Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Μισέλ

Λεπτά και μακριά τσιγάρα καπνίζει τώρα η Μισέλ
εκείνο το ταγάρι της επανάστασης λεκιάζει από υγρασία στο πατάρι

Προσέχει από μακριά το ποτάμι της πόλης

Κάποτε αψήφισε τον θάνατο, μα όχι πια.

Τώρα το γραφείο της γέμισε σχέδια και πλάνα με πελάτες λιπόσαρκους,
... σπίτια σε νησιά που αψηφούν τους νόμους,
οι αυλές αντικαστάθηκαν από κήπους πολυτέλειας και ρηχής επίδειξης μικρών δεινοσαύρων.

Μα πάντα η παλιά σαύρα ξύνει την κοιλιά της...

Παρίσι-Αθήνα, μια πτήση βραδινή, πίνοντας κρασί κόκκινο.

Αυτό που έμεινε από τον παλιό Μάη ένα ταγάρι κι ένα κοινόβιο στην φτωχική καβάτζα του μυαλού της.

Τώρα είναι ο καιρός για δράματα,
αν χρειαστεί ξανά να αψηφίσει θάνατο να σώσει άλλον, δεν θα το κάνει.
Ευγενικά θα τον αφήσει στην άκρη του δρόμου σαν πτώμα.

Την επόμενη Κυριακή θα πετάξει το ταγάρι και κάτι βινύλια ξεχασμένα.

Μόνο η Μπίλυ θα τραγουδάει με στόμα γεμάτο πικροδάφνες

Και η Μισέλ με μάτι κρύο θα κεράσει καφέ τον επόμενο δεινόσαυρο

Η πισίνα θα ξεπλένει το ποτάμι της πόλης ενώ η Μπίλυ θα αγκαλιάζει την Μαρία,
ήταν καιρός να ανταμώσουν οι νεκροί οι αγαπημένοι

Κι όσο αυτές θα τραγουδούν με λυπημένο πάθος,
η Μισέλ, φυσικά χωρίς να τις ακούει,
θα χορεύει μόνη της σε ένα άδειο τεράστιο δωμάτιο ξενοδοχείου
πίνοντας κρασί κόκκινο

Κι εκείνος ο παλιός λαμπρός Μάης θα κάνει μια βραδινή πτήση
Παρίσι- Αθήνα,
θα τρίζει τα δόντια σαν σκουριασμένος σιδηρόδρομος.

Και θα θυμίζει ,πως κάποτε, η Μισέλ αψήφισε τον θάνατο
Τότε που πήρε σχεδόν στην πλάτη της έναν μισοπεθαμένο λύκο
Τον είχαν γονατίσει οι μπάτσοι στο ξύλο
αλλά ποτέ αυτός δεν έγινε πρόβατο....

Μακρινές εποχές υπόσχονταν θαύματα...

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

όταν ξύπνησε ο Ροδόπουλος είχε βροχή

Όταν βγήκε έξω, είχε αρχίσει αυτή η ευεργετική βροχή μετά τον Χειμώνα. Πάντα του άρεσε να την ακούει με ανοιχτά παράθυρα. Το γραφείο του όπως το είχε αφήσει την τελευταία ημέρα. Η πίπα ξεκουραζόταν στο τασάκι κι η μυρωδιά του καπνού έμεινε στους τοίχους να θυμίζει τις τελευταίες σελίδες του Δέκα.
Ο δρόμος γλιτσιασμένος, ένας σκύλος με κατεβασμένα αυτιά τον προσπέρασε, ενώ το νερό, γινόταν ήδη ένα με το χώμα.
Βήματα βιαστικά στην άσφαλτο.
Όλη του η ζωή πέρασε μπροστά του σαν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα ενός λύκου. Από χέρι σε χέρι κι από στόμα σε στόμα. Βρήκε ένα καφενείο στην πρώτη γωνία του δρόμου. Μισοάδειο και κάπως ξεκομένο από την ροή του κόσμου.
Ζητούσε η καρδιά του τσίπουρο και μεζέ. Κάθισε στην άκρη κι άρχισε να παρατηρεί έξω από την γυάλινη τζαμόπορτα.
Έπιανε κάτι απροσδιόριστο στην ατμόσφαιρα, κάτι λυπημένο και τελειωμένο.
Όχι σαν τον θάνατο που πέρασε πάνω του σαν μια διάφανη κουρτίνα. όχι σαν τους ήρωες του, που δεν του κανε καμμιά όρεξη να τους σκεφτεί. Καθώς κατάπινε τις γουλιές κατάλαβε πως δεν μποορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό το απροσδιόριστο, ήξερε όμως τι δεν ήταν.
Χαμογέλασε στραβά καθώς σκέφτηκε όλους εκείνους τους ανέραστους πόντικες της διανόησης και της κουλτούρας σκυμμένους πάνω από αυτά που είχε γράψει σε καιρούς μιας πνιγηρής κι ατέλειωτης μοναξιάς.
Τους άρεσε να εξηγούν, να μεταφράζουν σε λέξεις όλα κείνα που δεν έζησαν. Χωρίς να χουν μέσα στο στήθος τους αυτήν την ζωή που σε τρώει καθώς σου υπαγορεύει νοερά να την ζήσεις. Άνθρωποι γκρίζοι και λίγοι.
Κανείς δεν είχε πιάσει πως έψαχνε την γυναίκα ανάμεσα σε μια τίγρη που ζούσε τις στιγμές της παραλυμένη στα άγρια ένστικτα της και αυτήν που μπορούσε στωικά να δώσει την ζωή της για έναν άντρα σαν να περιμένει το αντίδωρο.
Το τσίπουρο επεκτεινόταν στο κεφάλι του μαλακώνοντας τα όρια της σκέψης.
(Αγαπώ τους ανθρώπους, όχι τις αρχές τους), σκέφτηκε. ( Πάντα αυτό ήταν, οι άλλοι πάλευαν να μου φορέσουν άλλο από αυτό).
Έξω η βροχή πάλευε να γίνει δυνατότερη. Κατέβαζε το τσίπουρο με μια ηδονή που του θύμισε πως ζούσε πάλι.
Εκείνη την στιγμή μια γυναίκα πέρασε από τον απέναντι δρόμο κι ήρθε μπροστά του. Μπορούσε να νιώσει τα τακούνια της να χαράζουν τον ήχο τους στην άσφαλτο. Τα μαλλιά της υγρά και τα μάτια της με μια ηρεμία άγρια. Άγια. Σαν αυτή που συναντάς στην γυναίκα που έκανε έρωτα λυσσασμένα αλώβητη στα άγρια ένστικτα της μόλις πριν λίγο.
Μάτια μιας μελαχρινής τίγρησας. Περπατούσε τώρα ακριβώς μπροστά του. Με βήματα αργά, με την νηφαλιότητα αυτών που ξέρουν πως διαθέτουν γοητεία. Μια γόησα που πίσω από το φυσικό παρουσιαστικό της έλαμπε η λαγνεία και μια λεπτή αριστοκρατικότητα. Τον είδε, άφησε τα μάτια της να παλέψουν με τα δικά του. Δεν τον φοβόταν. Δίψαγε για αναμέτρηση. (Πόσο να έχουν αλλάξει οι γυναίκες όσο ήμουν νεκρός, μα αλλάζουν οι γυναίκες); Αναρωτήθηκε.
Τα μάτια της σκιστά στις άκρες, δίπλα στην αρχή της μύτης. Εκανε πως έψαχνε την τσάντα της. Καθώς ήταν σκυμμένη είδε την μπλούζα της κολλημένη σφιχτά στα στήθια της. Δυό αμμόλοφοι που πάλευαν για ελευθερία και χάδια.
Ήθελε να της κάνει νόημα να μπει στο μισοάδειο καφενείο. Μα δεν πρόλαβε γιατί αυτή απότομα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τίναξε τα μαλλιά της και με κάτι μακρυά δάχτυλα σαν τον λαιμό των κύκνων έδιωξε την βροχή από τα ρούχα της. Στάθηκε έπειτα για λίγο σαν αναποφάσιστη και πήγε στο απέναντι τραπέζι. Σταύρωσε τα πόδια της κι έβγαλε τσιγάρο. Καθώς το άναβε, ένα μαύρο τσουλούφι έπεσε στο ένα μάτι της κρύβοντας το, προσδιορίζοντας καθαρά το μυστήριο που κουβαλούν οι γόησες σαν ένα ρεβόλβερ σφτιχτά κρατημένο στο λεπτό κι εύθραστο χέρι τους.
(Γκρέτα), σκέφτηκε κι ένα γλυκό μούδιασμα στάθηκε και απλώθηκε στην πλάτη του.
(Γκρέτα), σκέφτηκε και αμέσως θυμήθηκε τα ξερόχορτα στον τάφο του. Ένας τάφος αφημένος στο πρώτο νεκροταφείο πάλευε σαν ανάμνηση με τούτη την ζωντανή εικόνα μπροστά του. Χυνόταν η εικόνα μέσα του κι έδιωχνε τα παράσιτα της ανίας, της δειλίας, της πρστυχιάς που έχουν οι άνθρωποι όταν είναι φτηνοί.
Πάλευαν οι εικονες σαν γίγαντες. Η ζωή κι ο θάνατος. Δυό λεπτά πάλης και νίκησε η ζωή. Ο Ροδόπουλος άρπαζε την ζωή από τα γκέμια και τα μαλλιά μιας άγνωστης. Που σαν να την ήξερε όμως από πριν...
Που μάλλον την έλεγαν Γκρέτα. Έπιασε το Γκρ στα δόντια του μαζί με το τσίπουρο, το τράβηξε μέσα του σαν την λεπτή δοξαριά ενός βιολιού, μαζί με μια τζούρα από τον καπνό του. ΡΡΡΡ, αυτό το ΡΡΡ που με την δύναμη που είχε εκμηδένιζε όλα τα άλλα τα γράμματα. Σαν μια γραμμή γενναιοδωρίας. Όπως όταν οι άνθρωποι γίνονται τόσο γενναιόδωροι που δίνουν απλόχερα στους άλλους αυτό που ζητούν, αυτή η απίστευτη γενναιοδωρία που υπερβαίνει την ανία του κόσμου, την σήψη των αρχών, την θανατίλα που αρέσκονται να ονομάζουν ζωή.
Γκρέτα. Απλά Γκρέτα...Έσκαβε ο Ροδόπουλος μέσα του και ζούσε ξανά μετά από τόσα χρόνια που πίστευε πως ήταν πεθαμένος....
Ξερνούσε αλήθειες και αλκοόλ
ενώ οι δρόμοι έπεφταν πάνω του, ίλιγγος στην πρώτη στροφή,
ο πάγκος του Προκρούστη εκεί, στα πόδια του, γυαλισμένος και λείος,
πολεμοχαρής η φύση του μα λίγη, ίσα να τον συνοδεύουν οι παρέες στα ξενύχτια,
τώρα οι αλήθειες στον αρχαίο πάγκο έπαιρναν ύψος,
όταν κάποιος είναι ψώνιο, όπως αυτός ,ο πρώτος πυροβολισμός θα ρθεί από τον εαυτό του...
Πολεμόχαρη η φυλή των ψώνιων στον πάγκο του Προκρούστη.
Σαν φανεί ο θάνατος αυτός θα ναι μόνος,
είναι που ένα ψώνιο δεν μπορεί να γίνει ανεκτό για πάντα...

ΜΙα ανάρτηση δίχως αφορισμούς

Το νεκρικό φόρεμα του βασιλιά Χιλπέριχου με τις τρακόσιες χρυσές μέλισσες
κρατούσε η Σφίγγα στα χέρια της και το άπλωσε στον ήλιο

Ζητούσε από εμάς αφορισμούς να γράψουμε δίπλα στις υπέροχες εσθήτες

Στεκόταν αδύνατον να γράψουμε γιατί η ζωή μας περνά δίπλα μας,
ανάμεσα μας ,σαν σκυλί αποδιωγμένο

Κι οι έρωτες γεμάτοι έπαρση ξοδιάζουν το μαύρο μελάνι μας

Να κρυφτούμε από εμάς πρώτα
κι έπειτα στην ελλειπτική κρύα κίνηση του φεγγαριού

Στα κλειστά ακίνητα βλέφαρα ενός ηλικιωμένου

Μονάχα η σφίγγα αναγνώριζε εμάς στο πρόσωπο του ηλικιωμένου

Στεκούμενοι με κλειστό ,σφραγισμένο στόμα επάνω από το πηγάδι του κόσμου
προσμένουμε τον Οιδίποδα στον Κιθαιρώνα,
κι αυτός έρχεται,
ολοένα έρχεται
κι είναι οι κινήσεις του βαριές όπως των ανθρώπων που πατούν στο φεγγάρι

Όταν η Σφίγγα ξαναδώσει τον  γρίφο, να ξέρεις,
εσύ κι εγώ είμαστε έξω από την πόρτα του ιερέα ήλιου
με καμμένα τα φτερά μας στην χίμαιρα...


Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Η ωδή του θανάτου μου (μόνο με αίμα, γράφοντας κόκαλα)

Σπλάχνο μου,
ούρλιαζε η μητέρα μου κι έτρωγε την καρδιά της.
Μαύρα ντυμένες γυναίκες γύρω της, της κρατούν παρέα.
Μα εγώ που αναχώρησα ήθελα να πω,
αφείστε να μιλήσει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, μια αμοργιανή μαντινάδα που πλέει στο Αιγαίο.
Nina.
Billie.
Βαμβακάρης.
Τι θέλουν γύρω μας αυτές οι υποκριτικές στο πένθος γυναίκες,ήθελα το δωμάτιο βαμμένο από κεράσι,
σαν αυτό που έβαψαν το στόμα μου.
Τελευταία επιθυμία.
Ρέκβιεμ.
...............................................................................................................
Κάποτε αγάπησα κάποιον που με είπε (ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ), το τραγικό ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψε.
Του είπα,
από παιδί έβγαζα τα δόντια μου και τα έβαζα στο φεγγάρι,
διάβαζα κι έγραφα ποιήματα,
τα ποιήματα ήταν πρόβατα που μαλάκωναν τον λύκο.
Διέκρινα την αξία που έχουν τα δάκρυα σαν ρέουν,
κάποτε από ευγνωμοσύνη, κάποτε από πόνο, κάποτε από έρωτα.
BAUDELAIRE! Σε λατρεύω!
...........................................................................................................
Ο έρωτας έβοσκε στα καφενεία, στα μπουρδέλα, στα σχολεία,
στα ασφυχτικά μέσα μαζικής συνεύρεσης,
στις κλούβες με τους μαύρους που κοίταζαν έξω από τα τζάμια σαν τίγρεις θλιμμένες,
θεέ μου, είπα,
πως αντέχεις να βλέπεις μια τίγρη θλιμμένη;
Έβγαλα τα σπλάχνα μου,
τα μοίραζα σε φτωχικά δωμάτια, σε δωμάτια υπόγεια, σε ερωτικά αγκαλιάσματα,
πάντα ο έρωτας ξαγρυπνά τον θάνατο.
Μητέρα.
Ρέκβιεμ.
.........................................................................................................
Κι όμως, ενώ σαν παιδί είχα μόνο όνειρα να σαλεύω
γέμιζα μέσα μου τα ψυχικά αποθέματα,
αγαπούσα πάντα τον ήλιο, όταν με χάιδευε στα μάτια, όταν χάιδευε τα βουνά μπροστά στην θάλασσα.
Η όψη του δίκαιου και του άδικου πάντα στον πνεύμονα μου ουρλιαχτό.
Τις νύχτες που φωνάζει ο έρωτας, που δυναμώνει η αρρώστια,
τις ημέρες που δεν μπορείς να σκεφτείς από το τόσο φως.
Δημήτρης Ροδόπουλος. Ωδή!
........................................................................................................
Κι ενώ με έκαιγε η ζωή,
μια πόρνη πολυτελείας μου έκλεψε κοσμήματα αγαπημένα, κλεπτομανής στο είδος,
έβαλε στην ζυγαριά, ένα τίποτε σε γραμμάρια την ψυχή μου ένα γραμμάριο ο χρυσός.
Λιωμένα δόντια εβραίων. Και κάθε.
Πως αντέχεις θεέ μου να βλέπεις να μην αφήνονται στην ησυχία τους οι νεκροί;
Ρέκβιεμ!
..........................................................................................................
Ο έρωτας είναι πάντα η αιτία να ανακαλύπτεις τον άλλο μέσα από εσένα
και τούμπαλιν.
Κρυφά λατωμεία αναδεύουν οσμές σάρκας, εσώρουχα μαύρα, χέρια αγγέλων κολασμένων
πάνω σε ανακατωμένα στρώματα.
Μπορεί ένα στρώμα να κλάψει,
όταν είδε τους εραστές να συνθέτουν σωματικά σονέτα,
μιας ώψιμης τρέλας, μιας φευγαλέας τρύπας στο φεγγάρι.
Ένα μεθυσμένο πρόσωπο βυθισμένο σε ένα άλλο πρόσωπο.
Τίποτε δεν ξέρεις αν δεν σκέφτηκες να πεθάνεις για τουλάχιστον έναν έρωτα.
Φωτιά σε σύννεφο πληγωμένο.
Τζάμι που κόβει τα δάχτυλα μου και πίνω το αίμα.
............................................................................................................
Χρόνια κοφτερά, χωμένα στο χαλάζι,
στον αγρό μια παρθένα γυμνάζει τα στήθια της φορώντας κόκκινο σκούρο του αίματος.
Αγαπώ το αίμα,
γράφει όμορφα στα ποιήματα,
γράφει όμορφα στα πρόσωπα,
κάνει την καρδιά μου μηχανή υποστήριξης στις αισθήσεις μου,
άλλο οι αισθήσεις,
άλλο τα αισθήματα.
Ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι, η ψυχή μου που κλαίει,
σαν ελάφι που έχασε την μητέρα του,
κλονίζομαι από την ζωή. Καρούζος.
Σαχτούρης.
...............................................................................................................
Απορείς κάποιες φορές γιατί απομακρύνομαι.
Έχω ανάγκη να μένω μόνη μου,
γεννούν τα αστέρια ελπιδοφόρα βρέφη και τα βλέπω.
Από τα κόκαλα βγαλμένη η ελπίδα,
άλλο η ελευθερία,
την πρώτη γεύση της ελευθερίας την πήρα όταν αντιστάθηκα με τον τρόπο μου στους γονείς μου.
Όταν μπορούσα πια να πάρω γεύσεις ομορφιάς χωρίς να γεννάει αυτό ανία, πάντα με έκπληξη.
Και δίχως τοξικότητες.
Όξινες γεύσεις και γλυκές. Βασανίζουν τα μέλη μας.
Μα έτσι τα μέλη μας θριαμβεύουν.
Από τις ήττες τις επώδυνες.
Τα βιβλία της ανησυχίας.
Πεσσόα! Σε λατρεύω.
....................................................................................................................
Την στιγμή που άρχισα να φεύγω από το σώμα μου σκέφτηκα τι είναι πολιτισμός.
Είναι η ευγένεια, φυσική αρχόντισσα και πολύτιμη μάνα-σύμβολο.
Ο έρωτας.
Τα αρχαία αγάλματα.
Η τραγωδία. Το αρχέγονο ένστικτο. Η αναλυτική σκέψη που φέρνει τα ερπετά στο φως.
Φυγαδεύει τα σκοτάδια τα ψυχικά ,πέραν του χάους.
Η αγάπη.
Ανιδιοτέλεια. Μότσαρτ!
Μπιθικώτσης!
Η ποίηση.
Όμηρος! Με τύφλωσε το τόσο σου φως!
Ο ήλιος!
Ζωοδότης.
Πατέρας και μητέρα στα κρύα μας σπίτια.
Κοιμητήρια ζεστά από ένα γυναικείο χέρι, ένα λουλούδι στο μάρμαρο.
Θεέ μου πως αντέχεις να βλέπεις τους ποιητές να χτυπούν την νύχτα τα λευκά τους μάρμαρα;
Πάντα ο έρωτας. Αυτή η ατέλειωτη αρχαία κολώνα μεταξύ ουρανού και γης φτιαγμένη από αιμοσφαίρια.
Ειμαρμένη, με είπες, μα δεν πίστεψες πως βαθιά σε ερωτεύτηκα.
.......................................................................................................
Και τώρα μητέρα,
ευχαριστώ που έβαψες το δωμάτιο και το στόμα μου με κεράσι,
κάμετε έναν χορό,
ίσως λίγα πνευστά, ένα τρομπόνι, μια ντραμς,
Miles Davis.
Ένα μπουζούκι.
Χαράξτε λέξεις στα πατώματα χορεύοντας θανάτους.
Ο θάνατος δεν είναι αυτό που ξέρουμε. Τίποτε δεν ξέρουμε.
Ανοίξτε τα παράθυρα, κοιτάξτε τους καθρέφτες.
Τίποτε δεν είναι η ζωή αν δεν την έζησες.
Ένα τσίριγμα από κάποιο μεθυσμένο βαγόνι τρένου.
Ένα τσιγάρο δρόμος.
Όλα είναι δρόμος.
Τζακ Κέρουκ. Τόσο αθώος και κολασμένος.
Φέρτε ένα βιολί, ανάψτε το.
Κάντε το αηδόνι, αυτό είναι ο θάνατος, το τραγούδι από το αηδόνι.
Μάνος Χατζηδάκης. Η προσωπογραφία της μητέρας μου.
Λιτές τελετές.
Πετρολούκας πάλι.
Πεθαίνω, μα το ξέρεις έζησα. Με δόντια, με νύχια. Χορεύοντας εκστασιασμένα.
Πανσέληνος.
Μουδιάζω.
Ανατέλλω...
Αλχημιστής ήταν κι ωραίος
αυτός που μιλούσε στις εικόνες του μυαλού
έμπαινε στα πυκνοκατοικημένα δωμάτια κρατώντας καθρέφτες,
έναν που κοίταξα είδα το πρόσωπο σου να κολυμπά δίπλα στο δικό μου.
Και μια πεταλούδα στον τοίχο ρίγησε αφήνοντας σκόνη
ήταν βράδυ κι η πόλη ντυνόταν σαν πόρνη

H σκάλα

Την ημέρα που μπήκε μέσα στα μάτια του αντίκρυσε την Αίγυπτο,
φίδια την κοιτούσαν με εξυπνάδα κι εξασκούσαν μέρη γοητείας.

Μαγνητικές τροχιές σε φωτιές κίτρινες.

Ασύνδετες όψεις με την άβυσσο.

Ετοιμάστηκε μαζί τους να χορέψει σαν ιέρεια.
...
Μια σκάλα πάντα αγκυλώνει το μέρος της καρδιάς στα μυστήρια.

Τρίγωνα μαντικά στο δωμάτιο, το φύλλο της μυστικής τράπουλας έγνεψε.

Ο Τζόκερ μιλούσε με μια ιδιάιτερη τρέλα την γλώσσα του.

Κι ενώ προεξοφλούσε την συνέχεια αυτή στην σκάλα ανέβηκε.

Εκείνος ο παράδεισος, έφτανε ανεβαίνοντας, Γολγοθάς πέτρινος μα όχι αδιάβατος.

Αυτός που έχασε και κάηκε παίζοντας, σοφότερος και πιο πικρός γίνεται.

Μα η πίκρα αυτή μητέρα της ζωής είναι.

Αυτήν την σκάλα οι ζωγράφοι στιγμάτισαν με τα πινέλα τους.

Αρέσει στους ανθρώπους να υπάρχουν πάνω της διάβολοι κι άγγελοι.

Είναι που τα μυστήρια εξασκούν έλξεις...

Κι ο χρόνος δίνει απαντήσεις κι αυτός ανεβαίνοντας, κάποτε στην κατάβαση υπάρχει μια κατάφαση.

Κι εκείνο το μέρος από την Αίγυπτο χάθηκε μα όχι για πάντα.

Σημάδεψε ένα ψυχρό βασίλειο όπου ο πάγος κι η φωτιά με τον ίδιο τρόπο έκαιγαν.

Μύστης αν γίνεις, θα ακούς τον αέρα που φυσά από την άβυσσο κι έρχεται μέσα σου, θα καταπίνεις φωτιές χορεύοντας, μονάχα οι δειλοί θα ψάχνουν στα βιβλία και τα παιδιά πίσω από τα παιχνίδια που κάνουν κοντά στις φυλλωσιές..

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Το άπληστο

Οι ηδονές μας είναι στάμνες με νερό
τις σηκώνει ένας γυναικείος κόρφος αλαβάστρινος
τις προχωρά ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο,
πικραίνεται ο θάνατος και εξαφανίζεται,
τον πίνουν οι σκιές του άγριου δάσους.

Τώρα που προχωρώ πάνω σου με το είναι μου
τι άραγε από εμένα να ξέρεις,
πόσος ιδρώτας θα γράφει μια λέξη στο στήθος σου,
τα χέρια σου που τρέμουν καθώς ξεκουμπώνουν όλα τα όχι μου, μου γνέφουν,
μου μιλούν για άγρια καλοκαίρια,
λεπτοί ρυθμοί μιας τέχνης άγριας στο κεφάλι μου.

Ναι, ο έρωτας είναι θέμα αισθητικής.

Σου μιλάω και η φωνή μου σπάζει σε ματωμένα κρύσταλλα
Φάουστ, την αόρατη συμφωνία μας θα την κάνουμε αργότερα.
Αυτό που ζητώ είναι να διαλυθώ μέσα στο λεπτό σαν μια σταγόνα...

Κλέβεις μαζί μου μια λαθραία και σπάνια χαρά.

Η ζωή μας καίει σαν το φως ενός καντηλιού και κάποτε σαν ήλιος που ξύπνησε ερωτευμένος.

Κράτα με άπληστη...
Επάνω στα ξερόχορτα κοιμόταν μια ηλιαχτίδα
μεταχειρισμένη αρκετά από τα βλέμματα,
τις θωπείες των ανθρώπων,
ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά μα πως...
Τα ξερόχορτα την έτρωγαν ,στην μέση του άγονου οικόπεδου εκεί,
ξεκουραζόταν παριστάνοντας την πεθαμένη,
μα όλοι που έτσι την έβλεπαν,
την έπαιζαν στα ζάρια.
Τα σπίτια τώρα είναι αγορές,
η θάλασσα μαύρα πλατάνια
... και οι καρδιές πιό πολύ συμβολικές...
Κι αφού συμβολική έγινε η καρδιά αντί αίμα και ζωή,
εκεί αποκοιμήθηκε η ωραία ηλιαχτίδα.
Εκεί κοιμήθηκε για πάντα,
τώρα την εξετάζουν στα μουσεία στου κόσμου σαν την ωραία κοιμωμένη...
Αναρωτιούνται πόσος κόπος χρειάστηκε να κοιμηθεί ένα κομμάτι του ήλιου...
Άραγε θα σκεφτεί κανείς πως το μόνο που απαιτήθηκε ήταν ο τρόπος;
Ο πρώτος που την εξέτασε ήταν ένας χοντρός με γυαλιά,
(όταν η εικόνα δεν συνοδεύεται από σεβασμό από αυτόν που την δημιούργησε τότε δεν υπάρχει εικόνα), αποφάνθηκε ψυχρά.
Μα για δες, όλοι μιλούσαν μια γλώσσα διαφορετική σε εκείνη την αίθουσα...
Μα ο ήλιος έψαχνε με απόγνωση το παιδί του,
το είχε για λίγο αφήσει σε κείνο το άγονο οικόπεδο,
γεμάτο ξερόχορτα και περριτώματα δεινοσαύρων...
ή μήπως ήταν δελφίνια που έχασαν τον προσανατολισμό τους

To καράβι

Κι ήρθε η ώρα, ο πατέρας-βασιλιάς να κάνει θυσία στους εχθρούς την κόρη του,
να πάψουν οι εχθροπραξίες κι η πείνα που εμποδίζει την καθαρή σκέψη...
Ακούμπησε την χλωμή κόρη του επάνω σε ένα κορμό δέντρου.
Είδε ο κορμός κι αγριεύτηκε...
Όταν το σπαθί έπεσε ξεχωρίζοντας το σώμα από το κεφάλι όλα γύρω μάτωσαν...
Ακίνητο το δάσος και τα πουλιά.
Κι όλα από την θυσία εξαφανίστηκαν...
Μονάχα το χέρι έμει...νε...
Το πήρε με σπαραγμό ο βασιλιάς, το δωσε στους εχθρούς του...
Κάθε που το ρολόι χτύπαγε δώδεκα, έδειχνε το χέρι στην Ανατολή.
Έπειτα στην Δύση...
Μπερδεύτηκαν οι εχθροί....κι ολάκερος ο κόσμος...
Τι να θέλει τάχα το χέρι να τους πει..
Κι ήρθε η ώρα, ο πατέρας-βασιλιάς να κάνει θυσία στους εχθρούς την κόρη του,
να πάψουν οι εχθροπραξίες κι η πείνα που εμποδίζει την καθαρή σκέψη...
Ακούμπησε την χλωμή κόρη του επάνω σε ένα κορμό δέντρου.
Είδε ο κορμός κι αγριεύτηκε...
Όταν το σπαθί έπεσε ξεχωρίζοντας το σώμα από το κεφάλι όλα γύρω μάτωσαν...
Ακίνητο το δάσος και τα πουλιά.
Κι όλα από την θυσία εξαφανίστηκαν...
Μονάχα το χέρι έμει...νε...
Το πήρε με σπαραγμό ο βασιλιάς, το δωσε στους εχθρούς του...
Κάθε που το ρολόι χτύπαγε δώδεκα, έδειχνε το χέρι στην Ανατολή.
Έπειτα στην Δύση...
Μπερδεύτηκαν οι εχθροί....κι ολάκερος ο κόσμος...
Τι να θέλει τάχα το χέρι να τους πει..

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Μέλι - Μονοσύλλαβο

To απόγευμα ώρα οκτώ τον συναντά στα σύννεφα

Καθώς ο χρόνος κυλά, η αδιέξοδη ζωή χαιδεύεται σαν γάτα

Αργά μέσα στην νύχτα, ανοίγουν τις βεντάλιες τους φιλιά,
μέσα στην πολεμική κραυγή της πολιτείας απομονώνονται κι ανθίζουν

Οι άντρες οι αληθινοί μιλούν για τα λάθη τους
κι οι γυναίκες ξέρουν να τα συγχωρνούν σαν την πληγή που έφτιαξε

Την νύχτα αυτός την παίρνει στην πλάτη του σαν να τα  ήτανε μετάξι

Βροχή πέφτει ανοιξιάτικη στον έρωτα επάνω φτιάνει στέγη

Να βρουν τα πουλιά να κρυφτούν, να φυλάξουν τα φτερά τους από το νερό

Κάτι εγκυμονεί αλήθεια, κάτι σκοτώνει το ψέμα

Η μόνη διαπραγμάτευση στον έρωτα είναι να είσαι αφύλαχτος και δίχως σύνορα

Η εικόνα του άντρα και της γυναίκας σαν ουράνιο τόξο γέρνει,
μετά την βροχή,
μετά το σμίξιμο της σάρκας,
μετά την ροή των αναστεναγμών θα φανούν αυτά που δεν είπαν,
όσα οι άλλοι  καταδίκασαν στα κελιά της ανίας ...

Θα ρθείς ξανά; Την ρωτάει αυτός ,με μάτια ανοιχτά σαν της τίγρης
Θα ρθω, απαντά αυτή και μια άλλη τίγρη ετοιμάζει να ράψει το στόμα της πάνω στο στόμα της άλλης...

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

....

Η αλαζονεία σου η φρικτή,
πως τάχα μονάχα εσύ κατέκτησες την ευτυχία,
πως την αγάπη ξέρεις, πως αγαπάς,
είναι πολύ μικρό αυτό και μικρόψυχο,
διακρίνεται από μια ψυχική οκνηρία, μια σαρκική αποδυνάμωση των ιστών,
πως θα πείς αγαπάς αν την ψυχή σου δεν εκπόρνευσες φορώντας της άγια ενδύματα,
αφήνοντας την στο άγνωστο, σε αυτό που θα συμβεί σε ένα λεπτό,
το ακαθόριστο,
αν δεν έδωσες ποίηση κι έρωτα,
...αν δεν ντύθηκες μέσα στο πλήθος μοναξιά,
αν δεν έφτασες στο σπίτι σου ύστερα φορώντας ρόλους του πλήθους,
πως να πεις τάχα πως είσαι ευτυχισμένος
αν πάνω από την γέννα σου η νεράιδα που χάριζε αρετές
σε έκανε να θες να μένεις στην ίδια κατοικία,
να φοράς το ίδιο πρόσωπο όλες τις εποχές,
αν βρήκες σε ένα πρόσωπο την μίζερη αντανάκλαση σου να αγαπήσεις,
τι να πουν τότε οι ποιητές,
οι ταπεινοί γιατροί όλου του κόσμου, οι ιεραπόστολοι, οι δάσκαλοι δίχως να μπορούν να έχουν βιβλία,
οι εξόριστοι,
οι άνθρωποι που επισκέπτηκαν την Σελήνη,
τι να πουν αυτοί για σένα,
είναι πιό εκλεπτυσμένοι φυσικά από εσένα,
καθώς θα οργιάζει η ζωτικότητα τους δεν θα σου πουν,
δεν θα σου πουν,
πόσο ασήμαντη είναι η αγνή ζωή σου μπροστά στην δική τους,
την πολυτάραχη,
πως τίποτε από την ζωή δεν ξέρεις,
αφού διάλεξες την ευτυχία σου να κτίσεις σε ένα μικρό τετράγωνο,
δεν θα μάθεις ποτέ πόσο ουρανό,
πόση γη και θάλασσα έχεις μέσα σου....

Ο ηλίθιος

Μιλούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας με γυναίκες,
αφήνοντας πότε πότε την υστερία του χαώδους γραφείου του,
είχε στην πλάτη του μαστιγωσιές ακόμη
από μια λέαινα που τον ξέσκισε.
Ενώ ο ήλιος αποχαύνωνε τους σκύλους στο πεζοδρόμιο
αυτός πιό αποχαυνωμένος βρισκόταν, ποιά γυναίκα να διαλέξει ακριβώς δεν ήξερε.
Μην φανταστείς πως είχε κάποια γοητεία
ένα σκαθάρι ήταν ξοδιασμένο,
... ένα άβγαλτο παιδάριο-άντρας που τρόμαζε αν πάνω από το κεφάλι του κρέμονταν όρθιοι οι κήποι της ηδονής...
Λιγωμένος έπεφτε πάνω στα πόδια της πρώτης που του απαντούσε,
έπειτα στης δεύτερης, έπειτα στης τρίτης.
Κι ότι αποκόμισε από αυτές,
το καύκαλο του να βάζει μέσα στο καύκαλο τους,
να γλυκοπερνά ο καιρός μήπως ξεχάσει την μαστιγωσιά της λέαινας...
Θυμόταν βέβαια να κάνει κάποιες φορές τον άντρα φωνάζοντας,
κι ο ίδιος ξαφνιαζόταν όταν άκουγε τον εαυτό του στον εαυτό του να φωνάζει...
Κι όλα του τέλειωσαν όταν βρέθηκε στον καθρέφτη μέσα μιας κοκέτας,
η ματαιοδοξία της τον πέταξε στο στόμα ενός σκύλου,
είναι βράδια που τον ακούω να κλαίει μέσα του,
μα τι παράξενο,
δεν βρίσκω ούτε ένα γραμμάριο συμπόνοιας..
Άπονη ως φαίνεται κατέληξα
κι εγώ μέσα σε τόσους άπονους...

....

Υπήρχε ένα χρυσοπόρφυρο φως σε εκείνο το καφενείο
ήπιο απόγευμα, έμπαινε κάποια ακτίνα του ήλιου στο ποτήρι του κρασιού,
πίνανε κόκκινο ημίγλυκο.
Ο κόσμος σαστισμένος έξω από αυτούς, ακίνητος.
Σαν να μην ήταν κομμάτι του κι αυτοί.
Άνθρωποι περπατούσαν στον αστραφτερό πεζόδρομο ,μπροστά τους πηγαινοερχόμενοι περιπατητές.
Η ηδονή είναι ακτιβιστής ακροβάτης στο κενό, είπε ο άντρας κι
έγειρε πάνω της....
Η γυναίκα ζαλισμένη υπέροχα από το ποτό και τα λόγια του, είπε,
η ηδονή μαλακώνει την καρδιά και κάνει την ψυχή καλή.
Καθώς έπεφτε ο 'ηλιος ζαλισμένοι κι οι δυο γύρισαν σπίτι.
Είχαν υποσχεθεί πως οι ψυχές τους θα ταν πάντα δεμένες μαζί σε μια.
Αυτό κράτησε μόλις μια ημέρα.
Τόσο φαίνεται διαρκεί μια ζαλισμένη υπόσχεση...

άτιτλο

Μεσημέρι βουβό, περιμένει,
εκείνο το ξένο χέρι στο μπράτσο του,
μήπως του φυσήξει ξανά την πνοή που χρειάζεται
για να υπομείνει με περισσότερη αντοχή την τσιμεντένια υποδοχή,
την άδεια από μάσκες πλατεία.
Τον δρόμο με τις μαργαρίτες ,τον αδιάβατο από πόδια,
μάτια, χέρια, στόμα σε ένα τιμόνι που φίλησε ειρωνικά ένας ίλιγγος.
Ήταν μεσημέρι θαρρώ όταν αποφασίσαμε να ταίσουμε στο στόμα
εκείνον τον κό...τσυφα, θυμάσαι;
Είχε ραγισμένο το ράμφος και μας κοιτούσε σαν παιδί σε τιμωρία.
Πιό κεί το τρένο περνούσε σφυρίζοντας δίπλα στις πλάνες μας.
Και μια κυρία περίλυπη τάιζε τον αέρα με τον κρότο της φωνής μας.
Ήταν αυτός ο κρότος που στόλιζε τα αντίο μας , θυμάσαι;
Είχες στα μάτια το χρώμα της ελιάς όταν είπαμε κι εμείς αντίο,
όχι σε εμάς, αλλά σε όλα αυτά που δεν θύμιζαν αγάπη.
Κι έγειρα σούρουπο στον τοίχο με τα γιασεμιά,
ήταν μεσημέρι 'οταν έφυγες από το νησί,
σε κοίταζα να απομακρύνεσαι, ψηλός και αλύγιστος σαν τον Νοτιά,
πρόλαβα να σε δοξάσω
κι εσύ μου είπες πως πολύ με αγάπησες,
κι ήταν αυτό αρκετό να δω την σελήνη γεμάτη,
και μια θαμπωμένη από φως τρύπα στο μυαλό μου άνοιγε σαν καταπακτή,
φώναζε πίσω σου, τρέχα,
τρέχα πριν μετανοιώσω και σου πω σε αγαπώ,
μαζί συμφωνήσαμε να σκοτώσουμε και την τελευταία εικόνα
που θύμιζε αγάπη κι έρωτα.
Ας είναι!
Βαθιά μας κρατήσαμε τον έρωτα που γκρεμίζει ανθρώπους

Άλλες οι ημέρες, οι άγιες του έρωτα

Κάποτε οι άντρες, ήταν ναυτικοί,
κατέβαιναν από τα καράβια πηδώντας στα βρόμικα λιμάνια,
στο χέρι κρατούσαν ένα λεπτό μαχαίρι κι έκοβαν κάβους,
αμολούσαν έπειτα τα πλοιάρια στις θάλασσες.
Τις γυναίκες έψαχναν που ήταν όλες ερωτογενείς ζώνες.
Ψωμί ζεστό, φρυγανισμένο.
Μάτια πανώρια, κόρφος σφιχτός.
Πόδια κατάρτια στον ουρανό.
... Στόματα λίμνες κόκκινες ,τυλιγμένες νύχτες ασέληνες.
Η ερωτική επιθυμία με όσες λέξεις κι αν την διαβάσεις είναι μία.
Εκείνη η αρχέγονη πόρτα που ανοίγει το ζώο.
Η δίψα των σωμάτων.
Περισπάται αλάνθαστη.
Τονίζεται με ένταση.
Κάποτε υπήρχε κι ο έρωτας μετά την επιθυμία. Περιπατητής στα άγονα.
Κάποτε οι γυναίκες ήταν αγέρωχες, πηγές με νέκταρ και θειάφι.
Τώρα οι ναυτικοί δεν έχουν καράβια, γράφουν ποιήματα στους υπολογιστές.
Κι οι γυναίκες δεν είναι έμπνευση σε ραχοκοκαλιές.
Κρύες γάτες μιλούν συνέχεια για τον έρωτα αφού μονάχα τον φαντάζονται...
Κι όμως! Η γλώσσα εξακολουθεί να ναι γεμάτη αγκίστρια, διχάλα
στον Ελλήσποντο...
Και το κάποτε ξεκουράζεται στο βαθύ πηγάδι της λήθης απερίφραστο.
Έχει ξεχαστεί πως πρώτα μυρίζεις κι ύστερα γεύεσαι.
Η θάλασσα πάντα μέσα μας και ανάμεσα μας...
Αν το δέρμα μου φορούσα ανάποδα θα βλεπα τους ναυτικούς να ταξιδεύουν....

ατιτλο

Στον δρόμο της πάπρικας ,μια γυναίκα χόρευε με ένα φιλί στην πλάτη της,
ο τρόπος που κινούσε τα δάχτυλα θύμιζαν χάδι πάνω σε ένα ρεβόλβερ ή ένα γράμμα.
Ατέλειωτη η γοητεία της εν δυνάμει δολοφόνισσας, λύγισε ένα δέντρο που αχόρταγα στεκόταν στην άκρη κείνου του δρόμου,
ξέπνοο ρουφούσε την αύρα της και κατέληξε να γίνει η σκιά της

Μητέρες

Aν οι μητέρες όλες ,είχαν την γενναιότητα της μάνας φύσης
δεν θα έφτιαχναν τέρατα,
δεν θα ξόδευαν λέξεις που θα φτιαχναν πορτρέτα του εγωισμού,
σωριασμένα άτακτα σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του πλανήτη.
Θα διναν μαζί με το γάλα μέλι,
λάσπη να ταιριάξουν τα τέκνα τους με το χρυσάφι της καρδιάς τους.
Θα ένιωθαν τον πόνο της Μήδειας,
τα δάκρυα της Ιφιγένειας,
τον μυστικό πόνο του πατέρα που νιώθει λειψός από αγάπη.
Δεν θα όπλιζαν τα χέρια των παιδιών τους με σημαίες,
δεν θα τα βαζαν μέσα σε κάστρα-οχυρά να γονατίζουν όποιον νιώθει αδύνατος και μόνος.
Οι περισσότερες μητέρες είναι αυτοκρατορίες με το κεφάλι τους να κοιτά πίσω...
Τιμή κι αγάπη σε αυτές που έχασαν τα παιδιά τους, καθώς  αυτά προσπαθούσαν να φυλάξουν,
ελπίδες κι αξιοπρέπεια.
Τιμή κι αγάπη σε όλες εκείνες που έγιναν μητέρες παιδιών που δεν φύλαξαν στην κοιλιά τους.
Τιμή κι αγάπη σε αυτές που όλα τα παιδιά τα θεωρούν δικά τους...
Τούτος ο κόσμος δεν θα αλλάξει φτιάχνοντας παιδιά-τέρατα...

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Γραμμές αταίριαστες

Ο σιδηρόδρομος μόνος από επιβάτες,
κίτρινος κι άθλιος γύρω από σκουπίδια.
Η πρώτη γραμμή έχασε γιατί φορούσε ανιδιοτέλεια.
Η δεύτερη ήταν πολύ ευγενική για να κρατήσει παρέα.
Η τρίτη έγραφε κάτι αλήθειες ξεχασμένες, δεν τις κρατούσε η εποχή μέσα της.
Ετούτος ο σύγχρονος μεσαίωνας αλύγιστος στην χοάνη του χρόνου.
Και σκορπισμένοι άνθρωποι καφεγκρίζοι έγραφαν συνθήματα στους τοί...χους.
Παρέες από λύκους έψαχναν πρόβατα.
Αλάνθαστη η συνταγή στους αιώνες, σονάτες λυπημένες έγνεφαν βλέμματα.
Έχουμε κοινά συμφέροντα μα είμαστε μόνοι, ένα σύνθημα σάπιζε στον τοίχο.
Πάντα οι παρέες αφήνουν τους άλλους απ έξω.
Κολακεύουν ο ένας τα άντερα του άλλου.
Ετούτη η ζωή δεν αλλάζει με αυτόν τον τρόπο.
Αυτό είχε κι ο Φραντς γραμμένο στην πλάτη ενός εριφίου,
το γύρναγε δεξιά αριστερά να το δουν κι οι άλλοι.
Μα ο μεσαίωνας είναι τυφλός και επηρμένος...
Την ζωή δεν λογίζει, το συνώνυμο του είναι ο θάνατος.
Κι οι φτωχοί κι οι αδικημένοι ακόμα κοιμούνται μέσα στην κοιλιά του μεσαίωνα.
Αν με εκρηκτικά τον έζωνα ξεκοιλιάζοντας, θα έλεγα πως να,
κάτι κι εσύ έκανες.
Κι ας έμεναν στον αέρα οι γραμμές μου, θα ταν ίσως γραμμές λαμπρές μα αταίριαστες.
Ρέκβιεμ!
Άουσβιτς!
Καλολουσμένη, ηλιόλουστη Μεσόγειος!
Τα άλογα της ελευθερίας γυρίζουν πεινασμένα ανάμεσα μας..
Κι οι Κύκλωπες αδύνατον να τα χορτάσουν μοιρασμένοι πάντα στις στολές ενός λύκου κι ενός πρόβατου...
Μόνο το θηρίο της αδικίας βλέπει, κακογινωμένος καρπός του υπανθρώπου.
Στέκει στο λιβάδι του κόσμου, φοβίζει σαν σκιάχτρο..
Μαύροι από την λύπη οι ποιητές πενθούν μέρα νύχτα τα ποιήματα.
Ξενυχτούνε αλόγιστα τις δυνάμεις τους, εκει ,μακριά ,στον κίτρινο του μίσους σιδηρόδρομο///....

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Ύφασμα και βέλος

Γκρεμίστε τους εχθρούς
πείτε πως ποτέ δεν υπήρξαν
λάφυρα και λάβαρα ποτέ δεν επιδοκιμάσατε .
Συμπεριφορές λαβωμένων ποτέ δεν κρατήσατε.
Δεν φτύσατε τον ήλιο κατάμουτρα.
Την σελήνη την γιορτάσατε με όλες τις αισθήσεις.
Το βρεγμένο χώμα το μυρίσατε.
Τα ποιήματα τα αγαπήσατε, όχι όμως περισσότερο από έναν γιατρό του κόσμου.
Όχι περισσότερο από ένα παιδί με τρόμο στο βλέμμα.
Τότε η ποίηση δεν θα ήταν κύκλος.
Δεν θα υπήρχε στην μέση του κύκλου ο χρόνος ο ιερός και η ιεροπραξία.
Ίσως κάθε ποίημα να είναι σαν αυτό το λουλούδι που ανθίζει στην άκρη ενός γκρεμού γκρίζου.
Κι ίσως να υπάρχαν περιθώρια να ζούμε σαν άνθρωποι..
Κι όχι σαν φρικτά ομοιώματα...

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Εθελουσία έξοδος

Την ημέρα Τρίτη,
μια γυναίκα ξαπλωμένη στην άβολη πολυθρόνα ενός ψυχολόγου,
κάπου θα ήταν στον Λυκαβηττό,
αποφάσισε να παραδώσει την ζωή της στο άγνωστο.
Το ίδιο απόγευμα ένας άντρας και μια γυναίκα
σκότωσαν τον εαυτό τους και φρόντισαν να πλύνουν τα χέρια τους
λέγοντας αντίο.
Κάπου πιό πέρα, σε ένα στενάκι με νεραντζιές,
νεαροί ποιητές διάβαζαν όλα που αφορούν την εθελουσία έξοδο.
Ημέρα Τετάρτη δ...ιάβαζα στην εφημερίδα τα νέα. ΑΚΟΥΣΑ την ίδια στιγμή τον ήχο ενός σώματος να πέφτει.
Το ταβάνι έσταζε αίμα.
Ότι έσταξε πάνω μου κι άκουσα, το ξέπλυνα στον νιπτήρα.
Μα το υδραγωγείο της πόλης έφυγε για την θάλασσα.
Νίκη ανίκητη στην μάχη των ανθρώπων,
μια φτωχή εθελουσία έξοδος...

....

H πιθανότητα πως η γη είναι η μόνη πηγή ζωής στο σύμπαν
συμπίπτει με αυτό που πιστεύουν πολλοί για το εγώ τους.
Κι όπως κάθομαι σε ένα πεζούλι στην άκρη του κόσμου
νοσταλγώ την εποχή που οι κομήτες πιό κοντά ήταν
όπως οι άνθρωποι.
Ψάχνω να βρω την διαδακτική αφθαρσία του πράγματος
μα δεν βρίσκω.
Ολοένα μεγαλώνει το μαύρο αστέρι που πέφτει.
... ΚΡαυγές του φτάνουν πάνω από το κεφάλι μου.
Σκίζουν τα φθαρτά μέρη του σώματος.
Χοροί των ποιημάτων που ζωγράφισες ανθούν στον λαιμό μου.
Κι από όλα που μου έμεινε ήταν ο τρόπος που έπιανες το μολύβι να γράψεις.
Κανείς δεν κοιτάζει πια.
Όλα απομακρύνονται σαν τους κομήτες και τους ανθρώπους.
ΚΙ η γη ντύνεται σαν το μάυρο αστέρι που ολοένα πλησιάζει.
Έχει ντυθεί από καιρό στα μαύρα μα κανείς δεν την βλέπει.
Μόνο ο κούκος την πενθεί κάθε φορά που γεμίζει η Σελήνη...

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Εξόριστος ο κόσμος

Αργούσε η επανάσταση,
στο μέρος της καρδιάς στολίδια περιττά κι ακάνθινα στέφανα θρόιζαν με μένος.
Το καράβι ακυβέρνητο έσταζε πίκρες
δάκρυα που τσαλακώθηκαν καθώς τσουλούσαν στα μάγουλα.
Όμοιες ήταν οι φωνές μας καθώς επισημαίναμε στους κατέχοντες ύλη,
πως να μιλούν για φιλανθρωπία αν δεν αγαπούν ότι αντίθετο από αυτούς,
αν δεν παίρνουν λάσπη να ζυμώσουν ψωμί,
αν από το συκώτι τους δεν ταίσουν αγρίμια,
αν δεν τσαλακωθεί αυτό το τέρας της τυφλότητας για πάντα;
Αργούσε η επανάσταση,
στο μέρος των χεριών τα χρυσά νομίσματα έλαμπαν κρύβοντας ήλιους,
μα πως γίνεται να κρυφτεί ο ήλιος με ρωτούσες,
δεν ήξερα να σου πω,
απλά ήξερα πως κάποιες φορές αυτό συμβαίνει.
Ούτε κι αυτός που ζουσε κάποτε στην χώρα με τα χρυσά παλάτια είχε βρεί απάντηση,
μπόρεσε να πει μονάχα πως για το ψωμί γίνονται οι φόνοι,
αν ο άνθρωπος δεν είναι πρώτα χορτασμένος, δεν θα εκφράζεται σαν άνθρωπος.
αλλά σαν δούλος.
Κι εμείς μένουμε σκεπτικοί αν καταφέρνουμε πάντα να αγαπούμε αυτά που δεν μας κουμπώνουν,
στο βλέμμα, στην καρδιά, στον νου.
Η μόνη επανάσταση που θα χει τύχη
θα ναι αυτή.
Όταν ο άνθρωπος ζει σαν άνθρωπος μαζί με τους άλλους,
όταν θα διαβάσει την ιστορία του από την αρχή,
όταν με την καρδιά θα βλέπει
και με τα μάτια του θα ζει...
ώσπου να συμβεί ετούτο να θυμάσαι,
εξόριστοι θα ζούμε από την αληθινή ζωή...

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Ένα νέο πουκάμισο δέρματος φόρεσε η ανάγκη κι έγινε ο άνθρωπος ένα με τον κόσμο,
'επαψαν οι συγκεντρώσεις των μαζών,
η ανάγκη πάνω από όλα
κι εκείνος ο βρόμικος λυπόσαρκος κήρυκας για πάντα εκοιμήθηκε,
κι η γλάστρα στο παράθυρο έθρεψε βασιλικό
κι η γυναίκα λάμπρυνε το πλευρό του άντρα.
Τα όμορφα ηλιοβασιλέματα έπεφταν στην θάλασσα ,ενώ, επιτέλους, ο άνθρωπος γίνηκε μέρος του κόσμου
και το χτισμένο από την αρχή μέρος του
φάνηκε σαν μια σπαραγμένη αγαλλίαση..

O σκύλος


Έξω στο μπαλκόνι, ένας σκύλος ,τις υγρές νύχτες φωνάζει,
αποκλεισμένος από αυτά που συντελούνται εκτός του,
προτιμά να σουλατσάρει αδέσποτος,
κάποιες φορές ,το στόμα του βγάζει ατόφιες αλήθειες αδαμάντινες
πράγμα που σαφώς ενοχλεί αυτούς που τον απέκλεισαν,
φεύγει τότε από το έρημο μπαλκόνι
σέρνει στην ουρά του κουδουνάκια και χρώματα,
πηγαίνουν ξοπίσω του παιδιά, τρελοί , σοφοί και ποιητές.
Θίασος μεγάλος από κείνους που ευεργέτησαν την ανθρωπότητα
και χαρούμενος αρκετά,
ώσπου να πέσει η αυλαία των άσχημων πράξεων
αυτοί απόντες ήταν,
άρχισαν τότε οι άλλοι να τους βρίζουν και να τους λογοκρίνουν
την απουσία τους,
πως τάχα η απουσία φέρει χτυπήματα άθλια στην παρουσία,
μα ποιά παρουσία δεν εδήλωσαν ποτέ πως χρειάζονταν ,εκτός
μιας πολεμικής κραυγής,
μιας σκοτεινής πράξης στα ανθρώπινα, μιας σαθρότητας,
μιας πλήρους ανυπαρξίας τελικά...
Κι από όλα τα κοινά μονάχα οι κοινές γυναίκες έγιναν μέρος των κοινών...
Κι άρχισε ο σκύλος να φωνάζει και τις υγρές ημέρες πια,
τον άκουσα μια τέτοια ημέρα κι εγώ,
άρπαξα το λυπημένο του χαμόγελο
κι άρχισα να τριγυρνώ σαν αδέσποτος περιμένοντας να ακούσω
εκείνο τον θίασο,
στην πρώτη στροφή του δρόμου δεν ξαφνιάστηκα
καθώς άκουσα τους πρώτους ήχους τους χαρούμενους
κι ανθρώπινους όπως ποτέ άλλοτε..