Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014
Θα σου χαρίσει κάτι από το δέρμα της, κρούστες του αρώματος της θα σε τυλίξουν σαν χάδι, δεν θα υπάρχει κάτι άλλο κάτω από τις υποσχέσεις της.
Έμαθες πια πως μερικοί άνθρωποι δεν φταίνε αλλά είναι η φτιαξιά τους έτσι, μοιάζουν ολόκληροι σαν υποσχέσεις, σαν μαγικές υποσχέσεις.
Θα σου χαιδέψει τον λαιμό με χέρια κύκνου, τα μάτια της μοιάζουν σαν αστραπές κεντημένες με αστέρια, θα ρθει πίσω σου, εκεί που είσαι καθισμένος και ο ήλιος θα την φωτίζει από το ανοιχτό παράθυρο, λαμπρές στιβάδες φωτός θα τρυπούν το κεχριμπάρι της επιδερμίδας της.
Θα σου δοθεί άνευ όρων αν έτσι έχει αποφασίσει.
Θα σε δοξάσει και θα σε κάνει να γίνεις κομμάτι των χαμένων Ωκεανών.
Το αίμα σου θα γυρίζει μέσα στο σώμα σαν μεθυσμένο, σαν ζαλισμένο γλυκά από μια θύελλα που έρχεται υπόγεια, άπειρες φορές θα σου κλείσει το στόμα με φιλιά που θα έχουν κάτι από τους αδέσποτους σκύλους για να μην πεις <<σε αγαπώ>>.
Να μην πεις αυτήν την λέξη που αιώνες τώρα δοκιμάζεται σαν χώρα που πολιορκείται.
Έχει την δύναμη που διαθέτει ένα μυθικό ζώο, ένα λευκό άγριο άλογο που χύνεται λεύτερο σε κοιλάδες ανθισμένες με πασχαλιές.
Θα σε κοιμίσει με τα πόδια της γύρω από την μέση σου τραγουδώντας σου λέξεις του Νότου.
Δεν είναι απλά μια ερωμένη.
Είναι η γυναίκα.
Θέλει να την ζήσεις και να σε ζήσει.
Αλλά εσύ ,ενώ έξω από το σπίτι σου θα πέφτει μια άγρια βροχή , ενώ θα ακούς ένα μοβ και κόκκινο μπλουζ, εσύ θα αποφασίσεις να το βάλεις στα πόδια.
Δεν θα συνεχίσεις να μαθαίνεις τι υπάρχει μέσα στο πλάσμα που λέγεται έρωτας.
Γιατί ο έρωτας είναι ένα πλάσμα εδώ που τα λέμε που τσαλακώνει.
Δεν σηκώνει βερμπαλισμούς υποκρισίας, χρειάζεται να βγάλεις τα ρούχα σου και να βγεις γυμνός έξω στον δρόμο.
Αλλά εσύ φοβάσαι, χρόνια τώρα φοβάσαι.
Γι αυτό ,όταν τον βρίσκεις τον ματώνεις με την άρνηση σου,πριν προλάβει να σε ματώσει, ζεις με το κατά συνθήκη ψεύδος σου.
Φύγε ξανά, θα δει την σκιά σου στον τοίχο και θα καταλάβει.
Απλά θα σε καταλάβει. Και θα σε συγχωρέσει.
Είναι γυναίκα, δεν είναι απλά μια ερωμένη...
-Άτιτλος
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
1. Η Άνοιξη
'Όταν σε συνάντησα, τα ηφαίστεια του κόσμου, έβρεχαν φωτιές
Οι κομιστές του θανάτου παρέδιδαν πτώματα
Εσύ μασούσες πέτρες , όχι όπως ο αρχαίος, ήθελες με αυτές, να ανοίξεις στο σώμα σου πληγές
Να πέσεις στην θάλασσα σαν ένα βαρύ πακέτο
Μιλήσαμε και έπαψες
Σου έδειξα πως μιλούν στις γάτες, πως οι σκύλοι μπορούν να σου χαρίσουν χαμόγελο
Χορέψαμε με τον ποιητή στο κίτρινο βιβλίο του, χορέψαμε με την φράση του πως η Ευρώπη είναι η συνέχεια του Βαραββά
Κάναμε κουράγιο
2. Το Φθινόπωρο
Είχες πάψει πια ,να θέλεις να εκδικηθείς τον εαυτό σου, μέσα από τους άλλους
Είχες πει, αλλοίμονο σε αυτόν που θα μου ξυπνήσει τον θυμό μου
Κάτι με έκανε να σκιαχτώ, αλλά ήταν μεγάλη η δίψα για ζωή κι αγάπη, αυτό πίστευα πως κι εσένα σου ήταν αρκετό
Φυσούσαμε τα φύλλα από τα παγκάκια και ανάβαμε φωτιές στους άστεγους να ζεσταθούν
Ατέλειωτη η ερημιά της πόλης γύρω μας
Ο Λυκαβηττός έκλαιγε , έψαχνα πευκοβελόνες του νησιού να βάλω στα μάτια μου να μην βλέπω τα δάκρυα
Μετά, σε στέκια μοβ και κόκκινα τραγουδούσαμε μαζί με την Μπίλλυ
Γελούσαμε πικρά για όλους εκείνους που μετανάστευαν αλλού, πέρα από τον Νότο, ξέρναγαν χολή μέσα από φυλλάδες Αποικιοκρατών για την έρημη, κουτσή χώρα μας,
το στήθος μας πλημμύριζε από αίμα μαύρο,
αυτούς, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ένα γραφείο..
Μαζεύαμε πόνο και τον κάναμε χαμόγελα
3. Ο Χειμώνας
Τον Χειμώνα, τον ονόμασα δεύτερη εποχή
Έγραφες ακούραστα κι αγόγγυστα ποιήματα, τα διάβαζες σε αίθουσες ,που πολύ εύκολα, θα ονόμαζα ψυγεία πτωμάτων
Άρχισα να σε βλέπω σαν νεκρό κι εσένα
Κίτρινος σαν το θειάφι ,από φιλοδοξίες που με επιμέλεια έκρυβες κάτω από μια νωθρή ντροπαλότητα
Τι μάταια όλα τούτα σκεφτόμουν, ζητούσα να διαβάσω ποιήματα των καταραμένων πίνοντας και καπνίζοντας
Τότε άρχισες να μιλάς για τον Χριστό
Σου μίλησα για τον Διάβολο του Μπωντλαίρ
Αλλά εσύ άρχισες να μεταμορφώνεσαι σε ένα άμορφο πλάσμα , πνιγμένος στο θειάφι,και στριμωγμένος στις εκκλησίες, ταυτόχρονα άρχισες να απενοχοποιείς την ηδονή, μόνο για να σε βοηθήσει να γράψεις την λέξη μουνί, την λέξη πούτσος
Τίποτε από τις ηδονές δεν ένιωσες
Κατά βάθος μισούσες την γυναίκα
Κι ήρθε η μέρα που σου είπα θα φύγω, θα πάω πιο Νότια, στα ελληνόφωνα χωριά της Σικελίας,
να πιώ λιαστό κρασί και να μιλήσω με τις ρυτίδες των γερόντων
Και τότε άρχισες να μασάς ξανά πέτρες..
4. Το Καλοκαίρι
Όταν άρχισα να τσουλάω επάνω στην θάλασσα, η ευεργεσία της γης, μου άνοιξε τα σπλάχνα
Γινόμουν πάλι παιδί και γελούσα με τους γάτους και τους σκύλους
Ταυτόχρονα έμαθα να κάθομαι στις καρέκλες όπως τα αηδόνια
Είχα μάθει την γλώσσα των πουλιών συνομιλώντας με τους γέροντες , ήξεραν αυτοί γιατί ήταν πιο κοντά στον θάνατο
Μασούσα τροφές που τους περίσσευε η αγάπη, έπινα κρασί που το χε φτιάξει με τέχνη ο ήλιος στα αμπέλια
Τότε, μια μέρα που ήμουν μέσα στην θάλασσα, κι είχα ξεχάσει τον πόλεμο,
τον Χριστό, την Ευρώπη, τον Βαραββά, ήρθε και με βρήκε ένα αηδόνι, μίλησα με την γλώσσα του ,μετά έκανα επισκεπτήριο απογευματινό στο κοιμητήριο των προγόνων μου,
ήταν ηλιοβασίλεμα γλυκό, χυμένο πίσω από τα βουνά.
Στο κοιμητήριο με βρήκε το αηδόνι κι άρχισε να μου θυμίζει τι είναι ο πόνος
Πως πέτρες έριξες σε ότι αγάπησα προσπαθώντας να σκοτώσεις μου είπε,
έτσι άνανδρα,
έτσι όπως ένα φίδι τινάζει το δηλητήριο από το δόντι του,
έτσι προσπάθησες να σκοτώσεις, ότι στην πραγματικότητα με στήριζε,
ότι μου θύμιζε την δύναμη των δέντρων,
ότι μου άπλωνε δύναμη να αντέξω τον ανίερο πόλεμο
Με όπλα κι εσύ
Με όπλα
Οι νεκροί γύρω μου φώναζαν, τον Βαραββά, τον Βαραββά
Τίποτε δεν άκουγα κι έπειτα έπαψαν, το ίδιο απότομα όπως ξεκίνησαν.
Εκεί σε έθαψα
Μαζί με τις πέτρες σου και τα ποιήματα σου
Έπειτα σε έκαψα,
χωρίς τελετές,
χωρίς συγκινήσεις ,
σε σκόρπισα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Κι είπα να σε συγχωρέσει η άβυσσος και το κενό
Ο Πλούτωνας κι οι Καρυάτιδες
Μα ξαναθυμήθηκα χωρίς να θέλω,
αυτός ήταν ο πόνος που μου χάρισες,
πως ο άνθρωπος είναι μόνο σκατά, αίμα και υγρά
Πότε πότε δανείζεται κάτι από τους αγγέλους, μα είναι τόσο ενοχικός από την φύση του που και τους αγγέλους τους ονομάζει μύθους
Ας είναι.
Έζησα. Μέσα στον πόλεμο επέζησα.
Και κάνω τον πόνο λιβάνια και λέξεις και ρόδα με φύλλα εκατό
Και γιατρεύτηκα...
Αυτόν θα τον πούμε Νόρμαν κι εκείνη Κατρίνα (όπου Ν και Κ αντίστοιχα)
Κάθονται στην όχθη μιας λίμνης μιας σκανδιναβικής χώρας και μιλούν
Στην αρχή, ατάραχα κι οι δυό
Ν. Ήθελα να σε ρωτήσω, αλήθεια, δεν έχεις βαρεθεί να κάνεις παρέα με τους ίδιους ανθρώπους;
Κ. Αρκετές φορές, όμως αυτά που μου αρέσουν δεν μπορώ παρά να τα μοιραστώ μόνο με αυτούς, απλά τυχαίνει να μας αρέσουν τα ίδια πράγματα..
Ν. Είναι δηλαδή μόνο θέμα των ίδιων ενδιαφερόντων;
Κ. Ναι, αποκλειστικά, βλέπεις δεν μπορώ να μιλάω για βιβλία, μουσική και κινηματογράφο με την μάνα μου , ούτε την ξαδέλφη μου.
Ν. Κατανοητό αυτό, αλλά το θέμα της αλήθειας δεν σε αγγίζει; Θέλω να πω πως οι περισσότεροι από αυτούς ζουν σε μια φούσκα.
Κ. Τι ακριβώς θέλεις να πεις με αυτό;
Ν. Θέλω να πω πως μιλώντας για ποίηση ή κινηματογράφο , επιδεικνύοντας τις γνώσεις τους, καλύπτουν από κάτω την άδεια τους ψυχή. Ποιος από αυτούς γάμησε έτσι που η γυναίκα τον θυμόταν για καιρό; Ποια χύθηκε πάνω του σαν φωτιά; Αν κάποιος έκανε έρωτα σε μια ολοκληρωμένη γυναίκα και κρατούσε αυτό για καιρό και συνέβαινε το τέλος τότε αυτός σαν ξελιγωμένος θα προσπαθούσε να της κάνει κακό ή θα έπεφτε αμέσως σε μια άλλη για να ξεχάσει και θα τα έκανε σκατά, Θα γινόταν πολύ χειρότερα.
Κ. Αυτά όλα, πως τα συμπεραίνεις ; Και γιατί δεν μου μιλάς για τις γυναίκες κι έπιασες μόνο την σκοπιά του άντρα; Μήπως είσαι λίγο ανταγωνιστής;
(Τα μάγουλα της ανάβουν και καπνίζει με μανία)
Ν. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να σου πω πως τους παρατηρώ καιρό τώρα, αλλά δεν είναι έτσι, αυτός που έχει ζήσει τόσο έντονα όπως εδώ βλέπει με την μια αυτούς που δεν έχουν ζήσει παρά μόνο στην φαντασία τους..
Κ. Ακόμη κι έτσι, πρέπει να ξέρεις, πως έχουν υπάρξει γίγαντες της τέχνης, που ότι δημιούργησαν. ήταν καθαρά γέννημα της φαντασίας τους κι όχι μια βιωματική περιγραφή. Δεν μου είπες όμως για την γυναίκα, πως την βλέπεις , μίλησες μόνο για τον άντρα.
Ν. Οι γίγαντες που λες γλυκιά μου, ήταν πράγματι έτσι ,γιατί ήταν μεγαλοφυείς, πολλοί από αυτούς, είχαν το είδος της τρέλας που σε τινάζει έξω από τον περιορισμένο όγκο της σκέψης και ξεσκεπάζει άλλα τοπία, αθέατα στο μάτι. Όσο για τις γυναίκες που λες ,αυτές δυστυχισμένες, κάνουν έρωτα με ότι φαντάζονται κι όχι ότι υπάρχει.
Κι επειδή όλοι αυτοί αντιγράφουν στην ουσία, ακόμη ποιο φρικτό, πηδιούνται με αντιγραφές κι όχι πάντα πιστές. Στο τέλος αναρωτιούνται ποιόν ακριβώς ερωτεύτηκαν.
Κ. Τι θέλεις; Αρχίζεις να με εκνευρίζεις, δεν μου είναι ωραίο να ακούω για τους φίλους μου τα χειρότερα.
(Πολύ εκνευρισμένη, σηκώνεται επάνω. Την ακολουθεί κι αυτός ενώ αρχίζει και περπατάει ).
Ν. Δεν θέλω κάτι δύσκολο, καιρό τώρα παρατηρώ τα μάτια σου πόσο καίνε από ζωή και ανάγκη για έρωτα, μου έχεις κάνει εντύπωση ακριβώς γι αυτό και κινδυνεύω να σε ερωτευτώ, για σένα έρχομαι σε αυτά τα φρικτά μονότονα, ανέραστα φιλολογικά σαλόνια.
Κ. Τότε κι εσύ κινδυνεύεις να ερωτευτείς μια εντύπωση και μόνο, όχι μια γυναίκα ολόκληρη ,οχι εμένα, απλά την εντύπωση Σαν τις γυναίκες που είπες πριν, αυτές που ερωτεύονται τις αντιγραφές των ποιημάτων... Και ήδη νιώθω πως είμαι πολύ τολμηρή που συνεχίζω να μιλάω μαζί σου με αυτόν τον τρόπο, ίσως να μην αργήσω να έχω ενοχές αργότερα γι αυτό...
Ν. Για μένα οι ενοχές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικής απόλαυσης.
(Της πιάνει το χέρι, την τραβάει επάνω του και την αναγκάζει να σταματήσει).
Άκου, θέλω κάτι από εσένα, η λίμνη αυτόν τον καιρό δεν είναι παγωμένη ιδιαίτερα, θέλω να πετάξουμε τα ρούχα μας και να κολυμπήσουμε μαζί.
(Αυτή, σχεδόν μένει ακίνητη, τότε αυτός βγάζει τα ρούχα του ένα ένα και τα πετάει μακριά του, μένει γυμνός, το σώμα του αναδύει μια χλομάδα και μια έντονη αρρενωπότητα, την κοιτάζει)
Ν. Έλα Κατρίνα, απόδειξε μου πως είσαι ζωντανή, πως είσαι γυναίκα, πως είσαι αυτή που ξέρω κι όχι αυτό που φαντάζομαι. Δεν θα χαθούμε σε μια αγάπη που θυμίζει δεινόσαυρο, δεν θα θυσιαστούμε σαν μικρά ζώα σε βωμούς αγάπης, δεν θα σε χαιδέψω με στοργή για να σε εγκλωβίσω σε ατσάλινες φυλακές, θέλω να σου θυμίσω πόσο αληθινή είσαι. θέλω να σε αγαπήσω όπως αξίζει σε μια πραγματική γυναίκα. Θέλω να με λιώσεις χωρίς προειδοποίηση. Θέλω να δεις πως είναι να ζεις έξω από ένα νεκρό όνειρο, όλα που είναι γύρω σου είναι ένα νεκρό όνειρο...
Θέλω να ζήσω, να γευτώ την αλήθεια σου.
(Εκείνης τα μάτια θαμπώνουν, κοιτάζει το σώμα του κι αργά αργά νιώθει να ελκύεται από αυτόν ώσπου να γίνεται τυφώνας...
Βγάζει τα ρούχα της σιγά σιγά και πιάνει το χέρι του.)
Κ. Σαν δυο ελεύθερα ζώα, αυτό θέλω να γίνουμε, δυο ελεύθερα ζώα..
Μπαίνουν τρέχοντας στην λίμνη...
υγ, στην φωτογραφία ο Άντονι Πέρκινς ως Νόρμαν Μπέητς στην ταινία <<ψυχώ>>.
Άσχετο και καμία συσχέτιση να μην υπάρξει
Τελευταία ,γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη, γι αυτό, φορέστε παλτό και βγάλτε από μέσα σας τον κρύο αέρα,
στην πραγματικότητα εκείνο που είναι απαραίτητη προυπόθεση της αγάπης είναι να ξέρει κανείς να αγαπάει τον εαυτό του. Έπειτα θα μπορεί να αγαπήσει τους άλλους...
Αυτό γίνεται με τρυφερές ή απότομες ενδοσκοπήσεις, δοκιμασίες αλλά και μια βόλτα στην <<πιάτσα>>..
Αν μετά από τεράστιες πτώσεις στο κενό και μετά από χτυπήματα κάτω από την μέση μπορείς να γελάς, χωρίς να σε τρώνε οι τοξίνες μιας εκδικητικότητας,
ναι, τότε αγάπα τον εαυτό σου.
Έτσι θα μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς..
Μην μασάς,
άστους να μιλούν για την αγάπη, τώρα ξέρεις καλά πως όλα είναι θέμα εντυπώσεων. ...ποιος θα κερδίσει από την εντύπωση και όχι από την ουσία..
Γιατί η αγάπη είναι η ουσία...
Εκ του μικρού μου παρατηρητηρίου
Η μάνα μου, ζούσε στις πέτρες, όπως ο πατέρας μου, μόνο που ο πατέρας μου έβλεπε και θάλασσα,
η διαφορά τους ήταν, πως η μάνα μου όταν φύλαγε τα πρόβατα, δέκα χρονών, ένας λύκος της έφαγε τα δυό , στην καταμέτρηση λοιπόν, αντί για εκατό, τα πρόβατα ήταν ενενήντα οκτώ,
τότε ο πατέρας της την έβαλε τιμωρία, μια μέρα νηστεία,
κι από τα εννιά αδέλφια της, ο ένας, ο αδελφός της, της έφερε κρυφά να φάει.
Μα από τότε η μάνα μου γίνηκε λύκος..
Και κανείς δεν το κατάλαβε,
ούτε αδέλφια, ούτε τα ξαδέλφια μου ποτές,
ίσως στουςτελευταίους, σε ένα γεύμα που θα ρέει ο οίνος άφθονος θα τους το εμπιστευτώ,
μα κι αυτά, λύκους έχουν για γονείς, αφού τους έθρεψαν λύκοι,
δεν ξέρω αν είναι η φτώχια μόνο,
κάτι μέσα στην καρδιά μου, μού λέει πως δεν είναι μονάχα αυτό,
ίσως μια κατάρα που σέρνεται σαν φίδι,
ίσως είναι άσεμνο να το πω αυτό, αλλά αυτό μαρτυρά η παιδική μου ηλικία,
έτσι λοιπόν ξεχώρισα τον πατέρα μου γιατί έκλαψε μπροστά μου,
πράγμα πίστεψε με,
ανυπέρβλητο, ίσως σαν του λιβανιού η γαλήνη ,
μα να,
όσο μεγαλώνει η μάνα μου,
ναι,
τίποτε δεν της συγχωρώ,
μα σήμερα, σε ένα γεύμα οικογενειακό που έκανε εκείνη,
το είδα το βλέμμα το λυπημένο , σαν κουτάβι ήταν,
πως δεν της πέτυχε η τυρόπιτα, αν ξέρεις,
οι η Ηπειρώτισσες φημίζονται για τις πίττες τους,
σιγανά το είπε, πως δεν μου πέτυχε σήμερα,
και θυμήθηκα τον λύκο ,
και πίστεψε με,
ξανά λυπήθηκα,
από όσα της είπα κάποτε , ποτέ δεν πήρε αυτό το κουταβίσιο βλέμμα,
όλα αυτά που αφορούσαν την λύπη που μου δώρισε γενναιόδωρα,
έτσι μόλις στο δικό μου σπίτι έφτασα έφαγα όλη την τυρόπιτα ,
να καταλάβω γιατί αυτή η λύπη,
και μου ήρθαν πέτρες στον λαιμό και γύρεψα ξανά τον πατέρα μου,
ξέρω καλά,
οι πέτρες κάνουν σκληρούς ή επιπόλαια σκληρούς τους ανθρώπους,
τώρα σε ποια μεριά ανήκει η μάνα μου,
δεν θα στο πω,
'ηδη πολλά σου είπα,
φτάνει ο λύκος που είναι μέσα μου,
τον ακούς; φωνάζει...
Μα του δίνω μέλι και ξεχνιέται...
-Της μάνας οι πέτρες
Εκείνη η παλιά ,δερμάτινη μπερζέρα , κρύβει κάτω από την βουλιαγμένη μεριά της ,όλα τα άγρια μυστικά μου.
Καθόσουν βαθιά, και το βλέμμα σου επάνω μου, έπαιρνε τις ντροπές μου και τις μετέτρεπε σε οδύνες κι ηδονές.
Καθόσουν βαθιά, και τα χέρια σου ήταν ποτάμια και απάτητες κορυφές.
Όλα τα μικρά αγρίμια που φιλοξενούσα χωρίς να το ξέρω μέσα μου,
όλα, πήραν δρόμο για την έξοδο.
Κι όποτε εκεί καθόσουν, κι εγώ επάνω σου, τότε εκεί συνέβαινε και κάποιο καινούργιο φιλί να ξεπηδήσει από έναν άλλο κόσμο.
Κι όποτε εκεί καθόσουν, νέο δέρμα έβγαινε από την σάρκα μου,
ίσως να σε σκεπάσει προσπαθούσε για να μην κρυώνεις από την ασχήμια των ανθρώπων.
Κι έτσι έμαθα πως αντέχω,
πως αντέχω να ζω έξω από εμένα,
να ζω μονάχα για εσένα.
Κι ήρθε η στιγμή, να γνωρίσω μέσα από εσένα, πολλές ηρωίδες,
τις χρειαζόμουν για να μην πέσεις στην ανία και την ρουτίνα μιας ερωτικής επανάληψης.
Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγεις,
δεν προλάβαμε να βαρεθούμε.
Κι εγώ για μήνες κοιτούσα εκείνη την παλιά, δερμάτινη μπερζέρα.
Την άγγιζα και νόμιζα πως άγγιζα το ανάγλυφο του σώματος σου,
το ανάγλυφο σχήμα των φιλιών σου,
την ύπαρξη σου ολόκληρη μέσα σε αυτήν την γωνία στο σαλόνι.
Πέρασαν τα χρόνια κι η μπερζέρα δεν μετακινήθηκε ποτέ.
Θα υπάρχει εκεί για να θυμάμαι πως κάποτε καθόσουν σε αυτήν.
Κι ένας ερωδιός θα μου τραγουδάει πάντα ερωτικά όταν σε θυμάμαι..
6-8-1980
Η παλιά, δερμάτινη μπερζέρα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)