Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014


Η ευτυχία είναι πόνος, φοβάσαι μην χαθεί σαν μια κάρτα ευχών στο καλοκαιρινό φως. Ξενυχτάς μετρώντας κομήτες στον αστρικό χάρτη του νου σου. Πίνεις ποτάμια από αισθήματα, περπατάς μετεωριζόμενος. Ναι, θα μπορούσα να υποστηρίξω πως η ευτυχία είναι μετεωρισμός. Αυτά τα αβέβαια βήματα που κάνει αυτός που υποφέρει από ίλιγγο. Κοιμάσαι τώρα, ίσως αν διέθετα μαγικές ικανότητες να σε έβαζα σε μια βάρκα και να σε άφηνα στην θάλασσα. Γλάροι και ψάρια θα εκτιμούσαν την καλοσύνη της φύσης σου. Αυτή η καλοσύνη σου είναι ένα από αυτά που μου προξενούν ευτυχία. Κι η γοητεία της παιδικότητας σου, που δεν κάνεις κόπους για να κρύψεις. Οι άνθρωποι παλεύουν να γίνουν ευτυχισμένοι. Στην πραγματικότητα, όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, θα ρθεί και θα σε βρει, την στιγμή που δεν θα φωνάζεις για να σου παρουσιαστεί. Η ευτυχία είναι επίσης πόνος γιατί δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτόματα σε κάποιον άλλο. Μπορώ μονάχα να την περιγράψω όχι να την μεταφέρω στην καρδιά του. Κι αυτό ακριβώς μου προξενεί λύπη, ένα τόσο πλήρες αίσθημα να μην μπορεί να μεταφερθεί και σε κάποιον άλλο. Τα μάτια μου πονάνε από την πολλή ομορφιά. Η ευτυχία είναι γυναίκα, φοράει ρούχα εποχής και είναι κομψή και αέρινη. Σε χαιδεύει παντού όσο να μείνεις μέσα σε μια διέγερση που είναι χαρά, πόθος μα και γαλήνη. Η ευτυχία είναι θάλασσα. Δες μαζί μου, άπειρα πουλιά πετούν από επάνω μας, αφήνω τα χέρια μου στο νερό, καθώς κωπηλατείς με δύναμη , βλέπω τον βυθό χωρίς να φοβάμαι. Δες μαζί μου, πλάσματα που μας τα περιέγραφαν στην παιδική ηλικία όπως οι νεράιδες και τα ξωτικά και μετά μας τα αφαίρεσαν από την πραγματικότητα τώρα υπάρχουν. Ξανά. Η ευτυχία, είναι γυναίκα. Σε γεμίζει στα πάντα και εσύ φοβάσαι μην την χάσεις. Θέλει να την ταίζεις, να την ξεδιψάς και να την φροντίζεις. Κι εγώ, αυτός ο απειροελάχιστος κόκκος της άμμου πως θα τα καταφέρω να την κρατήσω με φροντίδα; Αυτή είναι τόσο ψηλή και ωραία που μετά βίας κρατώ τα δάκρυα μου.. (Η ευτυχία, είναι γυναίκα)

Σιχαίνομαι τα καλά παιδιά, σε τούτη την χώρα που είναι πάντα υπό κατοχή, τα <<καλά παιδιά>>, λύνουν και δένουν. Στην πολιτική αρένα, μόλις βγαίνουν, σαν ταύροι καταγγέλουν τα συστήματα που θρέφουν δέκα ακριβώς νεκρούς που παριστάνουν τους ζωντανούς. Ύστερα μόλις καθίσουν για καιρό στο μεγάλο γραφείο τους πρόβατα γίνονται και αρουραίοι. Πρόβατα, γιατί ακουλουθούν τον νεκροζώντανο χορηγό τους, αρουραίοι μετά γιατί χρειάζεται να μάθουν τις υπόγειες διαδρομές.. Μοιράζονται τον υπόγειο μπαξέ τους, ραβασάκια, βίζιτες, βίζες και λιμουζίνες που τους πηγαίνουν στα βόρεια ή στα νότια, ποτέ στο κέντρο, βλέπεις το κέντρο είναι για αυτούς που δεν φοβούνται τις κατσαρίδες. Ύστερα, τα <<καλά παιδιά>> είναι γνωστό πια πως είναι κωλόπαιδα, μόνο που ο καημένος, ο απαίδευτος λαός το αντιλαμβάνεται μόλις είναι αργά για δάκρυα και νάρκες. Τα δάκρυα βγήκαν κι οι νάρκες μεθοδικά ξετινάζουν μισθούς και κώλους. Είναι και τα άλλα <<καλά παιδιά>>, οι καλλιτέχνες, που κι αυτοί δίνουν δεξιά αριστερά συνεντεύξεις δείχνοντας το ευγενέστερο τους πρόσωπο, ω θυγατέρα, ω γιε μου, γιε μου δεν τον άκουσες τον δολιο σου πατέρα κλπ, είναι που λες κι αυτοί που πάσχουν μαζί με τον λαό, αυτήν την περιφρονημένη σαύρα, πάσχουν κι αυτοί και καταγγέλουν τις σκοτεινές δυνάμεις ή διαφημίζουν πως ξέφυγαν από την κατάθλιψη, αυτοί που κάποτε ήταν τα παιδιά του ενός ή του άλλου (μεγάλου σκηνοθέτη), οι ποιοτικοί και που τώρα πάσχουν κι αυτοί οι μνημονιασμένοι ενώ στην πραγματικότητα ζητούν έναν χορηγό ή μια καλή είσπραξη από την παράσταση που θα υποστηρίξει φυσικά η λοασαύρα, ή είναι κι αυτοί που ποτέ δεν έφυγαν από τον κουραμπιέ, δεν χάθηκε κανένα πόστο χορηγίας, αχ, κι αυτοί <<καλά παιδιά>> πάντα ήταν, μην το ψάχνεις... Είναι και οι δημοσιογράφοι επίσης πολύ <<καλά παιδιά>>, καλά αυτό το γνωρίζουν και τα πεντάχρονα στην χώρα αυτή. Καταγγέλοντες κι αυτοί μετά την πρώτη λάμψη της κρίσης, μετά καταγγελόμενοι, αλλά όλοι <<καλά παιδιά>> ξεκίνησαν.. Η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να πω τίποτε για την πάρτη τους, σου είπα αυτά τα ξέρουν και τα πεντάχρονα. Απλά με τα χρόνια και την αλλαγή των καιρών οφείλει κανείς να ομολογήσει πως τους ανήκει επάξια η φιγούρα της περσόνας... Μαλάκα, λαοσαύρε, μαλάκα, να φοβάσαι τα καλά παιδιά. Τα καλά παιδιά είναι γυαλισμένα κωλόπαιδα. Κι όχι του δρόμου και της υπερβολής στην ζήση. Είναι του σαλονιού και στην σειρά με προφυλακτικό ένας ένας.. Μαλάκα λαοσαύρε, όλοι παρακολουθούμε εκτός από αυτούς μια εθνική παράσταση που εδώ που τα λέμε σαν παράσταση δεν αξίζει μια εκτός από τις ατάκες τις αναγκαστικές κι αυθόρμητες ή αυτές που χρειάζεται να ειπωθούν με το όπλο στο μέτωπο, το δικό μας ηλίθιε, όχι το δικό τους. Το τέλος είναι άγνωστο. Αλλά μακριά από τα <<καλά παιδιά>>. Κι από αυτά που διαφημίζουν πόσο καλά παιδιά ή ασυμβίβαστοι είναι. Γάμησε τους όλους αυτούς.. Είναι κωλόπαιδα από κούνια. Θα σε πατήσουν για να ανέβουν. Ένας είναι ο στόχος τους, ο ΣΤΟΧΟΣ, όποιος κι αν είναι. Κι εγώ λαοσαύρος είμαι, δεν σου λέω κάτι άλλο, αλλά τουλάχιστον βλέπω γρήγορα πια τον κωλοπαιδισμό τους. Δεν γίνομαι βούτυρο στο ψωμί του κάθε παπάρα. Δεν έχω οίκτο. Έχω σιχασιά. Έχω πιάσει φρένο στην κατηφόρα, γιατί φίλε ετούτη η κατρακύλα όλα τα παρασαίρνει.. Να δούμε στο τέλος ποιός θα επιβιώσει.. Αλλά που είσαι; Μην είσαι ηλίθιος, μην τσιμπάς.. (Τα <<καλά παιδιά>> είναι παντού, ο λαοσαύρος κοιμάται ήσυχα..)

αρετή της φιληδονίας, ένα μαχαίρι Τρέχει αργά στο αίμα και λιμνάζει, φωνάζει πλάσματα από όλες τις εποχές Των ερώτων τις χαρές να πιουν, χωρίς δισταγμό, τα φύλα των ανθρώπων Κι εκείνες οι πληγές οι αόρατες, οι αρχαίες, χωρίς δειλία βγάζουν την γλώσσα τους Ράθυμες και πλάνες Μα το μαχαίρι της φιληδονίας χτυπά χωρίς δισταγμό και όρια Τρέμουν τα πόδια όταν γυρίζουν πίσω σπίτι Θα είναι ξημέρωμα και τα πουλιά θα τραγουδάνε στις φυλλωσιές των δέντρων, όταν, ένας άντρας και μια γυναίκα θα γυρίσουν το πρόσωπο στο μαξιλάρι για να κοιμηθούν Μα σαν ξυπνήσουν, αυτή η άπληστη αρετή της φιληδονίας, θα έχει βαφτεί ξανά τα χρώματα του πολέμου... -Φιληδονία

ΑΠΟΛΎΤΩς ΕΡΩΤΙΚΌΝ


Πίνουμε. Καπνίζουμε. Μιλάμε. Κάνουμε έρωτα. Χύνουμε. Πίνουμε. Καπνίζουμε. Μιλάμε. Κάνουμε έρωτα. Χύνουμε. Κολλάμε ο ένας επάνω στον άλλο. Και σαν να πεθαίνουμε. Κάπου πάμε. Ίσως ένας τέτοιος έρωτας είναι ένας άλλος θάνατος. Ίσως αυτός ο άλλος θάνατος είναι το άλλο πρόσωπο μας , περίμενε να βγει από την κρυψώνα του ώσπου να βρει ο ένας τον άλλον. Για να πίνουμε. Για να καπνίζουμε. Για να μιλάμε. Για να κάνουμε έρωτα. Για να χύνουμε. Να πεθαίνουμε.

το πέλαγος της πεονίας


Στο πέλαγος της πεονίας, άγριες και αδάμαστες, οι γυναίκες, βρέχουν τα χείλια τους με τον απαγορευμένο καρπό. Σταγόνες από λευκό γάλα, στην κοιλιά τους και στα χέρια. Άντρες με φαλλούς που κοιτάζουν τον ουρανό, χαιδεύουν τα στήθια τους. Φορούν ασπίδες από ασήμι που η λάμψη τους φτάνει ως τον ήλιο. Πολεμούν μεταξύ τους και βγαίνουν από το σώμα τους φωτιές. Ώσπου το απόγευμα, να τους βρει η ειρήνη, με χρώματα πληθωρικά στα βουνά να στέκουν. Και γύρω γύρω, η θάλασσα εξαγριωμένη, χτυπά στην ράχη τα δελφίνια. Μα μόλις οι αμαζόνες αγγίξουν το στόμα τους εκεί που οι άντρες εκλιπαρούν ριγώντας, ένα αστέρι θα μουσκέψει πέφτοντας. Στην πτώση του θα ενωθεί με τις σταγόνες από το λευκό γάλα. Κι εκεί, στο πέλαγος της πεονίας λάμψεις και κρότοι, θυμίζουν την ήττα των θεών. Όταν ο Σείριος σε ταξιδέψει, σήκωσε το κεφάλι και δες. Μα έπειτα ιχνηλάτισε με τα μάτια σου την θάλασσα. Όλα από εκεί ξεκίνησαν, από το πέλαγος της πεονίας..

ταύτιση


Άσε με να σου μιλάω χωρίς φραγμούς, χωρίς φόρμες κι αποστρόφους, και βέβαια παραλείπω τα αποσιωπητικά... Τα φεγγάρια που κύλισαν στο πηγάδι όλα μου τα Καλοκαίρια, στα έδειξα,,κρατώντας ένα ασημένιο χέρι σαν αυτά που κάνουν τάματα οι άνθρωποι που είναι απογοητευμένοι.. Τράβηξα τον καπνό στον πνεύμονα κι ύστερα στον έδωσα μέσα στο στόμα σου σαν ένα φιλί. Σε φαντάζομαι νεκρό, εγώ στα γόνατα κρατώντας ζουμπούλια να τραβώ τις σάρκες μου. Να κλαίω κοντά σε ένα μαρμάρινο μνήμα και μετά να πετώ την τέφρα σου στο Πέλαγος.. Σε φαντάζομαι νεκρό μόνο και μόνο για να μπήξω βαθύτερα την ύπαρξη σου και την έλλειψη σου στα χέρια μου κι ύστερα σε όλα τα αδιάβαστα κύτταρα μου. Μετά θα ζητάς να σε αναστήσω με την αγάπη μου, εγώ το λέω έρωτα μιας γυναίκας που τραβήχτηκε στα άκρα ακροπατώντας, ζαλισμένη από τον ίλιγγο του γκρεμού. Είναι ωραίο να πέφτεις.. Είναι ακόμη πιο ωραίο να σηκώνεσαι και να κοιτάς το ύψος που πέταξες. Σε βλέπω να έρχεσαι να με παίρνεις από μια στάση λεωφορειου , όπου γύρω είναι άνθρωποι σαν ζαλισμένα πρόβατα, μας κοιτάνε, κοιτούν την αχλή ατμόσφαιρα που χύνεται στα πρόσωπα μας και θαυμάζουν και ζηλεύουν. Να σε θαυμάζω θέλω. Να ζηλέψω όταν μαρτυράς τραγούδια και στίχους σε θεούς αυτόφωτους, υπερβατικούς και ωραίους. Η ατέλειωτη διαδρομή του σπέρματος στο ωάριο δεν είναι δα και κανένα στοιχείο της Πανωραίας. Μα είναι οι δονήσεις οι καταραμένες, που πάνε κορμί και ψυχή μαζί και καρδιά. Αυτές τραβούν το υπογάστριο πέρα από τους μύθους του Άδη και της Ήρας το κατόπι.. Να σε ζω θέλω. Όχι με τον τρόπο που ζήσαμε μέχρι τώρα.. Τον άλλον ζητώ, τον αμόλυντο. Αυτόν που κρατήθηκε από ζήλο για εσένα κι εμένα.. Ο κόσμος μετά από εμάς η κιβωτός του Νώε κομμάτια. Κομμάτια και θρύψαλα.. Μετά θα βγει η νύχτα και θα συναντήσει την ημέρα που θα φεύγει. Να σε θαυμάζω θέλω. Ο πόθος μου θα είναι πάντα στέρεος σαν την πέτρα. Όχι λευκή μα θα έχει όλα τα άλλα χρώματα... Τα απομνημονεύματα των ερώτων μου στα διάβασα. Γι αυτό με διεγείρει που έχεις πάντα αγωνία για την φυγή μου. Κανείς δεν ξέρει αν θα μείνουμε ή θα σκορπιστούμε σαν φαντάσματα.. Αλλά αυτό που μένει είναι πως ζήσαμε και ζούμε πέρα από τις κορφές του Ολύμπου. Πέρα από την τρέλα και τον θάνατο. Τα τρώμε σαν την ζάχαρη αυτά και τα δίνουμε ο ένας στο στόμα του άλλου. 'Αφησε τους άλλους, αυτοί ζητούν μια διέγερση και μια οργασμική συχνότητα ή μια τυχαία αμοιβαιότητα... ΔΕν είναι μεγαλαυχία, είναι η απλότητα της μνήμης των σωμάτων. Μα και κάτι βαθύτερο. Μια προηγούμενη ζωή που έζησε μακριά από την άλλη.

των εραστών πάντα


Τα δωμάτια της αφής μας είναι πολλά. Τα επισκεπτόμαστε, και κάθε φορά κάνουμε με διαφορετικό τρόπο έρωτα. Άλλο δωμάτιο έχει αμαζόνες και πειρατές με μάτια γυάλινα. Άλλο δωμάτιο έχει ένα τεράστιο πιάνο με ουρά. Τα μάτια σου μοιάζουν με εκείνα ενός μύστη στις Ινδίες που περπατά μέρες και μέρες προσευχόμενος με έναν λωτό. Εγώ πάλι, προσπαθώ να μην είμαι μόνο εγώ, να είμαι όσα κράτησα εδώ επάνω πατώντας στο καύκαλο της γης. Κάνουμε κύκλους επάνω στα σεντόνια μας καλώντας κάποιες θεότητες ξεχασμένες στον χώρο- χρόνο. Οι θεότητες έρχονται με ασιδέρωτα φτερά. έχουν πτυχές στα βελούδινα ρούχα τους και κοιτάζονται στα μάτια μας. Με πεθαίνουν τα μάτια σου. Ως τώρα νόμιζα πως πέθαινα μόνο κοιτώντας αυτά που λένε αλήθειες. Η μεταξωτή κλωστή μας ενώνει. Γίνομαι πελώρια, ακούς; Φτάνω ως τον ουρανό, αποκτώ δυνάμεις που μέχρι τώρα μόνο τις υποψιαζόμουν. Είσαι το εκλεκτότερο δαιμόνιο μου. Μου. Σου. Εμείς. Με φιλάς κλείνοντας τις πληγές της εποχής που ήμουν παιδί. Κάνουμε έρωτα με κλειστά μάτια. Μα τα ανοίγουμε ακολουθώντας τις εκφράσεις που αλλάζουν τα πρόσωπα μας. Αλλάζουν οι εκφράσεις με ταχύτητες φωτός. Σου λέω, μαζί σου διακυβεύεται η ελευθερία μου, εσύ γελάς. Ψήνεις πορτοκαλόφλουδες επάνω στην παλιά σόμπα. Μου δίνεις να μασήσω κι εγώ αρχίζω να μασάω τα χέρια σου. Βρέχω τα δάχτυλα σου 'ενα ένα , τα αφήνω μετά επάνω μου. Και όλα τα δωμάτια της αφής μαζί μας καίγονται. Ύστερα ένα φλόγιστρο ξερνάει φωτιές και κατακαίει την πόλη μας. Δεν υπάρχει τίποτε από την παλιά πόλη. Υπάρχει αυτή εδώ η νέα, η δική μας. Ναι. Οι εραστές θα μείνουν ζωντανοί. Ανέκαθεν έτσι γινόταν, ακόμη κι αν χρειάστηκε για κάποιους λόγους να στερηθούν την ζωή τους. Μπορεί να πέθαναν μα ζουν πάντα στην μνήμη μας. Μείνε εντός μου. Ώσπου να σουρουπώσει. Το σούρουπο και το ξημέρωμα είναι οι ώρες των εραστών..

-Χορεύοντας προς την Ανατολή-


Παντού οι φρέζιες μαστιγώνουν το πρόσωπο μου, οι κάλυκες των όπλων σίγησαν κι έκανα ειρήνη με εμένα κι ύστερα με όλους. Χτυπάω τις πόρτες, τις νύχτες που είναι ανήσυχες στα νησιώτικα σπίτια, κι ο βοριάς με εξοντώνει. Σου μιλάω γιατί μπορώ να φωτογραφίσω μέσα μου τις λέξεις. Υποφέρω από ένα είδος δυσλεξίας, η αδυναμία επικοινωνίας μου έγκειται στο ότι για να κατανοήσω τι μου λέει ο άλλος χρειάζεται να δω εικόνες. Λέξεις εικόνες. Και οι αισθήσεις, οι μούσες του αρχαίου σπιτιού πάντα εκεί μένουν και περιμένουν να απλωθώ πέρα από εκείνες. Η Ανατολή με φέρνει σε κόντρα με την Δύση, οι δυο τους με πετούν και με περιέχουν. Μα ίσως στην Ανατολή υπάρχουν τα περισσότερα κομμάτια μου. Οι συνοικίες με τα μπαχαρικά όπου άγιοι φτωχοί μένουν σε τρώγλες από άμμο και οι καμήλες οσφρίζονται νερό στην όαση, εκεί, εκεί που ένα μικρό παιδί μετράει τα άστρα, εκεί που μια γυναίκα τραγουδάει για έναν άντρα, εκεί όπου παλιοί ποιητές έλιωσαν τα παπούτσια τους για να ζήσουν και να γράψουν όσα είδαν. Χόρεψε μικρή κοπέλα, τον λαγόνα σου κούνα κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός φιδιού, στην μέση ενός βρόμικου δωμάτιου που μοιάζει για μαγέρικο, εκεί, εκεί κούνα τα στήθια σου ανάλαφρα στην αρχή κι ύστερα δύσκολα, πιο δύσκολα, χάντρες ασημιές θορυβούνται κάτω από την άγουρη σάρκα σου, έλα και γέλα, σήκω ψηλά και στριφογύρνα θανάτους, μεστούς θανάτους, πέρνα τους χαλινάρια, σβήστους στην αυλή της άθλιας τρώγλης σου, όμως βασίλισσα είσαι γιατί άναψες χίλιους πόθους, ακόμη και σε άντρες σακατεμένους, πληγωμένους από την ορφάνια και την φτώχεια. Στην Ανατολή τρέχει ο λογισμός μου, και πάντα η Δύση δίνει μαθήματα οικιακής οικονομίας και αισθητικής, δίνει με την δύναμη που της παρέχει η εξουσία κραδαίνοντας μαστίγιο της προόδου και όπλα. Παιδί της Δύσης κι εσύ αγαπημένε ψάχνεις να βρεις τις αλήθειες κάτω από τα σφραγισμένα στόματα. Μα στην εποχή που ζούμε, σαν λαβωμένα περιστέρια, άσε με να σου χορέψω ότι θυμάμαι από την Ανατολίτικη ζωή μου. Τον πόθο να καρβουνιάσω και να ξυπνήσω την γλυκιά μέθη που θα σαρώσει γρήγορα το σώμα. Και να σε κάνω να με αγαπήσεις σαν να είναι τώρα η πρώτη φορά μας..

Σκέψεις για την ποίηση και την αγλωσσία


Ο ήλιος δεν αποχωρεί εύκολα πια, οι νύχτες απαλά ζεστές και γλυκές μεταφέρουν το άρωμα των νεραντζιών. Κάπου υπάρχει ένας ποιητής, ο εαυτός του και ένα κοινό που τον αφουγκράζεται πότε σαν άνθρωπος και πότε σαν μαιμού. Σκέφτομαι. Φταίει μόνο το κοινό που συμπεριφέρεται σαν μαιμού τακτοποιώντας εξωτερικά μιμητικές κινήσεις ή ο δημιουργός που δεν προσπάθησε αρκετά ώστε να επικοινωνήσει βαθύτερα με κάθε έναν από αυτούς ώστε να επιτύχει η περίφημη<< συνουσία>>; Κάθε έργο είναι σαν ένας έρωτας, είναι το σπέρμα που έχει μπει στο ωάριο και έχει γεννηθεί ο ερωτικός καρπός, είναι ένα αυτόνομο και ζωντανό πράγμα. Ουσιαστικά όλα έχουν ειπωθεί. Απλά κάποια έχουν ξεχαστεί και κάποια τα θυμόμαστε. Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόπος. Άλλος μιλάει σαν βελούδο, άλλος σαν ξυράφι, άλλος σαν περίστροφο, άλλος σαν χελιδόνι. Μα για να αγαπήσει το κοινό, το έργο μέσα από τον δημιουργό του χρειάζεται να γίνει ένα μαζί του, χρειάζεται να γίνει μέρος αυτής της ύλης. Ύλη που αντιπαλεύεται με τον θάνατο. Γιατί ότι είναι ζωντανό βγάζει την γλώσσα στον θάνατο αλλά ταυτόχρονα είναι κι ένα υποψήφιο θύμα του. Η γραφή είναι ζωντανός οργανισμός. Έχει πέντε, και ίσως και έξι αισθήσεις. Και υπάρχει γνήσια γραφή και γραφή που μιμείται. Αυτή που μιμείται συνήθως έχει ένα κοινό από μαιμούδες. Η γνήσια γραφή, ο γνήσιος γραφιάς καλύτερα, φτάνει τα πράγματα στον πάτο. Τα εξερευνά συνήθως με βυθόμετρο. Κι εκεί βλέπει τις σκιές, τα ανάγλυφα, το σχήμα και το αντίθετο τους. Γιατί τίποτε δεν είναι ένα, δεν υπάρχει μία αλήθεια. Διασχίζουμε την εποχή των δήθεν, πάντα έτσι ήταν, αλλά τώρα πολύ περισσότερο τα γνήσια έργα δεν προβάλλονται, τώρα οι σύγχρονοι ποιητές διαβάζοντας τόνους από σελίδες και τόμους μιμούνται άλλους χωρίς να το επιδιώκουν ή κάποιες φορές επηρεάζονται τόσο ώστε να πιστεύουν πως γεννήθηκαν με την γλώσσα αυτού του ποιητή που έχουν διαβάσει περισσότερο. Τώρα που πιο πολύ από ποτέ χρειάζεται η ελπίδα μέσα από τα έργα , τώρα πιο πολύ από ποτέ επικρατούν οι φελοί ή οι συνεχιστές κάποιων παλαιοτέρων.. Μα δεν με ενδιαφέρει η συνέχεια ή η μίμηση. Με ενδιαφέρει βαθιά το νέο. Επικρατεί αγλωσσία. Αλλά επικρατεί κι η αγλωσσία των σωμάτων.. Οι άνθρωποι πέφτουν ο ένας επάνω στον άλλο χωρίς να νιώθουν πως είναι ο ένας μέσα στον άλλον. Φαλλός, αιδοίο σαν ναυάγια. Δεν κάνουν έρωτα. Έχουν υποκύψει στην αγλωσσία των σωμάτων.. Ο έρωτας είναι πρόβα του θανάτου. Σαφώς πεθαίνεις επάνω στην συνουσία καθώς όχι μόνο βγαίνεις έξω από το σώμα σου αλλά για αρκετά λεπτά μπαίνεις στο σώμα κάποιου άλλου. Σαφώς προβάρεις τον θάνατο καθώς στην διάρκεια της συνουσίας ζεις σαν να πεθαίνεις, σαν να μην υπάρχεις την επόμενη στιγμή διότι εδώ που τα λέμε δεν είναι το ζητούμενο η επόμενη στιγμή της ζωής σου αλλά αυτή ακριβώς που πεθαίνεις. Οι ποιητές πρέπει να μάθουν από την αρχή να κάνουν έρωτα. Το κοινό να ξεχάσει τις μαιμούδες στον ωραίο τους κήπο και να αρχίσει να ψάχνει τι είναι γνήσιο, να ξαναθυμηθεί ποιο ακριβώς είναι γνήσιο. Το κοινό χρειάζεται να αρχίσει να πίνει. Το αλκοόλ σαφώς βοηθάει στην λήψη των πληροφοριών μέσω των αισθήσεων, μιλούμε για αυτήν την ποσότητα ακριβώς που θα βοηθήσει να κρυφτούν οι αναστολές του λήπτη, γι αυτήν ακριβώς που ο λήπτης δεν θα είναι παθητικός αλλά δημιουργικός ταυτόχρονα. Ναι, ότι με γοήτευσε στην παραμυθοιστορία του Χριστού ήταν ο μυστικός δείπνος. Από τότε, κανείς δεν σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Μόνοι οι ποιητές και οι εραστές αυτό κάνουν, έστω κι ασυναίσθητα. Συνουσιάζονται. Μιλούν με το βαθύτερο είναι. Γίνονται ένα. Πλένουν ο ένας την ψυχή του άλλου. Μέσα στον χρυσόμαλλο ήλιο. Μέσα στην αγάπη. -Σκέψεις για την ποίηση και τον έρωτα και την αγλωσσία-

η σφίγγα και ο τρελός


Πάντα η σφίγγα μας περιέχει, ανδρόγυνες εκλάμψεις στο φως και στο σκοτάδι. Φόνευσα μια γυναίκα κι έναν άντρα μέσα μου ώσπου να καταλήξω κάπου εδώ. Λέω κάπου, γιατί ακόμη δεν κατέληξα. Παλεύουμε με τις δυο μας φύσεις με όλες μας τις δυνάμεις. Σίγουρα κάποια καταλήγει να υπερτερεί της άλλης. Δεν είναι θέμα μόνο του φύλου, είναι και θέμα αντίληψης του κόσμου. Τα φύλα είναι σπαθιά, τα ακούς πως χτυπιούνται αδιόρατα; Με μάτι γυαλιστερό όπως του τρελού. Του τρελού, που υπάρχει, στην αρχαία τράπουλα της Ταρό. Ο τρελός συναντά πολλές φορές την σφίγγα. Σμίγουν με οπλές και χέρια που μυρίζουν λουλούδια. Ο τρελός είναι το παν, περιέχει όλα τα φύλλα της Ταρό στην μεγάλη Αρκάνα, περιέχει όλες τις φιγούρες της Αιγυπτιακής τράπουλας. Στο έχω πει; Δεν ξέρω γιατί, αλλά η Αίγυπτος κατοικεί μέσα μου, ω ναι, δεν κατοικεί μέσα μου το κοσμοπολίτικο Παρίσι αλλά αρκετά κομμάτια της Αιγύπτου. Αν εγώ είμα ιη σφίγγα, τότε εσύ είσαι ο τρελός, το παν, δηλαδή ο θεός. Αν εσύ είσαι η σφίγγα, τότε εγώ είμαι ο τρελός. Είμαστε και οι δυο εν δυνάμει. Και υπάρχουμε καθώς ανθίζει η αγάπη. Η αγάπη ανθίζει παντού, κάτω από τις κερασιές της Ιαπωνίας και κάτω από τα χλομά χέρια του Παρθενώνα. ΜΑς συνδέουν υπόγεια νήματα, τα νήματα φτάνουν σαν απόηχοι των αισθημάτων και των σκέψεων μας αντικριστά το ένα στο άλλο. Και μαγνητιζόμαστε από αυτά που εκπέμπουν σαν καθρέφτες. Άλλος το λέει αγάπη, άλλος τέχνη, άλλος ιδανικό, άλλος απωθημένο, άλλος απραγματοποίητο. Αγαπημένε μου; Στο έχω ξαναπεί γυμνώθηκα από τις φιλοδοξίες, ακούω την Σφίγγα και τα λόγια του τρελού, όλα αυτά τα χρόνια κάποιος από αυτούς τους δυο μιλάει μέσα στην καρδιά μου όταν είναι η κατάλληλη στιγμή. Οι φιλοδοξίες όταν γιγαντώνονται γίνονται κομψά φίδια και δαγκώνουν τον πατέρα και την μητέρα τους... Οι ΦΙΛΟΔΟΞΊΕς σκοτώνουν τα έργα και τις αλήθειες. Αγαπημένε μου, στο έχω πει, κάποια κομμάτια της Αιγύπτου βρίσκονται στο νησί μου.. Εμείς ας μείνουμε έτσι, ντροπαλοί τρελοί, ηδονιστές, και ας μείνουμε ακόμη λίγο κάποιες στιγμές στην κοιλιά της Σφίγγας. Η γνώση ας είναι ο οδηγός μας, αλλά δίχως αγάπη η Σφίγγα κι ο τρελός θα την καταδιώξουν. Γιατί κινδυνεύουν οι ιδιότητες της στα χέρια ενός ασυνείδητου ή ενός διεστραμμένου. Ας θυμηθούμε εκτός των άλλων τίτλων εκείνον τον έναν αυτόν ,<<του ανθρώπου>>. Ποιος είναι αυτός που πνιγμένος από τις φιλοδοξίες κρατά αυτόν τον τίτλο; Δική σου πάντα Δάφνη -Η σφίγγα και ο τρελός-

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014


Περπατάς , γελάς, ακούς , μιλάς, κάνεις έρωτα, καπνίζεις τσιγάρα και πίνεις ποτά. Παρατηρείς.. Ο κόσμος συνεχίζει την διαδρομή του, είτε κάθετα είτε ευθεία. Πατάς στην άκρη εκείνου του ίλιγγου που σε βγάζει από την τρύπα που συνήθως κρύβονται όλοι οι άνθρωποι. Σε δυσκολεύει αλλά σε γοητεύει. Ξέρεις εσύ, κουβέντες με την άνεση ενός δανδή ή με το σταυροπόδι μιας πόρνης πολυτελείας σε μια δερμάτινη πολυθρόνα. Μιλούν επί παντός επιστητού. Ονειρεύονται πως όλα τα έζησαν και όλα τα είδαν. Μιλάνε, μιλάνε, με μια μικρή προσοχή στα θέματα της περιφρόνησης, να μην δείχνουν πως όλους τους περιφρονούν.. Πόσο ανιαρό να δείχνεις πως μεγάλωσες και ξέρεις. Τίποτε δεν ξέρεις. Αυτό που ήξερες χτες δεν το ξέρεις σήμερα, όλα αλλάζουν, όλα τρέχουν. Εσύ ονειρεύεσαι πηγές νερού και μαύρα ρόδα, ονειρεύεσαι την Ανδαλουσία, τους γέρους στο Θιβέτ, τις καμήλες με την αλάθευτη μνήμη, τους αρχαίους ποταμούς με το χρυσάφι στις κοίτες, τα λόγια ενός ποιητή σε ένα βιβλίο, σκέφτεσαι την τελευταία ταινία που έσκασε μέσα στα σπλάχνα σου σαν βόμβα. Οι άνθρωποι σαν μεγαλώνουν γίνονται μικρόμυαλοι, άσε να σου πω, οι περισσότεροι, υιοθετώντας ένα νεανικό λουκ και κάνοντας παρέα με νέους πιστεύουν τα λόγια των άλλων, πως πράγματι δεν μεγάλωσαν, πως ναι, δεν πέρασε ούτε μια ημέρα. Κι όμως ,κάθε ρυτίδα είναι μια πληγή ή μια έκσταση που χαράχτηκε βαθιά στο πρόσωπο. Κι όμως κάθε γνώση δεν είναι πανάκεια, κάθε εμπειρία δεν είναι καθρέφτης. Λέω να μην τα παρατήσω, να πιστεύω πως μέσα σε αυτό το αχανές ανθρωποδάσος υπάρχουν γνήσιοι άνθρωποι. Σαν τα σπάνια λουλούδια. Γίναμε πολύ φτωχοί από την έπαρση και την ασφυξία στις σχέσεις. Και τα ψέματα που μαστιγώνουν κάθε ημέρα τους χτύπους της καρδιάς σου. Είναι πολύ λίγη η ζωή, γιατί να την ζεις σαν μαλάκας; Ναι, τελευταία εκτός των ελαχίστων εξαιρέσεων αισθάνομαι αποστροφή. όχι για την ζωή. Μα για το είδος που πλασάρουν ως ζωή κάτι μικρά ανθρωποειδή. Σε βαρέθηκα φίλε μου, όλα τα έργα σου αν δεν τα σέβεσαι κι απλά τα προβάλλεις ως σημείο ισχύος για να κρύψεις την αδυναμία σου,χρειάζεσαι το ΚΡΕΒΆΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ. Εκεί να τεντώσουν τα νεύρα σου, τα έντερα σου και την καρδιά σου οι τύψεις. Γιατί, ότι μαλακίες έκανες, μας τις περνάς σαν την γενναιότητα του Θερβάντες. Ενώ απλά είναι μαλακίες. Αλλά ως πότε; Αποστροφή

Η τελευταία γκέισα της πόλης, άναψε τα στικ και έκανε το δωμάτιο να μοιάζει με γιασεμί. Πλύθηκε με την γνωστή ιεροτελεστία που έκανε όταν ήταν να δοθεί σε έναν άντρα. Ήταν ερωτευμένη ταυτόχρονα με τρεις άντρες, κάθε ένας από αυτούς της ήταν πολύτιμος. Αν ήταν να διαλέξει δεν θα μπορούσε. Αίμα θα έσταζε από την καρδιά της και τα χελιδόνια στην κοιλιά της θα πέθαιναν. Αυτός που υπέφερε από αυτολύπηση έκανε κακό στον εαυτό του, αυτός που μάκραινε την αγωνία του για υπαρξιακά ζητήματα γινόταν καταθλιπιτικός. Αυτός που ήταν ερωτευμένος με την περασμένη του νιότη ήταν ένας τιμωρημένος νάρκισσος. Η τελευταία γκέισα της πόλης όλα αυτά τα ήξερε. Είχε μια κρυφή κεραία που εντόπιζε κάθε πληγή και την αιτία της. Δεν είχε κάνει ποτέ πίσω στο να δει τον πόνο στα μάτια. Τον πόνο τον θρυμμάτιζε και τον έκανε ένα μικρό διαμάντι και το φόραγε στο μικρό της δάχτυλο. Αυτόν τον πόνο έπαιρνε από τους άντρες. Λευτέρωνε φανταστικούς ρόλους και καταστάσεις και τις φόραγε στο δέρμα της. Εκείνοι παρασύρονταν και ξέχναγαν την αιτία που υπέφεραν. Γιατί εκείνη τους άνοιγε τους κήπους της ηδονής. Το σώμα της άντεχε να ανοίγει σε κάθε νέα ηδονή. Και τους έκανε να γίνονται μαζί της κάτι άλλο από αυτό που υπήρξαν ως τότε. Όταν έπεφταν στο σώμα της επάνω γίνονταν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Γιατί η γυναίκα αυτή ήταν κομμάτι της αιώνιας τέχνης, ήταν σύμβολο. Το καταλάβαιναν κι οι τρεις όταν γίνονταν ένα μαζί της. Μόνο ο ένας ήξερε για την παρουσία των άλλων δυο. ίσως άντεχε γιατί ήταν ο πιο νέος..` Τι κι αν η τελευταία γκέισα πλήρωνε λογαριασμούς στην σειρά της τράπεζας, τι κι αν ψώνιζε στην λαική όπως οι συνηθισμένες γυναίκες; Αυτή πραγματευόταν συνεχώς την καλλιτεχνική ζωή. Αποδεχόμενη ειλικρινά κάθε εμπειρία, αγαπούσε απεριόριστα την ομορφιά στο σώμα και στην ψυχή. (Είσαι το θαύμα της ζωής) , της έλεγε ο άντρας με τα μάτια κάρβουνο, άφηνε απέραντα κύματα ηδονής να κουνούν εξουθενωτικά το σώμα της. Κι αυτός, ιδρωμένος έπινε τους χυμούς της. (Είσαι ατελείωτη), της έλεγε ο άντρας που καβαλούσε συνεχώς αεροπλάνα και ταξίδευε. (Έτσι θέλεις); της έλεγε αυτός που δεν τολμούσε να παραδεχτεί πως μεγάλωσε και έχωνε μέσα της τα δάχτυλα του κι αυτή σφάδαζε σαν αμνός στην σφαγή. Ζούσαν μέσα της κι οι τρεις. Έβαζε λουλούδια στα βάζα και αρωμάτιζε κάθε πτυχή του κορμιού της. Τους περίμενε για να τους προσφερθεί ως ιέρεια ως κορίτσι και ως γυναίκα. Και πάντα έψαχνε να βρει κάποιον που θα παρέμενε αδαής παρ όλες τις γνώσεις. Γιατί μόνο εκεί, σε μια τέτοια φύση θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια μεγάλη ιδέα. Και θα μπορούσε να ζήσει σαν τέκνο του φωτός που πολεμάει για αυτό. Τώρα νυχτώνει. Δυο γάτες τσακώνονται κι η γειτονιά γίνεται ασπρόμαυρη. Είναι η ώρα που η γυναίκα θα δεχτεί έναν από τους εραστές της. Αν για κάποιον λόγο θα πέθαινε ο ένας θα πέθαινε κι η ίδια την ίδια στιγμή. Μέσα σε μια πόλη συμβαίνουν πάντα θαύματα. Αρκεί να ξέρεις να τα περιμένεις, δίχως τον φανατισμό του θρήσκου αλλά με την αγνότητα ενός βρεφικού ύπνου... -Η τελευταία γκέισα της πόλης-

Σάρκα από την σάρκα μου μοιάζεις, ατέλειωτες γραμμές, παράλληλες από Αιγαίο Πίνω το μέλι και το κρασί σου σε ώρα λιγομίλητη Να ανάψεις το φως, να με δεις τώρα Τα μάτια μου, ναυαγούν μπροστά σου Ο έρωτας είναι μύστης και βίος κολασμένος, καρπίζει μονάχα για τους γενναίους... Όσα ζήσαμε θα μιλήσουν μόνα τους, ώρες εμπρηστικές και θεικά μοιρασμένες στους αθώους Αθώοι να είμαστε και πνιγμένοι από φρέζιες Αυτή η Άνοιξη δεν μπορεί να περιμένει άλλο τον πνιγμό της Θα την κεράσω σε αυτούς που πόνεσαν Για να μπορείς να πονάς και να αγαπάς, χρειάζεται να βλέπεις, αυτό έλεγα από παιδί στο πάρκο, ενώ με έπνιγε η ζωή στην ανάσα μου Καιγόμουν, και δεν ήξερα τι σημαίνει,μόνο τα κυπαρίσσια ήξεραν και το λέγανε κρυφά μεταξύ τους Ζω σαν να πεθαίνω Σάρκα από την σάρκα μου το ξέρεις.. Οι παλιές πληγές θεραπεύονται με νέες.. ( Σάρκινο )

Σκέπαστρο στο κουφάρι του πατέρα μου ένα σύννεφο, και το ατέλειωτο σκουλήκι του φόβου μου, διπλό φέρετρο, μαζί τα βάδισα και τα γεύτηκα, κι ότι έμεινε, γυμνό γεύμα στα πλάσματα που ζουν μέσα σε απέραντο, υγρό κόσμο..

Του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της. Αυτός, μόλις έμπαινε μέσα, γέμιζε γάλα το πιατάκι του γάτου της, τον γάτο τον έλεγαν Τομ κι η αλήθεια είναι πως τον ζήλευε φριχτά. Όταν έκαναν έρωτα, νιαούριζε πίσω από την κλειστή πόρτα τους. Αλλά αυτός, ήδη είχε βάλει ένα μαξιλάρι κάτω από την λεκάνη της και την βομβάρδιζε με την επιμέλεια μιας μέλισσας. Το σώμα του είχε πλαστεί για το δικό της. Διέθετε επιστήμονες, αστρονόμους, ζωγράφους και ποιητές, όλοι γεννημένοι για την εξερεύνηση του κορμιού της, όλοι, ήταν γραμμένοι στην μνήμη του δικού του κορμιού. Ένα σώμα για να κουμπώσει με ένα άλλο χρειάζονται πολλά. Μα τίποτε προς ενέχειρο.. Όταν τέλειωναν κι έχυναν οδύνες, και τα ρίγη τους οδηγούσαν έξω από το σώμα τους ,ένας άλλος κόσμος φανερωνόταν μπροστά τους. Απολύτως ανάλαφρος και διαφορετικός. Σαν κάποιος να είχε βάλει ένα χρωματιστό φίλτρο στον φακό της φωτογραφικής μηχανής που έβλεπαν τον κόσμο. Μια Τρίτη αυτός θυμήθηκε τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι, τον Κυρίλωφ, είχε αυτοκτονήσει γιατί ένιωθε εξαιρετικά ευτυχισμένος. Έτσι ήταν οι δυο τους πάντα. Εκρήξεις ευτυχίας.. Η ζωή του πριν από αυτήν ήταν ένα τηλεγράφημα. Αυτή πάλι μαζί του ξέφευγε ακόμη πιο μακριά από το κοπάδι των ανθρωποπροβάτων.. Γινόταν ξανά μικρή. Δεν ήταν που εκείνη τον περνούσε παραπάνω από δέκα χρόνια, όχι, είχε υπάρξει πολλές φορές με μικρότερους. Αλλά μόνο έπινε το σώμα τους και γρήγορα βαριόταν. Έμοιαζαν πάρα πολύ. Μόνο που αυτή ήθελε να φεύγει πάντα μετά από κάποιο διάστημα από σχέσεις, όμως του το είχε πει κι αυτός της είπε πως θα την άφηνε απόλυτα ελεύθερη. Δεν ζούσαν μια ελευθεριότητα. Ζούσαν την ελευθερία. Αν ήθελε να συναντήσει κάποιον άλλο θα του το έλεγε, εκείνος της έλεγε πως για εκείνον δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα... Εκείνη τον σκεφτόταν. Κάτω από μεγάλα μακριά βενετσιάνικα κρύσταλλα να την χαιδεύει με την γλώσσα του. Σε μια ημιφωτισμένη αίθουσα με μουσική ιδιαίτερη... Αν ήθελα να τους πω με κάποια ονόματα θα τους ονόμαζα Αυτήν <<μήλο>> κι εκείνον <<νερό>>. Και καμία αλληλοεξόντωση των φύλων δεν θα έβλεπα επάνω τους. Μόνο μια δύναμη για αγάπη κι ένα σωματικό ορμέμφυτο που καμπυλώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και την οδηγεί προς την <<θεία>>. Φτάνει η νύχτα. Ο γάτος πάλι φωνάζει μόλις ο άντρας μπαίνει μέσα στο σπίτι. Του βάζει γάλα στο πιάτο κι αυτός πίνει. -Βλάκα, μην ζηλεύεις, κι οι δυο την αγαπάμε με τον τρόπο μας. Του είπε και για πρώτη φορά ο γάτος ξάπλωσε μπροστά του κι άρχισε να τεντώνεται.. Ο άντρας τον γάτο τον φώναζε Σάμσα κι όχι Τομ από εκείνη την ημέρα. Κι ο Σάμσα -Τομ δεν ξαναφώναξε έξω από το κλειστό τους δωμάτιο. Ίσως γιατί με το γατίσιο του ένστικτο ένιωσε πως η αγάπη τους δεν ήταν κλειστή.. Χωρούσε κι άλλους μέσα της... ( Ο γάτος που τον είπαν Σάμσα)

Το βυζί της μάνας μου στέρεψε από νωρίς, κι εγώ αρπάχτηκα από το βυζί του κόσμου αναγκαστικά. Κάπως έπρεπε να επιζήσω χωρίς την παρουσία της μητέρας, βλέπεις,ήμασταν μαζί δυο φιγούρες ,από αυτές που μας έσπρωχνε η ζωή προς τα πίσω. Μεγάλωσα σχεδόν μόνη μου, αυτό το ήξεραν οι συγγενείς και τα πουλιά της αυλής στο υπόγειο. Χρειάστηκα να ψάξω μέσα μου και να δω αρκετά από τα δικά μου πρόσωπα και να διαλέξω με ποιο είχα περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης. Το σχολείο μια κόλαση, τα παιδιά είναι οι μεγαλύτεροι παρατηρητές του μίσους και της αγάπης. Κι έφτιαχναν μια σκληρή αγέλη γύρω μου για να χλευάσουν τις ιδιαιτερότητες μου. Να μισώ τα ξυλάκια και την αριθμητική, να ξεχνώ τα βιβλία και τα τετράδια ή να τα πηγαίνω σκισμένα. Κι έτσι έγινα ένα αγρίμι. Το αγρίμι δεν πήρε μητρικό φίλημα και του πατέρα το χάδι δεν το χόρτασε. Κι ότι στερήθηκε το έκανε πάθος. Η αντίληψη για την ζωή είναι το πάθος. Δεν υπάρχει γκρίζα ζώνη, υπάρχει άσπρη ή μαύρη και κόκκινη. Δεν σου μιλώ για εμμονές , μιλώ για το πάθος. Το πάθος είναι η ασίγαστη αγάπη στον θρίαμβο και στην ήττα, με φωνές, με ιαχές , με καπνούς και αναφιλητά. Το στήθος μου σπάει, κατάλαβες; Και του Μάρκου έσπαγε στο μπουζούκι και του Βασίλη έσπαγε και της Ευτυχίας έσπαγε στο χαρτί και στον στίχο. Κι όλης της Ελλάδας ένα σπασμένο στήθος είναι η γεύση της. Αρματωθήκαμε αίμα αντί για γάλα. Αγρίμια μέσα στα αγρίμια... Και τώρα έρχεσαι εσύ να μου δείχνεις πως αγαπάς. Πως ξέρεις στα αλήθεια να αγαπάς. Μέσα στο πολύβουο πλήθος των ψώνιων έρχεσαι εσύ και ραμφίζεις με το βλέμμα σου την αλήθεια, την κόβεις φέτες ψωμί και με ταίζεις.. Μέσα στο ανίκητο πλήθος των ηλιθίων έρχεσαι εσύ με τα δάχτυλα σου και ζωγραφίζεις ουρανούς... Και δεν με φοβάσαι; Εμένα που νικήθηκα χίλιες φορές και νίκησα λιγότερες από τρία τέσσερα βλεφαρίσματα λευκών κύκνων; Με απλώνεις σιγά σιγά σαν ζύμη και φυσάς ήλιο. Κι όμως, φοβάσαι μην φύγω, κι εγώ φοβάμαι, θα φύγω κάποια στιγμή πριν όλα ρημάξουν.. Κι εσύ λες με διαβάζεις και με λύνεις σαν ένα τεστ δυσκολίας μέγιστης. Μου χορεύεις σαν μπαλαρίνος με κόκκινη φορεσιά μέσα σε ένα στενό δρομάκι. Με φιλάς. Με αρπάζεις. Με σφίγγεις πάνω σου. Σου λέω μου αρέσει, στο δείχνω. Αλλά λίγο μετά θέλω να φύγω. Ξέρω, αν επιμείνω θα με αφήσεις ελεύθερη. Δεν με συγκινεί που κανείς δεν έχει επιμείνει όπως εσύ, είναι που ξαναθυμάμαι τον εαυτό μου έφηβη και παιδί. Κρατάω αίμα στο στόμα και στα χέρια. Και νεκρούς. Να με αγαπάς γιατί το θέλεις. Και μην σώσεις τίποτε μετά τις στάχτες. Μετά από εμένα θα έχεις ανακαλύψει πως κι εσύ πάντα αγρίμι ήσουνα. Πέτα το τσιγάρο τώρα από το στόμα. Φίλα με. Πονάω πολύ. Από την αύθραστη ευδαινομία σου. Από τα περιστέρια που μιλούν γλυκά μεταξύ τους. Δεν είναι κρυφή η πληγή μου πια. Στην έδειξα. Τώρα μπορείς να με σκοτώσεις πιο εύκολα και χωρίς δόλιους ναρκισσισμούς. Σκότωσε με και σκοτώσου. Δηλαδή κάντα όλα αγάπη. Ας τελειώνουμε με τα ψώνια, τους νεκρούς και τους δήθεν.. <<Σε όλα τα αληθινά αγρίμια>>>

Η Μπλάνς κατέρρευσε, ήταν μόνη μέσα σε έναν κόσμο που ξέρναγε χολή. Κι η Βίβιαν κατέρρευσε, σαν ήρθε η στιγμή. Έγινε αέρας η τέφρα της πάνω από μια ήρεμη λίμνη. Μαζί της πετούσαν και λίγες εικόνες από τα μάτια της, ένα πλάσμα κυριευμένο από φωτιά και θέλω. Την γνώρισα όταν την είδα με τον Μπράντο στο φλεγόμενο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, την κατάλαβα γιατί ανήκω στο ίδιο ζώδιο με εκείνην, αν θέλεις να σου μιλήσω λίγο αστρολογικά. Είχε πει σε μια συνέντευξη της, είμαι σκορπιός και οι σκορπιοί τρώγονται από μέσα τους. Αν πάλι δεν θέλεις την αστρολογική όψη δεν έχεις παρά να δεις τα μάτια της στην Μπλανς και στην Σκάρλετ -σκορπιός κι η συγγραφέας του όσα παίρνει ο άνεμος-. Τα μάτια της ήταν κυρίαρχα σε όλο το πρόσωπο και φώτιζαν τις σκιές ενός ψυχισμού τεράστιου. Τι γίνονται οι άνθρωποι με αυτόν τον τεράστιο ψυχισμό; έχω δει κάποιους από αυτούς μέσα από τα έργα τους και έχω δαγκώσει τα χείλια μου από θαυμασμό ενώ η καρδιά μου φώναζε σαν λύκος. Ο φιλάσθενος Προυστ που έγραφε σημειώματα στην μητέρα του η οποία ήταν ξαπλωμένη στο διπλανό δωμάτιο, ο Φιλάσθενος και ανέραστος Προυστ που άλλαξε την όψη της λογοτεχνίας, αυτός που έγραφε όσα δεν είχε ζήσει. Μάλλον θα έκανε πτήσεις έξω από το σώμα του.. Ο Αντρέ Ζιντ με τις γήινες τροφές του και τον Προμηθέα Δεσμώτη που έβαλε φωτιά στον ηλίθιο σνομπ κόσμο της αστικής τάξης με τις λέξεις του. Ο Όσκαρ Ουάιλντ που αντί για μίσος στον ανάξιο εραστή του τον έκανε μέρος ενός θαυμάσιου μυθιστορήματος που έγραψε στην φυλακή (De Profundis ), αυτός ο αδαμάντινος θησαυρός της τέχνης που με το πορτρέτο του ταξίδεψε στην αδάμαστη σάρκα του νάρκισσου. Ο Μπωντλαίρ που ταξίδεψε πολύ μακριά, άρρωστος βαριά για να πεθάνει τελικά στην αγκαλιά της μητέρας του, μια αγάπη που δεν μπόρεσε ποτέ να απαρνηθεί και να σκοτώσει. Όλα αυτά τα πλάσματα κι άλλα τόσα,διακατέχονται από ατόφια, καθαρή μαγεία. Η αύρα τους υπάρχει κοντά σου και μόνο σαν τους σκέφτεσαι. Μαγικά πλάσματα που κατέρρευσαν. Που για την ακρίβεια είχαν καταρρεύσει πολύ πιο πριν, ίσως κι επάνω στην γέννα τους. Ένα χρωματιστό γυαλάκι μπαίνει μέσα στην καρδιά τους μόλις βγουν και κολυμπήσουν έξω από την μήτρα. Και πολλούς από αυτούς τους συνδέει μια αφιλόξενη μήτρα... Η ανθρωπότητα χρωστάει πολλά σε αυτές τις αφιλόξενες μήτρες... Άραγε υπάρχουν τετράδια της ευτυχίας; Και πόσο αντέχουν να υπάρχουν αν υπάρχουν; Με ενδιαφέρουν βαθιά οι άνθρωποι που υποφέρουν, που πάσχουν με την αρρώστια της ανθρωπότητας. Που τους νιώθω να καίγονται σαν τα φτερά μιας πεταλούδας πάνω από ένα σπίρτο. Πες μου ειλικρινά, προλαβαίνεις να κάψεις τα φτερά σου στο άναμμα ενός σπίρτου; Σε ενδιαφέρει να ζήσεις θυελλωδώς ως το τέλος χωρίς να κάνεις θόρυβο γύρω σου; Μπορείς να γράψεις στα<< αρχίδια>> σου όλα όσα σου απαγορεύουν; Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ζήσεις όπως θέλεις. Πες μου, όταν βλέπεις τις ηρωίδες του Τένεσι Ουίλιαμς ματώνεις; Εγώ ματώνω. Και καίγομαι. Κάποτε θα θριαμβεύσουν οι ήττες του κόσμου. Δεν θέλω νικητές, ακούς; Τους ηττημένους θέλω. Κι όλους τους αδικημένους του Ντοστογιέφσκι. Κάποτε θα κάψω όλους τους αγαπημένους μου ήρωες στα βιβλία και στις ταινίες. Ίσως έτσι καταφέρω και καώ μαζί τους ενώ θα ζωντανεύουν. Σίγουρα δεν θα υπάρχει πιο ωραίος θάνατος.. (Στους μαγικούς ανθρώπους)

Ακούω τα λόγια σου, μέσα από το αρχαίο κοχύλι μου Είναι βροχόνερα και φύκια Λες πως είμαι δώρο για εσένα, λες πως ο κόσμος, σου ανοίγει σε κομμάτια Εγώ αφήνω τις πέντε αισθήσεις μου στα δικά τους δωμάτια Να βολευτούν σαν γάτες Κι ενώ η συγκίνηση μου βαθύτερη από την άκρη της άμμου γίνεται καθώς ακούω τα λόγια σου Κι ενώ άγνωστοι πολεμιστές, χτυπούν με τα σπαθιά τους, το χάος μου, σε κοιτώ και τις αγγίζω Τις αισθήσεις μου, μέσα στα δικά τους δωμάτια Ύστερα τις μαστιγώνω και τις αφήνω σαν άγρια άλογα Στα χέρια σου έρχονται, δες τις, να τις ξεδιψάσεις ζητούν και να τις ταίσεις Με τον δικό σου τρόπο τον αμόλυντο Έπειτα στο σώμα σου ξαπλώνουν, επάνω στην κοιλιά σου Καταλήγουν στο στήθος σου, την πανοπλία της καρδιάς σου.

Με ακυρώνεις, με κάνεις κομμάτια σε ένα παζλ ερωτικό που έχει σάρκα, αίμα και πέτρα. Η πέτρα μου σπάει από τα χέρια σου. Τα μάτια σου είναι κεχριμπάρι, μπαίνουν μέσα μου σαν απόκοσμοι εξερευνητές. κοιταζόμαστε όσο να μεθύσει ένα αηδόνι. Το αηδόνι μπαίνει μέσα από το ανοιχτό παράθυρο στο δωμάτιο. Κάνουμε έρωτα μεθυσμένοι, δεν το προσέχουμε, μόνο όταν αρχίζει να ξεδιπλώνει το λαρύγγι του και να ανακατεύεται ο ήχος του με τα βογγητά μας το προσέχουμε. Έρωτας. Επανατοποθέτηση. Πουθενά και παντού είμαστε. Είμαστε οι απόκληροι του σκληρού βασιλείου. Είμαστε οι απόγονοι του μεταξοσκώληκα. Επαναπροσδιορισμός. Μάχη σώμα με σώμα χωρίς νικητές. Ο έρωτας πάντα νικάει. Κάνουμε έρωτα υπνωτισμένοι. Τα μάτια σου φωτίζουν το δωμάτιο. Βγαίνουν από τις τρύπες τους και καρφώνονται στα δικά μου. Πετάω μακριά τα δικά μου και φορώ τα δικά σου. Κινούμαστε κάτω από ένα αόρατο πέπλο. Η πόλη αλλάζει, η χώρα είναι μια αορτή που αιμορραγεί. Εμείς αλλάξαμε. Κάνουμε έρωτα. Χιλιάδες απολήξεις ξυπνούν μετά από έναν αιώνιο ύπνο. Θρυμματίζομαι. Θρυμματίζεσαι. Με κοιτάζω στον καθρέφτη. Φωνάζω χίλιες ερωμένες να τις απολαύσεις, ξύπνησαν κι αυτές κι είναι μαινάδες. Κοίταξε τις! Χορεύουν σαν την Σαλώμη αλλά δεν ζητούν κανένα δώρο. Να δοθούν ζητούν. Κοιταζόμαστε. Το δωμάτιο της αφής πιο μετάξι από ποτέ. Υποκύπτω. Αντιλαμβάνομαι κάτι σαν να πεθαίνω. Σου λέω (πεθαίνω), (κι εγώ) μου λες.. Μετά από αυτόν τον θάνατο, ξυπνάω. Σε ζητάω σαν τέρας του Πόε που ξεπηδά από μια μεγάλη βαθιά λίμνη. Αλλά έχεις ξυπνήσει κι εσύ.. Κάνουμε έρωτα. Ζούμε. Πεθαίνουμε. Αφήνω τους άλλους να πιστεύουν πως υπάρχουν σαν εραστές. Πως είναι ζευγάρια. Πως ξέρουν να κάνουν έρωτα. Τα μάτια σου είναι κεχριμπάρι. Τα μάτια μου είναι κεχριμπάρι. Ο καθρέφτης σπάει σε χιλιάδες κομμάτια. Κι η πέτρινη γυναίκα που φιλοξενούσα μέσα μου χωρίς να ξέρω... (Στους εραστές)

Ο Μάρκος μιλάει μέσα μου, κατάλαβες; Αυτό σημαίνει,εκτός όλων των άλλων, δεν γουστάρω τους φλώρους που τιτιβίζουν στην πλατεία της μπουρζουαζίας. Εκεί πήγαινα για την αρχή των ολονύκτιων ραντεβού. Εκεί τους έβλεπα να πήζουν στα φράγκα, εγώ τους έγραφα στα αρχίδια τα θηλυκά μου.. Δεν με ενδιέφεραν οι αστοί, τους ψαχούλευα όμως, όταν ήταν να αρπάξω πνευματική τροφή.. Λοιπόν άκου. Σήμερα, καθαρή Δευτέρα , εγώ ήθελα να είναι βρόμικη... Αυτό σημαίνει, Μάρκος και Τσιτσάνης και Μπέλλου.. ήμουν σε μια ταβέρνα στην Ελευσίνα. Ήπια καλό λευκό κρασί.. ήθελα να χορέψω αλλά το κλίμα δεν ευνοούσε.. Τι σημαίνει δεν ευνοούσε; Ρε ηλίθιο πως το κλίμα δεν σήκωνε χορό.. Άκου επίσης, σκεφτόμουν πως γιατί ο Τσιτσάνης λεγόταν Τσιτσάνης άρα επίθετο. Ο Μάρκος πάλι επιβλήθηκε με το μικρό του.. Στα αρχίδια μου γιατί.. Εγώ ρε, θέλω Δευτέρες Βρόμικες, κατάλαβες; Η Ουκρανία είναι η αρχή μαλάκα.. Έβλεπα τον Πούτιν στην τηλεόραση.. Δεν υπάρχουν εωσφόροι ρε βλήμα.. Μόνο άγγελοι πεσμένοι στην γη.. Μαλακίες.. ΆκΟΥ! Γουστάρω να γίνει φωτιά! Ρε συ; Πολύ καιρό δεν κοιμόμαστε; Και πολύ καιρό δεν επικρατούν τα ψώνια στην γη; Γάμησε τα τα ψώνια.. Εδώ γεννήθηκε ο Μάρκος ο Τσιτσάνης και η Σωτηρία.. Κάπου εκεί μας βρήκαν τα μπλουζ και η τζαζ.. Μαλάκα; Όπου να ναι η Μεσόγειος θα φλογιστεί.. Που είσαι πατέρα; Πάντα σε θυμάμαι.. Α ρε χαμούρηδες, θα ρθει το τέλος σας, δεν μπορεί.. ΌΛων των ανθρωποαρουραίων.. Μαλάκα; Μόνο οι άνθρωποι κι οι εραστές θα έχουν δικαίωμα στην ζωή.. Μόνο αυτοί ... Παπάρες δίχως σύνορα.. Ακούω το τέλος να έρχεται φορώντας τακούνια με μπαρέτες... Καλώς να έρθει... (βρόμικη Δευτέρα)

Η ευτυχία είναι μια κυρία που κρύβει μέσα της πολλή βροχή Είναι δυνατή σαν ένα βουνό και ανυπεράσπιστη όσο ένα πουλί που για χρόνια ήταν φυλακισμένο και ξαφνικά το ελευθέρωσαν.

Διαυγής και ευανάγνωστος, ο έρωτας σου. Οι ορχιδέες στο βάζο, σκύβουν το κεφάλι τους, σαν μπαίνεις στο δωμάτιο. Ζητώ από τα πάντα να σιωπήσουν, να ακούσω μόνο την δική σου ανάσα ή τον χτύπο της φλέβας στο μυαλό σου. Και στον λαιμό σου να ακούσω το αίμα. Ο άντρας όταν ξέρει να αγαπάει, η γυναίκα, πιο πολύ γυναίκα, γίνεται. Μπορεί να θυμάται μόνο εκείνον. Να τον σκέφτεται όλη μέρα. Να μελώνει δαγκώνοντας τα νύχια της ώσπου να ρθει η ώρα. Να θυμάται ξανά την μνήμη που κοιμήθηκε στην πρώτη απογοήτευση και να μην νιώθει πως την ακυρώνει. Τα σεντόνια είναι σάπιο μήλο, η πόρτα είναι κλειστή. Κομμάτια ποίησης ξυπνούν μαζί τους, είναι τα σώματα που ονειρεύονται στίχους και οι άγγελοι αόρατοι μαζί τους καραδοκούν. Έχεις σκεφτεί πόσο υποφέρουν οι άγγελοι που δεν μπορούν να κάνουν έρωτα; Οι πίνακες στους τοίχους πόσο αποζητούν την αγάπη μας; Και οι ενδοχώρες μας πως τραγουδούν, μπορείς άραγε να τις ακούσεις; Κάθε φορά που σκοτώνεται ένα περιστέρι από αυτοκίνητο ένας άγγελος γίνεται πίνακας. Αλλά η γυναίκα είναι άγριο κι άγιο πράγμα. Όσο ζητάει, τόσο θέλει. Κι αναζητά κι όλον τον κόσμο όταν ερωτευτεί. Η γυναίκα είναι ο αιρετικός επισκέπτης της γης. Και τώρα, ας πιούμε κόκκινο κρασί και ας καπνίσουμε τσιγάρα. Κάθε συμπόσιο ιδιωτικής προέλευσης είναι ένα μικρό θαύμα. Το συμπόσιο των ψυχών που ξεστράτισαν από το πλήθος. Στα σεντόνια από σάπιο μήλο θα ξεσπάσει πόλεμος. Νικητής και ηττημένος, ο κανένας. Μόνο αυτός που θα διαθέτει προσωπείο διπλής όψης. ΔΕν διαλέγω κανένα. Η μνήμη δεν είναι εσωτερική. Εξωτερικό άκουσμα του μικρόκοσμου είναι ,απλωμένο στον μακρόκοσμο. (Ζωή απλωμένη έξω από τα δίχτυα)

Τρώω αργά το πρόσωπο σου, είμαι ξανά στο πεινασμένο δωμάτιο, με κοιτάζεις με τα μάτια απλωμένα σε κομμάτια. Οι ίριδες των ματιών σου μου θυμίζουν Ανατολή, τα χέρια σου με εκπαιδεύουν στην πείνα, πως να πεινάει κανείς για την αφή. Πως να κοιτάζει κάποιος ξένα μάτια και να νιώθει στιγμές στιγμές πως είναι δικά του. Ο έρωτας είναι ένα είδος απείθαρχης εκπαίδευσης. Ένα λιοντάρι μπαίνει στο δωμάτιο, με κόβει σαν ξυράφι η ματιά του. Μου μιλάει, (είσαι πολύ δυνατή πρέπει να το θυμηθείς πάλι). Λέω, ( το θυμάμαι μέσα από εκείνον). Μας κοιτάζει, βρυχάται. Το δωμάτιο φοβάται, τα έπιπλα τρίζουν. Έπειτα φεύγει, το ίδιο αθόρυβα όπως μπήκε. Φοβάμαι να σε πω αγάπη μου. Η αγάπη είναι μια λέξη που βιάστηκε σαν μια παρθένα.. Καθώς με ανοίγεις με την αφή σε ονομάζω έτσι, κάποια λεπτά, όχι πάντα. Μετά καθόμαστε στο ημίφως και διαβάζουμε ποίηση. Εσύ διαβάζεις. Εγώ κοιτώ την πλάτη σου, η πλάτη σου είναι σαν δυο μικρά βουνά που κυλά ανάμεσα τους καθαρό νερό. Κοιτάζω την δύναμη του κορμιού σου. ΠΕταλούδες ερμαφρόδιτες πετούν γύρω μας. Φιλί ένα. Φιλί δύο. Φιλιά άπειρα. Το χάος ρεμβάζει. Οι πυλώνες της αντίληψης μου ανοίγουν εκθαμβωτικές. Η σκέψη μου μπορεί να γίνει κρύσταλλος μαζί σου. Μέσα σε αυτήν την άναρχη ερωτική περίπτυξη ο νους μου ανοίγει και δέχεται φως. Υπερβολή. Αυτοί να είμαστε, όσο θα είμαστε. Πνιγμένοι από υπερβολή. Μικρό μου πλάσμα άνθρωπε. Είσαι για θαύματα γεννημένος. Είναι αυτή η φυσική κατάληξη των πραγμάτων. Αυτή είναι η αλήθεια και η μαγεία, όχι η ανθρωποφαγία. Να πεινάς για αγάπη και να λιώνεις σε άπειρα κομμάτια και σπασμούς. Αυτό το χάος εξουδετερώνει για λίγο τον θάνατο. Κοιτάζω τα οπίσθια σου καθώς συνεχίζεις και διαβάζεις. Σε διορθώνω. Τα ποιήματα με χαιδεύουν στην καρδιά μου. Τα πίσω σου μέρη μου θυμίζουν την Ανατολή. Το στήθος κι η κοιλιά σου την Δύση. Και καθώς σκέφτομαι πως ακόμη και στον θάνατο ο ματαιόδοξος και ηλίθιος άνθρωπος, προσπαθεί να ξεχωρίσει από τους άλλους, βάζοντας οι μεν το κεφάλι να κοιτά την Ανατολή και οι δε την Δύση στα κοιμητήρια, καθώς σκέφτομαι τους ακριβούς τάφους των νεκρών, τότε ακριβώς μέσα μου λιώνει ένα σμαράγδι. Άραγε αυτοί οι νεκροί έζησαν όπως τους άξιζε, έζησαν την αφή και την γεύση; Το σμαράγδι κάπου σκαλώνει στις κόρες των ματιών μου. Μάλλον καθώς σε κοιτάζω στο σκοτάδι τώρα, θα σου θυμίζω γάτα. Κι όμως είναι ένα πράσινο δάκρυ που σβήνει στα μάγουλα μου. Το σκουπίζω βιαστικά. (Το εσωτερικό δωμάτιο της αφής)

Η ευτυχία είναι πόνος, φοβάσαι μην χαθεί σαν μια κάρτα ευχών στο καλοκαιρινό φως. Ξενυχτάς μετρώντας κομήτες στον αστρικό χάρτη του νου σου. Πίνεις ποτάμια από αισθήματα, περπατάς μετεωριζόμενος. Ναι, θα μπορούσα να υποστηρίξω πως η ευτυχία είναι μετεωρισμός. Αυτά τα αβέβαια βήματα που κάνει αυτός που υποφέρει από ίλιγγο. Κοιμάσαι τώρα, ίσως αν διέθετα μαγικές ικανότητες να σε έβαζα σε μια βάρκα και να σε άφηνα στην θάλασσα. Γλάροι και ψάρια θα εκτιμούσαν την καλοσύνη της φύσης σου. Αυτή η καλοσύνη σου είναι ένα από αυτά που μου προξενούν ευτυχία. Κι η γοητεία της παιδικότητας σου, που δεν κάνεις κόπους για να κρύψεις. Οι άνθρωποι παλεύουν να γίνουν ευτυχισμένοι. Στην πραγματικότητα, όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, θα ρθεί και θα σε βρει, την στιγμή που δεν θα φωνάζεις για να σου παρουσιαστεί. Η ευτυχία είναι επίσης πόνος γιατί δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτόματα σε κάποιον άλλο. Μπορώ μονάχα να την περιγράψω όχι να την μεταφέρω στην καρδιά του. Κι αυτό ακριβώς μου προξενεί λύπη, ένα τόσο πλήρες αίσθημα να μην μπορεί να μεταφερθεί και σε κάποιον άλλο. Τα μάτια μου πονάνε από την πολλή ομορφιά. Η ευτυχία είναι γυναίκα, φοράει ρούχα εποχής και είναι κομψή και αέρινη. Σε χαιδεύει παντού όσο να μείνεις μέσα σε μια διέγερση που είναι χαρά, πόθος μα και γαλήνη. Η ευτυχία είναι θάλασσα. Δες μαζί μου, άπειρα πουλιά πετούν από επάνω μας, αφήνω τα χέρια μου στο νερό, καθώς κωπηλατείς με δύναμη , βλέπω τον βυθό χωρίς να φοβάμαι. Δες μαζί μου, πλάσματα που μας τα περιέγραφαν στην παιδική ηλικία όπως οι νεράιδες και τα ξωτικά και μετά μας τα αφαίρεσαν από την πραγματικότητα τώρα υπάρχουν. Ξανά. Η ευτυχία, είναι γυναίκα. Σε γεμίζει στα πάντα και εσύ φοβάσαι μην την χάσεις. Θέλει να την ταίζεις, να την ξεδιψάς και να την φροντίζεις. Κι εγώ, αυτός ο απειροελάχιστος κόκκος της άμμου πως θα τα καταφέρω να την κρατήσω με φροντίδα; Αυτή είναι τόσο ψηλή και ωραία που μετά βίας κρατώ τα δάκρυα μου.. (Η ευτυχία, είναι γυναίκα)