Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018


Έχω καιρό να πάω σε κοιμητήριο, τις νύχτες υπνοβατώ κι ανάβω κεράκια. Το πρωί είναι σβηστά στην κουζίνα , δίπλα στον μαρμάρινο νεροχύτη. Σκέφτομαι τις ατμόσφαιρες των νεκρών φίλων μου. Την απαλή γκρίζα ομίχλη του χειμωνιάτικου πρωινού. Το τοπίο που ντυθήκαμε μαζί. Είναι καιρός που δεν τους βλέπω στον ύπνο μου. Είναι καιρός που δεν ψάχνω να ενώσω το αίμα μου με των άλλων για να τους ονομάσω αδέλφια μου. Εκείνο το ζώο μέσα μου ίσως αναπαύεται σε ένα κόκκινο δάσος, ίσως πάλι να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Ξέροντας πως όλα ήταν ακατάλληλα για να ζήσουμε όλοι, κάτι παύει να φωνάζει. Κάτι που έχει το χρώμα του χιονιού κινείται στο δωμάτιο, κάτι σαν σφαίρα κυνηγάει ένα όνειρο ιδρωμένο. Τα πρωινά πουλιά πολύχρωμα έξω στον κήπο τραγουδούν ρόδα. Μπορώ να χαθώ για ώρες ακούγοντας τα. Τα ρόδα σπάνε, πιέζουν τα σπλάχνα, γυρίζουν το αίμα γρήγορα κάτω από το δέρμα. Και δεν ξέρει κανείς τι είναι πιο τραγικό, οι φίλοι που πέθαναν ή οι φίλοι που δεν θα κάνεις ποτέ γιατί έτσι έταξε η τύχη. Η αναγκαιότητα της τύχης ανήκει στα τραγικά στοιχεία της ζωής των ανθρώπων. Αυτών που υπνοβατούν κι αυτών που δεν περιμένουν τίποτε. Και μέσα τους τα αμάραντα ρόδα χρυσίζουν μια σιωπή σαν έπαρση μεσίστια μιας μαύρης σημαίας. Δεν θα σε βρω. Δεν θα μιλήσουμε σαν να ξέραμε ο ένας τον άλλον πριν την γέννηση του. Ελευθέρωσα τον εαυτό μου από τα μαρτύρια της αναμονής. Και κάπου κάπου ξεχνώ τον φοβο του θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου