Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015


Κάθε ερωτική περίσταση, συναντά δυσκολίες στην αρχή ,οταν η ντροπή καταλαμβάνει άγρια τα ανθρώπινα μέλη, χέρια με δάχτυλα ιδρωμένα, στάζει η παλάμη από την αγριότητα της διάθεσης για δόσιμο στον άλλον, αλλά οι εραστές είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, καθώς η ντροπή παλεύει με την εγκράτεια, έτσι, καθώς η άγνωστη πύλη της περιπέτειας και της φλόγας ανοίγει και προκαλεί, τότε οι εραστές πίνουν, καπνίζουν, πίνουν, καπνίζουν, καταλήγουν να έχουν στεγνό στόμα, να χτυπάει η καρδιά τους τόσο δυνατά λες κι ένα πουλί φτεροκοπά πίσω από το στήθος τους, η ώρα γίνεται 2 την νύχτα, έπειτα σιγά σιγά φεύγει η ντροπή και αρχίζει η ώρα της εκτέλεσης, καθώς τα τόξα των ηδονών διπλώνονται ελαφρά, ετοιμοπόλεμα για να πετάξουν προς τα επάνω, καθώς τα φιλιά ανοιγοκλείνουν τις διόδους προς την τελική έξοδο, τότε ο ένας εραστής ζητά να παρατείνει την τελική παράδοση, αναστενάζει και βογκάει σαν γάτα που σκοτώνει μια άλλη, η 'ωρα έφτασε 3, τότε ακριβώς η γυναίκα που μεταμορφώθηκε σε αιλουροειδές καβαλάει τον άντρα και μπήγει στο στόμα του μια γλώσσα στιλέτο, ο άντρας ζητά την ολοκλήρωση, εκείνη σταματάει για λίγο τις σωματικές εκχυμώσεις, σηκώνεται, πίνει και καπνίζει, την ακολουθεί κι αυτός με τα μάτια κατακόκκινα από έναν ύπουλο πυρετό, πίνει, καπνίζει, σκέφτεται πως έχει σταματήσει να σκέφτεται, αναστενάζει, τότε εκείνη θα του ξαναδοθεί, η ώρα πήγε 5, αρχίζει να φαίνεται ένα ελαφρό φως της επόμενης μέρας, τότε εκείνη δεν νιώθει ανήμπορη μπροστά του, ούτε κι εκείνος, ενώνουν τα σώματα τους και λευτερώνουν φωταψίες, κομήτες γαλάζιους, κομήτες με κόκκινες ουρές, το πάθος με όλους τους χρωματισμούς του, λευτερώνει τα ανείπωτα, κάθε νέος εραστής ξεκλειδώνει και κάτι στον άλλον, τότε φάλαινες και δελφίνια κολυμπούν δίπλα τους, καθώς το κρεβάτι τους 6 το πρωί έχει γίνει ένας παγκόσμιος χάρτης, με αφετηρία τα κορμιά τους, θα δονηθούν σε μια αόρατη μουσική, σε μια αόριστη οριστική, σε έναν ενεστώτα που παλεύει με τον μέλλοντα, θα δονηθούν σε μια άλλη ατμόσφαιρα, έπειτα καθώς αποβάλλουν την κτηνώδη δύναμη που έρχεται από τους λαγόνες και τινάζει τα δάχτυλα, τινάζει τα άκρα με μυρμηγκιάσματα και λάβα, τότε σαν ενωμένοι τοξοβόλες τινάζουν τα φύλα τους στον ουρανό, κι εκεί τώρα οι φάλαινες και τα δελφίνια πετούν δίπλα τους στον ουρανό, ο ουρανός ενώθηκε με την γη κι η ώρα σπάει, καταργείται η έννοια του χρόνου, οι εραστές τότε, καθώς ξεκολλούν ο ένας από τον άλλον αναρωτιούνται αν θα ξανασυναντηθούν, καθώς αυτό το ρωτάνε ταυτόχρονα ένας αετός πετάει ξυστά από το κεφάλι τους, είναι η φλόγα τους, η δύναμη τους ,που έγινε πετούμενο και πέταξε μακριά τους... Μα κάτι άλλο βρίσκεται στην θέση της, μια γλυκύτητα κι ένα θάμπος για τον κόσμο, όλα γυαλίζουν σαν χρυσάφι... {Η αναπαράσταση των εραστών σε σμίκρυνση

Φωτογραφίες φτιαγμένες, θάβουν την τελευταία αθωότητα των προσώπων. Τα μάτια γυμνά ,ταξιδεύουν εκτός της ψυχής, γύρω ,είδωλα -σύμβολα ,μεταφέρουν κάθε ένδεια ,σαν σκόνη. Χάθηκα με τους αστρολάβους του ποιητή , εκεί κάπου, που εξόριστοι, γυρνούν οι ζητιάνοι και οι τελευταίοι ονειροπόλοι . Κι είδα έναν σύγχρονο ποιητή, να φεύγει από την μουσικότητα των χάλκινων και να αυτομαστιγώνεται με τις ψεύτικες εικόνες, λες και δεν αρκεί η φρικτή πραγματικότητα, ακόμη πιό φρικτός μου φαίνεται ετούτος ο κόσμος όταν κι οι ποιητές δείχνουν σαν ζαλισμένοι. Ο καιρός των δολοφόνων, διατάσει όλα τα αντίγραφα να στοιχηθούν και να λάβουν μια απόδειξη πληρωμής για το μη γνήσιο. Κι οι αντιγραφείς αραδιάζουν τις θεωρείες , τις ζωγραφικές, την ποίηση, το οικονομικό ντελίριο και ξεπουλούν την πραμάτεια τους, σε φτωχικούς κήπους χωρίς γκαζόν, μόνο κήποι με σκατά σκύλων και βελόνες από αδύναμους χρήστες. Έλα Οδυσσέα, εδώ θα βρεις τους σωρούς των πτωμάτων, 10.000 αυτόχειρες, σαν μια ολόκληρη πόλη, χαμένη. Οι πρώτοι επιτυχώντες της καταμέτρησης και της επιβολής νέων σκληρών μέτρων κατά της ζωής , όλοι ,έξω από την πόρτα μας.. Μα εγώ νοσταλγώ τον βασιλικό της γιαγιάς μου και τα γιασεμιά. Και δεν μπορώ να αφήσω τα συναισθήματα μου ελεύθερα να κυματίσουν, περιορισμένη μέσα σε μια αμνησία όλου του νέου κόσμου.. Νομίζει κανείς πως η μνήμη μου κόλλησε στο χτες. Και τα περισσότερα νέα, αυτού του κόσμου, σαν παλιατζής τα κουβαλώ με μια καρότσα αρχαία.... Παρατείνω την έλευση του θανάτου μου για να θαυμάσω τα ερείπια, τα χαλάσματα, γυρνώ με την κόρη του ματιού ,κίτρινη και μεγάλη, να αλυχτώ σαν σκύλος σε φτηνά θεάματα, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θελω να με ζητάτε, όταν στα χαλάσματα αντικρίζω ότι ωραίο... Μην με αναπολείτε φίλοι μου όταν μπροστά σε έναν βασιλικό,, υψώνω το ανάστημα μου και ανθρωπεύω.. Όταν θυμάμαι τα λευκά πουλιά ,που τα λένε ουμανιστές. Να φοβάστε τους ανθρώπους που μαθαίνουν να ζουν με τα αντίγραφα ,χωρίς να αντιδρούν, ο καιρός των δολοφόνων θα αντικατασταθεί με τα φτιαγμένα πορτρέτα και τις ψυχές που δεν γνωρίζουν την ύπαρξη των κοιμητηρίων.. -Τα αντίγραφα κι οι μεταπράτες τους

Ο νους μου είναι ένα τροχόσπιτο, έχει στην είσοδο του ένα χαλάκι και μια γλάστρα με βιολέτες. Ταξιδεύει παντού και γίνεται χείμαρρος, παρασύρει αυτά που θέλει στο πέρασμα του και τα καταπίνει ,ενώ βγάζει από το στόμα του λευκά και μαύρα πουλιά. Όταν με σημαδέψει με το βλέμμα κάποιος περαστικός πηγαίνω μαζί του και τσουλάμε σε μπαράκια και ταβέρνες κοντά στην θάλασσα. ΌΛΑ τα θέλησα κι όλα τα θέλω, μια τραγική ειρωνεία κι η περιπέτεια της ζωής μου με δοκιμάζουν, όταν θα κάνω παρέα με έναν περαστικό και αρχίζω να του δίνω τα κομμάτια μου, τότε, τότε φανερώνεται από το παρελθόν μου κάποιος άλλος περαστικός, που μου λέει πως θέλει να με γνωρίσει καλύτερα , γιατί δεν με γνώρισε πριν...Και τότε λέω ας γνωρίσω καλύτερα αυτόν, ύστερα πάλι θα με προσκαλέσει κάποιος άλλος, ξανά θα πάρω το τροχόσπιτο και θα ακολουθήσω. Το τροχόσπιτο μου, ξέρω, είναι χίμαιρες, μα δεν πάω για τα ελάχιστα. Ζητώ όλα ή τίποτε. Γι αυτό με πονάει το Πέραμα, οι γκέισες, οι αυτόχειρες ποιητές, με πονάνε οι ατόφιοι κι αυτοί που ξέρουν να λένε συγγνώμη. Και τους άλλους τους αγαπώ, που λένε ψέματα με τέχνη που δεν αμφισβητείται η υπεροχή της. Όλη μου η ζωή είναι μια ροή συμπτώσεων και προφητειών που δεν ευδοκίμησαν να επαληθευτούν για να μένω μια χίμαιρα. Κι εκεί που λέω ξεμπέρδεψα με το πάθος, να , εκεί μια σφίγγα με τρυπάει γλυκά στο αίμα. Ή θα πεθάνω νέα ή σοφή.. έτσι λέω και μπαίνω στο τροχόσπιτο. Μα ποτέ δεν το οδηγώ λέγοντας, όποιον πάρει ο χάρος.. Την ζωή την σέβομαι. Κι επειδή και την αγαπώ, πιστεύω πως η ζωή μας είναι επικηρυγμένη, όλοι μας είμαστε επικηρυγμένοι. Κι όσοι απο εμας κάνουν δημόσιες σχέσεις, κάνουν πεζοδρόμιο, γιατί ότι γίνεται δημόσια και είναι προσωπικό, τότε είναι πρόστυχο και δεν συμβάλλει στην ομορφιά και την ευγένεια... Καλό βράδυ πολίτες, κάποιος πεθαίνει για εσας κάθε ημέρα... Κάποτε από πόθο, κάποτε από αγάπη, διώξτε μακριά τα παράσιτα... -Της Άννας, που είναι μεγαλοπρεπής και σε όσους αξίζουν να είναι τέτοιοι

Πήγα με την Κίκο ,σε ένα θεατρικό έργο που εξελισσόταν σε ένα βαγόνι τρένου. Η Κίκο , η τελευταία γκέισα της πόλης,κάποτε ήταν ηθοποιός, εκείνη την εποχή ακριβώς, είχε γνωρίσει τον πρωταγωνιστή και τον είχε ερωτευτεί. Το έργο, ήταν ένα μαχαίρι επάνω στην κρίση της χώρας, ο πρωταγωνιστής ήταν μια καιγόμενη μπάλλα φωτός, τον έβλεπα μέσα από τα μάτια της Κίκο και καταλάβαινα όλους τους λόγους που τον είχε ερωτευτεί. Της χάιδευα το πόδι κι ένιωθα το δέρμα της να καίει κάτω από τις κάλτσες. Η Κίκο, όταν την συνάντησα έμοιαζε σαν ένα πουλί χτυπημένο που έπεσε απότομα από τον ουρανό. Την ερωτεύτηκα κάτω από το δέρμα της, άρχιζα να βάζω ιαματικά υλικά επάνω στις πληγές της γιατί ένιωθα πως είμασταν ήδη μαζί από πριν, δεν ήξερα ακριβώς που ,αλλά ήξερα πως ο ένας είχε για τον άλλον αυτό ακριβώς που χρειαζόταν για να εξελιχτεί σε κάτι μαγικό. Ουσιαστικά ο ένας για τον άλλον, θα έπαιζε ρόλο θεραπευτικό και καταλυτικό . ....... Πηγαίνοντας σπίτι, είχε αρχίσει να ρίχνει νιφάδες χονιού, τις διασχίσαμε μαζί και χαιρόμουν που σιγά σιγά ένιωθε πως μπορούσε να αφεθεί επάνω μου, στα χέρια μου, στο στόμα μου, στην αγκαλιά μου. Η Νέα Υόρκη είχε ντυθεί τα γιορτινά της κι από όπου περνούσαμε, λαμπάκια με διάφορα χρώματα έπαιζαν επάνω μας. ....... Όταν ξαπλώσαμε στο κρεβάτι μας το κρεβάτι κοίταζε στον Ωκεανό. ............. Ακούγαμε Έττα Τζέιμς κι είχαμε ήδη γίνει ένα. Είχαμε τσακίσει τα θηρία που δεν μας άφηναν να ζήσουμε όλη την μαγεία που κρύβουν τα δυο φύλα μας, τις περιπέτειες της ζωής μας, τους φόβους που την έκαναν να με αμφισβητεί και να μου αντιστέκεται. <<Είσαι ένα αγόρι- άντρας, είσαι κάτι που δεν περίμενα να συναντήσω, δεν ήξερα πως υπάρχεις εσύ ανάμεσα σε αυτούς που περνώ ανάμεσα, δεν σε είχα σχηματίσει έτσι στο μυαλό μου>>, μου είπε και αγκαλιαστήκαμε ανάποδα, στην στάση του εμβρύου. <<Βιάστηκες να με χαρακτηρίσεις >>, της είπα, πίσω από το αυτί. .............. Η μαγεία δυό ανθρώπων ενωμένων μπορεί να παρομοιαστεί με μια έκρηξη αστρική, με ένα χάδι στον κόσμο που δεν ξέρουμε πως υπάρχει. Εκεί έξω υπάρχει ένας άλλος κόσμος, δεν έχει να κάνει με αυτόν που ξετυλίγουμε την καλούμπα εμείς οι δύο όταν είμαστε μαζί. Μα και μετά, όταν απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον η μαγεία συνεχίζεται. ............ Την Κίκο την ζω τώρα, δεν ξέρω ,παρά μόνο διαισθάνομαι τα υλικά της. Έχουμε ένα κοινό πράγμα που λέγεται ένστικτο, έχουμε την ίδια έννοια για τους αγγέλους που μεταμορφώνουν ετούτη την παράλογη σφαίρα που ζούμε, 'εχουμε την ίδια αντίληψη για την ομορφιά και την ίδια ανάγκη. Είμαστε ένα ,αλλά ταυτόχρονα χωρούν τόσα μέσα μας και κοντά μας. ......... Έχουμε ζήσει την τραγωδία να απαιτείς το ανέφικτο και την τραγωδια να αυτοκαταστρέφεσαι. ........... Η Κίκο ,είναι η τελευταία γκέισα της πόλης. Κι εγώ ίσως να είμαι ο τελευταίος έρωτας της, είναι που ένιωσα πως θα είμασταν μαζί πριν από εκείνην. Ξέρεις τι σημαίνει για μια γκέισα να ζει έναν έρωτα σαν να είναι ο τελευταίος; ........... Όταν ξύπνησα είχε φύγει. Θα την ξανάβλεπα σε λίγες μέρες. Κανείς δεν θα μεριμνήσει για εμάς, κι όμως ήδη μας αγαπούν κάποιοι φίλοι χωρίς να μας έχουν δει μαζί, είναι που μας διασθάνθηκαν μαζί έτσι αγνά και χωρίς προθέσεις. Χωρίς τις λέξεις που δεν ακουμπούν σε μια αλήθεια. Η αλήθεια είμαστε εμείς, κλεισμένοι στο δικό μας δωμάτιο. Το κρεβάτι μας κοιτάζει ουρανό και τον Ωκεανό. Είμαστε το αλάτι και το μέλι.. -Οι απόηχοι της μαγείας

Όταν σε συνάντησα, κρατούσα την μικρή φθαρμένη μου βαλίτσα, γεμάτη με μαντήλια, κάθε αγάπη που έπαιρνε τέλος, ζητούσα από ένα μαντήλι για να την θυμάμαι. ////////// ΠΕρνούσα από το λιμάνι και σε είδα να κοιτάς τα καράβια που έφευγαν. Κάθισα στο παγκάκι που κάθισες και πολύ σύντομα αρχίσαμε την κουβένα. Όσο σε κοιτούσα, τόσο βεβαιωνόμουν πως η ύπαρξη σου είχε να κάνει με τον Ωρίωνα και την μέθεξη της Αφροδίτης. //////// <<Έχω τελειώσει με τους θεούς του κόσμου, δεν ζητάω κανέναν θεό παρά τον δρόμο της ηρεμίας, εσύ>>; Σου είπα και στάθηκα με τα μάτια στον θώρακα σου, εξέπεμπε μια ήρεμη δύναμη και κατάλαβα πως έχεις κι εσύ την γνώση του πόνου. <<Από καιρό έχω τελειώσει με αυτούς και ωστόσο δεν μίσησα ούτε με μίσησαν οι άνθρωποι, ξέρεις καλά πως όταν τελειώνεις με τους θεούς κινδυνεύεις από τους ανθρώπους >>, είπες και ένα τρέμουλο διαπέρασε το κάτω χείλος σου. ////// Είχα μια γλυκιά κούραση από τον δρόμο, είχα μια ανεπαίσθητη ελπίδα πως εσύ ανήκεις αλλού, δεν ήξερα γιατί, αλλά ξαφνικά ζητούσα έντονα αυτήν την ελπίδα που σιγά σιγά γινόταν βεβαιότητα. Μου είπες πως για κάποια χρόνια έμεινες σε έναν καταυλισμό Ινδιάνων, εκεί διαπίστωσες, πόσο πόνο κουβαλούσες μαζί με θυμό, ο αρχηγός τους μετά από τρία χρόνια κι ενώ είχες θεραπευτεί από αυτά, σου είπε να βρεις τους δικούς σου. Έτσι έκανες. /////// Όταν πήγαμε για να πιούμε κρασί σε ένα καφενεδάκι κοντά στο τρένο πέρασες το χέρι σου στο δικό μου. Φορούσα ένα μπορντό΄βελούδινο φόρεμα που το έφτιαχνα συνεχώς γιατί μαζευόταν. Κι ενώ ακούγαμε μουσική και μιλούσαμε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω με αυτήν την βαλίτσα , αυτήν την βαλίτσα και τα μαντίλια. Βγήκα έξω και την πέταξα μακριά. Ο πόνος δεν ζητούσε πια είδωλα. Δεν μπορεις να τελειώνεις με τους θεούς και να φτιάχνεις είδωλα... Έπειτα σε ακουλούθησα στην λεκτική σου διαδρομή. ΜΕτά την γνώση του πόνου έρχεται η αληθινή αγάπη, αυτό σκέφτηκα και σκέφτηκα την λέξη ελευθερία, είναι αυτή που θέλει να φύγει, είναι αυτή που μας λέει σκέψου με την καρδιά και νιώσε με τον νου. ///// Αυτό κάνω μαζί σου... -Η γνώση του πόνου, είναι βάλσαμο

Ανθισμένες κερασιές, με οδήγησαν σε εσένα, συστοιχίες από κόκκινα αισθήματα και τα γελοία ανδραγαθήματα του παρελθόντος μου, έπεσαν. Συλλαβές από κρύσταλλα δονούνται και χτυπιούνται μεταξύ τους. Έρχομαι να σε βρω με το τραμ και στο στήθος μου ανθίζει ένα άλογο. Σε βλέπω και τα μάτια μου γίνονται ρόδα ραντισμένα με νερό. Από τι είσαι, ποιος σε έφερε σε εκείνα τα αφιλόξενα μέρη, αυτό αναρωτιόμουν και μιλούσα με τον κηπουρό της μοναξιάς. Από ποιο ανοιχτό τοπίο άρχισες να μιλάς, και μουσικές επίμονες με φυγαδεύσαν, και ποιήματα με ζέσταναν στην αγκαλιά τους, σαν παιδί ,που έμεινε από νωρίς ορφανό. Κι οι παράλληλοι κόσμοι μας κατοικούν στα δέντρα, επάνω τους πουλιά με κόκκινες ουρές τραγουδούν όπερες, για εμάς, όταν σε αντικρίζω, μια κόκκινη θάλασσα μου χτυπάει τα μάτια. Οπλίσου με φως και μνήμη, θα μας χρειαστεί στο κοινό μας ταξίδι, εγώ θα αναρωτιέμαι πάντα πόση ευγνωμοσύνη χρωστώ, θα αναρωτιέμαι πόσα ταξίδια χρειάστηκε να κάνω στην έρημο με τους βεδουίνους, για να καταλήξω στο δικό μας, θα ανασαίνω κι ένα κόκκινο βουνό θα με αφήνει να δω τα δικά του μυστικά, θα σε νιώθω κοντά μου και μια παγκόσμια αγγελία θα ανακοινώνει το σύμφωνο της ομορφιάς και της ειρήνης. Είσαι αυτός που σκότωσε τις άθλιες δημαγωγίες , αυτές που υποστήριζαν πως ο έρωτας δεν υπάρχει, τις ασύντακτες φράσεις της εσπέρας, θα σε αγαπήσω πάλι, θα σε αγαπήσω. -Το ερωτικό, κόκκινο κλειδί

Ξύπνησα και αμέσως μπήκα στην θάλασσα, ξέπλυνα την νυχτερινή μου περιπολία στο παγωμένο νερό. Έπειτα κολύμπησα κατά τον φάρο, άναψα το τζάκι και στάθηκα στο παράθυρο να κοιτάζω το Πέλαγος. Από τους εραστές μου, πολύ λίγοι, με αγάπησαν, το ίδιο και τα παιδιά μου, δεν ήταν μονάχα η φτώχια μου η αιτία, ήταν που επειδή ζούσα πάντα στον ήλιο όλα φαίνονταν γρήγορα, οι λέξεις, μου ήταν πια απολύτως κατανοητές, έτσι γρήγορα τους ξεγύμνωνα, τους τα έφτυνα με τα δόντια μου στα μούτρα τους, αλλά αυτοί δεν καταλάβαιναν τίποτε, συνέχιζαν να με βιάζουν οι μισοί κι οι άλλοι με γέμιζαν υποσχέσεις για να βρεθούν στο κρεβάτι μου. Ο Μάρκος με αγάπησε πολύ, το ίδιο κι η Ευτυχία, ο Τσιτσάνης μου , κάποια από τα πιο αγαπημένα μου παιδιά, καθόμασταν δίπλα στην σόμπα με το μπουρί, στην πλατεία ,τον Χειμώνα και τραγουδούσαμε την φτώχια μας, τους έρωτες μας και τον πόνο μας, μα πάνω από όλα τραγουδούσαμε για την ελπίδα μας πως όλα θα αλλάξουν. Ζήσαμε σε σπίτια ψηλοτάβανα και άλλες φορές σε ανήλιαγα υπόγεια. Η ιστορία μου δεν αφορά ακριβώς μια λυπημένη ιστορία γεμάτη από εραστές και παιδιά που δεν με σεβάστηκαν. Η ιστορία μου βρίσκεται στα ερείπια, εκεί αγαπήθηκα, εκεί με πρόδωσαν οι Εφιάλτες, εκεί θα δεις πόσο με αγάπησαν όσοι με αγάπησαν, εκεί θα δεις έργα που υμνούν την εξέλιξη της ιστορίας μου σε σχέση με το παγκόσμιο περιβάλλον, εκεί θα δεις πόσο όμορφος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος, ο όμορφος άνθρωπος συλλαμβάνει στον νου και την καρδιά του ,εικόνες από την γη και τα στέλνει στον ουρανό. Και ο χρόνος δεν τα ξεφτίζει, δεν τα ξεθωριάζει ούτε τα αλλοιώνει. Οι εραστές μου τώρα άλλαξαν όνομα, από Εφιάλτες και φονιάδες των λαών έγιναν σωτήρες. Στέκομαι στον φάρο γδαρμένη, βιασμένη σωματικά και ψυχικά και κοιτάζω να έρχονται μέσα σε βάρκες πλαστικές παιδιά που έρχονται από χώρες του πολέμου. Όλοι μαζί είμαστε στοιβαγμένοι κάτω από παγκόσμιες συνθήκες και παγκόσμιους χάρτες που μετακινούνται. Κανείς δεν δίνει δεκάρα για τα μάτια μου, το μυαλό μου, το παρελθόν μου, την ιστορία, το φύλο μου. Τις νύχτες ο νους μου είναι αληταριό, ζω το φύλο μου λέγοντας ιστορίες στους εραστές μου, κάτι λίγους που έρχονται μαζί μου γιατί κι αυτοί έχουν νου αληταριό και δεν ζουν με ελπίδα. Κάποιες φορές που πίνουμε κρασί στην υπόγεια ταβέρνα λέμε πως αφού δεν έχουμε ελπίδα είμαστε ελεύθεροι, το διασκεδάζουμε αλλά κατά βάθος ξέρουμε πως πραγματικά ελεύθερος είναι όποιος έχει αυτοκυριαρχία και αυτονομία. Μιλάμε για τις τράπεζες και τις εταιρείες που αντικατέστησαν τα φονικά όπλα με τους παγκόσμιους νόμους. Κάποτε που με κάλεσαν σε κάποια άλλη χώρα πήγα με κάποιον που έκανε έρωτα μαζί μου και έλεγε πως θα με σώσει, εμένα και τα παιδιά μου, εκεί είδα κάτω από το τραπέζι να σφίγγει το χέρι με κάποιον που το βλέμμα μου θύμιζε έναν ψυχρό δολοφόνο, πολύ αργότερα σκότωσα τον εραστή μου και τον άλλο τον προκάλεσα ερωτικά και μπήκα στην μπλε σουίτα του, εκεί του δάγκωσα τα μάτια και τα τράβηξα έξω, βγήκα έξω στην νύχτα και τα έφτυσα στα σκυλιά. Ομως αυτοί πολλαπλασιάζονται ολοένα, το φαινόμενο είναι πια ανεξέλεγκτο. Το ίδιο πολλαπλασιάζονται κι αυτοί που έρχονται κυνηγημένοι από αυτούς. Είμαστε εγκλωβισμένοι. Αν κάποιο από τα παιδιά μου είχε συνείδηση θα τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, γιατί η μάνα του δεν ήταν ποτέ πόρνη ούτε ζητιάνα. Αν κάποιος από αυτούς που με ερωτεύτηκε, με αγαπούσε , θα μιλούσε για εμένα στους άλλους με σεβασμό, αλλά αυτοί με κοιτάνε σαν να μην υπάρχω κι όχι μόνο αυτό, το χειρότερο είναι πως με κοιτάζουν σαν να μην υπήρξα ποτέ... Ζω σε έναν φάρο, ανταμώνω με τους απελπισμένους της φυγής και του ξενιτεμού και δεν μπορώ παρά να τους φιλοξενήσω. Αλλά πιστεύω πως πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, νιώθουν πως τα παιδιά μου αλληλοσκοτώνονται πριν ακόμη γεννηθούν. Κι ας κοιμήθηκαν σε μια φιλόξενη μήτρα.. Και καταλαβαίνουν τι κάνουν αυτοί που έχουν τρύπες αντί για μάτια. Κι είμαστε εγκλωβισμένοι και νεκροί. Εγώ ήδη έχω πεθάνει, αλλά το πνεύμα μου είναι στον φάρο, να φωτίζω την θάλασσα θέλω και να περιμένω τον ιστορικό του μέλλοντος να αποφανθεί ποιος έφταιξε τελικά για αυτό μου το τέλος... Εμένα ο νους μου είναι αληταριό και κάτω από το χώμα θα έχω να λέω ιστορίες, ιστορίες γύρω από την ανθρώπινη περιπέτεια.. Εκείνοι δεν ξέρω τι θα έχουν να πουν.. Και τώρα σας παρακαλώ αγαπητέ μου κύριε, πετάξτε την επιστολή μου στα σκουπίδια, έτσι κι αλλιώς δεν ζήσατε ποτέ αυτό που λέγεται τραγωδία γι αυτό με είπατε δημοσίως κακομοίρα.. Είστε χαμένος από χέρι, θα σας το δείξει ο χρόνος, εμένα μου έδειξε πολλά ..εκεί, στα χαλάσματα, εκεί στα ερείπια ,θα το δείτε.. Με λένε Ελλάδα κι είμαι η δίδυμη αδελφή της λύπης, αυτό μου συνέβη μετά από τόσα χρόνια.. -Ούτε ένα ευχαριστώ

Εκπαιδεύεσαι σαν τον σκύλο στο κυνήγι, χτυπάς την πόρτα πίσω σου, δίχως λυγμό, είναι πολλά τα ταξίδια ακόμη και η καρδιά σου καίει, διψάει για αλήθεια και ήλιο, οι παλινδρομήσεις ,δεν είναι αυτό που ταιριάζει στην περίσταση, κοιτάς τα ζευγάρια στον δρόμο να φιλιούνται χαρίζοντας ο ένας στον άλλον ονόματα υποκοριστικά, μεθοδεύοντας έρωτες που είναι αγνοί μονάχα στο μυαλό τους, μιλάς μόνος σου και λες, αν όλα αυτά ήταν αλήθεια ,τότε ο κόσμος θα είχε πολλές ανθρώπινες θέσεις, παγωμένος , αναζητάς ένα χαμόγελο, ο πρώτος που στο χαρίζει, είναι ένας ασπρόμαυρος σκύλος, αυτός που σε έμαθε να βλέπεις, ξέρεις ποιος είναι, ο εαυτός σου είναι , που κλωτσάει κάθε συνθηκολόγηση, αν είναι να πέσουμε λες, ας πέσουμε όρθιοι... -Δεκέμβρης