Κυριακή 18 Ιουνίου 2017


εκείνον τον καιρό η μητέρα μου ήταν κίτρο κι ο πατέρας ένας δίσκος στο γραμμόφωνο, μιλούσε για έρωτες που είχαν πέσει από κόκκινα ταβάνια. Έκλαιγε με τους στίχους και μάζευα τα δάκρυα του σε ένα μικρό μπουκάλι. Ύστερα από χρόνια πάλεψα με τις σαύρες που γλεντούσαν με τον πόνο του κόσμου. Προσπάθησα να μην γίνω μελό και κοινότοπη. Έγινα κι εγώ ένας πεσμένος έρωτας, έριξα λιβάνι στην κοιλιά του κτήνους και κολύμπησα στην κίτρινη λίμνη. Κότσυφες με συνόδευαν στην γη των πληγών, ύστερα θυμήθηκα τα δάκρυα του πατέρα κι έγινα αέρας. Από τότε η μνήμη μου έγινε σφουγγάρι με τρύπες. Όταν θυμάμαι την ημέρα που βγήκα στον κόσμο είχε βροχή, πάλεψα πολύ για μην γίνω μέρος της. Έγινα μέρος δικό μου, έχω σπηλιές , λίμνες και δάση κι έχω όνειρα από μετάξια. Και σαν αέρας μεταφέρω τα τραγούδια των αντρών στα κορίτσια, να αγαπηθούν ζητώ ,χωρίς να γίνουν πεσμένοι έρωτες. Κι οι σαύρες συνεχίζουν να παραμονεύουν, λίγη ευτυχία των ανθρώπων τις κάνει να νιώθουν φρίκη. Κι ο πόλεμος μεταξύ μας συνεχίζεται χωρίς νικητές . Μόνο το ισόπαλο δέος μας ενώνει και η εσχατιά του κόσμου. Και τα δάκρυα του πατέρα που δεν δείλιασε να γονατίσει με πένθος.. Αγγελόκοσμος

Παραφράζοντας την γνωστή φράση του αγαπημένου θεατρικού συγγραφέα - πάντα θα βασίζομαι στην καλοσύνη των ξένων - Πάντα βασίσου στην γενναιοδωρία των φίλων κι όχι των εραστών, οι εραστές πολύ απλά , δεν μπορούν να είναι γενναιόδωροι .

Ο ηθοποιός γράφει με το σώμα του τις λέξεις που κάποιος είδε σαν εικόνες όταν η ώρα για το κείμενο ωρίμασε. Αυτός που γράφει φέρνει το πίσω μέρος του κεφαλιού του μπροστά. Ο αυχένας κατέγραψε κΆι το μέτωπο εμφάνισε, η καρδιά δίνει αίμα για να ζωντανέψει η εικόνα. Αυτό δεν είναι παραγωγή ιδεών, είναι το μάτι του αλόγου καθώς καλπάζει. Ο ηθοποιός δεν υποδύεται, εκείνη την στιγμή είναι, γι αυτό η υποκριτική είναι η πιό καθαρή μορφή τέχνης... Ο ηθοποιός δεν εκτελεί εντολές είναι ο ίδιος εντολή. Δεν έχει σύνεργα ούτε αυτόματες γραφές. Είναι ένα σώμα που μιλάει, αρπάζει τον χρόνο και τον κάνει άχρονο. Τυχαίες του δονήσεις φτάνουν στο κοινό που είναι αδηφάγο και σπερματοφάγο . Είναι όλες οι μουσικές κι όλες οι εικόνες. Ηθοποιός σημαίνει φως και σκότος, από το σκοτάδι ξεκινά και μόνος σαν το έμβρυο, ύστερα χτυπάει το πάτωμα και ανασηκώνεται από το έδαφος κάποια εκατοστά , κι άλλα εκατοστά, κι άλλα εκατοστά, στο τέλος έχει τόσο εκτεθεί που έχει ξεπεράσει την έννοια του ύψους, εκεί κατά την πτήση του γίνεται φως. Ευεργετημένος ο θεατής μοιράζεται την πτηση όπως συμβαίνει με τον έρωτα που είναι δυνατός" Όμως ενώ ο θεατής πετάει στο τέλος δύσκολα αντιλαμβάνεται την πτώση του ηθοποιού. Γιατί καθε πτήση που αυτο πραγματώνεται μετά γίνεται πτώση... Αυτή είναι η γνησιότητα της γραφής του ηθοποιο

Ιδιοδεκτική αίσθηση Οι νευρώνες μας αποδομούνται μέσα στις πέντε αισθήσεις, προχωρούμε νευρικά και κάθετα , με τις αρτηρίες ανοιχτές. Οι πληγές μας κατοικούν στην οδό της Περσεφόνης, βλαστοί της ορφάνιας και της ερήμωσης, παιδιά των λιμανιών. Χώρες που διηγούνται έρωτες με σημαίες μαύρες οδηγούνται στην κοιλιά του θηρίου. Που θα σε βρω; Και πότε; Δεντροστοιχίες με κερασιές ανθισμένες, σαν στήθη νεαρής γυναίκας ακροβατούν στις έκτες μας αισθήσεις, εσύ ενας κυνηγός κεφαλών , επαγγέλλεσαι τώρα έναν θλιβερό τυχοδιώκτη κι εγώ μια ηθοποιό που καθημερινά κάνει το ντεμπούτο της. Που θα σε βρω; Και πότε; Είναι καιρός τώρα που όπιο μας είναι μια διαρκής ανασφάλεια. Είναι καιρός τώρα που οι άνθρωποι κοιτούν το φύλο τους σαν να είναι μια βάρκα που ταξιδεύει μέσα σε μια σκοτεινή θάλασσα. Φαλλοί και αιδοία σε σύγχυση. Γλώσσες που δεν κατοικούν στην υπόφυση, σαν να πληρώνουν κόμιστρα θανάτου, εδώ εκτελούνται οι φονικές εντολές, φυλάξου, θα σε σκοτώσουν. Και μαζί σου θα πεθάνουν κι οι μνήμες μου...

Οι άγγελοι θυμιατίζουν, το άγιο χασισάκι σου, έστελνε την μυρωδιά του στα χερουβείμ. Κίτρινες νεραγκούλες και βιολετες μενεξεδιές στα μάτια μιας μαυρομάτας που σου άρεσε. Μιας μελαχρινής που σε ύψωνε στην κοιλάδα των πολύχρωμων νερών. Δυό σύννεφα στάζουν στα μάτια κάθε φορά που σε σκέφτομαι. Η σκιά του πατέρα μου καθισμένη σε μια καρέκλα να με κοιτάζει κάθε φορά που τον θυμάμαι να χορεύει επάνω σου. Η Σύρα σε ποτίζει δάκρυα. Η γέφυρα αυτών που φουμάραν το χασίσι ακόμη αναστενάζει ,σαν πόθος που βγήκε από αντρικό μάτι καθώς αντίκρυσε ένα στήθος σφιγμένο σε στενή μπλούζα. Την ποτίζεις δάκρυα. Ησουν ο λόφος που βλέπαμε τον ήλιο, διεγερμένοι από την επιθυμία της ζωής ανεβαίναμε στα χέρια σου κι οι νότες σου πουλιά με ουρές πολύχρωμες ούρλιαζαν στα πόδια μας. Για να χορεύουμε. Η Ελλάδα πονάει. Πάντα πονούσε. Ο έρωτας πονάει . Πάντα πονούσε. Μάρκο. Μονάχα η αγάπη μένει. Κι εσύ όρθιος με την τραγιάσκα ταίζεις την καρδιά μας. Μάρκο. Θα ταίζουμε τους τρυφερούς μας δαίμονες φωνάζοντας το όνομα σου. Ο πιο τρυφερός πατέρας μας ζει πίσω από τον ουρανό που ξεβράζει γιασεμιά , έχει το πρόσωπο σου. Μάρκο. - Η ωδή στον Μάρκο-

Η βινιέττα όλων των ερώτων υποκλίνεται στον έναν, αυτόν που σέβεται εκείνους που προηγήθηκαν , χωρίς να έχει την διάθεση να τους αποδυναμώσει... (Βινιέττα είναι τεχνοτροπία στην ζωγραφική )

Παίρναμε το τρένο με τον Χοσέ και βλέπαμε τα δέντρα να χορεύουν έξω από το τζάμι. Ο αέρας της εξοχής μας έφτιαχνε την διάθεση, αλλάζαμε το πρόσωπο της πολιτείας με εκείνο του άστρο παρατηρητή. Μετά ανεβαίναμε στα δέντρα και φτιάχναμε δεντρόσπιτα, αφήναμε τον ουρανό να φυσάει τα πνευμόνια μας. Χορεύαμε ινδιάνικους χορούς που δημιουργούσαμε εκείνη την στιγμη.Πιασμένοι από το χέρι τραγουδούσαμε μάντρα της αγάπης. Η φιλία έχει κάτι από τον θεό των ανθρώπων Χοσέ, έλεγα και έπεφτα στην αγκαλιά του . Εκεί κοντά μας υπήρχε ένα ποτάμι , γκριζόμαυρα ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα μας κι οι πέτρες είχαν μια διαφάνεια από πράσινο και κίτρινο. Εκεί ξαπλώναμε ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια και ξαναγυρίζαμε στην παιδική μας ηλικία, τότε που πιστεύαμε πως είμαστε αθάνατοι. Ο έρωτας κι η παιδική ηλικία έχουν αυτή την δύναμη . Πουλιά τραγουδούσαν πάνω από το κεφάλι μας, Χοσέ ,του φώναζα, κοίταξε , τα πουλιά μας κάνουν παρέα. Αυτός γελούσε με τα κεχριμπαρένια μάτια του και μου έπαιρνε την λύπη. Είχε έναν θαυμαστό τρόπο να μου παίρνει την λύπη, κάτι που είχα σαν δεύτερη φύση μου από παιδί.. Χοσέ, του έλεγα, πως γίνεται όταν σε σκέφτομαι να με παίρνεις τηλέφωνο; Πως γίνεται όταν είμαι μέσα στην μαύρη λίμνη να το νιώθεις , να απλώνεις τα χέρια σου και να με βγάζεις έξω; Είναι φυσικό, μου έλεγε, είμαστε πολύ παραπάνω από αδέλφια, σημασία δεν έχει η μήτρα που φιλοξενεί δυο πλάσματα, σημασία έχει να μπορείς να βγαίνεις από το εγω σου και να μπαίνεις στην ενδοχώρα κάποιου άλλου, να την νιώθεις με την καρδιά και τον νου, να την αγαπάς και να γοητεύσαι ταυτόχρονα. Έχεις δίκιο Χοσέ, του έλεγα ξαπλωμένη ανάςκελα μέςα στο νερό. Χοσέ ξέρειΣ; Φοβάμαι μην πεθάνεις, φοβάμαι μην σε χάσω. Είμαστε φθαρτοί, γι αυτό φοβάσαι, όμως σιγά σιγά θα γίνουμε δέντρα που θα αγγίξουν τον ουρανό και τίποτε δεν θα φοβόμαστε, έχουμε δρόμο ακόμη γι αυτό μπροστά μας, μου απαντούσε κι είχε νερό στα μάτια του. Ήξερα πολύ καλά τι έλεγε.. υγ. Αφιερωμένο στην Μ

Το πάρκο των αισθήσεων κατοικεί εντός μας, περιμένει τον ήλιο από σώματα με ιάματα, με κεριά που αναδύουν προοπτικές έκστασης. Να μην υπάρχει η βρομιά των σεντονιών από προηγούμενους εραστές που έκαναν θόρυβο, σκέψεις αμφιβολίας , η Μάτση ήξερε για τον Αντρέα όταν κοιμόταν μαζί του στον τάφο του Ινδού ,για το πόσο διεγερτικές , είναι οι σκέψεις της αναμονής. Ο έρωτας δεν πεθαίνει, λίγο ξεκουράζεται σε πλάνες, ύστερα βιαστικά και χωρίς προειδοποιήσεις σκορπάει την γλυκυτέρα των ανταμοιβών. Κι είναι το πάρκο γεμάτο χαρές χωρίς φθόνους. Η πιό πυκνή σκέψη είναι η πτήση κι η αιώρηση μετά το κενό. Κι η αφή είναι η μνήμ

Τις ημέρες εκείνες ερχόμουν και σε έβρισκα χωρίς χέρια και χωρίς πόδια. Τα μαστίγια της βροχής εγκλώβιζαν τα μάτια μου. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη να ψάξουμε την συγκίνηση ,ούτε φυσικά να την παρακινήςουμε τεχνηέντως. Μικρά συντριβάνια ηδονής αντιμετώπιζαν αυτά της λύπης. Άβυσσος, σου έλεγα, άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων. Και βιώσαμε τον ρυθμό του κόσμου, όπως ο Παλαμάς ,εντός μας. Και ξανα γεννηθήκαμε. Τις ημέρες εκείνες ερχόμουν και σε έβρισκα χωρίς στόμα. Δεν χρειαζόταν να σου μιλάω. Ήταν άλλος καιρός τότε. Είχαμε φτερά στην πλάτη, θυμάσαι; Και κάθε δάκρυ σου ήταν δικό μου. Μετά σε έψαξε ο θάνατος, σε βρήκε πολύ όμορφο, είχες εκείνη την μελαγχολία των φαγιουμ. Σε χαιρέτησα νοερά. Από τότε ψάχνω να βρώ πως ήταν εκείνες οι ημέρες, οι πικρό γλυκές. Δεν βρίσκω τίποτε, μόνο θυμάμαι.. Και γύρω μου βρίσκω προβιές και δέρματα λύκων. Και παντού διάχυτη η εξαφάνιση του γένους μου. Κι η φυλή μου βαπτίστηκε άφιλη.. Το αίμα κάνει αυλάκια , τσουλάμε πάνω του και χτυπάμε. Ω, τουλάχιστον να μπορώ να σε θυμάμαι.. Στην μνήμη του Π. Του ανθρώπου ψάρι

Σου μιλούν οι ψυχές και σου ψιθυρίζουν πως εδώ είναι πια ,ένα εργοτάξιο αισθημάτων. Γυρίζεις και τους λες πως περιμένεις να έρθουν οι καλύτερες ημέρες. Γελούν μαλακά και σου απαντούν πως ακόμη και τα σύννεφα κάνουν παράπονα και ζητούν να μεταναστεύσουν. Βάζεις τα χέρια στις τσέπες και νιώθεις σαν να είσαι ο Τομ Σόγιερ. Αντιλαμβάνεσαι χωρίς κόμπλεξ πως υφίσταται μια μετάλλαξη το ανθρώπινο είδος ,αλλά δεν μπορείς να μεταλλαχτείς κι εσύ. Το παίρνεις απόφαση, θα μείνω με τους τελευταίους λες. Στο μεταξύ τόση ανθρωπο μάζα στους δρόμους που ούτε ένας δρόμος για παιχνίδι ανοιχτός. Ο ήλιος παίζει γνέφοντας σου ο πυρετός έχει πάρει το μαστίγιο του και σε χτυπάει. Θέλεις να μπείς σε όλα τα παιχνιδάδικα και να τα σαρώσεις. Να κυλιστείς επάνω σε ότι είναι χνουδωτό, σε λίγο καιρό και τα ζωντανά θα μετακομίσουν αλλού, το ξέρεις, θα μείνουμε με τα χνουδωτα ως ανάμνηση. Η τρέλα γενοβολάει συνεχώς. Κι οι αρρώστιες επεκτείνονται

Λατρεύω όλες τις γυναίκες που παίρνοντας ένα μεταμεσονύχτιο ταξί φιλώντας τον αγαπημένο τους και καληνυχτώντας τον, άκουσαν τον οδηγό να τους λέει (τι θέλεις εσύ κορίτσι μου με αυτόν, εσύ είσαι σαν τα κρύα νερά) κι εκείνες μεθυσμένες από ευτυχία τον έστειλαν στον μεγάλο.. Αυτές τις γυναίκες τις λέω ελαφίνες.. Αντιπαθητικές , μου είναι εκείνες που όταν ερωτευτούν κάποιον , δεν ακούνε τις φίλες που προσπαθούν να επισημάνουν τα αυταπόδεικτα απλά και χωρίς διάθεση επιβολής. Πιστεύουν πως οι φίλες τους δεν καταλαβαίνουν τον πληγωμένο εραστή τους από την ζωή και βρίσκουν χιλιάδες επιχειρήματα και σχεδόν ζητούν τον κατα σπαραγμό τους με τον τρόπο τους. Μην σου τύχουν ποτέ τέτοιες γυναίκες στο διάβα σου καθώς κι αυτές που είναι τόσο ανασφαλείς που πιστεύουν πως θα τους κλέψεις τον υποψήφιο με μια χειραψία..Είναι οι Απελπισμένες για αντρικό κρέας.. Φυσικά και οι δυό περιπτώσείς ποτέ δεν θα παραδεχτούν πως είχαν άδικο . Τις μεν πρώτες τις λέω γυναίκες οχιές , ενώ τις δεύτερες ύαινες.

Μέσα στην Ρωμαϊκή νύχτα έλαμπαν οι γυναίκες που φορούσαν ρούχα ντεμί -σεζόν. Ο ουρανός άστραφτε από τα πυροτεχνήματα ενός γάμου κάπου εκεί δίπλα. Ημουν κουρασμένος από τις σιωπές μου, εδώ κΆι καιρό δεν συνέβαινε τίποτε ωραίο που να μπορεί να κλονίσει την βαθιά μου θλίψη. Καθώς χανόμουν ανάμεσα στους ανθρώπους που με έσπρωχναν βιαστικά ,την είδα στηριγμένη στο μπράτσο ενός ψηλού άντρα που φορούσε μαύρο παλτό, γελούσε κΆι φωτοβολούσε σκορπίζοντας γύρω της εναν αέρα βιολετών. Η Βερονικα ,με είδε, είχαμε πάνω από πέντε χρόνια να ιδωθούμε. Μια εγγενής λαχτάρα με ανάγκασε να τους ακολουθήσω. Δεν έδειξε έκπληξη οταν με είδε να τους κοιτάζω καθισμένος στο απέναντι τραπέζι ενός ακριβού για τα μέτρα μου εστιατορίου. Από τον τρόπο που οι σερβιτόροι στριφογύριζαν γύρω τους καταλάβαινα πως ο κύριος διέθετε άφθονο χρήμα , κάτι που επιζητούσε πάντα η παλιά μου αγαπημένη. Έτρωγαν μηχανικά, όπως όλοι οι μεγαλοαστοί του κόσμου, περισσότερη η προσοχή στον τρόπο που χειρίζονταν τα μαχαιροπήρουνα και λιγότερη η απόλαυση για το φαγητό. Εκείνη,έπινε κραςί με λίγη νευρικότητα, εκείνος κάποια στιγμή πήγε στην τουαλέτα. Τότε βρήκα την ευκαιρία να πάω στο τραπέζι της, τα μάτια της έλαμψαν σαν της γάτας, ( Τι θέλεις εδώ, τρελάθηκες); Μίλησε μέσα από τα δόντια της. (Ναι, τρελάθηκα, κι επειδή είμαι πιο τρελός από τότε που με άφησες φρόντισε μόλις τελειώσεις από εδώ να έρθεις να με βρεις στο σπίτι) Ξεκαθάρισα τις προθέσεις μου, μάζεψα το παλτό μου , πλήρωσα κι έφυγα πριν δω το βλέμμα της που το ένιωθα ήδη σαν μαχαίρι στην πλάτη μου.. Ενώ η νύχτα είχε πάψει πια την φρενίτιδα της κι ήμουν ακουμπισμένος στην κουπαστή της βεράντας το δέρμα μου την αναγνώρισε, πλησίαζε σε εμένα, αυτό ήταν η Βερόνικα, πριν ακόμη την αγγίξω καιγόμουν από την μνήμη της. Σε μερικά λεπτά άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Έτρεξε σε εμένα σαν πληγωμένη ελαφίνα Την έσφιξα επάνω μου κλαίγοντας. Κι εκείνη έκλαιγε, μπήκαμε ο ενας μέσα στον άλλο, με τα μάτια, το στόμα, την μύτη, τα γεννητικά όργανα ,σαν να γινόταν αυτό κάθε ημέρα. Υστερα ξημερώσαμε αγκαλια. Κι αρχίσαμε να δίνουμε τις τυπικές υποσχέσεις των ερωτευμένων, κι ύστερα πείσαμε ο ενας τον άλλον πόσο μα πόςο μας είμαστε απαραίτητοι, πως ο χρόνος που μεσολάβησε δεν άλλαξε τιποτα στην σχέση μας. Μαζί με τις τούφες του καπνού στο ταβάνι πήγαιναν μαζί κι αυτά που λέγαμε. Οταν έφυγε πια ,ήταν ξημερώματα, Ξυπνησα από μια ηλιαχτίδα στην μέση του δωματίου. Xόρευε γυμνή και με ζάλισε στα μάτια. Και ξαφνικά ήξερα, την Βερόνικα δεν θα την ξανα έβλεπα ποτέ.. Όπως και έγινε. Χαθήκαμε μέσα στην βαριά ατμόσφαιρα της εποχής. Κανείς δεν είχε διάθεση να νιώσει ανθρώπινα..

Οι άνθρωποι περιμένουν τα τριήμερα για να ξεχάσουν το δέρμα τους. Να ξεχάσουν πως η ζωή είναι ένα κουρδιστό παιχνίδι. Πως αλλάζουν πληγώνοντας εκείνους που αγαπούν. Πως οι μισοί θέλουν να πεθάνουν κι οι άλλοι δεν μπορούν. Πως μερικά παιχνίδια είναι στημένα. Θέλουν να ξεχάσουν πως ίσως μέσα στα ερείπια μπορεί να υπάρχει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Πως μέσα στα σκατά υπάρχουν φορες που γεννιούνται πρίγκηπες δίχως στέμμα. Πως οι προδοσίες είναι παράφωνες αλλα πάντα θα υπάρχουν στην ορχήστρα. Οι άνθρωποι τα τριήμερα νομίζουν πως είναι αποδημητικά πουλιά. Αλλά δεν είναι. Απλά θέλουν να επιςτρέφουν στις αυταπάτες τους. Αν δεν γίνεις ήλιος όταν οι άλλοι σε γκρεμίζουν πάντα θα σε ρουφάει ο άτλαντας του κόσμου. Κι όσο κι αν φωνάζουν οι άνθρωποι μεταξύ τους δεν θα ακούνε τις φωνές τους γιατί θα ουρλιάζουν ανάμεσα τους τα πληγωμένα δέντρα της πόλης. Τα τριήμερα είναι κατασκευαστικές αποθήκες ονείρων.. Μόνο το τώρα υπάρχει, έχει γίνει τέρας υπέρ οπλισμένο κι απειλεί να μας φάει ζωντανούς. ΤΑ ΤΡΙΗΜΕΡΑ

Εκείνοι οι εαυτοί μας που έγιναν ανάμνηση μας φτύνουν σαν γλώσσες φωτιάς, τους προσπερνούμε κατάκοποι από την συνήθεια και την απάθεια, τους διατάζουμε να κάνουν σιωπή τα βράδια , όμως εκείνοι βρίσκουν πάντα την ευκαιρία και συλλαβίζουν τα όνειρα μας. Σκόπευτρα της χίμαιρας οι λέξεις, τιποτένιοι ασπασμοί στο στέρνο. Ποτέ δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή να τους αδρανοποιήσεις εκείνοι οι εαυτοί μας είναι δρόμοι, δεν τελειώνουν πουθενά...
το μάτι μας. Αν σήκωνες όλα σου τα μυστικά και τα έκανες σαίτα στα μάτια των άλλων δεν θα φοβόσουν τίποτε, ότι εκτίθεται γίνεται δυνατό. Πολλές φορές είμαστε στον χώρο χωρίς να είμαστε στον χρόνο. Κι άλλοτε είμαστε απλά στον χρόνο χωρίς να είμαστε στον χώρο. Είμαστε ότι μας τροφοδοτεί το μάτι. Αν μείνεις στο ξενοδοχείο των πληγωμένων καρδιών θα γεμίσουν τα αυτιά σου από τις φωνές μικρών λευκών πουλιών, κάθε πληγωμένη καρδιά είναι ένα μικρο λευκό πουλί. Ότι κι αν μου συμβεί γυρίζω σε αυτό που βρίσκεται πίσω από το μάτι. Και δεν μετανιώνω ποτέ...

Η αληθινή ομορφιά μιας γυναίκας μοιάζει σαν ένα μεθυσμένο αηδόνι..
Οι μνήμες είναι σαν κόκκινες κλωστές, ξεμυτίζουν από τα συρτάρια, κίτρινα συρτάρια, χορεύουν ξέφρενα σε πάτωμα από κέδρο, πράσινες γραμμές στο χέρι μου που είδε μια τσιγγάνα, μοβ τσιγγάνα, καίνε καρβουνάκια στο θυμιατήρι της γιαγιάς μου, καφέ ήταν η γιαγιά μου, χαρτιά πεταμένα σε ιστούς αράχνης, κίτρινα χαρτιά, πεζοπόροι κι αγωνιώδεις υφαντές των ονείρων, χρυσό και κόκκινο τα όνειρα, οι μνήμες ακούραστες κόρες της θάλασσας, έρχονται με βάρκες μπλε στην μέση του δωματίου μου, στέκονται και με ρωτάνε με ένα στόμα, -τι θα αποφασίσετε για εμένα, θα με κρατήσετε-; Αποσιωπώ και λυγίζω το κεφάλι. Η πιό δυνατή μνήμη θα αδειάσει όλα τα χρώματα.. Κι εγώ ένας κόκκος από θειάφι, θα ψάχνω τα λουλούδια που σπαρταρούνε στην άκρη πάντα ενός δρόμου, γκρίζου δρόμου, δεν τα βλέπουν οι περαστικοί και τα πατούνε κι αυτά ούτε ένα Αχ, ούτε ένα Αχ , γαλάζιο Αχ του ουρανού... Η μνήμη είναι χαμαιλέοντα

Όταν η θάλασσα έχει πάρει το ίδιο γκρίζο με τον ουρανό ,ξέρεις το σημείο που πατάς. Εκεί ξεμπέρδεψες με το κλειστόν λόγω μελαγχολίας. Τίποτε δεν είναι κλειστό όταν βγάζεις ένα φαιδρό παρελθόν έξω από την πόρτα και η αλήθεια χτυπάει σαν ξυράφι. Δεν σε ενοχλεί το ψέμα αλλά οι ψεύτικοι άνθρωποι, αυτό δεν είναι παρά μια θέση τους καθαρά ιδιοτελής, συνεχής χωρίς εκπλήξεις και ανάπτυξη και αλλοιώνει το ωραίο. Δεν είναι ίδια η ομορφιά σε όλα τα μάτια. Δεν είναι συμβατές πάντα οι προθέσεις με τις υποσχέσεις. Ούτε η τιμιότητα ελαχιστοποιεί την δύναμη της επειδή διασχίζουμε την εποχή του άρρωστου εγώ. Άπειρα αυτά τα εγώ αλλά η ζωή είναι μία. Το να είσαι εσύ ατόφιος, ζώντας με τους άλλους είναι η πιο καθαρή πολιτική θέση. Όλα τα άλλα πουλιούνται στην αγορά που τα φύκια τα τιμολογεί σαν μεταξωτές κορδέλες.. Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με τα οστεοφυλάκια της συνείδησης τους και των ιδεών τους. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν από την θέληση σου για αλήθεια και φως. Ανοίγουν μονοπάτια που σε οδηγούν εκεί ακόμη και τυχαία. Η πραγματικότητα συνεχώς αλλάζει. Και πολλές φορές πιστεύεις πως επειδή το γκρίζο της θάλασσας έχει το ίδιο γκρίζο με τον ουρανό ότι δεν υπάρχει ορίζοντας. Όμως υπάρχει και το ξέρεις. Υπάρχει πολύ αυστηρό τίμημα αλλά τίποτε δεν κερδίζεται εύκολα. Ποτέ δεν μας άρεσαν τα πλήθη, οι αριθμοί κι οι λέξεις που θυσιάζονται για μιαν εντύπωση που στο επίμετρο είναι ευτελείς. Γνωρίζουμε από παιδιά να περπατούμε με γυμνά πέλματα στις καυτές πέτρες. Και γνωρίζαμε από παιδιά με το φυσικό μας ένστικτο πως η μοναχική πορεία είναι δύσκολη. Όμως τούτο, δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε πάντα γενναίους κι όμορφους φίλους κι ανθρώπους δίπλα μας και στην καρδιά μας που γνωρίζουν τι είναι η αγάπη. Ας μην γελιόμαστε, όλοι μας ξέρουμε
Δεν είναι όμορφες οι ιστορίες που κατασκευάζονται από εμάς και τους άλλους οι πιο όμορφες ιστορίες φτιάχνονται από μόνες τους..
ώρα που η ανάγκη για επικοινωνία ενδύεται το ρούχο της ματαιοδοξίας, το μάτι και το αυτί πλημμυρίζουν από φτήνια, τώρα που η αδέσποτη αλλά πειθαρχημένη συγκίνηση συμβιβάζονται με την επίδειξη της πρόθεσης, τώρα πιο πολύ, ποθώ να βρώ, τις πληγωμένες γσέισες, να μου δώσουν μέςα από το χρυσό κόκκινο τσαντάκι τους να βάλω, κάτω από το μαξιλάρι, φεγγάρι από ασημένια λέπια και άνθη του Βαν Γκόγκ.. Στην ελεγεία της αρμονίας να χαθώ, να χυθώ να ηλιοβασιλέψω, να κοιμηθώ για πάντα .. η γκέισα κοιμήθηκε
Η βιωματική των ασωμάτων τώρα που δεν υπάρχει τίποτε χειροπιαστό να δείς μπορείς να πετάξεις αρκεί στην πτήση σου να μην δείς την γυναίκα με τα ξυλοπόδαρα αυτή που είναι υπερβολικά αυτόνομη και πετάει κεραυνούς με τα μάτια της προχτές νομίζω την είδα κι εγώ μα δεν μπόρεσα να της μιλήσω γιατί ήμουν ζαλισμένος από το ούζο που είχε γίνει ήλιος και θάλασσα κάπου εκεί συνειδητοποίησα πως δεν είχα σώμα.
Κανείς δεν ξέρει την αυγή ,σε ποιά προβλήτα θα ακουμπήσει τα βλέφαρα του. Σκληρός ο κόσμος μα ακούραστος * με ένα του φίλημα ο καθείς γίνεται προδότης. Πισθάγκωνα σε έτρεχαν οι βλαστοί των αγίων μα τα αγιάσματα τους ποτέ δεν τα είδες, μόνο τα μύρισες μια ανοιξιάτικη βραδιά που οι νερατζιές έκλαιγαν ενώ η σελήνη εξέπεμπε s.o.s. Φύγε, μην με ακούς , έξω όλοι τρέχουν προς τα πίσω.
Εκείνη την εποχή πεινούσαμε για τους ανθρώπους. Κι οι περισσότεροι πεινούσαν για εμάς. Μεγαλύτερη διέγερση από αυτήν, ήταν η ερωτική αναζήτηση, όχι όπως στα φωτορομάντζα, ούτε στα παραμύθια με τους βατραχοπρίγκιπες, 'ηταν αυτή του να φορέσουμε το δέρμα του εραστή μας. Όταν η ημέρα διαδεχόταν την νύχτα έλαμπαν τα σπλάχνα μας. Η καρδιά μας είχε πολλά ανοίγματα στην φαντασία και δεν επιδεχόταν περιφρούρησης. Όμως ξέρεις κάτι; Όλα αυτά, ήταν πριν* κάποιες λέξεις και τόποι γίνουν μόδα. Δεν χρειαζόταν να δεις περισσότερο από πέντε λεπτά τότε για να διαπιστώσεις την γνησιότητα των λεγομένων και των προσώπων τους.. Είχαμε παρατσούκλια αντί για ταυτότητα. Ονειρευόμασταν τα πιό όμορφα μάντρας, την Ινδία και τους Σούφι. Μα έπειτα ο Ρουμί, ο Τζακ κι ο Τσαρλς και πόσοι άλλοι έγιναν μόδα. Φιγούρες ανθρώπινες, των κοσμικών νησιών επισκέπτες, μιμήθηκαν τους καταραμένους παριστάνοντας τους αγίους, πράγμα αδύνατον να το πετύχει άλλος κανείς.. Καμία διαύγεια στις πράξεις και το μυαλό τους. Άνοιξαν αγορές. Ανοίχτηκαν και πήραν και πολλούς από εμάς. Ύστερα γιγαντώθηκαν οι άλλες αγορές. Και εκεί τελείωσε το θέμα της όρασης και η υπόθεση του ανθρώπου. Και τέλος κάποιοι που απομειναν κυκλοφορούν ψάχνοντας μια δικαίωση σε ηλεκτρονικούς τοίχους με δήθεν στίχους και μια δήθεν λατρεία στους νεκρούς. Κι αυτό το δήθεν με σκοτώνει.. Πολλές φορές ευχήθηκα να μην βλέπω και να μην καταλαβαίνω... Αλλά κάτι είναι πιό επάνω από εμένα και με πυροβολεί ακατάπαυστα.. Σήμερα πεινάμε πάντα για τους ανθρώπους. Αλλά τώρα πια δεν είμαστε αθώοι γιατί είμαστε υποψιασμένοι.. Πρώτο παράδειγμα εγώ, κάποτε μισούσα τα αποσιωπητικά, τώρα τα χρησιμοποιώ συχνά.... 4.17. Μεσημέρι, πάει για απόγευμα
Ώσπου να αδειάσει η μνήμη θα σε περιγράφω στα χελιδόνια. Κι ενώ οι άλλοι θα περιμένουν τις άγιες ημέρες, ο Παπαδιαμάντης θα κοιμάται στην πλατεία , ο Καρούζος θα πίνει ποτά ώσπου οι λίγοι εναπομείναντες ακόλουθοι του επιταφίου, να λιμνάσουν στα σπιτια τους. Οι Μήδειες θα σφάζονται από τα παιδιά τους κι ο κόςμος θα γυρίζει ανάποδα οταν ο μισός πλανήτης θα βομβαρδίζεται στον Γολγοθά του μαρτυρίου. Οι άγιες ημέρες δεν θα έρχονται όσο ο άνθρωπος δεν υπάρχει σαν ένα θαύμα. Η μοίρα είναι ολοι οι χρόνοι μαζί στο ποδήλατο ανεβασμένοι , της ανθρώπινης περιπέτειας. Ωσπου να αδειάσει η μνήμη θα σε περιγράφω στις επόμενες ημέρες της παπαρούνας, αιματώδης και πυκνή στην επίδραση της στην ευαισθησία ,θα κάνει συντροφιά στους μοναχικούς . ¨οταν θα φύγει ο τελευταίος από την πλατεία του θεάτρου θυμήσου να σηκωθούμε από τα γόνατα. Να χορέψουμε τα τραγούδια τα αγαπημένα , των οικείων μας νεκρών. Με ´ενα μαχαίρι ´ή μονάχα ένα λουλούδι, δεν απλώνεται ο άνθρωπος. Αιωνίως θα περιμένει μια Ανάσταση με τα χέρια σε ακαμψία. Σε αγαπώ, να με θυμάσαι οταν θα μου φέρνεις φρέζιες. Της Μεγάλης Δευτέρας
Κάποτε θα έπρεπε να μιλήσουμε για εκείνη την θερμότητα που αγνοήσαμε , για εκείνη την μικρή φωτιά που μας φυγάδευε μέτρα προς τα επάνω, μα οι σκιές που έπεφταν στα μάτια μας από τις αμφιβολίες ήταν ένας τελικός σταθμός. Οι ήττες μας , μας τρώγανε τα σπλάχνα σαν σκυλιά. Σε θυμάμαι καμιά φορά όταν ο αέρας με χαϊδεύει με ένα άρωμα απο νερατζιές. Άνοιξη ήταν θυμαμαι οταν αποχαιρετιστήκαμε δίχως μια λέξη..
Είχε έναν τρόπο να γελάει με τα χέρια της. Με τα χέρια της έβγαιναν νότες γάργαρες από τον πνεύμονα και έρχονταν και κάθονταν στο μέρος της καρδιάς του, διώχνοντας μακριά του κάθε λύπη. Είχε έναν τρόπο να γελάει με όλα της τα δάχτυλα, μικρές καμπάνες έπαιζαν κρυφτό κάθε φορά που μετακινούσε τα δάχτυλα στον αέρα ή προς την μεριά του.. Κι αυτός ήταν μόνο ένα καράβι φτιαγμένο από λύπες. Έλυνε κάβους μόλις έβλεπε τον χορό των χεριών της κι έφευγε, νιώθοντας ως τα κόκαλα του την χαρά... υγ. στην Α.
Είχε μπεί στην εποχή που η μνήμη ήταν ένα στεγνό σφουγγάρι ,ζητούσε απο την νύφη της που δεν ήξερε ποιά είναι ,απλά την αναγνώριζε σαν ένα σημάδι επαφής, να την βοηθήσει κι εκείνη στις δουλειές του σπιτιού, να μην είναι ακίνητη, το σπίτι ήταν έρημος που την φώτιζε πότε πότε ένα αντρικό πρόσωπο που έλεγε πως ήταν ο γιός της, γύριζε γύρω γύρω και ζητούσε συνεχώς να φάει, αυτή που την έλεγαν νύφη της της έβαζε το γεύμα σε τρία πιάτα, άλλο η σαλάτα, άλλο είχε το κρέας , άλλο το φρούτο, αυτό την μπέρδευε, ωστόσο μέσα στο λευκό μυαλό της γύρευε εκείνο το πρόσωπο που έλεγε πως είναι γιός της, τον έψαχνε, ωστόσο μια ημέρα εκείνος της είπε , μάνα θέλω να με παίρνεις κάθε ημέρα στην δουλειά μου τηλέφωνο στις δυο και μισή, τότε εκείνη πήρε στα χέρια της εκείνο το πρωινό το ξυπνητήρι, πάνω κάτω διέσχιζε τον διάδρομο, το σαλόνι, την κουζίνα, πάνω κάτω παραμιλώντας , πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο το μεσημέρι στις δυό και μισή, κοιτούσε το ρολόι και περίμενε να έρθουν οι δείκτες στην σωστή θέση, το σπίτι ερήμωνε, ολοένα ερήμωνε ,δεν μπορούσε να ταξιδέψει με το μυαλό της όπως κάποτε, δεν μπορούσε να νιώσει χαρά, σκιές την έτρωγαν και την κατάπιναν, ύστερα ήρθε αυτή που την έλεγε με το όνομα της , τι κάνεις Όλγα είπε, τι κάνεις με το ρολόι στο χέρι, να πάρω κάποιον τηλέφωνο, αλλά ποιόν , αυτό είπε κι ένιωσε άσχημα, ένιωθε σαν παιδί που γυρεύει την μάνα του αλλά δεν θυμόταν ποιά είναι η μάνα της, μόνο κάποιες παλιες φωτογραφίες ,της την θύμιζαν, της άρεσε η μουσική, η κλασική μουσική, θυμόταν κάποιον γιατρό που έλεγε πως η μουσική αγγίζει όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα, τώρα είχε πάει δύο και μισή η ώρα, ποιον έπρεπε να πάρει, όμως ήξερε πως αυτός ο κάποιος την αγαπούσε και τον αγαπούσε κι εκείνη...κι η αγάπη δεν έχει στάδια...άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι της Βέμπο ενώ η ώρα είχε πάει τρείς κι η ημέρα έξω έκαιγε από τον ήλιο. Η γεροντική παιδική ηλικία..
Η κοιλιά του νησιού βρυχάται ενώ παλεύουμε ανάμεσα στην δυσθυμία και την αφέλεια δίχως την διεκδίκηση μιας νίκης, αταίριαστοι και λυρικοί στην λάμψη μιας έναστρης ,νυχτερινής όψης, με την μνήμη του δέρματος στα μάτια, απωθώντας τον οίστρο του κτήνους, λαθραίοι και διώκτες του ψεύδους, μνημονεύουμε τις παλιές ώρες σαν νεκροφόρες.
να ακυρωμένο σώμα βαδίζει νευρικά πάνω κάτω στην ταράτσα/ η κουφή κυρία του τέταρτου όροφου ακούει ραδιόφωνο στην διαπασών/ ένας σκύλος φωνάζει στο μπαλκόνι ώρα τρείς ,βαθιά νύχτα/ εμείς κοιμόμαστε με τις φωτογραφίες των νεκρών μας στο στήθος , σαν Χριστοί σταυρωμένοι/ μια γυναίκα χορεύει με ένα φιλί στην πλάτη στον δρόμο της πάπρικας/ εσύ μου λες τίποτε εκπληκτικό πια δεν συμβαίνει ,φορώντας ένα χαλασμένο κραγιόν, κι εγώ, ριγμένος στα γόνατα, αφαιρώ ένα ένα τα καρφιά των άφιλων φίλων σου. Ακυρώσεις

να ακυρωμένο σώμα βαδίζει νευρικά πάνω κάτω στην ταράτσα/ η κουφή κυρία του τέταρτου όροφου ακούει ραδιόφωνο στην διαπασών/ ένας σκύλος φωνάζει στο μπαλκόνι ώρα τρείς ,βαθιά νύχτα/ εμείς κοιμόμαστε με τις φωτογραφίες των νεκρών μας στο στήθος , σαν Χριστοί σταυρωμένοι/ μια γυναίκα χορεύει με ένα φιλί στην πλάτη στον δρόμο της πάπρικας/ εσύ μου λες τίποτε εκπληκτικό πια δεν συμβαίνει ,φορώντας ένα χαλασμένο κραγιόν, κι εγώ, ριγμένος στα γόνατα, αφαιρώ ένα ένα τα καρφιά των άφιλων φίλων σου. Ακυρώσεις
Κάποτε μια κοπέλα που είχε ένα εξωτικό, κόκκινο πουλί κι ´ενα παιδί πίσω από το στήθος της ένιωσε δυσφορία. Αυτό οφειλόταν στο ότι τα δυό αυτά κρυμμένα πλάσματα τσακώνονταν αρκετά συχνά. Κι η κοπέλα προσπαθούσε να τους κάνει να ειρηνεύσουν. Όμως αυτό δεν είχε καμία επιτυχία. Και μια ημέρα που δροσοσταλίδες ήταν κρεμασμένες στα δέντρα συνάντηςε στον δρόμο της έναν ποιητή. Ο ποιητής τσακώνονταν με την ηχώ και την σκιά του, τις καταδίωκε ώστε να μπορέσει να φτιάξει ένα ποίημα. Ήξερε πως ένα δυνατό ποίημα, θάμπωνε με την λάμψη του τον αναγνώστη και έδινε νέο παλμό δίνοντας μια πολύ ακριβή σαφήνεια στις αξίες. Η κοπέλα έβλεπε τον αγώνα που έκανε ο ποιητής κι ένιωσε πως οι αληθινοί ποιητές βρίσκουν πάντα την αρχή του τούνελ που λέγεται μυστήριο. Είδε την άβυσσο που έριχνε τις σαίτες του και καταλάγιασε μέσα της την δική της αγωνία για τον καθημερινό πόλεμο των κρυμμένων δικών της πλασμάτων . Αντιλήφθηκε με το βάθος της καρδιάς της ,πως το πουλί και το παιδί τσακώνονταν γιατί προσπαθούσε η ίδια να τα κρύψει από τους άλλους για να μην την κατακρίνουν . Κι ακούγοντας τον ποιητή μαγεύτηκε κι άφησε την γνώμη των άλλων πέρα, τότε το πουλί και το παιδί λευτερώθηκαν από το στήθος της κι έγιναν μέρος σε ένα ποίημα. Κι όλοι μαζί πια λευτερωμένοι, κοιτούσαν με μάτι καθαρό και ανοιχτή καρδιά το κέντρο της οικουμένης. Από εκεί έβγαιναν κρυφές μουσικές που με τις δονήσεις τους ένωναν όλους τους ανθρώπους... παραμύθι για μικρούς και μεγάλους υγ αφιερωμένο με πολλή αγάπη στην M. και τον Κ
Όλες μου οι προσδοκίες τα μάτια σου τα μάτια σου τα μάτια σου/ μαχαίρια που φώλιασαν στην πλάτη μου λέξεις σαν κεριά που κανένα χέρι δεν θα ανάψει

Όλες μου οι προσδοκίες τα μάτια σου τα μάτια σου τα μάτια σου/ μαχαίρια που φώλιασαν στην πλάτη μου λέξεις σαν κεριά που κανένα χέρι δεν θα ανάψει

Όλες μου οι προσδοκίες τα μάτια σου τα μάτια σου τα μάτια σου/ μαχαίρια που φώλιασαν στην πλάτη μου λέξεις σαν κεριά που κανένα χέρι δεν θα ανάψει

Βιαστικοί οι παραλήπτες των ωραίων μας πράξεων/ τις καταχωρούν στα ( διαβασμένα) κι εμείς ανάλαφροι από το βάρος του υπερτροφικού εγώ μας σε λιμάνια πολυσύχναστα περπατούμε γυμνοί και μόνοι. Χωρίς την διάθεση να πούμε ένα ψέμα πίνοντας και καπνίζοντας χαρμολύπες. Μια ηλιόλουστη ημέρα θα μας θυμηθούν, αρχειοθετώντας μας στο θυμικό, σαν διαβασμένα Μα εμείς στα χελιδόνια εναποθέτουμε τις ελπίδες μας..

Με μια ευγενική κίνηση του κεφαλιού σου ματαιώνεις το φως, ο κόσμος στοιβάζεται σε χλωμά βαγόνια τρένου ψάχνοντας για στέγη, άνθρωποι από νερό ,καίνε καρβουνάκια στο λαρύγγι τους και θυμιατίζουν αγωνιες ,έρχεσαι εσύ με εκείνο το κίτρινο παλτό στον ύπνο μου και μου φωνάζεις να κρύψω όλου του κόσμου τις αθωότητες γιατί παντού ζητούν κόμιστρα γι αυτες´, κρύβουμε ζώα πληγωμένα από την πόζα, το ψέμα και την πνευματική χολέρα, τα κρύβουμε ανάμεσα στο στέρνο μας σε μια κλωστή αίματος, ψάχνουμε το φως στα κεραμίδια των παλιών σπιτιών, εκεί που τώρα μικροί φτωχοδιάβολοι μοιράζουν το δηλητήριο στην φλέβα, ούρλιαζε ο Μπαροουζ, ούρλιαζε το Ναγκασάκι, το Βιετνάμ κι η Χιροσίμα, η Αφρική μετράει εκατόμβες νεκρών, η ιστορία γελάει , ειρωνεύεται, με μια κίνηση του κεφαλιού μας βάζουν θηλιές στον λαιμό οι βιαστές του κόσμου, ( κράτα γερά ), φωνάζεις, σε κοιτάζω να χάνεσαι μέσα στους δεκάδες εαυτούς σου, ( υπερβαίνουμε τις δυνάμεις μας),σου λέω, οι άνθρωποι κοιτάζουν να σωθούν οπως οπως, δεν τους νοιάζει το αύριο, δεν τους νοιάζει πως κάποιος τους νοιάζεται, είναι τόσες οι ενοχές που είμαστε πνιγμένοι που ένα σε αγαπώ δεν σώζεται για κανέναν, ας χαθούμε λοιπόν μέσα στο ήταν και το είναι, χωρίς μια ανάσα για ένα αληθινό πένθος, Φυλάξου τώρα, ο τόπος άλλαξε, οι τόποι όλοι άλλαξαν, εκείνα τα πληγωμένα ζώα άκουσε που επιμένουν να μιλούν την γλώσσα των ανθρώπων, κάποτε θα λάμψουν με την αθωότητα τους στην εποχή των ζωντανών

Τα συναισθήματα δεν συντομογραφούνται κι η ζωή δεν χωράει σε κουτάκια με ονόματα . Τρέχω για ένα επείγον περιστατικό που θα έχει διάρκεια στην ανθοφορία. Κι εσύ με κοιτάζεις με μάτια που ξεχειλίζουν αρώματα. Η ειμαρμένη είναι δρόμος.

Ο πατέρας μου ήταν ένα κόκκινο μήλο το τρώγαμε μαζί, ένας δίσκος του Βαμβακάρη χορεύαμε τις Κυριακές πίσω από τις κλειστές πόρτες τα τραγούδια, ηταν η θάλασσα που με έμαθε να επιπλέω, μια αφίσα της Μοσχολιού στο μαραγκουδικο,, ένα καναρίνι φωλιαςμένο κάτω από την τραγιάσκα του παππού, ένα ρολόι που πήρα από το χέρι του στον νεκροθάλαμο και ποτέ δεν το φόρεσα μα μονο το κοιτάζω, λέω ήταν- γιατί τώρα είναι ένα σύννεφο που κρύβω με επιμέλεια στο στήθος, το αφήνω πότε πότε και με ταξιδεύει χωρίς να χρειάζομαι πυξίδα... - του πατέρα μόνο