Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015


Κάθε ερωτική περίσταση, συναντά δυσκολίες στην αρχή ,οταν η ντροπή καταλαμβάνει άγρια τα ανθρώπινα μέλη, χέρια με δάχτυλα ιδρωμένα, στάζει η παλάμη από την αγριότητα της διάθεσης για δόσιμο στον άλλον, αλλά οι εραστές είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, καθώς η ντροπή παλεύει με την εγκράτεια, έτσι, καθώς η άγνωστη πύλη της περιπέτειας και της φλόγας ανοίγει και προκαλεί, τότε οι εραστές πίνουν, καπνίζουν, πίνουν, καπνίζουν, καταλήγουν να έχουν στεγνό στόμα, να χτυπάει η καρδιά τους τόσο δυνατά λες κι ένα πουλί φτεροκοπά πίσω από το στήθος τους, η ώρα γίνεται 2 την νύχτα, έπειτα σιγά σιγά φεύγει η ντροπή και αρχίζει η ώρα της εκτέλεσης, καθώς τα τόξα των ηδονών διπλώνονται ελαφρά, ετοιμοπόλεμα για να πετάξουν προς τα επάνω, καθώς τα φιλιά ανοιγοκλείνουν τις διόδους προς την τελική έξοδο, τότε ο ένας εραστής ζητά να παρατείνει την τελική παράδοση, αναστενάζει και βογκάει σαν γάτα που σκοτώνει μια άλλη, η 'ωρα έφτασε 3, τότε ακριβώς η γυναίκα που μεταμορφώθηκε σε αιλουροειδές καβαλάει τον άντρα και μπήγει στο στόμα του μια γλώσσα στιλέτο, ο άντρας ζητά την ολοκλήρωση, εκείνη σταματάει για λίγο τις σωματικές εκχυμώσεις, σηκώνεται, πίνει και καπνίζει, την ακολουθεί κι αυτός με τα μάτια κατακόκκινα από έναν ύπουλο πυρετό, πίνει, καπνίζει, σκέφτεται πως έχει σταματήσει να σκέφτεται, αναστενάζει, τότε εκείνη θα του ξαναδοθεί, η ώρα πήγε 5, αρχίζει να φαίνεται ένα ελαφρό φως της επόμενης μέρας, τότε εκείνη δεν νιώθει ανήμπορη μπροστά του, ούτε κι εκείνος, ενώνουν τα σώματα τους και λευτερώνουν φωταψίες, κομήτες γαλάζιους, κομήτες με κόκκινες ουρές, το πάθος με όλους τους χρωματισμούς του, λευτερώνει τα ανείπωτα, κάθε νέος εραστής ξεκλειδώνει και κάτι στον άλλον, τότε φάλαινες και δελφίνια κολυμπούν δίπλα τους, καθώς το κρεβάτι τους 6 το πρωί έχει γίνει ένας παγκόσμιος χάρτης, με αφετηρία τα κορμιά τους, θα δονηθούν σε μια αόρατη μουσική, σε μια αόριστη οριστική, σε έναν ενεστώτα που παλεύει με τον μέλλοντα, θα δονηθούν σε μια άλλη ατμόσφαιρα, έπειτα καθώς αποβάλλουν την κτηνώδη δύναμη που έρχεται από τους λαγόνες και τινάζει τα δάχτυλα, τινάζει τα άκρα με μυρμηγκιάσματα και λάβα, τότε σαν ενωμένοι τοξοβόλες τινάζουν τα φύλα τους στον ουρανό, κι εκεί τώρα οι φάλαινες και τα δελφίνια πετούν δίπλα τους στον ουρανό, ο ουρανός ενώθηκε με την γη κι η ώρα σπάει, καταργείται η έννοια του χρόνου, οι εραστές τότε, καθώς ξεκολλούν ο ένας από τον άλλον αναρωτιούνται αν θα ξανασυναντηθούν, καθώς αυτό το ρωτάνε ταυτόχρονα ένας αετός πετάει ξυστά από το κεφάλι τους, είναι η φλόγα τους, η δύναμη τους ,που έγινε πετούμενο και πέταξε μακριά τους... Μα κάτι άλλο βρίσκεται στην θέση της, μια γλυκύτητα κι ένα θάμπος για τον κόσμο, όλα γυαλίζουν σαν χρυσάφι... {Η αναπαράσταση των εραστών σε σμίκρυνση

Φωτογραφίες φτιαγμένες, θάβουν την τελευταία αθωότητα των προσώπων. Τα μάτια γυμνά ,ταξιδεύουν εκτός της ψυχής, γύρω ,είδωλα -σύμβολα ,μεταφέρουν κάθε ένδεια ,σαν σκόνη. Χάθηκα με τους αστρολάβους του ποιητή , εκεί κάπου, που εξόριστοι, γυρνούν οι ζητιάνοι και οι τελευταίοι ονειροπόλοι . Κι είδα έναν σύγχρονο ποιητή, να φεύγει από την μουσικότητα των χάλκινων και να αυτομαστιγώνεται με τις ψεύτικες εικόνες, λες και δεν αρκεί η φρικτή πραγματικότητα, ακόμη πιό φρικτός μου φαίνεται ετούτος ο κόσμος όταν κι οι ποιητές δείχνουν σαν ζαλισμένοι. Ο καιρός των δολοφόνων, διατάσει όλα τα αντίγραφα να στοιχηθούν και να λάβουν μια απόδειξη πληρωμής για το μη γνήσιο. Κι οι αντιγραφείς αραδιάζουν τις θεωρείες , τις ζωγραφικές, την ποίηση, το οικονομικό ντελίριο και ξεπουλούν την πραμάτεια τους, σε φτωχικούς κήπους χωρίς γκαζόν, μόνο κήποι με σκατά σκύλων και βελόνες από αδύναμους χρήστες. Έλα Οδυσσέα, εδώ θα βρεις τους σωρούς των πτωμάτων, 10.000 αυτόχειρες, σαν μια ολόκληρη πόλη, χαμένη. Οι πρώτοι επιτυχώντες της καταμέτρησης και της επιβολής νέων σκληρών μέτρων κατά της ζωής , όλοι ,έξω από την πόρτα μας.. Μα εγώ νοσταλγώ τον βασιλικό της γιαγιάς μου και τα γιασεμιά. Και δεν μπορώ να αφήσω τα συναισθήματα μου ελεύθερα να κυματίσουν, περιορισμένη μέσα σε μια αμνησία όλου του νέου κόσμου.. Νομίζει κανείς πως η μνήμη μου κόλλησε στο χτες. Και τα περισσότερα νέα, αυτού του κόσμου, σαν παλιατζής τα κουβαλώ με μια καρότσα αρχαία.... Παρατείνω την έλευση του θανάτου μου για να θαυμάσω τα ερείπια, τα χαλάσματα, γυρνώ με την κόρη του ματιού ,κίτρινη και μεγάλη, να αλυχτώ σαν σκύλος σε φτηνά θεάματα, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θελω να με ζητάτε, όταν στα χαλάσματα αντικρίζω ότι ωραίο... Μην με αναπολείτε φίλοι μου όταν μπροστά σε έναν βασιλικό,, υψώνω το ανάστημα μου και ανθρωπεύω.. Όταν θυμάμαι τα λευκά πουλιά ,που τα λένε ουμανιστές. Να φοβάστε τους ανθρώπους που μαθαίνουν να ζουν με τα αντίγραφα ,χωρίς να αντιδρούν, ο καιρός των δολοφόνων θα αντικατασταθεί με τα φτιαγμένα πορτρέτα και τις ψυχές που δεν γνωρίζουν την ύπαρξη των κοιμητηρίων.. -Τα αντίγραφα κι οι μεταπράτες τους

Ο νους μου είναι ένα τροχόσπιτο, έχει στην είσοδο του ένα χαλάκι και μια γλάστρα με βιολέτες. Ταξιδεύει παντού και γίνεται χείμαρρος, παρασύρει αυτά που θέλει στο πέρασμα του και τα καταπίνει ,ενώ βγάζει από το στόμα του λευκά και μαύρα πουλιά. Όταν με σημαδέψει με το βλέμμα κάποιος περαστικός πηγαίνω μαζί του και τσουλάμε σε μπαράκια και ταβέρνες κοντά στην θάλασσα. ΌΛΑ τα θέλησα κι όλα τα θέλω, μια τραγική ειρωνεία κι η περιπέτεια της ζωής μου με δοκιμάζουν, όταν θα κάνω παρέα με έναν περαστικό και αρχίζω να του δίνω τα κομμάτια μου, τότε, τότε φανερώνεται από το παρελθόν μου κάποιος άλλος περαστικός, που μου λέει πως θέλει να με γνωρίσει καλύτερα , γιατί δεν με γνώρισε πριν...Και τότε λέω ας γνωρίσω καλύτερα αυτόν, ύστερα πάλι θα με προσκαλέσει κάποιος άλλος, ξανά θα πάρω το τροχόσπιτο και θα ακολουθήσω. Το τροχόσπιτο μου, ξέρω, είναι χίμαιρες, μα δεν πάω για τα ελάχιστα. Ζητώ όλα ή τίποτε. Γι αυτό με πονάει το Πέραμα, οι γκέισες, οι αυτόχειρες ποιητές, με πονάνε οι ατόφιοι κι αυτοί που ξέρουν να λένε συγγνώμη. Και τους άλλους τους αγαπώ, που λένε ψέματα με τέχνη που δεν αμφισβητείται η υπεροχή της. Όλη μου η ζωή είναι μια ροή συμπτώσεων και προφητειών που δεν ευδοκίμησαν να επαληθευτούν για να μένω μια χίμαιρα. Κι εκεί που λέω ξεμπέρδεψα με το πάθος, να , εκεί μια σφίγγα με τρυπάει γλυκά στο αίμα. Ή θα πεθάνω νέα ή σοφή.. έτσι λέω και μπαίνω στο τροχόσπιτο. Μα ποτέ δεν το οδηγώ λέγοντας, όποιον πάρει ο χάρος.. Την ζωή την σέβομαι. Κι επειδή και την αγαπώ, πιστεύω πως η ζωή μας είναι επικηρυγμένη, όλοι μας είμαστε επικηρυγμένοι. Κι όσοι απο εμας κάνουν δημόσιες σχέσεις, κάνουν πεζοδρόμιο, γιατί ότι γίνεται δημόσια και είναι προσωπικό, τότε είναι πρόστυχο και δεν συμβάλλει στην ομορφιά και την ευγένεια... Καλό βράδυ πολίτες, κάποιος πεθαίνει για εσας κάθε ημέρα... Κάποτε από πόθο, κάποτε από αγάπη, διώξτε μακριά τα παράσιτα... -Της Άννας, που είναι μεγαλοπρεπής και σε όσους αξίζουν να είναι τέτοιοι

Πήγα με την Κίκο ,σε ένα θεατρικό έργο που εξελισσόταν σε ένα βαγόνι τρένου. Η Κίκο , η τελευταία γκέισα της πόλης,κάποτε ήταν ηθοποιός, εκείνη την εποχή ακριβώς, είχε γνωρίσει τον πρωταγωνιστή και τον είχε ερωτευτεί. Το έργο, ήταν ένα μαχαίρι επάνω στην κρίση της χώρας, ο πρωταγωνιστής ήταν μια καιγόμενη μπάλλα φωτός, τον έβλεπα μέσα από τα μάτια της Κίκο και καταλάβαινα όλους τους λόγους που τον είχε ερωτευτεί. Της χάιδευα το πόδι κι ένιωθα το δέρμα της να καίει κάτω από τις κάλτσες. Η Κίκο, όταν την συνάντησα έμοιαζε σαν ένα πουλί χτυπημένο που έπεσε απότομα από τον ουρανό. Την ερωτεύτηκα κάτω από το δέρμα της, άρχιζα να βάζω ιαματικά υλικά επάνω στις πληγές της γιατί ένιωθα πως είμασταν ήδη μαζί από πριν, δεν ήξερα ακριβώς που ,αλλά ήξερα πως ο ένας είχε για τον άλλον αυτό ακριβώς που χρειαζόταν για να εξελιχτεί σε κάτι μαγικό. Ουσιαστικά ο ένας για τον άλλον, θα έπαιζε ρόλο θεραπευτικό και καταλυτικό . ....... Πηγαίνοντας σπίτι, είχε αρχίσει να ρίχνει νιφάδες χονιού, τις διασχίσαμε μαζί και χαιρόμουν που σιγά σιγά ένιωθε πως μπορούσε να αφεθεί επάνω μου, στα χέρια μου, στο στόμα μου, στην αγκαλιά μου. Η Νέα Υόρκη είχε ντυθεί τα γιορτινά της κι από όπου περνούσαμε, λαμπάκια με διάφορα χρώματα έπαιζαν επάνω μας. ....... Όταν ξαπλώσαμε στο κρεβάτι μας το κρεβάτι κοίταζε στον Ωκεανό. ............. Ακούγαμε Έττα Τζέιμς κι είχαμε ήδη γίνει ένα. Είχαμε τσακίσει τα θηρία που δεν μας άφηναν να ζήσουμε όλη την μαγεία που κρύβουν τα δυο φύλα μας, τις περιπέτειες της ζωής μας, τους φόβους που την έκαναν να με αμφισβητεί και να μου αντιστέκεται. <<Είσαι ένα αγόρι- άντρας, είσαι κάτι που δεν περίμενα να συναντήσω, δεν ήξερα πως υπάρχεις εσύ ανάμεσα σε αυτούς που περνώ ανάμεσα, δεν σε είχα σχηματίσει έτσι στο μυαλό μου>>, μου είπε και αγκαλιαστήκαμε ανάποδα, στην στάση του εμβρύου. <<Βιάστηκες να με χαρακτηρίσεις >>, της είπα, πίσω από το αυτί. .............. Η μαγεία δυό ανθρώπων ενωμένων μπορεί να παρομοιαστεί με μια έκρηξη αστρική, με ένα χάδι στον κόσμο που δεν ξέρουμε πως υπάρχει. Εκεί έξω υπάρχει ένας άλλος κόσμος, δεν έχει να κάνει με αυτόν που ξετυλίγουμε την καλούμπα εμείς οι δύο όταν είμαστε μαζί. Μα και μετά, όταν απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον η μαγεία συνεχίζεται. ............ Την Κίκο την ζω τώρα, δεν ξέρω ,παρά μόνο διαισθάνομαι τα υλικά της. Έχουμε ένα κοινό πράγμα που λέγεται ένστικτο, έχουμε την ίδια έννοια για τους αγγέλους που μεταμορφώνουν ετούτη την παράλογη σφαίρα που ζούμε, 'εχουμε την ίδια αντίληψη για την ομορφιά και την ίδια ανάγκη. Είμαστε ένα ,αλλά ταυτόχρονα χωρούν τόσα μέσα μας και κοντά μας. ......... Έχουμε ζήσει την τραγωδία να απαιτείς το ανέφικτο και την τραγωδια να αυτοκαταστρέφεσαι. ........... Η Κίκο ,είναι η τελευταία γκέισα της πόλης. Κι εγώ ίσως να είμαι ο τελευταίος έρωτας της, είναι που ένιωσα πως θα είμασταν μαζί πριν από εκείνην. Ξέρεις τι σημαίνει για μια γκέισα να ζει έναν έρωτα σαν να είναι ο τελευταίος; ........... Όταν ξύπνησα είχε φύγει. Θα την ξανάβλεπα σε λίγες μέρες. Κανείς δεν θα μεριμνήσει για εμάς, κι όμως ήδη μας αγαπούν κάποιοι φίλοι χωρίς να μας έχουν δει μαζί, είναι που μας διασθάνθηκαν μαζί έτσι αγνά και χωρίς προθέσεις. Χωρίς τις λέξεις που δεν ακουμπούν σε μια αλήθεια. Η αλήθεια είμαστε εμείς, κλεισμένοι στο δικό μας δωμάτιο. Το κρεβάτι μας κοιτάζει ουρανό και τον Ωκεανό. Είμαστε το αλάτι και το μέλι.. -Οι απόηχοι της μαγείας

Όταν σε συνάντησα, κρατούσα την μικρή φθαρμένη μου βαλίτσα, γεμάτη με μαντήλια, κάθε αγάπη που έπαιρνε τέλος, ζητούσα από ένα μαντήλι για να την θυμάμαι. ////////// ΠΕρνούσα από το λιμάνι και σε είδα να κοιτάς τα καράβια που έφευγαν. Κάθισα στο παγκάκι που κάθισες και πολύ σύντομα αρχίσαμε την κουβένα. Όσο σε κοιτούσα, τόσο βεβαιωνόμουν πως η ύπαρξη σου είχε να κάνει με τον Ωρίωνα και την μέθεξη της Αφροδίτης. //////// <<Έχω τελειώσει με τους θεούς του κόσμου, δεν ζητάω κανέναν θεό παρά τον δρόμο της ηρεμίας, εσύ>>; Σου είπα και στάθηκα με τα μάτια στον θώρακα σου, εξέπεμπε μια ήρεμη δύναμη και κατάλαβα πως έχεις κι εσύ την γνώση του πόνου. <<Από καιρό έχω τελειώσει με αυτούς και ωστόσο δεν μίσησα ούτε με μίσησαν οι άνθρωποι, ξέρεις καλά πως όταν τελειώνεις με τους θεούς κινδυνεύεις από τους ανθρώπους >>, είπες και ένα τρέμουλο διαπέρασε το κάτω χείλος σου. ////// Είχα μια γλυκιά κούραση από τον δρόμο, είχα μια ανεπαίσθητη ελπίδα πως εσύ ανήκεις αλλού, δεν ήξερα γιατί, αλλά ξαφνικά ζητούσα έντονα αυτήν την ελπίδα που σιγά σιγά γινόταν βεβαιότητα. Μου είπες πως για κάποια χρόνια έμεινες σε έναν καταυλισμό Ινδιάνων, εκεί διαπίστωσες, πόσο πόνο κουβαλούσες μαζί με θυμό, ο αρχηγός τους μετά από τρία χρόνια κι ενώ είχες θεραπευτεί από αυτά, σου είπε να βρεις τους δικούς σου. Έτσι έκανες. /////// Όταν πήγαμε για να πιούμε κρασί σε ένα καφενεδάκι κοντά στο τρένο πέρασες το χέρι σου στο δικό μου. Φορούσα ένα μπορντό΄βελούδινο φόρεμα που το έφτιαχνα συνεχώς γιατί μαζευόταν. Κι ενώ ακούγαμε μουσική και μιλούσαμε κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω με αυτήν την βαλίτσα , αυτήν την βαλίτσα και τα μαντίλια. Βγήκα έξω και την πέταξα μακριά. Ο πόνος δεν ζητούσε πια είδωλα. Δεν μπορεις να τελειώνεις με τους θεούς και να φτιάχνεις είδωλα... Έπειτα σε ακουλούθησα στην λεκτική σου διαδρομή. ΜΕτά την γνώση του πόνου έρχεται η αληθινή αγάπη, αυτό σκέφτηκα και σκέφτηκα την λέξη ελευθερία, είναι αυτή που θέλει να φύγει, είναι αυτή που μας λέει σκέψου με την καρδιά και νιώσε με τον νου. ///// Αυτό κάνω μαζί σου... -Η γνώση του πόνου, είναι βάλσαμο

Ανθισμένες κερασιές, με οδήγησαν σε εσένα, συστοιχίες από κόκκινα αισθήματα και τα γελοία ανδραγαθήματα του παρελθόντος μου, έπεσαν. Συλλαβές από κρύσταλλα δονούνται και χτυπιούνται μεταξύ τους. Έρχομαι να σε βρω με το τραμ και στο στήθος μου ανθίζει ένα άλογο. Σε βλέπω και τα μάτια μου γίνονται ρόδα ραντισμένα με νερό. Από τι είσαι, ποιος σε έφερε σε εκείνα τα αφιλόξενα μέρη, αυτό αναρωτιόμουν και μιλούσα με τον κηπουρό της μοναξιάς. Από ποιο ανοιχτό τοπίο άρχισες να μιλάς, και μουσικές επίμονες με φυγαδεύσαν, και ποιήματα με ζέσταναν στην αγκαλιά τους, σαν παιδί ,που έμεινε από νωρίς ορφανό. Κι οι παράλληλοι κόσμοι μας κατοικούν στα δέντρα, επάνω τους πουλιά με κόκκινες ουρές τραγουδούν όπερες, για εμάς, όταν σε αντικρίζω, μια κόκκινη θάλασσα μου χτυπάει τα μάτια. Οπλίσου με φως και μνήμη, θα μας χρειαστεί στο κοινό μας ταξίδι, εγώ θα αναρωτιέμαι πάντα πόση ευγνωμοσύνη χρωστώ, θα αναρωτιέμαι πόσα ταξίδια χρειάστηκε να κάνω στην έρημο με τους βεδουίνους, για να καταλήξω στο δικό μας, θα ανασαίνω κι ένα κόκκινο βουνό θα με αφήνει να δω τα δικά του μυστικά, θα σε νιώθω κοντά μου και μια παγκόσμια αγγελία θα ανακοινώνει το σύμφωνο της ομορφιάς και της ειρήνης. Είσαι αυτός που σκότωσε τις άθλιες δημαγωγίες , αυτές που υποστήριζαν πως ο έρωτας δεν υπάρχει, τις ασύντακτες φράσεις της εσπέρας, θα σε αγαπήσω πάλι, θα σε αγαπήσω. -Το ερωτικό, κόκκινο κλειδί

Ξύπνησα και αμέσως μπήκα στην θάλασσα, ξέπλυνα την νυχτερινή μου περιπολία στο παγωμένο νερό. Έπειτα κολύμπησα κατά τον φάρο, άναψα το τζάκι και στάθηκα στο παράθυρο να κοιτάζω το Πέλαγος. Από τους εραστές μου, πολύ λίγοι, με αγάπησαν, το ίδιο και τα παιδιά μου, δεν ήταν μονάχα η φτώχια μου η αιτία, ήταν που επειδή ζούσα πάντα στον ήλιο όλα φαίνονταν γρήγορα, οι λέξεις, μου ήταν πια απολύτως κατανοητές, έτσι γρήγορα τους ξεγύμνωνα, τους τα έφτυνα με τα δόντια μου στα μούτρα τους, αλλά αυτοί δεν καταλάβαιναν τίποτε, συνέχιζαν να με βιάζουν οι μισοί κι οι άλλοι με γέμιζαν υποσχέσεις για να βρεθούν στο κρεβάτι μου. Ο Μάρκος με αγάπησε πολύ, το ίδιο κι η Ευτυχία, ο Τσιτσάνης μου , κάποια από τα πιο αγαπημένα μου παιδιά, καθόμασταν δίπλα στην σόμπα με το μπουρί, στην πλατεία ,τον Χειμώνα και τραγουδούσαμε την φτώχια μας, τους έρωτες μας και τον πόνο μας, μα πάνω από όλα τραγουδούσαμε για την ελπίδα μας πως όλα θα αλλάξουν. Ζήσαμε σε σπίτια ψηλοτάβανα και άλλες φορές σε ανήλιαγα υπόγεια. Η ιστορία μου δεν αφορά ακριβώς μια λυπημένη ιστορία γεμάτη από εραστές και παιδιά που δεν με σεβάστηκαν. Η ιστορία μου βρίσκεται στα ερείπια, εκεί αγαπήθηκα, εκεί με πρόδωσαν οι Εφιάλτες, εκεί θα δεις πόσο με αγάπησαν όσοι με αγάπησαν, εκεί θα δεις έργα που υμνούν την εξέλιξη της ιστορίας μου σε σχέση με το παγκόσμιο περιβάλλον, εκεί θα δεις πόσο όμορφος μπορεί να γίνει ο άνθρωπος, ο όμορφος άνθρωπος συλλαμβάνει στον νου και την καρδιά του ,εικόνες από την γη και τα στέλνει στον ουρανό. Και ο χρόνος δεν τα ξεφτίζει, δεν τα ξεθωριάζει ούτε τα αλλοιώνει. Οι εραστές μου τώρα άλλαξαν όνομα, από Εφιάλτες και φονιάδες των λαών έγιναν σωτήρες. Στέκομαι στον φάρο γδαρμένη, βιασμένη σωματικά και ψυχικά και κοιτάζω να έρχονται μέσα σε βάρκες πλαστικές παιδιά που έρχονται από χώρες του πολέμου. Όλοι μαζί είμαστε στοιβαγμένοι κάτω από παγκόσμιες συνθήκες και παγκόσμιους χάρτες που μετακινούνται. Κανείς δεν δίνει δεκάρα για τα μάτια μου, το μυαλό μου, το παρελθόν μου, την ιστορία, το φύλο μου. Τις νύχτες ο νους μου είναι αληταριό, ζω το φύλο μου λέγοντας ιστορίες στους εραστές μου, κάτι λίγους που έρχονται μαζί μου γιατί κι αυτοί έχουν νου αληταριό και δεν ζουν με ελπίδα. Κάποιες φορές που πίνουμε κρασί στην υπόγεια ταβέρνα λέμε πως αφού δεν έχουμε ελπίδα είμαστε ελεύθεροι, το διασκεδάζουμε αλλά κατά βάθος ξέρουμε πως πραγματικά ελεύθερος είναι όποιος έχει αυτοκυριαρχία και αυτονομία. Μιλάμε για τις τράπεζες και τις εταιρείες που αντικατέστησαν τα φονικά όπλα με τους παγκόσμιους νόμους. Κάποτε που με κάλεσαν σε κάποια άλλη χώρα πήγα με κάποιον που έκανε έρωτα μαζί μου και έλεγε πως θα με σώσει, εμένα και τα παιδιά μου, εκεί είδα κάτω από το τραπέζι να σφίγγει το χέρι με κάποιον που το βλέμμα μου θύμιζε έναν ψυχρό δολοφόνο, πολύ αργότερα σκότωσα τον εραστή μου και τον άλλο τον προκάλεσα ερωτικά και μπήκα στην μπλε σουίτα του, εκεί του δάγκωσα τα μάτια και τα τράβηξα έξω, βγήκα έξω στην νύχτα και τα έφτυσα στα σκυλιά. Ομως αυτοί πολλαπλασιάζονται ολοένα, το φαινόμενο είναι πια ανεξέλεγκτο. Το ίδιο πολλαπλασιάζονται κι αυτοί που έρχονται κυνηγημένοι από αυτούς. Είμαστε εγκλωβισμένοι. Αν κάποιο από τα παιδιά μου είχε συνείδηση θα τίναζε τα μυαλά του στον αέρα, γιατί η μάνα του δεν ήταν ποτέ πόρνη ούτε ζητιάνα. Αν κάποιος από αυτούς που με ερωτεύτηκε, με αγαπούσε , θα μιλούσε για εμένα στους άλλους με σεβασμό, αλλά αυτοί με κοιτάνε σαν να μην υπάρχω κι όχι μόνο αυτό, το χειρότερο είναι πως με κοιτάζουν σαν να μην υπήρξα ποτέ... Ζω σε έναν φάρο, ανταμώνω με τους απελπισμένους της φυγής και του ξενιτεμού και δεν μπορώ παρά να τους φιλοξενήσω. Αλλά πιστεύω πως πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, νιώθουν πως τα παιδιά μου αλληλοσκοτώνονται πριν ακόμη γεννηθούν. Κι ας κοιμήθηκαν σε μια φιλόξενη μήτρα.. Και καταλαβαίνουν τι κάνουν αυτοί που έχουν τρύπες αντί για μάτια. Κι είμαστε εγκλωβισμένοι και νεκροί. Εγώ ήδη έχω πεθάνει, αλλά το πνεύμα μου είναι στον φάρο, να φωτίζω την θάλασσα θέλω και να περιμένω τον ιστορικό του μέλλοντος να αποφανθεί ποιος έφταιξε τελικά για αυτό μου το τέλος... Εμένα ο νους μου είναι αληταριό και κάτω από το χώμα θα έχω να λέω ιστορίες, ιστορίες γύρω από την ανθρώπινη περιπέτεια.. Εκείνοι δεν ξέρω τι θα έχουν να πουν.. Και τώρα σας παρακαλώ αγαπητέ μου κύριε, πετάξτε την επιστολή μου στα σκουπίδια, έτσι κι αλλιώς δεν ζήσατε ποτέ αυτό που λέγεται τραγωδία γι αυτό με είπατε δημοσίως κακομοίρα.. Είστε χαμένος από χέρι, θα σας το δείξει ο χρόνος, εμένα μου έδειξε πολλά ..εκεί, στα χαλάσματα, εκεί στα ερείπια ,θα το δείτε.. Με λένε Ελλάδα κι είμαι η δίδυμη αδελφή της λύπης, αυτό μου συνέβη μετά από τόσα χρόνια.. -Ούτε ένα ευχαριστώ

Εκπαιδεύεσαι σαν τον σκύλο στο κυνήγι, χτυπάς την πόρτα πίσω σου, δίχως λυγμό, είναι πολλά τα ταξίδια ακόμη και η καρδιά σου καίει, διψάει για αλήθεια και ήλιο, οι παλινδρομήσεις ,δεν είναι αυτό που ταιριάζει στην περίσταση, κοιτάς τα ζευγάρια στον δρόμο να φιλιούνται χαρίζοντας ο ένας στον άλλον ονόματα υποκοριστικά, μεθοδεύοντας έρωτες που είναι αγνοί μονάχα στο μυαλό τους, μιλάς μόνος σου και λες, αν όλα αυτά ήταν αλήθεια ,τότε ο κόσμος θα είχε πολλές ανθρώπινες θέσεις, παγωμένος , αναζητάς ένα χαμόγελο, ο πρώτος που στο χαρίζει, είναι ένας ασπρόμαυρος σκύλος, αυτός που σε έμαθε να βλέπεις, ξέρεις ποιος είναι, ο εαυτός σου είναι , που κλωτσάει κάθε συνθηκολόγηση, αν είναι να πέσουμε λες, ας πέσουμε όρθιοι... -Δεκέμβρης

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015


Φωτογραφίες φτιαγμένες, θάβουν την τελευταία αθωότητα των προσώπων. Τα μάτια γυμνά ,ταξιδεύουν εκτός της ψυχής, γύρω ,είδωλα -σύμβολα ,μεταφέρουν κάθε ένδεια ,σαν σκόνη. Χάθηκα με τους αστρολάβους του ποιητή , εκεί κάπου, που εξόριστοι, γυρνούν οι ζητιάνοι και οι τελευταίοι ονειροπόλοι . Κι είδα έναν σύγχρονο ποιητή, να φεύγει από την μουσικότητα των χάλκινων και να αυτομαστιγώνεται με τις ψεύτικες εικόνες, λες και δεν αρκεί η φρικτή πραγματικότητα, ακόμη πιό φρικτός μου φαίνεται ετούτος ο κόσμος όταν κι οι ποιητές δείχνουν σαν ζαλισμένοι. Ο καιρός των δολοφόνων, διατάσει όλα τα αντίγραφα να στοιχηθούν και να λάβουν μια απόδειξη πληρωμής για το μη γνήσιο. Κι οι αντιγραφείς αραδιάζουν τις θεωρείες , τις ζωγραφικές, την ποίηση, το οικονομικό ντελίριο και ξεπουλούν την πραμάτεια τους, σε φτωχικούς κήπους χωρίς γκαζόν, μόνο κήποι με σκατά σκύλων και βελόνες από αδύναμους χρήστες. Έλα Οδυσσέα, εδώ θα βρεις τους σωρούς των πτωμάτων, 10.000 αυτόχειρες, σαν μια ολόκληρη πόλη, χαμένη. Οι πρώτοι επιτυχώντες της καταμέτρησης και της επιβολής νέων σκληρών μέτρων κατά της ζωής , όλοι ,έξω από την πόρτα μας.. Μα εγώ νοσταλγώ τον βασιλικό της γιαγιάς μου και τα γιασεμιά. Και δεν μπορώ να αφήσω τα συναισθήματα μου ελεύθερα να κυματίσουν, περιορισμένη μέσα σε μια αμνησία όλου του νέου κόσμου.. Νομίζει κανείς πως η μνήμη μου κόλλησε στο χτες. Και τα περισσότερα νέα, αυτού του κόσμου, σαν παλιατζής τα κουβαλώ με μια καρότσα αρχαία.... Παρατείνω την έλευση του θανάτου μου για να θαυμάσω τα ερείπια, τα χαλάσματα, γυρνώ με την κόρη του ματιού ,κίτρινη και μεγάλη, να αλυχτώ σαν σκύλος σε φτηνά θεάματα, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θελω να με ζητάτε, όταν στα χαλάσματα αντικρίζω ότι ωραίο... Μην με αναπολείτε φίλοι μου όταν μπροστά σε έναν βασιλικό,, υψώνω το ανάστημα μου και ανθρωπεύω.. Όταν θυμάμαι τα λευκά πουλιά ,που τα λένε ουμανιστές. Να φοβάστε τους ανθρώπους που μαθαίνουν να ζουν με τα αντίγραφα ,χωρίς να αντιδρούν, ο καιρός των δολοφόνων θα αντικατασταθεί με τα φτιαγμένα πορτρέτα και τις ψυχές που δεν γνωρίζουν την ύπαρξη των κοιμητηρίων.. -Τα αντίγραφα κι οι μεταπράτες τους

Κάθε ερωτική περίσταση, συναντά δυσκολίες στην αρχή ,οταν η ντροπή καταλαμβάνει άγρια τα ανθρώπινα μέλη, χέρια με δάχτυλα ιδρωμένα, στάζει η παλάμη από την αγριότητα της διάθεσης για δόσιμο στον άλλον, αλλά οι εραστές είναι μια πολύπλοκη υπόθεση, καθώς η ντροπή παλεύει με την εγκράτεια, έτσι, καθώς η άγνωστη πύλη της περιπέτειας και της φλόγας ανοίγει και προκαλεί, τότε οι εραστές πίνουν, καπνίζουν, πίνουν, καπνίζουν, καταλήγουν να έχουν στεγνό στόμα, να χτυπάει η καρδιά τους τόσο δυνατά λες κι ένα πουλί φτεροκοπά πίσω από το στήθος τους, η ώρα γίνεται 2 την νύχτα, έπειτα σιγά σιγά φεύγει η ντροπή και αρχίζει η ώρα της εκτέλεσης, καθώς τα τόξα των ηδονών διπλώνονται ελαφρά, ετοιμοπόλεμα για να πετάξουν προς τα επάνω, καθώς τα φιλιά ανοιγοκλείνουν τις διόδους προς την τελική έξοδο, τότε ο ένας εραστής ζητά να παρατείνει την τελική παράδοση, αναστενάζει και βογκάει σαν γάτα που σκοτώνει μια άλλη, η 'ωρα έφτασε 3, τότε ακριβώς η γυναίκα που μεταμορφώθηκε σε αιλουροειδές καβαλάει τον άντρα και μπήγει στο στόμα του μια γλώσσα στιλέτο, ο άντρας ζητά την ολοκλήρωση, εκείνη σταματάει για λίγο τις σωματικές εκχυμώσεις, σηκώνεται, πίνει και καπνίζει, την ακολουθεί κι αυτός με τα μάτια κατακόκκινα από έναν ύπουλο πυρετό, πίνει, καπνίζει, σκέφτεται πως έχει σταματήσει να σκέφτεται, αναστενάζει, τότε εκείνη θα του ξαναδοθεί, η ώρα πήγε 5, αρχίζει να φαίνεται ένα ελαφρό φως της επόμενης μέρας, τότε εκείνη δεν νιώθει ανήμπορη μπροστά του, ούτε κι εκείνος, ενώνουν τα σώματα τους και λευτερώνουν φωταψίες, κομήτες γαλάζιους, κομήτες με κόκκινες ουρές, το πάθος με όλους τους χρωματισμούς του, λευτερώνει τα ανείπωτα, κάθε νέος εραστής ξεκλειδώνει και κάτι στον άλλον, τότε φάλαινες και δελφίνια κολυμπούν δίπλα τους, καθώς το κρεβάτι τους 6 το πρωί έχει γίνει ένας παγκόσμιος χάρτης, με αφετηρία τα κορμιά τους, θα δονηθούν σε μια αόρατη μουσική, σε μια αόριστη οριστική, σε έναν ενεστώτα που παλεύει με τον μέλλοντα, θα δονηθούν σε μια άλλη ατμόσφαιρα, έπειτα καθώς αποβάλλουν την κτηνώδη δύναμη που έρχεται από τους λαγόνες και τινάζει τα δάχτυλα, τινάζει τα άκρα με μυρμηγκιάσματα και λάβα, τότε σαν ενωμένοι τοξοβόλες τινάζουν τα φύλα τους στον ουρανό, κι εκεί τώρα οι φάλαινες και τα δελφίνια πετούν δίπλα τους στον ουρανό, ο ουρανός ενώθηκε με την γη κι η ώρα σπάει, καταργείται η έννοια του χρόνου, οι εραστές τότε, καθώς ξεκολλούν ο ένας από τον άλλον αναρωτιούνται αν θα ξανασυναντηθούν, καθώς αυτό το ρωτάνε ταυτόχρονα ένας αετός πετάει ξυστά από το κεφάλι τους, είναι η φλόγα τους, η δύναμη τους ,που έγινε πετούμενο και πέταξε μακριά τους... Μα κάτι άλλο βρίσκεται στην θέση της, μια γλυκύτητα κι ένα θάμπος για τον κόσμο, όλα γυαλίζουν σαν χρυσάφι... {Η αναπαράσταση των εραστών σε σμίκρυνση

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015


Αγαπημένε μου Ζυλιέν, δεν σου γράφω χωρίς συγκίνηση, σου γράφω με μια ένταση που σμίγει με την ένταση του ανέμου, ο Νοτιάς θερίζει τις κεραίες των τηλεοράσεων και τα φύλλα των δέντρων έχουν κάνει ένα κίτρινο χαλί στα πεζοδρόμια. ________ Αγαπημένε μου, είναι φανερό πια, πως ήρθες από την θάλασσα, ξέρω να ξεχωρίζω ,μετά από τόσες καταδύσεις ,τους αλιευτές και τους κολυμβητές καθώς και την ύλη των ανθρώπων. Θέλω πολλά να σου πω Ζυλιέν, λένε πως όσο περισσότερα βλέπουν τα μάτια μας ,τόσο περισσότερο κινδυνεύουν να ξεραθούν και να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν ,επηρεασμένα από τον φανατισμό της εμπειρίας. Κι όμως! Συγκινούμαι βαθύτατα καθώς διακρίνω πως εσύ δεν κινδυνεύεις από αυτό αλλά και δεν κινδύνεψες . -------------- Ζυλιέν, ψηλαφίζω το ανάγλυφο σχήμα σου, μέχρι να σε μάθω, δεν θέλω να υποκύψω πρόωρα σαν αυτούς που θέλουν οπωσδήποτε να ερωτευτούν και να αγαπήσουν και προσδίδουν τα χαρακτηριστικά, όσων ιδιοτήτων επιθυμούν ,επάνω σε άγνωστα πρόσωπα, αυτό είναι μια υπαρξιακή αγωνία με απόλυτα Ναρκισσιστικές εκβολές και καταλήγει πάντα ΄σε μια αρένα με θύτες και θύματα, έχω δεκάδες ιστορίες να σου πω γύρω από αυτά. Και δεν δικαιολογώ εύκολα αυτήν την τάση γιατί έχει μια εξευτελιστική προδιάθεση για έναν εγωισμό που δεν αξίζει να υπάρχει, διότι σέρνεται. Δεν έχει ύψος, εξάλλου όπως έλεγε ο αγαπημένος ποιητής το ανάστημα αρχίζει μετά το κεφάλι, από τα πόδια ως το κεφάλι είναι το ύψος του ανθρώπου. Κι εμένα, αγαπημένε μου Ζυλιέν , όλη μου η ζωή είναι η εξεύρεση αυτού του αναστήματος..σε μένα και στους άλλους.. ------------- Ζυλιέν, ανατριχιάζω καθώς βλέπω ,πως έχεις όλα αυτά ,που αποδεικνύουν πως έχεις αυτό το ανάστημα, δάκρυα τσουλάνε μαλακά στο δέρμα μου στην σκέψη. Δεν υπάρχει η ανάγκη ενός Lover Man που τραγουδούσε η Μπίλι, υπάρχει η ανάγκη να ξεκινούμε και να καταλήγουμε στην θάλασσα. Από εκεί που πρωτοήρθαμε Ζυλιέν, αγάπη μου, εκεί να ξαναβρεθούμε, σε ένα δωμάτιο γεμάτο θάλασσα, εκεί σε ένα Jam session η Μπίλι θα έχει ξαναβάψει κόκκινο το εφηβαίο της και θα τραγουδάει για εμάς,,, Εκεί θα σου χορεύω με τις βελούδινες μπότες των 70ς και θα βγάζω χρώματα από το στόμα και φωτιές. ------------ Αγαπημένε μου, κάποτε οι <> έπαιρναν ηρωίνη για να την παλέψουν, τώρα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι από αυτούς και το ναρκωτικό που σε ταξιδεύει είναι η λήθη. Αυτήν φοβάμαι αγάπη μου, γι αυτό δονούμαι από την συγκίνηση καθώς μου θυμίζεις από ποια υλικά είναι φτιαγμένος στην πραγματικότητα ο άνθρωπος. Αυτό που κινδυνεύει να ξεχαστεί 'αμεσα... Δεν θέλω έναν άδειο κόσμο, ομως γι αυτό θα μου επιτρέψεις να μην σε μεταφέρω, ούτε να σε κοινωνήσω σε αυτόν, έτσι κι αλλιώς εντελώς υποκριτικά αυτός ο κόσμος μας περιβάλλει άσχετα αν δεν μας έχει καταπιεί το κήτος στην κοιλιά του. ----------- Καταλαβαίνεις άραγε τώρα; Γιατί όταν μου λες <<όταν θες εσύ ,γίνεσαι το πιό γλυκό κορίτσι στον κόσμο>> εγώ ξέρω πως δεν αφήνομαι πλήρως σε αυτό, δεν μπορώ να είμαι τόσο συχνά ο γλυκός εαυτός μου ώσπου να πειστώ πως είσαι αυτό που δείχνεις; Η θάλασσα με το ανάστημα.. Παλεύω Ζυλιέν. Να αφήσω την αλήθεια να φανεί μόνη της... Και θα φανεί αγαπημένε μου, έχω δει αρκετούς καταραμένους -που τώρα δεν υπάρχουν πια- να ζουν τόσο καταραμένα που αγιοποιήθηκαν, αυτή η στάχτη τους λοιπόν θα γυρνά μέσα μου και θα βοηθήσει κι αυτή να φανεί αυτό που υπάρχει.. Να μπορώ να σου πω <<σε αγαπώ>> και να έχω ξεχάσει κάθε κλόουν του έρωτα που έχω γνωρίσει, ή, συνομιλήσει. Γιατί αυτοί οι κλόουν ,ακόμη κι αν δεν μας νίκησαν σε μια παράσταση τους ,κάτι μας άφησαν...την επιφύλαξη για την ανθρώπινη περιπέτεια.. ---------- ΖΥλιέν; Σου υπόσχομαι πως μια μέρα θα γράψω την βιογραφία μας.. Ως τότε, άσε με να σε ψηλαφίζω και να ανιχνεύω την ύπαρξη σου με αυτήν την ένταση που διαθέτω. Είσαι από τους λίγους που δεν με φοβούνται... -Η μαγεία η αυταπόδεικτη της ύπαρξης

To ποτάμι που μας ενώνει, είναι το ίδιο που μας χωρίζει Παγωμένη φωτιά ,όταν σε χαιρετώ κι όταν έρχομαι και σε βρίσκω Η χώρα των ονείρων ,αστράφτει για εμάς Το πάθος έχει κάθε λόγο να υπάρχει Θα χρειαστεί να διαπεραστώ από την φλόγα σου για να ακουμπήσω τον θάνατο, όπως γίνεται πάντα στον έρωτα Μα εσύ ξεχωρίζεις, σαν βρέφος που ζητά το βυζί της μάνας του, έτσι ζητάς τον κόσμο, ευγενής, ανυπάκουος κι ωραίος, όπως τα άνθη, που δεν μπορεί το ανθρώπινο χέρι να κόψει <<Είμαι ευτυχισμένος κάθε ημέρα με αυτά που έχω>>, λες ,όταν σου εύχομαι κομψά, κάθε ευτυχία, για να φύγω Γιατί συνηθίζω να φεύγω.. Από μια κατάρα ,λες κι έχω μολυνθεί. Και μέσα στο χάος μου, ξεχωρίζω το μαύρο βλέμμα σου, έλα, σαν να μου λένε τα μάτια σου, δεν θα διαλυθείς απλώς μαζί μου, μπορείς να πεθάνεις. Αυτό ζητώ, δεν υπήρξα φυγάς στην ζωή και τον θάνατο Θα σε ακολουθήσω {Η παράξενη έλευση

Ας πούμε πως εσένα σε λένε Ζυλιέν κι εμένα Αντιγόνη. Ας πούμε πως έχουμε ραντεβού στην αιώνια πόλη,του φωτός,, θα πίναμε κρασί κόκκινο και θα ανεβαίναμε στον λόφο της Μονμάρτης, κάπου εκεί θα χαιρετούσαμε συμβολικά το σπίτι που έμενε για λίγο η Εντιθ , το σπουργίτι με την εύθραστη τύχη, την ίδια τύχη που είχε το βελούδο που ονομαζόταν Μπίλι, μια εύθραστη τύχη. Φυσικά εσύ, θα με είχες αγκαλιά και θα βαδίζαμε μεθυσμένοι έξω από τα μπιστρό με τα όστρακα της θαλάσσης, εκεί ακριβώς θα επέμενες πως η τύχη είναι το αποτέλεσμα του χαρακτήρα μας κι όχι κάτι μοιραίο. Κι εγώ αγαπημένε μου θα επέμενα πως είναι κι αυτό που λες ,αλλά είναι κι αυτό που υποστηρίζω κι εγώ. Πως αν δεν έπεφτε το αεροπλάνο με τον αγαπημένο της Εντίθ, εκείνη ίσως να είχε μια άλλη πορεία και πάντως αυτό θα μπορούσε να μην είχε συμβεί, αν ο αγαπημένος της έπαιρνε το επόμενο αεροπλάνο για να της κάνει έκπληξη. Κι αν η Μπίλι δεν τύχαινε να μένει δίπλα σε εκείνο το κτήνος και δεν ήταν μόνη της στο σπίτι ,δεν θα είχε βιαστεί από αυτόν στα 11, γιατί ίσως, αν ερχόταν η μητέρα της στο σπίτι πιό νωρίς ,αυτός ο βιασμός δεν θα είχε συμβεί και δεν θα βίαζε η Μπίλι τον εαυτό της διαλέγοντας άντρες που για να της προσφέρουν την ηδονή την χτυπούσαν , γιατί έτσι η Μπίλι μαστιγωνόταν για να τιμωρήσει το εγώ της πνιγμένη από τις ενοχές που θα έπρεπε να έχουν άλλοι.. Κι έτσι αγαπημένε μου Ζυλιέν αγκαλιά εδώ, να πίνουμε το κρασί μας, θα σου πω πόσο λατρεύω τα εύθραστα πλάσματα, τους μοιραίους, τους εξαντλημένους των ηδονών, τις πόρνες με τα βελούδινα πέδιλα, τους τραγικούς τελικά ανθρώπους. Κι εσύ θα βγαίνεις έξω στην πόλη σου αντιδρώντας στα μέτρα προστασίας του πολίτη ακούγοντας το Ιμάτζιν και θα ξεχνάς πως είσαι κι εσύ τραγικό πρόσωπο, άσχετα αν δεν έτυχε να σε χτυπήσουν οι τρομοκράτες. Κι εγώ θα σε αγαπώ Ζυλιέν, χωρίς να σε ξέρω, γιατί δεν μπορείς να εξηγήσεις τι έχει συμβεί. Ε'ΙΜΑΣΤΕ άτυχοι Ζυλιέν, θα ζήσουμε όλην την φρίκη που κατέγραψε ο Ντοστογιέφσκι για την βρόμικη ψυχή του ανθρώπου. Είναι αυτή ακριβώς η χρονική στιγμή που σπάει η χολή και χύνει δηλητήρια. Αγάπα με Ζυλιέν, ας μην χαθούμε έτσι , πρόωρα.... Αλλιώς θα έχουμε ηττηθεί, θα έχουμε στερήσει από τον εαυτό μας την ευκαιρία να σαλπίσουμε μια φωνή ενάντια στο πραγματικό κακό.. Γιατί μην ακούς τους κομψούς γραφιάδες αγάπη μου που λένε πως δεν υπάρχει κακό , αυτό υπάρχει κι είναι βαθιά μέσα μας, είναι η δύναμη να εξουσιάζουμε τους άλλους κι η ηδονή που χύνεται άφθονη, καθώς μπορούμε να σπείρουμε θάνατο. Όλοι μας, είμαστε εν δυνάμει, κτήνη, φίλα με Ζυλιέν, αυτός ο κόσμος δεν μπορεί παρά να γίνει μια έρημος χωρίς την αγάπη... -Παρίσι Αθήνα και λοιποί χωρίς την γνώση της τελικής ήττας

Καθώς το χαρτί σιωπά, οι λέξεις παίρνουν ύψος, βάζει στην άκρη όλα αυτά ,που μαγαρίστηκαν στον χρόνο, μα ωθούνται από μια περίεργη δόνηση, έρχονται και παλεύουν μέσα της, για να ξεριζωθούν από την βάση τους. Είναι στιγμές, που το να ξεριζώνεις, είναι δυσκολότερο από το να φυτέψεις. Ένα λουλούδι, μια σφαίρα, μια λύπη, μια εικόνα. Μια ανύποπτη γυναίκα, περπατάει ανάμεσα στα χαλάσματα. Όλα αυτά που γράφεις, αντί να της τα λες δια ζώσης, αυτά περιγράφουν δράματα, τα δράματα παίρνουν ζωή όσο εσύ δεν ξεριζώνεις την σφαίρα, την λύπη, την εικόνα. Όσο επιτρέπεις να υπάρχουν χαλάσματα.. Είναι φορές που χρειάζεται να αφήσεις το χαρτί και το μολύβι και να αρχίσεις να βλέπεις πίσω από τα μάτια, πίσω από τις λέξεις. Οι λέξεις έχουν μια διάδραση που δεν κρατάει πολύ. Στα χαλάσματα κρύβονται τα μυστικά κι η διάρκεια... Ο αστράγαλος μας λέει πολλά, το ίδιο κι ο καρπός μας.. Και στα μάτια είναι τα αντίγραφα όσων ζήσαμε, ποιος αντέχει να τα κοιτάξει πραγματικά; {Το μόνιτορ της ανησυχίας

Είσαι πραγματικά λυπημένος, όταν βλέπεις στον ουρανό, να αντανακλάται η εικόνα μιας άδειας γης, τότε, με διαβολικό θάρρος, να πεις, εγώ τέλειωσα με τον κόσμο αυτόν, θα ανοίξω τώρα έναν άλλον, θα μπω και να χορέψω μέσα του σαν να ελευθέρωναν τα πόδια μου φωτιές..κι ας μείνω να χορεύω εγώ μονάχα με τον εαυτό μου, σκατόψυχος αυτός που δεν μπορεί με την σκιά του να βρεθεί και να χορέψει την λύπη του..

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015


Στέκεται αναποφάσιστη στο σταυροδρόμι, έχει τα χέρια στις τσέπες. Διαρκώς αναποφάσιστη, έτσι θέλει, η αποφασιστικότητα έχει προφάσεις και προθέσεις. Δεν είναι έτσι αυτή. ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ γρήγορα, κάπως αδέξια. Κοιτάζει γύρω, τον σκέφτεται, τι να σκέφτεται; Σκέφτεται τον κόσμο των γουρουνιών που κρύβονται πίσω από ένα κολιέ με διαμάντια,_ ξέρω, κλισέ-. Αυτός δεν είναι έτσι, ωχ, σκέφτεται ,κατάφαση. Δεν είναι έτσι αυτή, δεν ζει από τις καταφάσεις, από τις αρνήσεις, έζησε. Με αυτές τάισε τα φτερά της. Τον σκέφτεται. Τα πόδια της πίσω στη φτέρνα καίνε. Όλα ζεστοί, μικροί αποχαιρετισμοί, ναι ξέρει, αυτή τους ξέρει. Και ξέρει πως κι αυτός τους ξέρει. Αυτός. Αυτή. Εκείνοι. Οι άνθρωποι. Αυτός ο φριχτός, αυτός ο υπέροχος κόσμος, όλα αυτά κι εκείνα, αυτά που κατοικούν κάτω από τα βλέφαρα. Καίγεται για την ζωή. Η ζωη την καίει, την έχει κάψει, όχι, έτσι έπρεπε να γίνει, για να μάθει να φοράει φτερά, για να μπορεί να φεύγει, να πετάει, να πιστεύει στιγμές στιγμές πως είναι ελεύθερη. Τρομερή γοητεία οι πτήσεις. Και αυτά που δεν λέμε. Περπατάει σιγά τώρα. Κοιτάζει γύρω της, σαν να περπατάει μαζί της. Ποιος ; Εκείνος. Αυτός που της μιλάει για άλλους κόσμους. όχι, δεν θα σου μιλήσω για αυτά που της λέει. Δεν είναι έτσι αυτή. Αυτή λέει,( όποιος κομπάζεται, είναι μέτριος), δεν της αρέσει η μετριότητα κι ας ξέρει πως είναι δύσκολο να ξεφύγεις από αυτήν. Δεν είναι έτσι αυτή. Δεν είναι έτσι αυτός. Δεν είμαστε έτσι εμείς. Περπατάει χαμογελώντας. Φεύγει... -Εικόνες- υγ. αφιερωμένο

Συναντήθηκαν σε ένα μαύρο δωμάτιο, μπήκανε μέσα και γλύστρισαν σαν λουρίδες χρωμάτων. Εκείνος από νωρίς θέλησε να την κατακτήσει ερωτικά, έγινε σάτυρος με προτεταμένο στόμα κι όλο ζητούσε, ζητούσε, (φίλα με, άσε με σε αγγίξω, άσε με να πάρω την μυρωδιά σου με το στόμα μου), εκείνη νευρίασε αλλά δεν τον φοβήθηκε ακόμη κι όταν αυτός ήρθε με ορμή επάνω της. Έγινε η γυναίκα της Δύσης, του ζήτησε να της μιλήσει, να πει την ιστορία του. Έπιναν κρασί και μύριζαν ο ένας τον άλλον πίσω από τις λέξεις και την οσμή. Τον σταματούσε με τον τρόπο της. Εκείνος της έλεγε πως γεννήθηκε στα χαλάσματα, αυτό που της περιέγραφε για την ΄΄υπαρξη του μετά, καθώς μεγάλωνε, ήταν μια οπτική αυτοδημιουργίας, θέληση για την ζωή , αλητεία ,πείσμα και όρεξη για δημιουργία και τέχνη. (Η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος να αφήσει ο άνθρωπος το ίχνος του στην γη), της είπε πίσω από το αυτί. Την χαίδευε σαν να κρατούσε ένα φτερό, ωστόσο ,στιγμές στιγμές γινόταν ανελέητα διεκδικητικός. Όμως εκείνη είχε μια δική της ιεροτελεστία που κανένα αρσενικό δεν ξέχασε περνώντας από την ζωή της. Έγινε μια γκέισα, φερμένη από το χώμα και το νερό. Πήρε αυτά τα υλικά και φύσηξε την φωτιά της. Άρχισε να του κάνει μασαζ στην πλάτη και στο κεφάλι. Έπαιρνε όλο το άρωμα του και το μύριζε. Έλεγε μέσα της καθώς προσπαθούσε να τον απαλύνει, -καθώς ήθελε να του ανακόψει την σεξουαλική ορμή χωρίς να του κάνει κακό-, έλεγε μέσα της καθώς διέταζε τα δεκα της δ'αχτυλα να μεταφέρουν ηρεμία και απαλοσύνη, έλεγε μέσα της ακούγοντας μια ντραμς να χτυπιέται μέσα στο κεφάλι της, όλα είναι ζωή και θάνατος, σε αυτά θα εξαντληθούμε, έλεγε μέσα της, στα χέρια μου έχω έναν διαθέσιμο εραστή, όμως θα τον κάνω άντρα γινόμενη γυναίκα, έλεγε μέσα της ακούγοντας στο κεφάλι της μια ντραμς , όλα είναι έρωτας, θα μάθεις τι είναι έρωτας, έρωτας δεν είναι μονάχα αυτό το δαιμόνιο που ζητάει το φύλο να τρυπήσει, καθώς του ε΄κανε μασαζ στο πρόσωπο πια, αυτός την κοιτούσε στα μάτια, μάτια ανάποδα καθώς αυτή τον κοιτούσε από επάνω του, (θέλω να τελειώσω κοτάζοντας σε), της είπε, ςςςςςςςς, του είπε αυτή ,η γκέισα από χώμα και νερό, άρχισε τότε να σκορπίζει τα υλικά της μαζί με την φωτιά γύρω του σαν να σχημάτιζε μια αύρα... Θα γευτείς όλα τα φιλιά τώρα, του είπε και αυτός έγειρε επάνω της με ε΄ξαψη, υπάρχουν πολλά φιλιά, στρογγυλά, βαθιά, ευθεία, άκαμπτα, φιλιά σαν κόκκινα λιβάδια, φιλιά τζαζ, φιλιά λαικά, υπάρχουν άπειρα φιλιά, (δείξε μου), της είπε και η ερωτική του φωνή την τρύπησε στο στέρνο, τον φίλησε, του άφησε στο στόμα μονάχα μια μικρή ομάδα φιλιών, δόντια, γλώσσα, στόμα χωρίς πολλά σάλια. Έπειτα έξω από το μαύρο δωμάτιο τσούλησε στον ουρανό ένα ολοκόκκινο φεγγάρι. (Είσαι παράξενη , δεν έχω συναντήσει άλλη γυναίκα σαν κι εσένα), της είπε, απόλυτα αρρενωπός και σαν έφηβος, συνέχισε, (μακάρι να μπορούσα να σου χαρίσω λίγη ευτυχία και χαρά). (Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα, ας αποφύγουμε τις μεγάλες κουβέντες, συνήθως είναι ψευδείς και ματαιόδοξες), του είπε και του άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη. Καθώς περνούσε την λεωφόρο, άκουσε από ένα ταξί ένα τραγούδι από αυτά που την ματώνανε, τα κόκκινα φανάρια, λίγο αίμα φώλιασε στην καρδιά της και μετλα ξεχύθηκε παντού μέσα της. Θα τον ξανασυναντούσε , είχε κάτι κοινό μαζί του αλλά δεν το ήξερε, απλά το ένιωθε... Επιπλέον περπατούσε κι ένιωθε σαν να είχε κάνει έρωτα μια ολόκληρη ημέρα, αλλά αυτό οι άντρες δεν το καταλαβαίνουν, σκέφτηκε και χαμογέλασε, όχι με πίκρα, έτσι σαν μισό χαμόγελο. Συνέχισε να περπατάει, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που είναι ανοιχτοί σκέφτηκε, για φαντάσου, ΣΦίχτηκε μέσα στο ΄βελούδινο μαύρο παλτό της και συνέχισε να προχωράει.. -Ερωτική φρενίτιδα, με παύσεις ροδόνερου

Για πολλά χρόνια ,μπέρδευα τον πόθο με την αγάπη, ήταν που η μητέρα δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, έτσι από την πρώτη δημοτικού γύριζα μόνη μου στο σπίτι, άφηνα την σάκα και άνοιγα την πόρτα κι έφευγα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να κρυφακούω πίσω από τα κλειστά παντζούρια φωνές και ψιθύρους, να βλέπω μεσημεριάτικους εναγκαλισμούς και θωπείες υψίστης ερωτικής διαδικασίας εν εξελίξει στην Φωκίωνος Νέγρη, ερωτικές γραμμές που μπερδεύονταν στην δική μας τηλεφωνική γραμμή, παρατηρήσεις στις οικογενειακές συγκεντρώσεις και διαπιστώσεις περί της αποδοχής μου πως ο πατέρας θα έλειπε πάντα μακριά κι εγώ θα ήμουν μόνη μου. Ήξερα πως ο πατέρας έπινε, -όταν πήγε στο νησί όμως, σταμάτησε μετά από χρόνια-, εξάλλου εκείνη την βροχερή νύχτα που μάζεψε την βαλίτσα του , μου έλεγε πιωμένος να βάζω συνέχεια στο γραμμόφωνο το <<βρέχει φωτιά στην στράτα μου>>, έκλαιγε ρημαγμένος στην καρέκλα, έκλαιγα κι εγώ μαζί του, ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αλλά με τραυμάτιζε το γεγονός πως η μητέρα του είπε να φύγει, αυτός μου περιέγραφε πόσο την αγαπούσε, τα δάκρυα του ίσως να μούσκεψαν το γραμμόφωνο, αλλά το σίγουρο είναι πως ακόμη θυμάμαι την πόρτα να κλείνει πίσω του. Τότε, αντιπάθησα βαθιά την μητέρα κι όσους μισούσαν αυτούς που έπιναν, δεν με εξυπηρετούσε να θυμάμαι πως εκείνη είχε κάνει πολλές απόπειρες να τον βοηθήσει να ξεκόψει, όμως ας μείνουμε σε αυτό. Την στιγμή που έκλεισε εκείνη η πόρτα το μαξιλάρι μου βούλιαξε στα δάκρυα, του έδωσα ένα όνομα και του ψιθύριζα τον πόνο που με έτρωγε, τα καλοκαίρια που έβρισκα τον πατέρα ξεχνούσα αυτόν τον πόνο και δημιουργούσα άλλον, η δίψα του πατέρα για την μητέρα δεν ήταν μεταδοτική.. ΌΜως όσο η μητέρα εργαζόταν από το πρωί ως το βράδυ είχα όλη την ελευθερία να γυρίζω μόνη σε όλη την Κυψέλη και να παρατηρώ σχηματίζοντας ιστορίες. Όταν βαριόμουν, -μέναμε τότε σε ένα υπόγειο-, ερχόμουν σπίτι και έριχνα στην αυλή τις κούκλες μου επάνω σε μια κουρελού και έφτιαχνα ιστορίες. Οι κούκλες μιλούσαν για έρωτες και πάθη, για μίσος και αγάπη, ιερουργούσαμε μαζί στον δικό μας μυστικό δείπνο, πότε πότε σκουπίδια έπεφταν επάνω μου από κάποια απρόσεχτη συγκάτοικο που τίναζε το χαλί της από τα ψηλά δίχως να με προσέξει, -αχ, το καημένο δεν προσέχεις-, της είπε η διπλανή γειτόνισσα στην δράστη, -καημένο είστε εσείς-, της είπα με όση περιφρόνηση διέθετα και συνέχισα να παίζω. Πότε πότε κοίταζα ψηλά τον ουρανό, παρατηρούσα πόσο μακριά ήταν από την αυλή μου και πότε θα σουρούπωνε ώστε να μαζέψω τα πράγματα μου μέσα και να κάνω πως διαβάζω όταν επέστρεφε η μητέρα σπίτι.. Μεγάλωσα μόνη μου, σαν αγρίμι, χρωστάω όμως σε αυτήν την γυναίκα που υπήρξε μια καλλονή της εποχής, την αγάπη μου στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί για την μόρφωση και τι αποτελεί αυτήν την λέξη, τώρα ξέρω τις απαντήσεις. Πως μια γυναίκα που δεν είχε τελειώσει το Δημοτικό κι αυτό το έφερε βαρέως λες και θα μπορούσε, μια γυναίκα που δούλευε από 10 χρονών, είχε όλη την διάθεση να πηγαίνουμε σε παραστάσεις όση κούραση κι αν κρατούσε ήταν ένα φως στην μαυρίλα μου, μεγάλο φως και ανακούφιση. Με την φαντασία μου πήγαινα παντού, παρατηρούσα σαν τηλεσκόπιο υποβρυχίου τα πάντα και τα κατέγραφα, έτσι αναδυόμουν και καταδυόμουν με ευκολία σε κόσμους μαγικούς. Αλλά για χρόνια μπέρδευα την αγάπη με τον πόθο. Έτσι ήταν να γίνει, αυτό το μπέρδεμα ήταν επίσης μια κινητήρια δύναμη που με έσπρωξε στην λογοτεχνία, ο πατέρας της λογοτεχνίας μου ξεδιάλυνε πολλά από αυτό.. Κι αργότερα η ίδια η ζωή. Μεγάλωσα σχεδόν μόνη, σαν αγρίμι και σαν χαμίνι που η μητέρα έντυνε με πριγκιπικά ρούχα και παπούτσια από τον Μούγερ, μου μάθαινε τον πληθυντικό και πηγαίναμε σε πλούσια σπίτια όπου εκείνη φύλαγε τα παιδιά, τα παιδιά που αργότερα μάζευα στο δωμάτιο τους και τους έπαιζα θέατρο στα πάρτυ , ώρες πολλές, τόσες ώστε οι άλλες μητέρες να τα αναζητήσουν και να εκπλαγούν από το <<ταλέντο>> μου να τα κρατώ σιωπηλά και έκθαμβα. Τότε ήταν που ήθελα να γίνω ηθοποιός.. Η ζωή είναι σκαλοπάτια, τα κατεβαινεις και πας στην άβυσσο και μαθαίνεις τις δυνάμεις σου, τα ανεβαίνεις και φτάνεις στον ήλιο, εκεί που η αρμονία κι η ομορφιά είναι μέρος της ζωής σου.. Σε λίγο θα έχω ανεβοκατέβει 51 σκαλοπάτια, δεν ήταν εύκολα, τίποτε δεν είναι εύκολο.. Το <<παιχνίδι>> συνεχίζεται κι ελπίζω να συνεχιστεί για πολύ.. Υπάρχουν λίγα πράγματα που θυμάμαι σαν να τα ζω. Ένα από αυτά ήταν ο πόνος του πατέρα εκείνο το βροχερό βράδυ κι εκείνο το τραγούδι, ο κρότος μέσα μου που έγινε πόνος από την φυγή του.. Η αγάπη που υπάρχει τώρα στην μαμά μου που είναι σαν κυκλάμινα που διέρχονται από κάποιο μονοπάτι. Υπάρχουν κι άλλα αρκετά, αλλά το τραγούδι που μου είπε ο πρίγκιπας στην τουαλέτα στο Πρόμπλεμ είναι η μόνη αλήθεια, (όσο υπάρχει το παιδί, υπάρχει η ελπίδα), αυτό είναι που ξεκαθαρίζει πολλά.. Δεν μετάνιωσα που μεγάλωσα μόνη , εννοώ δεν θα το άλλαζα, αυτό που ήθελα να μπορούσα να αλλάξω ήταν άλλο.. Κι αυτό θα μείνει μεταξύ εμένα και του εαυτού μου.. -Τα 51 σκαλοπάτια- υγ, σε όσους κι ότι αγαπώ

Υπάρχει η γνωστή κινούμενη άμμος, υπάρχει μια αποικία από όσα ξέρεις, γεγονότα που χρειάστηκε να τα αντιμετωπίσεις σαν κάποιο μυθικό ζώο για να αντέξεις στην δίνη τους, ακόμη υπάρχουν οι ηλιόλουστες ημέρες κι η ζέστη τους στα μάτια και την πλάτη σου, φλούδες από κόκκινο παραμερίζουν για να περάσεις βιαστικά από δίπλα τους, μα και τόσα χρώματα παραμονεύουν για να ζεις μαζί τους, ανάμεσα στα ρήματα θέλω και επιθυμώ διαλέγεις το δεύτερο, είναι ρήματα που προσδιορίζουν αν είσαι επιθετικός παίκτης ή όχι, είναι πράξεις που με τρόπο απόλυτο καθορίζουν το στίγμα σου εδώ, ένα όμως να είναι ίσως το κυρίαρχο , να απολαύσεις δυνατά ετούτο το κρεσέντο, να το απολαύσεις με όλους τους πιθανούς τρόπους εκτός από αυτόν, μισείς αυτό που λέγεται μικρότητα, αυτό που λέγεται μικρότητα, γιατί η μικρότητα είναι ατέλειωτες πολεμικές διαθέσεις μαζεμένες σαν πέτρες που καταλαμβάνουν όλα τα μαλακά σπλάχνα του ανθρώπου... {.....}

Σηκώθηκες κι έφτιαξες καφέ γλυκό με γάλα, σκέφτηκες πως καμιά βιογραφία δεν ανταποκρίνεται στο θέμα της ζωής. Κι όμως πολλές φορές την χρειάστηκες για να φτιάξεις στην ψυχή σου το πλήρες πορτρέτο κάποιου δημιουργού. Μετά αναρωτήθηκες για τα κενά της μνήμης, θέλω απλά να πω πόσες βιογραφίες θα χρειάζονταν για να καλύψουν αυτά τα κενά. Καθάρισες με συνοπτικές διαδικασίες κάτι από τον σωρό των παλιών αντικειμένων, πολλά από αυτά δεν θυμόσουν καν πως βρέθηκαν στα χέρια σου... Ο ήλιος έχει μια πικρόχολη διάθεση, σκέφτηκες.. Όλο σκέφτεσαι..όλο σκέφτεσαι, οι ελαιώνες είναι μακριά κι οι χορευτές κουράστηκαν να τους διασχίζουν χορεύοντας. Είσαι ένα τίποτε μέσα στο όλον. Θες να γίνεις ζεν, θες να γίνεις ζεν, όμως αυτό δεν είναι εύκολο, όπως επίσης δεν είναι εύκολος ο ορισμός σου. Τίποτε δεν είναι εύκολο κατά την ενηλικίωση, τίποτε δεν είναι εύκολο οταν κοιτάς στον καθρέφτη, αλήθεια , έχεις αναρωτηθεί πόσους εαυτούς εξοντώνεις όταν τους κοιτάζεις; Και πόσοι από αυτούς σε εξοντώνουν; Σκέφτεσαι πόσο αγαπάς τους ιχνευτές των παθών. Αυτοί άραγε σε αγαπούν; Και τι θα άλλαζε αν σε αγαπούσαν ή δεν σε αγαπούσαν; Τίποτε. Θα σου πω εγώ τώρα τι συμβαίνει, ο κόσμος του χτες σφυρίζει αδιάφορα κι αυτό σε εκνευρίζει ολοκληρωτικά. Άκου, κάποτε πρέπει να μιλήσουμε εμείς οι δυό... Εσύ, στον καθρέφτη, όχι εσύ, ο άλλος, όχι αυτός, ο άλλος πίσω σου, όχι αυτός, ο άλλος, ναι, αυτός που καπνίζει σύννεφα, κάποτε χρειάζεται να επανέλθεις φίλε, να τα πούμε στην στρατόσφαιρα.. { Η εκλεκτικότητα της αδιαφορίας }

Σήμερα ξύπνησα μετά από καιρό, ξανά, λυπημένη. Όταν βγήκα έξω στην πόλη, που παραπατούσε, από τον πολύ ήλιο ,ένιωσα έναν ψυχρό ίλιγγο. Σκέφτηκα για λίγο πως θα ζωγράφιζα την λύπη, η λύπη για εμένα, είναι σαν ένα μικρό νεκρό πουλί με την καρδιά του έξω, χυμένη σαν αίμα, επάνω στο χέρι μου... Πήγα στο βιβλιοπωλείο κι αγόρασα τρείς μεταφράσεις που με κοιτούσαν με ζωηρούς οφθαλμούς.. Στον δρόμο, με τα φανάρια και τα μπερδεμένα δέντρα από την θερμοκρασία, με τους πεζούς να πασχίζουν να ζήσουν αδιάφορα, θυμήθηκα τον Σαχτούρη, καθώς τον θυμήθηκα, δάκρυα στόλισαν τα μάγουλα μου. Και τα μαλλιά μου, παραμέρισαν, για να περάσουν ανάμεσα τους. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκα , είναι θαύμα να μπορείς να κλαις για κάτι άλλο, εκτός των <<πεσμένων ερώτων>>. Γιατί στα μάτια μου, ο Σαχτούρης δεν υπήρξε ποτέ, ένας <<πεσμένος έρωτας>>.. {Στο κοτσύφι ,του Σαχτούρη}

To έρεβος μοιράζει την τράπουλα, το χαρτί του θανάτου το έλαβε ο αποστολέας του θεού, πηχτός έβενος τα μάτια του, μαχαίρι η καρδιά του, σηκώνει το χέρι του και ρίχνει θάνατο, στο πλήθος, αιματοβαμμένοι αθώοι πληρώνουν τις πληγές του Φαραώ, των θεών που παίζουν τον πλανήτη στα δάχτυλα σαν να είναι ο καβάλος τους σηκωμένος, φαλλός έτοιμος για σπέρμα και αίμα, το αφιόνι του αιώνα το μοιράζει μια μοιραία αλεπού, λέει, <<λάβετε, φάγετε, αυτό θα είναι το τίμημα της δόξας σας στον άλλον κόσμο>>, και τότε ο αιώνιος όφις πιστά κροταλίζει τα τύμπανα του πολέμου, βλέπω γύρω μου φωτιές, παιδιά που δεν προλαβαίνουν να μεγαλώσουν, αισθάνομαι από χτες το μεσημέρι, πως κάτι κακό θα συμβεί και κλαίω στην ανάμνηση του Σαχτούρη, όλη μέρα περίμενα σαν ένα ζώο που γνωρίζει πως θα σφαγιαστεί ο διπλανός του, καίω τις προσευχές, καίω τα δάκρυα της Ευρώπης μήπως γίνουν καπνός και δακρύσουν τα μάτια των υπεύθυνων, όλοι είναι υπεύθυνοι για το αίμα, τα κελιά, τις κλειστές πόρτες των συνόρων, την επιφυλακή της αδρεναλίνης, τις επισκέψεις στους ψυχολόγους, τα νεκροταφεία που χτίζονται στον υγρό κόσμο, όλοι είναι υπεύθυνοι, μαζί τους κι εγώ που αντέχω ακόμη να ζω σε αυτόν τον κόσμο σαν να είναι μια στοιχειωμένη ζωή, χωρίς ανάσα να ζούμε και να περιμένουμε τώρα ,ποιο θα είναι το επόμενο χτύπημα, σαν αρχαία Ελληνική τραγωδία ,που αυτοί που μπορούν να αποφύγουν την έχουν γραμμένη στα αρχίδια τους, που αυτοί που μπορούν να την αποφύγουν έχουν κηρύξει πόλεμο ουσιαστικά με τα παιδιά τους, σαν την Σαλώμη θα φέρουν το κεφάλι των παιδιών τους σε ένα ασημένιο πιάτο, και το νεκρό κεφάλι με τις αρτηρίες να κρέμονται, το αίμα να ρέει θα ακούσουν τα δόντια να μιλούν χωρίς γλώσσα, θα τους πει τότε το τέκνο τους, <<λάβετε, φάγετε αλλά χωρίς εμένα>> και τρελαμένοι από το μένος, θα ανοίξουν τα παράθυρα, <<εεεεεεεεεεεε, εδώ μέσα βρωμάει σφαγείο>>, θα φωνάξει κάποιος από αυτούς και θα πάρει τον ρόλο της μάνας και θα αρχίσει να τρέχει μακριά τους , τα παιδιά του κόσμου θα σκεφτεί πριν να είναι αργά πια για όλους.. -13-11-2015

Πάντα έλεγες, είναι ο καιρός των δολοφόνων και πάντα έτσι ήταν. Όσα κι αν μπορούν να χωρέσουν στο πάντα. Ο Φάουστ πήγε στον Οδυσσέα και τον Δον Κιχώτη, ο Μίσα κι η Αλμπερτίν δεν ξεδιψούσαν με τα σύμβολα και τους μύθους, όλοι χορεύουν με το κρανίο του Λεβιάθαν στο χέρι, τους κοιτάζω, τους ακούω, μα δεν είναι το αίμα κι οι καμμένες σάρκες που με τρομάζουν, είναι οι χίλιες γνώμες που έχει οα καθένας για τα πράγματα, είναι οι χίλιες δυό απόψεις που έχει ο καθένας για το αίμα.. Είναι γιατί κανείς δεν υπερβαίνει τους κανόνες της ποίησης, να βγει από το κουτί της φαντασίας και να γίνει παράνομη, να γίνει καθημερινή πράξη.. Γιατί λίγοι είναι οι ποιητές.. Κι είναι εκεί, στα χαλάσματα των πόλεων, στους γκρεμισμένους ανθρώπους, παρατηρούν τον καιρό των δολοφόνων και καταγράφουν, με πράξεις κι όχι μονάχα με μολύβια, είναι γιατροί του κόσμου, είναι αυτοί που δεν παίζουν βρόμικα παιχνίδια με λεκτικές ακροβασίες κι επιδερμικές σχέσεις, είναι αυτοί που κανείς δεν τους ξέρει, κάποτε θα τους καταγράψει η ιστορία κατά το τέλος των εξελίξεων.. Στο μεταξύ οι χίλιες δυό γνώμες διχάζουν και διχάζονται. Καταραμένοι, καθώς δεν μπορούν να καταλάβουν με νου και καρδιά πως ο δολοφόνος είναι η ανάποδη όψη του θύματος... Και κάθε προδοσία εκδίδεται με παράδες εκ των έσω... Ζω την κόλαση σε όλο της το μεγαλείο, το μόνο που μου μένει είναι να την ζήσω με όλες μου τις αισθήσεις... Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από σκατά, αίμα, σπέρμα, σύμβολα, κάτουρα λυγμούς και ρωγμές κάτω από το δέρμα.... Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον πως όλοι διαφωνούμε... -Η ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015


Πολλές ευγενικές πράξεις κι αυτές που διέπονται από την καλοσύνη, οδηγούν πολλές φορές τους άλλους σε κορεσμό. Νοιώθουν αυτοί που τις δέχονται ,την αίσθηση του κορεσμού. Όμως με την στενή έννοια της παρατήρησης μπορεί κανείς να καταλάβει πως ο κορεσμός οφείλεται σε κάποια αδυναμία του δέκτη ή κάποια έλλειψη της αντίληψης πως η κακία σκοτώνεται από την καλοσύνη. Και πως το να επιλέγει κανείς να ζήσει στηρίζοντας το κακό γενικότερα είναι σαν να μην επιφέρει καμιά αλλαγή γύρω του ενώ συνεχίζει να εξαπλώνει την μάστιγα αυτή. Δεν υπάρχει καμία γοητεία στο να κάθομαι και να περιμένω το αναπόφευκτο τέλος. Και φυσικά επίσης καμία γοητεία στο να παραμένω αθώος ως προς το δούναι και λαβείν, τίποτε δεν εξασφαλίζει την όποια αντίληψη του άλλου ως προς την πράξη αυτή καθαυτή. υπάρχουν κι αυτοί που θεωρούν δεδομένο πως οι άλλοι οφείλουν να δίνονται σε αυτούς. Μένει το εξής, να ξεχωρίσει κανείς αυτούς που είναι καλοί κι ευγενικοί από θέση ζωής κι όχι από ανάγκη γιατί δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Στην απεγνωσμένη αναζήτηση μιας αισθητικής στην ζωή ,υπάρχει και η καλοσύνη , είναι θέμα του καθένα μας πόσο σεβασμό θα δείξει σε αυτό, επίσης πόσο σεβασμό θα δείξει κι ο ίδιος στο είναι του, κανείς δεν εκτελεί κάποια αποστολή με το να φέρνεται τόσο καλά που θυσιάζεται για τους άλλους εκτελώντας κάποιες φορές τον εαυτό του.. Μιλώ για την βαθύτερη ανάγκη της καλοσύνης αισθητικά και υπαρξιακά κι όχι την καλοσύνη που το δέντρο της είναι οι ρίζες ενοχών, οι ενοχικοί πολλές φορές βρίζουν και βρίζονται γιατί κατάργησαν τα όρια και δεν παρατήρησαν πόση ανωτερότητα και δύναμη ψυχική κρύβεται μέσα της. Παρατήρησαν μονάχα μια φευγαλέα ευχαρίστηση του δότη στον δέκτη. Αλλά κι ο δέκτης πρέπει να ευχαριστιέται, όχι μονάχα ο δότης.. ΟΙ καιροί είναι δύσκολοι, καιρός να ακούσουμε και λίγο αυτό που λέγεται ευγνωμοσύνη στο όλον.. Στο κάτω κάτω η καλοσύνη εμπεριέχει σαφέστατα την ελευθερία, αυτό που λίγο πολύ λείπει από όλους μας... {Περί της αισθητικής της καλοσύνης και της ευγένειας

Yπάρχουν κι εκείνα τα φιλιά, που μοιάζουν σαν ιστορίες που δεν είπαμε. Κάθε ένα από αυτά, κάτι διηγείται, χωρίς ανάσα το ακούς και σε συνεπαίρνει, σε φυσάει σε ακτές ,που δεν μοιάζουν να χαιδεύονται από την θάλασσα. Έτσι, ο πόλεμος των φύλων δεν προκύπτει, υπερνικούν τις αντιξοότητες και τις αντιθέσεις, οι διηγήσεις τους.. Και εκείνα τα λεπτά ,διαγράφουν με την δύναμη τους, ολόκληρες εικόνες ζωής ,σε σέπια. Υπάρχουν φιλιά ,που με την δύναμη της καθαρότητας τους χαράζουν την ύπαρξη κι απόκληρος γυρνάς και κυνηγημένος από ένα πάθος που δεν ξεπλύθηκε ποτέ. Γιατί με εκείνη, την αρχαία φωτιά τους, σημαδεύουν τα επόμενα χρόνια . Φιλιά ματωμένα, πλασμένα για να χαράξουν και να υψωθούν μακριά από τα τετριμμένα, δεν μοιάζουν σαν προσκλητήρια μάχης. Πηγαίνουν πιό μακριά από τον πόλεμο που λέγεται έρωτας.. Έτσι , μόνο τα θυμάσαι. Αλλά παίρνεις μια δύναμη από την μνήμη τους, όπως κάνουν οι εραστές χωρίς περιπολίες και ζητήματα ανταμοιβής στην υποχώρηση.. Κερδισμένος είσαι και χαμένος.. -Στην σπανιότητα, των φιλιών

Στο μεταξύ, κανείς δεν μπόρεσε να μας καλουπώσει. Τις ΚΥριακές, τσουλάμε στα Πετράλωνα, πίνουμε κρασί και κοιτάζουμε όλα τα παλιά αντικείμενα καρφωμένα στους τοίχους της ταβέρνας. Μοιάζουν έτοιμα να μας πουν την ιστορία τους. Μαζι μετα τρία μπουζούκια που παίζουν. Κάθε ιστορία από τα παλιατζίδικα την καρφώνω στην καρδιά μου. Τι κι αν οι καιροί ψάχνουν για σφάγια; Εμείς όπως ζήσαμε ,έτσι θα συνεχίσουμε . Περίπατοι ηλιόλουστοι με παιδικά παπούτσια. Κι όση πίκρα και να μας ποτίζουν εμείς εκεί, ακούραστοι, δεν θα αφήσουμε ποτέ τα άλογα να τα σκοτώσουν όταν γεράσουν. Γιατί, κάθε άλογο από αυτά ,είναι μια αρετή της παλιάς κοπής. Στο μεταξύ, κανείς δεν θα μας κάνει να χαριστούμε, κανείς δεν θα μας επιβάλλει τους κανόνες του. Για κάθε βρισιά μια προσβολή και μια αγνωμοσύνη στην πλάτη, εμείς έχουμε ένα χαμόγελο που γίνεται γέλιο.. Περίπατοι ηλιόλουστοι με παιδικά παπούτσια.. -ΤΗς Κυριακής- Υγ. αφιερωμένο στην Κυριακή, την φίλη και μέλος της <<<... >>>.και στην Κυριακή, την έβδομη ημέρα της βδομάδας...

Ομολογεί στον εαυτό της πως δεν τον ξέχασε, η δική τους ιστορία διέφερε από τις άλλες γιατί δεν της δόθηκε χρόνος, η δική τους ιστορία μοιάζει με εκείνο το λουλούδι που ανθίζει μια φορά κάθε έτος, ,βίαιες κινήσεις τρίτων έκοψαν το ανθρώπινο νήμα νωρίς, οι τρίτοι γι αυτό υπάρχουν, για να ξοδεύουν την ενέργεια τους καταστρέφοντας τους άλλους που στα μάτια τους κάτι λάμπει, δεν τον ξέχασε, η ιστορία τους δεν έμοιαζε με υπόσχεση ευτυχίας, ήταν η ίδια η ευτυχία που την ξύπνησε το επόμενο πρωί, ήταν και είναι, η ίδια συγκίνηση, ακόμη και στην μικρότερη ανάμνηση ενός αποσπάσματος τους, ακόμη και στην πιό μικρή εικόνα του, τον φυλάει μέσα στα πιο πολύτιμα των ανθρωπίνων , τον κρατάει δίπλα της πολλές νύχτες που ένα αηδόνι πιάνει να τραγουδήσει έναν θάνατο, τότε εκείνη του λέει, (τον έρωτα να τραγουδήσεις, τον έρωτα κι όχι τον θάνατο), το αηδόνι αλλάζει τον ρυθμό του και της τραγουδάει για το πορτρέτο εκείνου, τότε η γυναίκα τον αγαπάει δυνατότερα γιατί η ανάμνηση του μέσα από την αφήγηση του τραγουδιού δεν έχει την παραμικρή πίκρα, σε ρωτάω εσένα τώρα ξένε, ξέρεις πολλούς έρωτες που δεν αφήνουν καμία πίκρα στο τέλος τους; Ομολογεί στον εαυτό της, -υπήρξα τυχερή- κι ας μην έζησε από αυτό το κομμάτι της ζωής της παρά μονάχα ένα βράδυ, έβρεχε πολύ και τα αστέρια είχαν κρυφτεί τότε... -Η ομορφιά της μνήμης

Θα σου μιλήσω για την Βέρα, ανήκει στην γενιά που αγάπησε τα λουλούδια και δεν τα μετέτρεψε ποτέ σε τσουκνίδες, είναι σημαντικό αυτό για μένα, περισσότερο για εκείνη φυσικά.. Με Την Βέρα μιλάμε πολύ, με περνάει μια δεκαετία αλλά μοιάζει αγέραστη, είναι ένα κορίτσι- γυναίκα. Εκείνη μου μιλάει για τις ιστορίες της ζωής της κι εγώ προσπαθώ να τις πω χωρίς διαπραγματεύσεις, έτσι ασκούμενη κι αρχάρια στην γραφή όπως πάντα. Δεν υπάρχουν αντιθέσεις παρά ελάχιστες μεταξύ μας, όπως εκείνη χύνεται στην ζωή αθώα κι αιματώδης χωρίς να κάνει συμβιβασμούς, έτσι γράφω κι εγώ, με την καρδιά μου που χορεύει με τον νου, χωρίς επεξεργασία τελική.. 'Εχουμε συμφωνήσει πως είναι απαραίτητα και τα δυό.... Μου λέει για τους εραστές της, αυτούς που έγιναν κι αυτούς που δεν έμειναν παρά μόνο με την υπόσχεση της. Με διαβεβαιώνει πως ο άνθρωπος δεν ερωτεύεται μόνο μια φορά , αυτά είναι εμπόδια για την ελευθερία και την αγάπη μου λέει..αυτά είναι κλισέ. (Τι έιναι η ζωή ρε Βέρα); την ρώτησα σήμερα αφού βγάλαμε τον σκύλο της βόλτα. (Η ζωή είναι ένα σμίξιμο με ίδιες κι αντίθετες δυνάμεις, είναι μια άσκηση που είναι όμορφο να γοητεύεσαι κι όχι να φοβάσαι και να βαριέσαι από αυτήν), μου λέει και με γοητεύει καθώς στέλνει δαχτυλίδια καπνού στον ουρανό. Τα μάτια της διηγούνται μόνα τους άμα τα κοιτάξεις προσεκτικά... (Μόνο άσκηση είναι ρε Βερα, εσύ ένα παιδί του έρωτα το βλε΄πεις μονάχα σαν άσκηση); Την ρωτάω και την κοιτάζω να γελάει. (όχι βέβαια, η αθωότητα είναι ένα αποτέλεσμα καθώς κι η γνώση από τον στοχασμό και την πείρα επάνω στην ζωή, αυτό είναι ένα επί μέρους κομμάτι της άσκησης, εμείς λοιπόν την άσκηση αυτή την βλεπουμε σαν παιχνίδι), με διαβεβαιώνει με τον τόνο της φωνής της. ΣΥΝΕΧΊΖΕΙ. (Επιπλέον υπάρχει τόση ηδονή εκεί έξω, σε αυτό το άγνωστο που δεν μπορείς παρά να δοθείς με έναν ήσυχο κρότο). (Κι αν πέσεις καμιά φορά από ουρανοξύστη); Ρωτάω με πείσμα. (Ε τοτε θα χω την χαρά πως δεν πέθανα από ανία). Και σκέφτομαι πως δεν είναι τσιτάτα αυτά που λέει, τα εννοεί με τις αποδείξεις των πράξεων της. Και την αγαπάω περισσότερο κι από αυτήν την αγάπη δεν θα μπορέσω να γράψω ποτέ με επιμέλεια την ζωή της, είμαστε κι οι δυό τόσο απείθαρχες και ζώα χωρίς δημόσιες σχέσεις και γραφεία, είμαστε εκτός με λίγα λόγια από φύση κι από θέση.. (Η Βέρα κι εγώ

Στέκεται αναποφάσιστη στο σταυροδρόμι, έχει τα χέρια στις τσέπες. Διαρκώς αναποφάσιστη, έτσι θέλει, η αποφασιστικότητα έχει προφάσεις και προθέσεις. Δεν είναι έτσι αυτή. ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ γρήγορα, κάπως αδέξια. Κοιτάζει γύρω, τον σκέφτεται, τι να σκέφτεται; Σκέφτεται τον κόσμο των γουρουνιών που κρύβονται πίσω από ένα κολιέ με διαμάντια,_ ξέρω, κλισέ-. Αυτός δεν είναι έτσι, ωχ, σκέφτεται ,κατάφαση. Δεν είναι έτσι αυτή, δεν ζει από τις καταφάσεις, από τις αρνήσεις, έζησε. Με αυτές τάισε τα φτερά της. Τον σκέφτεται. Τα πόδια της πίσω στη φτέρνα καίνε. Όλα ζεστοί, μικροί αποχαιρετισμοί, ναι ξέρει, αυτή τους ξέρει. Και ξέρει πως κι αυτός τους ξέρει. Αυτός. Αυτή. Εκείνοι. Οι άνθρωποι. Αυτός ο φριχτός, αυτός ο υπέροχος κόσμος, όλα αυτά κι εκείνα, αυτά που κατοικούν κάτω από τα βλέφαρα. Καίγεται για την ζωή. Η ζωη την καίει, την έχει κάψει, όχι, έτσι έπρεπε να γίνει, για να μάθει να φοράει φτερά, για να μπορεί να φεύγει, να πετάει, να πιστεύει στιγμές στιγμές πως είναι ελεύθερη. Τρομερή γοητεία οι πτήσεις. Και αυτά που δεν λέμε. Περπατάει σιγά τώρα. Κοιτάζει γύρω της, σαν να περπατάει μαζί της. Ποιος ; Εκείνος. Αυτός που της μιλάει για άλλους κόσμους. όχι, δεν θα σου μιλήσω για αυτά που της λέει. Δεν είναι έτσι αυτή. Αυτή λέει,( όποιος κομπάζει είναι μέτριος), δεν της αρέσει η μετριότητα κι ας ξέρει πως είναι δύσκολο να ξεφύγεις από αυτήν. Δεν είναι έτσι αυτή. Δεν είναι έτσι αυτός. Δεν είμαστε έτσι εμείς. Περπατάει χαμογελώντας. Φεύγει... -Εικόνες- υγ. αφιερωμένο

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015


-Οι αλήτες του Ντάρμα, η αλήτισσα της Αμοργού και το μεθυσμένο σαν μωρού χαμόγελο του πατέρα μου- Ο Σεπτέμβρης ήρθε γλυκά, είπα να τον καλωσορίσω στην άλλη παραλία όπου είναι προσβάσιμη με την βάρκα ή με τα πόδια. Είναι μια γλώσσα θάλασσας χυμένη επάνω στην άμμο και με πολλά πολλά χαμηλά δέντρα όπου η σκιά τους είναι ευλογία, από κάτω τους ξαπλωμένοι δεκάδες Ιταλοί και Γάλλοι με λίγους Έλληνες κρύβονταν από έναν ήλιο που επιτέλους δεν καίει τόσο πια. Ξάπλωσα επάνω στο μπλε μου μαντήλι κι άρχισα να διαβάζω τις ορειβατικές περιπέτειες του Κέρουακ, ο ορίζοντας καθαρός και το κύμα ελάχιστο. Ο Τζακ μιλούσε για πεταλούδες και Βούδες και αλήτες του Ντάρμα, κι εγώ νοερά ενώ ήμουν στην Αμοργό ήμουν κι εκεί, μέσα στο έργο του Τζακ, κι εγώ εντελώς ξαφνικά, κι ενώ είχα ανέβει και κατέβει το μονοπάτι το φιδογυριστό που έσκιζε το βουνό για να έρθω σε αυτήν την παραλία φίλε, εντελώς ξαφνικά, είδα κι εγώ μια πεταλούδα που πετούσε γύρω μου, πρόσεξα πως υπήρχε μια ησυχία με θυμάρι, φασκόμηλο, δεντρολίβανο, θάλασσα, γλάρους, ήλιο και μια ατμόσφαιρα που δεν χαλούσε την μαγεία της ένας μασερ με ένα μικρό κότσο κάτω από τα αρμυρίκια , είχε φέρει ένα σπαστό ειδικό κρεβάτι κι έκανε Θιβετιανό μασαζ στους λουόμενους, κι εγώ φ'ιλε τότε κατάλαβα πόσο ανάξιος είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ενσυναισθανθεί όλα αυτά. Την φύση που διάχυτα χαρίζει τον έρωτα της σε ε΄μας, κάτι απολίτιστους γελοίους τυπάκους που νομίζουν πως έχουν ερωτευτεί , πως έχουν γίνει κομμάτια όπως όλα εκείνα τα χαμομήλια και τα φασκόμηλα και τα πουρνάρια κι η ρίγανη φίλε, που ενώ τα πατάμε το μόνο που κάνουν είναι να διαλύονται σε μυρωδιά, σε κάτι γελοίους τυπάκους και τύπισσες που κατά την εγκατάλειψη από το <<αντικείμενο>> του πόθου έβγαλαν δηλητήρια και μίσος και κατασπάραξαν με ανοιχτές κοιλιές το συκώτι των αγαπημένων υποτίθεται, ω, πόσο μάταιη και τυφλή η ύπαρξη του ανθρώπου φίλε. Κι έγινα μια αλήτισσα του Νταρμα και της Αμοργού κι άφησα τα πράγματα μου κι έπιασα να ανεβαίνω και να κατεβαίνω ξανά το μονοπάτι, και πότε πότε, έιιι φίλε, άρχισα να τ ανεβαίνω στο βουνό από επάνω, κι η ρίγανη μυριζε, κι έτρεχα κι οι αλήτες του Ντάρμα δεν γαμούσαν τίποτε παρά χάιδευαν το βουνό μαζί μου με ευγνωμοσύνη, , κι έτρεχα, και άνοιγα τα χέρια μου σαν αετός, ε, τι νομίζεις, κι ΄'ακουσα όλες τις κότες να τσακώνονται και τον κόκορα να φωνάζει, και χάιδεψα έναν γάιδαρο, και γέμισε το χέρι μου χώμα, είχε φαίνεται κυλιστεί πριν, και πόσο όμορφη αίσθηση αυτή της ελευθερίας φίλε, και φώναζα χόιιιιιιιιιιιιι Ποπη, Χέιιιιιιιιιιιιι Πόπη, ξέχνα τα όλα, κι άνοιξε το μάτι μου κι η καρδιά μου και ήρθε φως στο μυαλό μου, και το δέρμα μου ηρέμησε φίλε, το στομάχι σταμάτησε να πονάει, χόιιιιιιιιιι Πόπη, δεν έχεις ηλικία, έεειιι Πόπη, κοίτα τον αετό, γίνε μέρος όλου αυτού που ζεις τώρα κι έγινα φίλε, κι ηρέμησε το είναι μου, και σταμάτησε να με νοιάζει η ασχήμια γιατί δεν υπήρχε, όοοιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι Πόπη, άσε τους άλλους να νομίζουν αυτό που νομίζουν, εσύ δες ξανά τον εαυτο σου, δες αυτό που σου λεει, τι ζητάει από εσένα, θέλεις ένα όστρακο ή θέλεις να αφήσεις τα μαλακά σου μόρια λεύτερα, ναι, θέλεις αυτήν την ελευθερία που ζητούν οι αλήτες του Ντάρμα, και πήγα στην παραλία γεμάτη και γέλαγα σαν να είχα κυλιστεί με όλα τα ζωντανά ττου νησιού στην γη, ευγνώμων και γεμάτη ενέργεια, μια ενέτγεια που έλαμπε, και μετά πήρα την Χ. κι ήρθαμε σπίτι, ενώ σιγά σιγά χαμήλωνε ο ήλιος γλείφοντας το βουνό και βάλαμε μουσική του Γούντυ Άλλεν, και έειιιιιιιιιιιιι φίλε πιάσαμε να χορεύουμε και το σπίτι γέλαγε, γέλαγε, κι εμεις χορεύαμε, χορεύαμε σαν παιδιά πάλι, και καθώς έκανα έναν κύκλο στο πάτωμα σκέφτηκα τον πατέρα μου ο οποίος είναι σε ένα κάδρο ακριβώς απέναντι μου, και τότε σκέφτηκα πως αυτό το βουνό κάποια στιγμή μου χαμογέλασε, σαν μεθυσμένο, σαν μωρό, σαν το γέλιο του πατέρα μου, και τότε έκλαψα λίγο φίλε, έκλαψα και γέλαγα, ω Γη, πόσο γλυκά ήρθε ο Σεπτέμβρης, και πόσο κάθε πόνος παίρνει τον δρόμο για το τέλος του όταν θέλει αυτός που τον κουβαλάει, και πόσο ασυγκράτητα είμαι ευτυχισμένη με το τίποτε που ξαφνικά γίνεται το όλον, από αύριο, στις μέρες μου εδώ, θα είμαι μια αλήτισσα του Ντάρμα και της Αμοργού και θα βλέπω το χαμόγελο του πατέρα μου σαν μεθυσμένου και σαν μωρού επάνω στα βουνά...

Βροχή στην πόλη , απέραντη βροχή με γκρίζα πέπλα και δόντια λύκων, κι όλοι κρύβονται μέσα στα αυτοκίνητα με το χαλασμένα καθίσματα, ενώ ένας γιατρός ξεπουλάει τις ιστορίες των διάσημων αρρώστων του σε κάποια περιθωριακή στέγη της Νέας Υόρκης σε κάποιο αδηφάγο περιοδικό κίτρινο όπως η ζήλεια, και μια γυναίκα άρρωστη από την μοναξιά και την ματαιοδοξία, καμουφλάρει τις φωτογραφίες της, ή βάζει κάποιες που της μοιάζουν στον εικονικό ψηφιακό κόσμο, απέραντη η πεδιάδα των αυλοκολάκων ενσκήπτει στο γρήγορο θέαμα , απέραντη η κοιλάδα των μετρίων ,εναποθέτει θαυμασμό για κάποιους που αντί ταλέντου και βίου περπατημένου στον κόσμο των βιτσίων και των παθών, αυτών που λέγονται τρελοί γιατί δεν περπατούν στην γνωστή διέλευση, αντί ταλέντου και καρδιάς ανοιχτής, διαθέτουν μια υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση και θράσος εκατό χορδών που παίζουν φάλτσα, άνθρωποι σε δίνες μοναξιάς, άνθρωποι σε παροξυσμό συλλέγουν μικρότητες, κι εγώ συλλέγω πένθος για την Ηλέκτρα και την Μήδεια και την Αντιγόνη, εδώ σε ένα συρτάρι που ξεχείλισε πια διαψεύσεις, τι είσαι, τι είμαι από τι είμαστε, ναι, κατοικώ ξανά σε μια θλίψη που έγινε σπίτι μου, να νοιάζομαι να μην βλέπω άλλο την βλακεία , να παθιάζομαι να μην ακούω την ηλιθιότητα κάποιου που αλλάζει την φωνή του μιλώντας σε ένα μωρό ή σε ένα σκύλο, τόση θλίψη που γεννήθηκε από το άπλετο φως, να μην αντέχω τις κοινοτοπίες και το ρίγος της ανάπαυσης της πνευματικής, να αναπολώ τον θάνατο σαν τις παλιές καλές ημέρες , τότε που το εγώ ήταν εμείς, να ξεφυλλίζω άλμπουμ σφραγισμένα με βουλοκέρια κόκκινα και να αναρωτιέμαι γιατί το πένθος είναι μαύρο ενώ είναι λευκό , να λέω σιγανά ενώ μετρούν λεφτά για να αγοράσουν αγάπη εξαγόμενη, να λέω όπου η θλίψη κι ένας ρυθμός της , και να προχωρώ με βήμα γρήγορο με μάτι αγριεμένο, δεν είναι το ψέμα που με τρομάζει αλλά όσα το ανθρώπινο είδος μπορεί να κάνει για να το ζήσει ή να το μεταφέρει στους άλλους, να έχω τώρα στη τσέπη μιας καμπαρντίνας το χέρι και να λέω , ω, πόσο φοβερό ,αυτή η θλίψη μου επιτρέπει να κατέχω ένα μικρό είδος ελευθερίας, μια κι η ευτυχία στον καιρό μας δεν είναι παρά μια επιπόλαια πόρνη που μοιράζει τραπουλόχαρτα, ναι, εδώ θα είμαι, έτσι πεισματικά κι ανυπόφορα αντιδραστική απέναντι σε αυτούς που δεν ξέρουν πόσο ανυπόφορα κυλάει ο καιρός χωρίς την αγάπη, χωρίς αυτήν, όλα τα άλλα με ξεκουφαίνουν και με αηδιάζουν γιατί ξέρω, σε μια αχίλλειο φτέρνα περπατάει ο κόσμος και σε ένα έπος του τραγικού... Και ποιος είναι άραγε ο τραγικός; Αυτός που το ξέρει ή αυτός που δεν το ξέρει; -Η βροχή ,έφερε θλίψη χωρίς ξεθώριασμα-...

Ο έρωτας στις μέρες μας, μοιράζεται με δελτία, αποδείξεις παροχής, αυτόγραφα, αφιερώσεις σε ποιήματα αμφιβόλου ποιότητας κι ανέραστων υποδείξεων. Το παιχνίδι εστιάζεται κυρίως στον βασιλιά και την βασίλισσα επάνω σε λεκτικά σκάκια. Οι λέξεις τραβούν τον δρόμο τους κι οι πράξεις τραβούν ένα περίστροφο που δεν οπλίζεται ποτέ, όχι από φόβο για την τιμωρία, αλλά από μια ανάγκη του να μην κάνεις παρέα με ανάξιους στην κόλαση. Γιατί η κόλαση είναι όλα όσα ξέρεις γύρω από τον παράδεισο και πόσο λίγη είναι η παραμονή σου σε αυτόν. Έτσι μια μέρα γράφεις μια επιστολή, -αγαπητέ μου Χ. δεν σε σκότωσα γιατί ξέρω να απολαμβάνω πόσο σκοτώνεις καθημερινα τον εαυτό σου, απολαβάνω πόσο υπέροχα κατεβάζεις στο πηγάδι τον άλλοτε θρυλικό ανδρισμό σου-, μαλακίες, πετάς την επιστολή στο καλάθι. Ο έρωτας στις μέρες μας έγινε ζήτημα των χρηστών, ένα διάλειμμα στην αταραξία. Κι ενώ τραβάμε στην πλάτη ,κάτι βαριά από σύννεφα πρωινά ,κοιτούμε λιγωμένοι στο κενό αναρωτώμενοι, γιατί ο έρωτας στις μέρες μας έγινε ασφυξία; Κι όμως, κυκλοφορούν ανάμεσα μας αυτοί που ξέρουν να δίνουν κομμάτι από το συκώτι και το στήθος τους... Και χωρίς να αναζητούν με πάθος κι εμμονή να πούνε <<είμαστε πάτσι>>. -Περί έρωτος

Είναι καιρός τώρα που φεύγω, διακριτικά και με αρκετές παύσεις στα ενδιάμεσα διαστήματα του πίσω μπρος, νοσταλγία ,για αυτούς που τους άκουγα να καίνε αντί για καρβουνάκια σε αόρατα θυμιατήρια, λέξεις, νοσταλγία για αυτούς που κάθονταν μπροστά σε μια μπάρα κι έπεφταν πίσω μεθυσμένοι, όχι από το αλκοόλ, αλλά από την δύναμη της έκθεσης σε μάτια αδιάκριτα, από την δύναμη της αμπογιάτιστης ελευθερίας , μπαγάσας κι άσπλαχνης. Είναι καιρός τώρα που καταλαβαίνω, πόσο εξόριστη νοιώθω, όταν όλα αυτά εκεί πίσω, έγιναν μόδα από επιτήδειους, σαν χάδια μιας πόρνης σε πελάτη ανιστόρητο στα χάδια. Να, μπροστά μου ο χάρτης των λαθών, των γεωγραφικά αγεωγράφητων στα ανθρώπινα . Μπλέκομαι με τους Σύριους πρόσφυγες για να μπλέξω το δίκιο μου που το έκαναν άδικο κι ας ξέρω πόσο λίγη είμαι μπροστά στον ξεριζωμό. Γιατί δεν υπάρχουν οι λέξεις να με κινήσουν στην έκρηξη και το αίμα είναι παγωμένο. Μια λύπη του Κορτάσαρ, μπλέκεται στην καρδιά μου με ένα τρομπόνι, μια λύπη του χτες, με εκτοπίζει από το σήμερα. Περπατώ σαν εξόριστη και σαν ξένη ,στα λημέρια των λύκων και των ξεχειλωμένων από το σάλιο γραφιάδων, περπατώ έξω από τα σύγχρονα σφαγεία των <<θεσμών>>, κλαίουσα και ντροπιασμένη, κι όταν κάποιος γράφει ένα ποίημα και πιστεύει πως εκείνο το χαμίνι στις γραμμές του τρένου θα σωθεί, ή , από μια δημοσιευμενη εικόνα του σε ένα έντυπο <,ψαγμένο>>, τότε πιό πολύ κλαίω, από μια σιωπή σε υποβολή.. Σιωπηλά ψάχνω στα σύννεφα κάτι που να με φέρνει πίσω, αλλά στέκεται αδύνατον, αδύνατον μου φαίνεται και να σωπάσω και να μην φωνάξω την δειλία μου. Μια μέρα να έρθει και να τα γυρίσω όλα τούμπα και να τα κάψω. Θλίβομαι και συνθλίβομαι παρακολουθώντας σαν μαστουρωμένη, από μια πικρή αλήθεια, όταν οι τράπεζες πάψουν, τότε οι άνθρωποι θα γίνουν αίμα στους δρόμους. Ως τότε, σαν εξόριστη σκιά θα βλέπω την κουλτούρα της ζωής να γίνεται μόδα -καμιά κουλτούρα δεν κατέχει, όποιος δεν περπάτησε σε πεζοδρόμια-.. Ώσπου το ψεύτικο να γεμίσει τρύπες και να σκάσει σαν μπαλόνι, ώσπου η ελευθερία δεν θα εξαρτάται από κράτη, πατέρες, μητέρες, συζύγους, πληρωμένη μόρφωση ανεπίδεκτη μαθήσεως, ως τότε θα περιμένω, να ανθίσει ένα νυχτολούλουδο μέσα σε γραφεία ανήλιαγα, κι ανθρώπους που φορούν μάσκες ενός παράλογου θιάσου να πέσουν.. Κι ακούς; πάλι βρέχει.. -Η οργή της θλίψης

(Θα το εκτιμούσα πολύ, αν δεν μου δίνατε περισσότερη προσοχή από όση θα δίνατε σε ένα χαρτί τσαλακωμένο, πεταμένο στο καλάθι,) είπε η γυναίκα στον άντρα που την ακολουθούσε στον δρόμο, ήταν ένας άγνωστος,εκείνη , ήταν γεμάτη, από μια πένθιμη ντροπή. (Κι εγώ θα το εκτιμούσα πολύ, αν μου δίνατε όλη σας την προσοχή), είπε αυτός με μια άγρια έπαρση.Χωρίς ίχνος αισθητικής που της ταίριαζε... (Μάλλον ανήκετε σε αυτούς που τους μεγάλωσαν νταντάδες κουνώντας τους μέσα σε ένα καρότσι, θορυβώδες από την μοναξιά του), είπε και τον κοίταξε κατάματα. Αν μπορούσε, με ένα της βλέμμα θα τον είχε σκοτώσει, η αναίδεια, που δεν ήταν ερωτική, την εκνεύριζε και η ντροπαλή της φύση κρυβόταν τώρα, κάτω από σεντόνια κόκκινα

Ας δούμε λίγο τι σημαίνει παρατηρώ, στην παρατήρηση, εκτός των αισθήσεων, λαμβάνουν μέρος δυνάμεις εξαιρετικές, όπως οι προσωπικές εκκρεμότητες, αδυναμίες, πεποιθήσεις ή επιθυμίες. Η παρατήρηση ,είναι κάτι που ή το έχεις από παιδί ή το αποκτάς από τον βίο σου και πάντως είναι ένας πνευματικός τρόπος εξάσκησης καθημερινής . Εν τέλει ,ίσως η παρατήρηση είναι αυτό που μένει μετά το τέλος της παρατήρησης, όταν ελεύθερα διαχέονται οι πληροφορίες εκτός της στενής έννοιας αυτού που λέμε πραγματικότητα. Αν παρατηρούσαμε τα πράγματα <<βλέποντας>>, τότε ο κόσμος μας θα ήταν λιγότερο ασαφής και η γνώση γι αυτά θα ήταν μια πυξίδα με σαφή προορισμό, την εξέλιξη και την πραγματική πρόοδο. Όμως ,στην σύγχρονη εποχή, ο προσωπικός χρόνος είναι λίγος κι έτσι καταλήγουμε να <<βλεπουμε>> σαν μεθυσμένοι. (Να σημειώσουμε εδώ πως κάποιος μεθυσμένος μπορεί να παρατηρήσει πολύ περισσότερα από όσα ένας νηφάλιος).. Επίσης ,ας σκεφτούμε πως θέλει πολύ προσωπικό μόχθο ώστε η παρατήρηση να μην μας κάνει καχύποπτους.. -Κάτι πολύ λίγα, για την παρατήρηση

Σου μιλούσα, έπαιρνα ένα στιλέτο κι έκοβα τις λέξεις από την ρίζα τους, αυτές δραπέτευαν από εμένα κι έφταναν στο στήθος σου, για λίγο, γιατί μετά τις έβγαζες από την πόρτα σαν να ήταν άλογα γερασμένα , έτοιμα να τα σκοτώσουν αφού δεν μπορούσαν να τρέξουν. //////// <<Συχνά μιλάμε αφηρημένα ή έτσι, χωρίς να υπάρχει αποδέκτης, όμως οι άλλοι νομίζουν πως μιλάμε γι αυτούς, λέμε για τον κακό μας τον καιρό κι αυτοί νομίζουν πως μιλούμε για τον δικό τους>>, σου είπα ένα βράδυ που έσταζαν τα κεραμίδια κίτρινο χρώμα.. <<Κανείς λόγος ανησυχίας, δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε, σταμάτα να σκέφτεσαι ενοχικά>>, είπες κι έβαλες στο ποτήρι σου λίγο <<παλιό>> ουίσκι. ///////// Είχες κάτι από έπαρση, στον τόνο της φωνής σου, αλλά εγώ ήμουν από αυτούς που ήξεραν πως πουλάς φύκια για μεταξωτές κορδέλες, οι άλλοι αρέσκονται να ακούνε λέξεις από στόματα που ξερνούν αλήθειες των άλλων σαν να ήταν δικές τους.. . Αρέσκονται στο να είναι μαζοχιστές, να υποφέρουν από ένα είδος λατρείας για το είδος εκείνων που θεωρούν εαυτούς, κατώτερους, εξαιτίας της δήθεν φανερής ανωτερότητας- στο μάτι αυτών-, του ομιλητού τους. Είχες έναν εκνευριστικό τρόπο να κουνάς τα χέρια σου σε ακροατήρια μεθυσμένα από την απραξία και το ποτό... Είχες επίσης έναν άρρωστο σκοπό, να πιάσεις την καλή σαν να ήσουν ένας τυχοδιώκτης όπως πάντα υπήρξες και γι αυτό επιβίωσες. //////// Ήρθες προς το μέρος μου, εγώ ρουφούσα το κίτρινο των κεραμιδιών και το έφτυνα στους τοίχους. Το κατάλαβες.. ////// <<Κουράστηκα, θα φύγω, σου εύχομαι να έχεις καλή επιτυχία στα σχέδια σου>>.Είπα, απλά και σταθερά.. <<Δεν έχω κανένα σχέδιο μικρή μου, μείνε>>, είπες κι είδα τα μάτια σου να θωπεύουν σκοτάδια που τα έσπαζε το κίτρινο. <<Γιατί δεν έχεις αφήσει τον εαυτό σου να δείξει την σύνθλιψη του μπροστά στους άλλους, γιατί πάντα ζητούσες κάποιον να σε σώσει την κατάλληλη στιγμή της κατάδυσης σου>.; <<ΈΤσι είμαι εγώ, είμαι αλήτης, δεν αξίζω να με αγαπάει κανείς αλλά εσύ με αγαπάς, έτσι δεν είναι >>; <<Δεν σε αγάπησα, σε συμπάθησα γιατί μου έδινες πολλές απολαύσεις και υλικό στο θέμα της παρατήρησης, αυτό ήταν όλο, ένα ρομάντσο μονότονο κι απλό>>, σου είπα. /////// Έριξες το ποτήρι στον τοίχο με δύναμη, τα κομμάτια του απλώθηκαν παντού. Σε έστειλα στον αγύριστο κι ας ήμουν 15 χρονών, ήξερα από παιδί ως που μπορεί να απλωθεί ο άνθρωπος και να ρουφήξει από την ζωή των άλλων με βαρβαρότητα, εσύ απλά το έκανες με τέχνη, έτσι έλεγαν οι άλλοι... ////// Από τότε , κατάλαβα πως οι άλλοι νομίζουν πως είμαι απλά πολύ γλυκιά καθώς ακούω και δεν μιλάω, όταν τους το χαλάω αυτό λέγοντας αυτά που πιστεύω, με αντιπαθούν βαθιά.. Και τράβηξα μια γραμμή λίγο μοναχική, κάποτε μαύρη και κάποτε κόκκινο του αίματος, αυτό μου άρεσε. ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΥΩ ΤΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ, ειδικά όταν χορεύεται με την διάθεση κάποιου που ενώ νιώθει πεθαμένος, περιφέρει την θανατίλα σαν να είναι φίδι και το σκοτώνει ο ίδιος σαν να είναι ο Άη- Γιώργης -Κάποτε, ένας Φθινόπωρος

Kαθώς διάβαζα τις σημειώσεις της, διαπίστωσα πως αναφέρονταν στον ίλιγγο μιας πεταλούδας. Μιλούσαν με μια ευγένεια έκφρασης, με απελπισία και την οδύνη που συνοδεύουν μια αληθινή τραγωδία. Δεν επρόκειτο περί ενός παραληρήματος με κρυφές Ναρκισσιστικές αναφορές , αφορούσε το δράμα που λέγεται ζωή. Κι αυτό που μου έμεινε τακτοποιώντας τα φύλλα ήταν πως εξαιτίας του τόσο απρόοπτου, βάρβαρου κόσμου που ζούσε η μόνη της άμυνα ήταν να τα ζει σαν μια πεταλούδα...αλλά πάντα σε ίλιγγο. Ίσως σε αυτό συνέβαλε και ο ταυτόχρονος τρόμος και η ατέλειωτη αγάπη που είχε για την ζωή. Αλλα΄αυτό δεν ήταν η ηδονή που κρύβεται στον πόνο; Το να αφήνεσαι κυλώντας στον πόνο εκατοστό εκατοστό και ζώντας τον σε μεγάλη έκταση και βάθος, μέσα από αυτόν, ζεις την ηδονή και την οδύνη που κρύβονται στον έρωτα.. -Παρατηρώντας τον ίλιγγο μιας πεταλούδας

Από την στιγμή, που ο νοσοκόμος, με οδήγησε στον νεκροθάλαμο όπου αναπαυόταν ο πατέρας μου, έκανα την πρώτη σοβαρή μου σύσταση με τον θάνατο. Μια σφαίρα βρήκε την κεντρική μου αρτηρία και το αίμα έβαψε τον τοίχο. Στάθηκα κοντά του και το κρύο με έκανε να τρέμω. Έμεινα να τον κοιτάζω. Η ησυχία έξυνε το δέρμα μου, μου στεκόταν αδύνατον να του μιλήσω. Πήρα το παγωμένο του χέρι μέσα στο δικό μου, ξεκούμπωσα μαλακά το ρολόι του κι αποφάσισα να το κρατήσω σαν φυλαχτό για πάντα. Φώναξα τον νοσοκόμο αλλά αυτός είχε ως φαίνεται ξεχάσει την παρουσία μου στο υπόγειο δωμάτιο, έτσι πάντα συνέβαινε στην ζωή μου, τυχαία γεγονότα που πυροδοτούσαν δοκιμασίες και κάποιος αόρατος επιστήμονας με έκανε πείραμα προς μελέτη. Τεστ αντοχής, τεστ γνώσης, τεστ τεστ τεστ.. Έτσι παρέμεινα εκεί, ο πατέρας ήρεμος ξαπλωμένος στα λευκά σεντόνια. Θυμήθηκα μέρες πριν που προλάβαμε να πούμε αμοιβαία συγγνώμες και λόγια που έδειχναν την αγάπη μας ο ένας στον άλλον. Παρέλυσα από το κρύο και από την σύσταση με τον θάνατο, ο θάνατος κρατούσε στο στόμα του ηδυπάθεια, ο πατέρας ήταν ήρεμος και γλυκός όπως πριν.. Κι ενώ άρχισα να μεταβαίνω σε κάποιους άλλους κόσμους, τότε ακριβώς με θυμήθηκε ο νοσοκόμος.. Από τότε, κρατώ πάντα μέσα στην κάθε ημέρα μου ένα λεπτό σιγής για τους αδύναμους, για τους μοιραίους, για τους εγκαταλειμμένους, γι αυτούς που δεν φοβήθηκαν να αφήσουν τους Ιούδες να τους φιλήσουν στο στόμα σαν αυτό το φιλί να δείχνει το μελλοντικό αντικείμενο προς θάνατο, τους αυτόχειρες, τους νεκρούς ποιητές, τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν, γι αυτούς που έζησαν τον πόλεμο, αυτούς που δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν άλλον πέραν του εαυτού τους και πολλούς άλλους. Αυτό το λεπτό σιγής είναι που μου σταθεροποιεί συνεχώς την επαφή μου με την ζωή και τους ανθρώπους. Αυτό το λεπτό σιγής είναι η συνέχεια μου μετά τον πατέρα. {Αφιερωμένο σε όσους αγαπώ

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015


Δεν υπάρχουν λέξεις, μονάχα παρενθέσεις, εισαγωγικά, αποσιωπηιτικά, ώμοι που γέρνουν ελαφρά στον δυνατό αέρα από την ανοησία αυτού που λέγεται εμπειρία, την αφαίρεση που προσθέτει η εμπειρία στην δράση, εμείς εδώ, με τα ελάχιστα, αυτά έχουμε, λέπια, αίμα, κόκαλα και δέρμα από αλάτι, χωρίς αξίες παραγνωρισμένες, άφθαρτοι μέσα στην ασχήμια του χρόνου αφού κάθε μας επιδίωξη είναι η αφή της ομορφιάς, με σωματικές συγκλίσεις αόρατες, με φιλοδοξίες ανύπαρκτες γιατί δεν αποτύχαμε σε κάτι, αδοκίμαστοι ακόμη στις μαζικοποιήσεις των ψαριών και των προβάτων, βλέπουμε πάντα έναν Ιούδα να γράφει λεπτομερώς τις σημειλογίες της ζωής μας, ενώ το λιόγερμα επεκτείνεται κάτω από τα βλέφαρα μας, ενώ η καρδιά μας χτυπάει ανεξέλεκτα, έτσι, έτσι μπορείς να πεις, πως κάναμε παρέα με μοιραία κι ωραία πρόσωπα, χωρίς χαλιναγωγήσεις του πάθους μας, ευγενείς και ημιάγριοι, όπως μας έδειξε η θάλασσα, αυτήν σημαδεύουμε με το τόξο της μνήμης, κάθε ημέρα εδώ, θυμόμαστε πως προερχόμαστε από την θάλασσα, από εκεί ξεκολλάμε τις λέξεις,λίγο για να μιλάμε μεταξύ μας, λίγο για να αγαπήσουμε και για να αγαπηθούμε, λίγο για να καταονοήσουμε το μυστήριο που λέγεται ζωή, κάθε εκκλησάκι φυτρωμένο στην άκρη ενός βράχου αυτό ψάχνει, έναν θεό για να εξηγήσει τάχα τι είναι η ζωή... -Στοχεύοντας την θάλασσα- (Αμοργός

Τα μάτια σου, έμπαιναν στα ριζά του μυστικού μου βράχου, τα άφηνα να επιπλέουν μέσα μου, μιλούσα με τους άλλους για τα ρομάντσα με τα γιατσέντα, ξέρεις, αυτά που οι άλλοι αναγνωρίζουν ως τον πρόλογο σε θεάματα στους κήπους της ηδονής, ο πιο σημαντικός αγαπημένος μου υπήρξες, γιατί μου έμαθες, άθελα σου, πως η απόλυτη έκσταση και οι ηδονές, που προκύπτουν μέσα από την υποχώρηση των σωμάτων στον θάνατο, αυτόν που συμβαίνει μετά τον έρωτα, είναι διατάσεις και σκιές σε μια άλλη διάσταση, ίσως σε κάτι που συνέβη ή σε κάτι που οι εραστές φαντάστηκαν ως αλήθεια, τα μάτια σου έμπαιναν στα ριζά του μυστικού μου βράχου, ήταν θάνατος και έρωτας.. -Ερωτικό

Όταν γνώρισα την Τερέζα, βρισκόταν σε μια ταβέρνα, όπου η θάλασσα ακροβατούσε, παίζοντας με τα δάχτυλα των ποδιών της. Εγώ ήμουν ένας τυπικός άντρας που μέσα από το καλοκαίρι έψαχνα γυναικείες παρουσίες για ερωτική παρέα, τα μάτια της ήταν αυτό που με προδιέθεσαν κυρίως, κι ύστερα το κορμί της. Αδυσώπητες λάμψεις έβγαιναν από μέσα τους και με πυρπολούσαν μαλακά, σαγηνευτικά, γοητευτικά ύπουλα. Με δέχτηκε εύκολα στο τραπέζι της σπάζοντας την μοναξιά της, ήταν μόνη της γιατί έτσι επιδίωκε, μου είπε. Μας βρήκε η βαριά νύχτα και αστέρια βυθίζονταν στο χαος θυμίζοντας μας την ματαιότητα όλων αυτών που μαζεύουμε σαν ύλη, η μουσική του Μάρκου μας υπνώτιζε και μας έφερνε πιό κοντά. Η θάλασσα και το αλκοόλ μας θύμιζαν πόσο ερωτική είναι η ζωή μέσα στην νύχτα. Εξιστορήσαμε τις ζωές μας σαν να απλώναμε τις ψυχές μας σε ένα βωμό για εξαγνισμό. Μαζί της, δεν με ενδιέφερε να ξαπλώσω στο κρεβάτι αμέσως, ήθελα να την κατακτήσω αφήνοντας της όλα τα περιθώρια να σκεφτεί πως αυτό που μου έβγαζαν εκείνα τα μελένια της μάτια ήταν να την ακούσω και να την νιώσω με όλη μου την ουσία, αυτή που είχε δημιουργηθεί ζώντας και σκορπίζοντας κομμάτια μου από εδώ κι από εκεί. <<Έχεις αγαπήσει πραγματικά>>; την ρώτησα γεμίζοντας το ποτήρι της. <<Εσύ>>; με ρώτησε παίζοντας με ένα τσιγάρο στα δάχτυλα των χεριών της. <<Ίσως πιό πολύ ερωτεύτηκα και θαύμασα την γυναίκα>>, είπα καλύπτοντας την ερωτομανία μου με λέξεις, γιατί δεν θαύμασα δα και πολλές γυναίκες, μου άρεσε να τις ζω πίνοντας και δαμάζοντας τους ερωτκούς χυμούς τους, ύστερα πολύ σύντομα τις βαριόμουν. <<Δεν λες όλη την αλήθεια, όμως θα σου πω για μένα μια διαπίστωση που την κάνω μόλις τώρα μαζί σου>>, είπε κι άναψε το τσιγάρο, κοιτάζοντας τον μακρινό αστροβαμμένο ορίζοντα. <<Αγάπησα πολύ κάποτε έναν άντρα, μου έφερνε στον νου μια φράση του Οθέλου, αυτήν, - μ αγάπησε για τους κινδύνους που έχω διατρέξει-, διέτρεξα πολλους κινδύνους για εκείνον κι έμεινα με την απορία, ήταν ο κίνδυνος που αγάπησα εξαιτίας του ή η μεταμόρφωση μου σε μια άλλη γυναίκα, αυτήν την γυναίκα που μεθάει εξαιτίας του ιλίγγου που φέρνει ο κίνδυνος; ή αγάπησα μονάχα την επίδραση αυτή που είχε επάνω μου , την δύναμη δηλαδή να αλλάζω, όμως αν τα δεχτώ αυτά τότε πως μπορώ να σου πω πως τελικά αγάπησα αυτόν τον ίδιο κι όχι αυτά που σου είπα πριν>.; <<Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε>>; ρώτησα μαγεμένος από τις απορίες που μου δημιουργούσε. << Άπειρα κι ίσως ελάχιστα, είναι όλα στον νου και στην καρδιά μου σαν ένας κύκλος, μισός σκοτεινός και μισός γεμάτος φως>>. <<Τον αγάπησες λοιπόν>>, είπα και της χάιδεψα το χέρι, ύστερα το έφερα στα χείλη μου και το φίλησα. <<Τον αγάπησα, ναι, μαζί του διέτρεξα σε λίγες μέρες μια αιωνιότητα, αυτό είναι που καταρρίπτει όλα τα άλλα που συμβαίνουν ή που έχουν συμβεί, όποιος δεν έζησε έτσι, συνηθίζει να λέει, -ζω για το παιδί μου, ή παίρνω δ'υναμη μόνο από το παιδί μου-, θα τους ακούς γύρω σου συνεχώς, αυτό είναι η μισή διαπίστωση για την ζωή>>. Την κοίταξα και με συνεπήρε μια διάθεση αλητείας, αυτή που είχαν όσοι συνήθιζαν να γράφουν περπατώντα ολομόναχοι στον μεγάλο δρόμο, η Τερέζα ήταν ένας από αυτούς... -Με την Τερέζα στην Αμοργό

Την λέγανε Ευγενία, φορούσε ρούχο λευκό και μιλούσε με την γλώσσα των πουλιών, κανείς δεν την καταλάβαινε, μονάχα υποψήφιοι εραστές προσπαθούσαν να μπουν μέσα στο κάδρο της, αυτό, που το εξασκημένο βλέμμα της, εξιστορούσε ιστορίες ατέλειωτες. Μα τίποτε δεν ένιωθαν εκτός από την φλογισμένη ανεμώνη που έτρεχε στα πόδια της, αυτήν ήθελαν να φυλακίσουν επάνω σε ένα σεντόνι. Κι ήρθε η ημέρα που αποφάσισε να πετάξει με τα πουλιά ψηλότερα από τον Αυγερινό, αυτό συνέβη και κανείς δεν θυμόταν πια την παρουσία της, μόνο την σπίθα μιας ανεμώνης που έκαιγε κάθε νύχτα έβλεπαν. Η ανία του κόσμου δεν αντέχεται χωρίς ομορφιά, αυτό έχουν κατά νου πολλοί ,μα λίγοι ξέρουν να μιλούν με την γλώσσα της.. -Αμοργός-

Εδώ, στην μέση της θάλασσας, επάνω σε έναν βράχο, εμείς, οι ανυπότακτοι της σποράς της επιτήδευσης στην αγάπη, εδώ, παρατηρούμε τους αναγνώστες των άστρων, να αγνοούν επειδεικτικά την επίδραση των γελοίων ερώτων, αναζητώντας το προφανές, να ζήσουμε ως άνθρωποι! -Αμοργός

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015


Στο μικρό χωριό που βρίσκομαι, εκτός από τους συχνούς περιπάτους της σαύρας, του φεγγαριού, του καυτού ήλιου, της φάβας που τελειώνει το μυστικό της τραγούδισμα επάνω στις ταράτσες, της ατέλειωτης φασαρίας της μύγας και το τέχνασμα του τζίτζικα, υπάρχει ένα σημείο όπου μπορεί κανείς να βρει πόση αλήθεια έχει αυτός που θέλει να ζήσει σαν να ζει μονάχα μια ημέρα. Υπάρχει στο κοιμητήριο αυτό ,το δωμάτιο όπου στοιβάζονται τα κουτιά όπου αναπαύεται τον αιώνιο ύπνο το είδος των ανθρώπων. Μετακινώντας λοιπόν τα οστεοφυλάκια και ακούγοντας τον ήχο των οστών σκέφτηκα πόση παραφροσύνη παγιδεύεται στο ανθρώπινο κέλυφος. Μέσα σε ένα κουτί χωράει στο τέλος, ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας, ένας <<πλανητάρχης>>, ένας ποιητής, ένας ματαιόδοξος κυνηγός κεφαλών, ένας παγκοσμίου φήμης συγγραφέας, μια πόρνη που λατρεύτηκε, ένας φοβισμένος μοναχός που αφοσιώθηκε στην παρατήρηση της φύσης και του ουρανού κι έγινε προφήτης, ένας επαναστάτης που δεν πρόλαβε να ζήσει, ένας μικρόψυχος διανοούμενος που πίστεψε πως μπορεί να διδάσκει τρόπους ζωής στους άλλους, ένας αστροναύτης που χόρεψε στην Σελήνη, ένας κλέφτης λαών, ένας λαοπλάνος, ένας ερωτευμένος που ξεπέρασε τον εαυτό του για μια αγάπη που την βάπτισε ειμαρμένη, όλοι χωρούν σε αυτό το κουτάκι. Αντικρίζοντας αυτό το κουτί βλέπεις πόσο μάταια είναι όλα και πόση σημασία έχει να ζεις την κάθε σου ημέρα όπως θέλεις εσυ κι όχι όπως επιθυμούν για σένα οι άλλοι και άλλα πολλά φυσικά, που είναι αδύνατον να παρουσιάσω εδώ.. Εδώ αξίζει ο παρατηρητής να αφοσιωθεί πλέον στους <<συνοδοιπόρους>> φίλους του διαλέγοντας αυτούς που δεν αρέσκονται στα λόγια αλλά στις πράξεις. Στο κάτω κάτω οι κάθε είδους θεωρητικοί είναι σαν τους τζίτζικες, σήμερα είναι, αύριο δεν υπάρχουν.. -Αμοργός- υγ. σαφώς, παρατηρήσεις εκ του πιο δικού μου παρατηρητηρίου

Να φεύγω πίσω στις μνήμες, στα καφενεία τα λερά ,όπου οι μύγες κρέμονταν σε μια ταινία με κόλλα επάνω στο ταβάνι, οι γέροι έπιναν ρακή κι έπαιζαν πρέφα, τους λιγοστούς τουρίστες που ήταν παιδιά των λουλουδιών κι άναβαν φωτιές σε απόμακρες παραλίες, μια παρέα εφήβων έξω από την πόρτα της θείας Ρ., που μιλούσαμε για Ροκ, τους έρωτες που κυνηγούσα με τα μάτια παρατηρώντας έναν μπάλο σε πανηγύρι 15 Αυγούστου, τον άντρα που σχεδόν ήταν κυνηγός εμπρός στα πόδια της γυναίκας ψάχνοντας δρασκελισμούς ψυχικούς μα και ταραγμένους από την ερωτική παραζάλη, αυτοσχέδια στιχάκια και νότες του βιολιού από το Στεφανάκh, τον δικό μας νησιώτη μπλουζίστα, όπου ακουμπούσε το πηγούνι επάνω στο όργανο και κουνιόταν ολόκληρος, άνοιγε την νότα και την μάκραινε καθώς έβλεπε τον ερωτικό οίστρο ενός ζευγαριού στον χορό, έδινε παράταση, έδινε παράταση στην πρόκληση της χίμαιρας, μια χίμαιρα κι αυτός που κατάπινε το αλκοόλ σαν να ήταν ένα χρωματιστό πουλί ανεβάζοντας τα μάτια στον αστροστόλιστο ουρανό λες και τον ευχαριστούσε, και τα πόδια των ανθρώπων, ω, τα πόδια των ανθρώπων να χτυπούν σαν να ήταν φτερούγες στο πάτωμα, κι εγώ μεθυσμένη από το θέαμα να σβήνω πίκρες και άσχημες σκέψεις, τα νυχτολούλουδα να παραληρούν σε φωτοχυσίες αισθήσεων, να φεύγω πίσω, σε κείνα τα λερά καφενεία που ο πλουραλισμός των αισθήσεων έβγαινε από τα ξύλινα κουτάκια της καρδιάς και του νου, ο Αυγερινός κι η πούλια με χίλια σπαθιά με έκοβαν , μας έκοβαν, μας μεταμόρφωναν, πότε σε αγγέλους και πότε σε Μέδουσες, όλα τα μονοπάτια που πατούσαν μονάχα οι τρελοί κι οι ονειροπαρμένοι και τα κατσίκια, στο ταγάρι μου παξιμάδι και σκληρό αμοργιανό τυρί, να σταματώ κάτω από τον τζίτζικα και την συκιά του δρόμου και να ψάχνω τον Κέρουακ και τις ουτοπίες μου της τάχα ελευθερίας μου, καθώς εδώ γινόμουν το άγριο και στην Αθήνα ξανά κάτι το γνώριμο, ψάχνοντας να φέρω παλι εκεί το άγριο και το ανυπότακτο, να φεύγω πίσω, στον παλιό κόσμο, τίποτε στυλιζαρισμένο, τα νησιώτικα bebop στην πειρατική μου σκέψη, τότε που η απόσυρση μου από τις παρέες εναλλάσονταν με την συντροφιά των λίγων και δικών μου εκλεκτών, εμείς που ζητούσαμε τις χίμαιρες, εμείς που βρεθήκαμε να κάνουμε αργότερα μαντινάδες παίρνοντας το παλιό μονοπάτι από το χωριό στον γιαλό μεθυσμένοι, βιολί και λαούτο περπατώντας να παίζουν καθώς γλυκοξημέρωνε, καθώς πηγαίναμε να πούμε χρόνια πολλά στις Μαρίες, καθώς χορεύαμε επάνω στις πέτρες, ω, θείες στιγμές που ψάχνουν οι άνθρωποι στις προσευχές , τότε που δεν έμοιαζε αγωνία να ψάχνεις θεούς και δαίμονες κι οι Κασσάνδρες έπαυαν , δεν είχαμε τιμητές, δεν είχαμε απομιμήσεις ανθρώπινες, τότε που όλα ενώ ήταν τόσο άγρια έκρυβαν και φανέρωναν μια υψηλή ευγένεια στα λόγια και τις πράξεις, τώρα που όλα στριμώχνονται στο σήμερα, σε έναν πόλεμο σε όλα τα επίπεδα,, τώρα που οι παλιοί αναπαύονται κι εμείς τους γυρεύουμε στις τσίμπλες της καρδιάς μας, καθώς πολλές φορές αυτή κοιμάται τον ύπνο της πραγματικότητας, και καθώς οι Βόρειοι έχουν κάνει την παρουσία τους πληθωρική κι οι μύγες και τα σπουργίτια, εδώ θέλω να πω, αφήστε λίγο χορό για την ουτοπία, αφήστε λίγο χώρο στην ουτοπία... και μην πιστέψετε πως τούτο το νησί το ξέρετε..το νησί δεν είναι δωμάτια και γαλλικό άρωμα, ούτε οργανωμένοι περιπατητές, είναι το κομμάτι το άγριο, το πιο άγριο όπου οι θεοί ξεχνούν τις ιδιότητες τους πίνοντας και ανακαλύπτοντας όλα τα απαγορευμένα... -Αναπολώντας την παλιά μου Αμοργό

Φοράει στις φλέβες της, χορό πένθους, καθώς αόρατος ο χορός των αρχαίων πλασμάτων ξεβράζεται στο κύμα, θρήνους μιας εποχής τραγουδούν, υπόκωφα, αμόλυντα κι ωραία, έτσι όπως ταιριάζει στους μοιραίους, και κάθε ξημέρωμα, ομορφαίνει τους ερωτευμένους, ενώ μια σύγχρονη σειρήνα θα αποφασίσει ποιός θα είναι ο επόμενος χαμένος, εδώ, στα νησιά που επικρατεί η πέτρα, κι ο τζίτζικας θα τραγουδά μια εποχή περιορισμένη.. -Αμοργός

Όταν ανοίγω τα μάτια μου ,τρέχει η θάλασσα με εκτοπίζει από τα σεντόνια και με πετάει με την ορμή της μέσα στους ανθρώπους, μα όπου βρίσκω πλήθος αντί για παρέες, νοσταλγώ την χώρα της ουτοπίας. Σε όλον τον χάρτη του νερού, παλινδρομώ με την γαλάζια μου πυξίδα, όσα αξίζουν τα μάτια κι η καρδιά μου να δουν εύχομαι, είναι το μυθικό ζώο που προστάζει, ζήσε η πέθανε, λέει, σαν μια γραμμή τεθλασμένη στον χάρτη, που θα μιλάει για ουτοπίες.. Κάπου αστράφτει στο Πέλαγος, μια βροχή θα συναντηθεί με την θάλασσα, νερό και αίμα και κόκαλα, αυτά είναι τα λίγα σύνεργα να φτιάξεις όλες τις ουτοπίες που δεν ράγισαν ακόμη από τον θάνατο.. -Αμοργός

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015


Τόπο σου λες, αυτό το σημείο που ενώ σου θυμίζει πόσο αχανής είναι η άβυσσος που βρυχάται κάτω από τα πόδια σου, τόσο έντονα αποτυπώνει μέσα στην καρδιά σου πως εδώ θες να ζήσεις μα και να πεθάνεις. Κι ενώ σε λιγώνει η ομορφιά του εσύ στέκεσαι και ρουφάς την στιγμή με ταπεινότητα και αθωότητα σαν να βλέπεις πρώτη φορά τον τόπο και τις μνήμες που περπάτησες επάνω του. Τόπος σου τελικά, είναι ένα σημείο του εαυτού σου μέσα σε ένα σύμπλεγμα διέγερσης και αφύπνισης για ζωή και διάθεση για ένα μικρό σου αποτύπωμα... -Αμοργός

γυναίκες ξεπλένουν τα μάτια τους, στα βλέμματα των αντρών, όπου η αγριάδα αναμετράται με την ευγένεια που έχει αυτός που δαμάζει τους βράχους, το ξημέρωμα βρίσκει έναν γλάρο να φτερουγίζει μαζί με τα καίκια, τα σφαλιστά βλέφαρα ευχαριστημένα από την απόλαυση της νύχτας, εδώ δεν αναπαύεσαι στην καλοσύνη των ξένων, εδώ την καλοσύνη μπορείς να την πεις αγάπη, η αγάπη ξεπλένει ότι χωρίζει τα ανθρώπινα, ο έρωτας απλώνει τα λευκά σεντόνια σε ότι ονομάζεται ζωή, κι εγώ ένας μικρός οδοιπόρος στα πέτρινα μονοπάτια λαχταρώ, λαχταρώ για την εύνοια των αγαπημένων μου νεκρών, ω, εδώ θα τραγουδήσω μαζί με τα πουλιά την έννοια της ελευθερίας, εδώ θα γίνω ξανά παιδί και θα αντικρίσω όσα ξέρω σαν γυναίκα... Ήλιε, κάψε με, ήλιε αναγέννησε με! -Αμοργός

Καθώς παρατηρώ τον αιώνιο αγώνα ενός μυρμηγκιού να τραβάει επάνω του το τριπλάσιο από αυτό βάρος, την μαγεία του κόσμου της μέλισσας, την ησυχία που σπάει από το τραγούδι του φασαριόζου τζίτζικα, το λευκό μπλε χωριό που κατοικώ, τους αβίαστους χαιρετισμούς που ανταλλάσω με τους άλλους, καθώς παρατηρώ πόσο δύσκολη είναι η απλότητα στην σύνθεση της στην πόλη,τόσο νοιώθω ευλογημένη, ναι, καθώς έξω από το ανοιχτό μου παράθυρο περνά λαχανιασμένος ο σκύλος ενός βοσκού, καθώς ξημερώνει μια άλλη ημέρα, όταν περνώ μπροστά από το κοιμητήριο και χαιρετώ βγάζοντας το καπέλο μου, καθώς πλένω το τζάμι κι ένα σπουργίτι έρχεται και γλυστράει επάνω του και μισομπαίνει στο δωμάτιο, πες μου τι, πες μου τι άλλο μπορεί να θέλει ένας άνθρωπος σαν εμένα για να νοιώσει γιατί το απλό είναι τόσο δύσκολο, ο άνθρωπος είναι αφύσικο να μην νοιώθει κομμάτι της φύσης και στις πόλεις επιννοούμε τρόπους για να νοιώθουμε κομμάτι μιας φύσης που μοιάζει νεκρή.. Καθώς παρατηρώ τα πάντα εδώ, νοιώθω την μαγεία του να νοιώθεις την έκσταση να σε επισκέπτεται τακτικά και αμέριμνα, νοιώθω την σοφία των νησιών και αισθάνομαι τυχερή κι ευτυχισμένη.. -Αμοργός

Είναι σκληρό το λευκό, και ανελέητο επάνω στα μάτια Ρούχο φορεμένο ανάποδα η μνήμη, σαν την σαύρα τρυπώνει στις κρύπτες Οι μικρές εκκλησίες στους βράχους δεν μιλούν, κάνουν πρόβες για τελετές μέσα στην σιωπή που βρυχάται Το κενό που μεγαλώνει είναι σαν παιδί που διψάει για γάλα Πως να ζήσεις στις Κυκλάδες αν δεν έχεις λέπια; Ήταν απομεσήμερο όταν έξυσα τα δικά μου κι απόμεινα γυμνή να καίω δίχως τους Στον καθρέφτη ένας ήλιος σπάει σε θραύσματα που μπαίνουν μέσα στα μάτια Εδώ είμαι, καταραμένη να συλλέγω ιστορίες δίχως λέπια, εδώ είσαι κι εσύ επισκέπτη, μέσα στο άγονο τοπίο δεν μπορείς να δεις το παλιό μας ρούχο, αυτό που στεγνώνει μέσα στο λευκό και την πέτρα.. -Αμοργός

Ένα μπλε φεγγάρι ετοιμάζεται να κολυμπήσει επάνω μας Εμείς κοιτούμε τους Βόρειους να περνούν έξω από τα σπίτια μας, περιπατητές και οδοιπόροι μιας χώρας βουλιαγμένης στην θλίψη. Θυμόμαστε τους νεκρούς μας φίλους κι ανασαίνουμε λιβάνι και βλέπουμε την ενοχλητική μύγα που κολλάει στα πτώματα. Κι ας μην είναι ο θάνατος μόνο που μιλάει στα παλιά μας λημέρια. Βλέπω τον αετό να πετάει πάνω από την χαράδρα και τον ζηλεύω. Βλέπω τα παιδικά μου όνειρα καθώς ξεχάστηκαν στην θάλασσα. Βλέπω με την ψυχή μου τους πειρατές και τους έρωτες που χάθηκαν από φονικό χέρι. Αναλογίζομαι γι αυτό το αγαπημένο μπλε πόσο μπλε χάνεται, πόσο μπλε μας πληγώνει. Κι ο έρωτας μας πληγώνει με το λαμπερό του κέντρισμα. Κι οι ενοχές μας για όσα χάθηκαν και για όσα δεν τολμάμε να κάνουμε. Αυτό συμβαίνει με την Κυκλαδιτισσα αδελφή μου, ανεβάζει επάνω όλα αυτά που κρύβονται καλά και προσεκτικά. Ένας εαυτός που αναζητώντας το στίγμα του παραληρεί για αγάπη και έρωτα κατεβαίνοντας εκεί που υπάρχουν σεντούκια με θειάφι. Και δαιμονιζόμαστε μέσα στην επάρκεια και την ανεπάρκεια μας. Θεέ μου, πόσο σκληρό είναι να είσαι άνθρωπος...

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015


Ο μεγάλος , ο ανήμπορος ύπνος των ζωντανών, θα αναγκάσει τους νεκρούς να ξυπνήσουν, ξέρουν, οι νεκροί βλέπεις, πόση αιωνιότητα χωράει σε ένα μάτι γεμάτο απάθεια, σε ένα χέρι που βολεύεται μόνιμα, στην τσέπη ενός ρούχου, ή σε ένα χέρι που κολλά τα δάχτυλα του σε μια χειραψία με κάποιο άλλο, που κρύβει θάνατο. Μα και ξέρουν πόσο ο αιώνιος ύπνος των ζωντανών κάνει το πνεύμα της γης να πεθαίνει σιγά σιγά... [Ακαμψία

Μπορούσες να πεις, πως έτρεμε μια φλούδα από το μαύρο φεγγάρι, μέσα στα μάτια σου Πως, όλα τα Πέλαγα που είχες δει,συναντήθηκαν σε ένα σταυροδρόμι Πως έσκισες όλες τις λευκές σου σελίδες Πως έπεσε στην χώρα ένας ιός που κατέτρωγε μαζικά όλα τα αισθήματα Πως μύρισες το αίμα μου, που με έκαιγε, φοβήθηκες και το έβαλες στα πόδια Πως ακλόνητος ξυπνούσες, μέσα στην ενδοχώρα μου κάτι πρωινά άδεια Πως η μελαγχολία του Σεπτέμβρη πάντα σε καθήλωνε σαν να ήσουν σε αναπηρικό καροτσάκι Ένα μην πεις, πως τάχα με αγάπησες κι αυτό σου φτάνει, γιατί τίποτε αληθινό από αυτά που μπορούσες να κάνεις δεν μου είπες Γιατί η αλήθεια είναι, πως νοσούσες κι εσύ ,όπως οι άλλοι ,από υπέρμετρη <<ψυχική αφλογιστία>> Κι ενώ αυτό το διαπίστωσα γρήγορα, έπαιξα με τα ζάρια Οι εξάρες ήταν δικές σου... {Αφλογιστία

Τα σουρεαλιστικά γραφτά ενός βότσαλου Ο μαγεμένος ταξιδιώτης Η ευγένεια των αισθημάτων Τα πρόσωπα που νιώθουν οικεία με το σούρουπο Ο καθαρός καθρέφτης απέναντι σε ένα παράθυρο {Ζεν} υγ. ή αλλιώς ,πότε θα πάω στο νησί ..

Στην θέση του φύλου της ,υπήρχε ένα λουλούδι, εκείνος έσκυβε, το μύριζε και το αγκάλιαζε με το στόμα και το χέρι του. Οι θνησιγενείς κοιλάδες ήταν πίσω τους , κάπνιζαν πύον και μίσος, εκείνοι ήταν συνεπαρμένοι, έμοιαζαν σαν να ζητούσαν ο ένας τον άλλον με διαφορετικό σώμα. <<Πες μου , πες μου>>, της έλεγε ενώ την σήκωνε ψηλά, <<πες μου, ποιο είναι αυτό που μετανοιώνεις πραγματικά γιατί επέτρεψες να σου συμβεί>>; Την κατέβασε και εκείνη τον κοίταξε ευθεία στα μάτια ενώ κάτω από τα δάχτυλα της ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. <<Δεν είναι οι ανήθικες, ή οι κακές πράξεις που με πλήγωσαν, το βασικότερο ήταν όχι γιατί επέτρεψα να μου συμβούν, το βασικότερο είναι πως οι άνθρωποι που τις έκαναν δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, παρίσταναν πως είχαν, πόζαραν με αυτοσχέδιους ελιγμούς κι εγώ η ανόητη, ω, εγώ η ανόητη ποτέ δεν τους είπα πως είναι ατάλαντοι, πως είναι μικροί κυπρίνοι και κακοί ηθοποιοί, αυτό ήταν η μεγαλύτερη πληγή μου κι αυτή θα είναι>>.. Την πλησίασε και είχε μια υπόσχεση από δάκρυα στο βελούδινο βλέμμα του.. <<Κάποιες φορές όταν αφοσιωνόμαστε και αγαπάμε τους ανθρώπους δεν θέλουμε να βλέπουμε, αυτό είναι όλο>>.. <<Δεν παράβλεψα τίποτε, πίστεψε με, το πιο άσχημο ακόμη, είναι πως αυτή τους η προσπάθεια κι οι ελιγμοί ώστε να πείσουν πως έχουν ταλέντο, αυτή η προσπάθεια ,θεωρήθηκε από εμένα σαν αδυναμία ή σαν μια προσπάθεια για καλυτέρευση ενώ στην πραγματικότητα αυτό όλο ήταν μια χυδαιότητα, εξάλλου αποδείχτηκε στην συνέχεια πόσο χυδαίοι υπήρξαν, όμως κι εγώ θεωρώ πως για όσο διάστημα ήμουν μαζί τους και τους υπεράσπιζα σαν ταλαντούχους της ζωής υπήρξα κι εγώ χυδαία>>.. <<Ερωτεύτηκες αληθινά>>; Την ρώτησε και στάθηκε με τέτοιον τρόπο κόντρα στον ήλιο που λες και του τρύπαγε τα μάτια κάθε ακτίνα του, ένα ήρεμο και γαλήνιο φως της ζέσταινε το δέρμα την ώρα που τον κοίταζε.. <<Λίγοι ήταν αυτοί που ερωτεύτηκα, εκ των υστέρων φάνηκε πως ήταν πραγματικά ταλαντούχοι, είτε σε μια μορφή τέχνης ή είχαν ταλέντο στην τέχνη της αισθητικής της ζωής και πάντως κανέναν δεν ερωτεύτηκα πραγματικά αν δεν διέθετε και τα δυο>>.. <<Εμένα με ερωτεύεσαι>>; την ρώτησε και άγγιξε με το χέρι του το φύλο της.. <<Ναι, είσαι μια ροή από εκπλήξεις>>, είπε και έκλεισε τα μάτια της... {Ιεροτελεστίες της ερωτροπίας

Το μαραγκούδικο, τις Κυριακές, έλαμπε από την παστάδα της καρδιάς σου Βάζαμε λαικά και χορεύαμε επάνω στο τσιμέντο, πίσω, στο βάθος, το πριονίδι γελούσε 'Εβγαζες το αχ και το έπιανα μέσα μου και σου χτυπούσα παλαμάκια καθώς μου έδειχνες ένα ζειμπέκικο Από πόνο ήσουν φτιαγμένος αλλά το ανάμεσα σου στον κόσμο ήταν αεράκι και φωτιά που σιγόκαιγε Χορεύαμε μαζί και στέναζαν τα ξύλα, ενώ το στενό πίσω από την κλειστή μας πόρτα αναρωτιόταν, που βρίσκαμε τόσο πόνο και χορεύαμε για να τον ξοδέψουμε... {Του πατέρα } υγ. αφιερωμένο στην Χαρίτα που με την σημερινή της εκπομπή με ταξίδεψε χρόνια πίσω....