Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Κάποτε, υπήρχε μια παράγκα ,ακουμπισμένη δίπλα στις άλλες, φτιαγμένη από ντενεκέδες, τα σκυλιά κι οι γάτες, είχαν περίπου υιοθετήσει την συμπεριφορά των ανθρώπων και κυκλοφορούσαν άτακτα και λεύτερα, η βρομιά κι η λάσπη δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν τελείως κι όταν έβρεχε από το ανύπαρκτο σκαλάκι μπροστά στην πόρτα έμπαιναν μέσα στο ρημαδιασμένο σπίτι.
Η παραγκούπολη ,είχε γύρω της ένα τοίχος ώστε να φυλάσσεται η αστική τάξη από την βρομιά και τις αρρώστιες, που πολλές φορές, έριχναν κάτω τους χλομιασμένους κάτοικους , είχαν μάθει τα παιδιά από νωρίς, πως όλος ο κόσμος τους, ήταν εκεί, σε εκείνη την άθλια παραγκούπολη, τα όνειρα τους περιορίζονταν στο γέμισμα του φεγγαριού, στο κλότσημα μιας κονσέρβας και στο κουβεντολόι τους τις νύχτες κάτω από τα άστρα που έλαμπαν με μια ευεργετική όρεξη στις καρδιές τους..
Μια ηλιόλουστη ημέρα, έξω από την παραγκούπολη ακούστηκαν τα τανκς, ριπές από σφαίρες εκσφεδονίζονταν στον αέρα κι η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει επικίνδυνα.
Ο Χ. , ένας νέος που το αίμα του κόχλαζε και έμοιαζε στα μάτια των παιδιών σαν λιοντάρι, λόγω της σωματικής του δύναμης, ανέβηκε προσεκτικά το τοίχος και είδε τους μαυροντυμένους νέους με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο να πετάνε χαρτιά με συνθήματα, να καίνε τα πάντα στο πέρασμα τους και να ρίχνουν σφαίρες στον αέρα.
Είχε ακούσει γι αυτούς, πέρα από την παραγκούπολη και κατάλαβε πως μια μαύρη ημέρα ξημέρωσε και τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο.
Οι φωνές κι οι σφαίρες σταμάτησαν απότομα και μια βαριά μελαγχολία σκέπασε τις παράγκες καθώς ο Χ. τους εξηγούσε τι σημαίνει φασισμός, ο Χ. κάποτε είχε βρει στην χωματερή ένα μικρό ραδιόφωνο, έτσι, πολλές ήταν οι φορές που άκουγε τι γίνεται πίσω από το τοίχος, ήξερε πως η αστική τάξη ήταν πολιτισμός και πρόοδος κι αυτοί που έμεναν στις παράγκες κάποτε θα θανατώνονταν από αυτήν για να μην παραγκωνίσουν την πρόοδο και την εικόνα της πόλης, ήξερε από καιρό πως το τοίχος θα έπεφτε και όλοι θα ισοπεδώνονταν.
Τα παιδιά κατάλαβαν τα πάντα και μεγάλωσαν απότομα, οι μητέρες λούφαξαν ενώ μοιρολογούσαν από μέσα τους κι οι άντρες ετοιμάστηκαν ψυχικά για την παράδοση τους στον θάνατο. Ακόμη και τα ζώα σταμάτησαν να τσακώνονται και ξάπλωναν τις κοιλιές τους στον ήλιο ή γύρευαν απεγνωσμένα χάδια...
Κι ενώ από την επόμενη μέρα συμφώνησαν να ζουν σαν να είναι η τελευταία, εξαιτίας της παραδοχής ακριβώς αυτής, πως κάθε ημέρα μπορεί να είναι η τελευταία, οι αισθήσεις τους κι η αντίληψη τους για την ζωή πλάτυνε απότομα, οι μικρές χαρές της ζωής τους γίνονταν μεγάλες και κάθε γραμμάριο αέρα χύνονταν στα πνευμόνια τους με ευγνωμοσύνη.
Έγιναν μεταξύ τους μια σφιχτή γροθιά και τίποτε δεν μπορούσε να τους πάρει αυτήν την πρωτόγνωρη δύναμη κι αυτήν την ατέλειωτη ευγνωμοσύνη που ζούσαν ακόμη κι ήταν όλοι μαζί.
Στο μεταξύ καθώς η καρδιά τους ανέβηκε το κορμί υπάκουσε στο γάργαρο νερό της χαράς κι οι αρρώστιες σταμάτησαν ξαφνικά..
Ένα μεσημέρι, άνοιξε ο ουρανός, η βροχή έπεφτε σαν ποτάμια από τον ουρανό,το χώμα που και που υποχωρούσε κάτω από την υποτιθέμενη πλατεία, όπου μαζεύονταν μικροί μεγάλοι τα ήσυχα απογεύματα,και δυο παράγκες άρχιζαν να ξεφλουδίζουν κάτω από την εμπρόσθια όψη τους, οι σκεπές από ντενεκέδες τραγουδούσαν δαιμονισμένα και πρώτα τα παιδιά έκπληκτα, είδαν την αρχαία τοιχογραφία, στην αρχή έμειναν έκπληκτα αλλά περισσότερο ένιωσαν την αξία παρά ήξεραν αυτής της τοιχογραφίας, ένιωσαν πως αιώνες πριν είχαν φτιαχτεί τούτα τα σχέδια με τα φανταστικά χρώματα από ανθρώπινα χέρια, ένιωσαν με τους παλμούς της καρδιάς τους πως τέτοιες τοιχογραφίες βοηθούσαν να φαντάζεται κανείς πως είναι να ζει λεύτερος και πως είναι να εξυμνεί με αγάπη την ομορφιά της ζωής και την ομορφιά που κρύβει κάθε μυαλό και ψυχή στον άσχημο μοιρασμένο σε στρατόπεδα κόσμο..
Φώναξαν τον Χ., που σαν έφτασε μπροστά στην αποκάλυψη των τοίχων, γονάτισε κι έπιασε το κεφάλι του ενώ άρχισε να κλαίει, ήξερε βαθιά μέσα του πως δεν ήταν τυχαία αυτή η ανακάλυψη μα κι ούτε η στιγμή που βρέθηκε μπροστά τους, σε αυτό το άθλιο μέρος, μια φωνή από τον αρχαίο κόσμο, έκλαψε και φώναξε δίνοντας οδηγίες πως θα έβαζαν προστατευτικά νάυλον επάνω στους τοίχους κι όταν αυτό έγινε η βροχή έπαψε κι ένας ήλιος έσκασε σαν πυροτέχνημα επάνω τους..
Τα παιδιά, από εκείνη την ημέρα μαζί με τα σκυλιά και τις γάτες προστάτευαν εκείνους τους τοίχους ενώ οι κάτοικοι εκείνων των παραγκών έμειναν μαζί με άλλους..
Ένα γλυκό μεσημέρι, που μια καθαρή ατμόσφαιρα τους άφηνε να ακούνε και να βλέπουν με την φαντασία τους τι γίνεται πίσω από εκείνο το τοίχος, πρώτος ο Χ. άκουσε φωνές και τα τανκς να σέρνουν τα απειλητικά τους δόντια στον δρόμο και κατάλαβε πως ήταν πολύ κοντά...κατάλαβε πως ήταν πίσω ακριβώς από την μεριά που χώριζε αυτόν τον κόσμο στα δυο.
ΠΡιν προλάβουν να ακούσουν όλοι τους τριγμούς των τανκς και την πρόσκρουση επάνω στον τοίχο της παραγκούπολης, όλοι μαζί στάθηκαν τρέχοντας μπροστά στην τοιχογραφία, έπιασαν κλαίγοντας ο ένας το χέρι του άλλου κι άρχισαν να τραγουδάνε τραγούδια που είχαν φτιάξει για έναν άλλο κόσμο..
Σφιχτά σαν πέτρες τα σώματα ενωμένα και μια καρδιά που έφτανε το πλάτωμα του ουρανού.
Παιδιά, μεσήλικοι, ξεδοντιασμένοι γέροι και γριές μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία που ταίριαζε με την ζωή που ήθελαν να ζήσουν, την ζωή που ήθελαν να δώσουν σαν παράδειγμα στους άλλους, την ζωή που έπρεπε να σώσουν για να την δουν οι επόμενοι.
Οι μαυροντυμένοι νέοι με κόκκινα μάτια σαν των εκπαιδευμένων σκύλων τους που τους άφησαν από τις αλυσίδες κι έπεσαν επάνω στους άμοιρους σκίζοντας σάρκες, οι σκύλοι της παραγκούπολης που έπεφταν επάνω στα εχθρικά σκυλιά προσπαθώντας να σώσουν κάποιον από τους αγαπημένους τους κι έπεφταν κάτω αφήνοντας την τελευταία τους πνοή, οι αγκυλωτοί σταυροί στα μπράτσα που γρήγορα εντόπισαν την τοιχογραφία, τα όπλα τους που άρχισαν να βροντάνε αίμα και θάνατο και αίμα, τα τανκς που έριξαν το τοίχος κι οι άμοιροι που έπεφταν τραγουδώντας μπροστά σε εκείνη την τοιχογραφία με ένα χαμόγελο στα χείλη που έκανε τους φασίστες να χτυπούν ακόμη πιο λυσσασμένα.
Και το τραγούδι τους πια σταματούσε πια καθώς μια κόκκινη γραμμή πτωμάτων σχηματίστηκε μπροστά σε εκείνη την μικρή ζωγραφιστή με λαμπερά κάποτε χρώματα τοιχογραφία.
Ο Χ, ξαφνικά, παραμερίζοντας με τα πόδια του τα πτώματα,στάθηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φασιστών που ήταν ποτισμένα μέσα στο μίσος, είδε αυτό το μίσος και κατάλαβε πολλά που πριν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τους είχε δει από κοντά ποτέ, κατάλαβε όλα αυτά που λαθραία ψιθύριζαν μέσα στο μικρό εκείνο ραδιόφωνο και σήκωσε την γροθιά του στον ουρανό με μάτια που τίναζαν κεραυνούς δεξιά κι αριστερά του, <<Καταργείστε τους σκλάβους, κάτω ο φασισμός>>, φώναξε ενώ μια σφαίρα περνούσε τον λαιμό του και το αίμα του άφησε το στίγμα της σε εκείνη την τοιχογραφία..
Ήταν εκατό, σώθηκε μόνο ένας, ήταν ένα αγόρι 8 χρονών που ξέφυγε κάτω από τα μάτια των Χιτλερικών θηρίων, βρέθηκε και περπάτησε έξω από το τοίχος και μεγαλώνοντας , παλεύοντας με δόντια και σπλάχνα μέσα στην ζωή για να επιβιώσει, κατάλαβε πολλά.
Αυτά είπε αργότερα στην κόρη του.
<<Ο πόλεμος παιδί μου, των ανθρώπων, γίνεται από την θεοποίηση της μόρφωσης, την μάχη των θρησκειών και την μάχη των αγορών, ποτέ μην γίνεις μέρος τους εσύ, εσύ να είσαι ο εαυτός σου κι άσε τους άλλους να είναι ο δικός τους εαυτός>>..
Κι η κοπέλα έζησε φωνάζοντας
<<ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ>>
ΚΑΤΑΡΓΕΙΣΤΕ ΤΟΥΣ ΣΚΛΑΒΟΥΣ
υγ το δικό μου παραμύθι για τον ΦΑΣΙΣΜΟ και την παραγκούπολη.....
Αυτό είναι το σπίτι σου,
σε μερικές ημέρες, θα το αφήσεις μόνο του, να δεχτεί τις άλλες εποχές , χωρίς εσένα ,ώσπου να σε ξαναδεί το Καλοκαίρι.
Καθώς περίμενες το λεωφορείο στην στάση, στο μπλε κουβούκλιο, κοίταξες για χιλιοστή φορά τα βουνά που σαν να τους πέρασε βελόνα με κλωστή τα λευκά σπίτια με τις μπλε πινελιές επάνω στην άδεια τους ράχη ένα αόρατο χέρι.
Την μακριά γραμμή της παραλίας με τους λουόμενους κάτω από τα αρμυρίκια και την θάλασσα να τρέχει αφήνοντας γλυκούς αφρούς στην άμμο.
Πήγες πέρα ως την φωκιότρυπα, εκεί που υπάρχουν μόνο βότσαλα και μάζεψες κι άλλες πέτρες μικρές και σε διάφορα χρώματα.
Η ΄καλή λογοτεχνία είναι στην τσάντα σου, με το βιβλίο του Τσβάιχ σκέφτεσαι, (ο κόσμος του χτες, -αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου-), η καλή λογοτεχνία είναι επίσης αυτό που αντικρίζουν τα μάτια σου μέρα και νύχτα εδώ, στο μικρό γεμάτο πέτρα κι αλάτι νησί, εδώ στην ψυχή της άγονης γραμμής, εδώ που η ψυχή ανυψώνεται τόσο από τον αγώνα του ανθρώπου μέσα στο άγονο να φυτέψει και να πολλαπλασιάσει τροφή και καρπό όσο και στην επαφή του με τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς.
Γέμισε ο τόπος άλλες γλώσσες φέτος, τώρα μιλάς με κάτι Γερμανούς στην παραλία, με μεταφράστρια την αγαπημένη σου φίλη και τους μίλησες για τον Στρούμπο, το έρημο χωριό όπου τέσσερα σπίτια ξαναχτίστηκαν πάνω στα ερείπια τους από ξένους κι ένα από Έλληνα.
Τους είπες ιστορίες για την γιαγιά και τον παππού, δεν βαριόντουσαν, ζήτησαν το μπλοκ σου για να σε διαβάζουν τον Χειμώνα.
Αυτό σε συγκίνησε αρκετά, καθηγητές σε μεγάλα πανεπιστήμια και λάτρεις της Ελλάδας και του πολιτισμού της, σχεδόν δάκρυσαν καθώς μιλήσατε για τις Καρυάτιδες στον αρχαίο τάφο, έπειτα σκέφτηκες την Αθήνα, τα μπαρ και τα βιβλιοπωλεία όπου διάφοροι Κολοσσοί της τέχνης και των γραμμάτων μίλησαν με εκείνο το καταθλιπτικό ύφος για κάποιο βιβλίο, με εκείνο το απαξιωτικό και απομονωμένο βλέμμα του αλκοολικού, με εκεινη την γελοία έπαρση των μικρών ανθρώπων ,μίλησαν και τους παρακολούθησες τον περασμένο Χειμώνα, έτσι για την παρατήρηση, έτσι γιατί είσαι εδώ που τα λέμε και επίμονη και δεν θες βιαστικά συμπεράσματα.
Γέμισε η Αθήνα συμπλεγματικούς τύπους που καθηλωμένοι στον καμβά της κλίκας, αναιρούν , αποφασίζουν, κολακεύουν κι αυτοκολακεύονται, διώχνουν νέους ταλαντούχους λογοτέχνες και ποιητές ή τους κουτσομπολεύουν πίσω από την πλάτη τους, όλα αυτά τα μοχθηρά οργιώδη ανθρωπάκια που θέλουν μια κατά μέτωπο επίθεση δημοσίου επιπέδου διαθέτοντας αντί κορώνες αστροπελέκια.
Όλα αυτά κι όλη η αναλγησία της πόλης που σέρνεται στα γόνατα, ,με τις φθαρμένες αίθουσες των κινηματογράφων, τα καλέσματα , τις γονικλισίες, τον καθημερινό υπολογισμό της ζωής σε φράγκα, όλος αυτός ο πολεμος που εδώ ξέχασες..
Τον ένιωσες κι εδώ, αλλά υπάρχουν πάντα οι ισορροπίες μέσα στο τοπίο και μέσα σου, ώστε να τον ξεχνάς.
Εδώ επίσης, σκέφτηκες, πως υπάρχουν άνθρωποι που ανεβάζουν την ψυχή σου χρησιμοποιώντας την τέχνη της γραφής χωρίς να επιδεικνύουν ένα χυδαία γεμάτο πιάτο συναισθήματος, εδώ επίσης σκέφτηκες πως χρειάζεσαι να σκοτώσεις ότι σε φθείρει κι ότι σε κάνει να μένεις ακίνητη και να περιορίζεσαι και να αυτοπεριορίζεσαι.
Και καθώς ακούς τις λίγες νύχτες ακόμη που απομένουν, τους γρύλους, το γκάρισμα των γαϊδάρων, των πουλιών που απότομα σταματούν όλα μαζί, τα τζιτζίκια να λιγοστεύουν,
τότε ακριβώς, νιώθεις πως είσαι άνθρωπος,
άνθρωπος κι όχι ένα ακόμη εξάρτημα μιας κρεατομηχανής.
Γιατί εδώ είσαι ακόμη παιδί της φύσης, ο πραγματικός πολιτισμός υπάρχει στην ευγένεια, την γνώση, την δημιουργία, το πάθος και την αγάπη.
Και όταν σκέφτεσαι τους ανθρώπους της πόλης που όλη μέρα βογκούν από αηδία και θυμό σκέφτεσαι πως κανένα περιθώριο δεν υπάρχει να ζήσεις χωρίς να ζείς με πάθος..
Ο Γκαίτε έλεγε, η θέληση διατάζει την ποίηση.
Όλους τους αφορισμούς και τους στοχασμούς, θα τους γράψεις
σε ένα μικρό τετράδιο και όποτε θα νιώθεις κρέας θα τα διαβάζεις.
Στο μετρό, στις στάσεις των μεταφορικών μέσων, στα βαρετά μπαρ και στα ανόητα καλέσματα.
Αυτό είναι το σπίτι μου.
Η Αμοργός μου που αν κι έγινε ποίημα δεν γράφτηκε γι αυτήν..
-Λίγες ημέρες ακόμη εδώ, στο Πέλαγος
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014
O Σεπτέμβρης είναι μια βελούδινη θάλασσα, πλένω τις τύψεις μου στην χλιαρή ραχοκοκαλιά της για όσα δεν έκανα κι όσα δεν τόλμησα, κι όσα τόλμησα μαζί με αυτούς που δεν είχαν τόλμη, εκτός από αρχίδια με τρύπες,
άφησε τους, δεν ξέρουν τι να κάνουν εκτός από το τι θα λάβουν,
εμείς είμαστε τα μάτια του χτεσινού κόσμου,
όσα ζήσαμε κι όσα νιώσαμε πως τα ζήσαμε, ενώ δεν υπήρξαμε,
ξέρεις εσύ,
ο χτεσινός κόσμος βούλιαξε λένε κάτω από μια προπέλα,
άφησε τους,
ο υπόκοσμος τα λέει, αυτός που καβαλάει την ανθρωπότητα και πάει,
που στον διάβολο πάει αφού πάει λένε μαζί με τον Χριστό,
τον έμπλεξαν άσχημα στα βιβλία και στις εφημερίδες ,
ο Βούδας πάλι ζει μαζί με το φενγκ σούι και σούσι,
άκουσε με αδελφέ, νοητέ μου,
το βυζί του κόσμου για μένα στέρεψε,
για όλους στέρεψε μόνο που κάποιοι σαν κοιμούνται λένε το όνομα του,
βυζί του κόσμου,
παραστράτησα πολλές φορές κι απέβαλα το εγώ μου,
μετά βρέθηκα σε μια εκβολή ποταμού που έβοσκε ένα άλογο,
είδα το μάτι του και ορθώθηκα,
χαλάρωσα,
'ολος ο πληγωμένος ο ψυχισμός μου,
αυτός του ανθρώπου, μεμιάς απάλυνε,
όταν μέσα βαθιά βρέθηκα,
στο μάτι του αλόγου,
ξέχασα το βυζί,
λύγισα τα γόνατα κι άρχισα να τρέχω,
βαθιά να τρέχω,
μέσα στο μάτι του αλόγου,
απεμπλοκή εφώναξα,
η θάλασσα βούιξε,
βρέθηκα μέσα της να χορεύω αντικριστά από το υπέροχο άλογο,
χορεύαμε και πίναμε ήλιο και γελούσαμε,
άνθρωπος, ζώο ήμασταν ένα,
αυτός ο Σεπτέμβρης φωνάζει λέξεις κι αισθήματα του ΄κόσμου του χτες,
του παλιού,
του αρχέγονου..
-Μέσα στο μάτι του αλόγου-
Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014
-Οι νύχτες που ζητούν αγρύπνια, είναι επικίνδυνες, της έλεγε κι άφηνε δαχτυλίδια καπνού στον αέρα. Πόσο μάλλον, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα, συζητούν με υπόγεια κύματα, χρησιμοποίησαν ήχους και λέξεις που τους σημάδεψαν, έχοντας πλήρη άγνοια για την εξέλιξη, έχοντας πλήρη άγνοια για τις προθέσεις.
Δεν υπάρχουν προθέσεις στα γνήσια πράγματα, υπάρχουν μόνο αμοιβαιότητες ή όχι.
Η γυναίκα ήξερε καλά να τον ακούει, όμως ήξερε καλά να ακούει και να παρατηρεί γενικά.
Τώρα κοιτούσε το είδωλο της στον καθρέφτη και σκεφτόταν αν ήταν άδικο που δεν συνέβησαν πράγματα που έπρεπε να συμβούν.
Μα και πάλι τι ήταν αυτό που έπρεπε; Η δική της αίσθηση ομορφιάς και αρμονίας δεν ήταν απαραίτητα σίγουρο πως έμοιαζε με την δική του αίσθηση.
Αρκετά, είπε στον εαυτό της, κοίταξε έξω από τον καθρέφτη της, κι αντίκρυσε ένα πορτρέτο ευγενικό, έμοιαζε με το δικό του, το νιωθε κάτω από το δέρμα της,
το νιωθε στα κύτταρα της και στην σεροτονίνη που χόρευε στο κεφάλι της όποτε τον σκεφτόταν.
Δεν τον ήξερε καλά, ούτε ο ίδιος της ήξερε.
Απλά είχαν κάνει μια γρήγορη ανάγνωση των μυστικών κωδικών που είχαν για να αναγνωρίζουν την ζωή και τους ανθρώπους.ς
Κι όμως οι άνθρωποι διασχίζουν μια ολόκληρη ζωή κοινή χωρίς να έχουν αναγνωρίσει αυτούς τους κώδικες, θα μπορούσες να δεις μια τραγικότητα ή την ειρωνεία σε αυτό.
Ο άντρας, μίλια μακριά έκανε τις ίδιες σκέψεις, όχι πως είχε καμία σημασία αυτό, αυτό που είχε σημασία ήταν όλες εκείνες οι φωτογραφίες του παρελθόντος που δεν άφηναν το μέλλον να χαραχτεί ανέμελο και ανυπόφορα χαριτωμένο.
Σχημάτιζε καπνούς στο ταβάνι και τους βάπτιζε βαμβάκια από σύννεφα.
Κι η γυναίκα έκανε το ίδιο.
Αυτό δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε πως δεν ήταν δυνατόν να μοιραστούν αυτήν την στιγμή.
Το γλυκόφτερο άκουσμα του ανέμου έξω και μέσα καπνοί από τσιγάρα και βιβλία πεταμένοι στο ντιβάνι.
Η ζωή είναι ασπρόμαυρη για κάποιους, γι άλλους πάλι είναι γεμάτη ουράνια τόξα και βαμβάκια σελήνης πάνω από το κεφάλι.
Η ζωή είναι δύσκολη γιατί είναι ανυπόφορα απλή..
Οι άνθρωποι μόνο δυσκολεύονται να εκφράζονται και να ζουν σαν άνθρωποι.
Τις χαραυγές τα άστρα ντρέπονται και παίρνουν δρόμο για μονοπάτια αόρατα στο μάτι. Μόνο λίγοι άνθρωποι ξέρουν που ακριβώς κρύβονται..
Η κουρτίνα της παρατήρησης μας κλείνει, ένας άντρας και μια γυναίκα μαζί δεν σημαίνουν δα και κάτι ιδιαίτερο στους άλλους.
Σημαίνουν πολλά, μόνο σε αυτούς που έζησαν τραγικά και αυτοσαρκάζονται σαν μικρά παιδιά που έχουν την δύναμη ενός λιονταριού που αντιμετωπίζει έναν ανταγωνιστή του..
-Σύννεφα, βαμβάκια και καπνός-
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)