Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014
Η μάνα μου, ζούσε στις πέτρες, όπως ο πατέρας μου, μόνο που ο πατέρας μου έβλεπε και θάλασσα,
η διαφορά τους ήταν, πως η μάνα μου όταν φύλαγε τα πρόβατα, δέκα χρονών, ένας λύκος της έφαγε τα δυό , στην καταμέτρηση λοιπόν, αντί για εκατό, τα πρόβατα ήταν ενενήντα οκτώ,
τότε ο πατέρας της την έβαλε τιμωρία, μια μέρα νηστεία,
κι από τα εννιά αδέλφια της, ο ένας, ο αδελφός της, της έφερε κρυφά να φάει.
Μα από τότε η μάνα μου γίνηκε λύκος..
Και κανείς δεν το κατάλαβε,
ούτε αδέλφια, ούτε τα ξαδέλφια μου ποτές,
ίσως στουςτελευταίους, σε ένα γεύμα που θα ρέει ο οίνος άφθονος θα τους το εμπιστευτώ,
μα κι αυτά, λύκους έχουν για γονείς, αφού τους έθρεψαν λύκοι,
δεν ξέρω αν είναι η φτώχια μόνο,
κάτι μέσα στην καρδιά μου, μού λέει πως δεν είναι μονάχα αυτό,
ίσως μια κατάρα που σέρνεται σαν φίδι,
ίσως είναι άσεμνο να το πω αυτό, αλλά αυτό μαρτυρά η παιδική μου ηλικία,
έτσι λοιπόν ξεχώρισα τον πατέρα μου γιατί έκλαψε μπροστά μου,
πράγμα πίστεψε με,
ανυπέρβλητο, ίσως σαν του λιβανιού η γαλήνη ,
μα να,
όσο μεγαλώνει η μάνα μου,
ναι,
τίποτε δεν της συγχωρώ,
μα σήμερα, σε ένα γεύμα οικογενειακό που έκανε εκείνη,
το είδα το βλέμμα το λυπημένο , σαν κουτάβι ήταν,
πως δεν της πέτυχε η τυρόπιτα, αν ξέρεις,
οι η Ηπειρώτισσες φημίζονται για τις πίττες τους,
σιγανά το είπε, πως δεν μου πέτυχε σήμερα,
και θυμήθηκα τον λύκο ,
και πίστεψε με,
ξανά λυπήθηκα,
από όσα της είπα κάποτε , ποτέ δεν πήρε αυτό το κουταβίσιο βλέμμα,
όλα αυτά που αφορούσαν την λύπη που μου δώρισε γενναιόδωρα,
έτσι μόλις στο δικό μου σπίτι έφτασα έφαγα όλη την τυρόπιτα ,
να καταλάβω γιατί αυτή η λύπη,
και μου ήρθαν πέτρες στον λαιμό και γύρεψα ξανά τον πατέρα μου,
ξέρω καλά,
οι πέτρες κάνουν σκληρούς ή επιπόλαια σκληρούς τους ανθρώπους,
τώρα σε ποια μεριά ανήκει η μάνα μου,
δεν θα στο πω,
'ηδη πολλά σου είπα,
φτάνει ο λύκος που είναι μέσα μου,
τον ακούς; φωνάζει...
Μα του δίνω μέλι και ξεχνιέται...
-Της μάνας οι πέτρες
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου