Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018


H αστική ζωή έχει συνδεθεί με την σταδιοδρομία. Και η <<απαίδευτη>> παιδεία συνδέθηκε με την καταγγελία της μη ομορφιάς και της ανύπαρκτης αθωότητας. Αγνοώντας συστηματικά πως η καταγγελία χωρίς την ύπαρξη αγώνα είναι μόνο μέρος επίδειξης.. Και πως να μιλήσει κανείς για ομορφιά όταν μακριά είναι από τα φυσικά τοπία, μακριά είναι από την ελεύθερη ανάσα των ανθρώπων; Μακριά από μια ημέρα που ξημερώνει σαν μελαγχολικό Φθινόπωρο και στην διάρκεια αλλάζει όψη φωτιζόμενη από τον ήλιο βάζοντας όλη της την δύναμη να γίνει Καλοκαίρι; Και ποια είναι η αθωότητα όταν χρησιμοποιείται από αυτούς που καταγγέλουν κι αυτούς που καταγγέλονται πως είναι γνήσια αντίτυπα κι εκφραστές αυτής, χωρίς να έχουν παρακολουθήσει τον ατέλειωτο ομαδικό σχηματισμό στο πέταγμα των πουλιών ή το παιχνίδι που κάνει ένα ψάρι πετώντας σχεδόν έξω από το νερό; Κουράστηκε η ομορφιά, έγειρε στους ώμους της Αντιγόνης και της Ελένης, ψάχνοντας καταφύγιο μεγαλοπρεπές και σιωπηλό. Η σπηλιά του θανάτου εύκολα μεταβολίζεται στο νησιώτικο λευκό των σπιτιών κι εξίσου εύκολα γίνεται ζωή από μια κίνηση στο παλαιό μονοπάτι ενός ανθρώπου ή το μάτι μιας κατσίκας στο άγουρο χωράφι. Να πονούν οι αρθρώσεις να ανέβεις στον βράχο να σκίσεις το αλάτι, να είσαι λυγερόκορμος στο άπλωμα της νύχτας και να μην ξέρεις πότε θα σβήσει το δικό σου καντήλι ανάβοντας το καντήλι των νεκρών. Να βλέπεις σεισμό στον ύπνο το ξημέρωμα σε κάποια άλλη γωνιά του πλανήτη κι αυτός να έχει ήδη συντελεστεί καταπίνοντας την ελπίδα στον δρόμο με τις κερασιές. Να σε πληγώνει εξίσου η παρουσία και η απουσία με τα νεφελώματα της στο Κρόνιο τοπίο όπου η Αφροδίτη να σώσει προσπαθεί τα άμοιρα παιδιά της από τον χαμό. Ο Χαμός της ανύπαρκτης ύπαρξης.. Μόνο χαραγματιές κι όψιμα δάκρυα ,αντί της συνειδητότητας πως οφείλεις να ζήσεις με όλες σου τις αισθήσεις ενάντια στον θάνατο ,κάποτε με θάρρος και δόντια κοφτερά και κάποτε με ένα λιτό χαμόγελο που αγναντεύει τον κόσμο.. Κοιμάσαι με τον γρύλο να σκίζει τους τοίχους με τον ήχο του, μαζί με την ευωδιά του νυχτολούλουδου που σχεδόν σε πληγώνει . Που σαλεύει ο κόσμος; ρωτάς κι αναρωτιέσαι.. Ως πότε θα ξεχωρίζει σε δούλους κι αφέντες , ορατούς κι αόρατους- επιλεκτικά ενθυμούμενος; Ως πότε θα κυνηγάει την ουρά του σαν ένα ζώο πληγωμένο από την τυφλότητα, Πολύφημος μέσα στους Πολύφημους; Περπάτα καρδιά μου, περπάτα όσο μπορείς, να λες καλημέρα και να συγχωρείς. Μα να βλέπεις όχι με ορθάνοιχτα μάτια, αυτά δεν μπορούν πολλά να δουν από την έκπληξη του φωτός που απότομα χύνεται μέσα τους. Και περίμενε- σκάβοντας και περπατώντας την άλλη ημέρα, εκείνη που όλα θα συμβούν, ανοίγοντας και θεραπεύοντας πληγές από τον θρόμβο της ύπαρξης.. Αμοργός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου