Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018


Κάποτε η αυλαία πέφτει και τα πρόσωπα γυμνά και παλίμψηστα λάμπουν μέσα στην αρχαία ομορφιά της τραγωδίας τους. Εκείνα τα ερείπια της μνήμης εισβάλλουν στο ποτάμι της ζωής που ντύνεται με τις εκρήξεις των αστεριών ενώ σβήνουν και οι σέπιες φωτίζονται για λίγο, πριν χαθούν. Όποιος αγάπησε κι ότι αγαπήθηκε ζητάει την εκπλήρωση με μια ευγένεια αλύτρωτη. Πυκνές οι ματαιώσεις και χωρίς κανένα σημείο επαναφοράς στην διεκδίκηση. Νά έρχεσαι, έτσι διαφανής, έτσι μοιραίος, σαν το φως που ο τυφλός διαισθάνεται. Να γυρίζεις τις σελίδες, και ο χρόνος να πέφτει, χωρίς οίκτο στα πρόσωπα. Και μην πεις πως τίποτε δεν έμεινε. Στα ερείπια και στα ναυάγια έχουν μιλήσει αιώνες τώρα οι καθρέφτες . Με αυτά ντύνομαι και σου περιγράφω την ιστορία μου. Αυτήν που δεν ζήτησα ποτέ μου να εκπληρωθεί.

( Κάτι δικά μου ) Οι μεγαλόκαρδοι τις περισσότερες φορές εξαπατούνται. Αυτοί που έχουν πολλές εμπειρίες στην ζωή και θυμούνται περισσότερο αυτό που τους κράτησε στην επιφάνεια και το φως, σπάνια μεγαλοστομούν. Αυτοί που ζουν και <<αριστεύουν>> χωρίς συναισθηματική νοημοσύνη, μιλούν συνεχώς και ακατάπαυστα για τα πάντα ενώ δεν ζουν χωρίς κοινό. Το να ζεις είναι μεγάλη τέχνη, το να αφήνεις λόγου χάρη τα <<σκατά>> στην άκρη χωρίς να λερωθείς, είναι μέρος αυτής της τέχνης. Η συγχώρεση είναι πράξη που δίνει ανάστημα. Ρωτώντας, πας παντού. Ο έρωτας και η φιλία είναι τα χέρια και τα πόδια μας. Μόνο που η φιλία μένει ως το τέλος . Αν θες να μάθεις τον χαρακτήρα που κρύβει ένας άνθρωπος που έχει πολλούς τίτλους και τιμές και μπορεί να κρατήσει και να επικρατήσει σε ένα πλήθος με τις γνώσεις του, δεν έχεις παρά να παρακολουθήσεις την αντίδραση του στην ερωτική-σεξουαλική απόρριψη , θα διαπιστώσεις πόσος κομπλεξισμός κρύβεται κάτω από την επιφανειακή υπεροχή. Να παρατηρείς κάτω από το δέρμα. Να παρατηρείς τις ατμόσφαιρες. Να θυμάσαι το παιδί που είσαι και να το αγαπάς. Οι ήττες σαφώς μπορούν να εξελιχτούν σε νίκες. Υπάρχουν αυτοί που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους στους άριστους και σε αυτούς που δεν αξίζει να ζουν λόγω οικονομικής και κοινωνικής θέσης , αυτούς μην τους εντάξεις στο ζωικό βασίλειο, τα ζώα γνωρίζουν περισσότερα από αυτούς. Προσπέρασε τους χωρίς οίκτο. Ο σεξισμός είναι δείγμα του <<πολιτισμού>> που φέρει ο καθένας μέσα του. Όσο περισσότερες και σπάνιες λέξεις χρησιμοποιεί κάποιος για να γητέψει ή να πείσει, τόσο περισσότερο να δυσπιστείς για την αλήθεια που κατέχει. Τα απλά ειναι τα πιο δύσκολα. Να φοβάσαι αυτόν που δεν έχει πια να χάσει τίποτε. Μην μπερδεύεις τον τυχοδιώκτη με τον μεγαλοφυή. Να θυμάσαι να ευχαριστείς το σύμπαν και τον εαυτό σου που υπάρχεις όταν ξυπνάς και λίγο πριν κοιμηθείς. Ο χειρότερος θάνατος είναι να υποκρίνεσαι ότι ζεις. Λίγη συμπόνοια για αυτούς που πίσω από την επιτηδευμένη υπεροψία κρύβουν έναν άνθρωπο που δεν φανερώνει ότι κάποτε λύγισε από την ζωή. Την μεγαλοφυΐα την σέβομαι και την θαυμάζω, την καλοσύνη την ερωτεύομαι και γονατίζω προσφέροντας της ζουμπούλια. Πόπη


Έχω καιρό να πάω σε κοιμητήριο, τις νύχτες υπνοβατώ κι ανάβω κεράκια. Το πρωί είναι σβηστά στην κουζίνα , δίπλα στον μαρμάρινο νεροχύτη. Σκέφτομαι τις ατμόσφαιρες των νεκρών φίλων μου. Την απαλή γκρίζα ομίχλη του χειμωνιάτικου πρωινού. Το τοπίο που ντυθήκαμε μαζί. Είναι καιρός που δεν τους βλέπω στον ύπνο μου. Είναι καιρός που δεν ψάχνω να ενώσω το αίμα μου με των άλλων για να τους ονομάσω αδέλφια μου. Εκείνο το ζώο μέσα μου ίσως αναπαύεται σε ένα κόκκινο δάσος, ίσως πάλι να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Ξέροντας πως όλα ήταν ακατάλληλα για να ζήσουμε όλοι, κάτι παύει να φωνάζει. Κάτι που έχει το χρώμα του χιονιού κινείται στο δωμάτιο, κάτι σαν σφαίρα κυνηγάει ένα όνειρο ιδρωμένο. Τα πρωινά πουλιά πολύχρωμα έξω στον κήπο τραγουδούν ρόδα. Μπορώ να χαθώ για ώρες ακούγοντας τα. Τα ρόδα σπάνε, πιέζουν τα σπλάχνα, γυρίζουν το αίμα γρήγορα κάτω από το δέρμα. Και δεν ξέρει κανείς τι είναι πιο τραγικό, οι φίλοι που πέθαναν ή οι φίλοι που δεν θα κάνεις ποτέ γιατί έτσι έταξε η τύχη. Η αναγκαιότητα της τύχης ανήκει στα τραγικά στοιχεία της ζωής των ανθρώπων. Αυτών που υπνοβατούν κι αυτών που δεν περιμένουν τίποτε. Και μέσα τους τα αμάραντα ρόδα χρυσίζουν μια σιωπή σαν έπαρση μεσίστια μιας μαύρης σημαίας. Δεν θα σε βρω. Δεν θα μιλήσουμε σαν να ξέραμε ο ένας τον άλλον πριν την γέννηση του. Ελευθέρωσα τον εαυτό μου από τα μαρτύρια της αναμονής. Και κάπου κάπου ξεχνώ τον φοβο του θανάτου.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018


Η γραφή είναι ένας τρόπος μετακίνησης από το μέσα προς τα έξω. Κατά την διάρκεια της συμβαίνουν πολλές μεταμορφώσεις στον γράφοντα και σχεδόν οι ίδιες στον αναγνώστη. Η γραφή είναι ένας τρόπος ζωής , το ίδιο είναι και η ανάγνωση. Αυτός που γράφει, είναι ένας ερημίτης που υπάρχει στον κόσμο με τους άλλους ανοίγοντας στον εαυτό του κι άλλες ρωγμές, αφήνοντας εκτεθειμένο τον εαυτό του στο φως.. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει άλλες ρωγμές που βρίσκονται μαζί με τις δικές του. Ο συγκλονισμός που συμβαίνει κατά την διάρκεια της γραφής, μπορεί να παρομοιαστεί με εκείνον του θαύματος που περιγράφεται σε εμπειρίες που ο άνθρωπος έχει ονομάσει έτσι γιατί δεν αντέχει να δώσει άλλη εξήγηση εκτός από αυτήν που έχει μάθει και η οποία περιορίζεται στον χώρο και τον χρόνο.. Η γραφή είναι πολύ σκληρή για να την ξεχάσεις και φριkτά γοητευτική για να της ξεφύγεις..

Άγουρο παιδάκι, θεατής στο αίμα της πληγής από μια οικογένεια που συνέχεια έρχεται, έρχεται σαν καβαλάρης στην έρημο,από πολύ μακριά, χωρίς στεφάνι από δάφνες στο κεφάλι αλλά από αγκάθια, με φωνές, απειλές, μαχαίρια, σφαγές σε υπόσχεση, με πανίσχυρη θέληση για την γνώμη των άλλων και το φαίνεσθαι, κρίνοι σαν τάμα, κι εσύ ένας εκ γεννετής εμψυχωτής στο θα έρθει, αόρατο το θα έρθει αλλά υπερφωτισμένο, ζεστόχρυσο, θα έρθει ο ήλιος, εμψυχωτής στο όλα θα αλλάξουν και το μισοάδειο δωμάτιο θα μυρίσει με φεγγάρι, η γιαγιά δεν θα σε φοβίζει με την γριά με τα κομμένα πόδια που θα σε βάλει στο τσουβάλι, αν δεν φας όλο το φαγητό σου. ............... Τις νύχτες δεν θα αγκαλιάζεις σφιχτά τον λούτρινο αρκούδο, Νίνο τον έλεγες- ζητώντας επειγόντως κάποιος να σου δείξει πως σε αγαπάει, κάποιος να σου μιλάει γιατί εκείνο και όχι το άλλο και όχι γιατί έτσι πρέπει, κάποιος να σου φυλαει όλα τα δάκρυα, μπλε, κόκκινα, μοβ, πορτοκαλί, μαύρα, λευκά, πράσινα. ............. Σε θυμάμαι πάντα να με περιμένεις, να σου λέω το κλασικό υπάρχουν και χειρότερα, ήμασταν ξαπλωμένοι στην στάση του εμβρύου στο γκαζόν του πάρκου, θυμάσαι; ................. Αρπάξαμε την ζωή σαν να ήταν ένα βαγόνι τρένου ξεκοιλιασμένου, το βαγόνι πάντα να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, φόβος, ίλιγγος ώσπου να το προλάβουμε να πηδήξουμε μέσα του, να μπούμε, να δούμε, να αγγίξουμε, να νοιώσουμε, να νοιαστούμε, να καταλάβουμε πως είναι λίγες οι πέντε αισθήσεις.Υπάρχει και η έκτη, όχι γι αυτήν που μιλούν οι απατεώνες και οι γδάρτες ονείρων. .................... Να διαβάζεις για να φεύγεις, να φεύγεις στο θέατρο, το σινεμά, στην μουσική στην ταράτσα, στα ηλιοτρόπια και τις φραγκοσυκιές που σε στόλιζαν στις Κυκλάδες, με θυμάσαι να σου λέω, γεννηθήκαμε μέσα στην σφαγή αλλά την ανατολή και την δύση θα την βλέπουμε με λευκές παλάμες, με λευκά πουκάμισα και στους εκδορείς δεν θα μιλάμε, όμως δεν θα παριστάνουμε πως δεν υπήρξαν. ...................... Σε κυνηγούσαν γιατί σου άρεσε να φεύγεις, ασφυκτιούσες μέσα στα λουστρινένια παπούτσια της Κυριακής που έτριζαν σαν τους φόβους σου στα κλειδωμένα δωμάτια, στο φουστάνι και την καλησπέρα που έπρεπε να πεις με τσιμπιές, στους καλούς τρόπους, μισούσες τους καλούς τρόπους κι όποιους έκρυβαν τις πράξεις τους με λέξεις καλογυαλισμένες. ...................... Άγουρο παιδάκι, μετά από χρόνια συμφωνήσαμε και δώσαμε τα χέρια, ζητήσαμε συγνώμη γιατί δεν προστατέψαμε ο ένας τον άλλον με επιτυχία, όμως τις Κυριακές θα σε στολίζω με ζουμπούλια και φρέζιες, ανεξάρτητα εποχής, σου μιλάω και δακρύζω. Πως επιβιώσαμε και ζήσαμε μέσα σε τόση τρέλα! Εκ γεννετής εμψυχωτές στο παρά πέντε. Να ζήσουμε και να θυμόμαστε.. Εσύ κι εγώ αγαπημένοι. Στα παιδάκια στο απέναντι μπαλκόνι που μεγαλώνουν σχεδόν μόνα τους.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018


Έχω δει το κοιμητήριο στην θάλασσα. Μελωδίες έρχονται από τον ουρανό γεμάτες σπαραγμό αλλά και μια ανατριχιαστικά ωραία ανακούφιση. Καθώς κοιτάζω τα ονόματα των νεκρών, σκέφτομαι πως όλος ο κόσμος είναι μια φλεγμονή χωρίς θεραπεία. Ενώ θα μπορούσε να είναι σπαραγμός ομορφιάς γνωρίζοντας την βεβαιότητα του θανάτου. Κανείς δεν πέθανε από υπερβολική καλοσύνη. Βέβαια αυτό, είναι μια παράγραφος άλλη. Η ουσία είναι στο σκουλήκι. Αυτό που σε τρώει όταν είσαι ζωντανός κι όταν πεθαίνεις.. Όμως ποιός <<θυμάται>> πως η μνήμη μας είναι από νερό;

Στην Μ.Τ Μια ζωή βρισκόμαστε με αποσκευές και αναμνήσεις, απέναντι μας, μια κόκκινη ημέρα, ο Αχέροντας θυσιάζει μια κατσίκα για να μην πάρει μαζί του ένα κορίτσι που πολύ αγάπησε. Θαυμάσαμε την ομορφιά της, το ότι κατάφερε να τον γητέψει ήταν για εμάς θέμα μελέτης της γοητείας και της μαγείας. Αυτή η μαγεία ήταν η δύναμη που μπορούσε να μεταμορφώνει ένα υπόγειο με αρουραίους σε αυλή θαυμάτων, αυτή η γοητεία ήταν η έναρξη της ερωτικής αστροφωτοχυσίας. Οι φροντίδες των ανθρώπων δεν αφορούσαν ζητήματα τιμής για εμάς, ούτε αγάπης που καλλιεργήθηκε στους καθρέφτες των Βυζαντινών αιθουσών. Η αγάπη ήταν το επείγον της ύπαρξης. Η μελέτη της γοητείας εκείνου του κοριτσιού που κράτησε ζωντανό ο Αχέροντας, κατέδειξε σε εμάς δρόμους με ημίφως από κεριά που ανέδυαν αρώματα της Ανατολής, ανθρώπους που δεν αγαπούσαν τους ήρωες και τους μύθους για την αθανασία εκτός από αυτήν του έρωτα. Αυτά ήταν περίπου το περιβάλλον μας. Είπες μια νύχτα στην Αίγυπτο που η ζέστη εγκλώβιζε τις αισθήσεις και τις ανάγκαζε να λειτουργούν σαν μια παγωμένη άρθρωση, (Αν παραδεχτώ πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα έρωτας τότε ξέρω πως θα παραιτηθώ από την ζωή) κι από τα μάτια σου έρευσαν φλογοβόλα. Στην Αθήνα, σε έναν άλλον αιώνα, όταν βρεθήκαμε, ο έρωτας είχε τρυπήσει το δέρμα μας κι έτρεχαν έξω τα σωθικά μας, αλλά είναι τόσο κεχριμπαρένια και γλυκιά η πληγή που δεν την αντιλαμβανόμαστε μόνοι μας, έτσι καταλήξαμε ο ένας στον άλλον να ράβει με επουλωτικές κλωστές τις πληγές και τραγουδούσαμε λέξεις άγνωστες για εμάς. Άλλον αιώνα, αυτές οι άγνωστες για εμάς λέξεις ήρθαν και μας πήραν τα τόξα και εξόντωσαν την φυλή μας, το ποτάμι γέμισε θυμάμαι αίμα και βαμμένα πρόσωπα στα χρώματα του πολέμου, νεκρά ανθρωποτοπία στο νερό του θανάτου. Επιβιώσαμε φωνάζοντας την γλώσσα των Μαπούτσε πως δεν θα νεκροφιληθούμε. Αλλάξαμε φύλα στους αιώνες που περιέγραψε με ποίηση της εικόνας ο Τζάρμους αλλά δεν άλλαξε, τι παράξενο η σχέση, πάντα ήμασταν αδέλφια. Στα αδέλφια δεν είναι επείγον το αίμα, είναι η αγάπη. Και καθώς τα χρόνια περνούν διασχίζοντας ολόκληρες κοιλάδες από χρώματα και εικόνες, γεμίζοντας μας αποσκευές και αναμνήσεις, μας γοητεύει να αναρωτιόμαστε μεταξύ άλλων ετούτο. Ο έρωτας υπήρξε πριν τον άνθρωπο ή η αγάπη; Αφήνουμε το ερώτημα να πλανιέται χωρίς απαντήσεις, ζούμε σε έναν τόπο σκληρό, γι αυτό θα είμαστε απαλοί για να ζήσουμε. Να ζήσουμε! Γιατί η αιωνιότητα είναι ένας θάνατος. Ένα κείμενο που αφιερώνω στην αδελφική μου φίλη Μ.Τ. που έχει γενέθλια σήμερα και που γράφτηκε εντελώς αυθόρμητα και χωρίς επεξεργασίες για όλα τα αδέλφια

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018



Το ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον αλλά ποτέ δεν συναντήθηκαν, ταιριάζει σαν εικόνα με αυτόν που βλέπει από την ταράτσα τα ατέλειωτα φώτα της πόλης κι αναρωτιέται αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος εκεί έξω σαν αυτόν για να μιλήσει. Σαν εικόνα εχει την ίδια διψασμένη απόγνωση αν το σκεφτείς..

Τις δύσκολες περιόδους τις ζωής μου τις παρομοίαζα με λουλούδια. Εκείνη την ημέρα που κάθισες στην δερμάτινη μπερζέρα είδα στις πλάτες και τα πόδια σου φυτρωμένα κυκλάμινα . Όταν έφυγες ξημερώματα, έπεσα σε έναν ύπνο που έμοιαζε με πρόβα θανάτου. Είδα μέσα σε όνειρο πως είχα γίνει κόλυβα και με έτρωγες ηδονικά. Ήμουν ακόμη πολύ νέα κι ήξερα πως θα άντεχα να ζήσω χωρίς μελοδραματισμούς όλα τα μέρη της θυσίας. Ήταν η τελευταία ημέρα που σε είδα και δεν έκανα τίποτε για να σε ψάξω και να σε κεντρίσω να έρθεις πίσω. Πέρασαν δεκαετίες ώσπου να αποφασίσω να πετάξω εκείνη την ξεκοιλιασμένη μπερζέρα. Την ημέρα που την κατέβασα στον δρόμο με πήρες τηλέφωνο. Στο μεταξύ κάποιος με φώναζε Αντιγόνη αντί του ονόματος μου. Ήταν η περίοδος που παπαρούνες άνοιγαν τους δρόμους για να περπατώ. Ακόμη ήμουν νέα και μπορούσα να καταπίνω το αίμα μου χωρίς μελοδραματισμούς..
Μια κορνίζα άδεια με κοιτάζει επιτακτικά. Όλοι μου οι εαυτοί ποντάρουν στο να επικρίνουν την πλήρη αυτοδιάθεση μου. Κάπου εκεί υπάρχει μια αναρχική μου προδιάθεση, την είχα πριν επιχειρηθεί η θρησκευτική κατήχηση στην στοίχηση στην αυλή του σχολείου. Επεχείρησα να ξεφύγω από όλα, και της αναρχικής προδιάθεσης και της τακτοποίησης σε κουτάκια. Δεν μπορούσα να αφομοιωθώ. Ζητούσα μια επέκταση χωρίς να πληρώσει κάποιος άλλος το αντίτιμο. Πολλές φορές ανατρέχω στο παρελθόν προσπαθώντας να αποσπάσω κάποια συναισθηματική συνθηκολόγηση για να δικαιολογήσω την άδεια κορνίζα. Στην κοινωνία των ανθρώπων όλα υπάρχουν μέσα σε μια συνθήκη. Αυτή η άδεια κορνίζα μου ζητάει τα ρέστα, ποντάρει στο να παραδεχτώ ότι μέσα σε αυτήν την συνθήκη έπαιξα κι έχασα. Δεν με ενοχλεί η ήττα, με ενοχλεί πως η κορνίζα είναι άδεια ενώ τα περισσότερα μέρη της ζώσας ζωής μου δεν υπέγραψαν αυτήν την συνθήκη. Η συνθήκη δεν επικροτεί την πλήρη αυτοδιάθεση παρά μόνο την ύπαρξη μέσα στην συνθήκη. Θα μπορούσα να χάσω την ζωή μου προκειμένου να μην διαγράψω αυτήν την αυτοδιάθεση. Η επιχείρηση άνθρωπος προυποθέτει την μύηση στην ύψιστη δραματουργία. Όλα συναινούν πως η ανθρώπινη ιδιότητα θα γίνει αντικείμενο επιστημονικής φαντασίας. 'Ισως η τεχνητή νοημοσύνη να κάνει κάποτε μελέτη επάνω στην ανθρώπινη ιδιότητα. Αλλά μέχρι τότε, εκτός της άδειας κορνίζας θα επιθυμούσα και την ανυπαρξία μου ως οντότητα. Επιθυμία μου είναι να κατέχω πως δεν κατέχω τίποτε άλλο εκτός αυτής της αυτοδιάθεσης. Και γνώση μου πλέον είναι πως αυτή η αυτοδιάθεση υπήρχε πριν συνειδητοποιήσω εμένα. Δεν με ενοχλεί να ξέρω πως δεν είμαι τίποτε άλλο εκτός από ένας κόκκος άμμου. Αρκεί να μπορώ να κινούμαι όπως βαθιά επιθυμώ. Κάποτε φλόγιστρα θα ηχήσουν τις καμπάνες. Και η γη θα αποφασίσει για την ύπαρξη ή όχι ενός τέλους. Γιατί δεν μπορεί να ζήσει μέσα σε μια συνθήκη. -Κυριακάτικο ξύπνημα-

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018



Πιο πολύ από ποτέ,εκείνο που μας τελειώνει καθημερινά είναι πως δεν ζούμε ανθρώπινα αλλά εξανθρωπισμένα. Το επόμενο βήμα θα είναι να κοπεί το νήμα της εξανθρωπισμένης αυτής ζωής από μια μηχανή. Εκτός αν προλάβει η γη που όλα αυτό δείχνουν . Γεγονός είναι πως όποιος επιδιώκει και ζει σαν άνθρωπος δέχεται απίστευτο πόλεμο από τον εξανθρωπισμένο καθώς οι εξανθρωπισμένοι ενώνονται σαν δυνάμεις εκτός από τις κοινές αρχές τους έστω και ασυνείδητα. Δεν πρόκειται για κάποιο στοίχημα που χρειάζεται να κερδηθεί , είναι ζητημα ζωής και θανάτου. Αυτό που δεν είναι κατανοητό είναι πως η αγάπη έγινε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στους πολλούς εαυτούς και όχι μέρος θυσίας του Εγώ με κεφαλαίο. Ζούμε βαυκαλιζόμενοι ότι ζούμε. Η κατσαρίδα του Κάφκα δεν είναι απλά διαχρονική, ζει και βασιλεύει στο φως και το σκοτάδι. Θυσιάζοντας πάρα πολλά και θυσιαζόμενος για να ζήσεις σαν άνθρωπος, πολλές φορές αναρωτιέσαι αν αξίζει τον κόπο, ο μονομάχος παντα υποφέρει με έναν πολύ ιδιαίτερο, σκληρό τρόπο. Αλλά τελικά υπερισχύει αυτό που διαμόρφωσες κι αυτά που σε διαμόρφωσαν στην ζωή, ο τρόπος που βλέπεις, ο χαρακτήρας.. Είναι ένας τίτλος ο χαρακτήρας που δεν φαίνεται στα πτυχία τα καρφωμένα στον τοίχο, φαίνεται στην αξιοπρέπεια που ζεις τις ήττες, τις νίκες , τις εμπειρίες σου αλλά και η καθαρότητα των επιδιώξεων σου που και τις επικοινωνείς στους άλλους. Αυτοί που δεν ζουν μέσα στην τυφλότητα ζουν αληθινά σαν άνθρωποι κι όταν βρουν ο ένας τον άλλον τίποτε δεν θα τους χωρίσει ως τον θάνατο, αόρατοι κρίκοι τους ενώνουν και τους δίνουν δύναμη.

Οι αλήθειες είναι σαν γριές με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι που τραβάνε ανηφόρες.... τραβάνε πάνω στο βουνό* φορτωμένες και πάνε. Που πάνε οι αλήθειες; Γιατί έρχονται καταπάνω μου; Θέλω από το άλλο. Λίγο παραμύθι, λίγο αψέντι. Μα πιο πολύ χρειάζομαι εκείνες τις ρωγμές που τις σφραγίζουν οι σιωπές, εκείνες τις απλές τελετές που άγγελοι μας οπλίζουν- με την γόνιμη εν τέχνη αφοσίωση τους- μέσα στα ποιήματα τους, χωρίς αφιέρωση για τον κοινό τόπο της πληγής μας.

Τα σύννεφα που κυματίζουν* πουλιά τα περνούν τραγουδώντας, περπατώ στην άσφαλτο κρατώντας την καρδιά μου στα χέρια, ένα επείγον περιστατικό στο κέντρο της πόλης εξελίσσεται καθώς μια πεταλούδα με σημαδεύει με το φλόγιστρο της, είναι τα μάτια σου που μύριζαν Άνοιξη, είναι τα μάτια σου φορεμένα στα δέντρα.

Ησυχάζω όταν σκέφτομαι πως για κάθε φασίστα, για κάθε σεξιστή, σκληρόκαρδο, εκδικητή και φιλόδοξο μέχρι θανάτου μπορεί να υπάρξει μια Μπλανς (χωρίς συγκεκριμένο φύλο) που θα μπορέσει να τον κάνει να δει μέσα από τις ρωγμές του εγωισμού του. Για εμένα οποιοσδήποτε κατέχεται από αυστηρή εγωπάθεια είναι ατάλαντος σε όλα -πλην της ανοησίας..

Είναι κάτι νύχτες στο μουσείο του Λούβρου που η Αφροδίτη της Μήλου θυμάται τον τόπο της γέννησης της. Με ένα δέος μυσταγωγίας, κατεβαίνει από το βάθρο της και κάτω από την δύναμη ενός επιτακτικού, αγνώστου προελεύσεως υποβολέα, συνομιλεί με τα άλλα αγάλματα και κοιτάζει έξω από τα τζάμια. Κρατώντας μέσα της όλο το φως της ημέρας φωταγωγεί ότι βρίσκεται κοντά της. Τότε, πιάνει να λέει ιστορίες στα άλλα αγάλματα από την πατρίδα. Πριν ξημερώσει, μπορεί να ακούσει κάποιος ένα μοιρολόι σε όλες τις γλώσσες.. Είναι τόση η ομορφιά της που εκβιάζει -σχεδόν - όλα τα μαρμάρινα πλάσματα να θυμηθούν την μητρική τους γλώσσα και να θαυμάσουν την δική της χωρίς να ξέρουν. Εκείνη στέκεται εκεί και τους παρατηρεί με μιαν ευγένεια,μια κατανόηση και μια λύπη ,που όποιος άνθρωπος θα σταθεί δίπλα της θα θεραπευτεί από κάθε ψυχική και σωματική ασθένεια γιατί θα επικοινωνήσει με αυτό που είναι πέρα από το φως και τα σκοτάδια. Μια δύναμη που ξεπερνάει τον πόνο του ανθρώπου για την γνώση του θανάτου.. Είναι η γνήσια ομορφιά κι η μαγεία της που σε φυγαδεύει μακριά από ότι είναι γνωστό... Ζούμε σε έναν τόπο που κάθε ημέρα είναι γιορτή της αρχαιολογίας..

Είναι πολλά αυτά που περάσαμε, μονοπάτια αδιέξοδα με σπαθιά στην πλάτη και το στήθος, θώρακες με λύπη διαφανή κι εγκαρτέρηση. Στόματα με λεπτά πέταλλα κι αγκάθια, πόδια ανατομίες μυστικών και χέρια που οπλίζουν με αγγίγματα φροντίδες, με προδοσίες και φιλήματα υποσχετικά στην πρώτη βροχή που πεθαίνει , ζωή σε σεντούκια και σημειώσεις σε εαυτούς καθισμένους σε ένα ιατρείο αναμένοντας ή σε δωμάτια αναψυχής, σε εαυτούς ξεχασμένους στο χαμόγελο μιας παιδικής φωτογραφιας , με τρόμους και σκέψεις από χρώματα. Μην ξεχαστείς, στους νεκρούς δεν βάζουμε πια σταυρό στην πόρτα, μόνο στους ζωντανούς φυλάμε ένα κονιάκ και δάκρυα, αχ ναι, πως τάχα τους αγαπήσαμε και μας αγάπησαν να αναπαραστήσουμε στα κόμιστρα γα να δικαιολογηθεί μια απόδειξη. Μόνο η νύχτα συγχωρεί και ξεχνάει. Συνεχίζει η ζωή, ακάθεκτη το έργο της, με κάποιες αναλαμπές χαράς και απώλειες . Δινόμαστε και σφαζόμαστε από φωτιές, έτσι αναπαριστάται η ανατομία των εγκλημάτων και της ζωής εν τέλει. Ανατομία

Τις δύσκολες περιόδους τις ζωής μου τις παρομοίαζα με λουλούδια. Εκείνη την ημέρα που κάθισες στην δερμάτινη μπερζέρα είδα στις πλάτες και τα πόδια σου φυτρωμένα κυκλάμινα . Όταν έφυγες ξημερώματα, έπεσα σε έναν ύπνο που έμοιαζε με πρόβα θανάτου. Είδα μέσα σε όνειρο πως είχα γίνει κόλυβα και με έτρωγες ηδονικά. Ήμουν ακόμη πολύ νέα κι ήξερα πως θα άντεχα να ζήσω χωρίς μελοδραματισμούς όλα τα μέρη της θυσίας. Ήταν η τελευταία ημέρα που σε είδα και δεν έκανα τίποτε για να σε ψάξω και να σε κεντρίσω να έρθεις πίσω. Πέρασαν δεκαετίες ώσπου να αποφασίσω να πετάξω εκείνη την ξεκοιλιασμένη μπερζέρα. Την ημέρα που την κατέβασα στον δρόμο με πήρες τηλέφωνο. Στο μεταξύ κάποιος με φώναζε Αντιγόνη αντί του ονόματος μου. Ήταν η περίοδος που παπαρούνες άνοιγαν τους δρόμους για να περπατώ. Ακόμη ήμουν νέα και μπορούσα να καταπίνω το αίμα μου χωρίς μελοδραματισμούς..

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018



Κάποτε χρειάζεται να αφεθείτε σε έναν χορό για δύο, όπου λαμπρά τα αστέρια θα φωτοβολούν στα μάτια σας καθώς άπλετα και αφοσιωμένα θα κοιτάζετε τον παρτενέρ σας. -Ορίστε; Σε εμένα μιλήσατε; Είπε η γυναίκα και κοίταξε παραξενεμένη τον άγνωστο άντρα που της πρόσφερε ένα ποτήρι κρασί μέσα σε μια βαρετή αίθουσα παρουσίασης βιβλίου κάποιου που του περίσσευε η αλαζονεία όπως συνήθως περισσεύει στους μέτριους. -Φυσικά και σε εσάς. -Και τι σας κάνει να πιστεύετε πως θα δεχτώ να μιλήσω μαζί σας; -Μα γιατί ειναι φανερό πως ζητάτε έναν χορό όπως κι εγώ. Ζητάτε να αφοσιωθείτε σε έναν άνθρωπο και έναν χορό, απλά πράγματα. Μας έχει μουλιάσει η βροχή και τα προπατορικά αμαρτήματα μας έχουν κάνει την καρδιά δύσπιστη στο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ξοδευόμαστε σε ανούσια τερατώδη πραγματα λες κι έχουμε μια αιώνια ζωή.Δεν κινούμαστε επειδή προτιμούμε την ακινησία γιατί είναι σίγουρη και βολική. Τον κοιταξε προσεκτικά, τα μάτια του ήταν δυό κεντριά που έσταζαν μέλι και το πρόσωπο του ήταν ένας ήρεμος μαγνήτης. Κατω από την ηρεμία εκείνου του προσώπου ενυπήρχε ένα πάθος που στροβιλιζόταν γύρω της. -Μιλάτε όμορφα, θα μπορούσατε να είστε ένας ποιητής ή ένας τρελός που μιλάει πολύ εύκολα σε μια άγνωστη μόνο και μόνο για να ελευθερώσει τις όποιες ψυχικές του εξάρσεις. Άναψε τσιγάρο και τον κοίταξε, τα δάχτυλα της το κρατούσαν απαλά και άφηνε τον καπνό να γεμίσει τα πνευμόνια της. -Δεν είμαι κάτι παραπάνω από αυτό, ένας άνθρωπος που ζητάει απεγνωσμένα να χορέψει μαζί σας και μετά να σας κάνει μπάνιο ετοιμάζοντας σας για έναν ύπνο που μόνο τα βρέφη μπορούν. Θέλω για λίγο να ματαιώσω την ασχήμια και την προσποίηση πως ζούμε κανονικά ενώ ζούμε σαν ζόμπι αφήνοντας άστοχα την ζωή να περνάει δίπλα μας. Μην με αφήσετε . Το πρόσωπο του δεν σκόπευε σε μια ικεσία, ήταν απόλυτα μυσταγωγικό και γνωστό από πριν σε εκείνη, της ήταν οικείο και μπορούσε να του αφεθεί. Την στιγμή που τελείωσε το τσιγάρο της, την σκοτεινή οχλαγωγία έσπασε ένα μπλουζ που η Νίνα κάποτε είχε επιβάλλει με τους δικούς της τρόπους στο κοινό. Την αγκάλιασε κι άρχισαν να χορεύουν σαν τις μεταξωτές κλωστές του ποιητή, εκείνου που έζησε σαν ποιητής και οχι σαν μια μαριονέτα που χαριεντίζεται πετώντας σοφιστίες και αόριστες, υπερτιμημημένες σαχλαμάρες γύρω. -Πως σε λένε; Τον ρώτησε ξέπνοη μπαίνοντας βαθιά στα μάτια του που σαν να τα κύκλωσαν ξαφνικά μικροί ήλιοι. -Οκτώβρη, εσένα; -Αντιγόνη, απάντησε με μια ελαφριά πίκρα που εκείνος την έπιασε στον αέρα γιατί ήξερε την πηγή της ( Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.) Αυτό ήταν σκέφτηκε, η ρίζα της άγριας κοινής τους πίκρας , το είχε πει ένας ποιητής που ζούσε τις νύχτες στο φως των κεριών κρατώντας την ζωή του όσο μπορούσε μακριά από το άπληστο μάτι. Αυτόν τον ποιητή που είχαν αγαπήσει τόσο πολλοί και συνεχίζουν να αγαπούν σε όλον τον πλανήτη , και που σήμερα ένα κατακάθι του καφέ που λεγόταν ποιητής- ανερχόμενος από τα σόσιαλ μίντια -τον είχε στην ομιλία του ακριβώς περιγράψει σαν ένα τίποτε.. Τους κοιτούσαν τώρα όλοι παραξενεμένοι, σαν διεγερμένοι από κάτι άγνωστο που έξυνε τις ρωγμές τους... -Οκτώβρης-

Πιο πολύ από ποτέ,εκείνο που μας τελειώνει καθημερινά είναι πως δεν ζούμε ανθρώπινα αλλά εξανθρωπισμένα. Το επόμενο βήμα θα είναι να κοπεί το νήμα της εξανθρωπισμένης αυτής ζωής από μια μηχανή. Εκτός αν προλάβει η γη που όλα αυτό δείχνουν . Γεγονός είναι πως όποιος επιδιώκει και ζει σαν άνθρωπος δέχεται απίστευτο πόλεμο από τον εξανθρωπισμένο καθώς οι εξανθρωπισμένοι ενώνονται σαν δυνάμεις εκτός από τις κοινές αρχές τους έστω και ασυνείδητα. Δεν πρόκειται για κάποιο στοίχημα που χρειάζεται να κερδηθεί , είναι ζητημα ζωής και θανάτου. Αυτό που δεν είναι κατανοητό είναι πως η αγάπη έγινε ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στους πολλούς εαυτούς και όχι μέρος θυσίας του Εγώ με κεφαλαίο. Ζούμε βαυκαλιζόμενοι ότι ζούμε. Η κατσαρίδα του Κάφκα δεν είναι απλά διαχρονική, ζει και βασιλεύει στο φως και το σκοτάδι. Θυσιάζοντας πάρα πολλά και θυσιαζόμενος για να ζήσεις σαν άνθρωπος, πολλές φορές αναρωτιέσαι αν αξίζει τον κόπο, ο μονομάχος παντα υποφέρει με έναν πολύ ιδιαίτερο, σκληρό τρόπο. Αλλά τελικά υπερισχύει αυτό που διαμόρφωσες κι αυτά που σε διαμόρφωσαν στην ζωή, ο τρόπος που βλέπεις, ο χαρακτήρας.. Είναι ένας τίτλος ο χαρακτήρας που δεν φαίνεται στα πτυχία τα καρφωμένα στον τοίχο, φαίνεται στην αξιοπρέπεια που ζεις τις ήττες, τις νίκες , τις εμπειρίες σου αλλά και η καθαρότητα των επιδιώξεων σου που και τις επικοινωνείς στους άλλους. Αυτοί που δεν ζουν μέσα στην τυφλότητα ζουν αληθινά σαν άνθρωποι κι όταν βρουν ο ένας τον άλλον τίποτε δεν θα τους χωρίσει ως τον θάνατο, αόρατοι κρίκοι τους ενώνουν και τους δίνουν δύναμη.

Οι αλήθειες είναι σαν γριές με μαύρα μαντήλια στο κεφάλι που τραβάνε ανηφόρες.... τραβάνε πάνω στο βουνό* φορτωμένες και πάνε. Που πάνε οι αλήθειες; Γιατί έρχονται καταπάνω μου; Θέλω από το άλλο. Λίγο παραμύθι, λίγο αψέντι. Μα πιο πολύ χρειάζομαι εκείνες τις ρωγμές που τις σφραγίζουν οι σιωπές, εκείνες τις απλές τελετές που άγγελοι μας οπλίζουν- με την γόνιμη εν τέχνη αφοσίωση τους- μέσα στα ποιήματα τους, χωρίς αφιέρωση για τον κοινό τόπο της πληγής μας.

Τα σύννεφα που κυματίζουν* πουλιά τα περνούν τραγουδώντας, περπατώ στην άσφαλτο κρατώντας την καρδιά μου στα χέρια, ένα επείγον περιστατικό στο κέντρο της πόλης εξελίσσεται καθώς μια πεταλούδα με σημαδεύει με το φλόγιστρο της, είναι τα μάτια σου που μύριζαν Άνοιξη, είναι τα μάτια σου φορεμένα στα δέντρα.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018


Κάθε ένας από εμάς έχει έναν δράκο στην ψυχή για να προστατεύει την αθωότητα του και την ομορφιά του κόσμου..

Με μαγεύουν οι επιδερμίδες που μοιάζουν σαν να έχει χυθεί επάνω τους κεχριμπάρι, η βροχή στα κεραμίδια των παλαιών σπιτιών, τα βλέμματα καθώς μοιράζουν αβέβαιες υποσχέσεις, τα αρώματα πίσω από τα γόνατα που εξαίσια τυλίγουν μιαν ατμόσφαιρα, τα τακούνια τα μετρημένα, σαν λυκνιστικές βεντούζες επάνω στη άσφαλτο, τα φιλιά των ερωτευμένων, σκαλωμένων σε μια ξύλινη σκάλα, θα έλεγε κανείς, πως όλα αυτά τα συνδέει η ροή που πάλλεται απρόσκοπτη.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018


Η ζωή μοιάζει σαν χίμαιρα μέσα στο μάτι ενός αλόγου. υγ. Φράση που την << είδα>> στον ύπνο μου..

H αστική ζωή έχει συνδεθεί με την σταδιοδρομία. Και η <<απαίδευτη>> παιδεία συνδέθηκε με την καταγγελία της μη ομορφιάς και της ανύπαρκτης αθωότητας. Αγνοώντας συστηματικά πως η καταγγελία χωρίς την ύπαρξη αγώνα είναι μόνο μέρος επίδειξης.. Και πως να μιλήσει κανείς για ομορφιά όταν μακριά είναι από τα φυσικά τοπία, μακριά είναι από την ελεύθερη ανάσα των ανθρώπων; Μακριά από μια ημέρα που ξημερώνει σαν μελαγχολικό Φθινόπωρο και στην διάρκεια αλλάζει όψη φωτιζόμενη από τον ήλιο βάζοντας όλη της την δύναμη να γίνει Καλοκαίρι; Και ποια είναι η αθωότητα όταν χρησιμοποιείται από αυτούς που καταγγέλουν κι αυτούς που καταγγέλονται πως είναι γνήσια αντίτυπα κι εκφραστές αυτής, χωρίς να έχουν παρακολουθήσει τον ατέλειωτο ομαδικό σχηματισμό στο πέταγμα των πουλιών ή το παιχνίδι που κάνει ένα ψάρι πετώντας σχεδόν έξω από το νερό; Κουράστηκε η ομορφιά, έγειρε στους ώμους της Αντιγόνης και της Ελένης, ψάχνοντας καταφύγιο μεγαλοπρεπές και σιωπηλό. Η σπηλιά του θανάτου εύκολα μεταβολίζεται στο νησιώτικο λευκό των σπιτιών κι εξίσου εύκολα γίνεται ζωή από μια κίνηση στο παλαιό μονοπάτι ενός ανθρώπου ή το μάτι μιας κατσίκας στο άγουρο χωράφι. Να πονούν οι αρθρώσεις να ανέβεις στον βράχο να σκίσεις το αλάτι, να είσαι λυγερόκορμος στο άπλωμα της νύχτας και να μην ξέρεις πότε θα σβήσει το δικό σου καντήλι ανάβοντας το καντήλι των νεκρών. Να βλέπεις σεισμό στον ύπνο το ξημέρωμα σε κάποια άλλη γωνιά του πλανήτη κι αυτός να έχει ήδη συντελεστεί καταπίνοντας την ελπίδα στον δρόμο με τις κερασιές. Να σε πληγώνει εξίσου η παρουσία και η απουσία με τα νεφελώματα της στο Κρόνιο τοπίο όπου η Αφροδίτη να σώσει προσπαθεί τα άμοιρα παιδιά της από τον χαμό. Ο Χαμός της ανύπαρκτης ύπαρξης.. Μόνο χαραγματιές κι όψιμα δάκρυα ,αντί της συνειδητότητας πως οφείλεις να ζήσεις με όλες σου τις αισθήσεις ενάντια στον θάνατο ,κάποτε με θάρρος και δόντια κοφτερά και κάποτε με ένα λιτό χαμόγελο που αγναντεύει τον κόσμο.. Κοιμάσαι με τον γρύλο να σκίζει τους τοίχους με τον ήχο του, μαζί με την ευωδιά του νυχτολούλουδου που σχεδόν σε πληγώνει . Που σαλεύει ο κόσμος; ρωτάς κι αναρωτιέσαι.. Ως πότε θα ξεχωρίζει σε δούλους κι αφέντες , ορατούς κι αόρατους- επιλεκτικά ενθυμούμενος; Ως πότε θα κυνηγάει την ουρά του σαν ένα ζώο πληγωμένο από την τυφλότητα, Πολύφημος μέσα στους Πολύφημους; Περπάτα καρδιά μου, περπάτα όσο μπορείς, να λες καλημέρα και να συγχωρείς. Μα να βλέπεις όχι με ορθάνοιχτα μάτια, αυτά δεν μπορούν πολλά να δουν από την έκπληξη του φωτός που απότομα χύνεται μέσα τους. Και περίμενε- σκάβοντας και περπατώντας την άλλη ημέρα, εκείνη που όλα θα συμβούν, ανοίγοντας και θεραπεύοντας πληγές από τον θρόμβο της ύπαρξης.. Αμοργός

Τι δουλειά έχουν οι γάτες, ένα αηδόνι κι η Μαρία Κάλλας; Δεν θυμάμαι πολλές φορές τα όνειρα μου. Όμως στην διάρκεια της χτεσινής νύχτας θυμάμαι πως είδα ότι κρατούσα στο χέρι μου ένα νεκρό αηδόνι κι έκλαιγα σπαρακτικά για τον θάνατο του. Αυτός ο αδιάκοπος , δυνατός σπαραγμός θα μπορούσε ίσως και να με ξυπνήσει, όμως εκείνη την στιγμή μπήκε ξαφνικά στην θλιμμένη ατμόσφαιρα, η φωνή της Μαρίας Κάλλας και καθώς άρχισε να ανεβάζει υψηλές νότες γεμίζοντας το δωμάτιο ,αυτός ο σπαραγμός άλλαξε κι έγινε σπαραγμός ευδαιμονίας, ανυπομονησίας για το επόμενο άνοιγμα της νότας, η βεντάλια των ήχων της δημιούργησε μέσα μου μια απίστευτη διέγερση χαράς και συγκίνησης και καθώς δονούμουν πλέον κανονικά μέσα τους ένοιωσα το αηδόνι να ζωντανεύει και να πετάει μακριά μου. Άρχισα να κινούμαι χορευτικά ,αφημένη κυριολεκτικά στην φωνή της , γύριζα όλο το δωμάτιο κι άρχισα να πετάω, πετούσα ψηλά και προσγειωνόμουν μαλακά . Καθώς άρχισα να σκέφτομαι μέσα στο όνειρο πως οι αρθρώσεις μου ξαφνικά έγιναν σαν της γάτας άνοιξε η πόρτα του σπιτιού κι οι γάτες που ήξερα εδώ στο νησί άρχισαν να μπαίνουν στο δωμάτιο γεμίζοντας σκιρτήματα χαράς την ατμόσφαιρα και την καρδιά μου.. Περπατούσαν σαν μικρές πριγκίπισσες, η μια μετά την άλλη, οι γάτες εδώ έχουν παράξενα ονόματα, ανθρώπινα, θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ένα κομμμωτήριο ή στο γκισέ μιας υπηρεσίας στο δημόσιο ή οτιδήποτε άλλο, μερικά ονόματα αυτών είναι Σούλα, Ζαχαρίας, Λίτσα, Τζένη, Ευαγγελία. Άρχισα να χορεύω μαζί τους καθώς η Μαρία χτυπούσε απαλά τους τοίχους με την φωνή της και τα ραγίσματα της. Στον χορό μας υποτίθεται με έναν τρόπο άρχισαν να μου μεταδίδουν την σοφία τους,ένοιωθα πως σκεφτόμουν από μέσα τους.. Αυτά που θυμάμαι είναι πως ίσως έχω γίνει πολύ άδικη κυνηγώντας και διεκδικώντας το δίκαιο και πως η σοφία έρχεται όταν δεν την ψάχνεις πλέον... Ξύπνησα και σκέφτηκα πως αύριο γιορτάζει η Λαγκάδα, το χωριό μας, επειδή είναι της αγίας Σοφίας , θυμήθηκα τις άριες της Μαρίας και τις γάτες και μπήκα εδώ. Διάβασα από μια φίλη την Βάγια -όπου δανείστηκα και την φωτογραφία της Κάλλας με τον Παζολίνι- πως σαν σήμερα πέθανε η Καλλας, δεν παραξενεύτηκα, ξέρω από παιδί πως η γνώση κι η πληροφορία δεν έρχονται μόνο από τις πηγές που μας έχουν μάθει. (Δεν ήταν τυχαίο που την είδα , την άκουσα στον ύπνο μου.) Οι ημέρες του δικού μου καλοκαιριού φτάνουν σιγά σιγά στο τέλος τους. το φθινόπωρο θα ρίξει τις κιτρινωπές του ζωγραφιές κι οι άνθρωποι θα θυμούνται πότε πότε πως κάποτε υπήρξαν παιδιά.. Μαρία Κάλλας Τραγουδιστής όπερας Ημερομηνία θανάτου: 16 Σεπτεμβρίου 1977 Τόπος θανάτου: Παρίσι, Γαλλία Αιτία θανάτου: Καρδιακή προσβολή

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018


Γύρω στις πέντε το ξημέρωμα, με επισκέφτηκε ο άγιος Μάμας, τον έβαλα να καθίσει και να πιεί ένα ρόφημα. Ήταν παιδάκι και το μικρό του σπίτι είναι ένα εκκλησάκι μέσα στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας της Παναγιάς. -Δεν πιστεύω στους αγίους, του είπα, ωστόσο είσαι καλοδεχούμενος. -Εδώ δεν ξέρετε πια τι να πιστέψετε, ακόμη και γι αυτό που λέτε πως δεν πιστεύετε η πίστη σας αργοσαλεύει , απάντησε σοβαρός. Δεν είχα και να πω πολλά, ένα βουνό με πλάκωνε στο στήθος. Η απουσία από τον κόσμο του κουνελιού μου με αποδυνάμωνε, ίσως εγωιστικά ,ίσως και γιατί θυμήθηκα τον θάνατο του παππου μου που συνέβη πάλι εδώ , στο νησί με το φαλακρό, άγριο τοπίο. Καθισμένο το παιδάκι -άγιος μπροστά μου κατάλαβα, ένα μέρος της αθωότητας αποχωρούσε , μάτια ανυπέρβλητα αθώα δεν θα με κοίταζαν πια, ούτε το χάδι μου θα έβρισκε αυτην την άγνωστη τρυφερότητα που πηγάζει από τα πιο λευκά σύννεφα. Δεν ήθελα να σπαράξω άλλο,ήταν επείγον να διώξω τον κόμπο από τον λαιμό που με έπνιγε και να αποχαιρετήσω. Το παιδάκι- άγιος το κατάλαβε. -Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω άλλο, μου είπε. Απλά ήρθα να χαιρετήσω ένα πλάσμα που κατοικεί πια αλλού, και να του δείξω τον δρόμο. Μείναμε λίγο μαζί κι ο κόμπος στον λαιμό δυνάμωνε, ήθελα να παραδοθώ στον ύπνο και να ανακουφιστώ. Ο άνθρωπος σκαρώνει με τον νου του ότι μπορείς να φανταστείς για να μαλακώσει τον πόνο και την οδύνη του φυσικού θάνατου. Έτσι πιάστηκα σε ένα όνειρο, πως τάχα ο μπαμπάς μου έβαζε ρεμπέτικα κι η Σαπφώ στεκόταν κάτω στα πόδια του ξαπλωμένη σαν χανουμάκι κι ο παππούς μου είχε ένα χαμόγελο πληρότητας και αρμονίας.. -Αφιερωμένο-

Δευτέρα με συναντάς στην Αρκεσίνη Τρίτη μιλάμε μέσα στην θάλασσα, τι κάνεις , που θα πας το βράδυ, που θα βρεθούμε. Τετάρτη πηγαίνουμε στην αγία Άννα και μου δίνεις έναν κόχυλα, Πέμπτη τον έχω στο αυτί μου και ακούω τα μυστικά της θάλασσας. Παρασκευή τραβάμε στον δρόμο με τις φραγκοσυκιές, μεθυσμένοι ξύνουμε την πλάτη του φεγγαριού με τα δόντια μας. Το Σάββατο ,γονατίζω μπροστά σε μια εικόνα που δεν έχει άγιο αλλά έναν ρεμπέτη που παίρνει αγκαλιά έναν μπλουζίστα. Χορεύουμε ότι χορεύεται. Αποφεύγουμε να πούμε << σε αγαπώ>> ο ένας στον άλλον, κατά βάθος οι σάρκες μας έχουν καεί από την ανάγνωση των πόθων των Κυκλάδων. Κυριακή τραβώ τον δρόμο για το φαράγγι, τραβώ τα γόνατα μου στο στήθος μου, αποφασίζω να ζήσω μόνη μου για να μην αναγκαστώ να σου πω πως στιγμές στιγμές αυτή η ζωή δεν αντέχεται. Και οι Κυκλάδες ανεβαίνουν στην καρδιά μου, όλη η αλμύρα μπαίνει στις πληγές μου, εδώ συναντώ τον άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει την ρίζα όλων των πληγών και γι αυτό αποφεύγει τις αναλύσεις. Εδώ ζεις κατακόρυφα, ανεβαίνεις και μετά πέφτεις. Επτά ζωές δεν περιγράφονται εύκολα. Αποχωρισμός πάλι. Βουρκώνω από αλάτι.

Κάθε αγκαλιά είναι ένας γρίφος που ζητά την λύση του. Και κάθε αντίο είναι μέρος της που δεν λύθηκε και δεν αναγνώστηκε.

Σκέφτηκα την φράση του ROBERTO JUARROZ, (το να σκέφτεσαι έναν άνθρωπο είναι σα να τον σώζεις). Άρχισα να χορεύω αιωρούμενη, χωρίς αναμνήσεις, τα βράγχια ενός γιγαντιαίου ψαριού μου φυσούσαν νότες, είναι κάτι βραδιές στα νησιά που νομίζεις πως όλοι οι άνθρωποι σε σώζουν ενώ χορεύεις, διώχνουν την σκιά σου που σε καταδιώκει αδιάκοπα κι ο χρόνος είναι ένα τίποτε καθώς λάμπεις πιάνοντας την ασημένια πλάτη της σελήνης. Κι εσύ δεν είσαι κάτι άλλο εκτός από ένα μέρος του τοπίου.
Τις νύχτες κοιμάμαι μέσα σε ένα ενυδρείο, ξυπνώ και ο ήλιος ρουφάει τα λέπια μου. Κινούμαι μέσα στην ημέρα και την νύχτα προσπαθώντας να σχηματίσω τον δικό μου χρόνο. Να μην με νοιάζει να βρω τα κουμπιά των άλλων. Ενδιαφέρομαι γι αυτό που μας συνδέει τυχαία. Για την μοιραία σύμπτωση της ομορφιάς. Ενδιαφέρομαι για την μελέτη του μικρόκοσμου που απλώνεται μέσα στον μακρόκοσμο. Διαβρώνομαι με την μάζα, με τις κοινές ώρες πλεύσης. Με αφορά η μυσταγωγία του φωτός και της νύχτας. Το μαγικό πάτημα της γάτας στο σοκάκι κι ο διαλογος χωρίς τροφή. Οι αφιερώσεις χωρίς προορισμό. Εν τέλει με αφορά να παρατηρώ την ζωή και να την ζω ελεύθερα. Όσο μπορεί να ζήσει κάποιος που ζει με το <<δέρμα>> του <<πολιτισμού>> των ανθρώπων.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018


Για σκέψου, τίποτε δεν έχω να πω, τίποτε να ακουμπήσω σε αυτό το κομμάτι του μπλε, την λουρίδα του ουρανού με τους αετούς καρφωμένους επάνω του, με τα μάτια να ανιχνεύουν και να βρίσκουν πίσω από το ανάγλυφο,από το <<βλέπω>> να ξέρω την φθορά, την αλμύρα των δακρύων που ζύμωσαν την θάλασσα οι πνιγμένοι με τα βαρκάκια του μεροκάματου, να κατανοώ τους πληγωμένους, εκείνους που έχουν ρωγμές βαθιά τους, αυτός ο αιμάτινος κόσμος πόσο σκοτάδι τρέφει και τρέφεται, ο αόριστος κι ο ενεστώτας που συγκρούονται σαν κομήτες σε μια αυλή νησιώτικη, τα γιατσέντα που γέρνουν το κεφάλι στην ταράτσα πριν η σελήνη τα γητέψει, τους γέροντες που ξέρουν πως τίποτε δεν ξέρουν, θεωρίες για την φωτιά και την πλημμύρα, τον κόσμο που παλεύει να χαθεί, για σκέψου, δεν έχω τίποτε να πω, από τότε που γεννήθηκα ξέρω, ο άνθρωπος παλεύει να τελειώσει τον εαυτό του με πολλούς διαφορετικούς τρόπους αλλά δεν έχει συνείδηση επί αυτού, αν είχε ,θα κοιτούσε το πρόσωπο του μια έναστρη νύχτα σε ένα πηγάδι και θα άλλαζε τα μάτια που <<βλεπει>>, τόσα μνημόσυνα κι ούτε μια μνήμη για να σώσει αυτό που σώζεται μετά τον θάνατο. -Αφήστε λίγο αέρα -

Τι ξέρεις για τα εργοτάξια των αισθημάτων; Τι θυμάσαι από αυτά που διάβαζε η γιαγιά σου στο φλυτζάνι; Θυμάσαι τον παππού που ερχόταν με τον Κίτσο φορτωμένο με ντομάτες και η μυρωδιά τους έφτανε σε εσένα από το προηγούμενο στενό; 100 φορές βούρτσιζες τα μαλλιά σου κάτω από το φεγγάρι για να γίνουν δυνατά και στο βάθος της λόζας τα βιολιά έκαναν τα πόδια να υψώνονται. Μέσα σε ετούτους τους καιρούς έχει χαθεί το ύψος, η μνήμη σου όποτε πιάνει εικόνες της αθώας εποχής σε ποτίζει δέος και κόμπους από συγκίνηση. Συγκίνηση σαν αγιογραφία ενός αγίου που ποτέ δεν βρέθηκε, σαν το εκατοστό κελί της Παναγιάς που δεν το βρίσκουν ποτέ, αυτή η δυνατή επιθυμία του ανθρώπου να χτίζει με μυστήρια το άγνωστο.. ΠΕρπατούσες ξυπόλητη στο μονοπάτι και σου έκαιγε ο ήλιος τις πατούσες με τις καυτές πέτρες αλλά εσύ έκανες ασκήσεις αντοχής γιατί κάτι μέσα σου σε προετοίμαζε για τα αυριανά εργοτάξια αισθημάτων. Αυτό το ζώο μέσα σου που σε κάνει να προβλέπεις μουδιασμένη πόσο τραγικό θα ήταν αυτό το Καλοκαίρι, κληρονομιά της γιαγιάς που έβλεπε σκηνές ζωής μέσα στα ονειρα.. Εκείνη την αθώα εποχή προσπαθώ να εγείρω και να την κλείσω σε ένα μικρό μπουκάλι . Αλλά όλα κλείνουν, όλα κλείνουν από μια αόρατη μέγγενη, οι άνθρωποι λειτουργούν σαν μηχανοκίνητα, τρώνε, κάνουν σεξ και αφοδεύουν. Αν τους πεις σε αγαπώ θα πέσει ο ουρανός επανω τους. Οι άνθρωποι δεν έχουν στέγη τα αστέρια, εξαϋλώνονται χωρίς την ανάγκη του βάθους της ύπαρξης. Υπάρχουν απλά γιατί έτσι έτυχε, να υπάρχουν από μια σύμπτωση. Συμπτώσεις που συνευρίσκονται μέσα σε τεράστια εργοτάξια αισθημάτων. Ευτυχείτε , λέει ένας κούκος την νύχτα αλλά κανείς δεν τον ακούει, εξάλλου ένας κούκος δεν φερνει την Άνοιξη ούτε ανοίγει τα Καλοκαίρια...

Η διαφορά στο να ζεις σαν πωλητής αντί να ζεις σαν απολαυστής δεν είναι μόνο τεράστια αλλά είναι και καθοριστική..

Γύρω στις πέντε το ξημέρωμα, με επισκέφτηκε ο άγιος Μάμας, τον έβαλα να καθίσει και να πιεί ένα ρόφημα. Ήταν παιδάκι και το μικρό του σπίτι είναι ένα εκκλησάκι μέσα στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας της Παναγιάς. -Δεν πιστεύω στους αγίους, του είπα, ωστόσο είσαι καλοδεχούμενος. -Εδώ δεν ξέρετε πια τι να πιστέψετε, ακόμη και γι αυτό που λέτε πως δεν πιστεύετε η πίστη σας αργοσαλεύει , απάντησε σοβαρός. Δεν είχα και να πω πολλά, ένα βουνό με πλάκωνε στο στήθος. Η απουσία από τον κόσμο του κουνελιού μου με αποδυνάμωνε, ίσως εγωιστικά ,ίσως και γιατί θυμήθηκα τον θάνατο του παππου μου που συνέβη πάλι εδώ , στο νησί με το φαλακρό, άγριο τοπίο. Καθισμένο το παιδάκι -άγιος μπροστά μου κατάλαβα, ένα μέρος της αθωότητας αποχωρούσε , μάτια ανυπέρβλητα αθώα δεν θα με κοίταζαν πια, ούτε το χάδι μου θα έβρισκε αυτην την άγνωστη τρυφερότητα που πηγάζει από τα πιο λευκά σύννεφα. Δεν ήθελα να σπαράξω άλλο,ήταν επείγον να διώξω τον κόμπο από τον λαιμό που με έπνιγε και να αποχαιρετήσω. Το παιδάκι- άγιος το κατάλαβε. -Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω άλλο, μου είπε. Απλά ήρθα να χαιρετήσω ένα πλάσμα που κατοικεί πια αλλού, και να του δείξω τον δρόμο. Μείναμε λίγο μαζί κι ο κόμπος στον λαιμό δυνάμωνε, ήθελα να παραδοθώ στον ύπνο και να ανακουφιστώ. Ο άνθρωπος σκαρώνει με τον νου του ότι μπορείς να φανταστείς για να μαλακώσει τον πόνο και την οδύνη του φυσικού θάνατου. Έτσι πιάστηκα σε ένα όνειρο, πως τάχα ο μπαμπάς μου έβαζε ρεμπέτικα κι η Σαπφώ στεκόταν κάτω στα πόδια του ξαπλωμένη σαν χανουμάκι κι ο παππούς μου είχε ένα χαμόγελο πληρότητας και αρμονίας.. -Αφιερωμένο στην Σαπφώ, το κουνελάκι μου που θέλησε να ησυχάσει εδώ, στο νησί-

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018


Μερικά πράγματα που ξέρω για τον Ιούλιο. Αν ήταν άντρας, θα ήταν συνεχώς σε μια εφηβική υπαρξιακή αναζήτηση της ζωής σε πληρότητα, θα είχε μαλλιά μακριά και μαζεμένα σε έναν κομψό αριστοκρατικό κότσο. Αν ήταν όνειρο θα ήταν το όνειρο του Ουόλτ Ουίτμαν, εκείνο που μιλούσε για την καινούργια πολιτεία των φιλων όπου η εύρωστη αγάπη υπήρχε στις πράξεις αυτών που έμεναν εκεί. Καρπούζια σε μια μικρή νησιώτικη αυλή βαμμένη με ασβέστη. Παραλίες περπατημένες για ώρες, απόκρημνες. Γλάροι που αρπάζουν ψωμί από τα απλωμένα χέρια των επιβατών στα καράβια. Σπίτια που ανοίγουν στον ήλιο διώχνοντας την χειμωνιάτικη υγρασία. Όλες οι υποσχέσεις που δεν πραγματώθηκαν και συγχωρέθηκαν για την αδυναμία τους. Ένα φαράγγι που κρύβει τις σαύρες της γνώσης επιμελώς μέσα στις πέτρες. Μικρές υποσχέσεις αθανασίας μέσα σε αρτηρίες ποτισμένες από λευκό κρασί. Έρωτες χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Η φράση του Νίκολα Βιργίλο , (βγάζοντας το αλεξίσφαιρο γιλέκο ζέστη). Αν ήταν γυναίκα θα ήταν μια γυναίκα με πάθη και πάθος για ζωή. Η ανέγερση του Καλοκαιρινού κόσμου-ονείρου μας ας είναι για όλους μας εφικτά. Ποτέ κανείς δεν λύγισε όταν έζησε με τέχνη.

Το τραγικότερο σημείο των καιρών μας είναι πως υπάρχουν φλογισμένες καρδιές δίχως φλόγιστρα. Κι αν αυτό σας φαίνεται απλό και δίχως σημασία, έχω να σας πω ,πως αυτό είναι ικανό ώστε εξαιτίας του να καταγραφεί η πτώση του ανθρωπίνου είδους- εκτός των λοιπών εγκλημάτων του - κατά της ανθρώπινης ζωής και κατά παντός είδους. Γιατί οι φλογισμένες καρδιές μετατρέπονται σε φλογερές και αυτή η διαφορά αφορά τα ουσιώδη. Η ζωή δίχως φλόγιστρα είναι μια απλή περιφορά στον πλανήτη, σαν μια περιφορά ενός άγνωστου επιταφίου, επιτρέψτε μου, ενός καταδικασμένου σε τυφλότητα.

Ονειρεύτηκα πως ήμουν μέσα σου, κοιλάδες ευδαιμονικές έγιναν οι αρτηρίες μου και στο μέρος της καρδιάς μια θαλάσσια ανεμώνη, ένα ανοιχτό παράθυρο στο σοκάκι άφηνε τις κουρτίνες να χορεύουν στον φρέσκο αέρα και μια ντροπαλή δροσιά χρύσιζε στο κάτω σπίτι, όταν έγινε νύχτα, από τον γυάλινο φεγγίτη στην παταρού άρχισαν να μπαίνουν τα αστέρια του ουρανού, γέμισε φωτοχυσίες το δωμάτιο και έμπαιναν στο στέρνο μας μεθοδικά, λάμπαμε αστέρια χωρίς όνομα, ύστερα σου είπα πως σε ξέρω πριν την σύλληψη σου σαν άνθρωπο, σταθήκαμε απέναντι ο ένας από τον άλλον και γίναμε ψάρια που χόρευαν εκστασιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο, παράλληλοι κόσμοι ενωμένοι σε έναν, δίχως φόβο για τον θάνατο και το άγνωστο σύμπαν, γίναμε εκβολές αισθήσεων αβίαστα, τρυγήσαμε τα μυστικά μας και τα σκορπίσαμε έξω από τον νησί, τόσο φως δεν χωρά μυστικά, ύστερα θυμήθηκα πως μέσα σου είχα την πρώτη μου ενόραση που την ονόμασα Όσιρι, καθώς περπατούσα ανάμεσα στις θυμωνιές και τις ρίγανες φώναξα τον Όσιρι, μετά διάβασα γι αυτόν και ήξερα πως ένα κομμάτι μου ήρθε από την Αίγυπτο εδώ, έγινες Αμοργός και σε δόξασα με χίλιες ευχές για την καλοσύνη που μου μεταβίβασες μέσα στο όνειρο, ασίγαστα και χωρίς φραγμούς, πετάξαμε πάνω από το μικρό πικρό φαράγκι, πάνω από τις λευκές φιγούρες των σπιτιών, πάνω από τα ταβερνάκια που ησύχαζαν πια από τις ανθρώπινες φωνές, κι ύστερα βρεθήκαμε σε μια σπηλιά που ένας άγγελος με λευκά μαλλιά γέμισε με μια χλομή αύρα την ατμόσφαιρα, μας χαμογέλασε γλυκά και τα μάτια του ήταν αλάτι και πέτρα, τον αγάπησα αμέσως, πετάξαμε σαν άνθρωποι πια κρατώντας κάτι από μια ευλογημένη σιωπή ευγνωμοσύνης, εσύ κρατούσες το φτερό του καρχαρία του ποιητή κι εγώ έναν κόχυλα που μου έφερε τους ήχους στο αυτί όλων των καραβιών που ταξιδεψα από βρέφος ακόμη, άκουγα κι έκλαιγα, έκλαιγα από χαρά, θεέ μου πόσον καιρό είχα να σπαράξω στο στήθος μου κλαίγοντας από χαρά, ξύπνησα με μάγουλα βρεγμένα κι έκανα μια ευχή, ότι αγαπώ να ζει ευτυχισμένο... - Το όνειρο της χτεσινής νύχτας-

Λίγο πριν το ξημέρωμα γυρίζω από όνειρα που είναι αδύνατον να θυμηθώ. Αυτό που δεσπόζει σε αυτά σίγουρα, είναι ένα παιδί που δεν γύρεψε ποτέ προστάτες, βασίλειο του είναι τα παιχνίδια και η συνομιλία με τα ζώα. Αυτό το παιδί ζητάει να σε φυλάξει από τα θηρία και τις συμπτώσεις τους. Να σου δείξει πόσα λάθη ονόμασες θαύματα. Και τις πόρτες των πεθαμένων που είχαν το όνομα τους στην πόρτα. Στάχυα μπλεγμένα σε κορνίζες και τάματα σε εικόνες. Κόσμος βυθισμένος σε έναν άλλο, αιμάτινο και σκληρό. Τον χτισμένο από επάνω ως κάτω, από πέτρα σαν τάφο. Επεδίωξα σίγουρα να εναρμονίσω την ζωή αυτού του παιδιού με αυτήν του ενήλικα. Παραδόξως κανείς από τους δυό δεν θυσιάστηκε για τον άλλον. Σε όλες τις μάχες και τον πόλεμο. Στις πτώσεις, όπου το αίμα κι οι μώλωπες γαύγιζαν σαν σκυλιά σε υστερικό σοκ, μια πεταλούδα εμφανιζόταν πάντα από το πουθενά. Αυτή σε κάποιο όνειρο μου έδειξε τον τρόπο του πετάγματος. Πτήσεις με χίλια χρώματα. Ενδείξεις ελευθερίας σε εκατό ξέφωτα. Σαν εκατόφυλλα ρόδα σε έκσταση. Η ζωή ρέει και σκορπίζεται αναλόγως πως κινείσαι. Μην σκοτώνεσαι. Υπάρχει η αιωνιότητα για να σε σκοτώσει. Κι η πεταλούδα του Σαχτούρη για να θυμίζει τι είναι ποίηση. Κάπου ανάμεσα μπορείς να ζεις με λυγμούς, γέλια και το τρίξιμο της ζωής το ανεπαίσθητο όσο η ύπαρξη μας.. - Η πεταλούδα που έχει όνομα-

Αιώνες τώρα ,με αιμάτινη κλωστή της καρδιάς, ράβεται εντός μου ο ρυθμός της θάλασσας. Παραφράζοντας την φράση <<μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου» του Γ.Βιζυηνού.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018


Αγαπώ τα ναυάγια στα νησιά, κάθομαι δίπλα στο κουφάρι τους και κάνω την καρδιά μου πουλί, για να μπορέσω έτσι να ακούσω την ιστορία τους, αγαπώ και τα ναυάγια της πόλης, όχι εκείνα που μιλούν πολύ και η ματαιοδοξία τους σκίζει σαν σαίτα τον ουρανό, ούτε αυτά που η γνώση τους αφαιρεί την καρδιά από την γλώσσα, αγαπώ εκείνα τα ναυάγια που λυτρωτική ποίηση κατεβαίνει μέσα σε σιωπές, σίγουρη κι αβίαστη από τις έντονες γραμμές της κόπωσης και της λύπης στο πρόσωπο τους, συνήθως δόξασαν έναν έρωτα και προδόθηκαν χωρίς να τους αφορά διόλου η πράξη της προδοσίας..

Σαν αφή από ρόδα Η ήπια σαγήνη τους δεν κατευνάζεται Ηχούν ρόδα διαβάζοντας μάτια, μάτια εκδηλωμένης ομορφιάς και πίστης σε αυτό που δεν ορίζεται με λέξεις.. Είναι μέρες που μας κατακλύζουν αόρατα τέτοια μάτια.

Μερικά πράγματα που ξέρω για τον Ιούλιο. Αν ήταν άντρας, θα ήταν συνεχώς σε μια εφηβική υπαρξιακή αναζήτηση της ζωής σε πληρότητα, θα είχε μαλλιά μακριά και μαζεμένα σε έναν κομψό αριστοκρατικό κότσο. Αν ήταν όνειρο θα ήταν το όνειρο του Ουόλτ Ουίτμαν, εκείνο που μιλούσε για την καινούργια πολιτεία των φιλων όπου η εύρωστη αγάπη υπήρχε στις πράξεις αυτών που έμεναν εκεί. Καρπούζια σε μια μικρή νησιώτικη αυλή βαμμένη με ασβέστη. Παραλίες περπατημένες για ώρες, απόκρημνες. Γλάροι που αρπάζουν ψωμί από τα απλωμένα χέρια των επιβατών στα καράβια. Σπίτια που ανοίγουν στον ήλιο διώχνοντας την χειμωνιάτικη υγρασία. Όλες οι υποσχέσεις που δεν πραγματώθηκαν και συγχωρέθηκαν για την αδυναμία τους. Ένα φαράγγι που κρύβει τις σαύρες της γνώσης επιμελώς μέσα στις πέτρες. Μικρές υποσχέσεις αθανασίας μέσα σε αρτηρίες ποτισμένες από λευκό κρασί. Έρωτες χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Η φράση του Νίκολα Βιργίλο , (βγάζοντας το αλεξίσφαιρο γιλέκο ζέστη). Αν ήταν γυναίκα θα ήταν μια γυναίκα με πάθη και πάθος για ζωή. Η ανέγερση του Καλοκαιρινού κόσμου-ονείρου μας ας είναι για όλους μας εφικτά. Ποτέ κανείς δεν λύγισε όταν έζησε με τέχνη.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018


Με κοιτούσες με μάτια αλύγιστα, μετρούσες τους παλμούς της ανίερης ησυχίας Ήταν η ησυχία που σε αναγκάζει να ξημερώσεις μαζί με το πρώτο φως Γύρω μας ο παλιός κόσμος βυθιζόταν στο ηφαίστειο της Σαντορίνης Γύρω μας ο ήλιος ξερνούσε χολή Μετά τράβηξα για την Αμοργό μόνη, είχα έναν παπαγάλο για να μιλάει στους άλλους αντί για εμένα, του είχα μάθει όλες τις λέξεις που μιλούν οι μεθυσμένοι.. σε αγαπώ για πάντα, μου αρέσεις, είσαι μοναδικός... Πήρα το πρώτο δρομάκι και γύρισα κατά την Δύση, ύστερα κοίταξα προς την Ανατολή Δεν είχα οράματα, δεν είχα παρά συμπόνοια για ότι παίρνει μαζί του ο μέγας Αφέντης, αυτός με το δρεπάνι, μα εκεί στην Αμοργό , μια νύχτα γαλήνης, ήρθε η Αποσπερίτισσα η Αφροδίτη, είχε χιλιάδες αστέρια στα μαλλιά και τα μάτια της έσταζαν βύσσινα, με δίδαξε, χωρίς να με χαλιναγωγήσει, μέρες ατέλειωτες και νύχτες, μου είπε πως οι όμορφοι άνθρωποι είναι όμορφοι, ώσπου να πεθάνουν, μου είπε πως η νεα ημέρα παίρνει το χρώμα που της δίνεις, έτσι, σιγά σιγά ,ημέρεψα χωρίς να γίνω χώμα, άρχισα να σκέφτομαι και να αισθάνομαι όπως στην πρώτη μου νιότη, τότε που οι αγέρηδες των νησιών κατοικούσαν στο λευκό μου ρούχο, και σε ξέχασα, σε ξέχασα, μάρτυς μου ο Αυγερινός πως σε ξέχασα, και σε συγχώρησα , ο παλιός κόσμος έφυγε μαζί σου αλλά αυτά που έμειναν τα κουβαλώ εδώ, εδώ, για μένα... { Εναρμονιση

Οι μητέρες οι πέτρινες, φτιάχνουν κουκούλια και τυλίγουν τα παιδιά τους. Μέσα σε πένθιμη ατμόσφαιρα τα κοιμίζουν με νανουρίσματα της Μήδειας. Τα κουκούλια έχουν φόβους - τέρατα, ξεδιπλώνουν ιστορίες για να μην μπορούν τα παιδιά να κοιμηθούν. Ο 'υπνος να γίνεται ωδή στην αυπνία. Αργότερα η Μήδεια θα συγχωρεθεί, αλλά τα κουκούλια θα είναι μέγγενη στα μάτια του κόσμου. Όλα αυτά τα κουκούλια έκαναν τον Χαλεπά να πελεκάει μάρμαρα μέρα και νύχτα.. Τον Μποντλαιρ να χάνεται σε βιβλία γράφοντας για μια κρεολή. Και τους ευαίσθητους να γίνονται δέκτες και να λύνουν αινίγματα που μπλέκονται με τον χωροχρόνο ξέροντας πως τα μεταφυσικά είναι απολύτως φυσικά. Στον κόσμο των ανθρώπων δεν ξέρεις ποιον να πρωτοσυγχωρέσεις. Τον εαυτό σου που αφέθηκες ή αυτούς που διατηρούν το δικαίωμα να χαλούν τα όνειρα σου;

Όταν είμαι στην πόλη κι ενώ περπατώ κι ενώ βρίσκομαι με αγαπημένα πρόσωπα ,βλέπω σχεδόν μπροστά μου τους στίχους του Τζελαλαντίν Ρουμί ,τότε γίνομαι ο περιστρεφόμενος δερβίσης που κινείται μεταξύ ουρανού και θάλασσας. Κοιμάμαι σαν στίχος του και ξυπνώ μέσα σε μια θάλασσα που έχει εγκατασταθεί στο δωμάτιο μου. Τότε αντιλαμβάνομαι πως μια ημέρα μπορεί να είναι μια αιωνιότητα. Οι λέξεις που την περιγράφουν είναι ευγνωμοσύνη για την λήθη του θανάτου και την ιερουργία της ύπαρξης. Απλα πράγματα, όπως η βόλτα στο πάρκο, κουβέντες με ανθρώπους άγνωστους που έχουν σκύλους, φωνές πουλιών που σε κάνουν να νιώσεις παιδί, δρομάκια με δέντρα που διαχέεται το μωβ χρώμα, χελιδόνια που ανακαλύπτεις να φτιάχνουν τα σπίτια τους στις γωνίες ενός παλαιού μπακάλικου, αγορά βιβλίων , πέρασμα από την Φωκίωνος και ξαφνικά να σε φωνάζει ένα πολύ όμορφο πλάσμα-ξωτικό με κόκκινα μακριά μαλλιά, -η Κορίνα- και να σε αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που αισθάνεσαι ανθόκηπος , να περνάς από κάποια παλιά ταβέρνα και να λες πως θα ήθελα να πιω ένα κρασί έξω σήμερα και το βράδυ να βρίσκεσαι χωρίς να έχεις κάνει κάτι εσύ γι αυτό, με κρασί και αγαπημένους φίλους . Λατρεμένους φίλους! Πόσο δύσκολο και πόσο εύκολο είναι να γίνεσαι ένας περιστρεφόμενος στίχος!

ίσως αν ζούσε η Μέριλιν να τραβούσε από επάνω της εκείνο το μεταξωτό λευκό σεντόνι και να το πέταγε στα σκουπίδια, το σανελ νούμερο πέντε να το άδειαζε στον τοίχο ζωγραφίζοντας μια μοναξιά που θα την κοιτούσε στον καθρέφτη. Και ελεύθερη από περσόνες και άθλιους έρωτες να αναγνώριζε στον Ντι Μάτζιο το δικαίωμα της αφοσίωσης και της αγάπης. Το φάντασμα της μητέρας, να το έδιωχνε στην έρημο της Αριζόνας καθιστώντας τον εαυτό της απαλλαγμένο από ενοχές και διπολικές διαταραχές. Και θα ζούσε τα γενέθλια της σήμερα σβήνοντας τα κεράκια σε μια τούρτα με μεγάλα καραμελωμένα αμύγδαλα. Αλλά ο χρόνος αδέκαστος είναι και πλανεύει τις αρετές των ανθρώπων όταν οι ρωγμές βγάζουν νύχια προς τα μέσα. .......................................................... Ο Μίκι δεν θα σκορπιζόταν άχαρα σε παραμορφωτικές πλαστικές , αναγκαστικές μετά από πολύωρες μάχες στο μποξ με τον εαυτό του,κι η άγρια ορχιδέα του θα τον αγαπούσε μέχρι θανάτου. Κι οι ειδήμονες και μη , δεν θα αποθέωναν αργά το ταλέντο του. Αλλά τα πάθη είναι άγρια και εξημερώνονται στην ιδιωτική προσωπική κόλαση- αφού ο έχων αυτά -δεν θα παραχαράξει την ιστορία του βγαίνοντας όρθιος από τον κύκλο της φωτιάς. ............. Όλοι βασανιζόμαστε από τους προσωπικούς μας δαίμονες. Άγια η στιγμή που θα παίξουμε τράπουλα μαζί τους μια νύχτα με γεμάτη σελήνη και θα τους φτύσουμε στα μούτρα τον άσσο μπαστούνι. ................................. Κι ύστερα δεν θα αναζητούμε τα τσιτάτα των μεγάλων που εμείς ονοματίσαμε έτσι για να βολευόμαστε πως είμαστε μικροί και κλεισμένοι στην βολική κοιλιά της μιζέριας, ούτε τις πόζες τους και την εφήμερη ζωή τους. Η ματαιοδοξία δεν θα ράγιζε τις στιγμές μας.. .............. Η ζωή μας δεν θα διακατεχόταν από δυσθυμία και δεν θα περπατούσαμε στα γόνατα. Κι όρθιοι και γεμάτοι οργή για τα άδικα και τα παράλογα , θα βγαίναμε στους δρόμους απλώνοντας το αίμα μας στους δρόμους, για να δουν τα λάθη οι επομενοι και να μην βλάψουν οι επόμενοι τους επόμενους. ................ Η ανθρωπότητα βρίσκεται στις κίτρινες φολίδες της αυπνίας και τα όνειρα της είναι γεμάτα εφιάλτες. Μια παγκόσμια διπολική διαταραχή στέλνει τους ανθρώπους στα επειγοντα, αλλά κανείς δεν θα υπάρχει εκει για να προστρέξει, γιατί γι αυτό η μεγαλύτερη δύναμη και ίαση ειναι μονο ο ένας για τον άλλον.

Πολλές φορές, τις ώρες που τσακίζομαι από τις μνήμες αναλογίζομαι πότε ένιωσα το πρώτο δέος διαβάζοντας ποιήματα μέσα από το άλγος και την ευδαιμονία της ζωής. Γυρίζω σαν δερβίσης στις ταβέρνες που με πήγαινε ο πατέρας μου και άκουγα ρεμπέτικα ενώ αναρωτιόμουν, γιατί τον έναν τον έλεγαν Τσιτσάνη και τον άλλον Μάρκο. Πριν πάω καν στο σχολείο, είχα αποφασίσει πως όταν μεγαλώσω θέλω να με λένε με το μικρό μου όνομα. Όταν έμεινα στο υπόγειο κι ο πατέρας είχε ήδη φύγει στο νησί, πολεμούσα την μνήμη του προσώπου του που μου έφερνε πόνο από την απουσία, αραδιάζοντας παιχνίδια σε μια κουρελού στην αυλή και στήνοντας παραστάσεις με αυτοσχέδιους διαλόγους. Καθώς σήκωνα τα μάτια στον ουρανό οι όγκοι των πολυκατοικιών με έκλειναν ψυχικά και ο ηλιος δεν μου παραδινόταν εύκολα. Οι κυρίες στο ρετιρέ, τίναζαν τα χαλιά τους και οι σκόνες έπεφταν επάνω μου, η μια από αυτές κάποια ημέρα, επισήμανε στην άλλη την προσοχή πως ένα παιδί είναι καθισμένο κάτω στην αυλή κι έτσι διαπίστωσα πόσο αόρατοι γίνονται κάποιες φορές οι άνθρωποι όταν μένουν στα υπόγεια... Αλλά ο κόπος που έκανα για να δω τον ήλιο, μου έφερνε στην καρδιά ένα ποίημα που γέμιζε με σθένος κι αισιοδοξία αυτόν που προσπαθούσε να βρει το φως μέσα στο σκοτάδι. Από παιδί εκτίμησα όσους υπερέβησαν εαυτώ στις αντίξοες συνθήκες και διατήρησαν την ακμή και την καθαρότητα της καρδιάς τους. Τα επόμενα ποιήματα ήταν στιγμές αντίδρασης στο ασφυκτικό περιβάλλον του σχολείου συνειδητοποιώντας -όχι χωρίς πόνο- πως η ζωή είναι ένα σύστημα με κανόνες κι όταν κανείς τους υπερβεί και δεν θέλει να γίνει ομοιόμορφος με τους υπόλοιπους τιμωρείται παραδειγματικά προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων. Τα μπλε του κοβαλτίου ποιήματα, τα διάβασα στην τραγιάσκα του παππού και το λευκό μπλουζάκι του πατέρα που με έβαζε να του σηκώνω τα μανίκια ένα εκατοστό. Η ομορφιά, η αγνότητα των παραβολών του παππού και η εσωτερική ειρήνη του πατέρα με τους προσωπικούς του δαίμονες ήταν τα ποιήματα που με στήριξαν γερά στην ολισθηρότητα μιας ανηφόρας που δεν διαφαινόταν το τέλος της. Μεγάλωσα πολύ ώστε να μπορέσω να καταλάβω την έννοια της ευγνωμοσύνης και την δυνατότητα να σπας την ζωή σου σε χρονικές περιόδους και να την περιγράφεις εντός σου σαν ποιήματα. Και μπορώ να χαίρομαι βαθιά που αποκήρυξα από νωρίς το εσωτερικό αλαζονικό μου ζώο- όχι χωρίς κόπους και θυσίες. Τώρα, κάθε ημέρα, εδώ και χρόνια ,αποκηρύσσω από την ζωή μου άλλα παρόμοια ζώα. Χάρισα αρκετό χρόνο σε αυτά, χάνοντας τον δικό μου. Αλλά ότι έρχεται ,δεν έρχεται τυχαία στην ζωή, έχει λόγο και θέση.. Πριν κλείσω τα μάτια μου θέλω να προλάβω να πω ευχαριστώ στα πάντα, στις ήττες, στις νίκες ,στην ζωή και στους ανθρώπους. Κι ίσως να χυθώ σε έναν μπλε κοβάλτινο ύπνο , με λέξεις που θα προέρχονται από ακουαμαρίνα και θα μου διηγούνται από την αρχή την ζωή μου σε αποσπάσματα που θα βρέχονται από νερό.. αυτοβιογραφίες

Ο πατέρας τώρα εχει λευκά χέρια Μου μιλάει και ακούω την συγκίνηση Είναι μέρες που κινούμαι ανάμεσα στο πλήθος και βλέπω λευκά χέρια φυτρωμένα στους ώμους μου Λέω, είναι ο πατέρας μου που κινείται μαζί μου στον κόσμο κι ας είναι αόρατος..

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018


Ίσως την πιο πικρή ατμόσφαιρα μπορείς να την βρείς στις αφηγήσεις ενός πολυτραυματία του έρωτα μέσα σε ένα σκυλάδικο νύχτα Σαββάτου, στο σκουλήκι που ξαφνικά παρατηρείς στο χώμα καθώς υποδέχεται το φέρετρο , στις υπερτιμημένες φιλίες με τις γυαλισμένες προσόψεις, στα γκισέ των ταμείων που δίνουν τις κομμένες συντάξεις, στις μνήμες της νιότης με τις υπερβολές σε ακμή και χρόνο ενεστώτα, ίσως ο ενεστώτας που πονάει καθώς γέρνει επάνω του ασφυκτικά ο αόριστος, ίσως ο μέλλοντας που ασθμαίνει, ίσως κι η αδυναμία να σπαράξεις σαν λύκος το εγώ σου. Ίσως και τα μοναχικά σπίτια με τους μοναχικούς ανθρώπους. Η ζωή που περνάει δίπλα σου κι εσύ κοιτάς τα καπούλια της προσηλωμένος στο καθήκον..

-Μου δίνετε την φωτιά σας; -Σας δίνω όλον τον κόσμο εκτός από εκείνον τον τρελό δανειστή που κρύβω μέσα μου. -Όλοι φιλοξενούμε έναν δανειστή . -Τότε όλοι ξέρουμε το κοντό σχοινι του δήμιου. -Και πως αλλιώς; Φυσικά και το ξέρουμε. Εσείς είστε ευτυχισμένος που ξέρετε ήδη τόσο πολλά; -Ειλικρινά όχι. Θαυμάζω αυτούς που δεν ξέρουν , θα έλεγα τους ζηλεύω. -Ελάτε τώρα, ανάψτε μου το τσιγάρο κι ύστερα θα μιλήσουμε λέγοντας μικρές ιστορίες ο ένας στον άλλον. -Θα αφορούν άλλους; -Θα αφορούν όλους μας. Ελάτε, πλησιάστε στο τσιγάρο μου την φωτιά σας.

υτοί που είναι γέννες δράκου από την πολύ μικρή ηλικία αντιλαμβάνονται πως γεννιούνται με ένα καρφωμένο βέλος στην καρδιά. Αυτό ακριβώς είναι που τους βοηθάει να απλώνουν μακριά τους αισθητήρες και την αντίληψη τους. Αυτό και τους καθιστά μοναχικούς ακόμη κι όταν βρίσκονται ανάμεσα σε ένα μεγάλο πλήθος.

- Πόσο μακριά πιστεύεις πως μπορείς να πας λεξικογραφώντας τον κόσμο; -Δεν με ενδιαφέρουν οι αποστάσεις, με ενδιαφέρουν οι εικόνες, μου αρέσει να μπορώ να οπτικοποιώ. -Κι είναι τόσο ενδιαφέρον αυτό για εσένα; -Είναι τόσο ενδιαφέρον όσο το να θέλω να σε αγκαλιάζω όπως τώρα, εννοώ να έχω ανοιχτή καρδιά στο άγγιγμα σου. -Δεν μου αρέσει το να τα βάζεις αυτά μαζί. -Είσαι εγωίστρια ή μου φαίνεται; -Ίσως, βλέπεις τρέμω την ώρα που θα κάνεις εικόνα την φυγή σου. -Δεν θα υπάρχει φυγή όσο θα μπορούμε να μετεωριζόμαστε ο ένας μέσα στον άλλο αλλά και μόνοι. -Πιστεύεις ο μετεωρισμός δεν αφαιρεί στοιχεία από την αντίληψη της πραγματικότητας; -Φυσικά και αφαιρεί αλλά όταν έρθει η ώρα η γείωση δεν είναι απότομη αλλά φυσική όπως το περπάτημα, εξάλλου ποιός από τους δυό μας ζητάει την πραγματικότητα;- -Έχεις δίκιο, για όλα αυτά σε αγαπώ. -Κι εγώ, και σε αγαπώ γιατί στολίζεις αυτόν τον κόσμο κι όχι απλά γιατί είσαι μέρος του...

Την αγαπούσα, γιατί δεν εξανθρωπίστηκε, ούτε αυτό επεδίωξε, κοιμόταν μαζί με την μνήμη του κόσμου και ταυτόχρονα ξεγλιστρούσε μακριά, είχε ένα παιδικό λυχνάρι, όποτε γινόμουν συντρίμια το άνοιγε και ξεχνούσα τις τομές, άλλοτε εγκάθετες, άλλοτε κάθετες ή οριζόντιες ,αλλά πάντα οδυνηρές. Όταν μιλούσαμε για τους νεκρούς μας, τα μάτια μας φωταγωγημένα έτρεχαν στις λεωφόρους. Μέρα παρά μέρα παίρνω τις επιστολές της από τον άλλο κόσμο, πότε με μια υπενθύμιση ή ένα τυχαίο γεγονός να μου φέρνει εμπρός μου πόσο πολύ την αγαπούσα. Έγειρε στον ύπνο της ,είπαν, αλλά εγώ ήξερα πως την πήρε μαζί της η θάλασσα. Αυτό μου εξιστορεί το αίμα που ενώσαμε μια νύχτα που τα άστρα έσταζαν μέλι... (.......)

(Η επίσημη αναγνώριση πως ζείτε, γίνεται μόνο από κάποια συγκεκριμένα έγγραφα που εσείς δεν έχετε αλλά ούτε κι εμείς), είπε ο υπάλληλος κάποιας δημόσιας υπηρεσίας. Βαριόταν φριχτά την γυναίκα που τον κοίταζε με άδειο βλέμμα. Η αλήθεια ήταν πως η γυναίκα που βρισκόταν απέναντι του ήθελε απλά κάποιος άγνωστος να της βεβαιώσει πως ζούσε μιας και χρόνια τώρα δεν μιλούσε με κανέναν άλλον εκτός της γάτας της.. (Άρα είμαι νεκρή), είπε ήρεμα στον υπάλληλο. (Από όσο βλέπω ναι), είπε εκείνος και έσκυψε στα χαρτιά του. Η γυναίκα πήγε στο σπίτι της, βρέθηκε στην ταράτσα και πήδηξε στο κενό.. Ήθελε να βεβαιωθεί επειγόντως ότι ζούσε. Η αλήθεια είναι πως μόνο η γάτα της την αναζήτησε..

Από τότε που θυμάμαι φεύγουμε, κουμπωμένα μάτια ενός γιόγκι που μετράει τα άστρα ,στην παλάμη μας. Ο παλμός της καρδιάς μας ενώνεται με τα βήματα ενός σκύλου μακριά στις αγορές ,οι χασάπηδες των εθνών ζητούν να μας αφανίσουν, χωρίς αιδώ και δεύτερη σκέψη. Μα εμείς φεύγουμε, νεκρές μητέρες πρόλαβαν να μας δώσουν ευχές, νεκρές φύσεις προσκυνούν την μία φύση, την σοφότερη όλων. Αδύνατον να θυμηθώ που πάμε, κάπου που να σέβονται το φως, σου είπα ,κι ένας κρότος πέρα στον ορίζοντα ακούστηκε, ηταν η ιστορία του ανθρώπου ,κρεμασμένη στο δέντρο μας είπαν τότε αντιληφθήκαμε πως όλοι εμείς έχουμε πληγές στους ώμους.. Και φεύγουμε, μήπως και μείνουμε γυμνοί όπως ήρθαμε...

Συγκέντρωσες όλα σου τα καμένα και έφτιαξες βιογραφικό, χρόνια και χρόνια σε θυμάμαι να τραβάς δρόμους για μια σταδιοδρομία. Είχες κίτρινα μάτια, θυμάσαι; Τόσα χρόνια και δεν άλλαξαν χρώμα από τις διαδιακασίες της ταρίχευσης. Από την Αίγυπτο τράβηξες γραμμή για το Παρίσι εξουθενωμένος, χωρίς την ιερουργία της πόρνης. Ότι με πονάει, είναι που δεν με άφησες να σε πενθήσω σε καταχώρησα μαζί με τους άλλους, γίνατε οι περισσότεροι εκμαγεία μνήμης στον Αχέροντα . Τόσα καμένα κι ούτε μια τρύπα πάνω σου, μια ρωγμή για να μπει το φως. Και δεν σου έμαθες τόσα χρόνια πως οι σταδιοδρομίες χτίζονται με πτώματα; Μονότονες είναι οι λιτανείες στο ασήμαντο. Σήμερα ή αύριο θα είσαι ένα επίθετο σε μια ταφόπλακα μαρμάρινη, για να βρεις θέση χρειάζεσαι μέσον , πρέπει να γνωρίζεις αυτόν που θα σου ρίξει το χώμα.. -Ούτε μισό πένθος-

Οι μητέρες οι πέτρινες, φτιάχνουν κουκούλια και τυλίγουν τα παιδιά τους. Μέσα σε πένθιμη ατμόσφαιρα τα κοιμίζουν με νανουρίσματα της Μήδειας. Τα κουκούλια έχουν φόβους - τέρατα, ξεδιπλώνουν ιστορίες για να μην μπορούν τα παιδιά να κοιμηθούν. Ο 'υπνος να γίνεται ωδή στην αυπνία. Αργότερα η Μήδεια θα συγχωρεθεί, αλλά τα κουκούλια θα είναι μέγγενη στα μάτια του κόσμου. Όλα αυτά τα κουκούλια έκαναν τον Χαλεπά να πελεκάει μάρμαρα μέρα και νύχτα.. Τον Μποντλαιρ να χάνεται σε βιβλία γράφοντας για μια κρεολή. Και τους ευαίσθητους να γίνονται δέκτες και να λύνουν αινίγματα που μπλέκονται με τον χωροχρόνο ξέροντας πως τα μεταφυσικά είναι απολύτως φυσικά. Στον κόσμο των ανθρώπων δεν ξέρεις ποιον να πρωτοσυγχωρέσεις. Τον εαυτό σου που αφέθηκες ή αυτούς που διατηρούν το δικαίωμα να χαλούν τα όνειρα σου;

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018


Αντιγόνη, αγαπημένο μου εκατόφυλλο ποίημα, από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα κάθε ημέρα και καθε νύχτα έχει ένα διαφορετικό χρώμα. Σε βλεπω να σκάβεις βαθιά για να δεις κι ύστερα σκέφτομαι τι πιο πολύ με γοητεύει; Η δύναμη της επιθυμίας σου αυτής η πως οταν δεις θα εκδικηθείς τον εαυτό σου ; Φλόγα των κεριών στα μάτια σου, δέκα δράκοι χυμμένοι στα βήματα σου, πόρτες που ανοιγοκλείνουν είναι τα βλέφαρα σου. Λατρεμένη μου , εσύ που κάνεις ένδοξη την κάθε στιγμή μου, ντύσου το φως, στην θάλασσα που έφτιαξα για εσενα τερμάτισε την αγωνία μου. Αμόλυντη και ακέραιη υποσχεςου πως θα διατηρήσεις την αγάπη μου για εσενα, εσύ που τόσο όμορφα κι απροκάλυπτα αθώα ξέρεις να ζεις. Μείνε μια αιώνια πόζα στους οφθαλμούς μου, αθάνατη στην καρδιά και στον νου. Τα σκουπίδια της ζωης λυγίζουν στην ύπαρξη σου, ατελές το είναι μου χωρίς αυτήν. Ανήθικη να είσαι, και μοιραία, κρατώ ένα πινέλο και ρίχνω ατελώς χρώματα σε κάτι που μάλλον είναι το φυσικό σου πρόσωπο. Στην Αντιγόνη των αιώνων

Οι μισές αγάπες καταλήγουν στην στέρνα της απώλειας, αυτό εστί βήματα που ξεκίνησαν να πάνε εμπρός και κατέληξαν προς τα πίσω. Κουβέντες. Αναταράξεις στον βυθό. Να ζεις για να δίνεις ένα θάμβος και μιαν έκσταση. Κόπος, ιδρώτας κι αίμα. Σπίτι με υγρασίες και σκόνη. Κουβέντες. Βαρύ το τίμημα τους. Ύστερα στην επισήμανση γίνονται άφαντες. Μαύρο χιόνι. Οπλίζω το κεφάλι μου, να φύγει μακριά ζητά από τα ειπωμένα. Σχεδόν όλα τα είδαμε. Επεισόδια εγκεφαλικά, καρκίνους, εμφράγματα, ψυχικά επεισόδια σε κλειστά κτίρια, φυλακές, έμπορους των εθνών, τόκους και δανεικά αγύριστα, κατάντιες απροκάλυπτες, γυμνές γέννες από δέρμα. Οι μισές αγάπες καταλήγουν στην στέρνα της απώλειας. Μιλούν μόνες τους για τις εκβάσεις χωρίς εσένα κι εμένα. Έξι το πρωί με βρίσκει μια μαμή, ζητάει να με γεννήσει. Αλλά εγώ φεύγω με τα πόδια αγκαλιασμένα. Χορτάτος. Αξιοπρεπής και μόνος , μια κουκίδα από κάτι. Με τα ελάχιστα. Χωρίς να προλαβαίνω να πενθήσω. Κι ότι αγάπησα αλογα και φωτιές. Γιατί αυτό θέλησα. -Η φόρμα της εξάντλησης-

Όλοι οι Ιούδες, σε κατασταση ημικαταληψίας λαμβάνουν και δίδουν τον τελευταίο ασπασμό. Η συγχώρεση κείτεται επάνω σε ενα γεμάτο σύννεφο από δάκρυα. Τους είδαν για τελευταία φορά σε κάποια αίθουσα δικαστηρίου να τρώνε ευλαβικά σχεδόν , ψωμί ,και να πίνουν κρασί κόκκινο. Στο τέλος του γεύματος στάθηκαν εξω στον περίβολο . Εκεί είδαν αλυσοδεμένους, δέκα κρατούμενους, πιασμένους σφιχτά στους καρπουσ με τους κρίκους ,ο ένας με τον άλλον. Σαν ζώα προς σφαγή, φοβισμένοι και πιασμένοι σε μια εξουθενωτική αυπνία. Τα ανθισμένα δέντρα των νεραντζιών πληγωναν τις αισθήσεις τους ακόμη περισσότερο. Στην παιδική ηλικία ακούγοντας τις διηγήσεις περί Ιούδα και θεού , τα μάτια μου στάζανε αίμα. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως ο θεός έγινε τιμωρός εκδικητής για να υπάρχειη ανθρώπινη δικαιοσύνη. Τους Ιούδες της ζωής μου τους συγχώρεσα. Ζήτησα σχεδόν επιτακτικά να με συγχωρέσουν κι αυτοί για όσα κι ότι δεν κατάλαβα. Τα ζητήματα περί θεου βρίσκονται στην μελέτη της φύσης. Εκεί ολα δικαιώνονται γιατί η αρχη όλων ειναι η αγαπη. Ακόμη και σε υποθέσεις που πρέπει να λήξουμε μέσα μας. Μακάρι η ανθρώπινη ιστορία να πάψει να υπάρχει σαν το οδοιπορικό του πάσχοντος....

Ότι αγάπησα κι ότι με αγάπησε, βράχοι και θάλασσα. Ηλιος και σύννεφα με αλάτι. Εδώ ζω την εσωτερική ζωη μου. Εδώ βρίσκεται το δέντρο μου. Εδώ θυμάμαι να γίνομαι άνθρωπος και αέρας. Εδω είναι το καστρόσπιτο της καρδιάς μου. Και πάντα ο πατέρας έρχεται. Έρχεται και μου μιλάει με την γλώσσα των πουλιών.

Όταν ξυπνούσε και τον σκεφτόταν, ένα δελφίνι ένιωθε να καρφώνεται στην πλάτη της,, μια άγνωστη σε βυθό θάλασσα,, έσκαβε όλα τα μυστικά της δωμάτια. Η θάλασσα, γέμιζε το μυαλό της και καθώς μιλούσε κοχύλια και φύκια στόλιζαν το στόμα της. Στην πλάτη της έλαμπε ένα ασημένιο πτερύγιο, μπορούσαν ομως να το δουν μονάχα τα παιδιά...
Κάτω από τα βλέφαρα σου αναδύονται αρχαίες πολιτείες καθώς οι στιγμές απώλειας πολλαπλασιάζονται, επιχειρείς να δώσεις ένα τέλος στις παγίδες του όχλου , ο όχλος ζητάει συνεχώς θύματα και κάνει επικρίσεις. Να ζει κανείς ή να μην ζει ,είπε εκείνος και τράβηξε την κουρτίνα. Κάτι άλλο στήνεται, βάρβαρο κι απόκοσμο, είπες και σίγησες τα όπλα. Τις ημέρες πενθείς και τις νύχτες ονειρεύεσαι . Τρείς οι πόρτες, επτά τα κλειδιά. Ξέρεις πως τα χέρια σου είναι αλέκιαστα κι η καρδιά σου καθώς μικραίνεις μεγαλώνει, μα δεν είναι αρκετό αυτό για να αντέχεις τους λεκέδες του κόσμου, τους δίχως ντροπή και δίχως έλεος. Μέσα στον όχλο πολλοί υποφέρουν γιατί πιστεύουν πως προδόθηκαν, μα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι είναι τόσο ερωτευμένοι με το εγώ τους που όλα τα αντιλαμβάνονται ως προδοσία. Τραβάς δρόμους τρείς κι έχεις ευχές επτά. Ερημίτης μέσα στην έρημο. Με κληρονομιά από την αρχαία σκουριά μέσα στην θάλασσα. Τι θα κάνεις; Θα αποδώσεις επιστολή στην τελευταία ελπίδα; Όχι. Όσο ζήσεις θα ζήσεις με ησυχία και τον ίλιγγο κι ένα δέος να σιγοκαίει μέσα σου. Χωρίς θεατρικά έργα και ηθοποιούς. Πέρα εκεί ,καινουργιες μελέτες θα αποκαλύψουν τα ανθρώπινα. Πως ανθρώπινα δεν υπήρξαν, παρά ελάχιστα. Δεν κρατάς δάκρυα. Δεν έχεις πια. Μόνο ανεπίδωτες επιστολές. Χωρίς την υπογραφή σου. Κλείνεις την πόρτα κι έρχεσαι προς το μέρος μου. Ανατριαχιάζω καθώς βλέπω σε εσένα τον εαυτό μου 100 ετών. Πότε μεγάλωσα τόσο;

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018


Ενοικιάζονται άνθρωποι. Για ένα ποτό σε μη φωταγωγημένο μπαρ. Για κουβέντα μετά από μια παράσταση. Για φεγγαροχυσίες σε αμμουδένιες ακρογιαλιές. Όπου άνθρωποι δεν περιγράφονται σάρκινες μηχανές με ορμόνες πνιγηρές και αυτοεξόριστες. Με ψυχές κρεμασμένες στα κάγκελα. Με εγώ από ατσάλι. Δίχως τύψεις, αιωνίως κάνουν περιφορές των <<λανθασμένων>> παθών τους. Συμπλεγματικοί κι αιώνια σοφοί μέσα σε πλήρη ψυχική αποκαθήλωση. Νιρβάνες μέσα σε αδήλωτες μάχες. Ενοικιάζονται άνθρωποι. Ελευθέρας βοσκής , για πάντα αιρετικοί. Αδήλωτοι είναι, από παιδιά. Χωρίς τρόπαια. Γυμνοί από πρέπει , γεμάτοι από ίσως, χωρίς βεβαιότητες . Όπου άνθρωποι, λογίζονται σπαραγμένες καρδιές, ταπεινοί δίχως να ειναι ταπεινωμένοι. Ευεργετημένοι κι ευεργέτες ευαίσθητων στιγμών. Κεριά αναμμένα δίπλα σε παλαιά σεντούκια με κρυμμένους θησαυρούς. Γνωρίζοντες άριστα την γραμματική του βιωμένου βίου και ουχί μόνο των λέξεων που τον περιγράφουν. Ρήγματα. Κυλιόμενες πέτρες. Λέοντες, σιωπηλά αναμένοντας την ανατολή. Είδος δυσεύρετο. Είδος σε έλλειψη. Είδος για νέες επικηρύξεις. Με πληρωμένα συμβόλαια θανάτου ομαδικά. Κατά γειτονιές, κατά πρωτεύουσας, κατά παρεών,κατά χώρας, κατά χωρών. Τους βρήκα καθώς άνθιζε ένα νέο σύμπαν εντός μου και πέθαινε το παλαιό. Χωρίς νεκρά όνειρα. Χωρίς αυτοτιμωρίες από την έλλειψη. Δεν θα στους δώσω. Δεν θα τους πω. Θα διατηρήσω την ανωνυμία τους κι ας λες πως όλα ενοικιάζονται. Δεν θα σου τους δώσω... - Το ανήσυχο -

Φυσικά και τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε πριν ακόμη τον γνωρίσει. Ένιωθε μια άγρια ελευθερία όταν τον έβρισκε στην κίτρινη σοφίτα. Τα κεραμίδια έσταζαν βροχή όταν έφευγε από κοντά του.Ο δρόμος που περπατούσε μετεωριζόταν μαζί της. Μαζί του μάθαινε πόσο ωραία ήταν η ζωή. Η μαγεία ήταν ένα από τα συστατικά αυτής της αγάπης. Γι αυτό, για να μην χαλάσει αυτή η μαγεία ,αυτή η αγάπη για να μείνει στον χρόνο άφθαρτη, αποφάσισε να φύγει. Κι έζησε ανάμεσα σε εκείνους που δεν ήξεραν από ανθρωπογεωγραφία . Κι όταν τους μιλούσε για εκείνη την αγάπη αυτοί ένιωθαν κάτι μελό . Μα δεν συμβιβάστηκε, δεν έκανε τα μάτια τους δικά της. Και στον καθρέφτη της ο θάνατος δεν την φόβιζε. Είχε γίνει με κάποιον τρόπο αθάνατη χωρίς να είναι το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Γιατί, φυσικά και τον αγαπούσε. - Ένα μέρος της αγάπης-
Υπάρχει πάντα μια μεγάλη τρύπα, ένας υπόνομος της γης με υπολείμματα από όλα τα είδη. Ζέχνει μέσα σε μια ασφυκτική ατμόσφαιρα που είναι υπερφίαλη. Την έχουν εντοπίσει αυτοί που ζουν στο όριο κάτω από την φτώχια, οι τρελοί κι οι ποιητές που έζησαν περιφρονητικά από την μπουρζουαζία ενώ αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον. Ίσως γιατί δεν ήταν επικίνδυνοι πια. Μετά από όλα τα αντίο που λένε οι άνθρωποι κι ύστερα θα σκέφτονται ο ένας τον άλλον έντονα, σε αυτό το διάστημα η τρύπα καραδοκεί , πεινώντας για τις άδικες πράξεις τους. Ο πλανήτης, γκαν,γκαν μπαμ,μπαμ περιμένει να ζωντανέψει κάνοντας έναν καινούργιο πόλεμο. Εσύ κι εγώ εντυπώνουμε μέσα μας όλη αυτή την δίψα και πονούμε φριχτά. Είμαστε θραύσματα χωρίς αγκυλώσεις. Διαβάζουμε τους σακαταμένους πνευματικά από την υπερβολικά αρρωστημένη έπαρση κι απορούμε πως ο πλανήτης δεν έχει γυρίσει ανάποδα. Όλα τα Εγώ βροντούν με στόμφο τα γραφεία απόφάσεων και πλένουν τα χέρια τους στο αίμα, ενώ ταυτόχρονα κάνουν νηστείες σωματικές για να δικαιολογήσουν τους κρότους και τον θάνατο. Εσύ κι εγώ, γκαν , γκαν , μπαμ, μπαμ ,έχουμε τον δικό μας πόλεμο. Ποιός θα πει πρώτος συγνώμη, ποιος φταίει και ποιος κοιτάζει με εξόφθαλμο βρογχοκήλη. Άκου, ο ουρανός βροντάει ,και καθώς βρέχει, βρέχει παπαρούνες. Κάποιος πολύ παλαιός άνθρωπος που <<διάβαζε>> που είναι το νερό, τι καιρό θα κάνει, και τις μοίρες, είχε πει πως κάθε παπαρούνα είναι αδικοχαμένο αίμα. Εσύ κι εγώ, γκαν, γκαν, μπαμ και μπουμ. Μέσα σε έναν κόσμο απροφύλαχτο ,δεν ακούμε ο ένας τον άλλον , κάνουμε μαθήματα ηθικής με υπομνήματα και σημειώσεις, αυθαιρετούμε εναντίον των υπερευαισθητων και παράγουμε αδρεναλίνη και κορτιζόλη. Τα μνήματα πληθαίνουν. Κι η τρύπα μεγαλώνει, σε λίγο θα ζούμε μέσα της, Εμείς. Οι άλλοι θα ζουν σε μεγάλες, προφυλαγμένες με σύρματα, αστικές ζώνες. Με δέντρα ψηλά που θα γλείφουν τα τεράστια σπίτια τους. Το πιθανότερο είναι να επιζήσουν μόνο αυτοί κι οι κατσαρίδες. Αγάπη μου, στο βάζο μιλούν τα νεκρά λουλούδια,και τα κάδρα στους τοίχους γίνονται τα καντηλάκια των νεκρών. Δεν τα ανάβουμε εμείς -ξεχασμένοι στην δίνη μας, ανάβουν μόνα τους για να θυμάσαι. Για να θυμάμαι. -Η φριχτή πολυτέλεια του αίματος- υγ. κάτι που θέλει πολλά να πει αλλά δεν λέει τίποτε γιατί όλα είναι γνωστά.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ Από την μικρή σου ηλικία ένιωθες ορφανός από γονείς, γι αυτό άρχισες να αναζητάς βιώματα πίσω από τις λεξεις. Ήσουν παιδί όταν αντιλήφθηκες πως η προσωπική ιστορία του ανθρώπου εμπεριέχεται στο μυαλό των πολλών μέσα από την ημερομηνία γεννήσεως, τους τίτλους σπουδών, στο αν είναι παντρεμένος ή όχι, έμαθες πως η επίσημη ιστορία μιας χώρας είναι γνωστή από το που και πότε έγινε η τάδε μάχη, πότε άλλαξε το πολίτευμα, πότε έγινε η τάδε καταστροφή κ.λ.π. ............................ Γεννήθηκες μια πολύ βροχερή νύχτα με τις στέγες της πόλης να ηχούν την ταχύτητα και το βάρος του νερού. Πιθανολογώ πως πρώτα άκουσες την βροχή κι ύστερα την φωνή της μητέρας σου. ............................ Δεν κρύωνες εύκολα, δεν το έβαζες κάτω εύκολα. Άφησες τον πόνο να ζήσει μέσα σου για να καταλάβεις τι σημαινει πονάω, το ίδιο έκανες με όσα ρήματα έμαθες . Τα επίθετα τα άφησες ελεύθερα να πέφτουν επάνω σου σαν τα βέλη των χαμένων λαών που κατοικούσαν στα δάση . .......................... Είχες μαζέψει βροχή από τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου σε μικρά μπουκάλια κι όταν αρχίσαμε να επικοινωνούμε χωρίς λέξεις μου τα χάρισες ένα ένα. ......................... Εσύ που αγαπούσες τις λέξεις γιατί έμαθες από νωρίς να ζεις μέσα τους ,χωρίς να στερηθείς την προσωπική σου ελευθερία. ......................... Ένα απόγευμα που ήρθα και σε βρήκα στην μισογκρεμισμένη μονοκατοικία που έμενες , άνοιξες το παράθυρο για να ακούσουμε την βροχή , επίσης ακούγαμε την Νίνα Σιμόν και μιλούσαμε πίνοντας ένα ημίγλυκο κρασί της Σαντορίνης καθισμένοι αντικριστά σε ένα μπλε στρογγυλό τραπέζι, μιλούσαμε με λέξεις, με νότες, με ήχους και με τα μάτια. Κάποια στιγμή είδα μια σειρά από σαλιγκάρια να τσουλάνε υγρά επάνω στο τραπέζι μας, σαλιγκάρια στο πάτωμα, τους τοίχους, στο μπάνιο, μια μοναδική συναυλία από βροχή και τον ιδιωτικό τους περίπατο με κέρδισε κάνοντας με θεό για μερικά δεύτερα. ........................ Κάναμε ατέλειωτους περιπάτους στο πρώτο κοιμητήριο πολύ πριν αυτό γίνει μόδα. ........................ Καναμε εχθρό μας την μόδα, η μόδα χρησιμοποίησε χωρίς οίκτο τις λέξεις για να φτιάξει ειδικούς κώδικες να επικοινωνούν μεταξύ τους κάποιοι τάχα ίδιοι άνθρωποι κι επίσης χρησιμοποίησε την τέχνη φέρνοντας την στα σαλόνια και τους οίκους πώλησης σέρνοντας την σαν πόρνη πολυτελείας. Οι άνθρωποι για φαντάσου, μου έλεγες, αναπαράγονται με βάση την κοινή τους αγάπη στην μόδα φτιάχνοντας μια απρεπή στο ανθρώπινο είδος συνθήκη. Το χειρότερο είναι πως έκαναν μόδα τις εποχές που το ανθρώπινο είδος επαναστάτησε απέναντι στην εξουσία, από τότε η επανάσταση αναπαριστάται στα βιβλία, τις ταινίες και την μουσική, ........................ Όταν ένιωσες πως δεν μπορούσες να ζεις άλλο με τους ανθρώπους σε αποχαιρέτησα χωρίς ούτε ένα δάκρυ για να μην πληγωθείς. Δεν ήξερα που θα πήγαινες κι ούτε σε ρώτησα. ...................... Δέκα χρόνια τώρα παραλαμβάνω με το ταχυδρομείο μπουκαλάκια από βροχή, άλλοτε ποτάμια κι άλλοτε θάλασσα. ...................... Τα τοποθετώ σε ένα ράφι δικό τους . Και θυμάμαι να γυρεύω τους ανθρώπους πίσω από αυτά που λένε. Αγαπώ την βροχή μέσα από εσένα, εσένα που εφευρίσκω κάθε ημέρα για να αντέχω να ζω και να επιμένω.

Σχεδόν πάντα παίρνω το τραίνο αντί του μετρό. Αγαπώ την βραδύτητα των εικόνων και τον ήρεμο ήχο των συρμών του τραίνου ,αντί της βουής του μετρό. Διάβαζα ,όταν ένιωσα κάποιον να με κοιτάζει ,καθισμένο απέναντι μου. Είχε μάτια υγρά σαν χυμένο βελούδο με μπλε του κοβαλτίου, μακριές πυκνές βλεφαρίδες τα σκίαζαν και οι άκρες του στόματος του ανέβαιναν ελαφρά φτιάχνοντας ένα υποψιασμένο χαμόγελο. Αμήχανη κοίταξα τα δάχτυλα του, μακριά και λεπτά σαν των αγίων στα εικονίσματα, φορούσε ένα βραχιολι από κόκκινη κλωστή στο δεξί του χέρι, κρατούσε την ασκητική του Καζαντζάκη. Αναρωτήθηκα τι να βρίσκεται κάτω από το δέρμα του, ποιά όντα είχε συναντήσει στο διάβα του κι αν τον μαστίγωσαν άγρια ή τον είχαν θωπεύσει με αγάπη. Έγερνα προς το δεύτερο. Ο διπλανός μου σηκώθηκε για να κατέβει στην επόμενη στάση , κοίταξα έξω από το παράθυρο την πόλη που είχε τυλιχτεί σε μια γκρίζα εσάρπα αφήνοντας το φως να υπονοηθεί. Μου αρέσει αυτή η ατμόσφαιρα, μου θυμίζει πάντα μια εξέγερση που θα συμβεί αλλά τελικά αναβάλλεται. Ένοιωσα πως κάποιος άλλος κάθισε δίπλα μου και ταυτόχρονα μύρισα έντονα την οσμή πεύκου. Μια δροσιά ήρθε και με τύλιξε κάνοντας με να νοιώσω ευγνωμοσύνη αυθόρμητα. Είναι αυτός, με κοιτάζει και τείνει το χέρι στο δικό μου. -Καλημέρα, καλό μήνα. Είπε έτσι απλά ,και διερωτήθηκα αν είχε ένα τόσο ελεύθερο και άνετο πνεύμα ή έπασχε όπως οι περισσότεροι από κάποια ψυχική διαταραχή, εξάλλου είχε αποδειχτεί περίτρανα πως διαθέτω έναν τέτοιο μαγνήτη. -Καλημέρα, επίσης. Είπα και σπρωγμένη από το ένστικτο της επιβίωσης τον απέφυγα και κοίταξα ξανά ,έξω από το παράθυρο. -Δεν θα φύγω τόσο εύκολα μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι το άγνωστο, είπε και μου ακούστηκε σαν φράση που είχε θράσος αλλά το ύφος κι ο τόνος του δεν μου το επιβεβαίωναν αυτό. -Συνηθίζεις έτσι εύκολα να πιάνεις κουβέντα μέσα στα τραίνα; Ρώτησα με κάποιο ράγισμα στην φωνή μου άθελα μου. Ήθελα να με πείσει πως όχι, δεν το συνήθιζε, έτσι ξαφνικά. Κάτι ράγιζε μέσα μου αυτός ο άγνωστος, διαισθανόμουν πως αν αφηνόμουν ελεύθερη, θα με άνοιγε, είναι χρόνια τώρα που κρύβομαι μέσα σε ένα καλά διατηρημένο καύκαλο προστασίας. -Ασφαλώς και όχι. Απλά, ένα παιδί μέσα μου με σπρώχνει να κάνω βήματα που δεν συνηθίζονται . Δεν μου χρειάζεται εξάλλου να κάνω πράξεις και κινήσεις προκαθορισμένες. Στο άγνωστο και στο ρίσκο ,παίρνει κανείς ζωή. Τον κοίταξα ταραγμένη, μιλούσε για εμένα ή γι αυτόν; Τα μάτια του ήταν σταθερά στραμμένα στα δικά μου. Έβλεπα αυτό το μπλε που κανένας ποιητής δεν είχε περιγράψει με ακρίβεια παρά μόνο ο Πάμπλο Πικάσο κι η μητέρα φύση στις διαφορετικές μεταξύ τους λουρίδες της θάλασσας . -Δηλώνω γοητευμένος και ζητώ να πάμε να πιούμε ένα φλυτζάνι γνήσια σοκολάτα σε ένα μικρό καφέ ακούγοντας Μάιλς Ντέιβις κι ίσως ολόκληρο το αλμπουμ του Kind of Blue. Μάλλον μαγνητίστηκα όπως γίνεται στα φίδια που χορεύουν ακούγοντας φλάουτο. Δεν άφησα περιθώρια άρνησης στον εαυτό μου. -Ναι, θα το ήθελα, ευχαριστώ, είπα και χαμογέλασα. -Επιτέλους χαμογέλασες, άλλαξε το πρόσωπο σου , να συστηθώ , Μάρτιος . Είπε και το άρωμα του πεύκου τύλιξε το χέρι μου καθώς ήδη έπιασε το δικό μου και το έσφιξε δυνατά. Έξω ,η γκρίζα εσάρπα της πόλης αποσύρθηκε και φάνηκε υπέρλαμπρος ο ήλιος.

Υπάρχουν ημέρες που μας αγγίζουν με την ίδια τρυφερότητα που θα αγγίζαμε ένα κοιμισμένο πουλί

Μια άγουρη Άνοιξη σε βρήκα, κι εσύ έγινες καυτό Καλοκαίρι άναβα καρβουνάκια ευλαβικά και σε διάβαζα, κι όταν ξυπόλητοι γδέρναμε την άμμο φώναζες το όνομα μου, ντρεπόμουν από την τόση ευτυχία κι έκανα θελήματα στους ανήμπορους, να μην είμαι άδικη με τους δυστυχισμένους. Κι ένας ήλιος μούδιαζε τα κόκκαλα μου μαζί με το άρωμα σου που το έφερνε η θάλασσα.

Πολλές φορές αναπνέω μέσα από τον πνεύμονα ενός αγριόκυκνου, βυθίζομαι τότε αργά ,μέσα στην λίμνη κάποιου άλλου κόσμου, χωρίς λέξεις, κόμματα άνω και κάτω τελείες. Γνωρίζω καλά την ευωδιά της περιφοράς του επιταφίου όλη η ανθρωπότητα είναι ένας εν δυνάμει επιτάφιος, πέφτει στα γόνατα μυρίζοντας μονο την αγωνία του σκοτωμένου αίματος. Κι εγώ θέλοντας να σώσω την καρδιά μου ματαιώνω το μέσα μου παραλήρημα. Διαστέλλομαι και συστέλλομαι μέσα στον αιμάτινο θρόμβο μου, χωρίς φωνές και υποδείξεις. Να με σώσω ζητώ , να σώσω κι εσένα. Θυμάμαι τον Βαμβακάρη, φορούσε την φανέλα του παππού μου, αυτήν την φανέλα που φορούν όλοι οι νησιώτες. Και θυμάμαι πως είμαι άνθρωπος. Κι αρπάζομαι από εκείνον τον πνεύμονα και κολυμπώ στην αγριόλιμνη. Δίχως κοπάδια και τρόπους ψεύτικους -γιατί ξέρω πως στο τέλος τα αντίτιμα της επιτήδευσης είναι διπλά-. Ο Μάρκος επιδρά επάνω μου καταλυτικά. Αγιάσματα εκβάλλουν ασυγκράτητα εντός μου . Ότι δεν σώζεται να το καταστρέψουμε αγάπη μου. Να κατορθώσουμε να μιλούμε δίχως λέξεις. -Λαύριο-

«Είχα βαρεθεί τις παλιές στερεότυπες αρμονικές διαδοχές και σκεφτόμουν ότι θα υπήρχε κάτι άλλο. Μερικές φορές μπορούσα να τ’ ακούσω στο κεφάλι μου, αλλά δεν μπορούσα να το παίξω. Λοιπόν, εκείνη τη νύχτα ανακάλυψα ότι με το να χρησιμοποιώ σαν μελωδία τα υψηλότερα διαστήματα μιας συγχορδίας και υποστηρίζοντας τα με τις κατάλληλες αρμονίες, μπορούσα επιτέλους να παίξω αυτό που άκουγα μόνο στο μυαλό μου.» Είχε πει ο Τσάρλι Πάρκερ. Αυτό μου είπες την χτεσινή νύχτα ενώ πίναμε κόκκινο κρασί σε ένα μπαρ που έπαιζε Be Bop. Ο άνθρωπος- πουλί μας υπενθύμισε πως είχαμε μπροστά μας ένα ναρκοπέδιο γεμάτο από τις ήττες μας. Έπρεπε να πληρώσουμε τις οφειλές μας. Ακούγαμε μουσική κι οι ήχοι απομονώνονταν κι έμπαιναν μέσα μας καταλαμβάνοντας διαφορετικά ζωτικά όργανα. Η σύγχρονη ντρόγκα είναι ο καπιταλισμός , μουρμούρισες αργά. Αν το έβλεπα σε ταινία θα γελούσα, αλλά τώρα μου ήταν αδύνατον. Οι κενές θέσεις εργασίας , τα νεκρά εργοστάσια, οι ηλίθιοι των εθνών κι οι απρόσωπες μητέρες εταιρείες γελούσαν κάθε μέρα σε βάρος μας. Ήθελα να ακούσω μουσική χωρίς να σκέφτομαι. Στο είπα. Σου είπα να σωπάσουμε. -Μπορούμε τότε να ακούμε θαυμάσια μουσική μόνοι μας στο σπίτι. Είπες. Τράβηξα ρουφηξιές από το τσιγάρο μου κι έμεινα να κοιτάζω τα είδωλα μας στον καθρέφτη. Χλωμά είδωλα με τονισμένα ζυγωματικά και βαμμένα με καζάλ μαύρο μάτια. Πάντα έβαφες και τα δικά σου κι ας ήσουν άντρας. Οι φιγούρες μας εξαυλώνονταν μπλεγμένες σε καπνό και πνευστά, τα σπλάχνα μας άλλαζαν δομή. Σαν να προσπαθούσαν να διώξουν τις τοξίνες που τα φορτώσαμε χρόνια τώρα. -Αρκεί να σε αγαπώ; Σε ρώτησα. - Όχι πάντα, απάντησες. Το στόμα σου ήταν βρεγμένο, έπιασες να μιλάς για τον Κορτάσαρ, την Κούβα και τον Τσε. Ένιωσα μια ατέλειωτη, μεγαλειώδη ευγνωμοσύνη. Ο τρόπος που μιλούσες για αυτά ήταν αγνός και δεν πάσχιζε να αναδείξει τίποτε, απλά περιέγραφες με λεξεις στιβαρές , γεμάτες υγεία. Η ομορφιά που τύλιξε το σώμα μου από μέσα δεν είχε νευρικότητα. Απαλά και ηδονικά σχεδόν απαλλάχτηκα από τις σκέψεις που με ακινητοποιούσαν. -Θα μπορούσα να γίνω ένα με τον ρυθμό που χτυπάει η γη τα πόδια της, σου ειπα. Με κοίταξες χαμογελώντας. Μου αρέσει που δεν έχεις κόψει τα μαλλιά σου. Που μικρές μπούκλες καταλήγουν στα δάχτυλα μου όταν τα πιάνω. Που τα μάτια σου είναι φωτιές και θυμίζουν την λάμψη των πυγολαμπίδων. Ο τρόπος που καις τα τσιγάρα σου κρατώντας τα τόσο ιδιαίτερα. Χαλαρωμένη και ξεχνώντας την αγωνία όλου του κόσμου ήπια κι άλλο κόκκινο κρασί. Σε χάιδεψα στον ώμο. Ύστερα κοίταξα στον καθρέφτη απέναντι μας. Ενώ ο Τσάρλι Πάρκερ φυσούσε μέσα μας είδα με τρόμο πως ήμουν μόνη μου. Θυμήθηκα πως πέθανες εδώ και χρόνια. Κι έγινα εκείνο το ξεχασμένο σαξόφωνο σε ένα ταξί της Αμερικής. Αυτό που φυσούσε τώρα μέσα στο κεφάλι μου... Be Bop υγ στην μνήμη του Charlie Parker Jr.,( 29 Αυγούστου 1920 - 12 Μαρτίου 1955)

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018


Είναι πολλά που θέλω να σου πω, αλλά αυτός ο ήλιος μου απαγγέλει ένα σονέτο που φορά οπλές αλόγου. Θυμάμαι την ηλικία που υπήρχε εισπράκτορας στο λεωφορείο που μας πήγαινε στην θάλασσα. Τώρα μιλά μια ηλεκρονική φωνή αναγγέλοντας τις στάσεις. Αλήθεια, έχεις δει που υπάρχουν τα πρακτορεία αισθημάτων και πόσο διαφορετικοί είναι οι εισπράκτορες τους μεταξύ τους; Καθώς διασχίζω την πόλη κάνω πως δεν τους βλέπω, είναι αυτός ο ήλιος που με ζεσταίνει βλέπεις και ανθίζουν οι ελπίδες. Τις φτιάχνω μόνο μια αόριστη θετική υπόσχεση, δεν θε΄λω κάτι συγκεκριμένο. Τα όνειρα μου είναι πολλά στην διάρκεια της νύχτας, όταν έχουν άγχος τα ξεχνώ σε μια αποθήκη, στοιβάζονται σαν τσουβάλια που κρύβουν τρόφιμα. Μετά ακούω τα σονέτα , τις αυτοσχέδιες βόλτες των πνευστών και γαληνεύω. Δυσκολεύομαι να κάνω όνειρα, νομίζω πως τα όνειρα με κάνουν να λοξοδρομώ σε ένα αόριστο κάτι. Δεν θέλω κάτι, θέλω πολλά. Θέλω να μπορώ να είμαι οι οπλές του αλόγου, αλλά αν αφήσω αυτό το κάτι δεν θα μάθω ποτέ μου να καλπάζω καλά. Είναι πολλά που θέλω να σου πω , αλλά αυτός ο ήλιος φέρνει κάθε φορά ένα σπουργιτάκι στην βεράντα μου, τροχίζουμε με ελιγμούς τις φωνές μας. Πότε ένα πουλί, πότε ένα άλογο κάνουν την άφιξη μου στην γη λίγο πιο ζεστή. Με κρατούν γερά ,άλλοτε ιππεύοντας άλλοτε τραγουδώντας και πετώντας. Ξέρω πότε με σκέφτεσαι. Κι εσύ το ίδιο. Φυλάξου οταν θα δεις το απολιθωμένο δάσος, είναι άνθρωποι που δεν πέταξαν ποτέ, ειναι άνθρωποι -μηχανές. Ξέρουν μόνο να είναι εισπράκτορες

Κάπου μέσα σε ένα σύννεφο γιορτάζει σήμερα νοερά ο πατέρας, πληγές από σκέψεις χορεύουν γύρω, μα καθώς κάθομαι στον καναπέ που έχει πια γεράσει , τον ακούω, ακούω να λέει, -να προσέχεις παιδί μου, -προσέχω πατέρα, λέω, κι ύστερα ντροπαλά κοιτάζω το πάτωμα και σκιρτώντας από κάτι, σκέφτομαι , ποτέ δεν με ξέχασε ο πατέρας. Κι αμέσως ανοίγει το δωμάτιο σαν λουλούδι παρθένο, κανένα έντομο δεν το άγγιξε ακόμη.. -Μνήμη

Ο θεός να σε φυλάει από τους φίλους, είπε το άλογο στην γυναίκα κι εκείνη έπιασε το μάγουλο του και προσπάθησε να το γλυκάνει με ένα χάδι. Το χάδι ημέρωσε το στόμα του κι έπιασε να τραγουδάει ένα χαρούμενο τραγούδι. Έκρυψε η γυναίκα μια μικρή λύπη που της ήρθε από τα λόγια του και συγκεντρώθηκε στο τραγούδι. Μια μελωδία που βρέθηκε μέσα στο μούχρωμα ήταν ,και συναντούσε τα σταυροδρόμια της Σμύρνης. Γερά στην πλάτη της στάθηκε μια πεταλούδα,ένιωσε τότε μια κατάφαση των πάντων και γαλήνεψε. Ένα άλογο που τραγουδά Σμυρνέικα ,μια πεταλούδα ακίνητη στην πλάτη και μια γυναίκα δεν ήταν συνηθισμένο πράγμα. Γύρισαν κάποιες μαργαρίτες που ήταν καρφωμένες στην άκρη του δρόμου και άνοιξαν τα μάτια τους με έκπληξη, έπιασαν να χορεύουν μυστικά και το κάδρο έσβησε μόλις νύχτωσε πια.. -Πράγματα που σκέφτεσαι όταν βαριέσαι στην ουρά του Ο.Α.Ε.Ε για να κάνεις ανανέωση-

Μιλώ το όνομα σου ,όταν οι εγγαστρίμυθες σκιές μας , αποσύρονται στην ρέμβη τους.

Συναντιόμαστε στον δρόμο και κάνω πως δεν σε ξέρω. Επαναλαμβάνεις. Κι ας σαρώσαμε θύελλες. Η αλήθεια έγινε ζητιάνα κι εμείς δεν της δίνουμε πέρα από λίγα σεντς. .................................... Έτσι επιβιώνουν σήμερα οι άνθρωποι από την στιγμή που έσβησαν από την μνήμη το- δια ζώσης- χωρίς άνω και κάτω τελεία. ................................. Ο τόπος μας είναι ένας μαχαλάς όπου αυτός που τολμάει να πει την αλήθεια δημοσίως ,πρώτα σταυρώνεται ,και μετά σκοτώνεται. Σιγά σιγά και χωρίς να σκορπιστεί ούτε ένα αληθινό δάκρυ. Αυτό το ξέραμε από την αρχή, πριν την παιδική μας ηλικία. ................................. Από τότε που έγινες υβρίδιο, ο Λυκαβηττός με στενεύει. Με πνίξανε οι φιλοδοξίες σου, κάπως άκομψα και χωρίς καμιά σκέψη δεύτερη ,πουλήθηκες κι εσύ στις αγορές. Φόρεσες το πιό αθώο και γλυκό σου πρόσωπο κι άρχισες να μιλάς ατέλειωτα στους μελλοντικούς σου αγοραστές, τον χορηγό σου τον λυπήθηκα γιατί δεν ήξερε τι φρικτό είδος έγινες μετά την ένδεια της προηγούμενης ζωής σου. ................................ Τα λογίδρια σου ήταν αποτέλεσμα ενός κολάζ με εμμονές γεμάτες κορυφώσεις με λογοτέχνες, ζωγράφους , ποιητές , κινηματογραφιστές και πάντως όχι πολιτικούς. Αυτούς τους αντικαθιστούσες με τους φιλόσοφους. ..................................... Έπρεπε να με είχες ειδοποιήσει για τις επιλογές σου. Δεν είχα υποχρέωση να ξέρω που θα σε οδηγούσε εκείνη η γλυκόπικρη μελαγχολία σου, έπρεπε να παραδεχτείς πως οι φιλοδοξίες που έβλεπα στα μάτια σου ήταν αλήθεια. Τα άλλα ας τα άφηνες σε εμένα. ................................... 'Υστερα σε είδα να περιφέρεσα στον κόσμο με τις μνήμες μιας παράγκας που προσπαθούσε να γίνει ρετιρέ με χρώματα ώχρας ,κόκκινου και μπλε του κοβαλτίου. Ανίκανη ήμουν να δεχτώ αυτή σου την ήττα, κι όμως εσύ τώρα χαιρόσουν από την εφήμερη φήμη σου, χαιρόσουν που επιτέλους είχες έναν χορηγό καλοεκπαιδευμένο στις χορηγειες. ..................................... Όταν στο είπα άρχισες να πολεμάς την σκιά μου και να διαδίδεις για μένα πως πεθαίνω. Έγινες αυτός που έθαψε ένα μέρος από τα όνειρα μου. Αλλά κάποια στιγμή συνήλθα από την λύπη και προχώρησα. Αποχαιρέτησα το άδειο σου κουφάρι και συγχώρησα. Ας είναι ελαφρύς ο απόπατος που θα σε σκεπάσει, είπα από μέσα μου . ........................... Κάθε ημέρα βλέπω κι άλλα υβρίδια που σου μοιάζουν. Και η μνήμη συμπυκνώνεται όπως κι οι πληροφορίες. Γιατί ο μαχαλάς έχει πολύ ήλιο. Νιώθουμε τον ήλιο και ξεχνάμε τα βασικά. Πως το αίμα, τα σκατά και το σπέρμα εμπεριέχονται μέσα στον άνθρωπο. Τον άνθρωπο αφήσαμε πίσω. Τώρα συνομιλούμε με υβρίδια. Ελπίζω πως δεν θα τα αγαπήσουμε. Ύβρις

Ηχώ ένα σαξόφωνο. Ένας άντρας μέσης ηλικίας χτυπάει τα κλειδιά του. Οι ήχοι μπλέκονται αλύπητα μεταξύ τους μπροστά από την μπλε κουρτίνα. Τραβούν μπροστά τον χρόνο. Ο χρόνος μετατοπίζεται, ανοίγει για να φανεί το χάος σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Στέκομαι αμίλητη μπροστά σε αυτή την απλότητα. Και την κατάνυξη. Οι flappers χορεύουν με τον Francis Scott Fitzgerald , τα πνευστά τζαμάρουν με την ντραμς και το πιάνο κινείται στην μέση της σκηνής. Δεν γνωρίζω την ορθογραφία τους, νιώθω όμως την ορθότητα τους. Ηχώ ένα σαξόφωνο ενώ ταυτόχρονα σκέφτομαι λέξεις. Είναι στιγμές που θα πουλούσα στον διάβολο την ψυχή μου για να μπορώ μόνο να νιώθω κι όχι να σκέφτομαι. Να νιώσω ένα 24ωρο, κι όχι να το σκεφτώ. Η JAZZ είναι αυτό. Το να νιώθεις. Οι ήχοι καθώς μπλέκονται μεταξύ τους κι ανοίγουν τα πεδία αυτοσχεδιάζοντας ,είναι αυτό. Παύουν όσο διαρκούν τον αγχωτικό αιώνα, την αγχωτική ημέρα. Οι ώρες τρέχουν αλλά ενώ οι νότες επίσης τρέχουν κάτι παύει να κινεί την αγχωτική επίδραση της κορτιζόλης. Είμαστε ορμόνες και εικόνες λένε. Επιδράσεις και αλληλοεπιδράσεις. Λένε. Παλεύω να μην ξέρω τίποτε. Αλλά ακούγοντας τον ήχο μιας γάτας μέσα από το σαξόφωνο ξέρω πως ξέρω. Ξέρω πως άνθρωποι σαν τον Ντοστογιέφσκι δεν μπορούν να κοιμηθούν τα βράδια. Αναλύουν τον αιώνα μέσα σε δυό σελίδες, πως θα μπορούσαν να κοιμηθούν ήρεμα; Μοιάζει αδύνατον να σου πω το εν κατακλείδι. Ωστόσο ξέρω πολλούς που το λένε ατέρμονα χωρίς να λένε τίποτε. Φλυαρούν δίχως τέλος χωρίς να στιγματίζουν τα ουσιώδη. Το πιάνο πατάει γερά. Λέει τα ουσιώδη. Αλλά τα ξεχνάς την επόμενη ημέρα. Γιατί σε βομβαρδίζουν όσα ξέρεις. Όσο περισσότερα ξέρεις τόσο πιό πολύ εύθραστη γίνεται η αθωότητα σου. Παλεύεις με όλο σου το είναι να την διατηρήσεις γνήσια. Και λυπάσαι που δεν γεννήθηκες σε μια μελλοντική εκδοχή του ανθρώπινου είδους. Είσαι μόνος σου μπροστά στην ζωή και στον θάνατο. Οι ρωγμές και τα θραύσματα αυτοσχεδιάζουν γερά. Μπροστά στην σκοτεινή πύλη ακούω ένα σαξόφωνο. Φυσάει ένας Κρεολός αέρα ενώ ένας μαύρος ανοιγοκλείνει το στόμα του χτυπώντας τα πλήκτρα του πιάνου. Μοιάζει να ξέρουν ακριβώς τι είναι ζωή και τι είναι θάνατος... JAZZ

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ Από την μικρή σου ηλικία ένιωθες ορφανός από γονείς, γι αυτό άρχισες να αναζητάς βιώματα πίσω από τις λεξεις. Ήσουν παιδί όταν αντιλήφθηκες πως η προσωπική ιστορία του ανθρώπου εμπεριέχεται στο μυαλό των πολλών μέσα από την ημερομηνία γεννήσεως, τους τίτλους σπουδών, στο αν είναι παντρεμένος ή όχι, έμαθες πως η επίσημη ιστορία μιας χώρας είναι γνωστή από το που και πότε έγινε η τάδε μάχη, πότε άλλαξε το πολίτευμα, πότε έγινε η τάδε καταστροφή κ.λ.π. ............................ Γεννήθηκες μια πολύ βροχερή νύχτα με τις στέγες της πόλης να ηχούν την ταχύτητα και το βάρος του νερού. Πιθανολογώ πως πρώτα άκουσες την βροχή κι ύστερα την φωνή της μητέρας σου. ............................ Δεν κρύωνες εύκολα, δεν το έβαζες κάτω εύκολα. Άφησες τον πόνο να ζήσει μέσα σου για να καταλάβεις τι σημαινει πονάω, το ίδιο έκανες με όσα ρήματα έμαθες . Τα επίθετα τα άφησες ελεύθερα να πέφτουν επάνω σου σαν τα βέλη των χαμένων λαών που κατοικούσαν στα δάση . .......................... Είχες μαζέψει βροχή από τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου σε μικρά μπουκάλια κι όταν αρχίσαμε να επικοινωνούμε χωρίς λέξεις μου τα χάρισες ένα ένα. ......................... Εσύ που αγαπούσες τις λέξεις γιατί έμαθες από νωρίς να ζεις μέσα τους ,χωρίς να στερηθείς την προσωπική σου ελευθερία. ......................... Ένα απόγευμα που ήρθα και σε βρήκα στην μισογκρεμισμένη μονοκατοικία που έμενες , άνοιξες το παράθυρο για να ακούσουμε την βροχή , επίσης ακούγαμε την Νίνα Σιμόν και μιλούσαμε πίνοντας ένα ημίγλυκο κρασί της Σαντορίνης καθισμένοι αντικριστά σε ένα μπλε στρογγυλό τραπέζι, μιλούσαμε με λέξεις, με νότες, με ήχους και με τα μάτια. Κάποια στιγμή είδα μια σειρά από σαλιγκάρια να τσουλάνε υγρά επάνω στο τραπέζι μας, σαλιγκάρια στο πάτωμα, τους τοίχους, στο μπάνιο, μια μοναδική συναυλία από βροχή και τον ιδιωτικό τους περίπατο με κέρδισε κάνοντας με θεό για μερικά δεύτερα. ........................ Κάναμε ατέλειωτους περιπάτους στο πρώτο κοιμητήριο πολύ πριν αυτό γίνει μόδα. ........................ Καναμε εχθρό μας την μόδα, η μόδα χρησιμοποίησε χωρίς οίκτο τις λέξεις για να φτιάξει ειδικούς κώδικες να επικοινωνούν μεταξύ τους κάποιοι τάχα ίδιοι άνθρωποι κι επίσης χρησιμοποίησε την τέχνη φέρνοντας την στα σαλόνια και τους οίκους πώλησης σέρνοντας την σαν πόρνη πολυτελείας. Οι άνθρωποι για φαντάσου, μου έλεγες, αναπαράγονται με βάση την κοινή τους αγάπη στην μόδα φτιάχνοντας μια απρεπή στο ανθρώπινο είδος συνθήκη. Το χειρότερο είναι πως έκαναν μόδα τις εποχές που το ανθρώπινο είδος επαναστάτησε απέναντι στην εξουσία, από τότε η επανάσταση αναπαριστάται στα βιβλία, τις ταινίες και την μουσική, ........................ Όταν ένιωσες πως δεν μπορούσες να ζεις άλλο με τους ανθρώπους σε αποχαιρέτησα χωρίς ούτε ένα δάκρυ για να μην πληγωθείς. Δεν ήξερα που θα πήγαινες κι ούτε σε ρώτησα. ...................... Δέκα χρόνια τώρα παραλαμβάνω με το ταχυδρομείο μπουκαλάκια από βροχή, άλλοτε ποτάμια κι άλλοτε θάλασσα. ...................... Τα τοποθετώ σε ένα ράφι δικό τους . Και θυμάμαι να γυρεύω τους ανθρώπους πίσω από αυτά που λένε. Αγαπώ την βροχή μέσα από εσένα, εσένα που εφευρίσκω κάθε ημέρα για να αντέχω να ζω και να επιμένω.