Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

πόσο νομίζεις πως την ξέρεις; Κοιμάσαι τις νύχτες με οινοπνευματώδεις ουσίες στο αίμα σου αγκαλιάζοντας τα πόδια σου σε στάση εμβρύου. Ξυπνάς με τον ήλιο να χτυπάει τα παντζούρια, ο κόκορας έχει εμφανώς κουραστεί , εσύ πίνεις το τσάι σου με μια πνευματική διέγερση και μια όξυνση των αισθήσεων. Μαζεύεις την μνήμη της χτεσινής νύχτας που έχει πια εξαυλωθεί. Χόρευες μπάλο χτες με τον Α. που γιόρταζε κι ήταν απέναντι σου πάλι εκείνη, η θάλασσα. Ύψωνες τα χέρια σου και πατούσες με δύναμη τα πόδια στην γη για να εξυψωθείς, να πεις δεν φοβάμαι τον θάνατο , ούτε και την ζωή.Εκείνη σε άκουγε σαν να ήταν η πιό γενναία μητέρα. Ο πατέρας σου χαμογελούσε απαλά στροβιλισμένος σε ένα δυνατό αέρα που σου ανακάτευε τα μαλλιά. Όλα έλαμπαν εκστατικά. Όλα έλαμπαν, χυμένα χρώματα του ζωγράφου που ζωγράφιζε τοίχους σε μια ταβέρνα για ένα πιάτο φαγητό. Ποιητές ανεβασμένοι σε πλώρες και σοφίτες έλαμπαν μέσα σου, ηταν πίσω από τα μάτια σου γι αυτό χόρευες και μαζί τους, ένας μπάλος για δύο έγινε για πολλούς. Είμαστε πολλοί, στοιβαγμένοι σε μια πλώρη ψάχνουμε την θάλασσα. Την αθωότητα μας, τον έρωτα, θέλουμε να ξορκίσουμε τις βασάνους, θέλουμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Θέλουμε να θαυμάζουμε και να αναρωτιόμαστε για την αρμονία και την τάξη που υπάρχει στο βασίλειο της μέλισσας. Να ακούσουμε τον Γ. τον μελισσοκόμο να μας εξηγεί πως γεννιέται μια βασίλισσα και τον αγώνα του ζευγαρώματος των κυφήνων. ΌΛα είναι ένας αγώνας που τον μαλακώνει η θάλασσα. Πόσο νομίζεις πως την ξέρεις; Ξέρεις πως τις νύχτες όταν κοιμάσαι γυρίζεις μέσα της; Καθώς γράφεις από ανάγκη λέξεις που λίγοι θα διαβάσουν ,σου χτυπάει το κουδούνι ενα κορίτσι και σου δίνει ένα ψωμί για τις σαράντα ημέρες που πέρασαν από τον θάνατο μιας γυναίκας. Ετσι γίνεται εδώ , είναι κομμάτι της παλιάς ζωής που διατηρείται για να θυμάσαι πως ζούσαν οι άνθρωποι τότε. Στον Οθέλο υπάρχει μια φράση που με έχει σημαδέψει. Μ αγάπησε για τους κινδύνους που έχω διατρέξει. Πόσο καλά το καταλαβαίνεις; Η Αμοργός το ξέρει και με αγαπάει γι αυτό, είναι η μόνη που ξέρει.. σελίδα ημερολογίου
Παραφράζοντας την γνωστή φράση του αγαπημένου θεατρικού συγγραφέα - πάντα θα βασίζομαι στην καλοσύνη των ξένων - Πάντα βασίσου στην γενναιοδωρία των φίλων κι όχι των εραστών, οι εραστές πολύ απλά , δεν μπορούν να είναι γενναιόδωροι
όλη την νύχτα που μιλούσε μαζί του, είχε την αίσθηση πως μιλούσε με ένα πουλί, τον ονόμασε μέσα της, (ο άντρας-πουλί ),στην γλώσσα των Μαπούτσε, κι ας μην ήταν Ινδιάνα. Όταν ξύπνησε, βρήκε στο μαξιλάρι της ένα φτερό κι όμως θυμόταν, το μόνο που έκανε ήταν να τον καληνυχτίσει ευγενικά και να φύγει μόνη της.
Οι ημέρες μας σπρώχνουν απροσδόκητα, οι νύχτες μπαίνουν ενδιάμεσα χωρίς κανένα πρόσχημα. Οι γρύλοι και τα νυχτολούλουδα είναι μεθυσμένα τοπία καθώς ηχούν εντόνως πίσω από τους τοίχους. Τα δέντρα δεν μιλούν, μόνο μας κοιτάζουν. Κι εμείς γεμάτοι από όλα αυτά πέφτουμε ολόκληροι στην θάλασσα χωρίς να γουλαντρίζουμε τίποτε. Σαν άχαρες φιγούρες κατά την επισκόπηση του πλανήτη. ............ Οι σκύλοι κι οι γάτες,μαζί με αλκοολικές νότες, μας σπρώχνουν να εκμυστηρευτούμε τις παιδικές μας σκιές σε άγνωστους σε εμάς κατοίκους της λίμνης του Σεπτέμβρη. Όλα μας σπρώχνουν προς τα έξω, ύστερα μαλακά το έξω θα γίνει μέσα και θα πάρει την μορφή ενός αστικού τοπίου. .......... Παλεύουμε με τους εαυτούς μας και χορεύουμε γύρω τους για να βρούμε τον έναν. Αγνοούμε ανεπισήμως τις καταδίκες αλλά όχι αυτές εμάς. Υπάρχει το έσπερον φως. Υπάρχει το χωρίς έλεος φως. Κι αυτοί που ταξιδεύουν. κΙ ΕΝΏ ΥΠΆΡΧΕΙ Η ΣΙΩΠΉ η παύση δεν συμβαίνει ποτέ, ποτέ. Διότι υπάρχουν κι αυτοί που ταξιδεύουν χωρίς πατρίδες, χωρίς λέξεις που σημαδεύουν το τέρμα, το τέλος. Το τέλος ταξιδεύει πάντα λένε ακομη και μετά την μύγα που ακολουθεί το φέρετρο. ......... Οι άνθρωποι που φορούν τα μαύρα ρούχα όχι για πένθος βάζουν τελείες και παύσεις πίσω από τα βήματα τους χωρίς την γεύση του κατεπείγοντος. ............. Επείγει μόνο ο άνθρωπος. ΑΥΤΟΣ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΓΕΙ.
Αγαπώ τα ανθρώπινα ναυάγια που έγιναν έτσι από την υπερβολική τους ανιδιοτέλεια και τις βασάνους της ζωής, αντίθετα, δεν εκτιμώ αυτούς που κατέληξαν έτσι από την υπερβολική ματαιοδοξία και τον πλήρη εγωισμό. Αν συναντήσεις στον δρόμο σου και τους δύο τύπους η διαφορά τους φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Συνοψίζοντας, η Κάλλας ήταν ένα αηδόνι κλεισμένο στο κλουβί, κατά την μεταμόρφωση της από τον έρωτα άνοιξε την πόρτα της φυλακής της κι έφυγε. Η μεταμόρφωση της έγινε σε πολλαπλά επίπεδα. Αλλά αυτό που άλλαξε κυριολεκτικά μέσα της ήταν πως δεν λειτούργησε σαν μαινάδα εκδικήτρια όταν ο αγαπημένος την αποκαθήλωσε. Στάθηκε μεγαλειωδώς τις τελευταίες στιγμές δίπλα του αποδεικνύοντας πως σε ελάχιστες περιπτώσεις ο έρωτας μπορεί να είναι και αγάπη. Περί αγάπης ο λόγος. Αυτήν που ίσως δεν είχε κατάσαρκα όταν τραγουδούσε μπροστά σε Γερμανούς φασίστες. Αλλά αυτη η μεταμόρφωση επιτελέσθηκε μέχρι το τέλος. Πως άνοιξε τα μάτια της μπροστά σε αυτό το μεγαλείο, (όταν έχεις πέσει στο πιό βαθύ σκοτάδι από την ερωτική μέθη ,όντας προδομένη εκατό φορές, όταν έχεις χάσει την γλώσσα του αηδονιού που σε ανέβασε σε εκατό ουρανούς και πλήθη), όταν μπορείς να σηκώνεσαι και να δίνεσαι ξανά σαν γυναίκα και σαν άνθρωπος σε αυτόν που σε εγκατέλειψε για την ματαιοδοξία ενός ίματζ , τότε έχεις πέσει αλλά ε΄χεις ανέβει ψηλά. Το εγώ είναι γυμνό και γι αυτό γενναίο. Γι αυτό διάλεξε κι έφυγε έτσι, μόνη μέσα στις αναμνήσεις της, σαν μια σέπια.. υγ. οι καλλιτέχνες ,ας μην ξεχνιόμαστε είναι τα πιό εγωιστικά ζώa
Ο πιό όμορφος Σεπτέμβρης. Θάλασσα χωρίς ρυτίδες, φύση με χυμένα βελούδα που κρατούν κάτι από το Καλοκαίρι και το Υφαντό του Φθινοπώρου που θα έρθει στις υποσχέσεις ενός ολιγόλεπτου περάσματος αέρα πάνω από το ηλιοβασίλεμα. Φίλοι, κουβέντες, ήλιος , αστέρια και Διονυσιακή συμφωνία με τους άγνωστους αστερισμούς. Η οθόνη δεν μπορεί να δώσει όσα η καρδιά κι ο νους κρατούν, μόνο προσπάθειες σκορπισμένες. Ένας Γάλλος ηλικιωμένος με το μπαστούνι κι η γυναίκα του να τον στηρίζει με αγάπη και χωρίς ζόρι ,χτες στο καφενείο της Μοσχούλας, ένας βασιλικός στο τραπέζι κι αυτοί που μαγείρευαν στα καζάνια όλη την νύχτα πατατάτο,για την γιορτή της Αγίας Σοφίας, γιορτή του χωριού, ακριβώς απέναντι σε ένα μικρό κτίσμα. Σήμερα η Λαγκάδα γιορτάζει. (Θα σας πω γι αυτά με φωτογραφίες άλλη ημέρα.) Φέτος αισθάνθηκα πως η ευτυχία εμπεριέχει και λίγη μελαγχολία μέσα της. Προσωπικά ένιωσα έτσι γιατί δεν γίνεται να σκορπίσω λίγη από αυτήν την ευτυχία στους άλλους παρά αποσπασματικά. Σελίδα ημερολογίου
Στον κόσμο σου χαμένος, χαρούμενος και λυπημένος, γυρίζεις και γυρίζεις κι όλα θέλεις να τα γνωρίζεις, οι άγιες ημέρες και οι νύχτες δεν σου φτάνουν κι οι γνώστες της περιπέτειας σου κάνουν, αταίριαστος, και στην κατάδυση ταμένος κλαις για ιστορίες άλλων καταδικασμένος, παιδί να είσαι και ωραίος να σε θυμάμαι και να λέω πέρασε από την γη ένας μοιραίος, μοιραίος για τον εαυτό του μοιραίος για τον άνθρωπο του. Παίζεις το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι για πλάκα μα εσύ βρίσκεσαι κλεισμένος πάντα στην φάκα. Σε αγαπώ να ξέρεις λίγο αλλά χρειάζεται να φύγω. Η ανάγκη μας να αγαπηθούμε , αυτή μας ορίζει και μας κατακερματίζει. Αλλά η αγάπη δεν έχει όρια και δεν χρειάζεται συγχώρια. Τίποτα δεν είναι δεδομένο όταν είναι κερδισμένο. Μπλε νύχτα σε βαπτίζω μπλε ημέρα σε γυρίζω, σαν νόμισμα στο χέρι μου της τύχης σαν τατουάζ στην πλάτη μου μιας χαρμολύπης. Ένα παιδικό που γράφτηκε σε ένα χαρτί από πακέτο τσιγάρων στην θάλασσα και το είπα ((ο σκορπιός))
Είχες ντυθεί τον άνεμο, μικρές σαύρες θρόιζαν στους θάμνους ενώ παράταιροι άνθρωποι κοιτούσαν προσεκτικά την κίνηση μας. .... Παριστάναμε πως δεν τους βλέπαμε. Κι αυτό τους εξυπηρετούσε θαυμάσια. ...... Είχες πλησιάσει αρκετά στο μέρος μου με εναν τέτοιο ωραία παιδικό και τρυφερό τρόπο ,που το εγώ τούτης της αφήγησης είναι σκληρό. ....... Μύριζες λουλούδι της νύχτας και τα μάτια σου έτρεχαν από τις πληγές. Προσπάθησα να τις στεγνώσω αλλά ήταν κι οι δικές μου, που δεν με άφηναν. Όμως για λίγο το εγώ έγινε εμείς. ...... Ξεχάσαμε την ιντριγκα του πλήθους, εκείνου που φτιαχνει και κατεβάζει είδωλα, εκείνου που φτιάχνει ένα στυλ το φοράει και πουλάει στους υπόλοιπους προσωπικότητα. Ήταν πολύ όμορφο που φτιάξαμε τον δικό μας κόσμο. Για λίγες ώρες. ....... Βάψαμε κι οι δυό τα μάτια μας και χορέψαμε σαν τους Ινδιάνους. ....... Διηγηθήκαμε την ορφάνια και την παραίτηση. Της απολιθωμένης χώρας τα καμώματα. Είδαμε καθαρά πόσο μοιάζαμε. Αβίαστα και ανιδιοτελώς. ....... Την νύχτα εκείνη, όταν κοιμήθηκα, συγχώρεσα τα πάντα. Η προδοσία μου κουνούσε το μαχαίρι στην γωνία του δωματίου. ....... Οι παράταιροι άνθρωποι συνεχώς απασχολούν τους άλλους με την ύπαρξη τους σκαρώνοντας χίλιες δυό αιτίες, είπαμε. Δώσαμε τα χέρια και δηλώσαμε πως αγαπούμε ο ένας τον αλλον αληθινά. Οχι γιατί έτυχε. Ύστερα αποχαιρετιστήκαμε ενώ το νέο ξημέρωμα έβραζε σαν ηφαίστειο. Άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει. Κοίταξα τα χρώματα. ......... Είναι πολύ σκληρός ετούτος ο κόσμος για όποιον παραμένει παιδί δείχνοντας το. Ο λύκος καραδοκεί με τα δόντια του, πότε για να ξεσκίσει και πότε για να γαβγίσει δυνατά, ώσπου το παιδί να τρομάξει. ......... Αλλά και τα παιδιά είναι σκληρά ώστε να μπορούν να αντέχουν. Η πεταλούδα των ενήλικων παιδιών
Ας δούμε λίγο τι σημαίνει παρατηρώ, στην παρατήρηση, εκτός των αισθήσεων, λαμβάνουν μέρος δυνάμεις εξαιρετικές,. Η παρατήρηση ,είναι κάτι που ή το έχεις από παιδί ή το αποκτάς στην διάρκεια του βίου σου συνομιλώντας σε βα΄θος με τις εμπειρίες σου, και πάντως είναι ένας πνευματικός τρόπος εξάσκησης ,καθημερινός και συνεχής . Εν τέλει ,ίσως η παρατήρηση είναι αυτό που μένει μετά το τέλος της παρατήρησης, όταν ελεύθερα διαχέονται οι πληροφορίες εκτός της στενής έννοιας αυτού που λέμε πραγματικότητα. Αν παρατηρούσαμε τα πράγματα <<βλέποντας>>, τότε ο κόσμος μας θα ήταν λιγότερο ασαφής και η γνώση γι αυτόν θα ήταν μια πυξίδα με σαφή προορισμό, την γενική, προσωπική εξέλιξη και την πρόοδο. Όμως ,στην σύγχρονη εποχή, ο προσωπικός χρόνος είναι λίγος κι έτσι καταλήγουμε να <<βλεπουμε>> σαν μεθυσμένοι. (Να σημειώσουμε εδώ πως κάποιος μεθυσμένος μπορεί να παρατηρήσει πολύ περισσότερα από όσα ένας νηφάλιος κάποιες στιγμές).. Επίσης ,ας σκεφτούμε πως θέλει πολύ προσωπικό μόχθο ώστε η παρατήρηση να μην μας κάνει καχύποπτους.. Χαμένοι κυριολεκτκά μέσα στην μετάφραση του μικρόκοσμου μας δεν βλέπουμε το τέρας να απλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Και φυσικά δεν αναλογιζόμαστε τις συνέπειες. Κι ούτε παλεύουμε να νικήσουμε το δικό μας τέρας που τρώει τα σπλάχνα και την ψυχή με μικροσκοπιμότητες άνευ ουσιαστικού ενδιαφέροντος. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μην << βλέπουμε>> πια τίποτε... Γιατί η παρατήρηση απαιτεί μνήμη και ευφυΐα .......................................................................................... -Κάτι πολύ λίγα, για την παρατήρηση-
φυγε με ένα ρίγος, δίχως υπεκφυγές και σκέψεις μεταμέλειας, τον ρούφηξε η νύχτα αφήνοντας το αποτύπωμα της σκιάς του. Έμεινε πίσω η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά να κοιτάζει την πόρτα. Ακίνητη, αλύγιστη για ώρες. Σκέφτηκε χαμογελώντας , (κάθε ένας από εμάς έχει έναν δράκο στην ψυχή του για να φυλάει την αθωότητα του.) Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε δίχως ονειρα. -Άπνοια-
Η γραφή, είναι μια από τις διεγερτικές διαδικασίες, που βοηθούν τον γράφοντα, να φύγει ουσιαστικά από το σώμα του, να απεμπλακεί από τις πληγές ή τις ανθοφόρες πεδιάδες όπου κάποτε συνάντησε η σάρκα του, το φως, ή το σκοτάδι. Εξιστορεί ουσιαστικά όλα αυτά που μπορεί να συνάντησε με το σώμα του-,θα ορίσω εδώ το σώμα ως κομμάτι του χρόνου- αλλά ταυτόχρονα εξιστορεί κι όλα αυτά που ορίζει η φαντασία, -θα ορίσω εδώ την φαντασία ως άχρονη ως θα όφειλα να κάνω μια και το πιστεύω-. Η γραφή, μοιάζει με εκείνη την ευεργετική και <<θεία>> συνεύρεση των σωμάτων, εκεί που ψυχή και σώμα συναντώνται σε μια τεράστια και μοναδικής ομορφιάς αίθουσα και αυτή η μοναδικότητα της συνάντησης δεν ορίζεται από τον χρόνο αλλά από την απελευθέρωση της φαντασίας που γίνεται κοινός τόπος κι αυτός ο τόπος οδηγεί στην έξοδο από το σώμα καθώς κι ορίζει σαφώς τον χρόνο ως άκυρο. Ο έρωτας κι η γραφή σαφώς είναι άχρονα.. Η ευεργεσία τους είναι γεμάτη καμπύλες και ποτέ ευθείες.. Το να αγαπηθεί ένα κείμενο από τους άλλους σαφώς δίνει ΄χαρά κι ευτυχία στον γράφοντα, αλλά καθώς το κείμενο-παιδί ουσιαστικά του δημιουργού τελείωσε έχει φύγει από τα χέρια του, ανήκει πια στον χρόνο,εδώ υπόκειται ο χρόνος πια,, Κι ίσως κι υπό μια έννοια καθώς αγαπιέται, μελετάται, βοηθά τους αναγνώστες στο να κάνουν ένα προσωπικό ταξίδι έξω από το σώμα τους , με αυτήν την έννοια ανήκει σε αυτούς. Η γραφή δεν είναι μανία, είναι ανάγκη, είναι αυτή η ανάγκη να φεύγεις από αυτό που πολύ περιορισμένα έχουν εκπαιδεύσει την μάζα οι υπηρέτες του συστήματος των δήθεν αξιών ως πραγματικότητα. Η γραφή, είναι ο καθημερινός τρόπος που βλέπει κανείς την ζωή. Είναι αγάπη και μόχθος και πλήρης ευδαιμονία. Μα χρειάζεται ζωή και εμπειρίες εκτός των λεξικών για να μπορέσει κάποιος αυτήν την ανάγκη να την κάνει γραφή , να την κάνει έργο, -Ο Προυστ και πολλοί λίγοι, δεν είχαν αυτήν την ανάγκη-, να ωθήσει τον αναγνώστη να ανυψωθεί πνευματικά και να αντιληφθεί με διαφορετικούς τρόπους την ζωή , οι <<μεγάλοι>> συγγραφείς δε, αυτήν την αντίληψη περί ζωής, ωθούν, άθελα τους, τον αναγνώστη να την αλλάξει.. Κι ότι αλλάζει χρειάζεται κίνηση, κι η κίνηση είναι ζωή.. Η γραφή είναι μια διαρκής μεταμόρφωση, ένας επιτηδευμένος ή ένας <<σπουδασμένος λόγος μέσα σε μια πληρότητα λέξεων>> χωρίς ψυχή, θα φανεί , όπως και θα φανεί και όταν υπάρχει σε ένα έργο μονάχα μια αφήγηση συναισθημάτων σε ένα στουμπωμένο πιάτο, αυτό δε, θα ξεχαστεί στον χρόνο, κι ούτε ο τίτλος του θα υπάρχει στην μνήμη... Επίσης η ματαιοδοξία και το ψώνιο των μοναχικών ψυχών φαίνεται με ευκολία. Πληρώστε τους εκδότες! Κάντε ραδιόφωνα! Γράψτε σε περιοδικά, έντυπα ή ηλεκτρονικά! Κάντε τα βαριά πεπόνια μέσω των ιστότοπων επικοινωνίας .Κάντε τις ντίβες. Παίξτε ρόλους...Αλλάξτε τις φωτογραφίες σας, ρετουσάρετε ρυτίδες. Κάντε την περσόνα σας υπερπαραγωγή.. Κάντε χιλιάδες παρουσιάσεις βιβλίων ντυμένοι χλιδάτα σε μια πάμφτωχη χώρα.. Ένα μόνο δεν θα μπορέσετε. ΝΑ ΞΕΓΕΛΑΣΕΤΕ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ. Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΟΠΛΙΣΕΙ. ΚΙ Η ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΒΡΕΙ ΚΑΤΑΣΤΗΘΑ.. Γιατί ο αληθινός αναγνώστης -κι όχι αυτός, ο κατά περίσταση- έχει αφιερώσει χιλιάδες ώρες στην ανάγνωση των βιβλίων από παιδί. Γιατί κάτι τον οδηγούσε να βγει από το σώμα του από παιδί. Κάτι βαθύ τον οδηγούσε στον άχρονο χρόνο.. Τα βιβλία έχουν ψυχή..
-Λένε πως η έλλειψη , είναι η μητέρα της σύγκρουσης. Είπε μεταξύ άλλων ο διπλανός της, ήταν μια μεγάλη παρέα που χάραξαν μια πορεία επάνω από κάποιο φαράγγι, ξεκiινώντας έξι το πρωί. Δεν είχαν καμιά βιάση κι έτσι πήγαιναν αργά και σταθερά κοιτώντας το άγονο τοπίο και μιλώντας μεταξύ τους. Όταν γύρισε να τον κοιτάξει είδε πως ήταν αυτός που τους είχε μιλήσει για τα σπάνια πουλιά που διασώζονταν εδώ, τα μικρά λουλούδια στις άκρες των μονοπατιών και τα βότανα. Ο τόπος ευωδίαζε άγρια ρίγανη και τα σύννεφα στόλιζαν τον ουρανό με διάφορα σχήματα χαμένα σε ένα κυνηγητό λευκοντυμένο. Τα μάτια του ήταν σκούρα πράσινα, τα μαλλιά του πυκνά και σκουρόξανθα ενώ το στόμα του κατέληγσε σε δυό ελαφρές ανηφορίτσες σχηματίζοντας ένα αόρι στο χαμόγελο. -Εγώ πάλι ,έχω ακούσει πως η έλλειψη πολλές φορές ξεχνάει την μητέρα της , μαθαίνει σε μια σιωπηρή υποταγή και κοιμάται σαν το φίδι. Του είπε και ξέχασε για λίγο την γοητεία του που σαφώς την είχε μαγνητίσει. -Θα ήμουν θρασύς αν σας έλεγα πως θεωρώ πως κάθε κορμί είναι ερωτήσεις που ζητούν απαντηση; Και το δικό σας είναι γεμάτο ερωτήσεις. Κάτι με επείγει να σας λύσω. Σταμάτησε και τον κοίταξε. Δεν επισκίαζε τίποτε πρόστυχο το πρόσωπο του, μια παιδική σχεδόν αδημονία φαινόταν στα μάτια του. -Να, κοιτάξτε αυτά τα πουλιά, πετούν μαζί ερωτροπώντας αφήνοντας το σώμα τους στον αέρα σαν να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, κοιτάξτε πόση ελευθερία έχει να μας διδάξει αυτό το πέταγμα! -Θρασύς δεν είστε , το ύφος σας δηλαδή δεν με αφήνει να σας πω έτσι, είπε απαλά και συνέχισε να περπατάει δίπλα του. -Θα σας λύσω, έπειτα θα γίνω εγώ ερωτήσεις που θα τις λύσετε εσείς, ύστερα θα έχουμε ιστορήσει όλο μας τον βίο, τι λέτε; -Λέω πως είστε ένα μεγάλο παιδί που δεν μπορώ παρά να σας ακολουθήσω, όμως πείτε μου, πως σας λένε; (Γέλασε ανάλαφρα). -Ειμαι πολύ αφηρημένος, σας σύστησα ένα μέρος μου, όχι το όνομα μου, με λένε Οκτώβρη. Της γέλασε σαν να γελούσε μαζί κι η καρδιά του και τότε ένιωσε όλη την φύση να αντιστρέφεται , να μπαίνει μέσα στον εαυτό της, να εξωθείται από αυτόν και να ετοιμάζεται να αναγεννηθεί σαν τον Φοίνικα. Αλλά χωρίς στάχτες. -ΟΚΤΩΒΡΗΣ-
Στο γιουσουρούμ της ανθρωπίλας, τα δηλητήρια πάνε κι έρχονται/ πίσω από την πλάτη, μιλώντας σιγανά/ μπροστά, δίνοντας τα χέρια για μια συμφωνία που ποτέ δεν θα τηρηθεί/ οριζοντίως και πλαγίως, περπατώντας τους ίδιους δρόμους σφυρίζοντας αδιάφορα/ τριγωνικά, με τον δείκτη να χτυπάει χωρίς ένδεια τον Χ. μιλώντας για πράξεις όπου ο ίδιος ο δείκτης έχει εκτελέσει/ τετραγωνισμένα, όπου με μάζα ανθρώπων και λάσπη φτιάχνονται λαβύρινθοι αναληθείας/ υποκριτικά, όλες τις ώρες ,χρησιμοποιώντας τους άλλους για την λήθη προσωπικών ενοχών / γελώντας και κλαίγοντας όσοι άνθρωποι έμειναν, φεύγουν μακριά/ τα σπίτια μπάζουν συναισθηματικό αυτισμό/ οι χώρες βελάζουν σαν σφαχτάρια/ κι εσύ αγάπη μου να προσπαθείς να ζήσεις χωρίς να πουλήσεις στο γιουσουρούμ ούτε μια σταγόνα αίμα..
Ο έρωτας είναι μια πρόβα θανάτου. Στον έρωτα, η ελαφρότητα της ύπαρξης αλλάζει συνεχώς μέτωπα και διάρκεια. Ο βαθιά ερωτευμένος είναι ένα είδος δυνατού ακτιβιστή που αγωνίζεται μεταξύ ουρανού και γης ..
Οι λεκτικές ακροβασίες δεν αφήνουν τις πράξεις να εγερθούν. Ως αποτέλεσμα λαμβάνεις, μια αφετηρία στο κενό. Ένα βερμπαλιστικό τίποτα.
Το ολόγραμμα των ανθρώπων είναι να μπορούν παρά τον ψυχικό πόνο και τον αβάσταχτο κάματο της ζώσας ζωής να γίνονται δώρο ο ένας για τον άλλον χωρίς να περιμένουν αντίδωρο...
Το ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον αλλά ποτέ δεν συναντήθηκαν, ταιριάζει σαν εικόνα με αυτόν που βλέπει από την ταράτσα τα ατέλειωτα φώτα της πόλης κι αναρωτιέται αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος εκεί έξω σαν αυτόν για να μιλήσει. Σαν εικόνα εχει τα ίδια δάκρυα και την ίδια διψασμένη απόγνωση αν το σκεφτείς..
Προσπαθείς να ανυψωθείς βρίσκοντας συνεχώς εμπόδια, καθώς τα περνάς, βλέπεις το βύθισμα, αλλά αυτό δεν επιτρέπεις να σε πληγώνει. Το μόνο που σε πληγώνει ,είναι μια πέτρα που την ρίχνει κάποιο ανθρωποειδές σε ένα παιδί που προσπαθεί να βρει το δικό του ανάστημα..
Ζω με την επιθυμία η ανθρωπογνωσία μου να μην είναι άκαμπτη και συνεχώς να βρίσκεται σε κινητοποίηση...
ερνούν τα χρόνια. Όλο και συχνότερα σκοντάφτουμε περπατώντας στο πεζοδρόμιο. Ξεχνούμε σταδιακά, ολόκληρα προσωπικά αποσπάσματα ζωής. Κι όταν ξαπλώνουμε, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος αναλογιζόμαστε τα γεγονότα της ημέρας.Οι αυπνίες τότε τραβούν τα σεντόνια μας. Ο θάνατος, ολοένα και πιο συχνά μας επισκέπτεται - θυμίζοντας την ύπαρξη του -παίρνοντας μαζί του τους φίλους μας. Λέμε στον εαυτό μας τότε (να αλλάξω τον τρόπο που ζω), 'ομως κάποιες φορές ο θάνατος της συνήθειας είναι πιο δυνατός. Κι αργούμε να καταλάβουμε πόσο γρήγορα περνά η ζωή χωρίς να αφήσει πίσω της ίχνη.. -Μια καθημερινή Τρίτη
Εκείνος που μέθυσε σε ένα μνημόσυνο. Τα λιμάνια κι οι σταθμοί των τρένων. Η στάχτη του χρόνου. Η άχρηστη ματαιοδοξία των πολιτικών. Η διατήρηση του παραληρήματος της μάζας. Ο γαλήνιος ποιητής που κοιμάται σε μια καρέκλα καφενείου . Ο ανήσυχος ποιητής που πίνει ενώ ταυτόχρονα γράφει στίχους. Τα θυμωμένα στομάχια. Ο υπερβάλλων ζήλος της μητέρας . Οι ξενόφερτοι βασιλείς, οι δικτάτορες κι οι μασκοφόροι της Κατοχής. Οι μασκοφόροι όλων των εποχών. Οι κηδείες με τα πλήθη δίπλα στο φέρετρο. Αυτοί που μετανάστευσαν στις άλλες χώρες κρατώντας ραμμένο ένα γράμμα της μητέρας στην καρδιά. Αυτοί που άφησαν τα όπλα τους πιστεύοντας σε μια συνθήκη. Αδέλφια που αλληλοσκοτώθηκαν στα βουνά κι αδέλφια που είδαν την σιδερένια πόρτα ενός Πανεπιστημίου να πέφτει κάτω από ένα τανκ. Ιστορίες που ειπώθηκαν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες κι έγιναν χελιδόνια. Η αρχαία ιστορία που έγινε πλεονεξία. Η αχαριστία κι η προδοσία. Η αγάπη όταν φοράει όλα τα χρώματα. Το σπίτι της εγκατάλειψης. Τα Καλοκαίρια της θάλασσας. Οι Χειμώνες δίπλα στο τζάκι. Εσύ που δεν με πίστεψες. Εγώ που δεν σε πίστεψα. Η ελπίδα πως όταν θα.. Η Ελλάδα, αυτή που όταν την σκέφτομαι δαγκώνω τα χείλια μου..
Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, ζουν μέσα στο αυγό της θλίψης. Πολλές φορές το αυγό αλλάζει σχήμα και λέγεται κατάθλιψη. Αν μπορούσα να ορίσω την κατάθλιψη ,θα έλεγα πως όλοι οι εαυτοί που κουβαλάμε στο σαρκίο ,στο μυαλό και την καρδιά μας, στέλνουν τα δικά τους μηνύματα χωρίς να βρίσκουν τον βασικό παραλήπτη. Ο παραλήπτης είναι απών. Αυτό ακριβώς επιζητούν κι όσοι θέλουν να ελέγχουν τους λαούς σε οικονομικό και άλλα επίπεδα ασκώντας εξουσία. Την απουσία. Ο καπιταλισμός σε αυτό ακριβώς στοχεύει. Και κάθε τι απολυταρχικό και σκιώδες.. Ας μην μιλούμε λοιπόν για τον Ελληνικό λαό χρησιμοποιώντας λάθος λέξεις που στόχο έχουν την ενοχοποίηση του. Στις πολιτικές αλάνες οι ενδιαφερόμενοι, ξέρουν το βασικό μας ελλάτωμα. Ο ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΩΝ. Και δεν ξέρω άλλον τρόπο επαγρύπνησης και φροντίδας μας, εκτός από το να ξανασυστηθούμε με τον εαυτό μας, με όλους τους εαυτούς μας.. Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει επειγόντως να σταματήσει η κριτική ματιά στην πλάτη του άλλου. Η κριτική έχει υπόσταση όταν έχει προυπάρξει σαν αυτοκριτική.. Και σίγουρα υπάρχουν πιο αποτελεσματικά πράγματα από το να κριτικάρει κανείς τα πάντα. Η συνεχής κριτική στα πάντα δεν συνιστά τίποτε άλλο εκτος από την μη διάθεση μας να φτιάξουμε τα δικά μας κακώς κείμενα. Δημιουργούμε σκιές για να μην φανούν στο φως τα δικά μας μείον .. Στην σκιά μας φαίνονται τα περισσότερα...
Τι θυμόταν; Θυμόταν τα παλιά, τα πρώτα, αυτά που ήταν αίμα. Τώρα θυμάται μόνο το παχύ χιόνι. Πυκνά σωματίδια χωρίς σώμα. (Θα έρθει μια ημέρα που θα σταθώ μπροστά στον καθρέφτη και δεν θα ξέρω ποια είμαι. Ίσως καλύτερα να συμβεί αυτό). Είπε ,και χιόνι πυκνό, στάθηκε πάνω από το κεφάλι της σαν αύρα αγίου. Πόσο δεν θέλω να πεθάνω, είχε πει ο ποιητής. Αυτή έλεγε το αντίστροφο. Δεν το ήξερε πως αυτό έλεγε, αλλά οι πράξεις της αυτό έλεγαν, στο χιόνι που σκέπαζε τα πάντα, την κάθε νέα ημέρα. Θυμόταν μόνο τα παλιά, αυτά που ήταν αίμα. Τώρα είχε στεγνώσει από αίμα. ΉΤαν μια φιγούρα της πόλης με το φύλο της γυναίκας αλλά χωρίς πρόσωπο.. ..............
Ο Δεκέμβρης φοράει τα χέρια του Μάνου Κατράκη. Πηγαίνει στο σπίτι με τα ερειπωμένα παλιά έπιπλα στο χωριό και τρώει χιόνι. Κοιτάζει την φιγούρα του ηθοποιού καθισμένο στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου και απλώνει το βλέμμα στα χέρια του. Ξέρει πως οι άνθρωποι μιλούν με τα μάτια και τα χέρια. Τα χέρια του Μάνου μιλούν με λέξεις, τα οστεώδη ζυγωματικά μιλούν με τρυφερότητα. Θα μείνω, λέει. Ο Μάνος, αυτό λέει και μένει. ........................... Και χορεύει με τα χέρια απλωμένα σαν να πιάνουν πουλιά που πετούν γύρω του και κλαίει με τα χέρια απλωμένα στο κρεβάτι ,φωνάζοντας την εγκατάλειψη. Ο Δεκέμβρης γελάει με τα λογύδρια τύπου η μετριοφροσύνη είναι για τους μέτριους γιατί ξέρει πως σήμερα η έπαρση είναι για τους μέτριους, το παρατηρεί κα΄θε φορά που δαγκώνει τα χείλη του μηχανικά. Ο Δεκέμβρης θυμάται το αίμα και τις σφαίρες. Τα παιδιά που λιποθυμουν στα σχολεία. Την ξυλόσομπα που έκαψε εκείνο το σπίτι.. Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα. Το χιόνι. Τον αέρα. Την αγριεμένη θάλασσα. Τους εραστές που ντύνουν τα σεντόνια τους με ψέμα . ........................... Την μαυροντυμένη γριά στο Πέραμα που γυρνάει στους δρόμους ξυπόλητη και τρώει σκατά σκύλων εξαιτίας του χαλασμένου εγκεφάλου της. Ξέρει πόση σκληρότητα διαθέτει ο άνθρωπος και στολίζει δέντρα με λαμπερές μπάλες και χαρίζει δώρα, μήπως γλυκάνει την καρδιά του κτήνους. Κοιτάζει εκείνον τον φοιτητή που μένει στο δώμα και διαβάζει μόνος έχοντας συντροφιά ένα μικρό παπαγάλο κι αργότερα θα φτιάχνει δρόμους στην πολιτεία της ακινησίας και του ξεπουλήματος. Θα τον δεις να επιμένει να πηγαίνει στις παγωμένες αίθουσες κάποιων κινηματογράφων μόνο και μόνο για να υπα΄ρχει έστω ένας θεατής. Θα τον δεις να αηδιάζει από την χυδαία επίδειξη μιας δήθεν κουλτούρας. Ξέρει πως η ψυχή είναι ο αγώνας με τον εαυτό και η καρδιά είναι η επαφή μας με τους άλλους. ........................... Τα ξέρει βλέπεις γιατί κουβαλάει στην πλάτη του όλους τους προηγούμενους μήνες... Θα τον δεις να πηγαίνει κοντά σε αυτούς που υποφέρουν τις νύχτες και τις ημέρες στα παγκάκια. Είναι αυτός που διώχνουν τόσο εύκολα οι άνθρωποι ξορκίζοντας το κακό που κουβαλούσε όλη την χρονιά ρίχνοντας του κλωτσιές στην πλάτη. ........................... Ο Δεκέμβρης θυμάται τον Παπαδιαμάντη. Το πλήθος δεν θυμάται και δεν βλέπει. Πηγαίνει όπως οι μύγες οι ζαλισμένες. Δεν ξέρει πως αν συγκεντρωθείς με όλες τις αισθήσεις σου σε ένα λεπτό μπορείς να κερδίσεις μια αιωνιότητα. Εκείνος το ξέρει. Και προσπαθεί να αντισταθεί στην ψυχική πανούκλα κάθε ημέρα. Πότε πετυχαίνει και πότε λυγίζει και πέφτει στα γόνατα. Αλλά όρθιος σαν τον Μάνο. Γιατί φοράει τα χέρια του... Και μοιάζει στον Μάνο. Καλό Μήνα.