Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016


Είχε στήσει το καβαλέτο του και τα πινέλα του ήταν ακουμπισμένα δίπλα του, επάνω σε μια καρέκλα. Αυτό που έβλεπα, συνέβη σε μια κεντρική πλατεία, γύρω περαστικοί που κοίταζαν αδιάκριτα κι αδέσποτα που περνούσαν ράθυμα και ανυποψίαστα. Αντίκρυ του, μια γυναίκα παλαιάς καλλονής, που δίπλωνε τα γόνατα της το ένα επάνω στο άλλο κάπως ντροπαλά. Αυτός ζύγιζε τις γραμμές στου γήινου σχήματος της και πότε έκλεινε το αριστερό μάτι και πότε το δεξί. Πότε πότε έβγαζε έναν αναστεναγμό. Παρατηρούσα αυτά που συνέβαιναν κι εντελώς αυθόρμητα, βρέθηκα να κοιτάζω με το άλλο μάτι, αυτό που φανερώνει τα μυστικά και τα μικρά τίποτε που σχηματίζουν τον καθρέφτη των ψυχικών διεργασιών. Έξαφνα σαν κάποιος κοινός πυρετός άρχισε να τους ενώνει. Εκείνη έβγαζε σπίθες από τα μάτια της κι αυτός τώρα ζωγράφιζε έντονα και γρήγορα σαν να κυνηγούσε χίμαιρες. Αόρατος αιμάτινος θρόμβος τους ένωνε σε κάποιον θρίαμβο που μου ξέφευγε. -Ως εδώ, της είπε και εκείνη χαμογέλασε και καθώς σηκώθηκε μια αύρα Καλοκαιριού με τύλιξε. Δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό και τον ρώτησα. -Παρακαλώ κι αν δεν γίνομαι αδιάκριτη, πείτε μου,,ποιος θρίαμβος σας ένωσε σε τούτο εδώ το ποτρέτο; Εκείνος ήδη κάπνιζε και είχε απλωθεί, θα έλεγες ,κάτω από τον ανελέητο ήλιο. -Μα είναι απλό, αυτή η γυναίκα δεν διστάζει να ζήσει με τόσο πάθος στην ζωή , έχει τόσο πάθος ,που μέσα από την περιγραφή του σώματος και του προσώπου της μου διηγήθηκε τον δικό μου φόβο που ακαριαία σβήστηκε από μέσα μου. Γιατί τελευταία υπέφερα από τον φόβο του θανάτου. Αυτά μου είπε και αμέσως κοίταξα το πορτρέτο της. Όχι, δεν είδα τίποτε ανθρώπινο, είδα αυτό που είχα νιώσει παρατηρώντας τους. Τον αόρατο αιμάτινο θρόμβο. Και γέμισε ο κόσμος μου ήλιο και φως.. -Ο ζωγράφος και η γυναίκα

Πρέπει να ακούσω Πρέπει μέσα από τις λέξεις όλα να τα σταθμίσω Πρέπει να κατανοήσω Πρέπει να αισθανθώ το βάρος του ουρανού, αλλά ταυτόχρονα να μην ξεχνάω το γέλιο ενός παιδιού Πρέπει μέσα στο δάσος των υποκριτικών συμπεριφορών να μην χαθώ, αλλά και στην δική μου όχθη , όρθια να σταθώ Πρέπει να κοιτάζω τους φόβους μου στην καρδιά αλλά να μην τρέχω και πολύ μακριά Θέλω να φτερουγίσω θέλω τα τραγικά να τραγουδήσω αλλά και την χαρά μου να κρατήσω Μα περισσότερο από όλα, θέλω να ζήσω Πρέπει να ζήσω.. Κόντρα στους καιρούς, το κατάρτι μου να στήσω κι ότι με έπλασε τελικά να μην λησμονήσω.. Θέλω να γίνω αυτό που είμαι ολοκληρωτικά και την δική μου ματιά απλόχερα να χαρίσω Θέλω να μιλήσω Μα πάνω από όλα θέλω να ζήσω.. - Το τραγουδάκι του ναυτικού της ξηράς

Οι εραστές, οι εραστές, που καταπίνουν φωτιές, κάτω από τα σεντόνια και καρβουνάκι γίνονται, σε θυμιατήρι ανατολίτικο, εκεί ,στον βωμό της λατρείας, στον βωμό της θυσίας, μα όταν οι λέξεις αντιδρούν και γίνονται μαχαίρια, με το στόμα φραγμένο από το εγώ, εκείνη η λέξη σε αγαπώ, βιαστικά ειπωμένη, γέρνει και πέφτει, σαν φύλλο φθινοπωρινό που το έδιωξε ο άνεμος.. Έτσι, σαν μια γυναίκα εκδιδόμενη, φοράει το ρούχο της βιαστικά και φεύγει, μετά νεκρώνεται , μετά ξεχνιέται. Αυτό που μένει από έναν θάνατο, είναι η φήμη κι όχι η υπόσταση Η κακή φήμη ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός Ενώ η καλή, ζητιάνα γίνεται ,στα σκαλοπάτια των σπιτιών Οι εραστές, αχ, οι εραστές που δεν έμαθαν ποτέ καλά ,πως ο έρωτας κι η ποίηση έχουν πολύ ξοδευτεί μέσα στους θανάτους και κανείς δεν γύρεψε ρέστα. Ποτέ κανείς δεν γύρεψε ρέστα, μόνο ένα θραύσμα από αλάβαστρο κινείται στο μέσον της καρδιάς. -Οδός Εραστών

Καθώς αναζητώ μέσα στο σήμερα ,την ομορφιά, πολλές φορές με ξεγελάει η ανησυχία κι η λαχτάρα μου πως κάτι βρήκα, από τον κόσμο του χτες. Και καθώς ανακαλύπτω, πως αυτό που βάπτισα όμορφο, ήταν κίβδηλο, πολλές φορές πέφτω στα γόνατα. Τώρα που τα κοκόρια ντύθηκαν αηδόνια κι ανεβαίνουν στα δέντρα, τώρα περισσότερο, το αγρίμι μέσα μου, φωνάζει κι αλυχτά, μέσα στην κίτρινη πόλη. Τώρα που ψεύτικοι τιμητές της ελευθερίας και της αλήθειας, κατηγορούν τους άλλους για μικροαστισμό, δίχως να αποδίδουν τιμές στις ρίζες των ξεριζωμένων που κράτησαν με δόντια και νύχια τον πολιτισμό , τώρα περισσότερο αναγνωρίζω πως τίποτε δεν γνώρισαν από τους παλιούς . Χρειάζεται γενναιότητα και τιμιότητα να αναγνωρίζονται τα λάθη καθώς και περισυλλογή στο ξόδεμα των δυνάμεων. Μπορείς να φλερτάρεις με την θλίψη και την σιωπή. Αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις να βλέπεις. Κι όσο βλέπεις θα ελπίζεις. Γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος ή κάποιοι, που θα βλέπουν όχι απαραιτήτως όπως εσύ ή θα συμφωνούν με εσένα. Πάντα θα υπάρχει κάποιος που ψάχνει μέσα στον κουρνιαχτό των γεγονότων το απολύτως απαραίτητο. Πως όταν υπάρχει αγάπη αληθινή κι όχι ένα υποπροϊόν της- που έτσι το ονόμασαν κάποιοι- θα υπάρχει χώρος να βρίσκονται αυτοί που είναι διαφορετικοί μεταξύ τους και θα διαφωνούν ελεύθερα και δίχως διαξιφισμούς, παράταιρους στην γνώση. Ο παλιός κόσμος δεν στιγμάτισε την ομορφιά με ναρκισσισμούς ή συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας. Γι αυτό τα τραγούδια και η ποίηση του τότε, ενώνουν με έναν τρόπο μαγικό και καθηλώνουν. Γιατί έδωσαν γενναιόδωρα ψυχή και αίμα, γιατί οι κώδικες τιμής, την ορφάνια του ανθρώπου, την σεβάστηκαν, δεν της έβαλαν βελούδα και δαντέλες αφού είχε μάθει να φορά λιτό ρούχο. Και ας ήξεραν πως θα πεθάνουν νωρίς, αυτό δεν τους εμπόδισε να δημιουργήσουν με πνεύμα αλύτρωτο το είναι κι όχι το φαίνεσθαι.. Ας πάψουν τα σενάρια τα υποκριτικά. Να πέφτω και να σηκώνομαι. Μα όταν σηκώνομαι ψηλά ,να καταλαβαίνω γιατί ακριβώς σηκώθηκα, όχι για την μη επανάληψη των λαθών, ο αλάθητος πρώτος να σηκώσει την πέτρα και να την ρίξει επάνω του γιατί ο άνθρωπος ένα λάθος από μόνος του είναι. Τα λάθη μας προσδιορίζουν. Ας πάψουν οι αυτοπεριορισμοί κι οι βαυκαλισμοί πως είμαστε αθάνατοι. Όσο ξέρω πως δεν είμαι αθάνατος τόσο τα έργα μου θα μπορούν να βρουν ουρανό και στέγη, αυτό ήταν για μένα ο παλιός κόσμος. -σκέψεις για τον κόσμο του χτες-

ήρθες στον ύπνο μου και γύρω μας ήταν μια σαπισμένη Άνοιξη. Άνθρωποι σε αποσύνθεση, παραληρούσαν για την ευτυχία που έχασαν. Με πήρες στην παλάμη σου και με ταξίδεψες σε δωμάτια που εύκολα έλεγαν << σε αγαπώ>> , εραστές σε σωματική έκσταση. Έίπες, << όσο εύκολα λέει κάποιος αυτήν την φράση ,τόσο εύκολα είναι νοητό πως καμιά εγκεφαλική έκσταση δεν μοιράστηκε, εκτός της σωματικής>>. Δεν είχα παρά να συμφωνήσω, ήμουν στην παλάμη ενός αγνώστου μια τοσοδούλα κι ήταν σαν σαν τον ήξερα από πριν. Είπες, <<αυτοί που πολύ συχνά μιλούν για τα λάθη των άλλων, καλό είναι να μην τους παίρνεις σοβαρά, οι ίδιοι κρύβουν το λάθος της ύπαρξης τους πίσω σπό τα λάθη των άλλων >> Σε κοίταξα κι ένα σύννεφο πουλιών πέρασε από μπροστά μας καθώς πετούσαμε. << Πως γίνεται ενώ είμαστε ορατοί να είμασε αόρατοι; >> σε ρώτησα κι εσύ με έβαλες επάνω στον δεξί σου ώμο ,συνεχίζοντας να πετάμε πάνω από την πόλη. << Μα ελάχιστοι βουτάνε κάτω από το εγώ τους, είναι πολύ φυσικό να συμβαίνει>>. Ήξερα πως έχεις δίκιο. Ύστερα με άφησες κάτω, η σαπισμένη Άνοιξη με δυσαρεστούσε ,αλλά κάτι καινούργιο άρχισε να πάλλεται μέσα μου. Ένιωσα για μερικά δευτερόλεπτα την διαστολή του σύμπαντος, συνειδητοποίησα πόσα σύμπαντα υπάρχουν κι εμείς δεν ξέρουμε παρά το 3 ή το 4 τα εκατό από αυτά. Ένιωσα πως μου είπες κάτι πολύ σημαντικό. Να κολυμπήσω κάτω από το εγώ μου, να βρω το απόλυτο Ζεν.. Ξέρεις κάτι; Ο δρόμος μου είναι γεμάτος εμπόδια, όμως αυτό δεν θα αλλάξει την ρότα μου.. Είμαι από αυτούς που θαυμάζουν τα κατσίκια όταν κάθονται στα βράχια στην άκρη ενός γκρεμού και κοιτάζουν το Πέλαγος.. Ξέρω πως αυτοί που γελούν όταν τους το λέω αυτό έχουν πολύ υψηλό το εγώ τους, τόσο που σκοντάφτουν συνεχώς επάνω του... -Όραμα- 'ονειρο

Αντί για λέξη, σου αφήνω ένα λουλούδι στο κομοδίνο Αντί επιστολών, σου ζωγραφίζω ένα κορίτσι με βαμβακερό φουστάνι που το λένε Ελευθερία. Έχει τα μαλλιά της χυτά στην πλάτη Αντιστέκομαι στον ήχο της γαλότσας ,προσπαθώντας να ακούσω την ανάσα των αγαπημένων μου, όταν κοιμούνται. Δεν ξέρω να γράφω ποιήματα. Μόνο να σου πω, πως έχω καιρό να δω όταν χαμογελάει ένα πρόσωπο να χαμογελούν και τα μάτια του. Και να σου περιγράψω πόσο όμορφα κυλάει ένα ποτάμι στα χέρια μας όταν μας περιγράφει η αγάπη.. υγ. Αφιερωμένο σε έναν αληθινό φίλο

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016


Ανέβηκα στην επιφάνεια του χρώματος, άδραξα τον ανοιχτό του ορίζοντα με μάτι αλόγου, όλα κοντινά και όλα τόσο μακριά μου, δεν χρειάζεται να είμαι ζωγράφος για να βάψω την ημέρα μου και το κάδρο μου, ζω από όλα τα μικρά και μεγάλα φετίχ μου , έτσι ζει ο χρόνος μου, ο χρόνος, με ζει και τον ζω...Στο τέλος της ημέρας αποχαιρετώ τους δερβίσηδες του κόσμου καλοπιάνοντας το κλείσιμο των ματιών μου με μια φράση, <<όλα σήμερα ήταν καλώς καμωμένα>>. Μόλις το νιώσω αυτό κατάσαρκα. παραδίδομαι σε έναν ρόδινο ΄΄υπνο... -Μαθήματα της καλόγνωμης

Όταν ακούω τον Μάρκο ,λυγίζουν τα γόνατα και αναθαρρεύει η καρδιά μου, λευκές και κόκκινες ζαριές, εξάχορδες και τρίχορδες ,τεντώνονται στο μπουζούκι. Η φωνή του είναι η Ελλάδα, μια γυναίκα που τον πούλησε, μια Ελένη, γι αυτήν και για την πρώτη του γυναίκα έγραψε, μαύρες απλές,- γι αυτό σύνθετες εικόνες- κι άλλα χρώματα, σαν αυτά που παίρνει ο ουρανός όταν φεύγει ο ήλιος. Η ζωή του φτώχεια, φυλακές ,χασισάκι λάγνο και τεμπέλικο, να μαστουρώνεις να αδειάζει λίγο το στήθος σου από την στεναχώρια. Ο Μάρκος ήρθε από την Σύρα,ο Μάρκος γέννησε την αγιοσύνη της αμαρτίας και γεννήθηκε γι αυτήν, έγραψε τραγούδια με παρατσούκλια για να πληρώνει την διατροφή της Ελένης και ερωτευόταν σαν λιοντάρι τις άλλες που έδιναν υποσχέσεις με τα μάτια τους. Οι ρεμπέτες τότε ,διάβαζαν τα μάτια ,όπως οι τσιγγάνες διάβαζαν τα χαρτιά, οι σημερινοί άντρες διαβάζουν φορολογικές κλίμακες και κοιτάζουν σε πόσα μέτρα κάτω στην γη θα χωρέσει το κορμί τους, τυχερός ο Μάρκος που δεν πρόλαβε να ζήσει τα σημερινά και την κατάντια . Θα μαστούρωνε κάθε ημέρα, μα δεν θα έπαυε να είναι ρομαντικός, γιατί ρομαντικός είναι αυτός που ρεαλιστικά ζητά και ζει τα πάντα, ως το τέλος. Κι έζησε την αχαριστία της Ελλάδας όταν έπαθε παραμορφωτική αρθρίτιδα, έζησε δηλαδή εξαιτίας της, αυτήν την απολύτως συνηθισμένη κατάσταση που στην αδυναμία, σου όλοι σου γυρίζουν την πλάτη.. Και έβγαλε πιατάκι στις ταβέρνες ο πεντάχρονος γιός του που μαζί πήγαιναν ,γιατί ο ίδιος δεν άντεχε να ζητιανέψει.. Να ζητιανέψει, ποιός; Ο Μάρκος, ο ήλιος και το φεγγάρι της Σύρας, όλες οι γυναίκες κι όλοι οι άντρες μαζί μιας ολόκληρης εποχής και μιας Ελλάδας.. Ένα άγαλμα σε κοιτάζει στο νησί του , όπως όλοι που έγιναν αγάλματα μετά θάνατον.. Μα εμένα η καρδιά μου ζει με τον Μάρκο και τον πατέρα, μνήμες παιδικές, μνήμες εφηβικές, μνήμες σαν γυναίκα.. Με το κρασί και την φωνή του στα ταβάνια. Στις αυλές των ταβερνείων και στα αστροστόλιστα μάγουλα των ζωντανών.. Στα ραδιόφωνα και στα κυπαρίσσια. Στα νησιά τους Χειμώνες. Στα υπόγεια διαμερίσματα όπου πετούν οι κατσαρίδες με τα φτερά. ΌΠως αυτός που ετοιμάζουν τα σύγχρονα γραφεία- νεκροταφεία αυτών που δανείζουν να γίνει ο σημερινός έλληνας.. Αλλά όσο θα ακούμε Μάρκο θα γινόμαστε πουλιά με κόκκινες ουρές, όσο θα τραγουδάει ο Μάρκος το στήθος μας θα παίρνει ανάσες. Γιατί εκείνος , πολλές φορές έπεσε στα γόνατα αλλά πάντα σηκωνόταν. Και δεν υπήρξε ποτέ του ένας τζίτζικας γιατί άλλαξε δεκάδες επαγγέλματα από παιδί.. Και διάβαζε εφημερίδες καθώς τις πουλούσε. Ο Μάρκος ζει μέσα μας..ο Μάρκος είναι η ζωή που μας έχει στοιχειώσει.. -Δυο πρόχειρα λόγια στην μνήμη του Μάρκου, που σαν σήμερα πέθανε