Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017
πόσο νομίζεις πως την ξέρεις;
Κοιμάσαι τις νύχτες με οινοπνευματώδεις ουσίες στο αίμα σου αγκαλιάζοντας τα πόδια σου σε στάση εμβρύου.
Ξυπνάς με τον ήλιο να χτυπάει τα παντζούρια, ο κόκορας έχει εμφανώς κουραστεί , εσύ πίνεις το τσάι σου με μια πνευματική διέγερση και μια όξυνση των αισθήσεων.
Μαζεύεις την μνήμη της χτεσινής νύχτας που έχει πια εξαυλωθεί. Χόρευες μπάλο χτες με τον Α. που γιόρταζε κι ήταν απέναντι σου πάλι εκείνη, η θάλασσα. Ύψωνες τα χέρια σου και πατούσες με δύναμη τα πόδια στην γη για να εξυψωθείς, να πεις δεν φοβάμαι τον θάνατο , ούτε και την ζωή.Εκείνη σε άκουγε σαν να ήταν η πιό γενναία μητέρα.
Ο πατέρας σου χαμογελούσε απαλά στροβιλισμένος σε ένα δυνατό αέρα που σου ανακάτευε τα μαλλιά.
Όλα έλαμπαν εκστατικά. Όλα έλαμπαν, χυμένα χρώματα του ζωγράφου που ζωγράφιζε τοίχους σε μια ταβέρνα για ένα πιάτο φαγητό. Ποιητές ανεβασμένοι σε πλώρες και σοφίτες έλαμπαν μέσα σου, ηταν πίσω από τα μάτια σου γι αυτό χόρευες και μαζί τους, ένας μπάλος για δύο έγινε για πολλούς.
Είμαστε πολλοί, στοιβαγμένοι σε μια πλώρη ψάχνουμε την θάλασσα. Την αθωότητα μας, τον έρωτα, θέλουμε να ξορκίσουμε τις βασάνους, θέλουμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Θέλουμε να θαυμάζουμε και να αναρωτιόμαστε για την αρμονία και την τάξη που υπάρχει στο βασίλειο της μέλισσας.
Να ακούσουμε τον Γ. τον μελισσοκόμο να μας εξηγεί πως γεννιέται μια βασίλισσα και τον αγώνα του ζευγαρώματος των κυφήνων.
ΌΛα είναι ένας αγώνας που τον μαλακώνει η θάλασσα.
Πόσο νομίζεις πως την ξέρεις;
Ξέρεις πως τις νύχτες όταν κοιμάσαι γυρίζεις μέσα της;
Καθώς γράφεις από ανάγκη λέξεις που λίγοι θα διαβάσουν ,σου χτυπάει το κουδούνι ενα κορίτσι και σου δίνει ένα ψωμί για τις σαράντα ημέρες που πέρασαν από τον θάνατο μιας γυναίκας.
Ετσι γίνεται εδώ ,
είναι κομμάτι της παλιάς ζωής που διατηρείται για να θυμάσαι πως ζούσαν οι άνθρωποι τότε.
Στον Οθέλο υπάρχει μια φράση που με έχει σημαδέψει.
Μ αγάπησε για τους κινδύνους που έχω διατρέξει.
Πόσο καλά το καταλαβαίνεις;
Η Αμοργός το ξέρει και με αγαπάει γι αυτό,
είναι η μόνη που ξέρει..
σελίδα ημερολογίου
όλη την νύχτα που μιλούσε μαζί του,
είχε την αίσθηση πως μιλούσε με ένα πουλί,
τον ονόμασε μέσα της, (ο άντρας-πουλί ),στην γλώσσα των Μαπούτσε, κι ας μην ήταν Ινδιάνα.
Όταν ξύπνησε, βρήκε στο μαξιλάρι της ένα φτερό
κι όμως θυμόταν,
το μόνο που έκανε ήταν να τον καληνυχτίσει ευγενικά και να φύγει μόνη της.
Οι ημέρες μας σπρώχνουν απροσδόκητα, οι νύχτες μπαίνουν ενδιάμεσα χωρίς κανένα πρόσχημα.
Οι γρύλοι και τα νυχτολούλουδα είναι μεθυσμένα τοπία καθώς ηχούν εντόνως πίσω από τους τοίχους.
Τα δέντρα δεν μιλούν, μόνο μας κοιτάζουν.
Κι εμείς γεμάτοι από όλα αυτά πέφτουμε ολόκληροι στην θάλασσα χωρίς να γουλαντρίζουμε τίποτε.
Σαν άχαρες φιγούρες κατά την επισκόπηση του πλανήτη.
............
Οι σκύλοι κι οι γάτες,μαζί με αλκοολικές νότες, μας σπρώχνουν να εκμυστηρευτούμε τις παιδικές μας σκιές σε άγνωστους σε εμάς κατοίκους της λίμνης του Σεπτέμβρη.
Όλα μας σπρώχνουν προς τα έξω, ύστερα μαλακά το έξω θα γίνει μέσα και θα πάρει την μορφή ενός αστικού τοπίου.
..........
Παλεύουμε με τους εαυτούς μας και χορεύουμε γύρω τους για να βρούμε τον έναν.
Αγνοούμε ανεπισήμως τις καταδίκες αλλά όχι αυτές εμάς.
Υπάρχει το έσπερον φως.
Υπάρχει το χωρίς έλεος φως.
Κι αυτοί που ταξιδεύουν.
κΙ ΕΝΏ ΥΠΆΡΧΕΙ Η ΣΙΩΠΉ
η παύση δεν συμβαίνει ποτέ,
ποτέ.
Διότι υπάρχουν κι αυτοί που ταξιδεύουν χωρίς πατρίδες, χωρίς λέξεις που σημαδεύουν το τέρμα, το τέλος.
Το τέλος ταξιδεύει πάντα λένε ακομη και μετά την μύγα που ακολουθεί το φέρετρο.
.........
Οι άνθρωποι που φορούν τα μαύρα ρούχα όχι για πένθος βάζουν τελείες και παύσεις πίσω από τα βήματα τους χωρίς την γεύση του κατεπείγοντος.
.............
Επείγει μόνο ο άνθρωπος.
ΑΥΤΟΣ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΓΕΙ.
Αγαπώ τα ανθρώπινα ναυάγια που έγιναν έτσι
από την υπερβολική τους ανιδιοτέλεια και τις βασάνους της ζωής,
αντίθετα, δεν εκτιμώ αυτούς που κατέληξαν έτσι από την υπερβολική ματαιοδοξία και τον πλήρη εγωισμό.
Αν συναντήσεις στον δρόμο σου και τους δύο τύπους η διαφορά τους φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Συνοψίζοντας, η Κάλλας ήταν ένα αηδόνι κλεισμένο στο κλουβί,
κατά την μεταμόρφωση της από τον έρωτα άνοιξε την πόρτα της φυλακής της κι έφυγε.
Η μεταμόρφωση της έγινε σε πολλαπλά επίπεδα. Αλλά αυτό που άλλαξε κυριολεκτικά μέσα της ήταν πως δεν λειτούργησε σαν μαινάδα εκδικήτρια όταν ο αγαπημένος την αποκαθήλωσε.
Στάθηκε μεγαλειωδώς τις τελευταίες στιγμές δίπλα του αποδεικνύοντας πως σε ελάχιστες περιπτώσεις ο έρωτας μπορεί να είναι και αγάπη.
Περί αγάπης ο λόγος.
Αυτήν που ίσως δεν είχε κατάσαρκα όταν τραγουδούσε μπροστά σε Γερμανούς φασίστες.
Αλλά αυτη η μεταμόρφωση επιτελέσθηκε μέχρι το τέλος. Πως άνοιξε τα μάτια της μπροστά σε αυτό το μεγαλείο, (όταν έχεις πέσει στο πιό βαθύ σκοτάδι από την ερωτική μέθη ,όντας προδομένη εκατό φορές, όταν έχεις χάσει την γλώσσα του αηδονιού που σε ανέβασε σε εκατό ουρανούς και πλήθη), όταν μπορείς να σηκώνεσαι και να δίνεσαι ξανά σαν γυναίκα και σαν άνθρωπος σε αυτόν που σε εγκατέλειψε για την ματαιοδοξία ενός ίματζ , τότε έχεις πέσει αλλά ε΄χεις ανέβει ψηλά.
Το εγώ είναι γυμνό και γι αυτό γενναίο.
Γι αυτό διάλεξε κι έφυγε έτσι,
μόνη μέσα στις αναμνήσεις της, σαν μια σέπια..
υγ. οι καλλιτέχνες ,ας μην ξεχνιόμαστε είναι τα πιό εγωιστικά ζώa
Ο πιό όμορφος Σεπτέμβρης.
Θάλασσα χωρίς ρυτίδες, φύση με χυμένα βελούδα που κρατούν κάτι από το Καλοκαίρι και το Υφαντό του Φθινοπώρου που θα έρθει στις υποσχέσεις ενός ολιγόλεπτου περάσματος αέρα πάνω από το ηλιοβασίλεμα.
Φίλοι, κουβέντες, ήλιος , αστέρια και Διονυσιακή συμφωνία με τους άγνωστους αστερισμούς.
Η οθόνη δεν μπορεί να δώσει όσα η καρδιά κι ο νους κρατούν,
μόνο προσπάθειες σκορπισμένες.
Ένας Γάλλος ηλικιωμένος με το μπαστούνι κι η γυναίκα του να τον στηρίζει με αγάπη και χωρίς ζόρι ,χτες στο καφενείο της Μοσχούλας, ένας βασιλικός στο τραπέζι κι αυτοί που μαγείρευαν στα καζάνια όλη την νύχτα πατατάτο,για την γιορτή της Αγίας Σοφίας, γιορτή του χωριού, ακριβώς απέναντι σε ένα μικρό κτίσμα. Σήμερα η Λαγκάδα γιορτάζει.
(Θα σας πω γι αυτά με φωτογραφίες άλλη ημέρα.)
Φέτος αισθάνθηκα πως η ευτυχία εμπεριέχει και λίγη μελαγχολία μέσα της. Προσωπικά ένιωσα έτσι γιατί δεν γίνεται να σκορπίσω λίγη από αυτήν την ευτυχία στους άλλους παρά αποσπασματικά.
Σελίδα ημερολογίου
Στον κόσμο σου χαμένος, χαρούμενος και λυπημένος,
γυρίζεις και γυρίζεις
κι όλα θέλεις να τα γνωρίζεις,
οι άγιες ημέρες και οι νύχτες δεν σου φτάνουν
κι οι γνώστες της περιπέτειας σου κάνουν,
αταίριαστος, και στην κατάδυση ταμένος
κλαις για ιστορίες άλλων καταδικασμένος,
παιδί να είσαι και ωραίος
να σε θυμάμαι και να λέω πέρασε από την γη ένας μοιραίος,
μοιραίος για τον εαυτό του
μοιραίος για τον άνθρωπο του.
Παίζεις το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι για πλάκα
μα εσύ βρίσκεσαι κλεισμένος πάντα στην φάκα.
Σε αγαπώ να ξέρεις λίγο
αλλά χρειάζεται να φύγω.
Η ανάγκη μας να αγαπηθούμε , αυτή μας ορίζει και μας κατακερματίζει.
Αλλά η αγάπη δεν έχει όρια και δεν χρειάζεται συγχώρια.
Τίποτα δεν είναι δεδομένο όταν είναι κερδισμένο.
Μπλε νύχτα σε βαπτίζω
μπλε ημέρα σε γυρίζω,
σαν νόμισμα στο χέρι μου της τύχης
σαν τατουάζ στην πλάτη μου μιας χαρμολύπης.
Ένα παιδικό που γράφτηκε σε ένα χαρτί από πακέτο τσιγάρων
στην θάλασσα και το είπα ((ο σκορπιός))
Είχες ντυθεί τον άνεμο,
μικρές σαύρες θρόιζαν στους θάμνους ενώ παράταιροι άνθρωποι κοιτούσαν προσεκτικά την κίνηση μας.
....
Παριστάναμε πως δεν τους βλέπαμε.
Κι αυτό τους εξυπηρετούσε θαυμάσια.
......
Είχες πλησιάσει αρκετά στο μέρος μου με εναν τέτοιο ωραία παιδικό και τρυφερό τρόπο ,που το εγώ τούτης της αφήγησης είναι σκληρό.
.......
Μύριζες λουλούδι της νύχτας και τα μάτια σου έτρεχαν από τις πληγές.
Προσπάθησα να τις στεγνώσω αλλά ήταν κι οι δικές μου, που δεν με άφηναν.
Όμως για λίγο το εγώ έγινε εμείς.
......
Ξεχάσαμε την ιντριγκα του πλήθους, εκείνου που φτιαχνει και κατεβάζει είδωλα, εκείνου που φτιάχνει ένα στυλ το φοράει και πουλάει στους υπόλοιπους προσωπικότητα.
Ήταν πολύ όμορφο που φτιάξαμε τον δικό μας κόσμο. Για λίγες ώρες.
.......
Βάψαμε κι οι δυό τα μάτια μας και χορέψαμε σαν τους Ινδιάνους.
.......
Διηγηθήκαμε την ορφάνια και την παραίτηση.
Της απολιθωμένης χώρας τα καμώματα.
Είδαμε καθαρά πόσο μοιάζαμε.
Αβίαστα και ανιδιοτελώς.
.......
Την νύχτα εκείνη, όταν κοιμήθηκα, συγχώρεσα τα πάντα.
Η προδοσία μου κουνούσε το μαχαίρι στην γωνία του δωματίου.
.......
Οι παράταιροι άνθρωποι συνεχώς απασχολούν τους άλλους με την ύπαρξη τους σκαρώνοντας χίλιες δυό αιτίες, είπαμε.
Δώσαμε τα χέρια και δηλώσαμε πως αγαπούμε ο ένας τον αλλον αληθινά. Οχι γιατί έτυχε.
Ύστερα αποχαιρετιστήκαμε ενώ το νέο ξημέρωμα έβραζε σαν ηφαίστειο.
Άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει. Κοίταξα τα χρώματα.
.........
Είναι πολύ σκληρός ετούτος ο κόσμος για όποιον παραμένει παιδί δείχνοντας το.
Ο λύκος καραδοκεί με τα δόντια του, πότε για να ξεσκίσει και πότε για να γαβγίσει δυνατά, ώσπου το παιδί να τρομάξει.
.........
Αλλά και τα παιδιά είναι σκληρά ώστε να μπορούν να αντέχουν.
Η πεταλούδα των ενήλικων παιδιών
Ας δούμε λίγο τι σημαίνει παρατηρώ, στην παρατήρηση, εκτός των αισθήσεων, λαμβάνουν μέρος δυνάμεις εξαιρετικές,.
Η παρατήρηση ,είναι κάτι που ή το έχεις από παιδί ή το αποκτάς στην διάρκεια του βίου σου συνομιλώντας σε βα΄θος με τις εμπειρίες σου, και πάντως είναι ένας πνευματικός τρόπος εξάσκησης ,καθημερινός και συνεχής .
Εν τέλει ,ίσως η παρατήρηση είναι αυτό που μένει μετά το τέλος της παρατήρησης, όταν ελεύθερα διαχέονται οι πληροφορίες εκτός της στενής έννοιας αυτού που λέμε πραγματικότητα.
Αν παρατηρούσαμε τα πράγματα <<βλέποντας>>, τότε ο κόσμος μας θα ήταν λιγότερο ασαφής και η γνώση γι αυτόν θα ήταν μια πυξίδα με σαφή προορισμό, την γενική, προσωπική εξέλιξη και την πρόοδο.
Όμως ,στην σύγχρονη εποχή, ο προσωπικός χρόνος είναι λίγος κι έτσι καταλήγουμε να <<βλεπουμε>> σαν μεθυσμένοι.
(Να σημειώσουμε εδώ πως κάποιος μεθυσμένος μπορεί να παρατηρήσει πολύ περισσότερα από όσα ένας νηφάλιος κάποιες στιγμές)..
Επίσης ,ας σκεφτούμε πως θέλει πολύ προσωπικό μόχθο ώστε η παρατήρηση να μην μας κάνει καχύποπτους..
Χαμένοι κυριολεκτκά μέσα στην μετάφραση του μικρόκοσμου μας δεν βλέπουμε το τέρας να απλώνεται σε όλη την Ευρώπη.
Και φυσικά δεν αναλογιζόμαστε τις συνέπειες. Κι ούτε παλεύουμε να νικήσουμε το δικό μας τέρας που τρώει τα σπλάχνα και την ψυχή με μικροσκοπιμότητες άνευ ουσιαστικού ενδιαφέροντος.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μην << βλέπουμε>> πια τίποτε...
Γιατί η παρατήρηση απαιτεί μνήμη και ευφυΐα
..........................................................................................
-Κάτι πολύ λίγα, για την παρατήρηση-
φυγε με ένα ρίγος,
δίχως υπεκφυγές και σκέψεις μεταμέλειας,
τον ρούφηξε η νύχτα αφήνοντας το αποτύπωμα της σκιάς του.
Έμεινε πίσω η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά να κοιτάζει την πόρτα.
Ακίνητη, αλύγιστη για ώρες.
Σκέφτηκε χαμογελώντας , (κάθε ένας από εμάς έχει έναν δράκο στην ψυχή του για να φυλάει την αθωότητα του.)
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε δίχως ονειρα.
-Άπνοια-
Η γραφή, είναι μια από τις διεγερτικές διαδικασίες, που βοηθούν τον γράφοντα, να φύγει ουσιαστικά από το σώμα του, να απεμπλακεί από τις πληγές ή τις ανθοφόρες πεδιάδες όπου κάποτε συνάντησε η σάρκα του, το φως, ή το σκοτάδι.
Εξιστορεί ουσιαστικά όλα αυτά που μπορεί να συνάντησε με το σώμα του-,θα ορίσω εδώ το σώμα ως κομμάτι του χρόνου- αλλά ταυτόχρονα εξιστορεί κι όλα αυτά που ορίζει η φαντασία, -θα ορίσω εδώ την φαντασία ως άχρονη ως θα όφειλα να κάνω μια και το πιστεύω-.
Η γραφή, μοιάζει με εκείνη την ευεργετική και <<θεία>> συνεύρεση των σωμάτων, εκεί που ψυχή και σώμα συναντώνται σε μια τεράστια και μοναδικής ομορφιάς αίθουσα και αυτή η μοναδικότητα της συνάντησης δεν ορίζεται από τον χρόνο αλλά από την απελευθέρωση της φαντασίας που γίνεται κοινός τόπος κι αυτός ο τόπος οδηγεί στην έξοδο από το σώμα καθώς κι ορίζει σαφώς τον χρόνο ως άκυρο.
Ο έρωτας κι η γραφή σαφώς είναι άχρονα..
Η ευεργεσία τους είναι γεμάτη καμπύλες και ποτέ ευθείες..
Το να αγαπηθεί ένα κείμενο από τους άλλους σαφώς δίνει ΄χαρά κι ευτυχία στον γράφοντα, αλλά καθώς το κείμενο-παιδί ουσιαστικά του δημιουργού τελείωσε έχει φύγει από τα χέρια του, ανήκει πια στον χρόνο,εδώ υπόκειται ο χρόνος πια,, Κι ίσως κι υπό μια έννοια καθώς αγαπιέται, μελετάται, βοηθά τους αναγνώστες στο να κάνουν ένα προσωπικό ταξίδι έξω από το σώμα τους , με αυτήν την έννοια ανήκει σε αυτούς.
Η γραφή δεν είναι μανία, είναι ανάγκη, είναι αυτή η ανάγκη να φεύγεις από αυτό που πολύ περιορισμένα έχουν εκπαιδεύσει την μάζα οι υπηρέτες του συστήματος των δήθεν αξιών ως πραγματικότητα.
Η γραφή, είναι ο καθημερινός τρόπος που βλέπει κανείς την ζωή. Είναι αγάπη και μόχθος και πλήρης ευδαιμονία.
Μα χρειάζεται ζωή και εμπειρίες εκτός των λεξικών για να μπορέσει κάποιος αυτήν την ανάγκη να την κάνει γραφή , να την κάνει έργο, -Ο Προυστ και πολλοί λίγοι, δεν είχαν αυτήν την ανάγκη-, να ωθήσει τον αναγνώστη να ανυψωθεί πνευματικά και να αντιληφθεί με διαφορετικούς τρόπους την ζωή , οι <<μεγάλοι>> συγγραφείς δε, αυτήν την αντίληψη περί ζωής, ωθούν, άθελα τους, τον αναγνώστη να την αλλάξει..
Κι ότι αλλάζει χρειάζεται κίνηση, κι η κίνηση είναι ζωή..
Η γραφή είναι μια διαρκής μεταμόρφωση, ένας επιτηδευμένος ή ένας <<σπουδασμένος λόγος μέσα σε μια πληρότητα λέξεων>> χωρίς ψυχή, θα φανεί , όπως και θα φανεί και όταν υπάρχει σε ένα έργο μονάχα μια αφήγηση συναισθημάτων σε ένα στουμπωμένο πιάτο, αυτό δε, θα ξεχαστεί στον χρόνο, κι ούτε ο τίτλος του θα υπάρχει στην μνήμη...
Επίσης η ματαιοδοξία και το ψώνιο των μοναχικών ψυχών φαίνεται με ευκολία.
Πληρώστε τους εκδότες!
Κάντε ραδιόφωνα!
Γράψτε σε περιοδικά, έντυπα ή ηλεκτρονικά!
Κάντε τα βαριά πεπόνια μέσω των ιστότοπων επικοινωνίας .Κάντε τις ντίβες. Παίξτε ρόλους...Αλλάξτε τις φωτογραφίες σας, ρετουσάρετε ρυτίδες. Κάντε την περσόνα σας υπερπαραγωγή..
Κάντε χιλιάδες παρουσιάσεις βιβλίων ντυμένοι χλιδάτα σε μια πάμφτωχη χώρα..
Ένα μόνο δεν θα μπορέσετε.
ΝΑ ΞΕΓΕΛΑΣΕΤΕ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ.
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΕΊΝΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΟΠΛΙΣΕΙ.
ΚΙ Η ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΒΡΕΙ ΚΑΤΑΣΤΗΘΑ..
Γιατί ο αληθινός αναγνώστης -κι όχι αυτός, ο κατά περίσταση- έχει αφιερώσει χιλιάδες ώρες στην ανάγνωση των βιβλίων από παιδί.
Γιατί κάτι τον οδηγούσε να βγει από το σώμα του από παιδί.
Κάτι βαθύ τον οδηγούσε στον άχρονο χρόνο..
Τα βιβλία έχουν ψυχή..
-Λένε πως η έλλειψη , είναι η μητέρα της σύγκρουσης. Είπε μεταξύ άλλων ο διπλανός της, ήταν μια μεγάλη παρέα που χάραξαν μια πορεία επάνω από κάποιο φαράγγι, ξεκiινώντας έξι το πρωί.
Δεν είχαν καμιά βιάση κι έτσι πήγαιναν αργά και σταθερά κοιτώντας το άγονο τοπίο και μιλώντας μεταξύ τους.
Όταν γύρισε να τον κοιτάξει είδε πως ήταν αυτός που τους είχε μιλήσει για τα σπάνια πουλιά που διασώζονταν εδώ, τα μικρά λουλούδια στις άκρες των μονοπατιών και τα βότανα.
Ο τόπος ευωδίαζε άγρια ρίγανη και τα σύννεφα στόλιζαν τον ουρανό με διάφορα σχήματα χαμένα σε ένα κυνηγητό λευκοντυμένο.
Τα μάτια του ήταν σκούρα πράσινα, τα μαλλιά του πυκνά και σκουρόξανθα ενώ το στόμα του κατέληγσε σε δυό ελαφρές ανηφορίτσες σχηματίζοντας ένα αόρι στο χαμόγελο.
-Εγώ πάλι ,έχω ακούσει πως η έλλειψη πολλές φορές ξεχνάει την μητέρα της , μαθαίνει σε μια σιωπηρή υποταγή και κοιμάται σαν το φίδι. Του είπε και ξέχασε για λίγο την γοητεία του που σαφώς την είχε μαγνητίσει.
-Θα ήμουν θρασύς αν σας έλεγα πως θεωρώ πως κάθε κορμί είναι ερωτήσεις που ζητούν απαντηση; Και το δικό σας είναι γεμάτο ερωτήσεις. Κάτι με επείγει να σας λύσω.
Σταμάτησε και τον κοίταξε. Δεν επισκίαζε τίποτε πρόστυχο το πρόσωπο του, μια παιδική σχεδόν αδημονία φαινόταν στα μάτια του.
-Να, κοιτάξτε αυτά τα πουλιά, πετούν μαζί ερωτροπώντας αφήνοντας το σώμα τους στον αέρα σαν να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, κοιτάξτε πόση ελευθερία έχει να μας διδάξει αυτό το πέταγμα!
-Θρασύς δεν είστε , το ύφος σας δηλαδή δεν με αφήνει να σας πω έτσι, είπε απαλά και συνέχισε να περπατάει δίπλα του.
-Θα σας λύσω, έπειτα θα γίνω εγώ ερωτήσεις που θα τις λύσετε εσείς, ύστερα θα έχουμε ιστορήσει όλο μας τον βίο, τι λέτε;
-Λέω πως είστε ένα μεγάλο παιδί που δεν μπορώ παρά να σας ακολουθήσω, όμως πείτε μου, πως σας λένε; (Γέλασε ανάλαφρα).
-Ειμαι πολύ αφηρημένος, σας σύστησα ένα μέρος μου, όχι το όνομα μου, με λένε Οκτώβρη.
Της γέλασε σαν να γελούσε μαζί κι η καρδιά του και τότε ένιωσε όλη την φύση να αντιστρέφεται , να μπαίνει μέσα στον εαυτό της, να εξωθείται από αυτόν και να ετοιμάζεται να αναγεννηθεί σαν τον Φοίνικα. Αλλά χωρίς στάχτες.
-ΟΚΤΩΒΡΗΣ-
Στο γιουσουρούμ της ανθρωπίλας, τα δηλητήρια πάνε κι έρχονται/
πίσω από την πλάτη, μιλώντας σιγανά/
μπροστά, δίνοντας τα χέρια για μια συμφωνία που ποτέ δεν θα τηρηθεί/
οριζοντίως και πλαγίως, περπατώντας τους ίδιους δρόμους σφυρίζοντας αδιάφορα/
τριγωνικά, με τον δείκτη να χτυπάει χωρίς ένδεια τον Χ. μιλώντας για πράξεις όπου ο ίδιος ο δείκτης έχει εκτελέσει/
τετραγωνισμένα, όπου με μάζα ανθρώπων και λάσπη φτιάχνονται λαβύρινθοι αναληθείας/
υποκριτικά, όλες τις ώρες ,χρησιμοποιώντας τους άλλους για την λήθη προσωπικών ενοχών /
γελώντας και κλαίγοντας όσοι άνθρωποι έμειναν,
φεύγουν μακριά/
τα σπίτια μπάζουν συναισθηματικό αυτισμό/
οι χώρες βελάζουν σαν σφαχτάρια/
κι εσύ αγάπη μου να προσπαθείς να ζήσεις χωρίς να πουλήσεις στο γιουσουρούμ ούτε μια σταγόνα αίμα..
Το ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον αλλά ποτέ δεν συναντήθηκαν, ταιριάζει σαν εικόνα με αυτόν που βλέπει από την ταράτσα τα ατέλειωτα φώτα της πόλης κι αναρωτιέται αν υπάρχει κάποιος άνθρωπος εκεί έξω σαν αυτόν για να μιλήσει.
Σαν εικόνα εχει τα ίδια δάκρυα και την ίδια διψασμένη απόγνωση αν το σκεφτείς..
ερνούν τα χρόνια.
Όλο και συχνότερα σκοντάφτουμε περπατώντας στο πεζοδρόμιο.
Ξεχνούμε σταδιακά, ολόκληρα προσωπικά αποσπάσματα ζωής.
Κι όταν ξαπλώνουμε, λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος αναλογιζόμαστε τα γεγονότα της ημέρας.Οι αυπνίες τότε τραβούν τα σεντόνια μας.
Ο θάνατος, ολοένα και πιο συχνά μας επισκέπτεται - θυμίζοντας την ύπαρξη του -παίρνοντας μαζί του τους φίλους μας.
Λέμε στον εαυτό μας τότε (να αλλάξω τον τρόπο που ζω),
'ομως κάποιες φορές ο θάνατος της συνήθειας είναι πιο δυνατός.
Κι αργούμε να καταλάβουμε πόσο γρήγορα περνά η ζωή χωρίς να αφήσει πίσω της ίχνη..
-Μια καθημερινή Τρίτη
Εκείνος που μέθυσε σε ένα μνημόσυνο.
Τα λιμάνια κι οι σταθμοί των τρένων.
Η στάχτη του χρόνου.
Η άχρηστη ματαιοδοξία των πολιτικών.
Η διατήρηση του παραληρήματος της μάζας.
Ο γαλήνιος ποιητής που κοιμάται σε μια καρέκλα καφενείου .
Ο ανήσυχος ποιητής που πίνει ενώ ταυτόχρονα γράφει στίχους.
Τα θυμωμένα στομάχια.
Ο υπερβάλλων ζήλος της μητέρας .
Οι ξενόφερτοι βασιλείς, οι δικτάτορες κι οι μασκοφόροι της Κατοχής.
Οι μασκοφόροι όλων των εποχών.
Οι κηδείες με τα πλήθη δίπλα στο φέρετρο.
Αυτοί που μετανάστευσαν στις άλλες χώρες κρατώντας ραμμένο ένα γράμμα της μητέρας στην καρδιά.
Αυτοί που άφησαν τα όπλα τους πιστεύοντας σε μια συνθήκη.
Αδέλφια που αλληλοσκοτώθηκαν στα βουνά κι αδέλφια που είδαν την σιδερένια πόρτα ενός Πανεπιστημίου να πέφτει κάτω από ένα τανκ.
Ιστορίες που ειπώθηκαν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες κι έγιναν χελιδόνια.
Η αρχαία ιστορία που έγινε πλεονεξία.
Η αχαριστία κι η προδοσία.
Η αγάπη όταν φοράει όλα τα χρώματα.
Το σπίτι της εγκατάλειψης.
Τα Καλοκαίρια της θάλασσας.
Οι Χειμώνες δίπλα στο τζάκι.
Εσύ που δεν με πίστεψες.
Εγώ που δεν σε πίστεψα.
Η ελπίδα πως όταν θα..
Η Ελλάδα,
αυτή που όταν την σκέφτομαι δαγκώνω τα χείλια μου..
Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, ζουν μέσα στο αυγό της θλίψης. Πολλές φορές το αυγό αλλάζει σχήμα και λέγεται κατάθλιψη.
Αν μπορούσα να ορίσω την κατάθλιψη ,θα έλεγα πως όλοι οι εαυτοί που κουβαλάμε στο σαρκίο ,στο μυαλό και την καρδιά μας, στέλνουν τα δικά τους μηνύματα χωρίς να βρίσκουν τον βασικό παραλήπτη.
Ο παραλήπτης είναι απών.
Αυτό ακριβώς επιζητούν κι όσοι θέλουν να ελέγχουν τους λαούς σε οικονομικό και άλλα επίπεδα ασκώντας εξουσία.
Την απουσία.
Ο καπιταλισμός σε αυτό ακριβώς στοχεύει. Και κάθε τι απολυταρχικό και σκιώδες..
Ας μην μιλούμε λοιπόν για τον Ελληνικό λαό χρησιμοποιώντας λάθος λέξεις που στόχο έχουν την ενοχοποίηση του.
Στις πολιτικές αλάνες οι ενδιαφερόμενοι, ξέρουν το βασικό μας ελλάτωμα.
Ο ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΩΝ.
Και δεν ξέρω άλλον τρόπο επαγρύπνησης και φροντίδας μας, εκτός από το να ξανασυστηθούμε με τον εαυτό μας, με όλους τους εαυτούς μας..
Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει επειγόντως να σταματήσει η κριτική ματιά στην πλάτη του άλλου.
Η κριτική έχει υπόσταση όταν έχει προυπάρξει σαν αυτοκριτική..
Και σίγουρα υπάρχουν πιο αποτελεσματικά πράγματα από το να κριτικάρει κανείς τα πάντα. Η συνεχής κριτική στα πάντα δεν συνιστά τίποτε άλλο εκτος από την μη διάθεση μας να φτιάξουμε τα δικά μας κακώς κείμενα. Δημιουργούμε σκιές για να μην φανούν στο φως τα δικά μας μείον .. Στην σκιά μας φαίνονται τα περισσότερα...
Τι θυμόταν; Θυμόταν τα παλιά, τα πρώτα, αυτά που ήταν αίμα.
Τώρα θυμάται μόνο το παχύ χιόνι.
Πυκνά σωματίδια χωρίς σώμα.
(Θα έρθει μια ημέρα που θα σταθώ μπροστά στον καθρέφτη και δεν θα ξέρω ποια είμαι.
Ίσως καλύτερα να συμβεί αυτό).
Είπε ,και χιόνι πυκνό, στάθηκε πάνω από το κεφάλι της σαν αύρα αγίου.
Πόσο δεν θέλω να πεθάνω, είχε πει ο ποιητής.
Αυτή έλεγε το αντίστροφο.
Δεν το ήξερε πως αυτό έλεγε,
αλλά οι πράξεις της αυτό έλεγαν,
στο χιόνι που σκέπαζε τα πάντα, την κάθε νέα ημέρα.
Θυμόταν μόνο τα παλιά, αυτά που ήταν αίμα.
Τώρα είχε στεγνώσει από αίμα.
ΉΤαν μια φιγούρα της πόλης με το φύλο της γυναίκας αλλά χωρίς πρόσωπο..
..............
Ο Δεκέμβρης φοράει τα χέρια του Μάνου Κατράκη. Πηγαίνει στο σπίτι με τα ερειπωμένα παλιά έπιπλα στο χωριό και τρώει χιόνι.
Κοιτάζει την φιγούρα του ηθοποιού καθισμένο στο κρεβάτι ενός ξενοδοχείου και απλώνει το βλέμμα στα χέρια του.
Ξέρει πως οι άνθρωποι μιλούν με τα μάτια και τα χέρια.
Τα χέρια του Μάνου μιλούν με λέξεις, τα οστεώδη ζυγωματικά μιλούν με τρυφερότητα.
Θα μείνω, λέει. Ο Μάνος, αυτό λέει και μένει.
...........................
Και χορεύει με τα χέρια απλωμένα σαν να πιάνουν πουλιά που πετούν γύρω του και κλαίει με τα χέρια απλωμένα στο κρεβάτι ,φωνάζοντας την εγκατάλειψη.
Ο Δεκέμβρης γελάει με τα λογύδρια τύπου η μετριοφροσύνη είναι για τους μέτριους γιατί ξέρει πως σήμερα η έπαρση είναι για τους μέτριους, το παρατηρεί κα΄θε φορά που δαγκώνει τα χείλη του μηχανικά.
Ο Δεκέμβρης θυμάται το αίμα και τις σφαίρες.
Τα παιδιά που λιποθυμουν στα σχολεία.
Την ξυλόσομπα που έκαψε εκείνο το σπίτι..
Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα. Το χιόνι. Τον αέρα. Την αγριεμένη θάλασσα.
Τους εραστές που ντύνουν τα σεντόνια τους με ψέμα .
...........................
Την μαυροντυμένη γριά στο Πέραμα που γυρνάει στους δρόμους ξυπόλητη και τρώει σκατά σκύλων εξαιτίας του χαλασμένου εγκεφάλου της.
Ξέρει πόση σκληρότητα διαθέτει ο άνθρωπος και στολίζει δέντρα με λαμπερές μπάλες και χαρίζει δώρα, μήπως γλυκάνει την καρδιά του κτήνους.
Κοιτάζει εκείνον τον φοιτητή που μένει στο δώμα και διαβάζει μόνος έχοντας συντροφιά ένα μικρό παπαγάλο κι αργότερα θα φτιάχνει δρόμους στην πολιτεία της ακινησίας και του ξεπουλήματος.
Θα τον δεις να επιμένει να πηγαίνει στις παγωμένες αίθουσες κάποιων κινηματογράφων μόνο και μόνο για να υπα΄ρχει έστω ένας θεατής.
Θα τον δεις να αηδιάζει από την χυδαία επίδειξη μιας δήθεν κουλτούρας.
Ξέρει πως η ψυχή είναι ο αγώνας με τον εαυτό και η καρδιά είναι η επαφή μας με τους άλλους.
...........................
Τα ξέρει βλέπεις γιατί κουβαλάει στην πλάτη του όλους τους προηγούμενους μήνες...
Θα τον δεις να πηγαίνει κοντά σε αυτούς που υποφέρουν τις νύχτες και τις ημέρες στα παγκάκια.
Είναι αυτός που διώχνουν τόσο εύκολα οι άνθρωποι ξορκίζοντας το κακό που κουβαλούσε όλη την χρονιά ρίχνοντας του κλωτσιές στην πλάτη.
...........................
Ο Δεκέμβρης θυμάται τον Παπαδιαμάντη.
Το πλήθος δεν θυμάται και δεν βλέπει. Πηγαίνει όπως οι μύγες οι ζαλισμένες.
Δεν ξέρει πως αν συγκεντρωθείς με όλες τις αισθήσεις σου σε ένα λεπτό μπορείς να κερδίσεις μια αιωνιότητα.
Εκείνος το ξέρει.
Και προσπαθεί να αντισταθεί στην ψυχική πανούκλα κάθε ημέρα.
Πότε πετυχαίνει και πότε λυγίζει και πέφτει στα γόνατα.
Αλλά όρθιος σαν τον Μάνο. Γιατί φοράει τα χέρια του...
Και μοιάζει στον Μάνο.
Καλό Μήνα.
Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017
Ο πατέρας μου ήταν ένα κόκκινο μήλο
το τρώγαμε μαζί,
ένας δίσκος του Βαμβακάρη
χορεύαμε τις Κυριακές πίσω από τις κλειστές πόρτες τα τραγούδια,
ηταν η θάλασσα που με έμαθε να επιπλέω,
μια αφίσα της Μοσχολιού στο μαραγκουδικο,,
ένα καναρίνι φωλιαςμένο κάτω από την τραγιάσκα του παππού,
ένα ρολόι που πήρα από το χέρι του στον νεκροθάλαμο και ποτέ δεν το φόρεσα μα μονο το κοιτάζω,
λέω ήταν-
γιατί τώρα είναι ένα σύννεφο που κρύβω με επιμέλεια στο στήθος,
το αφήνω πότε πότε και με ταξιδεύει χωρίς να χρειάζομαι πυξίδα...
- του πατέρα μόνο
Ο κάμπος στο βάθος ηταν μια πορτοκαλοκκόκινη σφαίρα που έβγαζε σπίθες , τιναγμένες φωτιές γύρω από τον θόλο που έβραζε.
Ήξερε πως δεν τον απειλούσε ο καύσωνας, τον απειλούσε η διεγερτική της εικόνα που σκάλιζε στο μυαλό του.
Την είχε βρεί ξανά, μετά από χρόνια τυχαία στον δρόμο,τώρα ομως ήταν ψυχικά τραυματισμένη κι άδεια μέσα στον εαυτό της.
Όταν βρέθηκαν μαζί ,αυτός εκτόπιζε με το βλέμμα του κάθε ξένη ματιά που ερχόταν επάνω της.
Ένιωθε πως ξαναγινόταν ο ίδιος άντρας οπως τότε, πριν επτά χρόνια. Εκείνη πάλευε με τους δικούς της δαίμονες, αυτός δεν είχε πρόβλημα, αρκεί να τον άφηνε να τους πιάσει στα χέρια του και να τους πνίξει.
Μια ψυχική κορύφωση τον άπλωνε επάνω από την φλεγόμενη σφαίρα της γης, εκατοντάδες μικροί, άλλοτε χλωμοί κι άλλοτε έντονοι αστερισμοί φωσφόριζαν στα μάτια του.
Ήταν ξανά ένας άντρας που ήθελε να την κάνει να ζήσει σαν γυναίκα.
¨οταν βούτηξε στην θάλασσα ,μετά το πότισμα της γης του ,αφέθηκε στο νερό κι είπε το όνομα της.
Αυτή η μοιραία γυναίκα του αποδείκνυε πως ο αληθινός έρωτας δεν τελειώνει, μόνο οπλίζει τον πυρήνα του με άλλες εικόνες αλλα οπλισμένος ξαναγυρίζει στο μοιραίο πρόσωπο της ζωής του.
Αυτός ο απλός άνθρωπος της γης ήξερε όλους τους στίχους κι όλες τις φιλοσοφίες να τις περιγράψει. Η διαφορά του με τους άλλους που εκείνη έκανε παρέα , ηταν πως αυτός είχε παλέψει μόνος του με τα ανθρώπινα θεριά κι είχε νικήσει. Δεν είχε πουλήσει γη και ύδωρ για να κατακτήσει φιλοδοξίες και να γίνει μέρος της ματαιότητας.
Ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος που έβλεπε πίσω από αυτά που σχημάτιζε η γλώσσα κι ο λάρυγγας
Μέρα γιορτής, μέρα Σαββάτου ,στην πλατεία χορευτές ελευθερώνουν τις ψυχές τους με τα πόδια τους.
Ενας ενήλικος, ένα παιδί κι ένα αγριολούλουδο φυτεμένο στην άκρη του δρόμου ανταμώνουν και κάνουν συμφωνία ειρήνης.
Είναι φορές που χωρίς μεταφυσικές αναζητήσεις βλέπεις τα μετά των αγίων.
Είσαι ευτυχισμένος όταν δεν έχεις ανάγκη να επικαλείσαι τίποτε για να ζείς
Είσαι ευτυχισμένος όταν ξέρεις πως το σκοτάδι οδηγεί πάντα στο φως. Ξε΄ρεις την διαδρομή.
Και δεν ρωτάς την αιτία που οι λύκοι γυρνούν ηττημένοι τα μεσάνυχτα.
Με ένα σαυράκι να σε κοιτάζει πάνω από το βιβλίο σου, να φουσκώνει την κοιλιά του και να σε κοιτάζει σχεδόν στα μάτια, μικρούλι, μάλλον παιδάκι κάποιας μαμάς σαύρας. Κάτω από καλαμιές που τοποθετήθηκαν ερασιτεχνικά στα βράχια κάνοντας λίγη σκιά ω΄σπου να αλλάξει πορεία ο ήλιος.
Γυμνά βουνά, ριζωμένα στην θάλασσα, με τους γλάρους να παίζουν κρυφτό με τους ψαράδες που καθαρίζουν τα δίχτυα, και τις γάτες να γλύφονται σχεδόν μελωδικά στα τραπέζια περιμένοντας κάποιο κέρασμα.
Το σπίτι τραγουδάει , χαρούμενο είναι γιατί του λείψανε τα χάδια κι η φροντίδα.
Η βεράντα τις νύχτες απλώνεται στον αστροπίνακα των Κυκλάδων. Οι βασιλικοί αναστενάζουν όποτε κάποιο χέρι τους ανακατεύει το κεφάλι.
Τα μονοπάτια γεμίζουν τουρίστες που αγαπούν το περπάτημα.
Κι εμείς το αγαπούμε, προπονούμε μόνο σιγά σιγά τα γόνατα μας που μας εκτοξεύουν βρισιές ώσπου να μπορέσουν να διασχίσουν μονοπάτια στο βουνό.
Η ευτυχία είναι μετάξι, καθαρίζει τον νου,
διασχίζει όλο το σώμα και χαρίζει αντισώματα.
Να είσαι ανοιχτός για να έρθει.
Και τότε όλα τα πλάσματα της φύσης ένα ένα θα σε πλησιάσουν μόνα τους όπως πάντα.
Τα βουνά ξεφτιζουν χρώματα, πεθαμένο πορτοκαλί, καστανό σβησμένο , μοβ απαλό, σαν τα μάτια της Ζανά, της τελευταίας Ινδιάνας των Μαπούτσε.
Από τότε που ξεκληρίστηκαν οι Ινδιάνοι τ´ιποτε δεν άλλαξε, ένα εγώ διαταραγμένο ,σκίζει τον πλανήτη οπως το ψαλίδι το χαρτί.
Αυτός που νομίζει πως αντιστέκεται μονάχα με την τέχνη του σε αυτό το εγώ ,συμβάλλει με τον τρόπο του στην διατήρηση του.
Μπορώ με το αυτί στο χώμα , να ακούω ποδοβολητά αλόγων, τόξα που περνούν ξυστά απο
πληγές ανοιχτές, την γυναίκα της ερήμου με τα μάτια υπερβάλλοντα θλίψη τονισμένα με κολ, τον πρόσφυγα μέσα στο σκηνικό της εικονικής κρίσης και τα δέκα γουρούνια να απλώνουν τα βρώμικα δάχτυλα στον παγκόσμιο χάρτη και να κλέβουν την ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
Αυτός που βαυκαλίζεται πως είναι ευαίσθητος δέκτης της ανθρώπινης δυστυχίας γράφοντας ,είναι ένας απλός καταγραφέας, οι ποιητές κοιμούνται νεκρικά, δεν ανεβαίνουν στην επιφάνεια για να μην αλλάξει
αυτό το αιματώδες σκηνικό. Οι δικτατορίες πρώτα αυτούς αναγκάζουν σε παύση εξαφανίζοντας τους..
Πάνω σε μια κόκκινη ανεμώνη της θαλάσσης, σε ονειρεύτηκα πάλι άγνωστε φίλε. Κινούμασταν και περιμετρικά και χωρίς συγκεκριμένη πορεία.
Τουλάχιστον να ζήσουμε και να αφήσουμε χώρο και στους άλλους να ζουν.
Η έπαρση σκοτώνει την αληθεια.
Η αλήθεια είναι το παρελθόν μας αλλά και το μέλλον μας..
Η πραγματική ζωή είναι το κακό να το αλλάζεις σε καλό κι ¨υστερα να μην υπάρχει ούτε κακό ούτε καλό...
Εκεί θα ήταν χρήσιμο να εξαντληθεί η επιστήμη και η ποίηση..
Κανένας να μην είναι υποταγμένος...
Ω αγαπημένη Ζανά μικρή αδελφή των Μαπούτσε..
Κι ύστερα μια ηλιαχτίδα στάθηκε στο πάτωμα κι έμπλεξες τα μαλλιά σου μέσα της, δεν μπορούσα άλλο να κάνω εκτός του να βλέπω τα μάτια σου, μάτια που ήξεραν το χάος και τον ίλιγγο της ζωής.
Δεν ήξερα άλλη ζωή εκτός της παρατήρησης, δεν ήξερες άλλη ζωή εκτός του να ζεις με όλη σου την ύπαρξη.
Η λέξη μεταμέλεια δεν είχε χρηστικότητα στις ημέρες μας γιατί η αγάπη κυριαρχούςε σε οτι κάναμε.
Μέχρι σήμερα
το ασήμαντο για τους άλλους είναι σημαντικό για εμας
Να έρχεσαι να με βρίσκεις,
να μιλάς με γιατσέντα,
να μεθούμε από την κόκκινη πεταλούδα,
να μας κοιτούν αόρατα πλασματα με ανείπωτη αγάπη
να συντελούνται τα μέγιστα ,καθώς η κρυφή σου χάρη
θα μας υψώνει πέρα από την οροσειρά των καημών..
Να μην βλέπεις τους εσωτερικούς λυγμούς μου να βγαίνουν τις νύχτες σαν νεκροί που κρατούν θυμιατήρια.
Εσύ να θυμάσαι τις νύχτες που μπαίναμε στην θάλασσα με τα ρούχα κι υμνούσαμε την αθωότητα που διατηρούν οι ενήλικες στο στήθος ,σαν φυλαχτό.
Εσύ υπερήφανα να κρατάς τις ήττες μας,
να τις βάζεις στους βασιλικούς να μοσχοβολούν από διηγήσεις,
οι ήττες μας οδήγησαν στο ξανακερδισμένο μας γέλιο.
Να 'ερχεσαι,
δίχως όρους και προθέσεις.
Στο διπλανό σπίτι που ενοικιάζεται, αυτήν την στιγμή ,δίνονται μαθήματα μουσικής με πιάνο. Παιδική φωνή διασχίζει το δρομάκι έξω από το σπίτι μου. (μήλο μου κόκκινο κλπ)
Πριν καμιά ώρα κάποια γυναίκα φώναζε πουλώντας καλάθια και πανεράκια.
Τα σύννεφα γλείφουν το χωριό μου και φαίνεται κάποιες στιγμές σαν να είναι κυκλωμένο από βαμβακια που έχουν διάφορα σχήματα τα οποία χαλάνε και χάνονται καθώς ενώνονται.
Ένας μικρόκοσμος ξεχύνεται μέσα στον μεγάλο υφαίνοντας και βελάζοντας αλήθειες και μικρά ψέματα.
Κι όσο το πιάνο υψώνεται πάνω από τα σπίτια ,σκέφτεσαι την καταγωγή και τα έργα του ανθρώπου, πως ξεκίνησε και που τραβάει..
Οι συνάξεις με τους φίλους στην βεράντα συνεχίζονται, με τα αστέρια πότε να τρέχουν σβήνοντας κι άλλοτε να μένουν ακίνητα ,σκορπίζοντας τα ασήμια τους και κάνοντας τα μάτια μας αθώα.
Ένα μπαούλο με μνήμες θα κουβαλήσω ξανά μπαίνοντας στο ανοιχτό στόμα του πλοίου της επιστροφής, αυτό αργεί ακόμη ευτυχώς για εμένα.,
Εδώ το απαύγασμα των περασμένων χρόνων συντηρείται γλυκά στο καύκαλο της μνήμης κι η συγχώρεση είναι συνεχώς σαν ετοιμόγεννη γυναίκα.
ΌΛα τα μικρά κι ευτελή των ανθρωπίνων αδυναμιών αντιμετωπίζονται έτσι, ως αδυναμίες, εδώ κυρίαρχος είναι ο ρόλος της ευγνωμοσύνης διότι κάθε νέα ημέρα είναι μια ανοιχτή πόρτα στο θάμπος και την χαρά της ζωής...
Η αγάπη δεν είναι δεδομένη, την κατακτάς κάθε ημέρα πολεμώντας σαν ένας ειρηνικός πολεμιστής γι αυτήν..
σελίδα ημερολογίου
>πόσο νομίζεις πως την ξέρεις;
Κοιμάσαι τις νύχτες με οινοπνευματώδεις ουσίες στο αίμα σου αγκαλιάζοντας τα πόδια σου σε στάση εμβρύου.
Ξυπνάς με τον ήλιο να χτυπάει τα παντζούρια, ο κόκορας έχει εμφανώς κουραστεί , εσύ πίνεις το τσάι σου με μια πνευματική διέγερση και μια όξυνση των αισθήσεων.
Μαζεύεις την μνήμη της χτεσινής νύχτας που έχει πια εξαυλωθεί. Χόρευες μπάλο χτες με τον Α. που γιόρταζε κι ήταν απέναντι σου πάλι εκείνη, η θάλασσα. Ύψωνες τα χέρια σου και πατούσες με δύναμη τα πόδια στην γη για να εξυψωθείς, να πεις δεν φοβάμαι τον θάνατο , ούτε και την ζωή.Εκείνη σε άκουγε σαν να ήταν η πιό γενναία μητέρα.
Ο πατέρας σου χαμογελούσε απαλά στροβιλισμένος σε ένα δυνατό αέρα που σου ανακάτευε τα μαλλιά.
Όλα έλαμπαν εκστατικά. Όλα έλαμπαν, χυμένα χρώματα του ζωγράφου που ζωγράφιζε τοίχους σε μια ταβέρνα για ένα πιάτο φαγητό. Ποιητές ανεβασμένοι σε πλώρες και σοφίτες έλαμπαν μέσα σου, ηταν πίσω από τα μάτια σου γι αυτό χόρευες και μαζί τους, ένας μπάλος για δύο έγινε για πολλούς.
Είμαστε πολλοί, στοιβαγμένοι σε μια πλώρη ψάχνουμε την θάλασσα. Την αθωότητα μας, τον έρωτα, θέλουμε να ξορκίσουμε τις βασάνους, θέλουμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Θέλουμε να θαυμάζουμε και να αναρωτιόμαστε για την αρμονία και την τάξη που υπάρχει στο βασίλειο της μέλισσας.
Να ακούσουμε τον Γ. τον μελισσοκόμο να μας εξηγεί πως γεννιέται μια βασίλισσα και τον αγώνα του ζευγαρώματος των κυφήνων.
ΌΛα είναι ένας αγώνας που τον μαλακώνει η θάλασσα.
Πόσο νομίζεις πως την ξέρεις;
Ξέρεις πως τις νύχτες όταν κοιμάσαι γυρίζεις μέσα της;
Καθώς γράφεις από ανάγκη λέξεις που λίγοι θα διαβάσουν ,σου χτυπάει το κουδούνι ενα κορίτσι και σου δίνει ένα ψωμί για τις σαράντα ημέρες που πέρασαν από τον θάνατο μιας γυναίκας.
Ετσι γίνεται εδώ ,
είναι κομμάτι της παλιάς ζωής που διατηρείται για να θυμάσαι πως ζούσαν οι άνθρωποι τότε.
Στον Οθέλο υπάρχει μια φράση που με έχει σημαδέψει.
Μ αγάπησε για τους κινδύνους που έχω διατρέξει.
Πόσο καλά το καταλαβαίνεις;
Η Αμοργός το ξέρει και με αγαπάει γι αυτό,
είναι η μόνη που ξέρει..
σελίδα ημερολογίου
Μια ησυχία που εμπεριέχει μέσα της την γαλήνη είναι απλωμένη σήμερα στο χωριό.Σε όλες τις άκρες του νησιού. Ο αέρας έπαψε να κυριαρχεί με τις κραυγές του.
Ο ήλιος είνα δυνατός και μοιάζει σαν να κινείται σήμερα έντονα στην ατμόσφαιρα.
Λίγοι είναι οι παραθεριστές που ζουν μόνο για να θρέψουν στομάχι και συκώτι. Οι άλλοι, αυτοί που θα διασχισουν τα βουνά και τα μονοπάτια κι έρχονται για να θρέψουν μάτια και πνεύμα έρχονται τώρα ή σε λίγες ημέρες.Αυτοί, βάζουν στόχους που τους κατακτά το ποδι σε συνεργασία με την θέληση.
Σιωπή, μια γλυκόπικρη σιωπή του Σεπτέμβρη θυμίζει το θέρος. που πέρασε .Τα σταφύλια χρυσίζουν στο μάτι κι ο αετός ερωτροπει στον αέρα με το ταίρι του. βγάζοντας μικρές φωνές.
Ξαπλωμένη στην άμμο διαβάζοντας πάντα ένα βιβλίο πότε πότε αφήνω το μάτι να διαλυθεί στα συννεφα που ταξιδεύουν και άλλοτε βλέπω αυτήν την ερωτροπία στον αέρα.
Σκέφτομαι τότε,
πόσο μικρός είσαι άνθρωπε , έφτιαξες μηxανές για να διασχίσεις αποστάσεις ,αλλά ετούτο εδώ, ποτέ δεν θα το φτάσεις.
Ένα ερωτικό κάλεσμα στον αέρα ελεύθερος, εσύ το περισσότερο για το οικονομικό συμφέρον μπορείς να πετάξεις, πτήσεις ερωτικές μονάχα στο κρεβάτι σου θα κάνεις, εκεί κάνεις έρωτα , εκεί και μια ημέρα θα πεθάνεις..
σελίδα ημερολογίου
πρέπει να μην πω που είναι κρυμμένα τα γατάκια με την μητέρα τους,
όλο και κάποιος εδώ υποφέρει από οργή στα αδύναμα ζώα,
η μητέρα γάτα έχει την ικανοτητα να μου σκίίζει την καρδιά,
την πρώτη φορά που ήρθε στο σκαλοπάτι του σπιτιού μου
με κοίταξε με όλη την επιθυμία για έλεος , τρίφτηκε και νιαούριζε με ήχους που ζητούσαν κάτι, ρουθούνια σκισμένα , τρώγοντας έκανε ήχους σαν να υποφέρει από άσθμα.
Μέρα παρά μέρα, πηγαίνω φαγητό στα δυό παιδιά μου, ένα μάλλον ηλικιωμένο άλογο κι ένα νεαρό γαιδουράκι.
Μόλις με βλέπουν από μακριά φωνάζουν κ αυτό με κάνει να γελάω.
Πότε πότε βλέπω κάποιον νεκρό τζίτζικα και θαυμάζω την φτιαξιά του.
Όταν έρχομαι σε επαφή με ετούτον τον υπέροχο κόσμο η ψυχή μου βγαίνει μπροστά μου γυμνή, αυτός ο κόσμος την οδηγεί έξω από εμένα.
Έπειτα μπαίνει μέσα στο σώμα καλούπι.
Κι η μύγα παίρνει τον δρόμο της, πότε να ενοχλήσει ένα μουλάρι και πότε να ακολουθήσει ένα φέρετρο.
Οι νύχτες δεν διευθύνουν τίποτε , μια σελήνη φανερώνεται πίσω από ένα βουνό κι ύστερα ξανακρύβεται για τα δικά της δωμάτια.
Έχω μια βαθυκύανη φτερούγα όταν ξυπνώ κι όταν κοιμάμαι. Απομένω θαμπωμένη...
Σελίδα ημερολογίο
Ολόκληρη την νύχτα που μιλούσε μαζί του,
είχε την αίσθηση πως μιλούσε με ένα πουλί,
τον ονόμασε μέσα της, (ο άντρας-πουλί ),στην γλώσσα των Μαπούτσε, κι ας μην ήταν Ινδιάνα.
Όταν ξύπνησε, βρήκε στο μαξιλάρι της ένα φτερό
κι όμως θυμόταν,
το μόνο που έκανε ήταν να τον καληνυχτίσει ευγενικά και να φύγει μόνη της.
Κυριακή 18 Ιουνίου 2017
το μάτι μας.
Αν σήκωνες όλα σου τα μυστικά και τα έκανες σαίτα στα μάτια των άλλων δεν θα φοβόσουν τίποτε, ότι εκτίθεται γίνεται δυνατό.
Πολλές φορές είμαστε στον χώρο χωρίς να είμαστε στον χρόνο.
Κι άλλοτε είμαστε απλά στον χρόνο χωρίς να είμαστε στον χώρο.
Είμαστε ότι μας τροφοδοτεί το μάτι.
Αν μείνεις στο ξενοδοχείο των πληγωμένων καρδιών θα γεμίσουν τα αυτιά σου από τις φωνές μικρών λευκών πουλιών, κάθε πληγωμένη καρδιά είναι ένα μικρο
λευκό πουλί.
Ότι κι αν μου συμβεί γυρίζω σε αυτό που βρίσκεται πίσω από το μάτι.
Και δεν μετανιώνω ποτέ...
Οι μνήμες είναι σαν κόκκινες κλωστές,
ξεμυτίζουν από τα συρτάρια, κίτρινα συρτάρια,
χορεύουν ξέφρενα σε πάτωμα από κέδρο,
πράσινες γραμμές στο χέρι μου που είδε μια τσιγγάνα,
μοβ τσιγγάνα,
καίνε καρβουνάκια στο θυμιατήρι της γιαγιάς μου,
καφέ ήταν η γιαγιά μου,
χαρτιά πεταμένα σε ιστούς αράχνης,
κίτρινα χαρτιά,
πεζοπόροι κι αγωνιώδεις υφαντές των ονείρων, χρυσό και κόκκινο τα όνειρα,
οι μνήμες ακούραστες κόρες της θάλασσας,
έρχονται με βάρκες μπλε στην μέση του δωματίου μου,
στέκονται και με ρωτάνε με ένα στόμα,
-τι θα αποφασίσετε για εμένα, θα με κρατήσετε-;
Αποσιωπώ και λυγίζω το κεφάλι.
Η πιό δυνατή μνήμη θα αδειάσει όλα τα χρώματα..
Κι εγώ ένας κόκκος από θειάφι, θα ψάχνω τα λουλούδια που σπαρταρούνε στην άκρη πάντα ενός δρόμου,
γκρίζου δρόμου,
δεν τα βλέπουν οι περαστικοί και τα πατούνε
κι αυτά ούτε ένα Αχ,
ούτε ένα Αχ ,
γαλάζιο Αχ του ουρανού...
Η μνήμη είναι χαμαιλέοντα
Όταν η θάλασσα έχει πάρει το ίδιο γκρίζο με τον ουρανό ,ξέρεις το σημείο που πατάς.
Εκεί ξεμπέρδεψες με το κλειστόν λόγω μελαγχολίας.
Τίποτε δεν είναι κλειστό όταν βγάζεις ένα φαιδρό παρελθόν έξω από την πόρτα και η αλήθεια χτυπάει σαν ξυράφι. Δεν σε ενοχλεί το ψέμα αλλά οι ψεύτικοι άνθρωποι, αυτό δεν είναι παρά μια θέση τους καθαρά ιδιοτελής, συνεχής χωρίς εκπλήξεις και ανάπτυξη και αλλοιώνει το ωραίο.
Δεν είναι ίδια η ομορφιά σε όλα τα μάτια. Δεν είναι συμβατές πάντα οι προθέσεις με τις υποσχέσεις.
Ούτε η τιμιότητα ελαχιστοποιεί την δύναμη της επειδή διασχίζουμε την εποχή του άρρωστου εγώ. Άπειρα αυτά τα εγώ αλλά η ζωή είναι μία.
Το να είσαι εσύ ατόφιος, ζώντας με τους άλλους είναι η πιο καθαρή πολιτική θέση.
Όλα τα άλλα πουλιούνται στην αγορά που τα φύκια τα τιμολογεί σαν μεταξωτές κορδέλες..
Οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με τα οστεοφυλάκια της συνείδησης τους και των ιδεών τους.
Όλα ξεκινούν και τελειώνουν από την θέληση σου για αλήθεια και φως. Ανοίγουν μονοπάτια που σε οδηγούν εκεί ακόμη και τυχαία.
Η πραγματικότητα συνεχώς αλλάζει. Και πολλές φορές πιστεύεις πως επειδή το γκρίζο της θάλασσας έχει το ίδιο γκρίζο με τον ουρανό ότι δεν υπάρχει ορίζοντας.
Όμως υπάρχει και το ξέρεις.
Υπάρχει πολύ αυστηρό τίμημα αλλά τίποτε δεν κερδίζεται εύκολα.
Ποτέ δεν μας άρεσαν τα πλήθη, οι αριθμοί κι οι λέξεις που θυσιάζονται για μιαν εντύπωση που στο επίμετρο είναι ευτελείς.
Γνωρίζουμε από παιδιά να περπατούμε με γυμνά πέλματα στις καυτές πέτρες.
Και γνωρίζαμε από παιδιά με το φυσικό μας ένστικτο πως η μοναχική πορεία είναι δύσκολη.
Όμως τούτο, δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε πάντα γενναίους κι όμορφους φίλους κι ανθρώπους δίπλα μας και στην καρδιά μας
που γνωρίζουν τι είναι η αγάπη.
Ας μην γελιόμαστε,
όλοι μας ξέρουμε
ώρα που η ανάγκη για επικοινωνία ενδύεται το ρούχο της ματαιοδοξίας,
το μάτι και το αυτί πλημμυρίζουν από φτήνια,
τώρα που η αδέσποτη αλλά πειθαρχημένη συγκίνηση συμβιβάζονται
με την επίδειξη της πρόθεσης,
τώρα πιο πολύ, ποθώ να βρώ,
τις πληγωμένες γσέισες,
να μου δώσουν μέςα από το χρυσό κόκκινο τσαντάκι τους να βάλω, κάτω από το μαξιλάρι,
φεγγάρι από ασημένια λέπια και άνθη του Βαν Γκόγκ..
Στην ελεγεία της αρμονίας να χαθώ,
να χυθώ να ηλιοβασιλέψω,
να κοιμηθώ για πάντα ..
η γκέισα κοιμήθηκε
Η βιωματική των ασωμάτων
τώρα που δεν υπάρχει τίποτε χειροπιαστό να δείς μπορείς να πετάξεις
αρκεί στην πτήση σου να μην δείς την γυναίκα με τα ξυλοπόδαρα αυτή που είναι υπερβολικά αυτόνομη και πετάει κεραυνούς με τα μάτια της
προχτές νομίζω την είδα κι εγώ
μα δεν μπόρεσα να της μιλήσω γιατί ήμουν ζαλισμένος από το ούζο που είχε γίνει ήλιος και θάλασσα
κάπου εκεί συνειδητοποίησα πως δεν είχα σώμα.
Κανείς δεν ξέρει την αυγή ,σε ποιά προβλήτα θα ακουμπήσει τα βλέφαρα του.
Σκληρός ο κόσμος μα ακούραστος *
με ένα του φίλημα ο καθείς γίνεται προδότης.
Πισθάγκωνα σε έτρεχαν οι βλαστοί των αγίων μα τα αγιάσματα τους ποτέ δεν τα είδες,
μόνο τα μύρισες μια ανοιξιάτικη βραδιά που οι νερατζιές έκλαιγαν
ενώ η σελήνη εξέπεμπε s.o.s.
Φύγε, μην με ακούς ,
έξω όλοι τρέχουν προς τα πίσω.
Εκείνη την εποχή πεινούσαμε για τους ανθρώπους.
Κι οι περισσότεροι πεινούσαν για εμάς.
Μεγαλύτερη διέγερση από αυτήν, ήταν η ερωτική αναζήτηση, όχι όπως στα φωτορομάντζα, ούτε στα παραμύθια με τους βατραχοπρίγκιπες, 'ηταν αυτή του να φορέσουμε το δέρμα του εραστή μας.
Όταν η ημέρα διαδεχόταν την νύχτα έλαμπαν τα σπλάχνα μας.
Η καρδιά μας είχε πολλά ανοίγματα στην φαντασία και δεν επιδεχόταν περιφρούρησης.
Όμως ξέρεις κάτι;
Όλα αυτά, ήταν πριν* κάποιες λέξεις και τόποι γίνουν μόδα.
Δεν χρειαζόταν να δεις περισσότερο από πέντε λεπτά τότε για να διαπιστώσεις την γνησιότητα των λεγομένων και των προσώπων τους..
Είχαμε παρατσούκλια αντί για ταυτότητα.
Ονειρευόμασταν τα πιό όμορφα μάντρας, την Ινδία και τους Σούφι. Μα έπειτα ο Ρουμί, ο Τζακ κι ο Τσαρλς και πόσοι άλλοι έγιναν μόδα.
Φιγούρες ανθρώπινες, των κοσμικών νησιών επισκέπτες, μιμήθηκαν τους καταραμένους παριστάνοντας τους αγίους, πράγμα αδύνατον να το πετύχει άλλος κανείς..
Καμία διαύγεια στις πράξεις και το μυαλό τους. Άνοιξαν αγορές.
Ανοίχτηκαν και πήραν και πολλούς από εμάς.
Ύστερα γιγαντώθηκαν οι άλλες αγορές. Και εκεί τελείωσε το θέμα της όρασης και η υπόθεση του ανθρώπου.
Και τέλος κάποιοι που απομειναν κυκλοφορούν ψάχνοντας μια δικαίωση σε ηλεκτρονικούς τοίχους με δήθεν στίχους και μια δήθεν λατρεία στους νεκρούς.
Κι αυτό το δήθεν με σκοτώνει..
Πολλές φορές ευχήθηκα να μην βλέπω και να μην καταλαβαίνω...
Αλλά κάτι είναι πιό επάνω από εμένα και με πυροβολεί ακατάπαυστα..
Σήμερα πεινάμε πάντα για τους ανθρώπους.
Αλλά τώρα πια δεν είμαστε αθώοι γιατί είμαστε υποψιασμένοι..
Πρώτο παράδειγμα εγώ, κάποτε μισούσα τα αποσιωπητικά, τώρα τα χρησιμοποιώ συχνά....
4.17. Μεσημέρι, πάει για απόγευμα
Ώσπου να αδειάσει η μνήμη θα σε περιγράφω στα χελιδόνια.
Κι ενώ οι άλλοι θα περιμένουν τις άγιες ημέρες, ο Παπαδιαμάντης θα κοιμάται στην πλατεία ,
ο Καρούζος θα πίνει ποτά ώσπου οι λίγοι εναπομείναντες ακόλουθοι του επιταφίου, να λιμνάσουν στα σπιτια τους.
Οι Μήδειες θα σφάζονται από τα παιδιά τους
κι ο κόςμος θα γυρίζει ανάποδα οταν ο μισός πλανήτης θα βομβαρδίζεται στον Γολγοθά του μαρτυρίου.
Οι άγιες ημέρες δεν θα έρχονται όσο ο άνθρωπος δεν υπάρχει σαν ένα θαύμα.
Η μοίρα είναι ολοι οι χρόνοι μαζί στο ποδήλατο ανεβασμένοι , της ανθρώπινης περιπέτειας.
Ωσπου να αδειάσει η μνήμη θα σε περιγράφω στις επόμενες ημέρες της παπαρούνας,
αιματώδης και πυκνή στην επίδραση της στην ευαισθησία ,θα κάνει συντροφιά στους μοναχικούς .
¨οταν θα φύγει ο τελευταίος από την πλατεία του θεάτρου θυμήσου να σηκωθούμε από τα γόνατα.
Να χορέψουμε τα τραγούδια τα αγαπημένα , των οικείων μας νεκρών.
Με ´ενα μαχαίρι ´ή μονάχα ένα λουλούδι, δεν απλώνεται ο άνθρωπος.
Αιωνίως θα περιμένει μια Ανάσταση με τα χέρια σε ακαμψία.
Σε αγαπώ,
να με θυμάσαι οταν θα μου φέρνεις φρέζιες.
Της Μεγάλης Δευτέρας
Κάποτε θα έπρεπε να μιλήσουμε για εκείνη την θερμότητα που αγνοήσαμε , για εκείνη την μικρή φωτιά που μας φυγάδευε μέτρα προς τα επάνω,
μα οι σκιές που έπεφταν στα μάτια μας από τις αμφιβολίες ήταν ένας τελικός σταθμός.
Οι ήττες μας , μας τρώγανε τα σπλάχνα σαν σκυλιά.
Σε θυμάμαι καμιά φορά όταν ο αέρας με χαϊδεύει με ένα άρωμα απο νερατζιές.
Άνοιξη ήταν θυμαμαι οταν αποχαιρετιστήκαμε δίχως μια λέξη..
Είχε έναν τρόπο να γελάει με τα χέρια της.
Με τα χέρια της έβγαιναν νότες γάργαρες από τον πνεύμονα και έρχονταν και κάθονταν στο μέρος της καρδιάς του, διώχνοντας μακριά του κάθε λύπη.
Είχε έναν τρόπο να γελάει με όλα της τα δάχτυλα, μικρές καμπάνες έπαιζαν κρυφτό κάθε φορά που μετακινούσε τα δάχτυλα στον αέρα ή προς την μεριά του..
Κι αυτός ήταν μόνο ένα καράβι φτιαγμένο από λύπες.
Έλυνε κάβους μόλις έβλεπε τον χορό των χεριών της κι έφευγε, νιώθοντας ως τα κόκαλα του την χαρά...
υγ. στην Α.
Είχε μπεί στην εποχή που η μνήμη ήταν ένα στεγνό σφουγγάρι ,ζητούσε απο την νύφη της που δεν ήξερε ποιά είναι ,απλά την αναγνώριζε σαν ένα σημάδι επαφής, να την βοηθήσει κι εκείνη στις δουλειές του σπιτιού, να μην είναι ακίνητη, το σπίτι ήταν έρημος που την φώτιζε πότε πότε ένα αντρικό πρόσωπο που έλεγε πως ήταν ο γιός της, γύριζε γύρω γύρω και ζητούσε συνεχώς να φάει, αυτή που την έλεγαν νύφη της της έβαζε το γεύμα σε τρία πιάτα, άλλο η σαλάτα, άλλο είχε το κρέας , άλλο το φρούτο, αυτό την μπέρδευε, ωστόσο μέσα στο λευκό μυαλό της γύρευε εκείνο το πρόσωπο που έλεγε πως είναι γιός της, τον έψαχνε, ωστόσο μια ημέρα εκείνος της είπε , μάνα θέλω να με παίρνεις κάθε ημέρα στην δουλειά μου τηλέφωνο στις δυο και μισή, τότε εκείνη πήρε στα χέρια της εκείνο το πρωινό το ξυπνητήρι, πάνω κάτω διέσχιζε τον διάδρομο, το σαλόνι, την κουζίνα, πάνω κάτω παραμιλώντας , πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο το μεσημέρι στις δυό και μισή, κοιτούσε το ρολόι και περίμενε να έρθουν οι δείκτες στην σωστή θέση, το σπίτι ερήμωνε, ολοένα ερήμωνε ,δεν μπορούσε να ταξιδέψει με το μυαλό της όπως κάποτε, δεν μπορούσε να νιώσει χαρά, σκιές την έτρωγαν και την κατάπιναν, ύστερα ήρθε αυτή που την έλεγε με το όνομα της , τι κάνεις Όλγα είπε, τι κάνεις με το ρολόι στο χέρι, να πάρω κάποιον τηλέφωνο, αλλά ποιόν , αυτό είπε κι ένιωσε άσχημα, ένιωθε σαν παιδί που γυρεύει την μάνα του αλλά δεν θυμόταν ποιά είναι η μάνα της, μόνο κάποιες παλιες φωτογραφίες ,της την θύμιζαν, της άρεσε η μουσική, η κλασική μουσική, θυμόταν κάποιον γιατρό που έλεγε πως η μουσική αγγίζει όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα, τώρα είχε πάει δύο και μισή η ώρα, ποιον έπρεπε να πάρει, όμως ήξερε πως αυτός ο κάποιος την αγαπούσε και τον αγαπούσε κι εκείνη...κι η αγάπη δεν έχει στάδια...άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι της Βέμπο ενώ η ώρα είχε πάει τρείς κι η ημέρα έξω έκαιγε από τον ήλιο.
Η γεροντική παιδική ηλικία..
Η κοιλιά του νησιού βρυχάται
ενώ παλεύουμε ανάμεσα στην δυσθυμία και την αφέλεια δίχως την διεκδίκηση μιας νίκης,
αταίριαστοι και λυρικοί στην λάμψη μιας έναστρης ,νυχτερινής όψης,
με την μνήμη του δέρματος στα μάτια,
απωθώντας τον οίστρο του κτήνους,
λαθραίοι και διώκτες του ψεύδους,
μνημονεύουμε τις παλιές ώρες σαν νεκροφόρες.
να ακυρωμένο σώμα βαδίζει νευρικά πάνω κάτω στην ταράτσα/
η κουφή κυρία του τέταρτου όροφου ακούει ραδιόφωνο στην διαπασών/ ένας σκύλος φωνάζει στο μπαλκόνι ώρα τρείς ,βαθιά νύχτα/
εμείς κοιμόμαστε με τις φωτογραφίες των νεκρών μας στο στήθος , σαν Χριστοί σταυρωμένοι/
μια γυναίκα χορεύει με ένα φιλί στην πλάτη στον δρόμο της πάπρικας/
εσύ μου λες τίποτε εκπληκτικό πια δεν συμβαίνει ,φορώντας ένα χαλασμένο κραγιόν, κι εγώ, ριγμένος στα γόνατα, αφαιρώ ένα ένα τα καρφιά των άφιλων φίλων σου.
Ακυρώσεις
Κάποτε μια κοπέλα που είχε ένα εξωτικό, κόκκινο πουλί κι ´ενα παιδί πίσω από το στήθος της ένιωσε δυσφορία.
Αυτό οφειλόταν στο ότι τα δυό αυτά κρυμμένα πλάσματα τσακώνονταν αρκετά συχνά.
Κι η κοπέλα προσπαθούσε να τους κάνει να ειρηνεύσουν.
Όμως αυτό δεν είχε καμία επιτυχία.
Και μια ημέρα που δροσοσταλίδες ήταν κρεμασμένες στα δέντρα
συνάντηςε στον δρόμο της έναν ποιητή.
Ο ποιητής τσακώνονταν με την ηχώ και την σκιά του, τις καταδίωκε ώστε να μπορέσει να φτιάξει ένα ποίημα.
Ήξερε πως ένα δυνατό ποίημα, θάμπωνε με την λάμψη του τον αναγνώστη και έδινε νέο παλμό δίνοντας μια πολύ ακριβή σαφήνεια στις αξίες.
Η κοπέλα έβλεπε τον αγώνα που έκανε ο ποιητής κι ένιωσε πως οι αληθινοί ποιητές βρίσκουν πάντα την αρχή του τούνελ που λέγεται μυστήριο. Είδε την άβυσσο που έριχνε τις σαίτες του και καταλάγιασε μέσα της την δική της αγωνία για τον καθημερινό πόλεμο των κρυμμένων δικών της πλασμάτων . Αντιλήφθηκε με το βάθος της καρδιάς της ,πως το πουλί και το παιδί τσακώνονταν γιατί προσπαθούσε η ίδια να τα κρύψει από τους άλλους για να μην την κατακρίνουν .
Κι ακούγοντας τον ποιητή μαγεύτηκε κι άφησε την γνώμη των άλλων πέρα, τότε το πουλί και το παιδί λευτερώθηκαν από το στήθος της κι έγιναν μέρος σε ένα ποίημα.
Κι όλοι μαζί πια λευτερωμένοι, κοιτούσαν με μάτι καθαρό και ανοιχτή καρδιά το κέντρο της οικουμένης. Από εκεί έβγαιναν κρυφές μουσικές που με τις δονήσεις τους ένωναν όλους τους ανθρώπους...
παραμύθι για μικρούς και μεγάλους
υγ αφιερωμένο με πολλή αγάπη στην M. και τον Κ
Σάββατο 11 Μαρτίου 2017
Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)