Να φεύγω πίσω στις μνήμες, στα καφενεία τα λερά ,όπου οι μύγες κρέμονταν σε μια ταινία με κόλλα επάνω στο ταβάνι, οι γέροι έπιναν ρακή κι έπαιζαν πρέφα, τους λιγοστούς τουρίστες που ήταν παιδιά των λουλουδιών κι άναβαν φωτιές σε απόμακρες παραλίες, μια παρέα εφήβων έξω από την πόρτα της θείας Ρ., που μιλούσαμε για Ροκ, τους έρωτες που κυνηγούσα με τα μάτια παρατηρώντας έναν μπάλο σε πανηγύρι 15 Αυγούστου, τον άντρα που σχεδόν ήταν κυνηγός εμπρός στα πόδια της γυναίκας ψάχνοντας δρασκελισμούς ψυχικούς μα και ταραγμένους από την ερωτική παραζάλη, αυτοσχέδια στιχάκια και νότες του βιολιού από το Στεφανάκh, τον δικό μας νησιώτη μπλουζίστα, όπου ακουμπούσε το πηγούνι επάνω στο όργανο και κουνιόταν ολόκληρος, άνοιγε την νότα και την μάκραινε καθώς έβλεπε τον ερωτικό οίστρο ενός ζευγαριού στον χορό, έδινε παράταση, έδινε παράταση στην πρόκληση της χίμαιρας, μια χίμαιρα κι αυτός που κατάπινε το αλκοόλ σαν να ήταν ένα χρωματιστό πουλί ανεβάζοντας τα μάτια στον αστροστόλιστο ουρανό λες και τον ευχαριστούσε, και τα πόδια των ανθρώπων, ω, τα πόδια των ανθρώπων να χτυπούν σαν να ήταν φτερούγες στο πάτωμα, κι εγώ μεθυσμένη από το θέαμα να σβήνω πίκρες και άσχημες σκέψεις, τα νυχτολούλουδα να παραληρούν σε φωτοχυσίες αισθήσεων,
να φεύγω πίσω, σε κείνα τα λερά καφενεία που ο πλουραλισμός των αισθήσεων έβγαινε από τα ξύλινα κουτάκια της καρδιάς και του νου, ο Αυγερινός κι η πούλια με χίλια σπαθιά με έκοβαν , μας έκοβαν, μας μεταμόρφωναν, πότε σε αγγέλους και πότε σε Μέδουσες, όλα τα μονοπάτια που πατούσαν μονάχα οι τρελοί κι οι ονειροπαρμένοι και τα κατσίκια, στο ταγάρι μου παξιμάδι και σκληρό αμοργιανό τυρί, να σταματώ κάτω από τον τζίτζικα και την συκιά του δρόμου και να ψάχνω τον Κέρουακ και τις ουτοπίες μου της τάχα ελευθερίας μου, καθώς εδώ γινόμουν το άγριο και στην Αθήνα ξανά κάτι το γνώριμο, ψάχνοντας να φέρω παλι εκεί το άγριο και το ανυπότακτο,
να φεύγω πίσω, στον παλιό κόσμο, τίποτε στυλιζαρισμένο, τα νησιώτικα bebop στην πειρατική μου σκέψη, τότε που η απόσυρση μου από τις παρέες εναλλάσονταν
με την συντροφιά των λίγων και δικών μου εκλεκτών, εμείς που ζητούσαμε τις χίμαιρες, εμείς που βρεθήκαμε να κάνουμε αργότερα μαντινάδες παίρνοντας το παλιό μονοπάτι από το χωριό στον γιαλό μεθυσμένοι, βιολί και λαούτο περπατώντας να παίζουν καθώς γλυκοξημέρωνε, καθώς πηγαίναμε να πούμε χρόνια πολλά στις Μαρίες, καθώς χορεύαμε επάνω στις πέτρες, ω,
θείες στιγμές που ψάχνουν οι άνθρωποι στις προσευχές ,
τότε που δεν έμοιαζε αγωνία να ψάχνεις θεούς και δαίμονες κι οι Κασσάνδρες έπαυαν , δεν είχαμε τιμητές, δεν είχαμε απομιμήσεις ανθρώπινες, τότε που όλα ενώ ήταν τόσο άγρια έκρυβαν και φανέρωναν μια υψηλή ευγένεια στα λόγια και τις πράξεις,
τώρα που όλα στριμώχνονται στο σήμερα, σε έναν πόλεμο σε όλα τα επίπεδα,,
τώρα που οι παλιοί αναπαύονται κι εμείς τους γυρεύουμε στις τσίμπλες της καρδιάς μας, καθώς πολλές φορές αυτή κοιμάται τον ύπνο της πραγματικότητας,
και καθώς οι Βόρειοι έχουν κάνει την παρουσία τους πληθωρική κι οι μύγες και τα σπουργίτια, εδώ θέλω να πω,
αφήστε λίγο χορό για την ουτοπία,
αφήστε λίγο χώρο στην ουτοπία...
και μην πιστέψετε πως τούτο το νησί το ξέρετε..το νησί δεν είναι δωμάτια και γαλλικό άρωμα, ούτε οργανωμένοι περιπατητές, είναι το κομμάτι το άγριο, το πιο άγριο όπου οι θεοί ξεχνούν τις ιδιότητες τους πίνοντας και ανακαλύπτοντας όλα τα απαγορευμένα...
-Αναπολώντας την παλιά μου Αμοργό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου