Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Εκείνη την Κυριακή ήρθες και με βρήκες χλωμός κι απέρριτος, είχες δάχτυλα χωρίς αποτύπωμα, κέρινα* με νύχια που κυλούσαν αποκόμματα εφημερίδων. 'Ελεγαν πως πέθανες, σε κοιτούσα και τα μάτια μου σε κύκλωναν , σαν μια κορνίζα από το παρελθόν στάθηκες στην με΄ση της πλατείας πληγωμένη από μια Άνοιξη που δεν ήθελε να φύγει. Μου έδειχνες την πορεία που είχαμε κάνει με τους άλλους κι όλα άλλαζαν* με σπασμένα εκμαγεία , άγγελοι διαρρηγμένοι και λωτούς φαγωμένους ,είχαμε πέσει στα γόνατα. Ότι ήταν να φάμε ο ένας από τον άλλο το φάγαμε, και χωρίς κρασί ,καθισμένοι κάτω από τις νεραντζιές της Αθήνας οφμαλοσκοπούσαν τα γεγονότα τα υπολλείματα μας. Είμαστε νεκροί ο ένας για τον άλλον, σου είπα. Γιατί έρχεσαι και με τυραννάς με αυτά τα μάτια που δεν έχουν πλέον εγκαρτέρηση, μόνο ακινησία και απάθεια. Κι εσύ σηκώθηκες τινάζοντας τα άνθη που είχαν πέσει στα μαλλιά σου, μπούκλες μελιές , γεμάτες ποιήματα και τραγούδια με φυσαρμόνικες. Θεέ μου , διερωτήθηκα πως γίνεται να σε πονούν έτσι οι νεκροί; Με κράτησες αγκαζέ και με έσπρωξες να περπατήσω δίπλα σου. Γύρω μας η βοή από τον κόσμο σε μια πορεία χωρίς σκοπό, έτσι ανερμάτιστοι και πικροί καταπίναμε το αίμα μας από την δαγκωμένη γλώσσα μας. Σε έσπρωξα, φύγε μακριά, φώναξα, αυτός ο κόσμος άλλαξε. Μας έπνιξε ο φανατισμός κι η ανοχύρωτη πόλη που κατάπιε τα σπίτια με τους ανθρώπους τους, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς τους ρουφούσε το άγχος. Κι εσύ αποφάσισες να φύγεις τραγουδώντας στίχους και ιστορίες για χαμένες ψυχές. Κι ένιωσα ντροπή και μοναξιά ατελείωτη. Δεν είχαμε να φάμε τίποτε πια ο ένας από τον άλλον. Μονο μια λερή απόγνωση πως κάποτε υπήρξαμε, Μάρτυρας μου η σκιά μου και το φως που με αφάνιζε, σε αγαπούσα. Σε αγαπώ ακόμη. Κι ας με κατασπάραξες πρώτος χωρίς την απόλαυση της γεύσης και της επίγνωσης. Πως έτρωγες έναν άνθρωπο κι όχι ένα λείψανο που απλά σου δόθηκε σαν μια αγοραία υπόσχεση. Κι ας είχα σκάψει την γη πενθώντας σε. Εσύ, ούτε μια σταλιά πένθος δεν κράτησες για εμένα. Ούτε λίγη ντροπή που δεν θυμόσουν το όνομα μου αλλά διέτρεξες τόσα χιλιόμετρα για να με βρείς. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Πιο νεκρή από τους νεκρούς. Κλώτσησα μια γόπα τσιγάρου στον δρόμο κι έφυγα. υγ. φωτ. από την ταινία Ευδοκία, η Μαρία Βασιλείου.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Ο μεγαλύτερος διώκτης μου, είμαι εγώ, έτσι κατάφερα να δω τον δράκο στα μάτια πριν με τεμαχίσει με κινήσεις ταχυδακτυλουργικές. Έτσι μπορώ να ακούω τον παλμό της πυγολαμπίδας. Τους νεκρούς να μυρίζω κάτω από το χώμα. Να φτιάχνω και να καίω επιτάφιους μαζί με τον Ιούδα. Δεν φιλούν υπέροχα οι Ιούδες, οι πόρνες όταν αγαπήσουν, φιλούν υπέροχα. Ο μεγαλύτερος διώκτης μου είμαι εγώ, δεν θα καταφέρεις ποτέ σου να με σκοτώσεις γιατί με έχω σκοτώσει εγώ χιλιάδες φορές. Γι αυτό δεν θα με δεις ποτέ σου να ικετεύω, έχω μάθει καλά το μάθημα της ανατομίας, της ψυχής. Από εδώ οι νεκροί, από εδώ οι ζωντανοί, σου είπαν. Κι ούτε λίγο πένθος δεν κράτησες για μένα και για σένα. Ο μεγαλύτερος διώκτης μου, είμαι εγώ, ώσπου να κοιμηθώ για πάντα, θα φυλακίζω μια κραυγή σε ένα καράβι, το καράβι θα την ταξιδεύει κι εσύ θα με θυμάσαι . Δεν ντράπηκα ποτέ να σου δείξω τον πόνο και την κραυγή του. Υπάρχει απέραντη ηδονή πέρα από τον πόνο, κάτω από τον πόνο, έτσι κατέληξα μετά από τόσες θυελλώδεις σχέσεις με τους εαυτούς μου, κι ούτε ένα βλέμμα του νάρκισσου δεν είδα στην λίμνη, η λίμνη κοιταζόταν από την αρχή στα μάτια του. Ο μεγαλύτερος διώκτης μου, είμαι εγώ, γι αυτό καλέ μου ,άγνωστε παραλήπτη του σημειώματος μου μέσα στο μπουκάλι, αυτό να ξέρεις, μονάχα αυτό.. υγ. αφιερωμένο στους φίλους σκορπιούς.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Στον Διονύση Μαρίνο Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, πήρε το γκρίζο παλτό του και το φορούσε συνέχεια . Πέντε χρόνια , πέντε χειμώνες. Οι αγκώνες φαίνονταν πια παλιοί και φθαρμένοι. Οι τσέπες τρύπησαν και τα ψίχουλα που έπαιρνε για τα περιστέρια, έπεφταν . Η φθορά όμως δεν τον ενοχλούσε, ούτε τα λόγια των φίλων του που τον πείραζαν. Κάν δεν έδινε σημασία στις φωνές της αδελφής του που δεν άντεχε να τον βλέπει να φοράει το παλτό . Έμεναν μαζί από την στιγμή που πέθανε ο πατέρας. Όταν το φορούσε, ένιωθε πως είχε επάνω στον δεξί ώμο του, ένα χελιδόνι που είχε εξημερωθεί , πότε του τραγουδούσε διαπεραστικά και πότε του μιλούσε ανθρώπινα. Και όντως το έβλεπε , ζούσε μαζί του ενώ φορούσε το παλτό . Κυρίως αυτή την αίσθηση δεν ήθελε να χάσει. Αυτήν την ιδιαίτερη οξύνοια που του δώριζε η ανθρώπινη φωνή του χελιδονιού που άλλοτε τον συμβούλευε και άλλοτε του έκανε προβλέψεις για υποθέσεις που τον απασχολούσαν. Είχε πάντα επιτυχία ακολουθώντας τις συμβουλές και τις μαντειες του . Μόνο στον ύπνο του δεν το φορούσε πια αυτό το παλτό που κρεμόταν επάνω του πλέον σαν δεύτερο γκρίζο δέρμα. Ίσως ήταν και κάτι από τον πατέρα του, ίσως ένιωθε την αγκαλιά του που τον τύλιγε ζεστά και απαλά προστατεύοντας τον από το σκληρό καυκαλο της ζωής. Εκείνη την καταστροφική για εκείνον Κυριακή, ο ήλιος τον προκαλούσε έντονα, ανέβηκε στην ταράτσα και άφησε τον ήλιο να τον ζεστάνει στην πλάτη το πρόσωπο και όλο το σώμα. Χάζευε τις πολυκατοικίες , σκεφτόταν σε όλη αυτή την αχανή έκταση της πόλης πόσοι άνθρωποι και που έμεναν που να του έμοιαζαν στην καρδιά και την σκέψη. Με πόσους θα μπορούσε να νιώθει αδελφός και ποια γυναίκα θα μπορούσε να ερωτευτεί κατάφωρα ώσπου να καει ολόκληρος. Να καει ώσπου να εξαφανιστεί. Τότε ένιωσε στην πλάτη μαχαιριές. Τρεις βαθιές μαχαιριές που τον έκαναν να ουρλιάξει και να σφαδαξει σαν σφαγμένο ζώο . Κι όμως,δεν υπήρχε κανείς άλλος επάνω στην ταράτσα, εκτός από αυτόν. Έτρεχε πάνω κάτω ,αναπηδουσε από τον πόνο, έτρεχε μήπως και καταφέρει να μαλακώσει τον διαπεραστικό αόρατο πόνο. Αγγιξε την πλάτη του μήπως πιάσει αίμα. Τίποτε. Ήταν στεγνός. Κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Το διαμέρισμα του βρισκόταν στον τελευταίο όροφο. Κάτω από την ταράτσα. Ουρλιάζοντας φώναξε το όνομα της αδελφής του . Την καλούσε να έρθει κοντά του όταν μπήκε στο δωμάτιο του για να ανοίξει την πόρτα της ντουλάπας για να δει στον καθρέφτη την πλάτη του . Πρώτα όμως είδε την αδελφή του που κρατούσε το ψαλίδι και είχε ανοίξει τρεις μεγάλες κάθετες τρύπες που διέτρεχαν την πλάτη του παλτού. Αγνόησε το θυμωμένο της βλέμμα και κοίταξε τις τρύπες ,νιώθοντας τα δάκρυα του να πνιγούν τον λαιμό του και τα άφησε να κυλήσουν ελεύθερα. Σχεδόν αμέσως είδε στο πάτωμα νεκρό το χελιδόνι . Λίγο αίμα βρισκόταν δίπλα στο άψυχο κορμάκι του. Η καρδιά του σαν να βγήκε από το στήθος του. Τώρα ο σωματικός πόνος δεν ήταν τόσο δυνατός όπως αυτός της καρδιάς του. Της έδειχνε το νεκρό χελιδόνι, φώναζε , ούρλιαζε συνεχώς επαναλαμβάνοντας την λέξη γιατί, γιατί, γιατί. Όμως εκείνη δεν έβλεπε κανένα χελιδόνι, εκείνος έκλαιγε κι εκείνη δικαιολογούσε την πράξη της λέγοντας του πως όλοι τον κορόιδευαν γιατί φορούσε το τριμμένο πια παλτό του πατέρα που τον έκανε να μοιάζει σαν άστεγος. Έβγαλε με μανία το πουκάμισο και κοιταχτηκε στον καθρέφτη της ντουλάπας. Τρεις μαχαιριές διέσχιζαν την πλάτη του κόκκινες κόκκινες αλλά χωρίς να τρέχουν αίμα. Η αδελφή του όταν τις είδε γουρλωσε τα μάτια της. Ταυτόχρονα κοίταξε το παλτό . Εκείνος πήρε στα χέρια του το νεκρό χελιδόνι και ξάπλωσε στο πάτωμα στην στάση του εμβρύου . Μοιρολογουσε χωρίς παρηγοριά, χωρίς να απαλαινουν οι ψαλιδιες της καρδιάς του. Ο πόνος είχε επεκταθεί σε όλη του την ύπαρξη. Κι όσο η αδελφή του τον βεβαίωνε πως δεν έβλεπε κανένα χελιδόνι τόσο ο πόνος επεκτεινόταν σε όλη του την ύπαρξη. Μεσα σε αυτην.Στο τέλος επικεντρώθηκε σε όλο του το κεφάλι. Αυτός ο πόνος ήταν σαν να προσπαθούσε να σπάσει το κεφάλι του. Ήξερε πως κανένα παυσίπονο δεν θα του έπαιρνε τον πόνο, αφού το νεκρό χελιδόνι θα του θύμιζε για πάντα πως ήταν η ζωή του πριν πεθάνει, τότε που βρίσκονταν στον ώμο του , του τραγουδούσε και τον συμβούλευε . Η ζωή του θα άλλαζε με δραματικό τρόπο , η επιτακτική ανάγκη της φυγής έτρεξε στο μυαλό του. Αλλά έμεινε εκεί, ξαπλωμένος στο πάτωμα να μοιρολογει και να βρέχει με τα δάκρυα του το νεκρό πουλί. Την νεκρή καρδιά του που γυρεύει να αναστηθεί..
Η τελευταία γκέισα της πόλης, άναψε τα στικ και έκανε το δωμάτιο να μοιάζει με γιασεμί. Πλύθηκε με την γνωστή ιεροτελεστία που έκανε όταν ήταν να δοθεί σε έναν άντρα. Ήταν ερωτευμένη ταυτόχρονα με τρεις άντρες, κάθε ένας από αυτούς της ήταν πολύτιμος. Αν ήταν να διαλέξει δεν θα μπορούσε. Αίμα θα έσταζε από την καρδιά της και τα χελιδόνια στην κοιλιά της θα πέθαιναν. Αυτός που υπέφερε από αυτολύπηση έκανε κακό στον εαυτό του, αυτός που μάκραινε την αγωνία του για υπαρξιακά ζητήματα γινόταν καταθλιπιτικός. Αυτός που ήταν ερωτευμένος με την περασμένη του νιότη ήταν ένας τιμωρημένος νάρκισσος. Η τελευταία γκέισα της πόλης όλα αυτά τα ήξερε. Είχε μια κρυφή κεραία που εντόπιζε κάθε πληγή και την αιτία της. Δεν είχε κάνει ποτέ πίσω στο να δει τον πόνο στα μάτια. Τον πόνο τον θρυμμάτιζε και τον έκανε ένα μικρό διαμάντι και το φόραγε στο μικρό της δάχτυλο. Αυτόν τον πόνο έπαιρνε από τους άντρες. Λευτέρωνε φανταστικούς ρόλους και καταστάσεις και τις φόραγε στο δέρμα της. Εκείνοι παρασύρονταν και ξέχναγαν την αιτία που υπέφεραν. Γιατί εκείνη τους άνοιγε τους κήπους της ηδονής. Το σώμα της άντεχε να ανοίγει σε κάθε νέα ηδονή. Και τους έκανε να γίνονται μαζί της κάτι άλλο από αυτό που υπήρξαν ως τότε. Όταν έπεφταν στο σώμα της επάνω γίνονταν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Γιατί η γυναίκα αυτή ήταν κομμάτι της αιώνιας τέχνης, ήταν σύμβολο. Το καταλάβαιναν κι οι τρεις όταν γίνονταν ένα μαζί της. Μόνο ο ένας ήξερε για την παρουσία των άλλων δυο. ίσως άντεχε γιατί ήταν ο πιο νέος..` Τι κι αν η τελευταία γκέισα πλήρωνε λογαριασμούς στην σειρά της τράπεζας, τι κι αν ψώνιζε στην λαική όπως οι συνηθισμένες γυναίκες; Αυτή πραγματευόταν συνεχώς την καλλιτεχνική ζωή. Αποδεχόμενη ειλικρινά κάθε εμπειρία, αγαπούσε απεριόριστα την ομορφιά στο σώμα και στην ψυχή. (Είσαι το θαύμα της ζωής) , της έλεγε ο άντρας με τα μάτια κάρβουνο, άφηνε απέραντα κύματα ηδονής να κουνούν εξουθενωτικά το σώμα της. Κι αυτός, ιδρωμένος έπινε τους χυμούς της. (Είσαι ατελείωτη), της έλεγε ο άντρας που καβαλούσε συνεχώς αεροπλάνα και ταξίδευε. (Έτσι θέλεις); της έλεγε αυτός που δεν τολμούσε να παραδεχτεί πως μεγάλωσε και έχωνε μέσα της τα δάχτυλα του κι αυτή σφάδαζε σαν αμνός στην σφαγή. Ζούσαν μέσα της κι οι τρεις. Έβαζε λουλούδια στα βάζα και αρωμάτιζε κάθε πτυχή του κορμιού της. Τους περίμενε για να τους προσφερθεί ως ιέρεια ως κορίτσι και ως γυναίκα. Και πάντα έψαχνε να βρει κάποιον που θα παρέμενε αδαής παρ όλες τις γνώσεις. Γιατί μόνο εκεί, σε μια τέτοια φύση θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια μεγάλη ιδέα. Και θα μπορούσε να ζήσει σαν τέκνο του φωτός που πολεμάει για αυτό. Τώρα νυχτώνει. Δυο γάτες τσακώνονται κι η γειτονιά γίνεται ασπρόμαυρη. Είναι η ώρα που η γυναίκα θα δεχτεί έναν από τους εραστές της. Αν για κάποιον λόγο θα πέθαινε ο ένας θα πέθαινε κι η ίδια την ίδια στιγμή. Μέσα σε μια πόλη συμβαίνουν πάντα θαύματα. Αρκεί να ξέρεις να τα περιμένεις, δίχως τον φανατισμό του θρήσκου αλλά με την αγνότητα ενός βρεφικού ύπνου... -Η τελευταία γκέισα της πόλης-
Ενώ με πλησίαζες έβλεπα το μέτωπο σου να σταζει ευγένεια. Μακριά στεκόμασταν από την αγχόνη του κόσμου. Τα χέρια σου με τρυφερότητα φανέρωναν τις γραμμές τους καθώς μαλακά απομάκρυνες ένα γερμένο τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια μου. Περπατούσαμε σε ένα μεγάλο πάρκο όπου μιμούμαστε τις φωνές των πουλιών. Τα πουλιά μας κύκλωσαν με φιλικές διαθέσεις. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Ταίσαμε τα πουλιά κι επινοήσαμε το πέταγμα τους. Έβαλα τις άκρες των παπουτσιών μου πάνω στις δικές σου κι αρχίσαμε να πετάμε ενώ ο ουρανός στο βάθος του έπιασε να γίνεται κόκκινος...

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020


Στο αστικό περιβάλλον λάμπει μέσα σε κάποια σπίτια γεμάτα χρώματα, ένας αρχαίος αισθησιασμός. Πίσω από τα μισόκλειστα ρολά ένα αιθέριο σώμα ξεχωρίζει, στηλώνεται επάνω στην κουρτίνα του δωματίου. Έπειτα καρφώνεται στην οροφή και κοιτάζει τα σώματα. Η πάλη για την ένωση θυμίζει την πάλη της γέννησης. Όμως η τέχνη της επίγνωσης κατά την διάρκεια της ένωσης ξεχωρίζει στην ποιότητα και την ένταση του πόνου. Ίσως και να μπορεί κανείς να πει πως την ώρα που αλλάζει κάποιος δέρμα και μπαίνει σε ένα σώμα βιώνει μικρούς διαδοχικούς θανάτους. Μετά την κορύφωση της χαράς εγκαθίσταται λάμψη στα πρόσωπα και μια ευδαιμονία που εμπεριέχει θλίψη. Η θλίψη της αναζήτησης της επανάληψης και της απουσίας. Αυτός που ενστικτωδώς αναζητεί τον αρχαίο αισθησιασμό τον βρίσκει μέσα στο κάθε τι που περιλαμβάνει ζωή. Δίνεται σε αυτήν πρωτόγονα και με ιεροτελεστίες προσωπικές και λιτές. Ο εαυτός δεν υπάρχει δυό φορές ούτε χαρίζεται η ζωή για επανάληψη. Ο κάθε συμβιβασμός που έχει φέρει ο <<πολιτισμός>> των ανθρώπων αφαιρεί την δυνατότητα του ανθρώπου να βρει αυτόν τον αρχαίο αισθησιασμό καθώς του ευνουχίζει την δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τοπρωτόγονο ζώο που υπάρχει μέσα του και πίσω από τα ρούχα. υγ. Μικρές σκέψεις που έκανα παρατηρώντας την φωτογραφία του Nobuyoshi Araki

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020


Κούκλα βιτρίνας Με επινόησες ένα καλοκαίρι μέσα στην κίτρινη μοναξιά σου με στόλισες με ποιήματα και μουσικές, μα πιο πολύ τον εαυτό σου άκουγες και γοητευόσουν καθώς μου έλεγες ότι με αγαπάς, μαζί με μια κούκλα βιτρίνας που βρήκες στα σκουπίδια με έβαλες, να την κοιτάζω, να βγάλεις μια φωτογραφία ασπρόμαυρη, γέμιζα με τα ψέματα σου την αλήθεια μου που ήταν άδεια, ψεύτες κι οι δυό λοιπόν, όμως εγώ ποτέ δεν σε επινόησα, πίστευα πως υπήρχες και κατέληξα με σπασμένο το ένα μου φτερό, μου πήρε καιρό μα γιατρεύτηκα, όλες οι πληγές κάποτε κλείνουν και το μόνο που μένει είναι η οσμή τους στο χώμα.

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020


Ο ίλιγγος της ζωής, αυτή η γνώριμη οδύνη που περιγράφει τις ηδονές , τις ήττες, τους αποχωρισμούς , τα φέρετρα και τα λουλούδια που κάποτε ακουμπήσαμε τα μάτια μας με την ευλάβεια ενός άπειρου και ανύποπτου στην ζωή και τον θάνατο. Πάει να πει πως υπήρξαμε αθώοι και γι αυτό ακαταμάχητα γοητευτικοί.

Σχεδόν πάντα, έρχεσαι με τα χέρια στις τσέπες, με αγκαλιάζεις και με φιλάς. Μου ζητάς να χορέψουμε , κι ενώ στροβιλιζόμαστε σου λέω πως για τον καθένα υπάρχει ένα ρέκβιεμ. Μου ζητάς να ξεχάσω τις διαισθήσεις μου. Να ξεχάσω όσα έγιναν πίκρες μέσα μου και βλάστησαν. Τα ρόδια δεν βοήθησαν ποτέ, σου επισημαίνω, ούτε η καλή διάθεση. Ούτε τα πυροτεχνήματα. Έπειτα καθισμένη στα πόδια σου αρχίζουμε να μιλάμε για τον χρόνο, ελαφρά ζαλισμένοι από το κρασί. Όσο περνάει ο χρόνος μαλακώνει τα ίχνη ή τα σβήνει, είπες. Ίσως και να μην αφήνει το πιο δυνατό ίχνος να χαθεί από την μνήμη, σου είπα. Μας κούρασαν οι απώλειες και οι ήττες, καταλήξαμε. Είμαστε ζωντανοί , είπες, κι ότι είναι ζωντανό κινείται. Μόνο με την έννοια των Ρόλλινγκ Στόουνς , σου απάντησα. Άσε με εμένα να ευχηθώ για το νέο έτος, μουρμούρισες απαλά, δεν θέλω να παραβιάσω την απαισιοδοξία σου . Μόνο να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, σου είπα, κι ας πέσει η αυλαία κι ας ακουστεί ένα ρέκβιεμ. Πάντα υπάρχει ένας γκρεμός μπροστά μας. Να ακούμε ο ένας τον άλλον. Έσυρες τα χέρια σου στα μαλλιά μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια σαν να ήταν μια αιωνιότητα. Έξω ακούγονταν τα πυροτεχνήματα για τον ερχομό του 2020. Γελάσαμε σαν μικρά παιδιά. Αγαπάμε τις ουτοπίες , μια ουτοπία δεν είναι εξάλλου ο άνθρωπος;

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019



Στην ιερή μνήμη της Κατερίνας Τον Δεκέμβρη και τα καλοκαίρια, σε πενθώ δίχως να ξέρω το γιατί. Αυτόματα, όπως ο σκύλος που χάνει τον άνθρωπο του. Επουράνιες μελωδίες θυμίζουν συντριβή , ο Χέντριξ κι ο Γκάλαχερ, ο Μόρισον κι αυτοί που σκοτώθηκαν σε τροχαία πριν προλάβουν να πεθάνουν αργά αργά από τις σκόνες, αναδύονται σαν από 3D πίνακες στους τοίχους.Κοιτώ εκστασιασμένη. Ήταν νωρίς για να καταλάβουμε τον Μίνγκους κάτω από το δέρμα- που αγαπούσε ο Πάνος, αλλά τον ακούγαμε. Σύμβολο που βλέπω να κρεμιέται από τον ουρανό το καστόρινο σου σακάκι με τα κρόσια που με οδηγεί με χρώματα στο πουθενά και το όλον. Τσόπερ με τους εγχώριους άγγελους της κόλασης.. Έπεσαν οι μύθοι Κατερίνα, ο Ν. μου εξήγησε όσα αφορούν την συναισθησία, ένα τόσο δα άρθρο αναλύει γιατι συμβαίνει να ακούω τα χρώματα μέσα από την μουσική, να μυρίζω κάτι αόρατο και να οδηγούμαι και να αναλύω αυτά που πληροφορούμαι φτιάχνοντας εικόνες. Τα άρθρα αποφεύγουν την μαγεία, την οδηγούν σε τίτλους τέλους. Προφανώς δεν θα σε πείραζε. Ούτε κι εμένα. Μαζί ήμασταν φωσφόρος και εωσφόρος , γινόμασταν φωσφορισμός. Καταδιώκαμε τα σκοτάδια με έναν υπόγειο λυρισμό. Λάμψεις εκδιωγμού της κακίας και του τέλους του κόσμου. Θυμάμαι την ινδική μπογιά στα μάτια και το πατσουλί. Ύστερα ήρθαν τα γαλλικά αρώματα. Έπεσαν οι μύθοι Κατερίνα. Ο κόσμος πλέον βαδίζει ανάποδα. Ηδονίζεται μέσα σε άρρωστους ψυχισμούς και καταλαμβάνεται από ματαιοδοξία. Γλυκό μου φως! Πικρόγλυκο μου αντίο! Μαλλιά σαν της Τζάνις, ηχείο και αντηχείο στην θάλασσα το γέλιο σου, παρηγοριά μου ώσπου να σε συναντήσω. Ήταν άδικος ο χαμός σου. Σε πήρε αυτό το θραύσμα κάτω από τα μαλλιά σου, μέσα στο κεφάλι σου , που μετά έγινε πολλά. Σίγουρα κατά την έξοδο σου από το σώμα θα εκτελούσες σιωπηλά λάμψεις και ανύποπτους κρότους. Σίγουρα θα πάλευες να μην φύγεις. Γεννήθηκες στην αρχή του ωροσκοπίου του λέοντα. Και δεν μπορώ να πω πως πέθανες.. Τόσα χρόνια μετά και πιστεύω πως ακόμη για άλλη μια φορά μετακόμισες, γι αυτό χαθήκαμε, θα βρεθούμε παρακάτω. Μαζί σου χάθηκε η ευελιξία μου μέσα στο μαύρο χρώμα. Τώρα είσαι μπλε. Ένα μπλε που τρεμοπαίζει πάνω από τα μάτια μου περνώντας έξω από το Πι, στην Φωκίωνος με την λιμνούλα. Σαν ηλεκτρικό φως που οδηγεί στα μουσικά υπόγεια . ΌΛα τα γυρίσαμε Κατερίνα. Στέκια ροκ, ενίοτε και τζαζ. Και τα σκυλάδικα. Κι όταν βγαίναμε έξω τυφλωνόμαστε από το ξημέρωμα. Αναφωνούσαμε, γιατί να ξημερώνει πάντα; Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία σου, για σκέψου. Ζούσαμε με τόση ένταση και χωρίς βιάση που δεν χρειαζόταν η εικόνα μας σε χαρτί. Ζώσα ζωή σαν το χρυσό φως των σταχυών.. Κρατώ την μνήμη σου ιερή και ακριβή. Μαζί με την ξέγνοιαστη, εφηβική, υπέροχη ηλικία μου. Για μένα πενθώ. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα βαθιά εγωιστικό ζώο. Αλλά και τόσο εκτεθειμένο στην αγάπη..

Oλα τα Χριστούγεννα που πέρασαν είναι στην μνήμη θολά, εκτός από εκείνα που έτυχαν της ευσπλαχνίας του Καρολου Ντίκενς.. Εξαιρώ τα πρώτα Χριστούγεννα με την Κατερίνα! Φυσικά θυμάμαι τα κάλαντα και την αναμονή της άφιξης του άγιου Βασίλη, να φάει το μπισκοτάκι του και να πιεί το γάλα του, να τον ευχαριστήσω για τον κόπο του να μοιράζει δώρα σε όλη την γη, αλλά ουδέν νεότερο δεν συνέβαινε αφού ο ύπνος με έπαιρνε μαζί του. Την κούκλα που μου δώρισαν και την χαρά που πήρα με την ευτυχία που είδα στα μάτια της Αννούλας όταν της την χάρισα γιατί δεν πήρε κανένα δωράκι εκείνη. Και μόνο τον Ντίκενς που μου πρόσφερε απλόχερα αγάπη κι έναν κόσμο με χρώματα και ωραίες προοπτικές . Και μαγεία, καθαρή μαγεία κι ευδαιμονία να ανθίζει στα βελούδα της καρδιάς. Εύχομαι να περάσετε καλά φίλες και φίλοι, καλά Χριστούγεννα, με λιγότερους τοξικούς, χειριστικούς ανθρώπους και φιλόδοξες αρρωστημένες από κακία περσόνες. Τον νου σας, φυλάξτε τον εαυτό σας και γίνετε ξανά παιδί. Κάτω από τα πέπλα της κουραστικής καθημερινότητας υπάρχει πάντα ένα παιδί που ζητά να ανοίξει τα μάτια του σε έναν όμορφο, ζωηρό κόσμο όπου η περισσότερη κινητικότητα υπάρχει στην αγάπη και την αθωότητα.. Απλωθείτε σε αγκαλιές και χαρίστε φιλιά. Ακούστε μουσική. Ονειρευτείτε βλέποντας καλές παραστάσεις και ταινίες. Διαβάζοντας βιβλία. Χαρίζοντας βιβλία.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019


Δεν ζούμε στην εποχή που έχουν έρθει τα πάνω κάτω, διανύουμε μέρες όπου τα κοκόρια ανεβαίνουν στα δέντρα παριστάνοντας τα αηδόνια. Αλλά εκ του αποτελέσματος κανένα κελάιδισμα δεν μας συντροφεύει, μόνο ο απαίσιος θόρυβος ενός διαμερίσματος ή μιας γειτονιάς που βρίσκεται σε ανακαίνιση με πριόνια και εργαλεία που δυναμώνουν τις εμβοές μας. Κι όσο να πεις, αντιστέκεσαι στο να γίνεις ένας κρότος κι εσύ, να κάνεις κρότους παριστάνοντας πως κελαιδάς, διότι δεν σου βγαίνει. Τα πρωινά αδιέξοδα επιβεβαιώνουν τις άσχημες νύχτες. Εκπαιδευόμαστε άριστα στο να ζούμε χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς καλοσύνη, μέσα στον φόβο. Αυτόν τον αιώνιο φόβο που επιτάσσει, φάτους εσύ πρώτος πριν σε φάνε οι άλλοι, κάνε την δουλίτσα σου επάνω στην πλάτη του άλλου. Θα ξεχαστεί κι αυτό, όπως τα άλλα. Συνηθίζουμε να ζούμε με τα κοκόρια επάνω στα δέντρα. Συνηθίζουμε να ζούμε στον θόρυβο. αυτόν που παράγουν οι άνθρωποι, οι μηχανές τους και οι φιλοδοξίες τους..

ο αληθινός ποιητής είναι μοναχός στον κόσμο και μονομάχος!

Οι έρωτες στα χρόνια του Facebook Οι έρωτες στα χρόνια του Facebook θυμίζουν όλους τους γελοίους έρωτες. Κρατούν 3 ως 6 μηνες με ελάχιστες εξαιρέσεις που ανεβάζουν τον δείκτη θνησιμότητας στον 1 χρόνο. Μόνο που εδώ ο ναρκισσισμός εμπλέκεται με τα αντικείμενα του πόθου. Φράσεις όπως <<σε φιλώ αγάπη μου, σε φιλώ βαθιά, είμαι πάντα δική σου- δικός σου αγάπη μου και αντίστοιχα άλλα >> και υποσυνείδητα και συνειδητά διεγείρει τους πόθους των τρίτων οι οποίοι καθίστανται ηδονοβλεψίες της κλειδαρότρυπας ή άλλως το αδηφάγο μάτι ενός φακού. Έτσι, αυτός ο πόθος και η υπόσχεση της ηδονής χτυπάει κόκκινο σε παραπάνω από δύο. Επίσης, ο ομιλών περιγράφοντας την σκηνή των επικείμενων τρυφερών περιπτύξεων επικαλυμμένες, δίδει και στους άλλους την άδεια της συμμετοχής τους. Και ακόμη ο λέγων και ο δέκτης- αντικείμενο του πόθου των λόγων αυτών, γίνονται κυριαρχικά όντα έστω της στιγμής εκείνης και ελέγχουν τους αδύναμους ή άρρωστα μοναχικούς κρίκους που είναι οι τρίτοι. Οι οποίοι αδύναμοι κρίκοι επιζητούν για να γεμίσουν το συναισθηματικό , ψυχικό κενό να ξαναμπούν στο παίγνιο της παρατηρήσεως αισθανόμενοι μέρος αυτής της ερωτικής εμπλοκής. Οι κυρίαρχοι και οι κυριαρχόμενοι. Μια ηδονή που αλληλομοιράζεται. Παρακαλώ, σκεφτείτε το ξανά πριν πείτε πως είναι υπερβολικό αυτό σαν καταγραφή. Ο έρωτας είναι αρρώστια η οποία διεγείρει τις αισθήσεις και τις στροβιλίζει γύρω από μια 24 ωρη αναζήτηση του αντικείμενου του πόθου στην ζωή του ερωτευμένου. Όταν αυτή διαχέεται σε μέσα επικοινωνίας όπως ετούτη η πλατφόρμα, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί ,διότι η ηδονή παγώνει στην οθόνη. Η ηδονή είναι ένα ζώο που θέλει ζώσα ύλη για να φαγωθεί και όχι εικονική. Χάνεται μέσα στις υποσχέσεις και παράλληλα εμπλέκεται και με τις ενέργειες των άλλων τρίτων αδηφάγων προσώπων όταν εκτίθεται μαζικά. Η ζήλια παίρνει τον κτητικό της ρόλο και κυνηγάει σαν λύκος αμφότερους. Η ζήλια έχει ρόλο πρωταγωνιστικό ρόλο, ποιος σχολίασε, τι ήθελε να πει, πολλά παρόμοια και όχι μόνο. Ο έρωτας είναι αρρώστια που όταν μοιράζεται γίνεται σκελετός, μπαίνει στο κοινωνικό, το λαοφάγο φέρετρο και απογυμνώνεται, γίνεται στάχτη και η μνήμη του καταλήγει σε ένα μπλοκάρισμα και στην μνήμη των τρίτων. Οι οποίοι παρακολουθούν τον ερχομό του άλλου, επομενου γελοίου έρωτα, με τεντωμένες κεραίες. Ναι, σαφέστατα η πλατφόρμα αυτή έχει μεγάλο ναρκισσισμό από μόνη της και αδικεί τους περισσότερους έρωτες, τους πνίγει μέσα στον ίδιο τους τον ναρκισσισμό γιατί πως αλλιώς ονομάζεται αυτός που εκθέτει τον έρωτα του στα μάτια όλων , επιζητάει σαφώς χειροκρότημα και ζητά να χειραγωγήσει τους αφελείς και εκτεθειμένους στην βαριά μοναξιά της εποχής αλλά και της ψυχικής πανούκλας που επιζητεί το κατασπάραγμα.. φωτογραφηθείτε, γράψτε, ζωγραφείστε, μιλήστε, κάντε αφιερώσεις στο ερωτικό αντικείμενο. Όμως ο χρόνος ο αληθινός, θα καταδείξει το πικρο τέλος που έχει κάθε γελοίος έρωτας. Στο τέλος δεν θα θυμάστε το όνομα του, τις συνήθειες του, τι του άρεσε και τι όχι. ΠΩΣ τον ή την έλεγαν. Και όταν λέμε ερωτευτήκαμε αληθινά για ποιον λόγο επιζητούμε να το μοιραστούμε με παραπάνω ανθρώπους από τους κολλητούς μας , να το κάνουμε εξώφυλλο, εκτός και μόνον όταν υποσυνείδητα δεν είμαστε σίγουροι για την επιλογή μας, άρα επικροτώντας την επιλογή μας οι πολλοί νιώθουμε πως αυτή η επιλογή μας είναι σωστή και αρκετά σίγουρη. Ότι σε καίει από μέσα φίλες και φίλοι καίει εσένα . Μόνον εσένα, αλλιώς ας γίνει ευπώλητο βιβλίο, αλλιώς ας πέσει στην πυρά. όπως και γίνεται.. Σιχαθήκαμε να μαθαίνουμε και να διαβάζουμε κάθε νέο πόνημα , κατάληξη του τέλους ενός γελοίου έρωτα. Κανέναν δεν ενδιαφέρει να μαθαίνει την προσωπική ιστορία του άλλου. Ο έρωτας είναι παντού. Σε καίει στον ύπνο σου, φλέγονται τα άκρα σου , φλέγεται και η καρδιά σου. Φλέγεται η καρδιά σας; υγ. Υπάρχουν και εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ευχές για μακροημέρευση, σεβαστείτε τις εμπειρίες σας και τις εμπειρίες των άλλων. Μην αφήσετε τον έρωτα να γίνει σκελετός στις οθόνες σας. Κάποτε οι οθόνες σας θα σας καταπιούν..

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019


Ω, ψυχή της ψυχής μου! Ρόδο μου άγριο και σεμνό, γέρνουν τα στάχυα το κεφάλι τους καθώς περνάς, και ένα κύμα τους με τον άνεμο ψιθυρίζει το όνομα σου. Φωτιά και πάγος είσαι, αδιαπέραστο πλάσμα στην τοξικότητα της κακίας , γεμάτο σφρίγος, ξεκουμπώνεις την καρδιά σου και στροβιλισμοί άστρων χύνονται ακατάπαυστα δυναμώνοντας τους χτύπους μου. Μοναδική η έκσταση που ντύνει τα μάτια και τα χέρια μου σαν σε φιλώ με αυτά, σαν σε ενδύομαι και πηγαίνω στην θάλασσα. Εκεί που σε πρωτοβρήκα να κάθεσαι αφήνοντας πίσω την σκόνη της πόλης. Ρίχνομαι με πάθος, χωρίς οπλισμούς στα κόκκινα και τα κίτρινα μάτια σου, φορώ μονάχα οπλές, να μπορώ κάπως να προλάβω τον τρόπο που κοιτάζεις. Καπνίζεις λάγνα στις σκάλες ανεβαίνοντας στην σοφίτα που είναι γεμάτη βιβλία. Εκεί ο άγιος Μπωντλαίρ μας περιμένει με την μελαγχολία του Παρισιού και τα άνθη του , μας κερνάει αψέντι, εκεί και οι τρείς χαιρετούμε την φωτιά των μαγισσών από μια άλλη εποχή και τρέχουμε δάκρυα και αδικία. Σε ρωτώ το όνομα σου, Νοέμβριος μου λες, και πέφτουμε επάνω σε μια φλοκάτη κόκκινη, ενώ γύρω μας λιβάνια και σανταλόξυλα τυλίγουν τα σώματα μας, ξέρεις εσύ πως σώμα και ψυχή μπορούν να γίνουν ένα, μα ξέρεις και τον τρόπο, αργά κι επώδυνα. Δεν είναι έρωτας όπως λένε όλοι οι αφελείς, είναι η επιμονή της ζωής, είναι η δύναμη να μπορείς να πέφτεις χωρίς φόβο στον γκρεμό που χάσκει μπροστά σου, είναι ο ίλιγγος του κινδύνου να αποχωρίζεσαι το εγώ σου. Γυμνός και ανεπιτήδευτος.

Ατέλειωτος ήλιος Ατέλειωτη βροχή Τίποτε δεν είναι κανονικό Τίποτε δεν είναι φυσιολογικό Ούτε καν η κακία , ούτε καν η αγάπη.

Εκείνη την Κυριακή ήρθες και με βρήκες χλωμός κι απέρριτος, είχες δάχτυλα χωρίς αποτύπωμα, κέρινα* με νύχια που κυλούσαν αποκόμματα εφημερίδων. 'Ελεγαν πως πέθανες, σε κοιτούσα και τα μάτια μου σε κύκλωναν , σαν μια κορνίζα από το παρελθόν στάθηκες στην με΄ση της πλατείας πληγωμένη από μια Άνοιξη που δεν ήθελε να φύγει. Μου έδειχνες την πορεία που είχαμε κάνει με τους άλλους κι όλα άλλαζαν* με σπασμένα εκμαγεία , άγγελοι διαρρηγμένοι και λωτούς φαγωμένους ,είχαμε πέσει στα γόνατα. Ότι ήταν να φάμε ο ένας από τον άλλο το φάγαμε, και χωρίς κρασί ,καθισμένοι κάτω από τις νεραντζιές της Αθήνας οφμαλοσκοπούσαν τα γεγονότα τα υπολλείματα μας. Είμαστε νεκροί ο ένας για τον άλλον, σου είπα. Γιατί έρχεσαι και με τυραννάς με αυτά τα μάτια που δεν έχουν πλέον εγκαρτέρηση, μόνο ακινησία και απάθεια. Κι εσύ σηκώθηκες τινάζοντας τα άνθη που είχαν πέσει στα μαλλιά σου, μπούκλες μελιές , γεμάτες ποιήματα και τραγούδια με φυσαρμόνικες. Θεέ μου , διερωτήθηκα πως γίνεται να σε πονούν έτσι οι νεκροί; Με κράτησες αγκαζέ και με έσπρωξες να περπατήσω δίπλα σου. Γύρω μας η βοή από τον κόσμο σε μια πορεία χωρίς σκοπό, έτσι ανερμάτιστοι και πικροί καταπίναμε το αίμα μας από την δαγκωμένη γλώσσα μας. Σε έσπρωξα, φύγε μακριά, φώναξα, αυτός ο κόσμος άλλαξε. Μας έπνιξε ο φανατισμός κι η ανοχύρωτη πόλη που κατάπιε τα σπίτια με τους ανθρώπους τους, κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε καθώς τους ρουφούσε το άγχος. Κι εσύ αποφάσισες να φύγεις τραγουδώντας στίχους και ιστορίες για χαμένες ψυχές. Κι ένιωσα ντροπή και μοναξιά ατελείωτη. Δεν είχαμε να φάμε τίποτε πια ο ένας από τον άλλον. Μονο μια λερή απόγνωση πως κάποτε υπήρξαμε, Μάρτυρας μου η σκιά μου και το φως που με αφάνιζε, σε αγαπούσα. Σε αγαπώ ακόμη. Κι ας με κατασπάραξες πρώτος χωρίς την απόλαυση της γεύσης και της επίγνωσης. Πως έτρωγες έναν άνθρωπο κι όχι ένα λείψανο που απλά σου δόθηκε σαν μια αγοραία υπόσχεση. Κι ας είχα σκάψει την γη πενθώντας σε. Εσύ, ούτε μια σταλιά πένθος δεν κράτησες για εμένα. Ούτε λίγη ντροπή που δεν θυμόσουν το όνομα μου αλλά διέτρεξες τόσα χιλιόμετρα για να με βρείς. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Πιο νεκρή από τους νεκρούς. Κλώτσησα μια γόπα τσιγάρου στον δρόμο κι έφυγα.