Δευτέρα 16 Απριλίου 2018


Αντιγόνη, αγαπημένο μου εκατόφυλλο ποίημα, από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα κάθε ημέρα και καθε νύχτα έχει ένα διαφορετικό χρώμα. Σε βλεπω να σκάβεις βαθιά για να δεις κι ύστερα σκέφτομαι τι πιο πολύ με γοητεύει; Η δύναμη της επιθυμίας σου αυτής η πως οταν δεις θα εκδικηθείς τον εαυτό σου ; Φλόγα των κεριών στα μάτια σου, δέκα δράκοι χυμμένοι στα βήματα σου, πόρτες που ανοιγοκλείνουν είναι τα βλέφαρα σου. Λατρεμένη μου , εσύ που κάνεις ένδοξη την κάθε στιγμή μου, ντύσου το φως, στην θάλασσα που έφτιαξα για εσενα τερμάτισε την αγωνία μου. Αμόλυντη και ακέραιη υποσχεςου πως θα διατηρήσεις την αγάπη μου για εσενα, εσύ που τόσο όμορφα κι απροκάλυπτα αθώα ξέρεις να ζεις. Μείνε μια αιώνια πόζα στους οφθαλμούς μου, αθάνατη στην καρδιά και στον νου. Τα σκουπίδια της ζωης λυγίζουν στην ύπαρξη σου, ατελές το είναι μου χωρίς αυτήν. Ανήθικη να είσαι, και μοιραία, κρατώ ένα πινέλο και ρίχνω ατελώς χρώματα σε κάτι που μάλλον είναι το φυσικό σου πρόσωπο. Στην Αντιγόνη των αιώνων

Οι μισές αγάπες καταλήγουν στην στέρνα της απώλειας, αυτό εστί βήματα που ξεκίνησαν να πάνε εμπρός και κατέληξαν προς τα πίσω. Κουβέντες. Αναταράξεις στον βυθό. Να ζεις για να δίνεις ένα θάμβος και μιαν έκσταση. Κόπος, ιδρώτας κι αίμα. Σπίτι με υγρασίες και σκόνη. Κουβέντες. Βαρύ το τίμημα τους. Ύστερα στην επισήμανση γίνονται άφαντες. Μαύρο χιόνι. Οπλίζω το κεφάλι μου, να φύγει μακριά ζητά από τα ειπωμένα. Σχεδόν όλα τα είδαμε. Επεισόδια εγκεφαλικά, καρκίνους, εμφράγματα, ψυχικά επεισόδια σε κλειστά κτίρια, φυλακές, έμπορους των εθνών, τόκους και δανεικά αγύριστα, κατάντιες απροκάλυπτες, γυμνές γέννες από δέρμα. Οι μισές αγάπες καταλήγουν στην στέρνα της απώλειας. Μιλούν μόνες τους για τις εκβάσεις χωρίς εσένα κι εμένα. Έξι το πρωί με βρίσκει μια μαμή, ζητάει να με γεννήσει. Αλλά εγώ φεύγω με τα πόδια αγκαλιασμένα. Χορτάτος. Αξιοπρεπής και μόνος , μια κουκίδα από κάτι. Με τα ελάχιστα. Χωρίς να προλαβαίνω να πενθήσω. Κι ότι αγάπησα αλογα και φωτιές. Γιατί αυτό θέλησα. -Η φόρμα της εξάντλησης-

Όλοι οι Ιούδες, σε κατασταση ημικαταληψίας λαμβάνουν και δίδουν τον τελευταίο ασπασμό. Η συγχώρεση κείτεται επάνω σε ενα γεμάτο σύννεφο από δάκρυα. Τους είδαν για τελευταία φορά σε κάποια αίθουσα δικαστηρίου να τρώνε ευλαβικά σχεδόν , ψωμί ,και να πίνουν κρασί κόκκινο. Στο τέλος του γεύματος στάθηκαν εξω στον περίβολο . Εκεί είδαν αλυσοδεμένους, δέκα κρατούμενους, πιασμένους σφιχτά στους καρπουσ με τους κρίκους ,ο ένας με τον άλλον. Σαν ζώα προς σφαγή, φοβισμένοι και πιασμένοι σε μια εξουθενωτική αυπνία. Τα ανθισμένα δέντρα των νεραντζιών πληγωναν τις αισθήσεις τους ακόμη περισσότερο. Στην παιδική ηλικία ακούγοντας τις διηγήσεις περί Ιούδα και θεού , τα μάτια μου στάζανε αίμα. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως ο θεός έγινε τιμωρός εκδικητής για να υπάρχειη ανθρώπινη δικαιοσύνη. Τους Ιούδες της ζωής μου τους συγχώρεσα. Ζήτησα σχεδόν επιτακτικά να με συγχωρέσουν κι αυτοί για όσα κι ότι δεν κατάλαβα. Τα ζητήματα περί θεου βρίσκονται στην μελέτη της φύσης. Εκεί ολα δικαιώνονται γιατί η αρχη όλων ειναι η αγαπη. Ακόμη και σε υποθέσεις που πρέπει να λήξουμε μέσα μας. Μακάρι η ανθρώπινη ιστορία να πάψει να υπάρχει σαν το οδοιπορικό του πάσχοντος....

Ότι αγάπησα κι ότι με αγάπησε, βράχοι και θάλασσα. Ηλιος και σύννεφα με αλάτι. Εδώ ζω την εσωτερική ζωη μου. Εδώ βρίσκεται το δέντρο μου. Εδώ θυμάμαι να γίνομαι άνθρωπος και αέρας. Εδω είναι το καστρόσπιτο της καρδιάς μου. Και πάντα ο πατέρας έρχεται. Έρχεται και μου μιλάει με την γλώσσα των πουλιών.

Όταν ξυπνούσε και τον σκεφτόταν, ένα δελφίνι ένιωθε να καρφώνεται στην πλάτη της,, μια άγνωστη σε βυθό θάλασσα,, έσκαβε όλα τα μυστικά της δωμάτια. Η θάλασσα, γέμιζε το μυαλό της και καθώς μιλούσε κοχύλια και φύκια στόλιζαν το στόμα της. Στην πλάτη της έλαμπε ένα ασημένιο πτερύγιο, μπορούσαν ομως να το δουν μονάχα τα παιδιά...
Κάτω από τα βλέφαρα σου αναδύονται αρχαίες πολιτείες καθώς οι στιγμές απώλειας πολλαπλασιάζονται, επιχειρείς να δώσεις ένα τέλος στις παγίδες του όχλου , ο όχλος ζητάει συνεχώς θύματα και κάνει επικρίσεις. Να ζει κανείς ή να μην ζει ,είπε εκείνος και τράβηξε την κουρτίνα. Κάτι άλλο στήνεται, βάρβαρο κι απόκοσμο, είπες και σίγησες τα όπλα. Τις ημέρες πενθείς και τις νύχτες ονειρεύεσαι . Τρείς οι πόρτες, επτά τα κλειδιά. Ξέρεις πως τα χέρια σου είναι αλέκιαστα κι η καρδιά σου καθώς μικραίνεις μεγαλώνει, μα δεν είναι αρκετό αυτό για να αντέχεις τους λεκέδες του κόσμου, τους δίχως ντροπή και δίχως έλεος. Μέσα στον όχλο πολλοί υποφέρουν γιατί πιστεύουν πως προδόθηκαν, μα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι είναι τόσο ερωτευμένοι με το εγώ τους που όλα τα αντιλαμβάνονται ως προδοσία. Τραβάς δρόμους τρείς κι έχεις ευχές επτά. Ερημίτης μέσα στην έρημο. Με κληρονομιά από την αρχαία σκουριά μέσα στην θάλασσα. Τι θα κάνεις; Θα αποδώσεις επιστολή στην τελευταία ελπίδα; Όχι. Όσο ζήσεις θα ζήσεις με ησυχία και τον ίλιγγο κι ένα δέος να σιγοκαίει μέσα σου. Χωρίς θεατρικά έργα και ηθοποιούς. Πέρα εκεί ,καινουργιες μελέτες θα αποκαλύψουν τα ανθρώπινα. Πως ανθρώπινα δεν υπήρξαν, παρά ελάχιστα. Δεν κρατάς δάκρυα. Δεν έχεις πια. Μόνο ανεπίδωτες επιστολές. Χωρίς την υπογραφή σου. Κλείνεις την πόρτα κι έρχεσαι προς το μέρος μου. Ανατριαχιάζω καθώς βλέπω σε εσένα τον εαυτό μου 100 ετών. Πότε μεγάλωσα τόσο;