Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Εκείνη την Κυριακή ήρθες και με βρήκες χλωμός κι απέρριτος, είχες δάχτυλα χωρίς αποτύπωμα, κέρινα* με νύχια που κυλούσαν αποκόμματα εφημερίδων. 'Ελεγαν πως πέθανες, σε κοιτούσα και τα μάτια μου σε κύκλωναν , σαν μια κορνίζα από το παρελθόν στάθηκες στην με΄ση της πλατείας πληγωμένη από μια Άνοιξη που δεν ήθελε να φύγει. Μου έδειχνες την πορεία που είχαμε κάνει με τους άλλους κι όλα άλλαζαν* με σπασμένα εκμαγεία , άγγελοι διαρρηγμένοι και λωτούς φαγωμένους ,είχαμε πέσει στα γόνατα. Ότι ήταν να φάμε ο ένας από τον άλλο το φάγαμε, και χωρίς κρασί ,καθισμένοι κάτω από τις νεραντζιές της Αθήνας οφμαλοσκοπούσαν τα γεγονότα τα υπολλείματα μας. Είμαστε νεκροί ο ένας για τον άλλον, σου είπα. Γιατί έρχεσαι και με τυραννάς με αυτά τα μάτια που δεν έχουν πλέον εγκαρτέρηση, μόνο ακινησία και απάθεια. Κι εσύ σηκώθηκες τινάζοντας τα άνθη που είχαν πέσει στα μαλλιά σου, μπούκλες μελιές , γεμάτες ποιήματα και τραγούδια με φυσαρμόνικες. Θεέ μου , διερωτήθηκα πως γίνεται να σε πονούν έτσι οι νεκροί; Με κράτησες αγκαζέ και με έσπρωξες να περπατήσω δίπλα σου. Γύρω μας η βοή από τον κόσμο σε μια πορεία χωρίς σκοπό, έτσι ανερμάτιστοι και πικροί καταπίναμε το αίμα μας από την δαγκωμένη γλώσσα μας. Σε έσπρωξα, φύγε μακριά, φώναξα, αυτός ο κόσμος άλλαξε. Μας έπνιξε ο φανατισμός κι η ανοχύρωτη πόλη που κατάπιε τα σπίτια με τους ανθρώπους τους, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς τους ρουφούσε το άγχος. Κι εσύ αποφάσισες να φύγεις τραγουδώντας στίχους και ιστορίες για χαμένες ψυχές. Κι ένιωσα ντροπή και μοναξιά ατελείωτη. Δεν είχαμε να φάμε τίποτε πια ο ένας από τον άλλον. Μονο μια λερή απόγνωση πως κάποτε υπήρξαμε, Μάρτυρας μου η σκιά μου και το φως που με αφάνιζε, σε αγαπούσα. Σε αγαπώ ακόμη. Κι ας με κατασπάραξες πρώτος χωρίς την απόλαυση της γεύσης και της επίγνωσης. Πως έτρωγες έναν άνθρωπο κι όχι ένα λείψανο που απλά σου δόθηκε σαν μια αγοραία υπόσχεση. Κι ας είχα σκάψει την γη πενθώντας σε. Εσύ, ούτε μια σταλιά πένθος δεν κράτησες για εμένα. Ούτε λίγη ντροπή που δεν θυμόσουν το όνομα μου αλλά διέτρεξες τόσα χιλιόμετρα για να με βρείς. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Πιο νεκρή από τους νεκρούς. Κλώτσησα μια γόπα τσιγάρου στον δρόμο κι έφυγα. υγ. φωτ. από την ταινία Ευδοκία, η Μαρία Βασιλείου.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Ο μεγαλύτερος διώκτης μου, είμαι εγώ, έτσι κατάφερα να δω τον δράκο στα μάτια πριν με τεμαχίσει με κινήσεις ταχυδακτυλουργικές. Έτσι μπορώ να ακούω τον παλμό της πυγολαμπίδας. Τους νεκρούς να μυρίζω κάτω από το χώμα. Να φτιάχνω και να καίω επιτάφιους μαζί με τον Ιούδα. Δεν φιλούν υπέροχα οι Ιούδες, οι πόρνες όταν αγαπήσουν, φιλούν υπέροχα. Ο μεγαλύτερος διώκτης μου είμαι εγώ, δεν θα καταφέρεις ποτέ σου να με σκοτώσεις γιατί με έχω σκοτώσει εγώ χιλιάδες φορές. Γι αυτό δεν θα με δεις ποτέ σου να ικετεύω, έχω μάθει καλά το μάθημα της ανατομίας, της ψυχής. Από εδώ οι νεκροί, από εδώ οι ζωντανοί, σου είπαν. Κι ούτε λίγο πένθος δεν κράτησες για μένα και για σένα. Ο μεγαλύτερος διώκτης μου, είμαι εγώ, ώσπου να κοιμηθώ για πάντα, θα φυλακίζω μια κραυγή σε ένα καράβι, το καράβι θα την ταξιδεύει κι εσύ θα με θυμάσαι . Δεν ντράπηκα ποτέ να σου δείξω τον πόνο και την κραυγή του. Υπάρχει απέραντη ηδονή πέρα από τον πόνο, κάτω από τον πόνο, έτσι κατέληξα μετά από τόσες θυελλώδεις σχέσεις με τους εαυτούς μου, κι ούτε ένα βλέμμα του νάρκισσου δεν είδα στην λίμνη, η λίμνη κοιταζόταν από την αρχή στα μάτια του. Ο μεγαλύτερος διώκτης μου, είμαι εγώ, γι αυτό καλέ μου ,άγνωστε παραλήπτη του σημειώματος μου μέσα στο μπουκάλι, αυτό να ξέρεις, μονάχα αυτό.. υγ. αφιερωμένο στους φίλους σκορπιούς.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Στον Διονύση Μαρίνο Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, πήρε το γκρίζο παλτό του και το φορούσε συνέχεια . Πέντε χρόνια , πέντε χειμώνες. Οι αγκώνες φαίνονταν πια παλιοί και φθαρμένοι. Οι τσέπες τρύπησαν και τα ψίχουλα που έπαιρνε για τα περιστέρια, έπεφταν . Η φθορά όμως δεν τον ενοχλούσε, ούτε τα λόγια των φίλων του που τον πείραζαν. Κάν δεν έδινε σημασία στις φωνές της αδελφής του που δεν άντεχε να τον βλέπει να φοράει το παλτό . Έμεναν μαζί από την στιγμή που πέθανε ο πατέρας. Όταν το φορούσε, ένιωθε πως είχε επάνω στον δεξί ώμο του, ένα χελιδόνι που είχε εξημερωθεί , πότε του τραγουδούσε διαπεραστικά και πότε του μιλούσε ανθρώπινα. Και όντως το έβλεπε , ζούσε μαζί του ενώ φορούσε το παλτό . Κυρίως αυτή την αίσθηση δεν ήθελε να χάσει. Αυτήν την ιδιαίτερη οξύνοια που του δώριζε η ανθρώπινη φωνή του χελιδονιού που άλλοτε τον συμβούλευε και άλλοτε του έκανε προβλέψεις για υποθέσεις που τον απασχολούσαν. Είχε πάντα επιτυχία ακολουθώντας τις συμβουλές και τις μαντειες του . Μόνο στον ύπνο του δεν το φορούσε πια αυτό το παλτό που κρεμόταν επάνω του πλέον σαν δεύτερο γκρίζο δέρμα. Ίσως ήταν και κάτι από τον πατέρα του, ίσως ένιωθε την αγκαλιά του που τον τύλιγε ζεστά και απαλά προστατεύοντας τον από το σκληρό καυκαλο της ζωής. Εκείνη την καταστροφική για εκείνον Κυριακή, ο ήλιος τον προκαλούσε έντονα, ανέβηκε στην ταράτσα και άφησε τον ήλιο να τον ζεστάνει στην πλάτη το πρόσωπο και όλο το σώμα. Χάζευε τις πολυκατοικίες , σκεφτόταν σε όλη αυτή την αχανή έκταση της πόλης πόσοι άνθρωποι και που έμεναν που να του έμοιαζαν στην καρδιά και την σκέψη. Με πόσους θα μπορούσε να νιώθει αδελφός και ποια γυναίκα θα μπορούσε να ερωτευτεί κατάφωρα ώσπου να καει ολόκληρος. Να καει ώσπου να εξαφανιστεί. Τότε ένιωσε στην πλάτη μαχαιριές. Τρεις βαθιές μαχαιριές που τον έκαναν να ουρλιάξει και να σφαδαξει σαν σφαγμένο ζώο . Κι όμως,δεν υπήρχε κανείς άλλος επάνω στην ταράτσα, εκτός από αυτόν. Έτρεχε πάνω κάτω ,αναπηδουσε από τον πόνο, έτρεχε μήπως και καταφέρει να μαλακώσει τον διαπεραστικό αόρατο πόνο. Αγγιξε την πλάτη του μήπως πιάσει αίμα. Τίποτε. Ήταν στεγνός. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Το διαμέρισμα του βρισκόταν στον τελευταίο όροφο. Κάτω από την ταράτσα. Ουρλιάζοντας φώναξε το όνομα της αδελφής του . Την καλούσε να έρθει κοντά του όταν μπήκε στο δωμάτιο του για να ανοίξει την πόρτα της ντουλάπας για να δει στον καθρέφτη την πλάτη του . Πρώτα όμως είδε την αδελφή του που κρατούσε το ψαλίδι και είχε ανοίξει τρεις μεγάλες κάθετες τρύπες που διέτρεχαν την πλάτη του παλτού. Αγνόησε το θυμωμένο της βλέμμα και κοίταξε τις τρύπες ,νιώθοντας τα δάκρυα του να πνιγούν τον λαιμό του και τα άφησε να κυλήσουν ελεύθερα. Σχεδόν αμέσως είδε στο πάτωμα νεκρό το χελιδόνι . Λίγο αίμα βρισκόταν δίπλα στο άψυχο κορμάκι του. Η καρδιά του σαν να βγήκε από το στήθος του. Τώρα ο σωματικός πόνος δεν ήταν τόσο δυνατός όπως αυτός της καρδιάς του. Της έδειχνε το νεκρό χελιδόνι, φώναζε , ούρλιαζε συνεχώς επαναλαμβάνοντας την λέξη γιατί, γιατί, γιατί. Όμως εκείνη δεν έβλεπε κανένα χελιδόνι, εκείνος έκλαιγε κι εκείνη δικαιολογούσε την πράξη της λέγοντας του πως όλοι τον κορόιδευαν γιατί φορούσε το τριμμένο πια παλτό του πατέρα που τον έκανε να μοιάζει σαν άστεγος. Έβγαλε με μανία το πουκάμισο και κοιταχτηκε στον καθρέφτη της ντουλάπας. Τρεις μαχαιριές διέσχιζαν την πλάτη του κόκκινες κόκκινες αλλά χωρίς να τρέχουν αίμα. Η αδελφή του όταν τις είδε γουρλωσε τα μάτια της. Ταυτόχρονα κοίταξε το παλτό . Εκείνος πήρε στα χέρια του το νεκρό χελιδόνι και ξάπλωσε στο πάτωμα στην στάση του εμβρύου . Μοιρολογουσε χωρίς παρηγοριά, χωρίς να απαλαινουν οι ψαλιδιες της καρδιάς του. Ο πόνος είχε επεκταθεί σε όλη του την ύπαρξη. Κι όσο η αδελφή του τον βεβαίωνε πως δεν έβλεπε κανένα χελιδόνι τόσο ο πόνος επεκτεινόταν σε όλη του την ύπαρξη. Μεσα σε αυτην.Στο τέλος επικεντρώθηκε σε όλο του το κεφάλι. Αυτός ο πόνος ήταν σαν να προσπαθούσε να σπάσει το κεφάλι του. Ήξερε πως κανένα παυσίπονο δεν θα του έπαιρνε τον πόνο, αφού το νεκρό χελιδόνι θα του θύμιζε για πάντα πως ήταν η ζωή του πριν πεθάνει, τότε που βρίσκονταν στον ώμο του , του τραγουδούσε και τον συμβούλευε . Η ζωή του θα άλλαζε με δραματικό τρόπο , η επιτακτική ανάγκη της φυγής έτρεξε στο μυαλό του. Αλλά έμεινε εκεί, ξαπλωμένος στο πάτωμα να μοιρολογει και να βρέχει με τα δάκρυα του το νεκρό πουλί. Την νεκρή καρδιά του που γυρεύει να αναστηθεί..
Η τελευταία γκέισα της πόλης, άναψε τα στικ και έκανε το δωμάτιο να μοιάζει με γιασεμί. Πλύθηκε με την γνωστή ιεροτελεστία που έκανε όταν ήταν να δοθεί σε έναν άντρα. Ήταν ερωτευμένη ταυτόχρονα με τρεις άντρες, κάθε ένας από αυτούς της ήταν πολύτιμος. Αν ήταν να διαλέξει δεν θα μπορούσε. Αίμα θα έσταζε από την καρδιά της και τα χελιδόνια στην κοιλιά της θα πέθαιναν. Αυτός που υπέφερε από αυτολύπηση έκανε κακό στον εαυτό του, αυτός που μάκραινε την αγωνία του για υπαρξιακά ζητήματα γινόταν καταθλιπιτικός. Αυτός που ήταν ερωτευμένος με την περασμένη του νιότη ήταν ένας τιμωρημένος νάρκισσος. Η τελευταία γκέισα της πόλης όλα αυτά τα ήξερε. Είχε μια κρυφή κεραία που εντόπιζε κάθε πληγή και την αιτία της. Δεν είχε κάνει ποτέ πίσω στο να δει τον πόνο στα μάτια. Τον πόνο τον θρυμμάτιζε και τον έκανε ένα μικρό διαμάντι και το φόραγε στο μικρό της δάχτυλο. Αυτόν τον πόνο έπαιρνε από τους άντρες. Λευτέρωνε φανταστικούς ρόλους και καταστάσεις και τις φόραγε στο δέρμα της. Εκείνοι παρασύρονταν και ξέχναγαν την αιτία που υπέφεραν. Γιατί εκείνη τους άνοιγε τους κήπους της ηδονής. Το σώμα της άντεχε να ανοίγει σε κάθε νέα ηδονή. Και τους έκανε να γίνονται μαζί της κάτι άλλο από αυτό που υπήρξαν ως τότε. Όταν έπεφταν στο σώμα της επάνω γίνονταν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Γιατί η γυναίκα αυτή ήταν κομμάτι της αιώνιας τέχνης, ήταν σύμβολο. Το καταλάβαιναν κι οι τρεις όταν γίνονταν ένα μαζί της. Μόνο ο ένας ήξερε για την παρουσία των άλλων δυο. ίσως άντεχε γιατί ήταν ο πιο νέος..` Τι κι αν η τελευταία γκέισα πλήρωνε λογαριασμούς στην σειρά της τράπεζας, τι κι αν ψώνιζε στην λαική όπως οι συνηθισμένες γυναίκες; Αυτή πραγματευόταν συνεχώς την καλλιτεχνική ζωή. Αποδεχόμενη ειλικρινά κάθε εμπειρία, αγαπούσε απεριόριστα την ομορφιά στο σώμα και στην ψυχή. (Είσαι το θαύμα της ζωής) , της έλεγε ο άντρας με τα μάτια κάρβουνο, άφηνε απέραντα κύματα ηδονής να κουνούν εξουθενωτικά το σώμα της. Κι αυτός, ιδρωμένος έπινε τους χυμούς της. (Είσαι ατελείωτη), της έλεγε ο άντρας που καβαλούσε συνεχώς αεροπλάνα και ταξίδευε. (Έτσι θέλεις); της έλεγε αυτός που δεν τολμούσε να παραδεχτεί πως μεγάλωσε και έχωνε μέσα της τα δάχτυλα του κι αυτή σφάδαζε σαν αμνός στην σφαγή. Ζούσαν μέσα της κι οι τρεις. Έβαζε λουλούδια στα βάζα και αρωμάτιζε κάθε πτυχή του κορμιού της. Τους περίμενε για να τους προσφερθεί ως ιέρεια ως κορίτσι και ως γυναίκα. Και πάντα έψαχνε να βρει κάποιον που θα παρέμενε αδαής παρ όλες τις γνώσεις. Γιατί μόνο εκεί, σε μια τέτοια φύση θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια μεγάλη ιδέα. Και θα μπορούσε να ζήσει σαν τέκνο του φωτός που πολεμάει για αυτό. Τώρα νυχτώνει. Δυο γάτες τσακώνονται κι η γειτονιά γίνεται ασπρόμαυρη. Είναι η ώρα που η γυναίκα θα δεχτεί έναν από τους εραστές της. Αν για κάποιον λόγο θα πέθαινε ο ένας θα πέθαινε κι η ίδια την ίδια στιγμή. Μέσα σε μια πόλη συμβαίνουν πάντα θαύματα. Αρκεί να ξέρεις να τα περιμένεις, δίχως τον φανατισμό του θρήσκου αλλά με την αγνότητα ενός βρεφικού ύπνου... -Η τελευταία γκέισα της πόλης-
Ενώ με πλησίαζες έβλεπα το μέτωπο σου να σταζει ευγένεια. Μακριά στεκόμασταν από την αγχόνη του κόσμου. Τα χέρια σου με τρυφερότητα φανέρωναν τις γραμμές τους καθώς μαλακά απομάκρυνες ένα γερμένο τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια μου. Περπατούσαμε σε ένα μεγάλο πάρκο όπου μιμούμαστε τις φωνές των πουλιών. Τα πουλιά μας κύκλωσαν με φιλικές διαθέσεις. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Ταίσαμε τα πουλιά κι επινοήσαμε το πέταγμα τους. Έβαλα τις άκρες των παπουτσιών μου πάνω στις δικές σου κι αρχίσαμε να πετάμε ενώ ο ουρανός στο βάθος του έπιασε να γίνεται κόκκινος...