Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014
Οι γυναίκες που κρύβονταν μέσα μου κάθε ημέρα δραπετεύουν, ο προορισμός τους πιθανολογώ πως είναι προς το νερό.
Συνέχεια διψούσαν εξάλλου, συνέχεια είχαν το στόμα τους κρυμμένο με το στόμα.
Γράφοντας για την ζωή τους εξευγενίζω το ζώο μέσα μου και δυναμώνω το δικό τους.
Μια από αυτές όμως γύρισε σήμερα,( άσε με να ζήσω) , είπε,( άσε με ελεύθερη).
(Ποτέ δεν θέλησα να φυλακίσω κανέναν), είπα.
(Τότε κάποιος από τους δυο μας κάνει λάθος), επέμεινε.
(εσύ ποια είσαι από όλες); Την ρώτησα, στο μεταξύ ένας αέρας χτυπούσε δυνατά τις τέντες έξω στην βεράντα.
(Είμαι αυτή που σε επιβλέπω, εγώ παρακολουθώ τις κινήσεις σου μέρα νύχτα, σου επισημαίνω τα λάθη σου και τα χαρίσματα σου).
(Κακώς κάνεις, από σήμερα αποχωριζόμαστε οι δυο μας), της σφύριξα στο αυτί.
(Και τι θα κάνεις μόνη σου από εδώ και πέρα); Ξαναείπε με το στόμα σουφρωμένο.
(Θα ξαναβρώ το χρώμα της οδύνης), της είπα και άνοιξα την βεράντα.
Ότι ήταν παλιό το πέταξα σήμερα, ότι ήταν σάπιο το βούλιαξα σαν βάρκα..
Από σήμερα καινούργιες γυναίκες θα ρθουν να με συντροφέψουν..
Και καμιά δεν θα αφήσω να μιλήσει για τα λάθη μου, όχι από περιφρόνηση στην γνώμη τους αλλά γιατί διψάω κι εγώ,
για λάθη, πάθη, για ζωή αληθινή που θα συγκρούεται με το μέλλον,
το μέλλον είναι το τώρα..
Οι μεγαλόκαρδοι τις περισσότερες φορές εξαπατούνται, σκέφτηκα,
και καθώς ο αέρας κούναγε δαιμονισμένα τις γλάστρες, συνειδητοποίησα πόσο πολύ τιμωρούσα την μεγαλόκαρδη κόρη μέσα μου που είχε εξαπατηθεί πολλές φορές...
-Ξεκλείδωμα
Δεν μπορούσα να ξέρω τι σκέφτονται αυτοί που χτενίζουν τα μαλλιά τους αιώνια με τον ίδιο τρόπο αλλά πολλές φορές αναλογιζόμουν, αν ήταν ο ίδιος τρόπος που χρησιμοποιούν το στόμα τους για να φιλήσουν, αν ήταν ίδιος ο τρόπος που προσέγγιζαν το ταίρι τους, αν ήταν μια ρουτίνα όλη τους η ζωή.Αυτό το πράγμα είναι σχεδόν θνησιμότητα...
Είναι άσχημο να περνάς τις μέρες και τις ώρες σου μέσα σε μια ίδια καθημερινότητα, να σκέφτεσαι με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόσουν πριν χρόνια..
Με άδολη αγάπη προσέγγιζα αντρικά πορτρέτα, έγραφα γι αυτά όταν φάνηκε εκείνος,
ήταν ψηλός, με μια φράντζα μελαχρινή να πέφτει στο δεξί του μάτι, έσταζε θάλασσα και κάθισε απέναντι μου , σε ένα νησιώτικο ουζερί. Οι γλάροι μιλούσαν φευγαλέα μεταξύ τους και τα ποτήρια τα τσούγκριζαν τουρίστες φερμένοι από τον Βορρά.
Μετά αρχίσαμε να κάνουμε τις ίδιες κινήσεις.
Μόλις άναψα τσιγάρο εγώ αμέσως άναψε κι εκείνος, έπινα ούζο εγώ, έπινε κι εκείνος, παρήγγειλα εγώ , παράγγειλε τα ίδια κι εκείνος.
Ήταν όμορφη αυτή η τελετουργία, έκλεισα το τετράδιο και ξέχασα το πορτρέτο αυτού που χτενιζόταν με τον ίδιο αιώνια τρόπο..
Σηκώσαμε τα ποτήρια εις υγείαν ψελλίζοντας απλώς τις λέξεις, υπόγεια ρεύματα θερμών συναισθημάτων άρχισαν να μας σαρώνουν.
Τα μάτια του κάρφωναν τα δικά μου σαν το καρφί στον σταυρό.
Τόση ήταν η ένταση..
Και τότε κατάλαβα πως δοκιμάζαμε ακούσια τις δυνάμεις μας , πως δοκιμάζαμε συντονισμένα αόρατες συμφωνίες μη χαλιναγώγησης συναισθημάτων.
Παραφέρομαι, σκέφτηκα ζεστή από το ποτό κι εκείνον απέναντι μου.
Κύλησαν οι ώρες ακούραστα..
Έφτασε το σούρουπο όταν ήρθε κοντά μου.
Μυρίζαμε ούζο και τσιγάρα και κάτι άγριο και ιερό που υπήρχε εκεί για εμάς..
Έβγαλε από την τσέπη του ένα γιατσέντο και μου το έδωσε να το μυρίσω.
(έχω μια βάρκα κάπου πιο κάτω, θα ανεβείς μαζί μου, σήμερα έχει το πιο μεγάλο φεγγάρι του χρόνου), είπε.
Τον ακολούθησα περπατώντας στην ζεστή ακόμη άμμο.
Κάπου παρακάτω πέταξα σε έναν κάδο το τετράδιο που έγραφα για κάποια αντρικά πορτρέτα.
Δεν ήθελα να μπω στον πειρασμό να γράψω γι αυτόν, σίγουρα αυτό θα έκανα αν το κρατούσα επάνω μου..
Καθώς φτάναμε στην βάρκα ένας σκύλος πετάχτηκε από μέσα της κι ήρθε κοντά μας..
(Καλώς την μπέμπα), της είπε και την χάιδεψε τρυφερά.
(Είναι προστατευμένη από τον άγιο των ζώων), μου είπε και παραξενεύτηκα.
(Υπάρχει τέτοιος άγιος); Ρώτησα απορημένη.
(Υπάρχει , τον λένε άγιο Μάμα), απάντησε , με βοήθησε να ανέβω στην βάρκα και έβαλε μπροστά την μηχανή.
(Πως σε λένε); Ρώτησα.
(Σήμερα δεν θα έχουμε ονόματα, απλά θα είμαστε αυτό που θέλουμε κι αυτό που μας βγαίνει, μπορούμε να λέμε ο ένας τον άλλο Αύγουστο).
Έβαλα τα πόδια μου στην θάλασσα, η βάρκα κυλούσε απαλά σαν χαρτί στο νερό, η θάλασσα έσταζε ένα ασημένιο φεγγάρι κι από το ασήμι τρώγαμε κι εμείς με τα μάτια μας ανοιχτά σαν να περιπολούσαμε τον ουρανό.
Ξέχασα ποια είμαι και πως με λένε και δεν ήξερα που ακριβώς πήγαινα.
Από εκείνη την ημέρα όλα μέσα μου άλλαξαν, σαν να με καθόριζε μια αόρατη πυξίδα..
Ήταν Αύγουστος..
-Αύγουστος
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014
΄Πολλοί μπερδεύουνε την κάβλα με τον έρωτα ,ίσως γιατί ζούμε μέσα σε αριθμημένα κουτάκια, χαραγμένα με λέξεις κι όχι μονάχα με αριθμούς.
Ίσως γιατί η μοναξιά κι η επιφυλακτικότητα είναι πιο έντονα από ποτέ.
Κι ενώ η κάβλα είναι θέμα ορμονών και μιας τυχαίας διάθεσης βαπτίζεται μέσα από την στριμωγμένη ανθρωπότητα έρωτας κι αργότερα αγάπη.
Ενώ τα κουτάκια συνεχίζουν την ετοιμοπόλεμη παρέλαση..
Κουτάκι νούμερο ένα χρέος, αξιοπρέπεια, κουτάκι νούμερο δύο μυθοποίηση και πάει λέγοντας.
Ξέρω πολλούς έρωτες που ναυάγησαν σε ένα βράχο που είχε σχήμα πικρό, έρωτες που άξιζαν, αλλά θυσιάστηκαν για κάτι άλλο που δεν ήταν τόσο δυνατό, όμως ο θύτης μεγαλώνοντας έκλαψε πικρά καταλαβαίνοντας πως μέσα σε μια σύμβαση θυσίασε όχι τον άλλον αλλά την ίδια την ζωή του.
Ξέρω πως ο άνθρωπος που δεν έχει κάβλα γενικά για τα πράγματα, για την ζωή, για τους άλλους ζει σε μια καλύβα με άχυρα. Η ζωή κυλάει χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε γιατί με τίποτε , δεν συγχρονίστηκε, εκτός ίσως από ένα πρόγραμμα που ονόμασε ο ίδιος ζωή..
Η κάβλα είναι συχρονισμός με κάτι, είναι ροή που σου επιτρέπει να δεις τα πράγματα που είναι κατά κάποιον τρόπο αόρατα.
Και να βρείς τις αρχέγονες δυνάμεις σου.
Και πολλοί ,όπως δεν καταλαβαίνουν την διαφορά της καλής με την κακή λογοτεχνία, έτσι μπερδεύουν την κάβλα με ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό..
Αλλά δεν είναι έτσι, δεν χύνουμε υγρά φωνάζοντας, συγχρονιζόμαστε με τον άλλο επιτρέποντας στον εαυτό μας να μπει μέσα στον άλλον..
Χωρίς κουτάκια, χρεος, πίστη, επανάληψη...
Και ναι, σαφώς η κάβλα έχει διαφορά στην ποιότητα.
Αν ο άνθρωπος δεν διαθέτει αγάπη για την ζωή, την περιπέτεια που λέγεται ζωή, δεν έχει κάβλα για την δουλειά του ή για τους φίλους του, τους έρωτες που πέρασαν από την ζωή του δεν τους πέρασε σαν σκουπίδια στην ανακύκλωση, αν ο άνθρωπος δεν ζει με όλες τις δυνατότητες και την ανάγκη να νιώσει την αρχή και ποιο είναι το τέλος του κόσμου, τότε το να βρεθεί κάποιος στο κρεβάτι μαζί του δεν θα είναι παρά ένα ξεχαρμάνιασμα ορμονών.
Είμαστε ορμόνες αλλά είμαστε και συναισθήματα κι αισθήσεις που χύνονται στο σύμπαν και ξαναγυρνούν πίσω σε εμάς σαν αποτέλεσμα της σκέψης μας και της πράξης μας.
Δείτε την φωτογραφία,
άνθρωποι στριμωγμένοι είμαστε, καθισμένοι πάνω σε έναν ύφαλο, ο ένας σπρώχνει τον άλλον για να πέσει, η ζήλια κι ο φθόνος είναι σκουλήκια που τρυπούν το κεφάλι και πληγιάζουν την καρδιά μας.
Σε ακούω να λες,
θα σε πηδήξω μια μέρα, θα πάρω ότι έχεις,
μα δεν ακούς την ζωή να τσουλάει έξω από σένα,
είσαι ένα τίποτε, ένα μικρό τίποτε.
Μην μπερδεύουμε μέσα σε αυτό το άγριο πράγμα της επιβίωσης την φιλία με τις δημόσιες σχέσεις, τις κλίκες των ίδιων συμφερόντων με την <<λέσχη της αλληλεγγύης>>, μην μπερδεύουμε την μοναξιά μας με την κάβλα και τον έρωτα.
Ο έρωτας έχει μια συνέχεια, κι εκτός από έναν συγχρονισμό έχει την ανάγκη για τον άλλον...
Και τέλος,
όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται ας θυμηθούμε πως είναι ο άνθρωπος.
Ο άνθρωπος δεν θανατώνει ζώα για να ηδονιστεί μέσα από την αγωνία των ματιών τους, δεν σκοτώνει έτσι, για να σκοτώσει τον άλλον..
Ο άνθρωπος είναι κομμάτι από το απέραντο σύμπαν, αν συγχρονιστεί μαζί του έξω από τα κουτάκια του τότε θα φανεί αυτό που πραγματικά είναι...
-Σκέψεις-
Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014
Της μιλούσε με βροχόλογα
Τα έριχνε στην πλάτη της αυτός,να αντέχει τον καιρό
Μα αυτά μόλις άγγιζαν την πλάτη της δραπέτευαν και γίνονταν ποιήματα
Έτσι, ποτέ της δεν κατάλαβε, πόσο πολύ, μια μέρα την αγάπησε
Μόνο έτσι αφηρημένα και σχεδόν παθητικά ένιωθε η ίδια μέρος της βροχής
Κι έτσι του δίνονταν τις νύχτες, σαν βροχή που έμπαινε αδιάκριτα επάνω στο λευκό κρεβάτι τους..
_-Ανατολή--_
Καθώς η Ηλέκτρα, αναδύεται μέσα από τον Ωκεανό των ανέραστων και φοβισμένων εραστών της, πενθεί ξανά τον Έρωτα.
Διατηρεί φαινομενικά την εσωτερική της ισορροπία ενώ ετοιμάζεται να διατηρήσει την σιωπή της.
Πνιγμένη μέσα στο πάθος της, συναντά την Μήδεια, της εξιστορεί τις άθλιες ιστορίες ενός κόσμου όπου κινείτο σαν λόχος όπου αφοπλίζεται το στόμα της αλήθειας και για τις δυο τους. Η αλήθεια μοιάζει με την σφίγγα, σφίγγει γερά τον σφυγμό της καρδιάς τους. Η Ηλέκτρα κι η Μήδεια παραπατώντας σαν μεθυσμένες γονατίζουν στον βωμό της θυσίας.
Τον εαυτό τους θα θυσιάσουν , όχι τον Έρωτα..
Φοβηθείτε τις για το μεγαλείο της πράξης τους ,ή ,αποφασίσετε να τις λατρέψετε εσείς, παιδιά της αμφιβολίας
Παιδιά των σχεδιασμένων αφορμών..
-Δικαίωμα
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014
Θα σου χαρίσει κάτι από το δέρμα της, κρούστες του αρώματος της θα σε τυλίξουν σαν χάδι, δεν θα υπάρχει κάτι άλλο κάτω από τις υποσχέσεις της.
Έμαθες πια πως μερικοί άνθρωποι δεν φταίνε αλλά είναι η φτιαξιά τους έτσι, μοιάζουν ολόκληροι σαν υποσχέσεις, σαν μαγικές υποσχέσεις.
Θα σου χαιδέψει τον λαιμό με χέρια κύκνου, τα μάτια της μοιάζουν σαν αστραπές κεντημένες με αστέρια, θα ρθει πίσω σου, εκεί που είσαι καθισμένος και ο ήλιος θα την φωτίζει από το ανοιχτό παράθυρο, λαμπρές στιβάδες φωτός θα τρυπούν το κεχριμπάρι της επιδερμίδας της.
Θα σου δοθεί άνευ όρων αν έτσι έχει αποφασίσει.
Θα σε δοξάσει και θα σε κάνει να γίνεις κομμάτι των χαμένων Ωκεανών.
Το αίμα σου θα γυρίζει μέσα στο σώμα σαν μεθυσμένο, σαν ζαλισμένο γλυκά από μια θύελλα που έρχεται υπόγεια, άπειρες φορές θα σου κλείσει το στόμα με φιλιά που θα έχουν κάτι από τους αδέσποτους σκύλους για να μην πεις <<σε αγαπώ>>.
Να μην πεις αυτήν την λέξη που αιώνες τώρα δοκιμάζεται σαν χώρα που πολιορκείται.
Έχει την δύναμη που διαθέτει ένα μυθικό ζώο, ένα λευκό άγριο άλογο που χύνεται λεύτερο σε κοιλάδες ανθισμένες με πασχαλιές.
Θα σε κοιμίσει με τα πόδια της γύρω από την μέση σου τραγουδώντας σου λέξεις του Νότου.
Δεν είναι απλά μια ερωμένη.
Είναι η γυναίκα.
Θέλει να την ζήσεις και να σε ζήσει.
Αλλά εσύ ,ενώ έξω από το σπίτι σου θα πέφτει μια άγρια βροχή , ενώ θα ακούς ένα μοβ και κόκκινο μπλουζ, εσύ θα αποφασίσεις να το βάλεις στα πόδια.
Δεν θα συνεχίσεις να μαθαίνεις τι υπάρχει μέσα στο πλάσμα που λέγεται έρωτας.
Γιατί ο έρωτας είναι ένα πλάσμα εδώ που τα λέμε που τσαλακώνει.
Δεν σηκώνει βερμπαλισμούς υποκρισίας, χρειάζεται να βγάλεις τα ρούχα σου και να βγεις γυμνός έξω στον δρόμο.
Αλλά εσύ φοβάσαι, χρόνια τώρα φοβάσαι.
Γι αυτό ,όταν τον βρίσκεις τον ματώνεις με την άρνηση σου,πριν προλάβει να σε ματώσει, ζεις με το κατά συνθήκη ψεύδος σου.
Φύγε ξανά, θα δει την σκιά σου στον τοίχο και θα καταλάβει.
Απλά θα σε καταλάβει. Και θα σε συγχωρέσει.
Είναι γυναίκα, δεν είναι απλά μια ερωμένη...
-Άτιτλος
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
1. Η Άνοιξη
'Όταν σε συνάντησα, τα ηφαίστεια του κόσμου, έβρεχαν φωτιές
Οι κομιστές του θανάτου παρέδιδαν πτώματα
Εσύ μασούσες πέτρες , όχι όπως ο αρχαίος, ήθελες με αυτές, να ανοίξεις στο σώμα σου πληγές
Να πέσεις στην θάλασσα σαν ένα βαρύ πακέτο
Μιλήσαμε και έπαψες
Σου έδειξα πως μιλούν στις γάτες, πως οι σκύλοι μπορούν να σου χαρίσουν χαμόγελο
Χορέψαμε με τον ποιητή στο κίτρινο βιβλίο του, χορέψαμε με την φράση του πως η Ευρώπη είναι η συνέχεια του Βαραββά
Κάναμε κουράγιο
2. Το Φθινόπωρο
Είχες πάψει πια ,να θέλεις να εκδικηθείς τον εαυτό σου, μέσα από τους άλλους
Είχες πει, αλλοίμονο σε αυτόν που θα μου ξυπνήσει τον θυμό μου
Κάτι με έκανε να σκιαχτώ, αλλά ήταν μεγάλη η δίψα για ζωή κι αγάπη, αυτό πίστευα πως κι εσένα σου ήταν αρκετό
Φυσούσαμε τα φύλλα από τα παγκάκια και ανάβαμε φωτιές στους άστεγους να ζεσταθούν
Ατέλειωτη η ερημιά της πόλης γύρω μας
Ο Λυκαβηττός έκλαιγε , έψαχνα πευκοβελόνες του νησιού να βάλω στα μάτια μου να μην βλέπω τα δάκρυα
Μετά, σε στέκια μοβ και κόκκινα τραγουδούσαμε μαζί με την Μπίλλυ
Γελούσαμε πικρά για όλους εκείνους που μετανάστευαν αλλού, πέρα από τον Νότο, ξέρναγαν χολή μέσα από φυλλάδες Αποικιοκρατών για την έρημη, κουτσή χώρα μας,
το στήθος μας πλημμύριζε από αίμα μαύρο,
αυτούς, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ένα γραφείο..
Μαζεύαμε πόνο και τον κάναμε χαμόγελα
3. Ο Χειμώνας
Τον Χειμώνα, τον ονόμασα δεύτερη εποχή
Έγραφες ακούραστα κι αγόγγυστα ποιήματα, τα διάβαζες σε αίθουσες ,που πολύ εύκολα, θα ονόμαζα ψυγεία πτωμάτων
Άρχισα να σε βλέπω σαν νεκρό κι εσένα
Κίτρινος σαν το θειάφι ,από φιλοδοξίες που με επιμέλεια έκρυβες κάτω από μια νωθρή ντροπαλότητα
Τι μάταια όλα τούτα σκεφτόμουν, ζητούσα να διαβάσω ποιήματα των καταραμένων πίνοντας και καπνίζοντας
Τότε άρχισες να μιλάς για τον Χριστό
Σου μίλησα για τον Διάβολο του Μπωντλαίρ
Αλλά εσύ άρχισες να μεταμορφώνεσαι σε ένα άμορφο πλάσμα , πνιγμένος στο θειάφι,και στριμωγμένος στις εκκλησίες, ταυτόχρονα άρχισες να απενοχοποιείς την ηδονή, μόνο για να σε βοηθήσει να γράψεις την λέξη μουνί, την λέξη πούτσος
Τίποτε από τις ηδονές δεν ένιωσες
Κατά βάθος μισούσες την γυναίκα
Κι ήρθε η μέρα που σου είπα θα φύγω, θα πάω πιο Νότια, στα ελληνόφωνα χωριά της Σικελίας,
να πιώ λιαστό κρασί και να μιλήσω με τις ρυτίδες των γερόντων
Και τότε άρχισες να μασάς ξανά πέτρες..
4. Το Καλοκαίρι
Όταν άρχισα να τσουλάω επάνω στην θάλασσα, η ευεργεσία της γης, μου άνοιξε τα σπλάχνα
Γινόμουν πάλι παιδί και γελούσα με τους γάτους και τους σκύλους
Ταυτόχρονα έμαθα να κάθομαι στις καρέκλες όπως τα αηδόνια
Είχα μάθει την γλώσσα των πουλιών συνομιλώντας με τους γέροντες , ήξεραν αυτοί γιατί ήταν πιο κοντά στον θάνατο
Μασούσα τροφές που τους περίσσευε η αγάπη, έπινα κρασί που το χε φτιάξει με τέχνη ο ήλιος στα αμπέλια
Τότε, μια μέρα που ήμουν μέσα στην θάλασσα, κι είχα ξεχάσει τον πόλεμο,
τον Χριστό, την Ευρώπη, τον Βαραββά, ήρθε και με βρήκε ένα αηδόνι, μίλησα με την γλώσσα του ,μετά έκανα επισκεπτήριο απογευματινό στο κοιμητήριο των προγόνων μου,
ήταν ηλιοβασίλεμα γλυκό, χυμένο πίσω από τα βουνά.
Στο κοιμητήριο με βρήκε το αηδόνι κι άρχισε να μου θυμίζει τι είναι ο πόνος
Πως πέτρες έριξες σε ότι αγάπησα προσπαθώντας να σκοτώσεις μου είπε,
έτσι άνανδρα,
έτσι όπως ένα φίδι τινάζει το δηλητήριο από το δόντι του,
έτσι προσπάθησες να σκοτώσεις, ότι στην πραγματικότητα με στήριζε,
ότι μου θύμιζε την δύναμη των δέντρων,
ότι μου άπλωνε δύναμη να αντέξω τον ανίερο πόλεμο
Με όπλα κι εσύ
Με όπλα
Οι νεκροί γύρω μου φώναζαν, τον Βαραββά, τον Βαραββά
Τίποτε δεν άκουγα κι έπειτα έπαψαν, το ίδιο απότομα όπως ξεκίνησαν.
Εκεί σε έθαψα
Μαζί με τις πέτρες σου και τα ποιήματα σου
Έπειτα σε έκαψα,
χωρίς τελετές,
χωρίς συγκινήσεις ,
σε σκόρπισα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Κι είπα να σε συγχωρέσει η άβυσσος και το κενό
Ο Πλούτωνας κι οι Καρυάτιδες
Μα ξαναθυμήθηκα χωρίς να θέλω,
αυτός ήταν ο πόνος που μου χάρισες,
πως ο άνθρωπος είναι μόνο σκατά, αίμα και υγρά
Πότε πότε δανείζεται κάτι από τους αγγέλους, μα είναι τόσο ενοχικός από την φύση του που και τους αγγέλους τους ονομάζει μύθους
Ας είναι.
Έζησα. Μέσα στον πόλεμο επέζησα.
Και κάνω τον πόνο λιβάνια και λέξεις και ρόδα με φύλλα εκατό
Και γιατρεύτηκα...
Αυτόν θα τον πούμε Νόρμαν κι εκείνη Κατρίνα (όπου Ν και Κ αντίστοιχα)
Κάθονται στην όχθη μιας λίμνης μιας σκανδιναβικής χώρας και μιλούν
Στην αρχή, ατάραχα κι οι δυό
Ν. Ήθελα να σε ρωτήσω, αλήθεια, δεν έχεις βαρεθεί να κάνεις παρέα με τους ίδιους ανθρώπους;
Κ. Αρκετές φορές, όμως αυτά που μου αρέσουν δεν μπορώ παρά να τα μοιραστώ μόνο με αυτούς, απλά τυχαίνει να μας αρέσουν τα ίδια πράγματα..
Ν. Είναι δηλαδή μόνο θέμα των ίδιων ενδιαφερόντων;
Κ. Ναι, αποκλειστικά, βλέπεις δεν μπορώ να μιλάω για βιβλία, μουσική και κινηματογράφο με την μάνα μου , ούτε την ξαδέλφη μου.
Ν. Κατανοητό αυτό, αλλά το θέμα της αλήθειας δεν σε αγγίζει; Θέλω να πω πως οι περισσότεροι από αυτούς ζουν σε μια φούσκα.
Κ. Τι ακριβώς θέλεις να πεις με αυτό;
Ν. Θέλω να πω πως μιλώντας για ποίηση ή κινηματογράφο , επιδεικνύοντας τις γνώσεις τους, καλύπτουν από κάτω την άδεια τους ψυχή. Ποιος από αυτούς γάμησε έτσι που η γυναίκα τον θυμόταν για καιρό; Ποια χύθηκε πάνω του σαν φωτιά; Αν κάποιος έκανε έρωτα σε μια ολοκληρωμένη γυναίκα και κρατούσε αυτό για καιρό και συνέβαινε το τέλος τότε αυτός σαν ξελιγωμένος θα προσπαθούσε να της κάνει κακό ή θα έπεφτε αμέσως σε μια άλλη για να ξεχάσει και θα τα έκανε σκατά, Θα γινόταν πολύ χειρότερα.
Κ. Αυτά όλα, πως τα συμπεραίνεις ; Και γιατί δεν μου μιλάς για τις γυναίκες κι έπιασες μόνο την σκοπιά του άντρα; Μήπως είσαι λίγο ανταγωνιστής;
(Τα μάγουλα της ανάβουν και καπνίζει με μανία)
Ν. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να σου πω πως τους παρατηρώ καιρό τώρα, αλλά δεν είναι έτσι, αυτός που έχει ζήσει τόσο έντονα όπως εδώ βλέπει με την μια αυτούς που δεν έχουν ζήσει παρά μόνο στην φαντασία τους..
Κ. Ακόμη κι έτσι, πρέπει να ξέρεις, πως έχουν υπάρξει γίγαντες της τέχνης, που ότι δημιούργησαν. ήταν καθαρά γέννημα της φαντασίας τους κι όχι μια βιωματική περιγραφή. Δεν μου είπες όμως για την γυναίκα, πως την βλέπεις , μίλησες μόνο για τον άντρα.
Ν. Οι γίγαντες που λες γλυκιά μου, ήταν πράγματι έτσι ,γιατί ήταν μεγαλοφυείς, πολλοί από αυτούς, είχαν το είδος της τρέλας που σε τινάζει έξω από τον περιορισμένο όγκο της σκέψης και ξεσκεπάζει άλλα τοπία, αθέατα στο μάτι. Όσο για τις γυναίκες που λες ,αυτές δυστυχισμένες, κάνουν έρωτα με ότι φαντάζονται κι όχι ότι υπάρχει.
Κι επειδή όλοι αυτοί αντιγράφουν στην ουσία, ακόμη ποιο φρικτό, πηδιούνται με αντιγραφές κι όχι πάντα πιστές. Στο τέλος αναρωτιούνται ποιόν ακριβώς ερωτεύτηκαν.
Κ. Τι θέλεις; Αρχίζεις να με εκνευρίζεις, δεν μου είναι ωραίο να ακούω για τους φίλους μου τα χειρότερα.
(Πολύ εκνευρισμένη, σηκώνεται επάνω. Την ακολουθεί κι αυτός ενώ αρχίζει και περπατάει ).
Ν. Δεν θέλω κάτι δύσκολο, καιρό τώρα παρατηρώ τα μάτια σου πόσο καίνε από ζωή και ανάγκη για έρωτα, μου έχεις κάνει εντύπωση ακριβώς γι αυτό και κινδυνεύω να σε ερωτευτώ, για σένα έρχομαι σε αυτά τα φρικτά μονότονα, ανέραστα φιλολογικά σαλόνια.
Κ. Τότε κι εσύ κινδυνεύεις να ερωτευτείς μια εντύπωση και μόνο, όχι μια γυναίκα ολόκληρη ,οχι εμένα, απλά την εντύπωση Σαν τις γυναίκες που είπες πριν, αυτές που ερωτεύονται τις αντιγραφές των ποιημάτων... Και ήδη νιώθω πως είμαι πολύ τολμηρή που συνεχίζω να μιλάω μαζί σου με αυτόν τον τρόπο, ίσως να μην αργήσω να έχω ενοχές αργότερα γι αυτό...
Ν. Για μένα οι ενοχές είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικής απόλαυσης.
(Της πιάνει το χέρι, την τραβάει επάνω του και την αναγκάζει να σταματήσει).
Άκου, θέλω κάτι από εσένα, η λίμνη αυτόν τον καιρό δεν είναι παγωμένη ιδιαίτερα, θέλω να πετάξουμε τα ρούχα μας και να κολυμπήσουμε μαζί.
(Αυτή, σχεδόν μένει ακίνητη, τότε αυτός βγάζει τα ρούχα του ένα ένα και τα πετάει μακριά του, μένει γυμνός, το σώμα του αναδύει μια χλομάδα και μια έντονη αρρενωπότητα, την κοιτάζει)
Ν. Έλα Κατρίνα, απόδειξε μου πως είσαι ζωντανή, πως είσαι γυναίκα, πως είσαι αυτή που ξέρω κι όχι αυτό που φαντάζομαι. Δεν θα χαθούμε σε μια αγάπη που θυμίζει δεινόσαυρο, δεν θα θυσιαστούμε σαν μικρά ζώα σε βωμούς αγάπης, δεν θα σε χαιδέψω με στοργή για να σε εγκλωβίσω σε ατσάλινες φυλακές, θέλω να σου θυμίσω πόσο αληθινή είσαι. θέλω να σε αγαπήσω όπως αξίζει σε μια πραγματική γυναίκα. Θέλω να με λιώσεις χωρίς προειδοποίηση. Θέλω να δεις πως είναι να ζεις έξω από ένα νεκρό όνειρο, όλα που είναι γύρω σου είναι ένα νεκρό όνειρο...
Θέλω να ζήσω, να γευτώ την αλήθεια σου.
(Εκείνης τα μάτια θαμπώνουν, κοιτάζει το σώμα του κι αργά αργά νιώθει να ελκύεται από αυτόν ώσπου να γίνεται τυφώνας...
Βγάζει τα ρούχα της σιγά σιγά και πιάνει το χέρι του.)
Κ. Σαν δυο ελεύθερα ζώα, αυτό θέλω να γίνουμε, δυο ελεύθερα ζώα..
Μπαίνουν τρέχοντας στην λίμνη...
υγ, στην φωτογραφία ο Άντονι Πέρκινς ως Νόρμαν Μπέητς στην ταινία <<ψυχώ>>.
Άσχετο και καμία συσχέτιση να μην υπάρξει
Τελευταία ,γίνεται πολύς λόγος για την αγάπη, γι αυτό, φορέστε παλτό και βγάλτε από μέσα σας τον κρύο αέρα,
στην πραγματικότητα εκείνο που είναι απαραίτητη προυπόθεση της αγάπης είναι να ξέρει κανείς να αγαπάει τον εαυτό του. Έπειτα θα μπορεί να αγαπήσει τους άλλους...
Αυτό γίνεται με τρυφερές ή απότομες ενδοσκοπήσεις, δοκιμασίες αλλά και μια βόλτα στην <<πιάτσα>>..
Αν μετά από τεράστιες πτώσεις στο κενό και μετά από χτυπήματα κάτω από την μέση μπορείς να γελάς, χωρίς να σε τρώνε οι τοξίνες μιας εκδικητικότητας,
ναι, τότε αγάπα τον εαυτό σου.
Έτσι θα μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς..
Μην μασάς,
άστους να μιλούν για την αγάπη, τώρα ξέρεις καλά πως όλα είναι θέμα εντυπώσεων. ...ποιος θα κερδίσει από την εντύπωση και όχι από την ουσία..
Γιατί η αγάπη είναι η ουσία...
Εκ του μικρού μου παρατηρητηρίου
Η μάνα μου, ζούσε στις πέτρες, όπως ο πατέρας μου, μόνο που ο πατέρας μου έβλεπε και θάλασσα,
η διαφορά τους ήταν, πως η μάνα μου όταν φύλαγε τα πρόβατα, δέκα χρονών, ένας λύκος της έφαγε τα δυό , στην καταμέτρηση λοιπόν, αντί για εκατό, τα πρόβατα ήταν ενενήντα οκτώ,
τότε ο πατέρας της την έβαλε τιμωρία, μια μέρα νηστεία,
κι από τα εννιά αδέλφια της, ο ένας, ο αδελφός της, της έφερε κρυφά να φάει.
Μα από τότε η μάνα μου γίνηκε λύκος..
Και κανείς δεν το κατάλαβε,
ούτε αδέλφια, ούτε τα ξαδέλφια μου ποτές,
ίσως στουςτελευταίους, σε ένα γεύμα που θα ρέει ο οίνος άφθονος θα τους το εμπιστευτώ,
μα κι αυτά, λύκους έχουν για γονείς, αφού τους έθρεψαν λύκοι,
δεν ξέρω αν είναι η φτώχια μόνο,
κάτι μέσα στην καρδιά μου, μού λέει πως δεν είναι μονάχα αυτό,
ίσως μια κατάρα που σέρνεται σαν φίδι,
ίσως είναι άσεμνο να το πω αυτό, αλλά αυτό μαρτυρά η παιδική μου ηλικία,
έτσι λοιπόν ξεχώρισα τον πατέρα μου γιατί έκλαψε μπροστά μου,
πράγμα πίστεψε με,
ανυπέρβλητο, ίσως σαν του λιβανιού η γαλήνη ,
μα να,
όσο μεγαλώνει η μάνα μου,
ναι,
τίποτε δεν της συγχωρώ,
μα σήμερα, σε ένα γεύμα οικογενειακό που έκανε εκείνη,
το είδα το βλέμμα το λυπημένο , σαν κουτάβι ήταν,
πως δεν της πέτυχε η τυρόπιτα, αν ξέρεις,
οι η Ηπειρώτισσες φημίζονται για τις πίττες τους,
σιγανά το είπε, πως δεν μου πέτυχε σήμερα,
και θυμήθηκα τον λύκο ,
και πίστεψε με,
ξανά λυπήθηκα,
από όσα της είπα κάποτε , ποτέ δεν πήρε αυτό το κουταβίσιο βλέμμα,
όλα αυτά που αφορούσαν την λύπη που μου δώρισε γενναιόδωρα,
έτσι μόλις στο δικό μου σπίτι έφτασα έφαγα όλη την τυρόπιτα ,
να καταλάβω γιατί αυτή η λύπη,
και μου ήρθαν πέτρες στον λαιμό και γύρεψα ξανά τον πατέρα μου,
ξέρω καλά,
οι πέτρες κάνουν σκληρούς ή επιπόλαια σκληρούς τους ανθρώπους,
τώρα σε ποια μεριά ανήκει η μάνα μου,
δεν θα στο πω,
'ηδη πολλά σου είπα,
φτάνει ο λύκος που είναι μέσα μου,
τον ακούς; φωνάζει...
Μα του δίνω μέλι και ξεχνιέται...
-Της μάνας οι πέτρες
Εκείνη η παλιά ,δερμάτινη μπερζέρα , κρύβει κάτω από την βουλιαγμένη μεριά της ,όλα τα άγρια μυστικά μου.
Καθόσουν βαθιά, και το βλέμμα σου επάνω μου, έπαιρνε τις ντροπές μου και τις μετέτρεπε σε οδύνες κι ηδονές.
Καθόσουν βαθιά, και τα χέρια σου ήταν ποτάμια και απάτητες κορυφές.
Όλα τα μικρά αγρίμια που φιλοξενούσα χωρίς να το ξέρω μέσα μου,
όλα, πήραν δρόμο για την έξοδο.
Κι όποτε εκεί καθόσουν, κι εγώ επάνω σου, τότε εκεί συνέβαινε και κάποιο καινούργιο φιλί να ξεπηδήσει από έναν άλλο κόσμο.
Κι όποτε εκεί καθόσουν, νέο δέρμα έβγαινε από την σάρκα μου,
ίσως να σε σκεπάσει προσπαθούσε για να μην κρυώνεις από την ασχήμια των ανθρώπων.
Κι έτσι έμαθα πως αντέχω,
πως αντέχω να ζω έξω από εμένα,
να ζω μονάχα για εσένα.
Κι ήρθε η στιγμή, να γνωρίσω μέσα από εσένα, πολλές ηρωίδες,
τις χρειαζόμουν για να μην πέσεις στην ανία και την ρουτίνα μιας ερωτικής επανάληψης.
Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγεις,
δεν προλάβαμε να βαρεθούμε.
Κι εγώ για μήνες κοιτούσα εκείνη την παλιά, δερμάτινη μπερζέρα.
Την άγγιζα και νόμιζα πως άγγιζα το ανάγλυφο του σώματος σου,
το ανάγλυφο σχήμα των φιλιών σου,
την ύπαρξη σου ολόκληρη μέσα σε αυτήν την γωνία στο σαλόνι.
Πέρασαν τα χρόνια κι η μπερζέρα δεν μετακινήθηκε ποτέ.
Θα υπάρχει εκεί για να θυμάμαι πως κάποτε καθόσουν σε αυτήν.
Κι ένας ερωδιός θα μου τραγουδάει πάντα ερωτικά όταν σε θυμάμαι..
6-8-1980
Η παλιά, δερμάτινη μπερζέρα
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Κάποτε, υπήρχε μια παράγκα ,ακουμπισμένη δίπλα στις άλλες, φτιαγμένη από ντενεκέδες, τα σκυλιά κι οι γάτες, είχαν περίπου υιοθετήσει την συμπεριφορά των ανθρώπων και κυκλοφορούσαν άτακτα και λεύτερα, η βρομιά κι η λάσπη δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν τελείως κι όταν έβρεχε από το ανύπαρκτο σκαλάκι μπροστά στην πόρτα έμπαιναν μέσα στο ρημαδιασμένο σπίτι.
Η παραγκούπολη ,είχε γύρω της ένα τοίχος ώστε να φυλάσσεται η αστική τάξη από την βρομιά και τις αρρώστιες, που πολλές φορές, έριχναν κάτω τους χλομιασμένους κάτοικους , είχαν μάθει τα παιδιά από νωρίς, πως όλος ο κόσμος τους, ήταν εκεί, σε εκείνη την άθλια παραγκούπολη, τα όνειρα τους περιορίζονταν στο γέμισμα του φεγγαριού, στο κλότσημα μιας κονσέρβας και στο κουβεντολόι τους τις νύχτες κάτω από τα άστρα που έλαμπαν με μια ευεργετική όρεξη στις καρδιές τους..
Μια ηλιόλουστη ημέρα, έξω από την παραγκούπολη ακούστηκαν τα τανκς, ριπές από σφαίρες εκσφεδονίζονταν στον αέρα κι η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει επικίνδυνα.
Ο Χ. , ένας νέος που το αίμα του κόχλαζε και έμοιαζε στα μάτια των παιδιών σαν λιοντάρι, λόγω της σωματικής του δύναμης, ανέβηκε προσεκτικά το τοίχος και είδε τους μαυροντυμένους νέους με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο να πετάνε χαρτιά με συνθήματα, να καίνε τα πάντα στο πέρασμα τους και να ρίχνουν σφαίρες στον αέρα.
Είχε ακούσει γι αυτούς, πέρα από την παραγκούπολη και κατάλαβε πως μια μαύρη ημέρα ξημέρωσε και τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο.
Οι φωνές κι οι σφαίρες σταμάτησαν απότομα και μια βαριά μελαγχολία σκέπασε τις παράγκες καθώς ο Χ. τους εξηγούσε τι σημαίνει φασισμός, ο Χ. κάποτε είχε βρει στην χωματερή ένα μικρό ραδιόφωνο, έτσι, πολλές ήταν οι φορές που άκουγε τι γίνεται πίσω από το τοίχος, ήξερε πως η αστική τάξη ήταν πολιτισμός και πρόοδος κι αυτοί που έμεναν στις παράγκες κάποτε θα θανατώνονταν από αυτήν για να μην παραγκωνίσουν την πρόοδο και την εικόνα της πόλης, ήξερε από καιρό πως το τοίχος θα έπεφτε και όλοι θα ισοπεδώνονταν.
Τα παιδιά κατάλαβαν τα πάντα και μεγάλωσαν απότομα, οι μητέρες λούφαξαν ενώ μοιρολογούσαν από μέσα τους κι οι άντρες ετοιμάστηκαν ψυχικά για την παράδοση τους στον θάνατο. Ακόμη και τα ζώα σταμάτησαν να τσακώνονται και ξάπλωναν τις κοιλιές τους στον ήλιο ή γύρευαν απεγνωσμένα χάδια...
Κι ενώ από την επόμενη μέρα συμφώνησαν να ζουν σαν να είναι η τελευταία, εξαιτίας της παραδοχής ακριβώς αυτής, πως κάθε ημέρα μπορεί να είναι η τελευταία, οι αισθήσεις τους κι η αντίληψη τους για την ζωή πλάτυνε απότομα, οι μικρές χαρές της ζωής τους γίνονταν μεγάλες και κάθε γραμμάριο αέρα χύνονταν στα πνευμόνια τους με ευγνωμοσύνη.
Έγιναν μεταξύ τους μια σφιχτή γροθιά και τίποτε δεν μπορούσε να τους πάρει αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη κι αυτήν την ατέλειωτη ευγνωμοσύνη που ζούσαν ακόμη κι ήταν όλοι μαζί.
Στο μεταξύ καθώς η καρδιά τους ανέβηκε το κορμί υπάκουσε στο γάργαρο νερό της χαράς κι οι αρρώστιες σταμάτησαν ξαφνικά..
Ένα μεσημέρι, άνοιξε ο ουρανός, η βροχή έπεφτε σαν ποτάμια από τον ουρανό,το χώμα που και που υποχωρούσε κάτω από την υποτιθέμενη πλατεία, όπου μαζεύονταν μικροί μεγάλοι τα ήσυχα απογεύματα,και δυο παράγκες άρχιζαν να ξεφλουδίζουν κάτω από την εμπρόσθια όψη τους, οι σκεπές από ντενεκέδες τραγουδούσαν δαιμονισμένα και πρώτα τα παιδιά έκπληκτα, είδαν την αρχαία τοιχογραφία, στην αρχή έμειναν έκπληκτα αλλά περισσότερο ένιωσαν την αξία παρά ήξεραν αυτής της τοιχογραφίας, ένιωσαν πως αιώνες πριν είχαν φτιαχτεί τούτα τα σχέδια με τα φανταστικά χρώματα από ανθρώπινα χέρια, ένιωσαν με τους παλμούς της καρδιάς τους πως τέτοιες τοιχογραφίες βοηθούσαν να φαντάζεται κανείς πως είναι να ζει λεύτερος και πως είναι να εξυμνεί με αγάπη την ομορφιά της ζωής και την ομορφιά που κρύβει κάθε μυαλό και ψυχή στον άσχημο μοιρασμένο σε στρατόπεδα κόσμο..
Φώναξαν τον Χ., που σαν έφτασε μπροστά στην αποκάλυψη των τοίχων, γονάτισε κι έπιασε το κεφάλι του ενώ άρχισε να κλαίει, ήξερε βαθιά μέσα του πως δεν ήταν τυχαία αυτή η ανακάλυψη μα κι ούτε η στιγμή που βρέθηκε μπροστά τους, σε αυτό το άθλιο μέρος, μια φωνή από τον αρχαίο κόσμο, έκλαψε και φώναξε δίνοντας οδηγίες πως θα έβαζαν προστατευτικά νάυλον επάνω στους τοίχους κι όταν αυτό έγινε η βροχή έπαψε κι ένας ήλιος έσκασε σαν πυροτέχνημα επάνω τους..
Τα παιδιά, από εκείνη την ημέρα μαζί με τα σκυλιά και τις γάτες προστάτευαν εκείνους τους τοίχους ενώ οι κάτοικοι εκείνων των παραγκών έμειναν μαζί με άλλους..
Ένα γλυκό μεσημέρι, που μια καθαρή ατμόσφαιρα τους άφηνε να ακούνε και να βλέπουν με την φαντασία τους τι γίνεται πίσω από εκείνο το τοίχος, πρώτος ο Χ. άκουσε φωνές και τα τανκς να σέρνουν τα απειλητικά τους δόντια στον δρόμο και κατάλαβε πως ήταν πολύ κοντά...κατάλαβε πως ήταν πίσω ακριβώς από την μεριά που χώριζε αυτόν τον κόσμο στα δυο.
ΠΡιν προλάβουν να ακούσουν όλοι τους τριγμούς των τανκς και την πρόσκρουση επάνω στον τοίχο της παραγκούπολης, όλοι μαζί στάθηκαν τρέχοντας μπροστά στην τοιχογραφία, έπιασαν κλαίγοντας ο ένας το χέρι του άλλου κι άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια που είχαν φτιάξει για έναν άλλο κόσμο..
Σφιχτά σαν πέτρες τα σώματα ενωμένα και μια καρδιά που έφτανε το πλάτωμα του ουρανού.
Παιδιά, μεσήλικοι, ξεδοντιασμένοι γέροι και γριές μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία που ταίριαζε με την ζωή που ήθελαν να ζήσουν, την ζωή που ήθελαν να δώσουν σαν παράδειγμα στους άλλους, την ζωή που έπρεπε να σώσουν για να την δουν οι επόμενοι.
Οι μαυροντυμένοι νέοι με κόκκινα μάτια σαν των εκπαιδευμένων σκύλων τους που τους άφησαν από τις αλυσίδες κι έπεσαν επάνω στους άμοιρους σκίζοντας σάρκες, οι σκύλοι της παραγκούπολης που έπεφταν επάνω στα εχθρικά σκυλιά προσπαθώντας να σώσουν κάποιον από τους αγαπημένους τους κι έπεφταν κάτω αφήνοντας την τελευταία τους πνοή, οι αγκυλωτοί σταυροί στα μπράτσα που γρήγορα εντόπισαν την τοιχογραφία, τα όπλα τους που άρχισαν να βροντάνε αίμα και θάνατο και αίμα, τα τανκς που έριξαν το τοίχος κι οι άμοιροι που έπεφταν τραγουδώντας μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία με ένα χαμόγελο στα χείλη που έκανε τους φασίστες να χτυπούν ακόμη πιο λυσσασμένα.
Και το τραγούδι τους πια σταματούσε πια καθώς μια κόκκινη γραμμή πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά σε εκείνη την μικρή ζωγραφιστή με λαμπερά κάποτε χρώματα τοιχογραφία.
Ο Χ, ξαφνικά, παραμερίζοντας με τα πόδια του τα πτώματα,στάθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φασιστών που ήταν ποτισμένα μέσα στο μίσος, είδε αυτό το μίσος και κατάλαβε πολλά που πριν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τους είχε δει από κοντά ποτέ, κατάλαβε όλα αυτά που λαθραία ψιθύριζαν μέσα στο μικρό εκείνο ραδιόφωνο και σήκωσε την γροθιά του στον ουρανό με μάτια που τίναζαν κεραυνούς δεξιά κι αριστερά του, <<Καταργείστε τους σκλάβους, κάτω ο φασισμός>>, φώναξε ενώ μια σφαίρα περνούσε τον λαιμό του και το αίμα του άφησε το στίγμα της σε εκείνη την τοιχογραφία..
Ήταν εκατό, σώθηκε μόνο ένας, ήταν ένα αγόρι 8 χρονών που ξέφυγε κάτω από τα μάτια των Χιτλερικών θηρίων, βρέθηκε και περπάτησε έξω από το τοίχος και μεγαλώνοντας , παλεύοντας με δόντια και σπλάχνα μέσα στην ζωή για να επιβιώσει, κατάλαβε πολλά.
Αυτά είπε αργότερα στην κόρη του.
<<Ο πόλεμος παιδί μου, των ανθρώπων, γίνεται από την θεοποίηση της μόρφωσης, την μάχη των θρησκειών και την μάχη των αγορών, ποτέ μην γίνεις μέρος τους εσύ, εσύ να είσαι ο εαυτός σου κι άσε τους άλλους να είναι ο δικός τους εαυτός>>..
Κι η κοπέλα έζησε φωνάζοντας
<<ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ>>
ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ
υγ το δικό μου παραμύθι για τον ΦΑΣΙΣΜΟ και την παραγκούπολη.....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)