Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014


Σήμερα, θα σου μιλήσω για ένα γεγονός που συνέβη όταν ήμουν κάπου στην τρίτη γυμνασίου άγνωστε φίλε μου. Τότε που ο Νικολαΐδης κατέκλυσε την ζωή μου με τις ταινίες του κι άρχισα να αντιλαμβάνομαι λίγο τι είναι η γλυκιά συμμορία. Πολλά χρόνια πριν, η Ροκ είχε εισβάλει στο πρώτο μου στερεοφωνικό και έτρεχα σε όλες τις περιοχές της Αττικής για να μου μεταφράζουν στίχους φίλοι , πολλές φορές είχα απογοητευτεί με κάτι στροφές του στυλ <<μωρό μου ήρθα, είμαι κατάκοπος γιατί δούλευα όλη μέρα και θέλω να σου κάνω έρωτα>> ναι, κάτι μπλουζ ήταν, αλλά όλες τις φορές έπεφτα σε έκσταση από τον Μόρρισον και τους Φλόυντ , τον Ντύλαν και τόσους άλλους που δεν θα τελειώνουμε να ονοματίζουμε. Η γλυκιά συμμορία λοιπόν, περιλάμβανε για μένα τους φίλους μου και τον πρώτο μεγάλο μου έρωτα με έναν άντρα-ψάρι που έπαιζε εκπληκτική ηλεκτρική κιθάρα αλλά δεν πίστευε στον εαυτό του. Ας μην γελιόμαστε, ούτε εγώ πίστευα κι ίσως και τώρα δεν πιστεύω. Σημασία για μένα έχει σημασία να αρπάζεις την ζωή και να ρίχνεσαι στην φωτιά ή στο παγωμένο νερό με όλη την δυναμική της καρδιάς σου .Γι αυτό δεν χρειάζεται να πιστεύω σε τίποτε παραπάνω από αυτό, <<θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα>>, ακριβώς αυτή η ανάγκη μου για ζωή με έφερε σε έναν κόσμο γεμάτο περιπέτειες που δεν μετάνιωσα παρά για απολύτως ελάχιστες και πάντως όχι αυτές που αφορούν εκείνο το χρωματιστό μου ρον εντ ρολλ ένδοξο παρελθόν.. Έχω σε σημειώσεις και στην μνήμη μου έναν γεμάτο μαγεία κόσμο, τα εγkόνια μου δεν θα προλάβουν να βαρεθούν να ακούνε και οι φίλοι μου επίσης.. Στην δική μου γλυκιά συμμορία λοιπόν ανήκε η Β. ο Π. η Κ. η Τ. κι ο Α.. Φυσικά το εννοούσα και το εννοώ πως θα μπορούσα να δώσω την ζωή μου για αυτούς. Μέσα στην τάξη λοιπόν, τα δυο πιο αντιδραστικά κορίτσια ήταν η Κ. κι εγώ. Η Κ. φορούσε αμέτρητα βραχιόλια σαν την Τζόπλιν, είχε ακριβώς τα μαλλιά της και θα λεγα πως ξοδευόταν με γελοίους έρωτες, ερχόταν στο σχολείο με μαύρους κύκλους από τα ξενύχτια στα αγαπημένα μας << ροκ υπόγεια>> και φορούσε καστόρινα σακάκια πάνω από την γελοία ποδιά την οποία σαφώς βγάζαμε καθώς περνούσαμε την πόρτα του σχολείου-φυλακής με τα ψηλα κάγκελα και χυνόμασταν στο Π. όπου χανόμαστε σε συζητήσεις με μπητ ποιητές, πιο πολύ εγώ, η Κ. βαριόταν, μιλούσαμε για μουσική και ταινίες και φυσικά για τα στέκια. Σε πολλούς όφειλα κάποιες γνώσεις που πήρα παραπάνω από αυτά που άκουγαν και διάβαζαν.. Με την Κ. είχαμε ξεκαθαρίσει την θέση μας με τους όλους, δεν ανήκαμε ούτε γουστάραμε να ανήκουμε στους όλους. Τότε, ή μάλλον δυό χρόνια πριν κατακλύσουν στο Rebember στην Πλάκα οι κονκάρδες εγώ είχα ήδη φτιάξει την δικιά μου με τον Μόρρισον, αυτοσχέδια κονκάρδα που έχασα μαζί με άλλα σε μια μετακόμιση. Η Κ. <<έλεγε>> απλά στους καθηγητές το μάθημα της κι όποτε της έλεγαν μπράβο γιατί εκείνη δεν διάβαζε, τα έπαιρνε από την διδασκαλία , τους έλεγε γιατί πράγμα μπράβο; Συμπαθούσε τον Π. τον αγαπημένο μου που έμοιαζε πάρα πολύ με τον Γκάλλαχερ και γενικά ήταν η πιο αγαπημένη μου όλων. Ήταν γνήσια, ήταν άνθρωπος που μπορούσες να πιστέψεις και να στηριχτείς.. Μια μέρα λοιπόν ανακαλύψαμε τα λευκώματα, αυτά τα τετράδια που σε ρωτούσαν τι είναι φιλία, τι είναι έρωτας και απαντούσαν με ψευδώνυμα, εμείς ήδη είχαμε τα δικά μας σαν παρατσούκλια,πολύ πριν, κάνοντας τις νυχτερινές ροκ διαδρομές μας. Γράφαμε λοιπόν και πέφταμε κάτω από κάτι απαντήσεις που μας θύμιζαν παιδαριώδεις καταστάσεις.. Κάποια στιγμή ένιωσα την Κ. μου να πέφτει σε μεγάλη μελαγχολία και να κάνει συνέχεια κοπάνες από το σχολείο. Τα μάτια της έμοιαζαν άδεια και το γεμάτο σάρκα στόμα της δεν άνοιγε σε χαμόγελα. Μην νομίζεις κι εγώ έτσι ήμουν, από παιδί κωλοχαρακτήρας ήμουν, υπερευαίσθηστη και σαν να ήμουν συνέχεια αλλού, και κουβαλούσα συνέχεια λύπη.. Αλλά η Κ. δεν ήταν έτσι. Μιλώντας λοιπόν μαζί της στο Πρόμπλεμ κι αφού είχαμε χορέψει Στόουνς αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον και κάνοντας κύκλο στην πίστα, εκείνο ακριβώς το βράδυ που είδα στην τουαλέτα να σουτάρει ο Πρίγκιπας και τα έπαιξα, μου είπε πως τελευταία είχε αρχίσει να παίρνει χάπια, Μαντράξ, Αρνταν και δεν θυμάμαι τι άλλο. Δεν τα πήγαινα καλά με τις ουσίες, δεν ήθελα να φτιαχτώ έτσι, είχα την μουσική τα βιβλία και τις ταινίες για να φτιάχνομαι και να <<φεύγω>>. Επίσης αυτό το φεύγω- έρχομαι με τον έρωτα μου τον Π. με έφτιαχνε, δεν στο κρύβω ,πολύ. Η Κ. λοιπόν άρχισε να κυλάει. Να φεύγει.. Και τότε, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι που καμπουριασμένη πίσω πίσω , τελευταίο θρανίο,διάβαζα Ποπ και Ροκ (αχ Νταλούκα και Πετρίδη), τότε ακριβώς που έβλεπα ξανά άδεια την θέση της μου στειλαν ξανά να γράψω σε ένα γελοίο λεύκωμα χέρι με χέρι. Και τότε, η γλυκιά συμμορία μου έδωσε μια υπέροχη έμπνευση Θα χρησιμοποιούσα τον μοναδικό λόγο που με αγαπούσαν οι καθηγητές μου, το μάθημα της έκθεσης , ναι, θα έγραφα σαν άντρας και θα υπέγραφα σαν Τζόνυ. Θα έκανα κάποιο σχόλιο στα λεγόμενα της και θα της έλεγα πως είναι ένας πανέμορφος τύπος αρκετά ιδιόρυθμος, πως τον ξέρω αλλά είναι απλησίαστος και συχνάζει όπου πάμε κι εμείς. Έγραψα κάτι καυστικό κάτω από την απάντηση της και πήγα σπίτι της. Τα άδεια μάτια της λίγο έλαμψαν, της είχα παρακινήσει την περιέργεια της. Της μίλησα έντονα για τα χάπια, της μίλησα για την μουσική, πήγαμε στο σαλόνι και βάλαμε Σούπερτραμπ, με ρώτησε για τον Τζόνι, της παρουσίασα ότι είχα στο κεφάλι μου . Απάντησε στο σχόλιο του, σχόλιο μου. Την άλλη ημέρα ήρθε σχολείο. Πιο ζωηρή , πιο ευχάριστη, πιο αντιδραστική. Πήρα το λεύκωμα, υποτίθεται το πήγα στον φίλο μου Τζόνυ, της απάντησε. Η Κ. συνέχισε να έρχεται σχολείο, όλη η Φωκίωνος έπαιρνε χάπια, το σχολείο χαπακωνόταν. Και ξαφνικά έπρεπε να γίνω άντρας. Άντρας που θα έπειθε την Κ. να σταματήσει τα χάπια γιατί το φτιάξιμο αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στον έρωτα και την μουσική. Πήρα καρδιά, συκώτια, πνευμόνια, τα έβαλα στο χαρτί και έγινα άντρας. Η αγάπη μου γι αυτήν και η ευκολία να γράψω ερωτικά ,μας οδήγησε σε μια αλληλογραφία που ο ταχυδρόμος ήμουν εγώ. Το βράδυ την ερωτευόμουνα, την παρατηρούσα, άκουγα τις σκέψεις της, ξυπνούσα τις αισθήσεις της, της μιλούσα για έναν άλλο κόσμο όπου εκείνη δέσποζε με το πορτρέτο της. Το πορτρέτο της με μάτωνε, η σχέση αυτή με μάτωνε, με μάτωνε που οι λέξεις είχαν τόση δύναμη επάνω της, οι δικές του λέξεις,οι λέξεις ενός άγνωστου κι όχι οι δικές μου, της φίλης της, του μέλους της γλυκιάς συμμορίας μας.. Αυτό κράτησε γύρω στους επτά μήνες, μια μέρα ήρθε και μου είπε πως πολύ πιθανόν έτσι όπως τον περιέγραφα να τον είδε την προηγούμενη νύχτα στο Πρόμπλεμ. Ήταν λέει καθισμένος απέναντι της , είχε πράσινα μάτια και ξανθές μπούκλες και την κοιτούσε όλο το βράδυ. Ναι, την βεβαίωσε ο Τζόνυ την επομενη μέρα, εγώ ήμουν και σε έβλεπα. Η Κ. πετούσε, ήταν ξανά το δραστήριο λαμπερό μου πλάσμα, μέλος της καρδιάς μου, μέλος της αγάπης και κομμάτι της. Ξεπέρασα την ανόητη ζήλια μου για τις λέξεις. Απολάμβανα την ευεργετική τους δύναμη επάνω της αλλά και ευγνωμονούσα την μαγεία τους καθώς με μεταμόρφωναν σε κάτι άλλο. Εξερεύνησα για πρώτη φορά την αντρική φύση και την γυναικεία μαζί γράφοντας της.. Και κάποια στιγμή ερωτεύτηκε στα αλήθεια όταν<< φυγάδευσα>> τον Τζόνυ στο εξωτερικό για σπουδές. Αυτό που έμεινε ήταν σελίδες που μύριζαν πατσουλί.. Μεγαλώσαμε. Μετά παντρευτήκαμε και χαθήκαμε. Και πολύ πολύ μετά, βρεθήκαμε στο σπίτι της. Και καθώς πίναμε ποτάκια με ρώτησε( αλήθεια, είχες νέα από τον Τζόνι); (Ο Τζόνυ είναι καλά κι είναι μπροστά σου), της είπα γελώντας. Και γύρισα πίσω σε κείνες τις μέρες και της διηγήθηκα τα πάντα. Σκέψεις, συναισθήματα, ρέανε μαζί με μουσική, μαζί με αγάπη, αγάπη, αγάπη, άγνωστε φίλε μου. Η Κ. πέθανε, ο Π. πέθανε, οι άλλοι έφυγαν σιγά σιγά. Από τότε ψάχνω την γλυκιά μου συμμορία. Κάτι φανερώνεται και υπάρχει. Και ζω. Χωρίς να πιστεύω σε μένα. Στις συμμορίες πιστεύω. Να πάνε να γαμηθούν όλα τα άλλα. Μερικά πράγματα υπαγορεύουν την ύπαρξη μου, την ύπαρξη σας. Βρείτε τα, μόνο μην φοβάστε να ζήσετε όπως είστε, τρωτοί, λεκιασμένοι, μοιραίοι αλλά υπέροχα ωραίοι. -Μια εξομολόγηση μου αυστηρά προσωπική, η δικιά μου γλυκιά συμμορία- Υγ η φωτο μου, ανήκει σε εκείνη την εποχή, την εποχή της τρυφερότητας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου