Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ελεύθερος ,είναι ο άνθρωπος που διατηρεί την αυτονομία του με ακέραιη την αξιοπρέπεια, τώρα ,πως αυτό μπορεί να ισορροπήσει σε μια χώρα διόλου αυτόνομη, είναι ένα θέμα).
Αυτά είπε ο Χ. και κατέβασε στο λαρύγγι του λίγο δροσερό ποτό.
Η Σ. τον κοίταξε καλά και έπειτα παρατήρησε το πέταγμα των πουλιών ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα.
(Είναι καιρός που έχει χαθεί η έμπνευση από τους ανθρώπους), συμπλήρωσ...ε και κάπνισε ένα τσιγάρο εκείνη.
(Κι όμως! Όπου κοιτάξεις κάτι γίνεται σχετικά με την τέχνη), είπε αυτός βαριεστημένα και βαριά.
(Όταν η τέχνη περιγράφει συνεχώς την κρίση, δεν είναι τέχνη, είναι μια περιγραφή της πραγματικότητας), του είπε και έστειλε μακριά δαχτυλίδια καπνού.
Η Σ, σκέφτηκε πως οι άνθρωποι δεν γυρνούν γυμνοί στο σπίτι τους μόνο για την αίσθηση της γύμνιας τους αλλά περισσότερο γιατί έχουν νικηθεί από την ζέστη, τα βράδυα δεν κάνουν έρωτα ούτε φροντίζουν ο ένας τον άλλο παρά ελάχιστα.
( Ας το παραδεχτούμε πια, έχουμε νικηθεί) συνέχισε να μιλάει σχεδόν μόνη της.
(Εγώ δεν έχω ακόμη νικηθεί), απάντησε κι αυτός με λίγο θυμό στην φωνή.
(Γιατί; Πως το λες αυτό);
( Γιατί ακόμη ψάχνω την ευτυχία, γι αυτό, γιατί ακόμη ονειρεύομαι).
Η Σ, σκέφτηκε πως είχε ένα μέρος δίκιου, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
Έπειτα σκέφτηκε πως βαριόταν απίστευτα, είχε κουραστεί να βλέπει τους ανθρώπους να περιστρέφονται γύρω από την σκιά τους, γύρω από τον εαυτό τους που περιφερόταν σαν σκιά.
Έμειναν μόνο κάτι φράσεις μεγάλων κι εμπνευσμένων ανθρώπων που τις έλεγαν άλλοι εδώ κι εκεί, οι μεγάλοι αυτοί άνθρωποι ήταν νεκροί από καιρό..
Ηπιε μια παγωμένη μπύρα και κοίταξε την πλατεία.
Τα Ματ περνούσαν μπροστά από τα καφέ της πλατείας και μερικοί από αυτούς χτυπούσαν τις ασπίδες τους με θράσσος...
Ζούμε σε ένα πέλαγος ηλιθιότητας, σκέφτηκε λυπημένα, ηλίθιοι αυτοι, ηλίθιοι κι εμείς, σκέφτηκε.
ήθελε να τελειώσει την μπύρα της και να φύγει μακριά.
Να χαθεί σε μια άλλη χώρα που ο πόλεμος των ανθρώπων θα είχε πάψει.
Μα που ήταν αυτό εκτός από τον χώρο των κοιμητηρίων;
Εδώ κάθε μέρα κι ένας πόλεμος.
Κι οι πολίτες χωρίς ασπίδα καμμιά, μόνο η ελπίδα που πεθαίνει τελευταία, ή μήπως όχι;
Μετρούσε τις μέρες για να φύγει, να καταφύγει στο νησί..
Εκεί η κουκουβάγια, ο γρύλος κι όλα τα ζωντανά ,θα της θύμιζαν λίγο την ζωή που έτρεχε μακριά από τα δάχτυλα της μα και που μπορούσε να κρατήσει την αίσθηση τους στην καρδιά της να νιώσει λίγο ελεύθερη κι όμορφη σαν παιδί της μητέρας γης...
Μια σταγόνα ελευθερίας που γινόταν μέρες μέρες ποτάμι και την δρόσιζε...
Παράξενες μέρες, ξένοι οι άνθρωποι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου