βράχος η καρδιά τους και όψιμη μια λύπη να κρύβεται κι αυτή σε άχαρα γέλια,
... κινήσεις αδέξιες που παράγουν ανία και φθόνο.
Καθώς κατέβαινε τον δρόμο με μάτι βαρύ από νερό, την είδε να περπατά,
αγέρωχη και σαν ένα άτακτο ελάφι που χάθηκε από την μητέρα του.
Της έδειξε πόσο θαμπώθηκε, εκείνες οι λεπτές ηλιαχτίδες που φώτιζαν το πρόσωπο,
τα στήθια της περιστέρια λευκά και ήρεμα,
ρούφηξε τα δάχτυλα της ένα ένα,
τα πιπίλισε σαν να ταν κόκαλα αγίων ,
συρφερτό οι αισθήσεις παλινδρόμησαν, ύψωσαν ανάστημα,
μπήκαν σαν άτακτοι στρατοί απόλαυσης,
μα λίγο λίγο έβγαζε ο έρωτας την εγωστική πανοπλία του,
φυγάδευσαν μαζί τα περιττά, αποκαίδια άχρηστα άλλων ερώτων,
απανθρακωμένα πρόσωπα πίσω από τις κουρτίνες τις βαριές,
ωμός πάντα ο νέος έρωντας και φιλήδονος πιό πολύ από ποτέ.
Χώρες από νερό,
κουρνιασμένα κορμιά στο δέντρο της ένωσης,
έγιναν όλα τραγούδι και έρωτας,
πάντα αυτός να υπάρχει πριν τον άνθρωπο.
Κι έτσι δίχως περιφρονήσεις ξεκίνησε βαρύ κι ανάλαφρο ετούτο το ταξίδι,
η σάρκα που ενδύεται το πετσί της άλλης,
και το αίμα πάντα γενναία να χτυπά το τύμπανο του αρχαίου χορού,
αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως άνθρωπος,
αυτός ο πιό έμπειρος εραστής
κι ο πιό ωραίος...

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

το μεταίχμιο των αναχωρήσεων

Το νυχτολούλουδο στην οροφή του λιθόχτιστου ταβανιού
ανταμώθηκε με την φωνή που είχε πνιγεί στα μάτια μου
κι ο θάνατος εκδηλωμένος στο διπλανό σπίτι ήρθε και πάλι,
αυτήν την φορά για να με γελάσει πήρε την μορφή του παιδιού,
σεμνά λακάκια στα μάγουλα και μάτια αμύγδαλο,
μα ήξεραν τόσο πολλά καθώς τα κοίταζα που άμεσα τον ένιωσα
και την θειαφισμένη του μυρωδιά από το στόμα μύρισα
τα χέρια του με τα μακριά μαύρα νύχια ξεγύμνωσα και τα ζέστανα.
(Πάντα έρχεσαι και πάντα φεύγεις), του είπα και έκαμα ένα δείπνο με κρασί και κόκαλα.
Στην πνιγηρή ατμόσφαιρα με την μεγάλη τραπεζαρία φάγαμε,
ήπιαμε το κρασί και αυτός λαχτάρησε να αλλάξει διαμερίσματα
( Είπα για δες πως μου φορτώθηκε ακόμη κι ο θάνατος), μα δεν έπαψα να τον κοιτώ ανάλαφρα.
Από τα τείχη τα κόκκινα εκείνης της πόλης, που αθέατη ακόμη είναι στα ανθρώπινα,
είχε ρθεί πάλι να με βρεί την χτεσινή νύχτα η Ελένη,
καθήσαμε δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και το νυχτολούλουδο έπαιζε ένα αρχαίο τύμπανο,
η Ελένη φορούσε μια φούστα άσπρη βαμβακερή και το στόμα της σαν μια ζωγραφισμένη αυγή,
αυτήν των νησιών που πάντα την προφύλασα κάτω από την μασχάλη μου σαν μικρό πουλί.
( ότι βλέπω νέοι έρωτες μπροστά και πίσω μου), είπε και χαμήλωσε το βλέμμα της,
μέσα στο δέρμα μου κράτησα την έννοια της συναισθανόμενη τα λόγια της,
την λύσσα στο κορμί της για το άπιαστο.
Είχε τα πόδια της ,κλεισμένα απαλά, σε βουβά σανδάλια κι ασημιά,
το στήθος της τυλιγμένο σε εκατόφυλλα ρόδα μαύρα της Ανατολής, μουγκάνιζαν πόθους τρυφερούς,
μονάχα η Ελένη μου έδινε τρυφερότητα σε αυτό το άγριο συναίσθημα.
Θυμηθήκαμε ένα νανούρισμα μιας γεροντισσας καλόγριας σε μοναστήρι νησιώτικο,
το λεγε πάντα να γαληνέψει την θάλασσα, είχε αποστολή να μην χάνονται ζωές,
το τραγουδήσαμε φαντάσου με χείλια κλειστά ενώ φυλορροούσαν οι καημοί.
Έπειτα φυγαδεύτηκε όπως πάντα παράνομη η Ελένη μου, αιρετική μέσα σε βαρβαρισμούς.
Κρατούσα λοιπόν κάτι από την επίσκεψη αυτή κι έτρωγα τώρα υπομονετικά με το παιδικό πρόσωπο του Χάρου.
( θέλω να αγκαλιάσω πάλι την καλοκαιρινή αυγή, τα σπίτια ασάλευτα, τα κοκόρια να ουρλιάζουν απείθαρχα,
η πρόσοψη των βράχων να καίει το στήθος μου, να χαθώ στους απογευματινούς ίσκιους, στους χαλασμένους καταυλισμούς να χαθώ ακούγοντας φωνές των θαμμένων κάτω από πέτρες,
το παιδικό παιχνίδι ακουμπισμένο στο σκαλοπάτι διωγμένο από πόλεμο,
τον τζίτζικα να ξαναζεί το πάθος του και την γριά μαυροφορεμένη να απαλύνω τον θρήνο της,
αυτά θέλω και γι αυτό δεν θα έρθω μαζί σου, πέτα τώρα τα παιδικά σου μάτια στο πάτωμα,
δεν είναι ακόμη η ώρα μου), είπα και τον φίλεψα ακόμη κρασί κόκκινο.
Και πήρε αυτός ξανά την μορφή την άδεια από μάτια,
έτρεξε νικημένος στην πόρτα και εγώ την σφάλισα με σύρτη μπρούτζινο.
Έπιασε εκείνη η ευλογημένη βροχή των νησιών, ξημέρωνε πάλι.
Και δίπλα στο παράθυρο μύριζα χώμα και θυμάρι που ορμούσε ανίκητο από το βουνό.
Στο μεταξύ η παλιά υδροροή της αυλής μου άφηνε τις σταγόνες να κάνουν εκείνο τον ήχο,
τον ήχο που κρατούσα από παιδί,
πλατς,
πλατς, πλατς,
πλατς, άλλοτε παχύς ήχος, άλλοτε ελαφρύς, πλατς
πλατς,
να μαι πάλι εδώ σκέφτηκα, κι αμέσως μετά,
αχ, πότε θα ξαναρθεί η Ελένη,
κι από πίσω μονότονα πλατς,
πλατς,
μπήκε τόση βροχή μέσα μου, κατάσαρκα,
την φόρεσα στα μάτια μου και τα κανα ξανά νερό,
ώσπου να στεγνώσω κι εγώ μαζί τους σαν φύλλο βρεμένο στον ήλιο.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ατιτλο

Της είπε, είσαι σαν μια φοβισμένη γαρδένια κι έβαλε τα χέρια του γύρω από την μέση της
Του είπε, μοιάζεις σαν τον αετό που σκέφτεται την πτήση του πως θα κάνει,
κι άπλωσε μουδιασμένα φτερά στο μέρος της καρδιάς του
Άρχισε ο κόσμος να ανοίγει πάλι τα μάτια του σαν νυσταγμένος.
Οι δρόμοι γύρω τους σπειροειδείς όπως κρέμεται η ιστορία,
καμμιά φορά η ιστορία κρέμεται στα περίπτερα ή μέσα σε λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, πικρά σανατόρια και γραφεία οβάλ,
ενώ ο κύκλος πάντα εκεί με κιμωλία και αίμα
Της είπε, ζωγράφισε με οταν φύγω και δεν θα με έχεις μπροστά στα μάτια σου
Δώσε μου εσύ το πινέλο, απάντησε αυτή και κράτησε πως καμμιά απάντηση δεν δόθηκε
Ο κύκλος είναι ένας χορός αρχαίος,
υπάρχουν αυτοί που δίνουν απαντήσεις κι αυτοί που κάνουν μόνο ερωτήσεις,
αυτοί που ξέρουν να παίρνουν και αυτοί που δίνουν απλόχερα
Κλώτσησε αυτή τον δρόμο κι άρχισαν να ρέουν χρώματα,
άλλα εκτυφλωτικά κι άλλα χλωμά σαν ετοιμοθάνατα, τα είδε αυτός και την σήκωσε στα χέρια
Με μεθάς κι ας είσαι μια φοβισμένη γαρδένια
Την έκανε ένα γύρο, αναμετρήθηκαν ο φόβος του έρωτα και του θανάτου
Καυτό αυτό και δύσκολο μα μέσα στον κύκλο τον αιώνιο,
έψαχνε τις κουκίδες στα μάτια του,
γραμμές από πιπέρι και λύπη, αν μπορούσε θα τις σκόρπιζε λεύτερες να φανούν
να γίνουν σαν κεντρί από μέλισσες να μπουν μέσα της βαθιά, πίσω από το κέντρο του λόγου, πίσω από τα δωμάτια της μνήμης.
Θέλω να αλλάξω την μνήμη μου για μια ημέρα, να ντυθώ την δικιά σου, του είπε
κι αυτός λίγο σάστισε και την άφησε μαλακά κάτω
Σε φοβάμαι τώρα, είπε μαλακά αφήνοντας μια ανάσα χαρμολύπης
Θέλω εκείνο το μεγάλο παράθυρο που ξεκουράζεται το Αιγαίο, αυτό θέλω
Εγώ χρειάζομαι πάντα μια πόρτα ανοιχτή να ξέρω πως μπορώ να φύγω, απάντησε και έπιασε να την κοιτά με άλλο πια μάτι, αρκετά πιό ζεστό και φιλόξενο, σαν σπίτι με πολλά πατώματα της φάνηκε
Νόμιζε πως θα άκουγε την παλιά του σκάλα να πληγώνεται από τα βήματα που θα χάραζαν στα σκαλοπάτια του
Παράξενα πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι του είπε με χαμόγελο κόκκινο
Έλαμπε στο μεταξύ η ημέρα με έναν ήλιο κρεμασμένο στον ουρανό
Τους ζέσταινε και τους πλήγωνε από το φως
Θέλω να ζήσω και ζω,, πάντα, όπως οι ήρωες που είναι εύθραστοι σαν ένα γυάλινο ποτήρι, αν το σφίξεις κομμάτια θα γίνουν τα χέρια σου και τα μάτια σου
Ακόμη κι αυτοί οι ήρωες που παραφερονται από τον εγωισμό τους και τις εμμονές τους γυαλάκια είναι
Δύσκολο να ζεις έτσι, είπε αυτός σκεφτικός, κι εγώ έτσι ζω και βαθιά το ξέρω
Κάτι υπόγειο τότε τους τύλιξε, σαν φλόγα μπλε, σαν κύμα ωστικό τους πέταξε και βρέθηκαν πιο κοντά ο ένας στον άλλο
Με μεθάς, είπε ο άντρας, είσαι σαν μια φοβισμένη γαρδένια κι άφησε την μνήμη του λέυτερη να την ντυθεί η γυναίκα... ( άσκηση σε διάολογο)

ατιτλο

Της είπε, είσαι σαν μια φοβισμένη γαρδένια κι έβαλε τα χέρια του γύρω από την μέση της
Του είπε, μοιάζεις σαν τον αετό που σκέφτεται την πτήση του πως θα κάνει,
κι άπλωσε μουδιασμένα φτερά στο μέρος της καρδιάς του
Άρχισε ο κόσμος να ανοίγει πάλι τα μάτια του σαν νυσταγμένος.
Οι δρόμοι γύρω τους σπειροειδείς όπως κρέμεται η ιστορία,
καμμιά φορά η ιστορία κρέμεται στα περίπτερα ή μέσα σε λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, πικρά σανατόρια και γραφεία οβάλ,
ενώ ο κύκλος πάντα εκεί με κιμωλία και αίμα
Της είπε, ζωγράφισε με οταν φύγω και δεν θα με έχεις μπροστά στα μάτια σου
Δώσε μου εσύ το πινέλο, απάντησε αυτή και κράτησε πως καμμιά απάντηση δεν δόθηκε
Ο κύκλος είναι ένας χορός αρχαίος,
υπάρχουν αυτοί που δίνουν απαντήσεις κι αυτοί που κάνουν μόνο ερωτήσεις,
αυτοί που ξέρουν να παίρνουν και αυτοί που δίνουν απλόχερα
Κλώτσησε αυτή τον δρόμο κι άρχισαν να ρέουν χρώματα,
άλλα εκτυφλωτικά κι άλλα χλωμά σαν ετοιμοθάνατα, τα είδε αυτός και την σήκωσε στα χέρια
Με μεθάς κι ας είσαι μια φοβισμένη γαρδένια
Την έκανε ένα γύρο, αναμετρήθηκαν ο φόβος του έρωτα και του θανάτου
Καυτό αυτό και δύσκολο μα μέσα στον κύκλο τον αιώνιο,
έψαχνε τις κουκίδες στα μάτια του,
γραμμές από πιπέρι και λύπη, αν μπορούσε θα τις σκόρπιζε λεύτερες να φανούν
να γίνουν σαν κεντρί από μέλισσες να μπουν μέσα της βαθιά, πίσω από το κέντρο του λόγου, πίσω από τα δωμάτια της μνήμης.
Θέλω να αλλάξω την μνήμη μου για μια ημέρα, να ντυθώ την δικιά σου, του είπε
κι αυτός λίγο σάστισε και την άφησε μαλακά κάτω
Σε φοβάμαι τώρα, είπε μαλακά αφήνοντας μια ανάσα χαρμολύπης
Θέλω εκείνο το μεγάλο παράθυρο που ξεκουράζεται το Αιγαίο, αυτό θέλω
Εγώ χρειάζομαι πάντα μια πόρτα ανοιχτή να ξέρω πως μπορώ να φύγω, απάντησε και έπιασε να την κοιτά με άλλο πια μάτι, αρκετά πιό ζεστό και φιλόξενο, σαν σπίτι με πολλά πατώματα της φάνηκε
Νόμιζε πως θα άκουγε την παλιά του σκάλα να πληγώνεται από τα βήματα που θα χάραζαν στα σκαλοπάτια του
Παράξενα πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι του είπε με χαμόγελο κόκκινο
Έλαμπε στο μεταξύ η ημέρα με έναν ήλιο κρεμασμένο στον ουρανό
Τους ζέσταινε και τους πλήγωνε από το φως
Θέλω να ζήσω και ζω,, πάντα, όπως οι ήρωες που είναι εύθραστοι σαν ένα γυάλινο ποτήρι, αν το σφίξεις κομμάτια θα γίνουν τα χέρια σου και τα μάτια σου
Ακόμη κι αυτοί οι ήρωες που παραφερονται από τον εγωισμό τους και τις εμμονές τους γυαλάκια είναι
Δύσκολο να ζεις έτσι, είπε αυτός σκεφτικός, κι εγώ έτσι ζω και βαθιά το ξέρω
Κάτι υπόγειο τότε τους τύλιξε, σαν φλόγα μπλε, σαν κύμα ωστικό τους πέταξε και βρέθηκαν πιο κοντά ο ένας στον άλλο
Με μεθάς, είπε ο άντρας, είσαι σαν μια φοβισμένη γαρδένια κι άφησε την μνήμη του λέυτερη να την ντυθεί η γυναίκα... ( άσκηση σε διάολογο)

ατιτλο

Μέσα στην άμμο βουλιαγμένες οι πατούσες της, έφερε αυτός πιό κοντά τα δικά του,άρχισε να ανακατεύει τους κόκκους με το πρώτο του δάχτυλο.
Απαλό ένα αεράκι ήρθε και φύσηξε τα μαλλιά της και του ρθε το άρωμα που ήταν μουδιασμένο στο κεφάλι της, κλεισμένο καλά από την χτεσινή νύχτα.
Είχαν φέρει ένα μικρό μαγνητόφωνο, αυτός πάτησε το κουμπί κι άρχισε να κρεμιέται επάνω τους ένα πιάνο (Erik Satie-Gnossienne 1).
Μια μουσική απαλή που μουρμούραγε αλήθειες, ήταν αυτή η αίσθηση της λύπης που τόσα ξέρεις και τα σέρνεις στο μπαούλο σου σκυφτός και μόνος, όχι από δειλία μα από τρυφερότητα μην πληγωθεί κάποιος άλλος εκτός από εσένα...
-Ίσως η πιό αυθεντική τέχνη στα μάτια μας να είναι η μουσική, είπε αυτός αργά και σιγά μην παρεμβάλει στην παρέλαση που φτιαχναν δοξασμένες νότες...
-Ξάπλωσε και μην μιλάς, είπε αυτή και πρώτη άφησε το σώμα της στην άμμο.
Υπάρχει μια μυστική διάσταση στα ανθρώπινα, ένα μονοπάτι μυσταγωγικό ίσως πέτρινο που ενώνει δίχως λέξεις, δίχως γιρλάντες, σάλιο, σκέψη, υποχωρήσεις, ανάγκη κατανόησης ή να πείσεις. Απλά ξέρεις, αυτά που ο άλλος κάνει ανακωχή ή άμεση επίθεση αναγνώρισης εσύ τα ξέρεις.
Αυτό άρχισε να ξεδιπλώνεται από την νηνεμία του πιάνου. Τους τύλιξε σε υφάσματα που έραναν με τον κόπο τους αγαπημένες μέλισσες και την υπομονή.
-Ήθελα να είμαι στο λιμάνι του νησιού μου κι όχι σε αυτήν την κρύα αστική παραλία, ενώ έξω στην πόλη, φωνάζει ο φόβος ,εδώ νομίζει κανείς πως τίποτε δεν υπάρχει από αυτό, όμως με νευριάζει που είναι ένα ενδιάμεσο κι όχι κάτι γνήσιο όπως το λιμάνι ενός νησιού, είπε αυτή και φάνηκε λίγο θάμπωμα στα μάτια της.
-Κι εγώ ήθελα να είμαι σε ένα λιμάνι, κάποτε ήθελα να μείνω στο νησί που επισκεπτόμουν χρόνια, αλλά ίσως τελικά μπορέσω κάποτε, είπε αυτός και είδε προσεκτικά ένα σύννεφο που έμπαινε μέσα στο άλλο, κοίτα! Της έδειξε εκεί.
Δεν μοιάζει σαν ένα βαρκάκι που μπαίνει τώρα στο λιμάνι; Θα είναι μια βάρκα ευτυχισμένη αυτή κι όχι μοναχική. Ένας γλάρος θα κλέβει κάτι από τα δίχτυα του ψαρά κι αυτός θα τον διώχνει νευριασμένος....
Αυτή χαμογέλασε με λεπτότητα, σαν να μην ήθελε να χαλάσει την εικόνα.
-Μίλα μου αν θες για μένα, πες μου ότι σου έρχεται αυθόρμητα, να, σαν να γράφεις κάτι που θα το διαβάσει κάποιος άλλος κι όχι εγώ.
-Δεν είναι εύκολο αυτό, πρέπει να αρχίσω να ακούω μόνο αυτό το πιάνο, να μπω στα πλήκτρα, να αφήσω να πληγώνομαι, να ματώνω, να ματώσουν τα μάτια μου, τα αυτιά μου, να διεγερθεί ο κόσμος που κρύβω επιμελώς από τους άλλους..
Αυτός ξαπλωμένος γύρισε και την κοίταξε. Κι αυτή το ίδιο, ταυτόχρονα έχωναν τα δάχτυλα τους πιό βαθιά στην άμμο, χέρια και πόδια κουβάρια.
-Δεν θα μιλήσω άλλο, άκου και μίλα μου όταν θες και μπορείς.
Μια ωραία μελαγχολική νότα ασπρόμαυρη ήρθε και στάθηκε ανάμεσα τους.
Πέρασαν λίγα λεπτά, η γυναίκα βουτηγμένη μέσα στο μουσικό κάδρο άρχισε να μιλά...
-Σου αρέσει να μιλάς για την ομορφιά, μέσα από την ζωγραφική, την μουσική, την ποίηση, μιλάς στους άλλους γιατί σε πνίγει η στάλα της επικοινωνίας, ψάχνεις αυτήν την στάλα που έχει παγώσει ωστόσο μέσα σου μαζί με την ομορφιά, σαν να έχεις χάσει την ύπαρξη της μα προσπαθείς να αντισταθείς μιλώντας γι αυτήν.
Μα μιλάς στο πλήθος κι αυτό σε πληγώνει, έτσι νιώθεις, πως μιλάς σε πλήθος, όχι σε έναν, εσύ θες να μιλήσεις σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο.
Έχεις σκορπίσει χιλιόμετρα ενέργειας βουτώντας βιαστικά μέσα στους άλλους, έχεις κολυμπήσει στην υπερβολή τους βγάζοντας και την δική σου.
Όμως, πάντα η σημαδούρα που δείχνει πότε να σταματάς ,για σένα δεν υπήρξε παρά ελάχιστες στιγμές.
Και τότε σαν στρατιώτης κουρασμένος αναπόλησες γαλήνη, γαλήνη κι αλήθεια.
Την αλήθεια του γνωρίζω, ξέρω, αυτήν την γαλήνη, σαν την νηνεμία του πιάνου που παίρνουμε μέσα στον βυθό μας τώρα.
Είναι που καιρό τώρα τίποτε δεν σου αρκεί, θέλεις να ξαναβρείς την δύναμη σου την πρωτόγονη, την γνήσια, θα έλεγα την αντρική- παιδική, ψάχνεις πίσω από τα μάτια σου που ναι γεμάτα νερό να δεις καθαρά, δύσκολο αυτό, δύσκολο....
-Ειμαρμένο...ψέλισσε ο άντρας.
-Απώλεια, είπε αυτή.
-Αντίθεση.
-Παλινωδία, είπε αυτή.
-Καμμιά εξευτελιστική σωματική ταπείνωση δεν μπορεί να μην οδηγεί στην πνευματική εξύψωση, πάλι αυτός...
-Τα σώματα φοβούνται, αυτή.
-Δώσε τους φως, αυτός.
-Ξεκλείδωσε τα, αυτή.
-Σςςςςς, πονάς βαθιά, αυτός. Ας ακούσουμε μόνο την μουσική, κι εγώ πονάω.
-Θες να θολώσεις τα νερά, να τα ανακατέψεις να μην μπορώ να σε δω...
-Κι εσύ μπορεί να κάνεις το ίδιο.
-Είμαι νερό, αυτή.
-Κι εγώ, αυτός.
-Άκου, ας κάνουμε τους δερβίσηδες της άμμου, ας αρχίσουμε να κάνουμε κύκλους ξαπλωμένοι γυρίζοντας μέσα της, ας κάνουμε τους δερβίσηδες...Είπε η γυναίκα.
Άρχισαν να γυρνούν σιγά στην αρχή, ώσπου να αρχίσει το σώμα να ευκολύνει την κίνηση. Περνούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο πετώντας άμμους, γελούσαν σαν βρέφη, γυρνούσαν κάνοντας άτακτους κύκλους, κύκλους ανθρώπινους, αμμουδερούς και ηλιόλουστους από τον ήλιο που φώναζε θριαμβευτικά....
Κι η γη γυρίζει.
Κι ο άνθρωπος πάντα, σαν δερβίσης μοναχικός την ανακατεύει ψάχνοντας άλλους να ξεχάσει αυτήν την μοναξιά που ακούραστα βγάζει λέπια και δέρμα.
Δεν μπορώ να μην νιώσω όμως την καρδιά μου να γλυκαίνει καθώς νοερά επισκέπτομαι αυτήν την εικόνα,
αυτών των δερβίσηδων της άμμου,
ςςςςςςςς, σταματώ τώρα, σωπαίνω..

ατιτλο

Είναι μέσα στο τρένο, πάντα της άρεσαν τα τρένα και οι προορισμοί δίχως στόχο.
Ακουμπάει στο τζάμι το πρόσωπο.
Το κεφάλι της είναι παραδομένο στο Αντάτζιο,το ακούει από μια μυστική κάμαρα.
Το αντάτζιο ενώνεται με κάποιον που σκέφτεται.
Φιλιά κόκκινα, έρωτας που ιππεύει με την κρυφή όψη της σελήνης. Έρωτας απαιτητικός. Έχει θλίψη μέσα του, δεν μπορεί αυτή να αναλάβει να τον γιατρέψει, είναι πολύ γυναίκα για να δεχτεί τέτοιον ρόλο μα και πολύ γυναίκα για να μην θυμάται το σμίξιμο των σωμάτων
τους.
Τον τρόπο που ανακατευόταν το σάλιο με την γλύκα του στόματος, τα χέρια καθώς ανακάτευαν τις επιφυλάξεις και τις έριχναν στο πάτωμα.
Έρωτας απαιτητικός, κόκκινος όπως ορίζεται να είναι.
Έχει θλίψη, αυτή ξέρει τι είναι θλίψη, την κουβαλά πολλές φορές μέσα της, είναι
η φυσική κατάληξη όταν έχεις γνωρίσει πολλά και έχεις μάθει τι υπάρχει κάτω από
ένα ωραίο καλούπι. Την αντέχει την θλίψη, αυτός όμως όχι, ήταν άμαθος τόσα χρόνια.
Δεν θέλει να τον μάθει πως να αντέχει, στο κάτω κάτω αυτή αυτό που θέλει είναι να μην αντέχει δίχως αυτόν. Να όμως που αντέχει. Γι αυτό έφυγε.
Αντάτζιο μέσα στο κεφάλι της. Δεν ευνοούνται τα συναισθήματα σκέφτεται,
αυτή η εποχή προσφέρει μονάχα την δυνατότητα να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες.
Κι όμως! Οι πιό πολλές εποχές ήταν έτσι...
Το τρένο φεύγει γλυκά, έτσι έφυγε κι εκείνη από κοντά του, γλυκά , είναι τρομερά δύσκολο να φεύγεις έτσι....
Έρωτας απαιτητικός. Τον τρώει ένα σαράκι μέσα του. Κι αυτήν, όμως δεν συμπίπτουν τα είδη...
Λαγνεία. Ηδονή. Φωτιά και νερό ανακατωμένα με μάτια που καίνε.
Όταν τον έβλεπε έκαιγε το μέτωπο της. ΚΙ αυτός, τα μάτια του φωτιζόταν από την μεγάλη φωτιά. Η φωτιά τους έκαιγε τα σπλάχνα. Αυτή ήθελε να την κάψει ολόκληρη. Αυτό ήθελε να βρεί, αυτόν που θα καταλάβει όλη της την έκταση, όλες τις ερήμους, τα ποτάμια, τις πεδιάδες της. Να την κατακτήσει ολόκληρη.
Για να δείξει επιτέλους μια πλήρη αφοσίωση, να αφοσιωθεί σε έναν άνθρωπο κάνοντας τον ένδοξο όπως έλεγε κάποτε ο αγαπημένος ποιητής....
Αυτή που αγαπάει τόσο την ελευθερία της αυτό θέλει. Να κατακτηθεί.
Φεύγει τώρα, πάντα αυτό κάνει, το τρένο κινείται γλυκά, και το αντάτζιο μέσα της.
Ο έρωτας που άφησε,κι άλλοι που θα αφήσει πίσω της....
Ζωές που ματαιώνονται στον λαβύρινθο της μοναξιάς και της ελευθερίας.
Είμαστε ο σύγχρονος Προμηθέας, ένα κακάδι πάνω στην γή, αυτό σκέφτεται.
Κάποιος την κοιτάζει, κάθεται απέναντι της. Ίσως ένας νέος έρωτας.
Ίσως όμως πάλι ο Προμηθέας που του τρώνε το συκώτι. Ένα μισοφαγωμένο συκώτι, αυτό είναι η ζωή. Ζωή σε στάσεις. Μετρό- σπίτι. Ζωή σε δόσεις.
Το τρένο τσουλάει πάνω στις ΄γραμμές.
Σπασμένες γραμμές γραμμένες με πιπέρι.
Έρωτας απαιτητικός. Κι η ελευθερία, κι αυτή απαιτητική..

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Η Βόλτα στο πάρκο ΝΟ.2

Όταν πήγε στο σπίτι έβαλε ένα ποτό δυνατό και τέντωσε τα μάτια στο ταβάνι. Από εκεί και πέρα οι ώρες μεγάλωναν την απόσταση που υπήρχε μέσα του.
Η επόμενη ημέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη, είχε πολύ καιρό να μας επισκεφτεί ο ήλιος, λες και συμμετείχε κι αυτός με την απουσία του στα πικρά γεγονότα της χώρας.
Πήγε λίγο πιό πριν από την συνηθισμένη ώρα. Γέροντες έπαιζαν τάβλι χτυπώντας τα πιόνια με θυμό κάθε που ο ένας ήταν πιό τυχερός στα ζάρια.
          Κάθισε σε ένα παγκάκι κι άφησε το κεφάλι του πίσω κι έπιασε να χαζεύει τα σύννεφα. Αυτά έπαιρναν διάφορα σχήματα και ένας απαλός αέρας τα πηγαινόφερνε γλυκά.
Το πάρκο μύριζε ανθοφορίες, μπουμπούκια άνοιγαν τα μάτια σε έναν νέο κόσμο. Πρόσεξε τα πεσμένα φύλλα που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο χαλί. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ένα
αίσθημα ευτυχίας μπήκε μέσα του και τον πλημμύρισε, ήθελε τόσο να κρατήσει μα όπως πάντα έφυγε γρήγορα. Αυτό το αίσθημα το είχε ονομάσει<< κρίση ευτυχίας>>.
Την στιγμή που έφευγε λοιπόν αυτή η <<κρίση ευτυχίας>>, εκείνη ακριβώς την στιγμή έφτασε κι η Μυρτώ. Ο ήλιος έκανε το λευκό της φόρεμα διάφανο, οι μηροί της ξεχώριζαν
κάτω από το ρούχο. Τα μαλλιά της έλαμπαν σε λουρίδες ξανθού ποταμού, ο λαιμός στήριζε το όμορφο κεφάλι της με κείνα τα μάτια που πέταγαν ανελέητα τον πόθο, έμοιαζε
καθαρά για γυναίκα που έκανε ζημιά με την απουσία της μα και με την παρουσία της. Παρ όλα αυτά είχε κάτι πολύ δροσερό επάνω της, ίσως κείνο το στόμα που ήταν τόσο
γεμάτο από σάρκα και ροζ, ίσως ο λαιμός που ήταν μακρύς και λεπτός σαν εύθραστο πουλάκι, τα μάγουλα που ταν συνήθως κόκκινα και έλαμπαν από υγεία και φως, ίσως όλα
αυτά ίσως και τίποτε από αυτά.
         Περπατούσε στο μέρος του νωχελικά και λάγνα, το πίσω της μέρος έμοιαζε να σέρνει μια λεπτή αόρατη ουρά, το ένα πόδι μπροστά στο άλλο έφτιαχνε μια υπέροχη παρέλαση
αισθησιασμού και ελευθερίας πράγμα σπάνιο όπως σκέφτηκε ο Παύλος. Την παρατηρούσε και ένα φούσκωμα έπιασε να κάνει την καρδιά του να χτυπά πιό γρήγορα, βασικά τόσο
γρήγορα που ήταν σαν έγινε η καρδιά του ένας χαρταετός σε πτήση. Τον πλησίαζε και φούσκωνε μέσα του παντού μια ευδαιμονία που είχε να πετάξει τα βέλη της πολλά χρόνια
πριν. Η πτώση-απουσία του ξεκίνησε ενάμιση χρόνο πριν, αλλά αυτή η υπέρτατη ευδαιμονία, αυτές οι γαργαλιστικές γλυκές διάφανες βελόνες πάνω στα μέλη του, στην καρδιά
και στο μυαλό του ήταν χρόνια πριν..
       Τώρα ήθελε δυό βήματα για να βρεθεί κοντά του, την μύριζε με τα ρουθούνια του να πετάνε καπνούς. Μύριζε σανταλόξυλο και γιασεμί. Τα μάγουλα της ήταν πάλι
κόκκινα. Δεν κρατήθηκε άλλο.
-Είναι η πρώτη φορά που το συνειδητοποιώ αυτό που θα σου πω, αγαπώ τα μάγουλα σου από την στιγμή που τα είδα. Αυτή η έξαλλη παιδικότητα τους με συγκινεί όσο τίποτε
άλλο, αγαπώ τα μάγουλα σου.
Η γυναίκα έδειξε να συγκινείται και να ταράζεται. Κάθισε δίπλα του. Από ένα δερμάτινο τσαντάκι που είχε με το στυλ ταχυδρόμου πάνω της, έβγαλε ένα τσιγάρο και καθώς
έψαξε για αναπτήρα αυτός πρόλαβε να της ανάψει φέρνοντας το πρόσωπο του κοντά της, πράγμα που παρατήρησε πως δεν της ήταν αδιάφορο γιατί ένα τρέμουλο πέρασε το χέρι
της.
-Δεν μου χουν ξαναμιλήσει έτσι, ίσως μιλάει η ιδιότητα του συγγραφέα βέβαια αλλά πρέπει να σου πω πως πρώτη φορά το ακούω από άντρα αυτό. Με συγκινείς...Είπε και
κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Η αλήθεια είναι πως τώρα αυτή η εσωτερική συγκίνηση άρχισε να παίρνει δρόμο στο κορμί της. Ένα ζεστό κύμα διαπέρασε την κοιλιά
της κι ένα λευκοκκόκκινο πλάσμα της θάλασσας άρχισε να χαιδεύει όπως η μέδουσα τα σπλάχνα της...
-Θέλω πολλά να σου πω Μυρτώ, χτες σου φάνηκε σαν δήλωση αλλά είναι σαν να με ξαναέφερες στην ζωή με κάποιον τρόπο, σαν να ήμουνα νεκρός- ζωντανός, αυτή είναι η
αλήθεια. Την πρώτη στιγμή που σε είδα είναι σαν ένα κύμα να με επανέφερε στην ακτή, προσπαθούσα να μην θυμάμαι πως ζούσα. Σκάρωσα πολλές ιστορίες φυσικά στο χαρτί,
πάντα ο πόνος είναι ευεργέτης σε αυτόν που γράφει, απλά όμως περίμενα το τέλος. Ήμουν τόσο δειλός φυσικά που δεν μπορούσα να εφεύρω έναν τρόπο να φύγω από αυτήν
την σκατένια κόλαση που βασιλεύει το χάος, η παράνοια, η ανοησία κι ο ήλιος που τελευταία μας ξέχασε κι αυτός...
-Σε παρακαλώ, σταμάτα, είναι τόσο απότομα και γρήγορα αυτά για μένα, είπε και γύρισε τα μάτια της στον ουρανό.
         Έμοιαζε σαν να γίνονταν πρόβες εκεί πάνω, πρόβες βροχής. Μαζεμένα σύννεφα ξεροστάλιαζαν στο βάθος. Ένα κρύο αεράκι την έκανε να τρέμει. Φορεσε την καπαρντίνα
της, λευκή κι αυτή σαν το φουστάνι της. Ο Παύλος ταραγμένος είδε τα στήθια της να αντιδρόυν σε αυτό, οι ρόγες της του τρύπησαν τα μάτια καθώς έγιναν σαν κουκούτσια
από κεράσι. Ηθελε όσο τίποτε να τα πιάσει στα χέρια του, να τις φυσήξει απαλά, να τις ζεστάνει κάνοντας τις πάλι απαλές.
Την μύριζε, μύριζε τα μαλλιά της, αφηνε την μύτη του σαν κυνηγετικός σκύλος να τρέχει ξεχωριστά επάνω της, μύριζε τον λαιμό της πίσω από τα αυτιά της, τα στήθια της,
τα πόδια της, την κοιλιά της, τα χέρια της.
Τα μακριά της δάχτυλα του θύμιζαν πόσο ήθελε να τρέξουν πάνω στο δέρμα του
-Θέλω να φορέσω το δέρμα σου, καταλαβαίνεις; Σε θέλω να πάρει ο διάολος, σε θέλω, θέλω πάλι μια γυναίκα και μάλιστα μια γυναίκα τόσο ξεχωριστή, τόσο γυναίκα.
Πόσα χρόνια κύλησαν για να δω μια γυναίκα που ενώ είναι τόσο γυναίκα δεν κάνει τίποτε για να κάνει θόρυβο με αυτήν της την θηλυκότητα.
Είναι κακό που σε θέλω; Φώναξε σχεδόν μέσα στα αυτιά της.
       Η Μυρτώ του έπιασε το χέρι και το φερε στο στήθος της, η καρδιά της χτύπαγε απεγνωσμένα. (ΧΤΥΠΆΩ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΕΝΤΟΝΑ, ΠΟΘΩ, ΧΤΥΠΑΩ ΔΥΝΑΤΑ ΓΙΑΤΙ ΠΟΘΩ),
έμοιαζε να έλεγε.
-Είναι σαν να ειμαστε φυλαγμένοι σε έναν άλλο κόσμο, σαν να περνά έξω από τις πόρτες μας η πόλη σαν να περνά τον επιτάφιο από τους δρόμους της,
σαν να τραβά τα μαλλιά της σαν την Μήδεια κι εμείς φυλαγμένοι να κρατάμε ακόμη κάτι για εμάς, σαν να μην έχουμε χτυπηθεί από τον πόλεμο, να μην έχουμε
υποστεί ήττα κι ας σπαραχτήκαμε δυνατα, εγώ αυτό ξέρω, αυτό βλέπω με το δικό μου μάτι. Και φυσικά σε θέλω κι εγώ, κάπως απότομα το κατάλαβα, αλλά το
ένιωσα μέσα μου με δύναμη, είναι μέρες μάλλον που μου συμβαίνει αυτό αλλα ίσως φοβόμουν να το ακούσω, εσύ έδιωξες τον φόβο από την στιγμή που μου
είπες πως αγαπάς την παιδικότητα στα μάγουλα μου, αυτό με διέλυσε. Έτσι είπε κι έσφιξε το χέρι του με περισσότερη δύναμη.
Ένα πουλί με κόκκινη μεγάλη ουρά στάθηκε μπροστά τους για λίγο, τους κοίταξε, κάτι είπε με την μοναδική μητρική του γλώσσα και πέταξε μακρια.
Σαν να τους είπε κάτι, σαν να τους έδειξε έναν ωραίο οιωνό..

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Η βόλτα στο πάρκο

-Τόση ησυχία ενώ έχουμε πόλεμο, είπε ο άντρας που φορούσε ένα ξύλινο παλτό στην γυναίκα που περπατούσε πλάι του σαν πληγωμένη γάτα από το κρύο.
-Παράξενος αυτός ο νέος πόλεμος, του απάντησε και τύλιξε το κασκόλ γύρω της.
-Τι λέει η διαίσθηση σου, ποιά θα είναι η κατάληξη; Τον ρώτησε και πέταξε λίγο κουλούρι στα περιστέρια που έμοιαζαν πιό βαριεστημένα από ποτέ, τσίμπαγαν μα δεν τσακώνονταν ως συνήθως.
-Αν διαβάσεις όλα τα βιβλία θα δείς την ίδια κατάληξη, ολοένα πλησιάζει το τέλος,
μόνο οι ποιητές άφηναν κάποια περιθώρια ελπίδας κι αυτό γιατί τους περίσσευε αίμα και αγάπη, απάντησε αυτός κι έστριψε ένα αρωματικό καπνό.
       Δεν μιλούσαν για λίγο, παρατηρούσαν τα περιστέρια και ένα ψιλόβροχο που άρχισε να ξερνά σταγόνες στο κεφάλι τους...
-Εσύ νοιώθεις αυτόν τον πόλεμο κατάσαρκα και κάθε ημέρα; την ρώτησε και χαμογέλασε σαν  να βλεπε κάτι αόρατο.
- Μα φυσικά, απλά δεν θέλω να μιλάω κάθε μέρα γι αυτό. Στράβωσε λίγο το στόμα της σαν να πείσμωσε από κάτι.
-Φυσικά, υπάρχουν τόσοι κάθε ημέρα που μιλάνε γι αυτό. Ωστόσο λένε τόσα πολλά που είναι σαν να μην λένε τίποτε, χάνει την αξία του και γίνεται κουραστικό όλο αυτό.
-Ωστόσο που είναι οι πολεμιστές μας; Δεν βλέπω κανέναν να πολεμάει γιατί δεν μπορεί θα μου πείς  εγκλωβισμένος από τα πράγματα. Το μόνο που βλέπω είναι μια κατάθλιψη και αντιπαραθέσεις γι αυτό που συμβαίνει, ένας μικρός εμφύλιος και μια ατέλειωτη ηλιθιότητα να διασύρει όλους, κι αυτούς που είναι έξω κι αυτούς που είναι μέσα.
-ΜΑ αυτό είναι το πιό βολικό γι αυτούς που κινούν τα αόρατα νήματα, να μαστε μέσα στα σπίτια μας και να κρατάμε τα ντουβάρια μην μας πλακώσουν. Και φυσικά δεν υπάρχουν πολεμιστές σε αυτόν τον πόλεμο, υπάρχουν μόνο θύματα. Η χώρα έγινε ένας ατέλειωτος μαλακομαγνήτης, είπε αυτός και τράβηξε τον καπνό με κάποια ηδυπάθεια.
      Ο πεζόδρομος γεμάτος από όλες τις φυλές, στα παγκάκια κάπνιζαν ένα τζόιντ που βρώμαγε, κάτι παιδιά, ίσως από το Πακιστάν, η μπόχα του τους κύκλωσε.
Θα μπορούσαν και τα περιστέρια να ζαλιστούν.
     Ένας ηλικιωμένος πέρναγε βρίζοντας κρεμασμένος στο μπαστούνι του.
-Μπάχαλο, παντού μπάχαλο της είπε ξανά.
-Κι εσύ, τι έχει αλλάξει πάνω σου; Εννοώ από αυτό που ζούμε, τον ρώτησε και οι σταγόνες της βροχής συνέχιζαν τον δρόμο στα κεφάλια τους.
-Καπνίζω περισσότερο κι έχω μια ατέλειωτη  έμπνευση να σκέφτομαι καθαρότερα και να γράφω. Όταν θα νιώσω πλήρως κατεστραμμένος θα γράψω κάτι πολύ δυνατό, έτσι γίνεται πάντα, της είπε και σήκωσε τους ώμους του προβάλλοντας μια υπόγεια πίκρα και έναν κυνισμό. Αλήθεια σου έχω πει κάτι πολύ σημαντικό;
-Τι; ρώτησε αυτή. Ποιό είναι ακόμη πιό σημαντικό;
-Πως εδώ και ενάμιση χρόνο δεν μου χει ξυπνήσει καμμιά γυναίκα το ενδιαφέρον να την πλησιάσω και να της μιλήσω όπως μιλάμε τώρα μαζί. Αυτό συνέβη μόνο με σένα. Όταν της είπε αυτό την κοίταξε έντονα.
     Τα μάτια του ήταν σαν μεθυσμένο μέλι και το στόμα του έμοιαζε πικρό. Πρόλαβε να δει το χέρι της που έτρεμε καθώς άναβε κι αυτή τώρα ένα τσιγάρο. Θα ήθελε να αρπάξει το χέρι της και να το φέρει όλο στο στόμα του. Συνέχιζε να την κοιτάζει σαν να έσκαβε δρόμο μέσα στο μυαλό της. Και περίμενε.
-Αυτό είναι σαν δήλωση, δεν μου αρέσουν οι δηλώσεις, μπορείς να πεις πως έχω πρόβλημα σε αυτό.
-Μπα, παρατήρηση είναι, μια απλή αντρική παρατήρηση. Έτσι να το δεις. Τώρα ένιωσε ξανά  οπως εκείνο το λαγωνικό που ήταν κάποτε. Την μύριζε κάτω από τα ρούχα.
           Ήξερε την στυφάδα της γεύσης της ενώ δεν την δοκίμασε ακόμη.Ήξερε πως η γεύση της θα γλύκαινε όταν θα γευόταν τον λαιμό της. Του άρεσε αυτή η λεπτή της αναστάτωση. Τα μάγουλα της είχαν ανάψει σαν να ταν μπροστά σε θράκα. ( Διατηρεί μια αθωότητα, τι παράξενο ενώ φαίνεται πως είναι μια γυναίκα με εμπειρία παραμένει αθώα), σκέφτηκε και αυτό τον αναστάτωσε. Του ξύπνησε κι άλλα συναισθήματα κρυμμένα βαθιά, τα είχε ξεχάσει σχεδόν και αναρωτήθηκε πως γίνεται αυτό να του συμβαίνει ενώ ακόμη δεν ήξερε το όνομα της, είχαν βρεθεί κάποιες φορές περπατώντας στο πάρκο και δεν ήξερε ούτε το όνομα της. Ωστόσο ήταν σίγουρος πως δεν ήθελε να την χάσει...
-Πως σε λένε; την ρώτησε ενώ το υπογάστριο του την παρακολουθούσε σαν λαβωμένος τοξότης.
-Μυρτώ. Είπε απαλά. Ας φύγουμε τώρα, τα περιστέρια έφαγαν νομίζω. Τα μάτια της τον απόφευγαν.
-Θα τα πούμε πάλι αύριο; ρώτησε και ο δείκτης του μυαλού του σταμάτησε περιμένοντας την απάντηση. Ξαφνικά και εντελώς παράλογα η συνέχεια των ημερών του εξαρτιόταν από την απάντηση της.
-Ναι, την ίδια ώρα, φεύγω τώρα, είπε και άφησε ένα φιλί στο στόμα του κι άρχισε να τρέχει.
(Ελαφίνα), ψιθύρισε μόνος του κάτω από ένα μουσκεμένο δέντρο και την έβλεπε να τρέχει καθώς το φουστάνι της δίπλωνε στα πόδια της μουσκεμένο κι αυτό κι ανάστατο...
(συνεχίζεται)... Η ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΝΟ. 1

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ωδή στην Στέλλα

Η σοφία που κουβαλάει το σκουλήκι σαν ψάχνει μέσα στα φέρετρα
δεν είναι τίποτε μπροστά στην οργή μιας λέαινας,
οι δρόμοι που παίρνεις καταδυόμενος μέσα στην υπερβολή, γνήσιοι είναι,
τους ζηλεύει η σύνεση κι η ατολμία.
Δρέπεις καρπούς καθώς ψάχνεις πίσω από τα λόγια του Λεβιάθαν
καθώς χορεύεις με φίδια στις ζούγκλες των ανθρώπων.
Σε θαύμαζα πάντα Στέλλα γιατί ξεχύλιζες έρωτα,
το πρόσωπο σου αθάνατο στον καθρέφτη
κι εσύ ένα ζώο λεύτερο.
Βαριά βήματα της αυγής εντός της φωτιάς κι αδύνατον κανείς να την τιθασεύσει .
Κι ήσουν από τους εκλεκτούς που δεν αντέχανε άλλο εκτός της ευλογίας της ενέργειας.
Έλεγες, η επιθυμία δεν μπορεί να μένει ανενεργή, η επιθυμία δεν είναι νερό στεκούμενο.
Καραδοκούσες τον θεό που έκλεψαν από τα ποιήματα και τα έκαναν εντολές
του τα ριχνες ανάμεσα στα μάτια να πονά.
Σε θαύμαζα πάντα Στέλλα γιατί έτρεχες σαν την γαζέλα,
μια φιγούρα ψιλόλιγνη κι ωραία, σαν την αυγή στα νησιά.
Μου λεγες καθώς βγαίναμε μαζί αγκαλιασμένοι, από ένα καταγώγιο, όπου άθλιοι τύποι παραφέρονταν μεθυσμένοι,
η λογική ανήκει στους άβουλους,
ανήκει σε αυτούς που οι επιθυμίες τους άνεργες είναι από κόσμο και κόπο.
Στο Μπραχάμι ο πατέρας σου έφτιαχνε πηλό κόκκινο με τους στίχους του Τσιτσάνη
ακουμπώντας σε κόκαλα αρχαίων,
χόρευες σαν να σε κύκλωναν δέκα θάνατοι γι αυτό η ωραιότερη ήσουν ανάμεσα σε κυρίες ξυνισμένες.
Θαύμαζες την Σμύρνη φυτεύοντας έναν αμανέ στην γλάστρα
έβγαιναν βασιλικοί και τους φόραγες στο στόμα.
Έπειτα παρακολουθούσες στο Πασαλιμάνι τις πόρνες να χορεύουν μπλουζ στα γόνατα,
από τις πόρνες θαύμαζες μονάχα τα μάτια και τις βαριόσουν φριχτά γιατί δεν είχαν την ενέργεια της ιέρειας.
Διψασμένη πολύ σου χτύπησα την πόρτα δειλά ένα βράδυ
είχα διψάσει πολύ γι ανθρώπους
μου είπες απείρως γοητευτικότερο να διψούν οι άλλοι για σένα και σε κατάλαβα.
Ο γέρο- Λάζαρος με το ακορντεόν, σου παιζε τραγούδια απαγορευμένα
και σαν χόρευες σηκωνόταν όρθιος με πόδια αλόγου επάνω σε βάρκα.
Κι ήθελαν οι αστοί να κάψουν τους βελουτέ καναπέδες μπροστά στα πόδια σου
πιό πολύ να καίγονται.
Δεν θα γίνω ποτέ μάνα, έλεγες, γιατί λατρεύω τους άντρες
κι ένας άντρας ακουμπούσε το κεφάλι στο ούτι του σαν πουλί τρομαγμένο,
σε φοβόταν κι αυτός γιατί σε ήθελε τόσο
κι εγώ σε θαύμαζα γιατί ποτέ δεν έγινες μια μικρή πρόστυχη κυρία..
Αυτός που ενεργεί μέσα από τους πόθους, γίγαντας είναι,
τραγουδούσες εκστασιασμένη σε ένα νησιώτικο καλντερίμι.
Άνθρωποι μην βαστάτε πίσω αυτά που επιθυμείτε, φώναζες κι ο κούκος σου παραδινόταν.
Στέλλα φωτιά, μάτια καρβουνιασμένα,
πότε Αντιγόνη, πότε Ελένη, πότε Μήδεια,
Στέλλα κάτοικε του κόσμου, πάλι για σένα γράφω,
ξανά έλα, παίρνω ένα λευκό μαντήλι και σου γνέφω,
ένα καράβι θα σε φέρει στο λιμάνι κοντά μου πάλι, ξέρω,
ακουμπώ το ινδιάνικο αυτί μου στο χώμα,
σε ακούω να έρχεσαι παραδομένη,
να,
σε αυτό το χρυσοκκόκινο φως,
μια λίμνη διχασμένη είμαι, πότε στην Ανατολή και πότε στην Δύση χάνομαι,
στήνω μια ορχήστρα από τρελούς,
παιζουν στην αποβαθρα ξημερώματα ένα ούτι κι ένα λαούτο παθιασμένο,
κοίτα, ο γέρο-Λάζαρος πάλι σαν άλογο επάνω στην βάρκα παίζει,
εγώ έγινα βασιλικός και θα στολίσω την γραμμή ανάμεσα στα στήθια σου...

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Αποχωρώντας η ηδονή

Όταν ήρθε στο μικρό μου διαμέρισμα ήταν αρκετά μετά τα μεσάνυχτα
Κάθησε στον καναπέ μου και μέσα από το φως των κεριών έβλεπα το δέρμα της
κεχριμπάρι γνήσιο
Είχε στην έκφραση των ματιών κάτι από μια χαμένη λάμψη των πουλιών
Η Άνοιξη κροτάλιζε τα δάχτυλα της έξω από το ανοιχτό παράθυρο
Γυμνοί όταν μείναμε από τα ρούχα της πόλης άρχισε να μεταμορφώνεται
Τρύπησε το στήθος μου με τα νύχια της
Το στήθος της λαμπρά αισιόδοξο γύρεψε υγρά χάδια
Το στόμα της έβγαζε ήχους σπαραγμού κι αυτό λίγο με τρόμαξε
Καθώς έμπαινα πιό βαθιά στην κοιλάδα του μεταξιού της ήρθε ο Κάφκα σαν πουλί
άκουγα τις αλυσίδες στα χέρια του, ορχήστρες λυπημένες ήταν μαζί του και πάνω στο ράμφος του
Όλες οι αισθήσεις κρέμονταν σε μια κλωστή
επάνω στις ρόγες της λίμνες υγρού πυρ
Ο καναπές θριάμβευε εκστατικός και ήσυχος σαν να ήξερε τα πάντα από τα σώματα μας
Κι ο Κάφκα σαν τρελός έμπαινε μαζί μου μέσα της αφήνοντας την λύπη του πίσω στην Πράγα
Κι αυτή βολοδέρνοντας στα χέρια μου, σαν χίμαιρα, μου γάζωνε λέξεις
(Είμαι στην Νεα Ορλεάνη), μου λεγε
και με έκανε να ξαναβρίσκω πάλι την περηφάνεια στην χαρά
μα και να χάνω τον εαυτό μου ολότελα
Αντικατοπτρισμοί λευκοί και διάφανοι φυγαδεύονταν
κι όταν ήρθε η ώρα να διαλυθώ άφησα την ραχοκοκαλιά μου
σαν σβησμένη χορδή που ένα αόρατο δοξάρι έσπασε
Μάζεψα τα νύχια της τα σπασμένα
τα έκλεισα σε ένα κουτί και τα έβαλα κάτω από το μαξιλάρι μου σαν έφυγε
Κι ο Κάφκα έφυγε απρόσκλητος όπως ήρθε
κι έμεινα γυμνός να κοιτάζω το άρωμα της που έμεινε στα νύχια της σημάδι,
όσο μπορούσε να υπάρχει κείνο το άρωμα θα την θυμόμουν
έπειτα σαν χαμένος ακροβάτης θα γυρνούσα μέσα στην νύχτα να ξοδεύομαι
Ήταν που από παιδί με τράβαγε ο θάνατος
κι η θλίψη ένα με το δέρμα μου,
η ηδονή είναι πάντα το σκαλοπάτι του θανάτου
του αποχωρισμού της ψυχής από το σώμα,
τι είναι το σώμα, ένας γραφέας στιγμών ένας τρελός δείκτης στο άπειρο...

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Η επιθυμία

Η επιθυμία είναι αιλουροειδές
αρχικά σαν γάτα τρίβεται στα πόδια σου
κι απότομα και κοφτά καταλήγει στο στήθος σου σαν λιοντάρι που βρυχάται.
Ωραίος ο άνθρωπος που αφήνεται στο κύμα της
αμόλυντος από προθέσεις, υποσχέσεις, παρενέσεις,
... βουνά από φόβητρα πλάγια.
Ωραίοι ο άντρας κι η γυναίκα να κοιτάζονται βαθιά
δίχως την έννοια της κατάκτησης, παρά της ομορφιάς.
Αλυχτώντας ένα βράδυ θα σε δω
εκεί στον Λυκαβητό να περπατάς, με τα πόδια σου να χαράζουν εικόνες
γερμένες κάτω από ένα μισό φεγγάρι που γλείφει εκεί,
την ρωγμή του ουρανού ηδονικά,
τότε το αυτί της γης θα σκύψει και θα ακούσει τον ήχο σου
και θα ναι ξημερώματα και όλα βυθισμένα στον ύπνο,
όλα εκτός από εσένα κι εμένα που τα σώματα μας σαν τόξα θα τέμνουν
αυτήν την αγέρωχα λυπημένη μα καυτή ύπαρξη της ζωής μας.
Μεσοπέλαγα, μα στην γραμμή του Λυκαβητού
αυτός που πρώτος θα πεί τον άλλο (αγάπη μου),
αυτός θα χει πετάξει μακριά αυτά τα κίτρινα και βρώμικα ρούχα της ντροπής

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Άτιτλος

έτρεχες σε κείνη την ασημόχρυση πλαγιά με τα πέπλα σου ατακτοποίητα και βαριά
σαν βροχή που στεκε στα μαύρα σύννεφα έτοιμη να ξεσπάσει
ρουφούσα πίσω από τα μαλλιά σου τα χυμένα στους ώμους σαν αμνοί έτοιμοι
προς ξεθεμελίωση
Μαρμαρένιες προκυμαίες υποδέχτηκαν το άγριο κυνηγητό μας
... χαμένοι είμασταν στα δέντρα και στα θυμάρια που ατρόμητα παρατηρούσαν
Μαύρα πουλιά χλιμίντριζαν στο θέαμα
κι εσύ που στάθηκες ένας πικρός γονιός μα πρώτα από όλα πικρή ύπαρξη κοιτούσες
Μετρούσες τις σκοτεινές πράξεις, τις κινήσεις της νύχτας
καθώς κατέβαιναν στρατιές βαρβαρικές από την βουνοκορφή
σε κύκλωναν, πάντα σε κύκλωναν χωρίς πολλά πολλά λόγια
Κι εσύ πάντοτε ωραία, μοιραία για όσους βαθιά σε αγάπησαν
μοιραία κι εσύ γονατισμένη πάνω από πληγές εκατόμβες
Ο εχθρός είναι δίχως φύλο
το δέντρο πάντα έχει καρπούς για αυτό κυνηγιέται,
με λόγια,
με όπλα,
με συμβόλαια θανάτου πληρωμένα,
μεγαλύτερος εχθρός το αδέλφι σου,
μα κοίταξες καθαρά έναν άλλο που κι αυτός αδελφός σου ήταν,
θέλησε να σε φυλάξει φωνάζοντας στο μέρος σου
(πρόσεχε),
όμως στάθηκε αργά γιατί έτρεχε από τον λαιμό του μια τρύπα,
λίμνη το αίμα και δεν άφηνε να βγεί η μιλιά,
κι έμπλεξαν οι ρόλοι τι να σουν άραγε, αδελφός ή μητέρα;
Τα πέπλα σου σκιάχτηκαν από το θέαμα,
εδώ είναι Αττική, δεν είναι παίξε γέλα ούρλιαξες
Νταμάρια γυμνά οι σκιές
με μια πεταλούδα σαν λεπτομέρεια στα μαλλιά σου,
που είσαι σου φώναξα, δεν σε βλέπω,
κι ήταν το αίμα που έτρεχε από τα μάτια μου και με θάμπωνε
και ξέχασα κι εγώ τι ήμουν πια για σένα
Δεν μπορείς να διακρίνεις τις σκιές και πίσω τους
παλινδρόμηση φρικτή συναισθήματος,
μια λατέρνα έπαιζε κάτι παλιό και με πλήγωνε από μνήμες,
έχω μνήμη δες, ακόμη, σκέφτηκα
Κι έστεκε σαν δάσος με δάφνες η αγάπη μου για σένα
όμως ήταν αργά πια,
αργά για σένα και για μένα
Έλλη σε φώναζαν κάτι παιδιά
πριν πέσω κάτω στο έδαφος πρόλαβα κι άκουσα το όνομα σου...

Μια παράξενη Άνοιξη

Έβαζε μουσική σε ένα όμορφο μπαρ, από αυτά που οι ανάσες και ο καπνός δεν στριμώχνουν τους ανθρώπους κάνοντας τους χυδαία διαχυτικούς.
Διάλεγε την μουσική της Ν.Ορλεάνης, ξέρεις εσύ, αυτή που παράξενα ηχεί στο στέρνο κι έρχεται συνέχεια στα μάτια με εικόνες ατέλειωτες.
Ένα ευγενικό χαμόγελο στόλιζε το στόμα του. Τα μακριά του μαλλιά στιλπνά και καλογυαλισμένα. Την κοιτούσε και λάμψεις φωτός σκόρπ...ιζαν στον αέρα ανακατεμένες με καπνό και σκέψεις με νότες γυαλισμένου σαξόφωνου.
Υπάρχουν άντρες που δεν χρειάζονται καμμιά προπάθεια να δείξουν πως είναι άντρες. Το ίδιο φυσικά και με τις γυναίκες, όμως καμμιά φορά οι λεπτομέρειες αλλοιώνουν την αλήθεια...
Εκείνη σταύρωσε τα πόδια της προσέχοντας το φουστάνι της.
Τον είδε απέναντι της να διασχίζει την κίνηση της με τα μάτια του, κάποιος τότε δίπλα της άρχισε να της μιλά. Ήταν ο ίδιος που της μίλησε πριν μέρες.
Μίλησαν για λίγη ώρα.
Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά είχε ένα τριμμένο βελούδο στα μάτια, πόσος καιρός, σκέφτηκε εκείνη , πέρασε ,που είχα να ζήσω αυτήν την αίσθηση, από κείνο το καλοκαίρι...
Μα κι ο άντρας καθώς μάζευε τα ποτήρια το ίδιο σκεπτόταν.
Μπορεί να μην το ήξεραν αλλά έκαναν την ίδια σκέψη, αυτή η σκέψη φαινόταν στον τρόπο που χάιδευαν κι έμπλεκαν τα μάτια τους.
Όταν έφυγαν όλοι, βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Καθώς άλλαζαν φιλιά, η Άνοιξη περνούσε έξω από τα μεγάλα τζάμια.
Η τρομπέτα γονάτιζε στα χέρια τους
κάνοντας τα πιό δυναμικά.
(Μην φύγεις πάλι απότομα), της είπε καθώς διέλυε τις αντιστάσεις του στο στόμα της.
Ο έρωτας τώρα καθόταν στην μπάρα αόρατος, ψηλός και ντυμμένος σαν δανδής, σαν αυτούς τους καταραμένους ποιητές που σεργιάνιζαν δίπλα στο γαλλικό ποτάμι, μπλέκοντας την αγωνία της ζωής σε λέξεις.
Την έσφιξε πάνω του με τρυφερότητα, της έδειχνε πόσο την ήθελε, πόσες ημέρες την είχε σκεφτεί, πόσες ημέρες κοιτούσε την πόρτα να ανοίγει χωρίς να μπαίνει μέσα εκείνη.
(Μυρίζει τόσο όμορφα ο τρόπος που με φιλάς), του είπε με το κεφάλι της στον ώμο του.
(Είναι σχεδόν Άνοιξη, αλλά αυτό δεν με ενδιαφέρει, αυτό που με καίει είναι να ρθείς στο σπίτι μου τώρα), της είπε δυνατά.
(Θα ρθω, να σε βοηθήσω λίγο να μαζέψεις); τον ρώτησε και ακτίνες έντασης περνούσαν το κρανίο της άτακτες κι έντονες.
(Φυσικά όχι), απάντησε και όρμησαν έξω.
Σβησμένες μυρουδιές από τα δέντρα της πόλης μαζί με ένα μουντό αντιφέγγισμα στον ουρανό.
Η επιθυμία να τρυπά το κρανίο σε κομμάτια.
Τα κομμάτια κύματα που περνούσαν την κοιλιά κι έκοβαν τα γόνατα στα δυό.
Εκείνη την στιγμή πριν ξημερώσει η νέα ημέρα έμοιαζαν σαν δυό ανθρώπους στην έρημο. Η έρημος τους ένωνε καθώς ένα πουλί κόκκινο με κυματιστή ουρά διέσχιζε και τρυπούσε το μυαλό τους. Η έρημος ήταν το μυαλό τους.
Υπάρχουν άνθρωποι πολύ αισθαντικοί, όταν δεν είναι ερωτευμένοι νιώθουν πως ζουν σε μια έρημο.
(Καλό μήνα), της είπε φιλώντας την στον λαιμό. Εκείνη ένιωσε περπατώντας τις ανηφόρες της περιοχής πως ξαφνικά ήρθε ένα νησί στην πόλη..
Κι η Άνοιξη ερχόταν σαν υγρά σεντόνια πάνω τους...