Παρασκευή 5 Απριλίου 2019


Είναι πολλά τα κοινά που με συνδέουν με τον παππού εξ Αμοργού. Ένα από αυτά είναι η θέση του ύπνου. Στην δεξιά μεριά, με το χέρι κάτω από το μαξιλάρι ,στην στάση του εμβρύου. Η καμαρούλα του ήταν μικρή, είχε μια κουρτίνα αντί για πόρτα κι ένα καντηλάκι που το άναβε κάθε ημέρα η γιαγιά. Τα μεσημέρια που κοιμόταν κουρασμένος από το μαραγκούδικο, άνοιγα την κουρτίνα και τον χάζευα πολλή ώρα. Ο ύπνος του θα τολμούσα να πω πως ήταν Παπαδιαμαντικός, γαλήνιος εξωτερικά και γεμάτος φουρτούνες μέσα του. Γιατί είχε πολλές φουρτούνες ο παππούς. Από το δέντρο των παιδιών του. Ήταν ψηλός και καθώς εγώ άλλαζα περσόνες μέσω ρούχων, κόκκινα κοτλέ παντελόνια στα 16 με παλτό Ιούνιο μήνα έτσι για σπάσιμο, ύστερα κελεμπίες και μετά ινδικές φούστες με δεκάδες βραχιόλια λόγω Τζόπλιν, εκείνος φορούσε αιώνια τραγιάσκα και την φανελα που φορούσε ο Βαμβακάρης.Κι όλοι οι άντρες των νησιών. Ύστερα ένα Καλοκαίρι φόρεσα το γιλέκο του με την ινδική φούστα. Ήταν σαν να έχω τον παππού επάνω μου και δεν με ενδιέφερε διόλου ότι ο κόσμος γέμιζε το κενό του σχολιάζοντας συνεχώς το ντύσιμο μου. Από ένα σημείο και μετά δεν ενδιέφερε ούτε εκείνον. Κι αυτό μου αρκούσε. Τις σπανιες φορές που ερχόταν στην Αθήνα ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου, σαν να ερχόταν το Καλοκαίρι μέσα στον Χειμώνα. Σήμερα τον θυμήθηκα και τον σκεφτόμουν έντονα, τόσο, ώσπου όλος ο οργανισμός μου έπεσε σε νιρβάνα. Σε κατάσταση Ζεν. Γέμισα από την ήρεμη ματιά του. Τα μάτια του,, μου θύμιζαν γιασεμιά. Ευωδίαζαν, ολόκληρος ευωδίαζε με αυτό που δεν έχει ο άνθρωπος της πόλης. Ο δικός μου παππούς ήταν ένας ποιητής με τον δικό του τρόπο. Αντί μαλώματος και ξύλου μου έλεγε ιστορίες με παραβολές που αυτοσχεδίαζε. Διάβαζε συνεχώς, άφηνα στο τραπέζι τάχα αφηρημένα βιβλία που τα διάβαζε το μεσημέρι και το βράδυ ώσπου να κοιμηθεί κάτω από το λιγοστό φως της λάμπας πετρελαίου- μέχρι Μπουκόβσκι και Κέρουακ διάβασε. Ήταν ο μόνος που είχε τελειώσει το σχολείο αλλά αυτό δεν λέει τίποτε, το σημαντικό είναι η ικανότητα αφήγησης του , η υπομονή και το χαμόγελο. Πως για τα βάσανα που του φορούσαν οι άλλοι σαν τα σαμάρια που έφτιαχνε ο ίδιος για τα γαιδούρια, δεν βαρυγκομούσε, υπέφερε από ιώβια υπομονή Κι όταν απαιτούσα να κάθομαι ολόκληρο γομάρι 19 χρονών στα γόνατα με χόρευε κουνώντας τα πόδια του και τραγουδούσαμε μαζί, νταχτι ρντι νταχιρντι νάτο νάτο το παιδί. Στην Αμοργό τότε, δεν είχαμε φως ούτε λιμάνι, είχαμε όμως παππούδες που στο μισό τους πρόσωπο έλαμπε ο ήλιος και στο άλλο μισό το φεγγάρι. Ισορροπίες χωρίς άσκοπα λογοπλαστικά τερτίπια κι επίδειξη δύναμης. Δεν τσακώθηκε ποτέ παρά μόνο με την γιαγιά μου. Κι όταν ερωτευόμουν μου έλεγε απλά, το προσωπάκι σου λάμπει σαν να καταπιες ήλιο. Και γελούσαμε για την επικοινωνία χωρίς λέξεις γιατί η καρδιά γελούσε. Η καρδιά γελούσε. Θυμάσαι την τελευταία φορά που γέλασε η καρδιά σου;

2 σχόλια:

  1. « Ο δικός μου παππούς ήταν ένας ποιητής με το δικό του τρόπο» Μια φράση δήλωση που αφήνει τον αναγνώστη να αναλογιστεί το ανάστημα του ανθρώπου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή