Σάββατο 23 Ιουλίου 2016
Προχωράει ζαλισμένη από την ζέστη, η πόλη βγάζει φλόγες από το στόμα της, η πόλη θυμίζει έναν δράκο που κρατάει προσεκτικά την τελευταία του φλόγα για τους αναρμόδιους.
(Τι ωραία που δεν ανήκω στους αρμόδιους), σκέφτηκε.
( Τι ωραία που δεν ανήκω στους αναρμόδιους), σκέφτηκε.
(ΠΟυ ανήκεις); την ρώτησε το στόμα που βρίσκεται πίσω από τον κρόταφο.
(Πουθενά, ίσως να ανήκω κάπου που δεν ξέρω), απάντησε.
Έβγαλε τσιγάρο, το άναψε, πέρασε κάτω από τα μπαλκόνια που έκαιγαν. Ένα σπίτι ήταν κυκλωμένο από κάγκελα που μιλούσαν για την εγκατάλειψη του..
Κοίταξε ψηλά, τότε είδε πυκνά φυτά να βγαίνουν μέσα από τις γλάστρες.
( Για σκέψου, εδώ στην οδό Χανίων , σε έναν χώρο που είναι σε εγκατάλειψη, κάτι προσπαθεί να ζήσει μόνο του, χωρίς βοήθεια και νερό από κανέναν)..
Μια ασίγαστη τρυφερότητα ξεχύθηκε εντός της, για ότι υπήρχε χωρίς να ανήκει κάπου , για ότι ήταν εγκαταλειμμένο από το άγριο μάτι ετούτου του κόσμου που κροτάλιζε απειλές και φόβους, μέσα από την ίριδα αυτού του επικίνδυνου ματιού.
Κολυμπάμε ανάμεσα σε μέδουσες που παριστάνουν τα θαλάσσια άνθη, χρειάζεται τρόπος να ξεχωρίσουμε τις ιδιότητες,
μια καλή όραση, και κάποτε κάποτε, μια ενόραση ανθρώπου μας χρειάζεται
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου