Κυριακή 18 Ιουνίου 2017
το μάτι μας.
Αν σήκωνες όλα σου τα μυστικά και τα έκανες σαίτα στα μάτια των άλλων δεν θα φοβόσουν τίποτε, ότι εκτίθεται γίνεται δυνατό.
Πολλές φορές είμαστε στον χώρο χωρίς να είμαστε στον χρόνο.
Κι άλλοτε είμαστε απλά στον χρόνο χωρίς να είμαστε στον χώρο.
Είμαστε ότι μας τροφοδοτεί το μάτι.
Αν μείνεις στο ξενοδοχείο των πληγωμένων καρδιών θα γεμίσουν τα αυτιά σου από τις φωνές μικρών λευκών πουλιών, κάθε πληγωμένη καρδιά είναι ένα μικρο
λευκό πουλί.
Ότι κι αν μου συμβεί γυρίζω σε αυτό που βρίσκεται πίσω από το μάτι.
Και δεν μετανιώνω ποτέ...
Οι μνήμες είναι σαν κόκκινες κλωστές,
ξεμυτίζουν από τα συρτάρια, κίτρινα συρτάρια,
χορεύουν ξέφρενα σε πάτωμα από κέδρο,
πράσινες γραμμές στο χέρι μου που είδε μια τσιγγάνα,
μοβ τσιγγάνα,
καίνε καρβουνάκια στο θυμιατήρι της γιαγιάς μου,
καφέ ήταν η γιαγιά μου,
χαρτιά πεταμένα σε ιστούς αράχνης,
κίτρινα χαρτιά,
πεζοπόροι κι αγωνιώδεις υφαντές των ονείρων, χρυσό και κόκκινο τα όνειρα,
οι μνήμες ακούραστες κόρες της θάλασσας,
έρχονται με βάρκες μπλε στην μέση του δωματίου μου,
στέκονται και με ρωτάνε με ένα στόμα,
-τι θα αποφασίσετε για εμένα, θα με κρατήσετε-;
Αποσιωπώ και λυγίζω το κεφάλι.
Η πιό δυνατή μνήμη θα αδειάσει όλα τα χρώματα..
Κι εγώ ένας κόκκος από θειάφι, θα ψάχνω τα λουλούδια που σπαρταρούνε στην άκρη πάντα ενός δρόμου,
γκρίζου δρόμου,
δεν τα βλέπουν οι περαστικοί και τα πατούνε
κι αυτά ούτε ένα Αχ,
ούτε ένα Αχ ,
γαλάζιο Αχ του ουρανού...
Η μνήμη είναι χαμαιλέοντα
Όταν η θάλασσα έχει πάρει το ίδιο γκρίζο με τον ουρανό ,ξέρεις το σημείο που πατάς.
Εκεί ξεμπέρδεψες με το κλειστόν λόγω μελαγχολίας.
Τίποτε δεν είναι κλειστό όταν βγάζεις ένα φαιδρό παρελθόν έξω από την πόρτα και η αλήθεια χτυπάει σαν ξυράφι. Δεν σε ενοχλεί το ψέμα αλλά οι ψεύτικοι άνθρωποι, αυτό δεν είναι παρά μια θέση τους καθαρά ιδιοτελής, συνεχής χωρίς εκπλήξεις και ανάπτυξη και αλλοιώνει το ωραίο.
Δεν είναι ίδια η ομορφιά σε όλα τα μάτια. Δεν είναι συμβατές πάντα οι προθέσεις με τις υποσχέσεις.
Ούτε η τιμιότητα ελαχιστοποιεί την δύναμη της επειδή διασχίζουμε την εποχή του άρρωστου εγώ. Άπειρα αυτά τα εγώ αλλά η ζωή είναι μία.
Το να είσαι εσύ ατόφιος, ζώντας με τους άλλους είναι η πιο καθαρή πολιτική θέση.
Όλα τα άλλα πουλιούνται στην αγορά που τα φύκια τα τιμολογεί σαν μεταξωτές κορδέλες..
Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με τα οστεοφυλάκια της συνείδησης τους και των ιδεών τους.
Όλα ξεκινούν και τελειώνουν από την θέληση σου για αλήθεια και φως. Ανοίγουν μονοπάτια που σε οδηγούν εκεί ακόμη και τυχαία.
Η πραγματικότητα συνεχώς αλλάζει. Και πολλές φορές πιστεύεις πως επειδή το γκρίζο της θάλασσας έχει το ίδιο γκρίζο με τον ουρανό ότι δεν υπάρχει ορίζοντας.
Όμως υπάρχει και το ξέρεις.
Υπάρχει πολύ αυστηρό τίμημα αλλά τίποτε δεν κερδίζεται εύκολα.
Ποτέ δεν μας άρεσαν τα πλήθη, οι αριθμοί κι οι λέξεις που θυσιάζονται για μιαν εντύπωση που στο επίμετρο είναι ευτελείς.
Γνωρίζουμε από παιδιά να περπατούμε με γυμνά πέλματα στις καυτές πέτρες.
Και γνωρίζαμε από παιδιά με το φυσικό μας ένστικτο πως η μοναχική πορεία είναι δύσκολη.
Όμως τούτο, δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε πάντα γενναίους κι όμορφους φίλους κι ανθρώπους δίπλα μας και στην καρδιά μας
που γνωρίζουν τι είναι η αγάπη.
Ας μην γελιόμαστε,
όλοι μας ξέρουμε
ώρα που η ανάγκη για επικοινωνία ενδύεται το ρούχο της ματαιοδοξίας,
το μάτι και το αυτί πλημμυρίζουν από φτήνια,
τώρα που η αδέσποτη αλλά πειθαρχημένη συγκίνηση συμβιβάζονται
με την επίδειξη της πρόθεσης,
τώρα πιο πολύ, ποθώ να βρώ,
τις πληγωμένες γσέισες,
να μου δώσουν μέςα από το χρυσό κόκκινο τσαντάκι τους να βάλω, κάτω από το μαξιλάρι,
φεγγάρι από ασημένια λέπια και άνθη του Βαν Γκόγκ..
Στην ελεγεία της αρμονίας να χαθώ,
να χυθώ να ηλιοβασιλέψω,
να κοιμηθώ για πάντα ..
η γκέισα κοιμήθηκε
Η βιωματική των ασωμάτων
τώρα που δεν υπάρχει τίποτε χειροπιαστό να δείς μπορείς να πετάξεις
αρκεί στην πτήση σου να μην δείς την γυναίκα με τα ξυλοπόδαρα αυτή που είναι υπερβολικά αυτόνομη και πετάει κεραυνούς με τα μάτια της
προχτές νομίζω την είδα κι εγώ
μα δεν μπόρεσα να της μιλήσω γιατί ήμουν ζαλισμένος από το ούζο που είχε γίνει ήλιος και θάλασσα
κάπου εκεί συνειδητοποίησα πως δεν είχα σώμα.
Κανείς δεν ξέρει την αυγή ,σε ποιά προβλήτα θα ακουμπήσει τα βλέφαρα του.
Σκληρός ο κόσμος μα ακούραστος *
με ένα του φίλημα ο καθείς γίνεται προδότης.
Πισθάγκωνα σε έτρεχαν οι βλαστοί των αγίων μα τα αγιάσματα τους ποτέ δεν τα είδες,
μόνο τα μύρισες μια ανοιξιάτικη βραδιά που οι νερατζιές έκλαιγαν
ενώ η σελήνη εξέπεμπε s.o.s.
Φύγε, μην με ακούς ,
έξω όλοι τρέχουν προς τα πίσω.
Εκείνη την εποχή πεινούσαμε για τους ανθρώπους.
Κι οι περισσότεροι πεινούσαν για εμάς.
Μεγαλύτερη διέγερση από αυτήν, ήταν η ερωτική αναζήτηση, όχι όπως στα φωτορομάντζα, ούτε στα παραμύθια με τους βατραχοπρίγκιπες, 'ηταν αυτή του να φορέσουμε το δέρμα του εραστή μας.
Όταν η ημέρα διαδεχόταν την νύχτα έλαμπαν τα σπλάχνα μας.
Η καρδιά μας είχε πολλά ανοίγματα στην φαντασία και δεν επιδεχόταν περιφρούρησης.
Όμως ξέρεις κάτι;
Όλα αυτά, ήταν πριν* κάποιες λέξεις και τόποι γίνουν μόδα.
Δεν χρειαζόταν να δεις περισσότερο από πέντε λεπτά τότε για να διαπιστώσεις την γνησιότητα των λεγομένων και των προσώπων τους..
Είχαμε παρατσούκλια αντί για ταυτότητα.
Ονειρευόμασταν τα πιό όμορφα μάντρας, την Ινδία και τους Σούφι. Μα έπειτα ο Ρουμί, ο Τζακ κι ο Τσαρλς και πόσοι άλλοι έγιναν μόδα.
Φιγούρες ανθρώπινες, των κοσμικών νησιών επισκέπτες, μιμήθηκαν τους καταραμένους παριστάνοντας τους αγίους, πράγμα αδύνατον να το πετύχει άλλος κανείς..
Καμία διαύγεια στις πράξεις και το μυαλό τους. Άνοιξαν αγορές.
Ανοίχτηκαν και πήραν και πολλούς από εμάς.
Ύστερα γιγαντώθηκαν οι άλλες αγορές. Και εκεί τελείωσε το θέμα της όρασης και η υπόθεση του ανθρώπου.
Και τέλος κάποιοι που απομειναν κυκλοφορούν ψάχνοντας μια δικαίωση σε ηλεκτρονικούς τοίχους με δήθεν στίχους και μια δήθεν λατρεία στους νεκρούς.
Κι αυτό το δήθεν με σκοτώνει..
Πολλές φορές ευχήθηκα να μην βλέπω και να μην καταλαβαίνω...
Αλλά κάτι είναι πιό επάνω από εμένα και με πυροβολεί ακατάπαυστα..
Σήμερα πεινάμε πάντα για τους ανθρώπους.
Αλλά τώρα πια δεν είμαστε αθώοι γιατί είμαστε υποψιασμένοι..
Πρώτο παράδειγμα εγώ, κάποτε μισούσα τα αποσιωπητικά, τώρα τα χρησιμοποιώ συχνά....
4.17. Μεσημέρι, πάει για απόγευμα
Ώσπου να αδειάσει η μνήμη θα σε περιγράφω στα χελιδόνια.
Κι ενώ οι άλλοι θα περιμένουν τις άγιες ημέρες, ο Παπαδιαμάντης θα κοιμάται στην πλατεία ,
ο Καρούζος θα πίνει ποτά ώσπου οι λίγοι εναπομείναντες ακόλουθοι του επιταφίου, να λιμνάσουν στα σπιτια τους.
Οι Μήδειες θα σφάζονται από τα παιδιά τους
κι ο κόςμος θα γυρίζει ανάποδα οταν ο μισός πλανήτης θα βομβαρδίζεται στον Γολγοθά του μαρτυρίου.
Οι άγιες ημέρες δεν θα έρχονται όσο ο άνθρωπος δεν υπάρχει σαν ένα θαύμα.
Η μοίρα είναι ολοι οι χρόνοι μαζί στο ποδήλατο ανεβασμένοι , της ανθρώπινης περιπέτειας.
Ωσπου να αδειάσει η μνήμη θα σε περιγράφω στις επόμενες ημέρες της παπαρούνας,
αιματώδης και πυκνή στην επίδραση της στην ευαισθησία ,θα κάνει συντροφιά στους μοναχικούς .
¨οταν θα φύγει ο τελευταίος από την πλατεία του θεάτρου θυμήσου να σηκωθούμε από τα γόνατα.
Να χορέψουμε τα τραγούδια τα αγαπημένα , των οικείων μας νεκρών.
Με ´ενα μαχαίρι ´ή μονάχα ένα λουλούδι, δεν απλώνεται ο άνθρωπος.
Αιωνίως θα περιμένει μια Ανάσταση με τα χέρια σε ακαμψία.
Σε αγαπώ,
να με θυμάσαι οταν θα μου φέρνεις φρέζιες.
Της Μεγάλης Δευτέρας
Κάποτε θα έπρεπε να μιλήσουμε για εκείνη την θερμότητα που αγνοήσαμε , για εκείνη την μικρή φωτιά που μας φυγάδευε μέτρα προς τα επάνω,
μα οι σκιές που έπεφταν στα μάτια μας από τις αμφιβολίες ήταν ένας τελικός σταθμός.
Οι ήττες μας , μας τρώγανε τα σπλάχνα σαν σκυλιά.
Σε θυμάμαι καμιά φορά όταν ο αέρας με χαϊδεύει με ένα άρωμα απο νερατζιές.
Άνοιξη ήταν θυμαμαι οταν αποχαιρετιστήκαμε δίχως μια λέξη..
Είχε έναν τρόπο να γελάει με τα χέρια της.
Με τα χέρια της έβγαιναν νότες γάργαρες από τον πνεύμονα και έρχονταν και κάθονταν στο μέρος της καρδιάς του, διώχνοντας μακριά του κάθε λύπη.
Είχε έναν τρόπο να γελάει με όλα της τα δάχτυλα, μικρές καμπάνες έπαιζαν κρυφτό κάθε φορά που μετακινούσε τα δάχτυλα στον αέρα ή προς την μεριά του..
Κι αυτός ήταν μόνο ένα καράβι φτιαγμένο από λύπες.
Έλυνε κάβους μόλις έβλεπε τον χορό των χεριών της κι έφευγε, νιώθοντας ως τα κόκαλα του την χαρά...
υγ. στην Α.
Είχε μπεί στην εποχή που η μνήμη ήταν ένα στεγνό σφουγγάρι ,ζητούσε απο την νύφη της που δεν ήξερε ποιά είναι ,απλά την αναγνώριζε σαν ένα σημάδι επαφής, να την βοηθήσει κι εκείνη στις δουλειές του σπιτιού, να μην είναι ακίνητη, το σπίτι ήταν έρημος που την φώτιζε πότε πότε ένα αντρικό πρόσωπο που έλεγε πως ήταν ο γιός της, γύριζε γύρω γύρω και ζητούσε συνεχώς να φάει, αυτή που την έλεγαν νύφη της της έβαζε το γεύμα σε τρία πιάτα, άλλο η σαλάτα, άλλο είχε το κρέας , άλλο το φρούτο, αυτό την μπέρδευε, ωστόσο μέσα στο λευκό μυαλό της γύρευε εκείνο το πρόσωπο που έλεγε πως είναι γιός της, τον έψαχνε, ωστόσο μια ημέρα εκείνος της είπε , μάνα θέλω να με παίρνεις κάθε ημέρα στην δουλειά μου τηλέφωνο στις δυο και μισή, τότε εκείνη πήρε στα χέρια της εκείνο το πρωινό το ξυπνητήρι, πάνω κάτω διέσχιζε τον διάδρομο, το σαλόνι, την κουζίνα, πάνω κάτω παραμιλώντας , πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο το μεσημέρι στις δυό και μισή, κοιτούσε το ρολόι και περίμενε να έρθουν οι δείκτες στην σωστή θέση, το σπίτι ερήμωνε, ολοένα ερήμωνε ,δεν μπορούσε να ταξιδέψει με το μυαλό της όπως κάποτε, δεν μπορούσε να νιώσει χαρά, σκιές την έτρωγαν και την κατάπιναν, ύστερα ήρθε αυτή που την έλεγε με το όνομα της , τι κάνεις Όλγα είπε, τι κάνεις με το ρολόι στο χέρι, να πάρω κάποιον τηλέφωνο, αλλά ποιόν , αυτό είπε κι ένιωσε άσχημα, ένιωθε σαν παιδί που γυρεύει την μάνα του αλλά δεν θυμόταν ποιά είναι η μάνα της, μόνο κάποιες παλιες φωτογραφίες ,της την θύμιζαν, της άρεσε η μουσική, η κλασική μουσική, θυμόταν κάποιον γιατρό που έλεγε πως η μουσική αγγίζει όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα, τώρα είχε πάει δύο και μισή η ώρα, ποιον έπρεπε να πάρει, όμως ήξερε πως αυτός ο κάποιος την αγαπούσε και τον αγαπούσε κι εκείνη...κι η αγάπη δεν έχει στάδια...άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι της Βέμπο ενώ η ώρα είχε πάει τρείς κι η ημέρα έξω έκαιγε από τον ήλιο.
Η γεροντική παιδική ηλικία..
Η κοιλιά του νησιού βρυχάται
ενώ παλεύουμε ανάμεσα στην δυσθυμία και την αφέλεια δίχως την διεκδίκηση μιας νίκης,
αταίριαστοι και λυρικοί στην λάμψη μιας έναστρης ,νυχτερινής όψης,
με την μνήμη του δέρματος στα μάτια,
απωθώντας τον οίστρο του κτήνους,
λαθραίοι και διώκτες του ψεύδους,
μνημονεύουμε τις παλιές ώρες σαν νεκροφόρες.
να ακυρωμένο σώμα βαδίζει νευρικά πάνω κάτω στην ταράτσα/
η κουφή κυρία του τέταρτου όροφου ακούει ραδιόφωνο στην διαπασών/ ένας σκύλος φωνάζει στο μπαλκόνι ώρα τρείς ,βαθιά νύχτα/
εμείς κοιμόμαστε με τις φωτογραφίες των νεκρών μας στο στήθος , σαν Χριστοί σταυρωμένοι/
μια γυναίκα χορεύει με ένα φιλί στην πλάτη στον δρόμο της πάπρικας/
εσύ μου λες τίποτε εκπληκτικό πια δεν συμβαίνει ,φορώντας ένα χαλασμένο κραγιόν, κι εγώ, ριγμένος στα γόνατα, αφαιρώ ένα ένα τα καρφιά των άφιλων φίλων σου.
Ακυρώσεις
Κάποτε μια κοπέλα που είχε ένα εξωτικό, κόκκινο πουλί κι ´ενα παιδί πίσω από το στήθος της ένιωσε δυσφορία.
Αυτό οφειλόταν στο ότι τα δυό αυτά κρυμμένα πλάσματα τσακώνονταν αρκετά συχνά.
Κι η κοπέλα προσπαθούσε να τους κάνει να ειρηνεύσουν.
Όμως αυτό δεν είχε καμία επιτυχία.
Και μια ημέρα που δροσοσταλίδες ήταν κρεμασμένες στα δέντρα
συνάντηςε στον δρόμο της έναν ποιητή.
Ο ποιητής τσακώνονταν με την ηχώ και την σκιά του, τις καταδίωκε ώστε να μπορέσει να φτιάξει ένα ποίημα.
Ήξερε πως ένα δυνατό ποίημα, θάμπωνε με την λάμψη του τον αναγνώστη και έδινε νέο παλμό δίνοντας μια πολύ ακριβή σαφήνεια στις αξίες.
Η κοπέλα έβλεπε τον αγώνα που έκανε ο ποιητής κι ένιωσε πως οι αληθινοί ποιητές βρίσκουν πάντα την αρχή του τούνελ που λέγεται μυστήριο. Είδε την άβυσσο που έριχνε τις σαίτες του και καταλάγιασε μέσα της την δική της αγωνία για τον καθημερινό πόλεμο των κρυμμένων δικών της πλασμάτων . Αντιλήφθηκε με το βάθος της καρδιάς της ,πως το πουλί και το παιδί τσακώνονταν γιατί προσπαθούσε η ίδια να τα κρύψει από τους άλλους για να μην την κατακρίνουν .
Κι ακούγοντας τον ποιητή μαγεύτηκε κι άφησε την γνώμη των άλλων πέρα, τότε το πουλί και το παιδί λευτερώθηκαν από το στήθος της κι έγιναν μέρος σε ένα ποίημα.
Κι όλοι μαζί πια λευτερωμένοι, κοιτούσαν με μάτι καθαρό και ανοιχτή καρδιά το κέντρο της οικουμένης. Από εκεί έβγαιναν κρυφές μουσικές που με τις δονήσεις τους ένωναν όλους τους ανθρώπους...
παραμύθι για μικρούς και μεγάλους
υγ αφιερωμένο με πολλή αγάπη στην M. και τον Κ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)